15/10/24

κριτική από τον Γιάννη Βελούδη, "Άνθρωπος αλάνθαστος, ξύλο απελέκητο"

 (Καθημερινή 18 Ιανουαρίου 2004)

Υπάρχουν λάθη που δεν κάνουμε ποτέ, όταν μιλούμε τη γλώσσα μας, όσο ολιγογράμματοι κι αν είμαστε. Δε λέμε σε καμιά περίπτωση π.χ. *Μη φύγε!,[1] ακόμη κι αν δεν έχουμε πάει καθόλου σχολείο. (Ενώ ένας μορφωμένος Άγγλος που ξεκίνησε να μαθαίνει τη γλώσσα μας θα μπορούσε να το πει, ή να το γράψει, «μεταφράζοντας» ενδεχομένως το Don’t go! της δικής του γλώσσας.) Απ’ την άλλη μεριά, υπάρχουν λάθη, ή καλύτερα “λάθη”, που κάνουμε συστηματικά – με συνηθέστερο μυστικοσύμβουλο την αναλογία· “λάθη” που ο ήρωας της προηγούμενης παρένθεσης μόνο συμπτωματικά θα μπορούσε να κάνει – ίσως και να μην τα έκανε ποτέ. Υπάρχουν, με άλλα λόγια, λάθη που η γνώση της μητρικής μας γλώσσας αποτρέπει και “λάθη” που η ίδια γνώση (κι όχι η άγνοια π.χ. του Άγγλου μας) επιτρέπει. Σε τι λοιπόν διαφέρουν τα γλωσσικά λάθη που δεν κάνουμε ποτέ από τα γλωσσικά “λάθη” που επαναλαμβάνουμε με συστηματικότητα; Καθώς δε στοχεύει σε τέτοια “λάθη”, το βιβλίο που προσπαθώ να συστήσω παρακάτω δε θέτει απευθείας το ερώτημα· το προϋποθέτει ωστόσο κατά κάποιο τρόπο, αφού δεν κουράζεται να υποβάλλει την απάντηση: «Μου πήρε χρόνια» εξομολογείται ο συγγραφέας του «να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι αυτά που διόρθωνα σαν λάθη είχαν καταρχήν κάποια λογική, κάποτε άτεγκτη, που καμιά γραμματική σοφία δεν μπορούσε να της παραβγεί, κι έπειτα πως αυτά τα λάθη θα ήταν πιθανότατα τα αυριανά σωστά.». Ή παρακάτω: «Η γλώσσα όμως πλάθεται και προάγεται από το γλωσσικό αίσθημα, κι όχι από την εργαστηριακή εφαρμογή κανόνων και από την άμουση συναρμογή τύπων που ο σχηματισμός τους λογοδοτεί μόνο στην ψυχρή γνώση».

 

Το ξύλο

Για να συνεχίσω, ή, από μιαν άποψη, να ξαναρχίσω, πιο ορθόδοξα αυτή τη φορά, τον καλοζυγισμένο τίτλο Η Γλώσσα, τα Λάθη και τα Πάθη διάλεξε ο Γιάννης Η. Χάρης για να επιγράψει τον τόμο όπου συγκεντρώνει, κατά τη χρονολογική τους σειρά, επιφυλλίδες που υπέγραφε για Τα Νέα από το Μάρτιο του 1999 ως τον Φεβρουάριο του 2003. Η αμεσότητα αυτής της ακολουθίας κειμένων, που ο αναγνώστης / η αναγνώστρια εύχεται να μην τελειώσουν ποτέ, έχει εγγυήσεις τόσο εσωτερικές, καθώς «το ένα θέμα εκβάλλει σε κάποιο άλλο», όσο και εξωτερικές, καθώς το ευαίσθητο αυτί του επιφυλλιδογράφου δεν παύει να συγκινείται από την τρέχουσα επικαιρότητα. Χαρακτήρισα τον τίτλο «καλοζυγισμένο», γιατί μοιάζει να υλοποιεί το γνωστό γλωσσολογικό δίδυμο ‘θέμα’-‘σχόλιο’. Προφανώς, η σύνδεση τα Λάθη και τα Πάθη είναι το ‘σχόλιο’ στο ‘θέμα’ η Γλώσσα· και, για να διαλύσω για δεύτερη φορά μια ενδεχόμενη παρεξήγηση, έχει υπόψη του όχι “λάθη” που κάνουν οι ομιλητές/ομιλήτριες που μιλούν τη γλώσσα τους (βλ. παραπάνω), αλλά λάθη που κάνουν οι ομιλητές/ομιλήτριες που άμεσα ή έμμεσα ομιλούν γ ι α τη γλώσσα τους, με το και στο κέντρο να δικαιώνει απόλυτα τον παραδοσιακό χαρακτηρισμό ‘συμπλεκτικό’: (γλωσσικά) λάθη από πάθος και (γλωσσικά) πάθη από λάθος, από τους συντακτικούς ξενισμούς των μεταφράσεων μέχρι τις αρχαιόπληκτες διορθωτικές παρεμβάσεις των νεόκοπων καθαρολόγων. Νά γιατί μας μιλά το βιβλίο, βγάζοντας σε στιγμές έντασης «φωνή μεγάλη» για τη λαθοθηρία που διολισθαίνει γλυκά σε λαθροθηρία – η γλώσσα μας, βλέπετε, τα κανόνισε έτσι ώστε τις δύο δραστηριότητες να χωρίζει ένα μόνο σύμφωνο, κι αυτό ‘υγρό’!

 

Το πελέκι

Τα λάθη που προσβάλλουν το γλωσσικό αίσθημα και τα πάθη που ζητούν τη βίαιη καταστολή του πώς άραγε αντιμετωπίζονται; Στις βεβαρημένες περιπτώσεις, τη σύγχρονη εκδοχή του αττικισμού, το βιβλίο απομονώνει – κάποιες φορές ξετρυπώνοντας – την τροφοδότρια ιδεολογία της. Στις ελαφρότερες περιπτώσεις, των – συντακτικών – ξενισμών, το βιβλίο διορθώνει: «Έτσι, και ώσπου να αποφασίσει η ίδια η γλώσσα ποια από τα λάθη θα κρατήσει, ποια δηλαδή από τα λάθη θα γίνουν μια μέρα σωστά, τα λάθη θα είναι λάθη, οπότε και τα επισημαίνουμε και τα διορθώνουμε».

 

Πελεκώντας το ξύλο

Αντιφατική συμπεριφορά; Προληπτική αυτοϋπονόμευση; Ομολογημένη ματαιοπονία; Τίποτε από όλα αυτά. Ο νηφάλιος διορθωτής με μια βαθιά υπόκλιση στο γλωσσικό αίσθημα παίρνει προσωρινά το λόγο. Κι αυτό είναι που τον προστατεύει τελικά. Το συγγραφέα του βιβλίου δε θα βαρύνει ποτέ π.χ. η αστοχία του Αδαμάντιου Κοραή, όταν μετά από αιώνες ζητούσε να διορθώσει σε αρχαίο κείμενο το παροξύτονο όμως (αντίθεση) κατά το αρχαιότερό του περισπώμενο ομως (αρχική σημασία: «εξίσου, ομοίως»), παραγνωρίζοντας την τακτική της ελληνικής γλώσσας να ειδοποιεί για την αλλαγή λειτουργίας με την αλλαγή στη θέση του τόνου (πβ. (τά) άλλα > αλλά, παρά > πάρα, κτλ). Παραμένει ωστόσο μόνιμα στο χέρι του διορθωτή μια αγκιδούλα που αφορά τη χρονική στιγμή της παραίτησης: Κι αν δεν κατάλαβε ότι ξημέρωσε η μέρα που το λάθος έγινε σωστό; Κι αν διορθώνει ακόμη το σωστό;

 

[1] Κατά γλωσσολογική σύμβαση, ο αστερίσκος δηλώνει μη γραμματική δομή.