για την Τζένη Μαστοράκη έγραψα μόλις τρεις λέξεις τη μέρα που έφευγε μακριά για πάντα -- πάει καιρός που δεν γράφω για πολλά που θα 'θελα ή και θα 'πρεπε να γράψω, λόγοι υποκειμενικοί και αντικειμενικοί -- για την Τζένη θα 'θελα ή και θα 'πρεπε να γράψω, αλλά τόμο ολόκληρο, κυριολεκτώ: δεν ξέρω αν όντως θέλω κατά βάθος αλλά πια και αν μπορώ, λόγοι και πάλι υποκειμενικοί και αντικειμενικοί: και τα μισά, όχι, δεν τα γράφω: ή όλα ή τίποτα, λέω τουλάχιστον για την ώρα...
μα νά που στο συγύρισμα που λίγο λίγο κάνω τελευταία, να μην παραβαραίνουν οι βαλίτσες, βρήκα και τούτο το κείμενο: είναι η ομιλία της στην παρουσίαση του μόνου τότε τόμου "Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη", την 1.12.2003, μαζί με τον Παντελή Μπουκάλα και τον Τάσο Χριστίδη, που μας άφησε απάνθρωπα νωρίς, έπειτα από έναν μόλις χρόνο
στο ιστολόγιο που τηρούσα κάπως επιμελώς τότε, είχα και μια ενότητα: "με το συμπάθιο... έγραψαν για την πάρτη μας", κι εκεί έβαζα κριτικές που είχαν δημοσιευτεί, ακριβώς για την πάρτη μου: της Τζένης όμως που η ομιλία δεν είχε έπειτα δημοσιευτεί (όπως π.χ. του Χριστίδη στο "Βήμα" και του Μπουκάλα στον "Πολίτη"), ξέμεινε αδέσποτη: σφάλμα ασυγχώρητο να μην τη βάλω, έστω εδώ, όσο κι αν ευλογάω έτσι τα γένια μου
και, μυριάκριβή μου, ευχαριστώ
* * *
Mε τον Γιάννη είμαστε φίλοι πολλά χρόνια. Κλεισμένα είκοσι εννιά, και πάμε στα τριάντα. Μια συγγένεια εξ αίματος, τώρα πια. Τον γνώρισα τον Αύγουστο του 74, σε καιρούς που έμοιαζαν κοσμογονικοί. Ήταν πολυάσχολες μέρες και για τους δυο μας. Ο κόσμος άλλαζε γρήγορα, κι εμείς δεν προφταίναμε να κοιτάμε. Δεν ήταν καθόλου μικρή υπόθεση αυτό.
Πρωτοβρεθήκαμε σ’ ένα γραφείο της ΕΡΤ, «ανασυντάκτες» των ειδήσεων. Αν θυμάμαι σωστά, εκτός από τις αλλαγές στην κορυφή, η μεταπολίτευση δεν είχε μετακινήσει ακόμα κανέναν δημοσιογράφο.
Εκείνοι οι δημοσιογράφοι όμως, ήταν μαθημένοι να συντάσσουν τα δελτία στην καθαρεύουσα, το πέρασμα στη δημοτική, εν μιά νυκτί, τους δυσκόλευε. Άλλους πρακτικά, άλλους και ιδεολογικά.
Κάπως έτσι προέκυψε η ανάγκη να «ανασυντάσσονται» τα κείμενά τους στη δημοτική. Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι «ανασυντάκτες». Ίσως εν μιά νυκτί κι αυτοί. Γίνονταν όλα γρήγορα τότε.
Είναι πολλές οι λεπτομέρειες που αγνοώ, κι άλλες τόσες αυτές που έχω ξεχάσει με τα χρόνια, πώς ακριβώς στήθηκε το τμήμα της ανασύνταξης, και πώς ακριβώς στελεχώθηκε, ποιος έφερε ποιον –γιατί όλοι χέρι χέρι είχαμε πάει. Πάντως όταν έφτασα στην ΕΡΤ, τέλη Αυγούστου, σταλμένη από τον Παύλο Ζάννα, τους βρήκα εκεί τους περισσότερους.
Ήταν πρόσωπα μυθικά τα παιδιά εκείνης της ομάδας, οι «ανασυντάκτες». Καταπληκτικά παιδιά.
Είκοσι-κάτι με τριάντα-κάτι, κι οι περισσότεροι κουβαλούσαν εξορίες και Ασφάλειες και παρανομίες και μάχες κερδισμένες: η αγαπημένη μου Ρηνιώ, η Δώρα, η Πόπη που είναι πια φευγάτη, ο Λαοκράτης, ο Πέτρος που θα γινόταν υπουργός, ο παλιός μου συμφοιτητής ο Βασίλης.
Βρέθηκα να κάνω βάρδιες στο ραδιόφωνο μαζί μ’ έναν μυστήριο με γένια. Φορούσε μαύρα, που ήταν της εποχής, ήταν μετρημένος, σοβαρός και πεισματάρης, είχε γερή αισθητική, κι αυτό που λέμε «συγκρότηση», κι ακόμα έναν ωραιότατο γραφικό χαρακτήρα: ήταν ο μόνος που έγραφε με πένα και μελάνι.
Αυτός ερχόταν από μιαν άλλη μυθική περιοχή: από την έκδοση της ελληνικής Μπριτάνικα, που είχε ξεκινήσει ηρωικά μέσα στη δικτατορία, χωρίς να πραγματωθεί ποτέ.
Μ’ όλα αυτά, και με τα βαριά, άφιλτρα τσιγάρα που κάπνιζε, τον πίστεψα αμέσως μεγαλύτερό μου.
Ήμουν είκοσι πέντε χρονών εκείνο το καλοκαίρι, και ο Γιάννης εικοσάρης. Την ηλικία του μού την είπε αργότερα, έπειτα από κάμποσους μήνες στενής παρέας. Έφριξα.
Περίπου τότε μού εξομολογήθηκε πώς είχε φρίξει κι αυτός, στην αρχή αρχή, ακούγοντας το επώνυμό μου. Και πατσίσαμε.
Τέλος πάντων:
Στην ΕΡΤ, περάσαμε τρεις αξέχαστους μήνες, ώς την παραίτησή μας, αμέσως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου. Δουλεύοντας με ορμή και φόρα, κάτω από τη φτερούγα του Νάσου Δετζώρτζη.
Ήταν ο «φυσικός μας προϊστάμενος» ο Δετζώρτζης, από τους μεγάλους δασκάλους του Γένους, κι ένας πελώριος κυματοθραύστης ανάμεσα σ’ εμάς και στους δημοσιογράφους, που μας έβλεπαν με μισό μάτι –τουλάχιστον εγκάθετους κάποιας σκοτεινής δύναμης, αν όχι τίποτα χειρότερο.
Ταυτόχρονα προσπαθούσε, με όλη του τη σοφία, αλλά και τη στοργή, και την αβρότητα, να συμμαζέψει και τα δικά μας ασυμμάζευτα ελληνικά, τις κάθε λογής δημοτικές μας που πάσχιζαν να βρουν το δίκιο τους.
Πέρα από την ευφορία εκείνων των τριών μηνών –γιατί μονάχα ευφορία υπήρχε– το κλίμα στην ΕΡΤ ήταν περίεργο, και γινόταν ακόμα πιο περίεργο όσο πλησίαζαν οι εκλογές του Νοεμβρίου.
Οι καλοί δημοσιογράφοι μάς έλεγαν ιστορίες για τους κακούς δημοσιογράφους και τις διασυνδέσεις τους με τη χούντα, καλοί και κακοί δυσανασχετούσαν φανερά με τις διορθώσεις μας, και κάτι παλαίμαχες εκφωνήτριες πάθαιναν κρίσεις στους διαδρόμους και αρνούνταν να προφέρουν τη βάρβαρη λέξη «χτες» αντί του «εχθές» –μαζί με τον Βασίλη, είχαμε ακούσει μια κυρία να ουρλιάζει πως ήρθαν τα κουμμούνια να φέρουν το «χτες» από τα Κράβαρα.
Η προϊστορία θα μπορούσε να τραβήξει σε μάκρος. Ήταν μεγάλο κεφάλαιο οι ανασυντάκτες. Ένα μέρος, το ξαναθυμήθηκε ο Γιάννης το καλοκαίρι, αποχαιρετώντας τον δάσκαλό μας, τον Νάσο Δετζώρτζη, μ’ ένα ωραιότατο κείμενο στα "Νέα". Μακάρι να γράψει κάποτε και τα άλλα της κεφάλαια, μαζί με τον Βασίλη.
Σταματώ όμως εδώ τα ιστορικά, για να μην παρεξηγηθώ.
Δεν θέλω να φανταστεί κανείς πως με τον Γιάννη, τότε, μας ένωσαν τίποτα αγώνες για το γλωσσικό –ή άλλα ηρωικά: αγώνες πολιτικοί, ας πούμε.
Όχι πως δεν ήμασταν κι οι δυο πολιτικοποιημένοι –σχεδόν με τον ίδιο τρόπο μέχρι σήμερα.
Όχι πως δεν είδα τότε, πρώτη και ευτυχώς τελευταία φορά στη ζωή μου, το μίσος εκείνης της πολύ συγκεκριμένης, της κάλπικης καθαρεύουσας, για την πιο αθώα και δειλή δημοτική που προσπαθούσε να την αντικαταστήσει.
Όχι πως δεν φαινόταν πόσο βαθιά, πόσο άγρια πολιτικό ήταν εκείνο το μίσος.
Όμως –κοιτάξτε:
Αν με τον Γιάννη μάς ένωσε η φόρα και η φούρια μιας εποχής που η απόσταση την κάνει ίσως μυθική, εμείς ποτέ δεν την αισθανθήκαμε έτσι. Ούτε και τώρα την αισθανόμαστε.
Για τα μεγάλα και για τα σπουδαία που μας έκαιγαν, συνεννοηθήκαμε αμέσως, με τα ελάχιστα. Όπως και με τα υπόλοιπα παιδιά εκεί πάνω, έτσι νομίζω.
Με τον Γιάννη όμως, ειδικά μ’ αυτόν, μοιράστηκα ένα πολύτιμο όπλο: ένα ακράτητο, ένα ιερόσυλο γέλιο για όλα όσα ενοχλούσαν ή πονούσαν, για όλα όσα πρόσβαλλαν την αισθητική μας ή την κοινή μας λογική.
Κι αυτό το γέλιο, εμπλουτισμένο σταδιακά με εγκληματικές δόσεις αυτοσαρκασμού, έγινε ένας κώδικας που μας κρατάει γερά δεμένους μέχρι σήμερα.
Γιατί και σήμερα, για τα μεγάλα και για τα σπουδαία, συνεννοούμαστε με τα ελάχιστα. Είναι αφάνταστη πολυτέλεια στη ζωή μου αυτό. Πρέπει όμως να σας πω λίγο ακόμα για τότε, και για τον κώδικά μας, που γεννήθηκε σχεδόν ακαριαία:
Κάτι το γλωσσικό μέτωπο μέσα στην ΕΡΤ, κάτι οι καθημερινές αψιμαχίες που μας ενοχλούσαν ή μας εξόργιζαν, αρχίσαμε να τα ξορκίζουμε όλα διακωμωδώντας. Και προφορικά, αυτό εννοείται, αλλά προπάντων γραπτά:
Μιλάμε για χιλιόμετρα αλληλογραφία, όταν δεν είχαμε κοινή βάρδια οι δυο μας για να τα πούμε. Για κατεβατά «πώς-τα-περάσαμε-σήμερα», που τ’ αφήναμε ο ένας για τον άλλο μέσα στο ξεκλείδωτο συρτάρι του γραφείου.
Ήταν έμμετρα και ανορθόγραφα τα κατεβατά μας –κάπως έτσι εκτονώναμε το γλωσσικό μας μένος, αν υποτεθεί ότι το είχαμε ποτέ. Και στον ίσκιο του μεγάλου μας προπάτορα, του Μποστ, τα διανθίζαμε και με τις ελληνικούρες που διορθώναμε στα δελτία, και με αυτοσχέδια σημεία και τέρατα.
Και τι λέγαμε; Τα πάντα. Και τα μικρότατα της ΕΡΤ, και τα τεράστια πολιτικά πράγματα που συνέβαιναν κάθε λεπτό, και πάσης φύσεως καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά, γυρισμένα ανεβλαβώς τα μέσα έξω, αλλά και τα προσωπικά μας ακόμα.
Δεν είναι να σας πω παρακάτω. Αυτή η επιστολογραφία αποδείχτηκε, εντέλει, αυστηρά ιδιωτική, αν και κάθε νέα της συνέχεια έμενε στη διάθεση των υπόλοιπων ανασυντακτών που περνούσαν από το ίδιο γραφείο με το αφύλαχτο συρτάρι, και που τη διάβαζαν ανελλιπώς, συμπληρώνοντας τα δικά τους –πιο πολύ απ’ όλους ο Βασίλης.
Μιλάω όμως για τον Γιάννη απόψε. Αυτό το παιδί λοιπόν, είχε από τότε ένα κολασμένο χιούμορ και μια ευλογημένη τρέλα. Και χάρη σ’ αυτά κυρίως ξεκίνησε η σχέση μας. Σαν επιστολικό μυθιστόρημα.
Και βέβαια συνεχίστηκε στη μετά-ΕΡΤ εποχή.
Κάρτες και επιστολές, χρόνια και χρόνια, άλλες χέρι χέρι, άλλες με το ταχυδρομείο, και τώρα πια ανταλλαγές ηλεκτρονικές, διαφόρων ειδών. Τι λέμε και πώς το λέμε, είναι αδύνατο να το μεταφέρω χωρίς να μας εκθέσω ανεπανόρθωτα και τους δυο.
Διάλεξα να μιλήσω για τις εποχές εκείνες, και για τον παλιό Γιάννη, τον εικοσάρη που φαινόταν μεγάλος, πρώτα πρώτα γιατί οι φιλίες πρέπει να δείχνουν την ηλικία τους, ίσως και την καταγωγή τους.
Κι ύστερα, γιατί σαν φίλη του βρίσκομαι εδώ απόψε. Μια φίλη που τον αγαπάει πολύ, και που επίσης τον πιστεύει και τον παραδέχεται. Φίλη προκατειλημμένη, να λέγεται, αλλά δεν ξέρω πώς είναι οι αντικειμενικές φιλίες.
Πρέπει βέβαια να προσθέσω ότι, μιλώντας για τον παλιό Γιάννη, μιλάω και για τον τωρινό.
Γιατί ο Γιάννης δεν άλλαξε καθόλου. Έμεινε, και όχι μόνο για μένα, μια σταθερή αξία μέσ’ απ’ τα χρόνια. Με μια διαφορά: τώρα πια μικροδείχνει.
Να σοβαρευτώ όμως:
Τον Γιάννη τον αγαπώ για πολλούς λόγους: Γιατί μετράει τα πάντα με απόλυτα μεγέθη. Γιατί παθιάζεται με τα πράγματα που αγαπάει όσο και με τ’ άλλα, που δεν αγαπάει. Γιατί έχει απρόβλεπτες και ωραίες μονομανίες. Γιατί είναι πεισματάρης και μαχητικός. Γιατί κάνει τα πάντα με τον πιο δύσκολο τρόπο, με το υψηλότερο δυνατό κόστος. Γιατί είναι αισθητής και ιδεολόγος και κρυπτορομαντικός. Κι ακόμα γιατί είναι καταπληκτικός γατομπαμπάς.
Με τα χρόνια, έχει κερδίσει νηφαλιότητα και σοφία –όμως δεν έχασε ποτέ το χιούμορ και την τρέλα του, δόξα τω Θεώ.
Η διαδρομή του από τότε μέχρι τώρα, ήταν ακριβώς σαν κι αυτόν: αυστηρή και εκλεκτική.
Λαμπρό αστεράκι του Μορφωτικού Ιδρύματος, κοντά στον Λούλη Κάσδαγλη. Έξοχος επιμελητής εκδόσεων αλλά και έξοχος μεταφραστής –όταν το αποφάσισε επιτέλους– κέρδισε με το σπαθί του την εμπιστοσύνη και του Ελύτη και του Κούντερα.
Κι ακόμα: Έξοχος γραφιάς. Στον "Πολίτη" πιτσιρικάς, στο "Αντί" αργότερα, έπειτα στα "Νέα".
Χρόνια τώρα, βάλθηκε να μας μάθει όλους ελληνικά. Και στο ανάμεσο, πρόλαβε να μάθει ελληνικά και κάποιους ξένους –φοιτητές από πανεπιστήμια της Αμερικής, που περνούσαν εκπαιδευτικά εξάμηνα στην Αθήνα.
Στο ίδιο ανάμεσο, πρόλαβε να γίνει και ο ίδιος μαθητής: σπούδασε βυζαντινή μουσική κοντά στον Σίμωνα Καρρά, και γύρισε Άιρα και Κάιρα με τη χορωδία του Λυκούργου Αγγελόπουλου. Δεν μιλάει πολύ γι’ αυτό. Δεν το βάζει στα βιογραφικά του. Εμένα, τόσα χρόνια, μόνο κάτι φωτογραφίες μού έχει δείξει. Και την κασέτα από τη Μόσχα ακόμα την περιμένω.
Δεν ξέρω τι άλλα έκανε και τα έχω παραλείψει. Γεγονός πάντως είναι ότι, όπου κι αν μαθήτευσε, τίμησε τους δασκάλους του. Όπως τον τίμησαν κι εκείνοι.
Γνωρίζω, ας πούμε, από πρώτο χέρι, πώς παρακολουθούσε τις επιφυλλίδες του στα "Νέα" ο ακριβός μας Νάσος Δετζώρτζης, και πόσο τον παραδεχόταν.
Και θυμάμαι με πόση ευγένεια επέμενε να τον προσφωνεί «κύριε Χάρη», και με πόση γλύκα μού τον έλεγε κατ’ ιδίαν «ο Γιάννης», σχεδόν συνωμοτικά, σαν να έβαζε τ’ όνομά του σε τρυφερά εισαγωγικά.
Είπα για τις επιφυλλίδες και θυμήθηκα το βιβλίο. Λέω για τον Γιάννη τόση ώρα, και για το βιβλίο τίποτα.
Αλλά τι να πω;
Το βιβλίο είναι ακριβώς όλ’ αυτά: όλ’ αυτά που είναι ο Γιάννης. Ένα βιβλίο με πείσμα και με αρχές, με ιδεολογία και με αισθητική. Α, και με χιούμορ! Ελεγχόμενο όμως.
Είναι επίσης ένα βιβλίο με ηλικία: Ο Γιάννης το ετοίμαζε μέσα του από τότε που τον πρωτογνώρισα. Όλο με τέτοια τρωγόταν και μας έτρωγε κι εμάς τους γύρω του.
Τρώγεται όμως και μ’ ένα σωρό άλλα. Κι αυτό, για μένα, σημαίνει μόνο ένα πράγμα: μια ετοιμασία για τα επόμενα βιβλία. Όταν του το λέω, γελάει, κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Δεν τον παίρνω στα σοβαρά. Ξέρω πως θα τα γράψει κι αυτά –όποτε το αποφασίσει.
Να τελειώνω όμως:
Ήμουν εκτός θέματος απόψε. Μίλησα κυρίως για τον Γιάννη, μα του το χρωστούσα. Για έναν πολύ σοβαρό λόγο: γιατί μπορεί και με αντέχει σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα.