16/7/07

52. Εγώ, ο Μόνος Κόσμος [β΄]

Τα Νέα, 3 Μαρτίου 2001

«Βρήκαμε μαλλί να ξάσουμε» με την πρόσκληση των 40 ακαδημαϊκών για τη σωτηρία του ελληνικού αλφαβήτου, της ελληνικής γλώσσας, ου μην αλλά και της ελληνικής σκέψης, από το γνωστό έξι-έξι-έξι (666), το ίντερνετ δηλαδή, το διαδίκτυο, με τα γκρίκλις του. Κι αυτό, επειδή άλλη μια φορά βρεθήκαμε να παρακολουθούμε το γνωστό ψυχοφθόρο έργο: «Πραγματικότητα είναι πάντοτε αυτό που νομίζουμε εμείς». Διαφορετικά, όπως επισήμαινα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, ειδικοί επιστήμονες, όλων μάλιστα των ιδεολογικών τάσεων, απάντησαν στους Σαράντα, υποδεικνύοντας καταρχήν αυτό που ξέρει και ο τελευταίος χρήστης ηλεκτρονικού υπολογιστή: ότι το ελληνικό αλφάβητο σταδιοδρομεί ήδη και στο διαδίκτυο και στην ηλεκτρονική αλληλογραφία, αλλά και στην κινητή τηλεφωνία, όπως ξέρει τώρα και ο τελευταίος χρήστης κινητού τηλεφώνου, δηλαδή οι πάντες.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αλλά, όπως είπα, δεν θα σταθώ εδώ· σημασία έχει η αιώνια αναγωγή των δικών μας ανησυχιών και φόβων –οσοδήποτε εύλογοι και βάσιμοι κι αν είναι– σε αδιαμφισβήτητη, τάχα, πραγματικότητα. Και σημασία έχει η ολοπρόθυμη υποδοχή αυτής της «πραγματικότητας» από ευρύτερα, αν όχι ευρύτατα, κοινωνικά στρώματα και ομάδες, με πρώτη ομάδα, αναπόφευκτα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ). Λέω «πρώτη», επειδή τα ΜΜΕ μεσολαβούν ανάμεσα στον παραγωγό αυτής της «πραγματικότητας» και τον αποδέκτη της είδησης, τον αναγνώστη ή τον τηλεθεατή. Και λέω «μεσολαβούν», μολονότι συχνότατα τη δημιουργούν αυτή την «πραγματικότητα».

Έτσι και τώρα, όταν η Καθημερινή, λόγου χάρη, δημοσίευσε τη διακήρυξη των Σαράντα, ο συντάκτης της εφημερίδας προλόγιζε ότι οι ακαδημαϊκοί «δεν παρεμβαίνουν συχνά σε όσα απασχολούν την επικαιρότητα και την κοινωνία· όταν όμως το κάνουν, ξέρουμε ότι τα πράγματα είναι σοβαρά» (7.1.2001). Σκέφτηκα: τάχα ειρωνεύεται ο συντάκτης; τόσο χοντρά, τόσο απροκάλυπτα; Ή τα εννοεί αυτά; Που, αν τα εννοεί, σημαίνει: πρόσεξε αναγνώστη, κοτζάμ Αθανασία, που δεν μίλησε λόγου χάρη επί χούντας κτλ. κτλ., αποφασίζει να μιλήσει τώρα ειδικά, και να σου πει ότι χάνεται το αλφάβητο, η γλώσσα, η σκέψη, δηλαδή εσύ ο ίδιος, ολόκληρος. Τα διάβασα πολλές φορές αυτά τα εισαγωγικά λόγια, και τελικά το πήρα απόφαση πως ο συντάκτης της εφημερίδας τα εννοούσε σοβαρά. Εξίσου σοβαρό ήταν, βεβαίως, και το αφιέρωμα του τηλεοπτικού καναλιού Mega, στο οποίο σπατάλησα το προηγούμενο κείμενό μου, ένα αφιέρωμα που είχε γίνει έπειτα και από τις διάφορες απαντήσεις των ειδικών, και μάλιστα υποτίθεται ότι τις είχε λάβει υπόψη του. Για να βεβαιωθούμε, όπως έλεγα, ότι σημασία δεν έχει η πραγματικότητα αλλά αυτό που νομίζουμε εμείς πως είναι η πραγματικότητα.

Με κίνδυνο να το ρίξω σε φτηνή ψυχολογία, θα σταθώ εδώ, όπως ανάγγελλα και την άλλη φορά αλλά μας έφαγε τότε η διαδήλωση των Χρυσαυγιτών για τα Ίμια και το αφιέρωμα του Mega: στο σχηματισμό της «δικής μας» κάθε φορά πραγματικότητας, στο μηχανισμό ουσιαστικά που τη γεννά και τη διαμορφώνει.

Είναι λοιπόν η «πραγματικότητα» –τώρα και πάντα, τολμώ να πω, στην ιστορία του ανθρώπινου γένους– ότι το σήμερα είναι πιο ζοφερό από το χτες –κι ακόμα ζοφερότερο το αύριο που θά ’ρθει. Το κοκτέιλ που συνιστά αυτή την εκτίμηση περιέχει πολλά, σε δοσολογία που μπορεί κάποτε να ποικίλλει, σπάνια όμως μεταβάλλει τα υλικά. Κι αυτά τα υλικά είναι ο φόβος μπροστά σε κάθε αλλαγή, μπροστά σε κάθε ανακάλυψη, η «τεχνοφοβία» εν προκειμένω, η αντιμετώπιση κάθε αλλαγής με όρους φθοράς, ο φόβος του άδηλου, του αγνώστου, του αύριο προπάντων, κι η νοσταλγία τού χτες, ω ναι, η νοσταλγία τού χτες. Κι όλα αυτά, με βάση εμπειρικές παρατηρήσεις, και ποτέ με κάποιον, έστω, ισολογισμό καλών-κακών –αφού εν γένει τα καλά θεωρούνται πάντοτε αυτονόητα και δεδομένα, να τα επισκιάζουν ή και να τα εξαφανίζουν στις εκτιμήσεις μας τα μεγεθυνόμενα κακά.

Πίσω απ’ όλα αυτά, μέτρο είμαστε πάντοτε εμείς, με τη μόνη ορατή «πραγματικότητά» μας, που είναι η βιολογική εξέλιξη, από τη βρεφική ώς την ώριμη ηλικία, που κι αυτή η εξέλιξη γίνεται αντιληπτή με όρους φθοράς, αφού το τέρμα είναι ο θάνατος, με ενδιάμεσο τη γήρανση, άρα «φθορά», όπερ έδει δείξαι.

Πάντα λοιπόν καλύτερο το χτες, ποτέ το αύριο, ούτε καν το σήμερα. Ή πάντως όχι το σήμερα των άλλων. Γιατί εμείς οι ίδιοι, αφού βεβαίως αποφασίζουμε να επιβιώσουμε σ’ αυτόν τον άμετρο, όπως τον παρουσιάζουμε, ζόφο, μονίμως θα εξαιρούμαστε. Έτσι, παρατηρούμε ότι ο άνθρωπος δεν εγκαταλείπει ποτέ, σε καμία περίοδο της ζωής του, τη βεβαιότητα για την απόλυτη ορθότητα της γνώσης του, που τον παροτρύνει ακριβώς –και τον δικαιώνει μέσα του– να διεκδικεί τον κόσμο όλο: βρέφος, και λίγο αργότερα μικρό παιδάκι, αισθάνεται, απολύτως φυσικά, κέντρο του κόσμου· και συνεχίζει έτσι, έφηβος μετά, έτοιμος να καταλύσει τον παλαιό κόσμο· νέος αργότερα, ακόμα πιο έτοιμος, αλλά τώρα και δυνατός, σίγουρος για τις νέες ιδέες που πρεσβεύει· ενήλικος πιο ύστερα, κάτοχος πια της γνώσης και επιπλέον της πείρας, με πτυχία σε κορνίζα, είτε από πανεπιστήμιο ημεδαπής και αλλοδαπής είτε από το μέγα και μοναδικό πανεπιστήμιο της ζωής· και τέλος υπερήλικος, να τον βαραίνει, μαζί με τα χρόνια, και η απόλυτη σοφία από ολόκληρη ζωή. Σε κάθε λοιπόν στιγμή του κύκλου της ζωής του, πάντα και πάντοτε, «αυτός ξέρει».

Έτσι, ο ίδιος που σαν παιδί και νέος αμφισβητεί τον κόσμο των γονιών του εν ονόματι των νέων ιδεών, σαν γονιός αμφισβητεί ίδια κι απαράλλαχτα τον κόσμο των παιδιών του, εν ονόματι τώρα της πείρας, την οποία πείρα, την ίδια εκείνη στιγμή, την αμφισβητεί στους δικούς του γονείς, κ.ο.κ. Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή θα προβάλλει δηλαδή και θα διεκδικεί με το ίδιο σθένος τη δική του «πραγματικότητα», τον δικό του κόσμο, αρνούμενος την πραγματικότητα –με ή χωρίς εισαγωγικά– των άλλων, των πριν και των μετά –κυρίως όμως των μετά, γιατί στους πριν βρίσκεται πάντοτε κι ένα κομμάτι δικό του, ένα κομμάτι από το δικό του παρελθόν, τη δική του δηλαδή «πραγματικότητα».
Αυτό το θεμελιώδες σενάριο της ζωής του ανθρώπου μπορεί ο καθένας να το επιβεβαιώσει ώς την παραμικρή του λεπτομέρεια. Και με αυτό σαν άξονα μπορούμε, πιστεύω, να ερμηνεύσουμε τουλάχιστον το φόβο μας, όχι για να τον ξορκίσουμε ή να τον θεραπεύσουμε, αφού ο φόβος είναι πάντα εκεί και καμία λογική δεν τον ακυρώνει, όσο για να μη δηλητηριάζουμε την καθημερινή μας ζωή. Και την ψυχή μας, πρέπει να προσθέσω, καθώς μάλιστα τα Μικρά Γλωσσικά έγιναν σήμερα Μικρά Ψυχολογικά –ψυχολογία Άρλεκιν, θα μου πουν δικαίως, αν συνεχίσω.

Προσγειώνομαι, το υπόσχομαι, στο επόμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.