8/12/19

Κουτοπόνηρες, εκδικητικές μηνύσεις και αγωγές

(Εφημερίδα των συντακτών 7 Δεκ. 2019)



* Ταρίφες αγίων: Διαμαρτύρεται ο άγιος Πειραιώς, με επιστολή του στα Νέα: «καθυβρίζομαι [σ.σ. από συνεργάτη της εφημερίδας] ως “κήρυκας του μίσους στα πρωινάδικα”, ως “χρυσαυγίτης”, και προπηλακίζομαι με την εξυβριστική προτροπή: “Βγάλτε τον σκασμό λοιπόν, κήρυκες του μίσους”…»

Εγώ όμως, διαμαρτύρεται ο άγιος, έχω 30 συσσίτια στη μητρόπολή μου, όπου «σιτίζονται καθημερινώς 7.500 συνάνθρωποι [σ.σ. όχι, δεν γράφει «μας», «συνάνθρωποί μας»] χωρίς διάκριση θρησκείας, χρώματος ή εθνοτικής προελεύσεως»· και εγώ είμαι ο μόνος ιεράρχης που στηλίτευσε «τον παγανιστικό και αποκρυφιστικό χαρακτήρα του μορφώματος της Χ.Α.»· τέλος, ο άγιος παραθέτει χωρία από το Κοράνι, που δείχνουν πως ίσα ίσα εκείνο είναι κήρυκας του μίσους. Οπότε δεν νοείται, καταλήγει, «να ανέχεσαι τον εποικισμό της πατρίδας σου με ομοπίστους των εχθρών σου…» κτλ.

* Μπα, δεν αναζητούμε σώνει και καλά ειρμό. Παρατηρούμε απλώς τον άλλοτε τιμωρό ιεράρχη με τη ρομφαία των αγωγών και τις απαιτήσεις εκατομμυρίων ευρώ να καλλιγραφεί μιαν απλή επιστολή, υπόδειγμα καταλλαγής.

Και αναζητούμε τον κώδικα, τη σχετική κλίμακα αξιών του αγίου με τον σχετικό τιμοκατάλογο:

Να καθυβρίζεται λοιπόν και να προπηλακίζεται να βγάλει τον σκασμό κοτζάμ ιεράρχης, να τον λένε κήρυκα μίσους (στα πρωινάδικα!) και χρυσαυγίτη, δεν θα ’ναι φαίνεται και τόσο τρομερό. Με μιαν απλή επιστολή, όλα καλά.

Αντίθετα, άμα του γράψουν ότι κάποια λόγια του (προσοχή: όχι ο ίδιος, αλλά κάποια λόγια του) «είναι αρμοδιότητας ψυχιάτρου», λόγια εξάλλου που απηχούν τη χιλιοδιακηρυγμένη εναντίωσή του στην ομοφυλοφιλία («οι ομοφυλόφιλοι έκαναν αξία ζωής τον σωλήνα αποβολής των περιττωμάτων του ανθρώπινου σώματος»), τότε ζητάει κάτι ψωροεκατομμύρια ευρώ, δέκα τον αριθμό!

Είναι κι αυτή μια κλίμακα, «νιώθεται», που λέει ο ποιητής.

* «Ένοχος», εν πάση περιπτώσει, ήταν και τότε κάποιος συνεργάτης, η αφεντιά μου, της ίδιας εφημερίδας, των Νέων.

Μόνο που τότε, μου ’ρχεται ξαφνικά η ιδέα, τα Νέα δεν ήταν του Μαρινάκη, προστάτη του αγίου. Οπότε ο άγιος δεν θα στρεφόταν τώρα κατά του ευεργέτη του, αφού, ως γνωστόν, μια αγωγή στρέφεται πάντοτε κατά του συντάκτη και κατά της εφημερίδας.

Αλλά τόσο μικρός ο άγιος; Μπα, η άρρωστη η σκέψη η δική μου…

Μπορεί όμως και να ’ναι απλώς πως το ’χτισε τότε το τείχος προστασίας γύρω απ’ τον πύργο της εξουσίας του, εξασφάλισε επίσης τη μέγιστη δημοσιότητα με τις πάσης φύσεως αγωγές του και τώρα είπε να ενδυθεί τον μανδύα του μεγάθυμου ιεράρχη που θα όφειλε να είναι.

* Έτσι όπως στερεώνει την εξουσία του ο νεοσσός της πολιτικής, που δεν τον προλάβαμε στο αβγό και τώρα τον έχουμε εθνοπατέρα, πρώτο τραπέζι πίστα σ’ όποιο κανάλι ανοίξεις.

Και μεθυσμένος από τη γρήγορη άνοδό του, εξακολουθεί να επιδίδεται σε κάθε είδους θεατρινισμό και πρόκληση, βρήκε όμως καθώς μπουσούλαγε και το κουτί με τα σπίρτα. Και άρχισε να γίνεται και αλλιώς επικίνδυνος ο Μπογδάνος.

Που κι αυτός, με όσα επονείδιστα κι αν τον στολίζουν καθημερινά, από αγράμματο και αστοιχείωτο (με αποδείξεις, φυσικά), ακροδεξιό, πλυντήριο της Χρυσαυγής και πλήθος άλλα, το «ρουφιάνος» τον πλήγωσε βαριά, κι έστειλε πολυσέλιδο εξώδικο στην Ελληνοφρένεια!

Κι αν δεν της έχω σούρει της εκπομπής αυτής... Αλλά τώρα, ούτε λόγος, μαζί της.

* Οι εκδικητικές μηνύσεις και αγωγές, που γίνονται με απόλυτη γνώση πως δεν ευσταθούν, όμως θα ταλαιπωρήσουν αρκούντως τον εγκαλούμενο και –κοινός παρονομαστής– θα συντηρήσουν στη δημοσιότητα τον τάχαμου αδικημένο που αποζητάει το δίκιο του, χτίζοντας το προφίλ του άτεγκτου και του πολλά βαρύ, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, τόμος, τόμοι ολόκληροι.

Από τις πιο πρόσφατες περιπτώσεις θέλω να κατονομάσω, εντελώς ενδεικτικά, τον Σεφερλή που τραβολογάει την Έλενα Ακρίτα, επειδή μίλησε για τον χυδαίο, ρατσιστικό, ξενοφοβικό κτλ. χαρακτήρα του έργου του· τον Ζουγανέλη που, αφού γέμισε το διαδίκτυο με ευθέως ρατσιστικές δηλώσεις, εν ονόματι του αντιρατσιστικού παρελθόντος του μηνύει όποιον τον κατάγγειλε για ρατσιστή· ή, περνώντας στο κωμικό πια, τον Σμαραγδή που απείλησε με αγωγές όλους τους κριτικούς που, αντιπροσωπεύοντας «την αισθητική της ξυρισμένης μασχάλης» (!), «λάσπωσαν» το έργο του.

Μακάρι να υπήρχε όρεξη να ασχοληθεί κανείς αναλυτικά, όσο ψυχοφθόρο κι αν είναι.

buzz it!

25/11/19

Πληρώνοντας τη Μιχαλού - Ψευδο-ακαδημαϊκοί, ερήμην τους

(Εφημερίδα των συντακτών 23 Νοεμ. 2019)


εμείς τα πληρώσαμε τα ολυμπιακά ακίνητα, αλλά τα στάδια δεν τα πληρώναμε [=γεμίζαμε!] πάντα: δύο σε ένα: μας αρέσει;


Πληρώνοντας τη Μιχαλού

«Άρχισε να πληρώνει…» τις δόσεις; όχι: «το σπίτι». Δηλαδή «άρχισε να πληρώνει το σπίτι»:  απορία και πάλι: τις δόσεις του σπιτιού; Όχι:

«Το νερό άρχισε να πληρώνει τον χώρο του σπιτιού» είναι η «σωστή» φράση: δηλαδή, να γεμίζει! Μιλούσε στον φακό θύμα της πλημμύρας του ’17 στη Μάντρα Αττικής. Που δεν έκανε κάποιο σαρδάμ ή λάθος κτλ., απ’ αυτά που ευνοεί ο προφορικός λόγος. Ίσα ίσα, είπε το πιο σιδερωμένο και λόγιο που ακούει και διαβάζει όλο και πιο συχνά.

Όχι, δεν είναι ακριβώς κατάλοιπο, δεν είναι κυρίως κατάλοιπο από παλιότερες εποχές, εποχές καθαρεύουσας. Κατά κανόνα είναι, στις πηγές του τουλάχιστον, επιχείρηση αναστήλωσης, αναπαλαίωσης, ευπρεπισμού. Εκεί ακριβώς που η γλώσσα είχε δημιουργήσει με τα χρόνια τη σχετική ποικιλία:

* Πληρώνω τον λογαριασμό, τον υπάλληλο κτλ., αλλά γεμίζω το θέατρο: το κοινό γεμίζει το θέατρο, δεν το πληρώνει· γέμισε την αίθουσα, δεν την πλήρωσε, δεν τη νοίκιασε π.χ. για μια δεξίωση· και γέμισε το ποτήρι, δεν το πλήρωσε, επειδή τάχα το ’σπασε· και προπάντων «γέμισα τις μπαταρίες μου στις διακοπές», δεν τις πλήρωσα, άκουσον άκουσον, όπως θα τις πλήρωνα στο ταμείο!

* Και καλύπτω τις θέσεις, ή τις συμπληρώνω τις θέσεις, και καλύπτω ή συμπληρώνω τα κενά.

* Και εκπληρώνονται οι προϋποθέσεις: μια χαρά λόγιο ρήμα είναι το εκπληρώνω, δεν χρειάζεται πιο πίσω, το πληρώ· και εκπληρώνονται και οι υποχρεώσεις: «Αν [...] εκδόθηκε απόφαση που [!] σας έχει απαγορευτεί η έξοδος λόγω μη πλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων…» γράφουν τα διαβατήριά μας.

* Και δυσαναπλήρωτο το κενό που αφήνει ο θάνατος μιας σημαντικής προσωπικότητας· όχι «Το απλήρωτο κενό του Χ», λες κι είναι «απλήρωτο χρέος»· ή «το απλήρωτο κενό που μου αφήνει φεύγοντας ο δάσκαλός μου», όπως λέμε για τον απλήρωτο λογαριασμό της ΔΕΗ, που μας άφησε φεύγοντας ο νοικάρης.

Τα ’παμε, τα ξανάπαμε, θα τα ξαναλέμε. Επισημαίνοντας πως τον οδοστρωτήρα τού πληρώ/πληρώνω τον δουλεύουν κυρίως οι ιερείς της απόλυτης ελευθερίας στη γλώσσα «μας».

Ελευθερία να επιβάλουμε μονοτυπία και ομοιομορφία; Κωμικοτραγικό.


Ψευδο-ακαδημαϊκοί, ερήμην τους

Ψευδο-ακαδημαϊκοί, όπως λέμε Ψευδο-Πλάτων, για έργο που εσφαλμένα αποδίδεται στον Πλάτωνα, χωρίς ωστόσο να έχει ταυτιστεί ο πραγματικός συγγραφέας του. Όχι δηλαδή ψευτοακαδημαϊκοί, κάλπηδες που παριστάνουν οι ίδιοι τους ακαδημαϊκούς, αλλά κάποιοι που τους λέμε εμείς ακαδημαϊκούς, χωρίς να είναι.

Ήσσονος σημασίας θέμα, ένας δόκιμος όρος, που η γενικευμένη χρήση του γεννά ελαφρά μεν, όμως σύγχυση.

* «Για πείτε μας, εσείς που είστε ακαδημαϊκός και εκπαιδευτικός και συγγραφέας…» ρωτούσε πρόσφατα κάποιος σε συνεδρίαση κάποιας επιτροπής στο κανάλι της Βουλής, και προς στιγμήν αναρωτήθηκα αν είχε τάχα απέναντί του τη Δημουλά ή τη Γλύκατζη-Αρβελέρ («Γλυκατζή» που την έγραψε δις ο νέος εθνικός μαϊντανός Μπογδάνος).

Άνοιξε όμως το πλάνο, και είδα την ερωτώμενη, δεν συγκράτησα ποια ήταν, πάντως μόνο ακαδημαϊκός δεν ήταν.

* «48χρονος ακαδημαϊκός ο αρχηγός της νεοναζιστικής Κρυπτείας» έγραφαν το καλοκαίρι οι πρώτες ειδήσεις μετά τη σύλληψή του. Ακαδημαϊκός στα 48 του; είχα παραξενευτεί, γρήγορα όμως κατάλαβα: «πανεπιστημιακός» εννοούσαν, όπως και έγραφαν πια από ένα σημείο και πέρα.

«Ακαδημαϊκός δάσκαλος» λέμε συχνά αντί για «πανεπιστημιακός καθηγητής». Το λένε και οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί για τον εαυτό τους, έχει επικρατήσει ο όρος, έχουμε και το «ακαδημαϊκό τέταρτο» κτλ.

Σκέτα ακαδημαϊκός όμως για τον σκέτα πανεπιστημιακό δεν λέμε –ακόμα. Σκέτα ακαδημαϊκός, σαν ουσιαστικό δηλαδή, ήταν και είναι το μέλος της Ακαδημίας.

Στα αγγλογαλλικά οφείλεται η εκτεταμένη χρήση, που ίσως επειδή αφορά περιορισμένο και μαζί συγγενικό χώρο, δεν συνάντησε τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε η χρήση του «φανταστικός» με την έννοια του «καταπληκτικού» ή του «τρομερός» με την έννοια του «υπέροχου». Ομαλή και ανέφελη ήταν δηλαδή η αφομοίωση· όμως η όλο και πιο εκτεταμένη χρήση, όταν υπερβεί κάποια ασαφή έστω όρια, παραπληροφορεί και οπωσδήποτε ξενίζει.

* Όπως σε μια περσινή παράσταση, όπου γινόταν λόγος για «οικογένεια ακαδημαϊκών», και κυρίως για έναν νέο που σπούδαζε για να γίνει ακαδημαϊκός!

Λεπτές διακρίσεις; Όχι ακριβώς: Αν δεν μας έλεγαν για οικογένεια ακαδημαϊκών αλλά για έναν μεμονωμένο, θα το πιστεύαμε. Θα αντλούσαμε δηλαδή λάθος πληροφορία.

Μικρό ή μεγάλο, πάντως λάθος.

buzz it!

17/11/19

Ο Νίκι Λάουντα και πάντα τα δικαιώματα

(Εφημερίδα των συντακτών 16 Νοεμ. 2019)



* Η φίλη μου η Μίνα ήταν εξαιρετική οδηγός, δεξιοτέχνης, καλλιτέχνης του τιμονιού. Και στην ταχύτητα, Νίκι Λάουντα. Και έτσι τη φώναζε ο άντρας της, που μου έλεγε κάθε τόσο τα κατορθώματά της, με κάποιον θαυμασμό, αλλά κυρίως τρόμο και συχνά θυμό. Εκείνη άκουγε πάντοτε γελώντας, με το πλούσιο, ηχηρό γέλιο της. Και καμάρωνε· που, δεκαετίες οδηγός, δεν είχε προκαλέσει το παραμικρό ατύχημα, ούτε καν γρατζουνιά στο αμάξι της:

«Κι έχεις τον άλλον που πάει σαν τη χελώνα και δεν εννοεί να κάνει στο πλάι… Και τι σε νοιάζει εσένα με πόσα τρέχω! Μπορεί εγώ να θέλω να σκοτωθώ· δικός μου λογαριασμός!» μάλωνε τον φανταστικό εχθρό της που της έκλεινε τον δρόμο.

* Προφανώς και δεν συμφωνούσα, όμως καταλάβαινα πολύ καλά την απόλαυση, την ηδονή που ένιωθε τρέχοντας ­–άλλωστε καμιά φορά ο ίδιος, μεταξύ μας, σε άδεια εθνική και όλο ευθεία, το πατάω λίγο παραπάνω, αλλά για λίγο: είναι μεγάλη όντως η απόλαυση, μα μεγαλύτερος ο τρόμος. Και φόβητρο, φυσικά, το όριο ταχύτητας.

Ώστε απαγορευμένη (και) αυτή η απόλαυση, η απόλαυση της ταχύτητας, και η «ελευθερία» να κάνει κανείς τη ζωή του ό,τι θέλει. Ακυρωτικά μέσα, ανέκαθεν το όριο ταχύτητας, πιο πρόσφατα η ζώνη, και για τους δικυκλιστές το κράνος.

Με όλα μπορεί να δυσφορεί κανείς, κι όπου μπορεί να τα παραβιάζει, όμως δεν μιλάει, σίγουρα δεν μιλάμε, για «χειραγώγηση του ατόμου», «κατάργηση δικαιωμάτων» και προπαντός με «διαδικασίες φασιστικές»!

Ναι, κάθε αναλογία και ομοιότητα με πράγματα και καταστάσεις που συζητούμε τελευταία εδώ (α και β) είναι απολύτως πραγματική –αναφέρομαι προφανώς στο τσιγάρο.

* Έχει σημασία πάντως να σημειώσω πως η φίλη μου ήταν βαθιά καλλιεργημένη και κοινωνικά ευαισθητοποιημένη, πρότυπο συνειδητού και ενεργού πολίτη, που πάντοτε της έβγαζα το καπέλο. Έτσι, δεν κάναμε μάταιες κουβέντες παραπέρα, πως δεν θα σκοτωνόταν βέβαια μόνη της, αλλά όλο και κάποιον θα ’παιρνε μαζί της ή θα τον άφηνε σακάτη, από συνοδηγό ή συνεπιβάτη έως τον φουκαρά τον τυχαίο περαστικό, χώρια οι ζημιές που θα προξενούσε, σε σπίτια ή καλλιέργειες, σε ιδιωτικές ή δημόσιες περιουσίες, αδιάφορο.

* Και να επισημάνω το λιγότερο προφανές (φεύγω τώρα απ’ τη φίλη μου), πως η διεκδίκηση του δικαιώματος του άλλου στην όποια ταχύτητα επιθυμεί μου στερεί αυτομάτως το δικαίωμα στη σχετική ταχύτητα που μου εξασφαλίζει εμένα το εκάστοτε επιτρεπτό όριο ταχύτητας.

Αναφέρομαι στους διάφορους Νίκι Λάουντες, που σε δρόμο με όριο λ.χ. 100 χιλιόμετρα, κι όταν εσύ μπορεί να πηγαίνεις ακόμα και με 120, αυτοί αναβοσβήνουν τους προβολείς και κολλάνε απειλητικά και φυσικά επικίνδυνα πίσω σου, μπορείς-δεν μπορείς, συχνά, να αλλάξεις λωρίδα: γιατί το δικό τους δικαίωμα είναι να τρέξουν με 200, οπότε εσύ οφείλεις να περιοριστείς υποχρεωτικά στα 80, τα 70 κ.ο.κ. (Πάντα ονειρεύομαι να βρω το θάρρος, να ανάψω τα αλάρμ και να μειώσω ταχύτητα, και να τους αφήσω να ωρύονται· δυστυχώς, υποτάσσομαι…)

Νά λοιπόν που για δικαιώματα πάντοτε ο λόγος. Όταν τα δικαιώματα του ενός παραγνωρίζουν τα αντίστοιχα του άλλου. Ή ίσως και προϋποθέτουν την κατάργησή τους. Τα παραδείγματα, άπειρα. Εδώ ένα μόνο ακόμα, από διαφορετική τρόπον τινά σκοπιά:

* Μια ζωή κοιμάμαι αργά. Πολύ αργά. Είτε δουλεύω, κι οι νυχτερινές ώρες είναι οι πιο ήσυχες, χωρίς τηλέφωνα κι άλλους περισπασμούς, είτε χαζεύω, αν δεν υπάρχει κάποιος λόγος για βάρβαρο πρωινό ξύπνημα, μπορεί να πάει και 3 και 4 και πιο αργά ακόμα που θα πέσω. Αυτές λοιπόν τις υπέροχες νυχτερινές ώρες (αλλά και τις μεσημεριανές, που φυσικά δεν κοιμάμαι) σταθερή παρέα είναι η μουσική (ή η τηλεόραση κτλ.)· η απόλαυσή μου (και το αντίστοιχο «δικαίωμα») είναι/θα ήταν η μουσική σε μεγάλη ένταση, μεγαλύτερη τώρα με την κουφαμάρα της ηλικίας.

Όμως αυτές είναι και οι ώρες κοινής ησυχίας, και τότε το δικαίωμα στην απόλαυση τη δική μου θα καταργούσε το δικαίωμα του άλλου στον ύπνο του και την ανάπαυσή του.

* Απ’ όπου θέλει και όπως θέλει το βλέπει κανείς. Άρα, πριν συνεχίσουμε άγονες και α-νόητες συζητήσεις, ας δούμε το ένα και μόνο πάντοτε θέμα, την υποχρέωση να αναγνωρίζουμε πρώτα και άρα να σεβόμαστε τα δικαιώματα του άλλου καθαυτά, και όχι να τα ζυγίζουμε και να αποφασίζουμε, με μέτρο προφανώς τα δικά μας, αν και πότε και πόσο είναι σοβαρά ή όχι: ναι, εντάξει, το τροχαίο που θα προκαλέσω εμπλέκει και τον άλλον, το τσιγάρο μου όμως όχι.

Και δεν μιλάω για κόσμο μελιστάλαχτων αγγέλων, αλλά για απαραίτητη κοινωνική συμβίωση, για κοινωνία.

buzz it!

10/11/19

«Απαγορεύεται το καπνίζειν» – «Απαγορεύεται το πτύειν»

(Εφημερίδα των συντακτών 9 Νοεμ. 2019)



* Ο μη καπνιστής έχει άραγε κι αυτός δικαίωμα στην απόλαυση, το ίδιο ακριβώς με του καπνιστή στη δική του απόλαυση;

* Το τσιγάρο γενικά μυρίζει; και μάλλον άσχημα; Το παραδέχονται και οι καπνιστές, όταν τουλάχιστον μιλάμε για τιγκαρισμένα τασάκια ή για τα ρούχα σου όταν γυρίζεις στο σπίτι και μυρίζει ακόμα και το σώβρακό σου.

* Και τότε ο μη καπνιστής δεν έχει άραγε το δικαίωμα να μη θέλει τη συγκεκριμένη μυρωδιά;

* Όμως καλά, το τσιγάρο μυρίζει, άρα ενοχλεί, ακόμα και σε ανοιχτό χώρο; Δυστυχώς ναι, μπορεί και περισσότερο απ’ ό,τι στον κλειστό (όπου όλο και κάποιο σύστημα εξαερισμού θα υπάρχει)!

* Με αυτά τα στοιχειώδη και αυτονόητα ασχολήθηκα τελευταία εδώ (26/10) –ουσιαστικά τα κατέγραψα και μόνο, με μερικές, ελάχιστες εικόνες.

Βασικότερη έγνοια μου να δείξω το πασιφανές, πως ο καπνός καταρχήν υπάρχει και άρα γίνεται αισθητός, και άρα κάποιους μπορεί να τους ενοχλεί, ακόμα και σε ανοιχτό χώρο.

Όπως η ευχάριστη (και για μένα) τσίκνα από κρέας στα κάρβουνα (βασανιστική όμως, υποθέτω, για τους χορτοφάγους!), που έρχεται ακόμα και από δεκάδες μέτρα μακριά. Όπως η δυσάρεστη (για μένα) τηγανίλα από τα (αγαπημένα μου όμως) καλαμαράκια, που κι αυτή ταξιδεύει μακριά από την εστία της.

* Ευχάριστα και δυσάρεστα δηλαδή, διαφορετικά για τον καθένα, για να καταλάβουμε πως ο καπνός, ο όποιος καπνός, δεν εξαερώνεται αυτοστιγμεί μετά την παραγωγή του· το συννεφάκι ή σύννεφο καπνού εν προκειμένω που εκπνέει ο καπνιστής, βλέποντάς το ολοκάθαρα μπροστά του, ώσπου να διαλυθεί, δεν είναι μόνο ορατό αλλά και αισθητό.

Από κει κι έπειτα, και βέβαια πρέπει να συζητήσουμε, αλλά μόνο από κει κι έπειτα –και οπωσδήποτε σε επίπεδο δικαιωμάτων. Με την επίγνωση ότι πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή.

Και η απαγόρευση του καπνού σε κλειστό χώρο είναι καταρχήν μια μέση λύση. Όχι, δεν θα έχει περάσει έτσι ο «φασισμός», δεν θα έχει συνθλιβεί η ελεύθερη βούληση του ατόμου. Ούτε οι καπνιστές θα έχουν ηττηθεί, ούτε οι μη καπνιστές θα έχουν νικήσει. Θέληση λοιπόν να καταλάβουμε, κι έπειτα θέληση να συζητήσουμε.

* Κι αυτά, και άλλα θέματα, όπως π.χ. της υγείας, στο οποίο καν δεν αναφέρθηκα, μπροστά στα άλλα βασικά προαπαιτούμενα.

Και να συζητήσουμε σοβαρά, κι όχι με τα περίφημα «επιχειρήματα» πως «ο θείος μου εμένα έφτασε τα 100, καπνίζοντας τέσσερα πακέτα και πίνοντας μια νταμιτζάνα κρασί τη μέρα, ενώ ο ξάδερφός μου πέθανε στα 30 από καρκίνο του πνεύμονος, χωρίς να ’χει βάλει ποτέ τσιγάρο στο στόμα του». Αυτά όμως, είπαμε, έπονται.

* Στο μεταξύ οφείλω να σταθώ σε μια σοβαρή κατηγορία που μου απευθύνει σε σχόλιο κάτω απ’ το κείμενό μου κάποιος με το ψευδώνυμο Anti-logos: τον «αδικώ», λέει, τον κ. Δ. Χαριτόπουλο, που «δεν έγραψε τόσα όσα ο αρθρογράφος [=εγώ] “αναπαράγει”». Με ξαναδιαβάζω, και βλέπω πως «αναπαράγω» τους όρους «κοκορόμυαλοι», «μεγαλειώδεις μπούρδες», «ηθικιστές», «ο κάθε ηλίθιος». Και βλέπω πως όντως του απέδωσα εσφαλμένα τους «ηθικιστές» (όρο της κ. Κατέ Καζάντη, την οποία σχολίαζα αμέσως μετά), τον ηπιότερο όμως όρο, έξω από το γενικά μαγκίτικο ύφος του Δ.Χ.

Ενώ δεν είχα ίσα ίσα αναπαραγάγει, για λόγους οικονομίας, όρους όπως «κανονικό πογκρόμ», «βλαχοδήμαρχος», «εξουσιαστικά απωθημένα», «σατραπίσκος», «παλικάρια» («εντάξει, παλικάρια, το εμπεδώσαμε»), αλλά και την εύγλωττη αναφορά στον δικτάτορα Μεταξά!

Η δόξα της ανωνυμογραφίας. Ο οποίος ανώνυμος δηλώνει υπεράνω όλων αυτών των αντιπαλοτήτων, μη καπνιστής, λέει, ο ίδιος. Τόσο, που περιγράφει το πρόβλημα ως εξής: «Η υστερία των άκαπνων, με όπλο “ανίκητο”(!) το επιχείρημα της πολύτιμης υγείας, αλλά και η αδιαφορία του καπνιστή για την μπόχα όπως την αντιλαμβάνεται ο άκαπνος μπορούσαν να λείψουν…» (υπογράμμισα εγώ· τα εισαγωγικά και το θαυμαστικό δικά του).

Μάλλον τρολιά.

* Στα παλιά λεωφορεία πρόλαβα τις ταμπέλες: «Απαγορεύεται το καπνίζειν», απ’ τη μια μεριά, «Απαγορεύεται το πτύειν», από την άλλη. Κάποια στιγμή εξαφανίστηκαν. Κανένας δεν κάπνιζε πια μέσα στο λεωφορείο (ενώ εξακολουθούσε να καπνίζει για πολλά χρόνια στο αεροπλάνο). Και κανένας δεν έπτυε πια μέσα στο λεωφορείο. Και εξακολουθεί να μην πτύει, όχι μόνο μέσα στο λεωφορείο αλλά ούτε καν στον δρόμο, «σε ανοιχτό χώρο». Χωρίς να του το επιβάλλει κανένας «φασισμός» και κανένα «αυταρχικό», «χειραγωγητικό» κράτος κτλ. Και για «αισθητικούς» κυρίως λόγους.

Μπορεί, μια μέρα, κάποτε... Ποιος ξέρει…

buzz it!

31/10/19

Μα κι εμείς, γιατί μας αρέσει

(Εφημερίδα των συντακτών 26 Οκτ. 2019)




* «Γιατί μας αρέσει»: Έτσι τέλειωνε σχετικά πρόσφατα εδώ κάποιο σύντομο κείμενό του ένας συγγραφέας (Δ. Χαριτόπουλος, 25/6). Που διακήρυσσε δηλαδή το «αναφαίρετο δικαίωμά» του στην απόλαυση, το κάπνισμα εν προκειμένω, σε ό,τι συνιστά απόλαυση γι’ αυτόν –αυτό κι αν είναι αναφαίρετο δικαίωμα, του καθενός.

Του καθενός; Αυτονόητο, υποθέτω. Άρα και του μη καπνιστή στο μη κάπνισμα.

Με άλλα λόγια, μάλλον με τα ίδια ακριβώς λόγια, πλάι στο αναφαίρετο δικαίωμα του καπνιστή στην απόλαυση (του καπνίσματος) υπάρχει το εξίσου αναφαίρετο δικαίωμα του μη καπνιστή στη δική του απόλαυση (του μη καπνίσματος).

Τελεία. Όλα τ’ άλλα, θεμελιώδη ή «μεγαλειώδεις μπούρδες» (κατά τον συγγραφέα) όπως θέματα υγείας, έστω ότι έπονται. Προέχει να αναγνωριστεί το ίδιο δικαίωμα στην απόλαυση, και του καπνιστή και του μη καπνιστή.

* Αλλιώς, συζήτηση δεν μπορεί να γίνει. Και μάλιστα με όρους όπως ο «φασισμός», λέει, να επιβάλεις στον καπνιστή να μην καπνίζει: εδώ η απάντηση που προκαλείται αυτόματα (και πάντα αμυντικά) είναι πως ίσα ίσα «φασισμός» (και από πολλές πια απόψεις, υγεία κτλ., μεγαλύτερος) είναι να επιβάλεις στον μη καπνιστή να καπνίζει!·

ή με όρους όπως «κοκορόμυαλοι», «μεγαλειώδεις μπούρδες», «ηθικιστές» και ο «κάθε ηλίθιος» (π.χ. από τον συγγραφέα στον οποίο αναφέρθηκα στην αρχή)·

ή με τα φιλοσοφίσματα για την «περιβόητη ορθότητα [που] μετατρέπεται σε κρυπτοφασιστικό όπλο» με στόχο τη «διαμόρφωση μιας νέας ανθρωπολογικής ταυτότητας» και τη «συστημική υποκρισία» που δεν κλείνει τις εταιρείες καπνού, επιχειρεί όμως να εξασφαλίσει τον «έλεγχο» του λαού κτλ. (Κατέ Καζάντη, ARTInews 7/8, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο αντικαπνιστικός ως βιοπολιτική της “αριστείας”»).

Προσωπικά, δεν θα ήθελα να μπω σε τέτοιο «διάλογο», και μάλιστα με αντιμητσοτακικό, ξάφνου, και αντιδεξιό πρόσημο.

* Μερικές όμως εικόνες, ενδεικτικά και πάλι, θα ήθελα να τις μοιραστώ με τον αναγνώστη:

Πρώτα μία που κινείται στα περίπου αποδεκτά, πως δηλαδή ο καπνός ενοχλεί σε κλειστό χώρο:

«[Μου αρέσει] να διαπιστώνω ότι δεν είναι τόσο δύσκολο να εφαρμόσω την απόφασή μου να μην καπνίζω μέσα στο σπίτι –έκλεισα ήδη έναν μήνα». Αυτά έγραφε μια δημοσιογράφος, στην καταργημένη πια στήλη «Μου αρέσει / Δεν μου αρέσει» του Βημαγκαζίνο. Από στόματος λοιπόν καπνιστρίας, ομολογία πως ο καπνός μυρίζει, μυρίζει άσχημα, άρα και θα ενοχλεί, προσθέτω εγώ, με το μετριοπαθέστερο ρήμα.

* Στα μη αποδεκτά τώρα, αν είναι αισθητός (και αναλόγως ενοχλεί) ο καπνός ακόμα και σε ανοιχτό χώρο. Θέμα που διατυπώνεται με ρητορική ερώτηση, συχνά με ειλικρινή απορία και κατάπληξη, άλλοτε με κάτι σαν κρυφή αγανάκτηση (κάτι σαν «μωρ’ δε μας παρατάς κι εσύ τώρα» ή «άι σιχτίρ»):

* Θα έχουμε δει όλοι, με ζέστη και υγρασία, μια γκρίζα γάζα στη γραμμή του ορίζοντα. Όπου διακρίνεται ένα πλοίο, που αποπάνω του ξεκινάει και απλώνεται αρκετά πίσω, παράλληλα με τη θάλασσα, μια αρκετά παχιά μαύρη γραμμή. Είναι, συμπαγής θαρρείς, ο καπνός του πλοίου, που σε τέτοιες ατμοσφαιρικές συνθήκες δεν διαλύεται, αργεί πολύ να διαλυθεί.

* Σάββατο μεσημέρι στο κολυμβητήριο, στα Βοτσαλάκια της Καστέλας. Στις μικρές ή μεγαλύτερες παύσεις, ένα θέμα συζήτησης υπάρχει, που απλώνεται απ’ τη μια άκρη στην άλλη, μαζί με ηδονικούς αναστεναγμούς: Είναι για την ευφρόσυνη τσίκνα από τα σουβλάκια που ψήνει η καντίνα, τουλάχιστον 70-80 μέτρα πιο πέρα! (Ενώ απ’ την άλλη, όσο κι αν μας αρέσουν τα τηγανητά καλαμαράκια λ.χ., δεν αντέχεται η σχετική μυρωδιά έξω από ψαροταβέρνες, ακόμα κι απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο.)

* Πάλι στα Βοτσαλάκια, στην παραλία τώρα, δύο εικόνες: στη μία, τη γενική, είναι ο καπνός του διπλανού, ή μπροστινού κ.ο.κ. (όπως και σε οποιοδήποτε υπαίθριο καφέ, εστιατόριο κτλ.), που, ανάλογα με τον αέρα, δεν πάει ούτε καν στον ίδιο τον καπνίζοντα αλλά κατευθείαν σε σένα.

Η άλλη εικόνα, πιο ειδική και άγρια: στα Βοτσαλάκια λοιπόν, όπως και σε διάφορες παραλίες βεβαίως, στις 5 το απόγεμα σηκώνεται ξαφνικά ένα τεράστιο κύμα, όπως στην παλίρροια, και βγαίνει έξω 2 ή και 3 μέτρα, παίρνοντας έπειτα μαζί του κουβαδάκια, σαγιονάρες κ.ά. –και γόπες! Εσύ κολυμπάς παραμέσα· όσο καλά και να (αν) κολυμπάς, όλο και θα καταπιείς κάποια στιγμή νερό. Αν γλιτώσεις τη γόπα που παραπλέει ή κατευθύνεται στο στόμα σου, είναι θέμα τύχης.

Υπερβολές; Σας προσκαλώ.

buzz it!

20/10/19

Γλώσσα κουρελού και η λαμπρή ευφροσύνη

(Εφημερίδα των συντακτών 19 Οκτ. 2017)



* Καλοκαιριάτικα ρέστα, που, πέρα από την επικαιρότητα, αποτυπώνουν παμπάλαιους προβληματισμούς γύρω από τη γλώσσα, ανακυκλώνοντάς τους με όλο και μεγαλύτερη ένταση τις τελευταίες δεκαετίες.

Ρητά διατυπωμένα ή υπόρρητα θέματα: η ενιαία γλώσσα και η συνέχειά της, ο ελεύθερος διάπλους σ’ όλες τις περιόδους της, ιδίως ο χαρακτήρας και οι δυνατότητες της νεοελληνικής, που ανέκαθεν θεωρείται ανεπαρκής, χωρίς τη συνεχή στήριξη της αρχαίας.

Φυσικά και έχει επανειλημμένα δοθεί επιστημονικά και ιστορικά τεκμηριωμένη απάντηση σ’ αυτό το θέμα-ιδεολόγημα. Το ακόμα σημαντικότερο είναι πως η ίδια απάντηση δίνεται καθημερινά από τους ίδιους τους αμφισβητίες ή και αρνητές της δυναμικής της νεοελληνικής, στην καθημερινή δηλαδή γλωσσική πραγμάτωση.

* Τα πράγματα μπερδεύονται στον γραπτό λόγο, όταν ακριβώς νιώθει κανείς την ανάγκη να προσδώσει καλλιέπεια, κύρος κ.ο.κ. στα γραφόμενά του –με αποτελέσματα κατά κανόνα κωμικοτραγικά («διεξήγαγε πλήγμα» και πλείστα όσα). Και όχι, δεν είναι «θέμα παιδείας»· είναι θέμα εμπιστοσύνης στο γλωσσικό μας όργανο, στη γλώσσα μας. Η οποία γλώσσα μας είναι βεβαιότατα η νεοελληνική.

(Ναι, και τα αρχαία γλώσσα μας είναι, με την ίδια όμως έννοια που είναι κτήμα μας ακριβό και το σεγκούνι της γιαγιάς ή η φουστανέλα του παππού, που όμως δεν διανοούμαστε να τα φορέσουμε στον δρόμο –κι ας μην πούμε για τις χλαμύδες και τις περικεφαλαίες, που άλλοι βεβαίως και τις φορούν, για ειδικούς ωστόσο σκοπούς.)

* Πάντα στον χώρο του γραπτού, τα πράγματα μπερδεύονται ακόμα περισσότερο στη μετάφραση αρχαίου κειμένου. Εκεί ο πειρασμός είναι μεγάλος, καθώς η αρχαιομάθεια (όταν, αν και εφόσον…) και πάντως η ειδική ενασχόληση του μεταφραστή τον κάνει να (νομίζει πως) βλέπει γλώσσα οικεία –πέρα από παροιμιακές πια εκφράσεις, που όντως αποτελούν κοινό κτήμα.

Έτσι, όλο και συχνότερα, έχουμε παραστάσεις αρχαίου δράματος όχι μόνο ολόκληρες στα αρχαία (κάτι που αποτελεί άλλου είδους εγχείρημα και εμπίπτει σε άλλη κατηγορία) αλλά με αποσπάσματα ή με τα χορικά στα αρχαία. Ακόμα περισσότερο, με λέξεις, εκφράσεις και προτάσεις στα αρχαία.

Περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα. Και μπορεί το αποτέλεσμα να γοητεύει κάποιους, ή και πολλούς. Όμως, καθαρά ιδεογλωσσικά, αλλά και γλωσσοπαιδαγωγικά, συνιστά σοβαρότατο σφάλμα. Με άμεσο, καθημερινό αντίκρισμα, τους πλείστους όσους σολοικισμούς, ακόμα και από τα πιο εγγράμματα χείλη.

* Γλώσσα κουρελού; Διάβασα έτσι το καλοκαίρι για μια καινούρια μετάφραση του Οιδίποδα, και έχει σημασία πώς εισέπραξε το εγχείρημα έστω και ένας, καταρτισμένος οπωσδήποτε, κριτικός:

Η «απόδοση του αρχαίου λόγου [...] τοποθετεί το νόημά του στην κοίτη της σύγχρονης πρόσληψης. Αλλά και [...] λειτουργεί σαν αναβατόριο αρχαίων φράσεων, φωνημάτων αρχαίων […].

»Το κείμενο που ακούστηκε στην Επίδαυρο ήταν ψηφιδωτό μιας Ελληνικής είκοσι και βάλε αιώνων. [...] Η περιπέτεια του Οιδίποδα στη μετάφραση του Γιάννη Λιγνάδη ακούγεται καταρχήν σαν περιπέτεια γλωσσική».

Ας δοκιμάσει τότε ο μεταφραστής εκτός από τη «γλωσσική περιπέτεια», να αποτυπώσει, πάνω του καταρχήν, και την ενδυματολογική λ.χ. «περιπέτεια» του ενιαίου και συνεχούς γένους των Ελλήνων: χλαμύδα δηλαδή, όπως έγραφα παραπάνω, με μπλέιζερ και γραβάτα.

Όμως δεν νοείται να αντιμετωπίζεται η γλώσσα σαν κουρελού, πόσο μάλλον να τη φτιάχνουμε κουρελού με τα ίδια μας τα χέρια.

* Η ίδια απαξίωση της νεοελληνικής υπόκειται και σε «δημιουργικές» μεταφράσεις, όπως του Δημήτρη Δημητριάδη στον Προμηθέα. Αντιγράφω, χωρίς κανένα άλλο σχόλιο, από εύστοχη κριτική της Ματίνας Καλτάκη (Καθημερινή 8/9):

«Έπειτα από αντιπαραβολή με το αρχαίο κείμενο αλλά και συγκρίνοντάς τη με άλλες μεταφράσεις, βεβαιώθηκα ότι η απόδοση του αγαπητού συγγραφέα και μεταφραστή ήταν μάλλον ατυχής. Είναι τόσο πολλοί οι άστοχοι επιθετικοί προσδιορισμοί (“τερματικός βράχος”, “ισχυρές χειροπέδες”, “φλογώδες πυρ”, “αυτόκτιστα άντρα”, “αλαμπές γένος των ανθρώπων”, “λαμπρή ευφροσύνη”, “κενόφρονες αποφάσεις” κ.ο.κ.), οι αδόκιμες λέξεις (“απέδιλη”, “ανεπίφθονα”, “καταιβάτης”, “δυσπλανώμενη” κ.ά.) και τόση η ποιητική ελευθερία με την οποία αποδίδει τους αρχαίους στίχους (“φιλική διάταξη από φτερούγες με άμιλλα ταχύτητας”, “χωρίς επιστόμια το ταχύπτερο αυτό πετούμενο”, “πρέπει να υποφέρει κανείς ελαφρά το πεπρωμένο”, “η έλλειψη φαρμάκων τους σκελέτωνε”, “να μην εκπέσει ατιμωτικά σε μη υποφερτή πτώση” κ.λπ.), που από ένα σημείο εγκαταλείπεις την προσπάθεια να παρακολουθήσεις τον λόγο. Γλώσσα επιτηδευμένη και αντι-θεατρική, εμποδίζει τους ηθοποιούς να την ερμηνεύσουν και τους θεατές να “συνδεθούν”».

Γλώσσα όχι κουρελού· σκέτο κουρέλι. Μέσα στην απόλυτη ακρισία, και τη γραφικότητα πια, της υπεροψίας.

buzz it!

18/10/19

Το καλοκαίρι εκείνο, και Οι απρέπειες του Τρίτου

(Εφημερίδα των συντακτών 12 Οκτ. 2019)


Βάσω Παπαντωνίου
* Καλό φθινόπωρο, καθυστερημένα· και ανάγκη να πιάσουμε το νήμα από κει που τ’ αφήσαμε, μαζί με ελάχιστα κρατούμενα απ’ όσα στιγμάτισαν ή απλώς εφαίδρυναν το καλοκαίρι αυτό.

Διαφορετικά, δεν θα μας έφτανε ο χειμώνας μπρος μας να ασχολούμαστε φερειπείν με τις «βίγκαν λεσβίες», τις «μπαχαλοσατανίστριες» του καινούριου εθνοπατέρα. Που έσβησε Αδώνηδες, Ζουράρηδες, Παγκάλους, Ψαριανούς και ό,τι άλλο γραφικό, γελοίο ή και χυδαίο έχει περάσει απ’ την πολιτική σκηνή.

* Ή με τον «εθνικό γλωσσολόγο», που, άλλη μια φορά εκτός γλωσσικής πραγματικότητας και, το κυριότερο, εκτός της επιστήμης του, ξανανακάλυψε τα γκρίκλις, τις βάφλες και τα μπέργκερ. Και πρότεινε να λέμε: νά η καινούρια «δέλτος» μου (τάμπλετ), έλα να βγάλουμε μια «αυτοφωτογραφία» (σέλφι), θα σου στείλω ένα «φορητό έγγραφο» (PDF), ας κοιτάξουμε τον «ανευρετή θέσεως» (GPS) κ.ά.

* Ας πιάσουμε όμως το νήμα. Τελευταίο Σάββατο του Ιουλίου δημοσιεύεται το τελευταίο κομμάτι μου πριν από τις διακοπές, την προηγουμένη είχε πεθάνει ο σπουδαίος ποιητής, μεταφραστής και φίλος Χριστόφορος Λιοντάκης. Κανονικά το καλοκαίρι ήταν δικό του, καθώς και η όποια, όποτε, συνέχεια. Όμως, εκτός από δυο γραμμές που έγραψα τότε εδώ, στο αφιέρωμα της εφημερίδας, δεν τον αποχαιρέτησα τον φίλο, και ασχολούμαι τώρα με φαιδρότητες –θα έρθει όμως η ώρα η σωστή.

Στο τελευταίο λοιπόν κομμάτι έκλεινα, ας πούμε για νότα δροσιάς, με κάτι «κατέσφαξε εαυτήν» και «υποτονθόρυσες» και «μακρά φωνήεντα που παρέτειναν το επιφώνημα» κ.ά., από σχετικά πρόσφατο (περσινό) μυθιστόρημα. Όνομα δεν έβαλα, όχι για χαριτωμενιά αλλά για να διαβάσουν ανεπηρέαστοι οι αναγνώστες. Που το διασκέδασαν και προσπαθούσαν έπειτα να μαντέψουν τον συγγραφέα. Ελάχιστοι τον πέτυχαν, ήταν ο Τάκης Θεοδωρόπουλος. Δεν ήταν μπλόφα δηλαδή ή τρικ η (προσωρινή) ανωνυμία, αλλά (προσωρινή) απαλλαγή από το όποιο φορτίο του όποιου ονόματος, με τις όποιες συνδηλώσεις του, πολιτικοϊδεολογικές κατά κανόνα.

Όρος που θα ’πρεπε να τον ακολουθώ, κυρίως να τον είχα ακολουθήσει, συχνότερα: να συνεννοούμαστε πρώτα πως είναι όντως ρατσιστικές και αντιδραστικές κάποιες απόψεις, πως είναι όντως ανελλήνιστα κάποια ελληνικά, πρωτότυπα ή μεταφρασμένα, κ.ο.κ., χωρίς το βάρος της εκάστοτε ιερής αγελάδας –κάποτε, συχνά, του όντως σημαντικού κατά τα άλλα δημιουργού.

* Ας διαβάσουμε λοιπόν προτού να δούμε την πηγή: Η γυναίκα ενός πολυσυζητημένου πολιτικού διηγείται πώς τον γνώρισε και τι την τράβηξε σ’ αυτόν: «είχε μεγάλη μόρφωση» δηλώνει μεταξύ άλλων. Και σχολιάζουν σε κάποια ραδιοφωνική εκπομπή, όπου ανακεφαλαιώνει ο ένας, με σκωπτική διάθεση, και τον διακόπτει ξαφνικά ο παρτενέρ του: «είπε και πως την έχει μεγάλη!», «έλα τώρα» τον συμμαζεύει γελώντας ο πρώτος, «τη μόρφωση» επεξηγεί τάχα ο αστειάτορας.

Γυμνασιακά αστεία; Ούτε του Δημοτικού. Αν όμως ενηλίκων; Τότε τρισανόητων, ούτε λόγος. Και είναι εξίσου ανόητο να μιλήσει εδώ κανείς για σεξισμό κτλ.

* Σύντομα δευτέρωσε το αστείο: ο λόγος τώρα για τηλεοπτικά κανάλια, αναφέρθηκε το Σταρ, πάλι διέκοψε ο παρτενέρ: «το Σταρ; Είναι παλιό αυτό, δεν υπάρχει [;]· πού Σταρ

(Σαν εκείνη την εξίσου ανεκδιήγητη διαφήμιση των αστικών συγκοινωνιών Βόλου, για το νέο λεωφορείο που είναι το ’να… είναι τ’ άλλο…, «είναι μεγάλο και μακρύ»!)

Ελπίζω κάποιοι να το μάντεψαν. Ήταν η Ελληνοφρένεια στο προαύλιο του νηπιαγωγείου.

* Και οι απρέπειες του Τρίτου: περασμένο Σάββατο, στο Τρίτο Πρόγραμμα μεταδόθηκε η Υπνοβάτις του Μπελλίνι με τη Βάσω Παπαντωνίου. Και ανάμεσα στις πράξεις δόθηκε ο λόγος σε δύο υψιφώνους της νεότερης γενιάς που θα τραγουδήσουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή της Λυρικής Σκηνής, προς το τέλος του μήνα. Και μιλούσαν, ατέλειωτα, θα έλεγα, διασπώντας έτσι κι αλλιώς τη συνοχή του ακροάματος, κάτι που είναι πάντως τακτική της συγκεκριμένης εκπομπής.

Αφήνω την απαράδεκτη αυτή καθαυτή τακτική. Όμως, να μιλούν για τον ρόλο που θα τραγουδήσουν οι οσοδήποτε ταλαντούχες υψίφωνοι και να μην κληθεί να μιλήσει η κορυφαία τραγουδίστρια που ερμηνεύει τον ρόλο αυτό στην ίδια αυτή εκπομπή; Αχαρακτήριστο.

Και δεν πάει καιρός, στην ίδια εκπομπή, έπειτα από ολόκληρη τη Λουκρητία Βοργία με συγκλονιστική πάλι τη Βάσω Παπαντωνίου, και πάλι με διάφορες φλυαρίες στα διαλείμματα, ο παραγωγός που μου διαφεύγει (αλήθεια) το όνομά του είπε: «Και τώρα ας ακούσουμε την τάδε άρια της ίδιας όπερας με τη Μαρία Κάλλας»!

Εδώ σηκώνεις τα χέρια ψηλά. (Μην και βιαιοπραγήσεις.)

buzz it!