6/11/24

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Η. ΧΑΡΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ

Θοδωρής Α. Μαρκόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας - Ειδίκευση Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Η. ΧΑΡΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ, ΠΑΤΡΑ, 11 ΙΟΥΝΙΟΥ 2024

Με μεγάλη χαρά υποδεχόμαστε σήμερα τον Γιάννη Χάρη στην ακαδημαϊκή οικογένεια της ειδίκευσης Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Αλλά με τη σημερινή επιτιμοποίηση δεν καλωσορίζουμε απλά τον Γιάννη τον Χάρη στην ακαδημαϊκή μας οικογένεια. Στο πρόσωπό του τιμάμε τη μαχητική υπεράσπιση της γλωσσικής χρήσης απέναντι σε γνωστούς γλωσσικούς μύθους, κυρίαρχες γλωσσικές αντιλήψεις αλλά και γλωσσικές ιδεολογίες που κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο για τη γλώσσα. Και αναδεικνύουμε με αυτό τον τρόπο τη σημασία που έχει -ή θα έπρεπε να έχει- για την επιστήμη της γλωσσολογίας η ανάδειξη των συμπερασμάτων της έρευνας και των συνακόλουθων γλωσσικών αντιλήψεων στον δημόσιο χώρο.

Ο Γιάννης Χάρης ασχολείται σε όλη του τη ζωή με τα κείμενα και, κατ’επέκταση, με τη γλώσσα. Επιμελητής εκδόσεων για πάνω από τρεις δεκαετίες (στις εκδόσεις «Ίκαρος» αλλά και στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, μεταξύ άλλων), πολύ γνωστός μεταφραστής των βιβλίων του φίλου του Μίλαν Κούντερα στα ελληνικά για εξίσου μεγάλο χρονικό διάστημα, έχει βιώσει την καθημερινή πάλη για την κατάλληλη, την πιο ταιριαστή λέξη/φράση/δομή/παράγραφο που συνεπάγεται η ενασχόληση με τα κείμενα από οποιαδήποτε πλευρά. Και ίσως να ήταν αυτή η αιτία που τον ώθησε να καταγράψει τις σκέψεις του, τις απορίες του, τους προβληματισμούς και τις απόψεις του για τη γλώσσα στις -πολύ γνωστές πλέον- επιφυλλίδες του, πρώτα στην εφημερίδα Τα Νέα και ύστερα στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Με τις επιφυλλίδες αυτές, και με έναν προσωπικό αγώνα για τον οποίο ελπίζω να μάθω από τον ίδιο τον τιμώμενο, ο Γιάννης Χάρης πέτυχε, αφενός να συνδυάσει την -εν πολλοίς φιλολογική- ιδιότητα του επιμελητή, αλλά και του μεταφραστή/συγγραφέα με αυτή του «γλωσσολόγου της χρήσης» (ας μου επιτραπεί εδώ αυτός ο νεολογισμός), και αφετέρου, να φέρει στο προσκήνιο σύγχρονες γλωσσολογικές αντιλήψεις, βάζοντάς τες να αντιπαρατεθούν με παλαιότερες -αλλά ταυτόχρονα κυρίαρχες- στάσεις απέναντι στη γλώσσα. Κεντρικός πυρήνας και σταθερή έγνοια του είναι οι γλωσσικές μυθολογίες, ειδικά σε ό,τι αφορά το λεγόμενο «γλωσσικό λάθος».

Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι το βιβλίο όπου συγκεντρώθηκαν όλες οι επιφυλλίδες που είχαν δημοσιευτεί αρχικά στην εφημερίδα τα Νέα (1999-2008) έχει τον τίτλο Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη: Ο τίτλος συνοψίζει την αγάπη και το πάθος του ίδιου του Γιάννη Χάρη για τη γλώσσα, και πώς η ίδια η γλώσσα αποκαλύπτει τον δυναμικό της χαρακτήρα μέσα από τα «λάθη» των χρηστών της. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει και τα δημόσια πάθη που αναπτύσσονται γύρω από την -ελληνική- γλώσσα, τις ιδεολογικές τους αποχρώσεις -άλλοτε σαφείς, άλλοτε υπόρρητες-, καθώς και τις πρακτικές τους απολήξεις.

Στα κείμενα αυτά, ο Γ. Χάρης ξεκινάει σχεδόν πάντοτε από την παρατήρηση της γλωσσικής χρήσης, και ιδιαίτερα της ‘αποκλίνουσας’, ‘μη αναμενόμενης’ γλωσσικής χρήσης: Από τις γενικές «της Μαντούς Μαυρογένους ή της Σκάλα του Μιλάνο» και τους πληθυντικούς “barmen”, μέχρι προτάσεις όπως «με πλήττει το εύκολο έργο» και «δεν βεβίαζα το παιχνίδι», ο Γ. Χάρης προσπαθεί όχι τόσο να διορθώσει -αν και φυσικά διορθωτής ο ίδιος-, όσο κυρίως να καταλάβει πώς έχουν προκύψει αυτές οι χρήσεις, και τι ακριβώς σημαίνουν: Τι σημαίνουν τόσο για τις ομιλήτριες και τους ομιλητές που τις προφέρουν ή τις γράφουν, όσο και γενικότερα για τη νέα ελληνική, τι μας φανερώνουν για τις συστηματικότητές της, είτε υπαρκτές είτε υπό διαμόρφωση.

Σε αντίθεση με τον καταγγελτικό, και συχνά ‘ελιτίστικο’ λόγο από την πλευρά «ανθρώπων των γραμμάτων», που συνοδεύει συνήθως τέτοιου είδους παρατηρήσεις και κατακεραυνώνει τον ‘απλό’ χρήστη και την ‘απλή’ χρήστρια της ελληνικής ως αμαθείς, ο Γ. Χάρης αναζητά απαντήσεις στα διάφορα κενά και τις αντιφάσεις του γλωσσικού μας ‘συστήματος’, στις γλωσσικές ταυτότητες, καθώς και στην ιστορικότητα της γλώσσας. Διαπιστώνει, λ.χ., ότι πολλές «προβληματικές» χρήσεις πηγάζουν από μία «ανιστόρητη» -όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος- αντιμετώπιση της καθαρεύουσας, η οποία συνδέεται με υψηλό γόητρο και νοσταλγία. Και από την άλλη, τα «γλωσσικά λάθη» όπως «δεν βεβίαζα το παιχνίδι» αποτελούν απόπειρες των ομιλητών και ομιλητριών να συνδυάσουν στοιχεία, να οικειοποιηθούν γλωσσικά στοιχεία και έτσι να τα διατηρήσουν ενεργά. Με αυτό τον τρόπο, αναδεικνύει μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα και επικαλείται την αρχή της σύγχρονης μελέτης της γλωσσικής αλλαγής, σύμφωνα με την οποία τα «σημερινά λάθη είναι οι κανόνες του αύριο».

Με τον συνδυασμό της παρατήρησης, της προσωπικής-εμπειρικής σχέσης με το κείμενο και με τη συνδρομή των σύγχρονων γλωσσολογικών αντιλήψεων, ο Γ. Χάρης γράφει για μία πλειάδα θεμάτων, από τον τρόπο γραφής των δάνειων λέξεων (ελληνικό ή λατινικό αλφάβητο) και την απόδοση στην ελληνική του email, μέχρι τα προβλήματα με τη θέση του τόνου καθώς και με τα θηλυκά επαγγελματικά. Και η μεγάλη συνεισφορά των επιφυλλίδων του δεν είναι μόνο η επισήμανση συγκεκριμένων γλωσσικών χρήσεων, που ενδεχομένως να παρέμεναν άγνωστες χωρίς την καταγραφή τους από τον τιμώμενο, αλλά -κυρίως- η προσπάθεια να εδραιωθεί στον δημόσιο λόγο μία σύγχρονη αντίληψη για τη γλώσσα, η οποία συχνά -και ειδικά σε ό,τι αφορά το ζήτημα των λεγόμενων «γλωσσικών λαθών»- έρχεται σε απευθείας αντιπαράθεση με την «παραδοσιακή», ρυθμιστική αντίληψη για τη γλώσσα που κυριαρχεί τόσο στην εκπαίδευση όσο και στον δημόσιο λόγο. Επομένως, για την ενασχόληση με αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «Δημόσια Γλωσσολογία», ο Γιάννης Η. Χάρης υπήρξε πρωτεργάτης στην κατεύθυνση της στήριξης της γλωσσολογικής γνώσης σε έναν χώρο όπου οι αντίρροπες γλωσσικές ιδεολογίες είχαν -και δυστυχώς εξακολουθούν να έχουν- την κυριαρχία.

Αλλά ο Γ. Χάρης δημιούργησε ρωγμές σε αυτή την κυριαρχία. Και ένας βασικός τρόπος για να μπορέσεις να καταφέρεις κάτι τέτοιο είναι, πέρα βέβαια από τη διαρκή, επίμονη παρουσία, και η ελκυστικότητα των κειμένων σου. Άλλοτε με την εφευρετικότητά τους, άλλοτε με την προκλητικότητά τους, και άλλοτε με γλωσσικά παιχνίδια, οι τίτλοι των κειμένων του Γιάννη Χάρη προσέλκυαν πάντοτε το ενδιαφέρον: «Ο τρόμος της επανάληψης», «Η απόλυτη εξουσία του κόμματος», «Φύτεψε κι εσύ μια γενική! Μπορείς», «Διαβατήριο για τη χώρα του κιτς», «Αρχαία, για να μη μιλάμε Νέα».

Το τελευταίο άρθρο, που μάλιστα ήρθε ως απάντηση σε άρθρο της εφημερίδας ‘Καθημερινή’ με τον τίτλο «Αρχαία, για να μιλάμε Νέα», αναδεικνύει και τη διεύρυνση της θεματολογίας του Γ. Χάρη με την πάροδο των ετών, και κυρίως στις επιφυλλίδες με τον γενικό τίτλο «Τα αδέσποτα» που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Τα Νέα» μεταξύ 2003-2008. Για παράδειγμα, μία από τις βασικές θεματικές της αρθρογραφίας του είναι η ιστορικότητα της ελληνικής γλώσσας, ως θεωρητική προσέγγιση αλλά και ως γλωσσική πράξη για τον κάθε ομιλητή και την κάθε ομιλήτρια. Ο Γ. Χάρης δεν θα διστάσει να έρθει σε σύγκρουση με καθιερωμένους γλωσσικούς μύθους περί ανωτερότητας της αρχαίας ελληνικής και περί της ανάγκης διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής για να γίνουμε δήθεν «ποιοτικότεροι» ομιλητές / ομιλήτριες της νέας ελληνικής, όπως αυτοί εκφράστηκαν τόσο σε πολιτικό επίπεδο (με την ενίσχυση της διδασκαλίας της Αρχαίας στο Γυμνάσιο) όσο και σε θεωρητικό, και μάλιστα από γνωστούς γλωσσολόγους. Νομίζω ότι οι διατυπώσεις του ίδιου του Γ. Χάρη εκφράζουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την άποψή του για την ιστορικότητα της ελληνικής: «Κι όμως πιστεύουμε, ότι αρκεί να βάλουμε το χέρι μας στην τσέπη, και ανασύρουμε Όμηρο» ή «Δεν φοράμε το δαντελένιο νυχτικό της γιαγιάς μας για να βγούμε μ’αυτό στο δρόμο – εκτός κι αν είναι απόκριες». Με άλλα λόγια, ο Γ. Χάρης δεν βλέπει την ιστορία της Ελληνικής ως ένα πεδίο προς γλωσσική επίδειξη και εκμετάλλευση, στο πλαίσιο κάποιου είδους ενιαίας Ελληνικής. Αντίθετα, όπως λέει και ο ίδιος, η ιστορικότητα της Ελληνικής φαίνεται στην ιστορική της πορεία, δηλαδή στις μεταβολές που επιδεικνύει σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα, και με βάση αυτή την αντίληψη επιχειρηματολογεί λ.χ. ενάντια σε αρχαίες, αλλά εντέλει ανιστόρητες ορθογραφίες που προτάθηκαν (όπως «αγώρι»).

Ο Γιάννης Χάρης συνέχισε να αρθρογραφεί με την ίδια αποφασιστικότητα και το ίδιο πάθος για τα γλωσσικά ζητήματα (και όχι μόνο) στην «Εφημερίδα των Συντακτών» από το 2012 ως το 2022. Τα άρθρα αυτά, που μπορεί όποιος θέλει να τα βρει στο προσωπικό του blog, διευρύνουν ακόμα περισσότερο τη συνεισφορά του στο δημόσιο λόγο για τη γλώσσα, για την οποία έχω ήδη μιλήσει. Η συνεισφορά αυτή, όμως, παίρνει πλέον και μία επιπλέον διάσταση: Οι επιφυλλίδες του αποτελούν μία πολύτιμη πηγή για τη διαχρονική-ιστορική μελέτη της γλωσσικής επικαιρότητας, αλλά και της γλωσσικής πραγματικότητας. Νομίζω ένα παράδειγμα αρκεί για να δούμε ότι η γλώσσα συνεχώς πλάθεται από τους ομιλητές και τις ομιλήτριες, και αυτό καταγράφεται στα κείμενα του τιμώμενου: Όταν αναφέρεται στο μακρινό 1999 στα θηλυκά επαγγελματικά, ο Γ. Χάρης επισημαίνει ότι ο τύπος ‘βουλεύτρια’, που ίσως να μην είχε την αρνητική υποδήλωση του ‘βουλευτίνα΄, δεν χρησιμοποιείται καθόλου… Μάλλον έχουμε διανύσει κάποιο δρόμο από τότε.

Βέβαια, δεν θα μπορούσα να ολοκληρώσω την παρουσίαση στο έργο του Γ. Χάρη χωρίς να αναφερθώ στο βιβλίο που επιμελήθηκε ο ίδιος και εκδόθηκε το 2001 με τον τίτλο: «Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα». Πρόκειται στην πραγματικότητα για μία συλλογή από μικρά άρθρα, γραμμένα από γλωσσολόγους, που δημοσιεύτηκαν πρώτα σε ένα αφιέρωμα στην εφημερίδα «Τα Νέα», και αναλύουν πολύ γνωστούς γλωσσικούς μύθους, όπως την ανωτερότητα της αρχαίας ελληνικής σε σχέση με τη νέα, το απαραβίαστο της ιστορικής ορθογραφίας ή και το γλωσσικό «λάθος». Αποτελεί σίγουρα την πιο ευσύνοπτη και ταυτόχρονα ουσιαστική παρουσίαση βασικών γλωσσικών μύθων και ιδεολογιών, και συνιστά ίσως την καλύτερη αφετηρία για τη διδασκαλία των σχετικών ζητημάτων. Δεν θα ήταν ίσως υπερβολή να υποστηριχτεί ότι θα έπρεπε να διανέμεται σε όλους τους φοιτητές και όλες τις φοιτήτριες γλωσσολογίας (αλλά ίσως και φιλολογίας και άλλων συγγενών επιστημών).

Θα μου επιτρέψετε να κλείσω αυτή τη σύντομη παρουσίαση του Γ. Χάρη σε προσωπικό τόνο. Αγαπητέ Γιάννη, πριν αρκετά χρόνια είχες δημοσιεύσει μία επιφυλλίδα με τον τίτλο “Brothers in arms”, εμπνεόμενος από το πασίγνωστο άλμπουμ των Dire Straits. Εκεί είχες χαρακτηρίσει με αυτό τον τρόπο κάποιους νεαρούς γλωσσολόγους, που είχαν φτιάξει ένα blog με γλωσσικά θέματα. Μετά από τόσα χρόνια, δύο από τους τρεις αυτούς γλωσσολόγους είμαστε εδώ σήμερα, και θέλω να πιστεύω ότι παραμένουμε πάντοτε συναγωνιστές σε αυτό τον δύσκολο αγώνα. Και γι’αυτό, με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση, θα ήθελα να σε καλωσορίσω στην ακαδημαϊκή οικογένεια της ειδίκευσης Γλωσσολογίας, του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.

15/10/24

κριτική από τον Γιάννη Βελούδη, "Άνθρωπος αλάνθαστος, ξύλο απελέκητο"

 (Καθημερινή 18 Ιανουαρίου 2004)

Υπάρχουν λάθη που δεν κάνουμε ποτέ, όταν μιλούμε τη γλώσσα μας, όσο ολιγογράμματοι κι αν είμαστε. Δε λέμε σε καμιά περίπτωση π.χ. *Μη φύγε!,[1] ακόμη κι αν δεν έχουμε πάει καθόλου σχολείο. (Ενώ ένας μορφωμένος Άγγλος που ξεκίνησε να μαθαίνει τη γλώσσα μας θα μπορούσε να το πει, ή να το γράψει, «μεταφράζοντας» ενδεχομένως το Don’t go! της δικής του γλώσσας.) Απ’ την άλλη μεριά, υπάρχουν λάθη, ή καλύτερα “λάθη”, που κάνουμε συστηματικά – με συνηθέστερο μυστικοσύμβουλο την αναλογία· “λάθη” που ο ήρωας της προηγούμενης παρένθεσης μόνο συμπτωματικά θα μπορούσε να κάνει – ίσως και να μην τα έκανε ποτέ. Υπάρχουν, με άλλα λόγια, λάθη που η γνώση της μητρικής μας γλώσσας αποτρέπει και “λάθη” που η ίδια γνώση (κι όχι η άγνοια π.χ. του Άγγλου μας) επιτρέπει. Σε τι λοιπόν διαφέρουν τα γλωσσικά λάθη που δεν κάνουμε ποτέ από τα γλωσσικά “λάθη” που επαναλαμβάνουμε με συστηματικότητα; Καθώς δε στοχεύει σε τέτοια “λάθη”, το βιβλίο που προσπαθώ να συστήσω παρακάτω δε θέτει απευθείας το ερώτημα· το προϋποθέτει ωστόσο κατά κάποιο τρόπο, αφού δεν κουράζεται να υποβάλλει την απάντηση: «Μου πήρε χρόνια» εξομολογείται ο συγγραφέας του «να συμφιλιωθώ με την ιδέα ότι αυτά που διόρθωνα σαν λάθη είχαν καταρχήν κάποια λογική, κάποτε άτεγκτη, που καμιά γραμματική σοφία δεν μπορούσε να της παραβγεί, κι έπειτα πως αυτά τα λάθη θα ήταν πιθανότατα τα αυριανά σωστά.». Ή παρακάτω: «Η γλώσσα όμως πλάθεται και προάγεται από το γλωσσικό αίσθημα, κι όχι από την εργαστηριακή εφαρμογή κανόνων και από την άμουση συναρμογή τύπων που ο σχηματισμός τους λογοδοτεί μόνο στην ψυχρή γνώση».

 

Το ξύλο

Για να συνεχίσω, ή, από μιαν άποψη, να ξαναρχίσω, πιο ορθόδοξα αυτή τη φορά, τον καλοζυγισμένο τίτλο Η Γλώσσα, τα Λάθη και τα Πάθη διάλεξε ο Γιάννης Η. Χάρης για να επιγράψει τον τόμο όπου συγκεντρώνει, κατά τη χρονολογική τους σειρά, επιφυλλίδες που υπέγραφε για Τα Νέα από το Μάρτιο του 1999 ως τον Φεβρουάριο του 2003. Η αμεσότητα αυτής της ακολουθίας κειμένων, που ο αναγνώστης / η αναγνώστρια εύχεται να μην τελειώσουν ποτέ, έχει εγγυήσεις τόσο εσωτερικές, καθώς «το ένα θέμα εκβάλλει σε κάποιο άλλο», όσο και εξωτερικές, καθώς το ευαίσθητο αυτί του επιφυλλιδογράφου δεν παύει να συγκινείται από την τρέχουσα επικαιρότητα. Χαρακτήρισα τον τίτλο «καλοζυγισμένο», γιατί μοιάζει να υλοποιεί το γνωστό γλωσσολογικό δίδυμο ‘θέμα’-‘σχόλιο’. Προφανώς, η σύνδεση τα Λάθη και τα Πάθη είναι το ‘σχόλιο’ στο ‘θέμα’ η Γλώσσα· και, για να διαλύσω για δεύτερη φορά μια ενδεχόμενη παρεξήγηση, έχει υπόψη του όχι “λάθη” που κάνουν οι ομιλητές/ομιλήτριες που μιλούν τη γλώσσα τους (βλ. παραπάνω), αλλά λάθη που κάνουν οι ομιλητές/ομιλήτριες που άμεσα ή έμμεσα ομιλούν γ ι α τη γλώσσα τους, με το και στο κέντρο να δικαιώνει απόλυτα τον παραδοσιακό χαρακτηρισμό ‘συμπλεκτικό’: (γλωσσικά) λάθη από πάθος και (γλωσσικά) πάθη από λάθος, από τους συντακτικούς ξενισμούς των μεταφράσεων μέχρι τις αρχαιόπληκτες διορθωτικές παρεμβάσεις των νεόκοπων καθαρολόγων. Νά γιατί μας μιλά το βιβλίο, βγάζοντας σε στιγμές έντασης «φωνή μεγάλη» για τη λαθοθηρία που διολισθαίνει γλυκά σε λαθροθηρία – η γλώσσα μας, βλέπετε, τα κανόνισε έτσι ώστε τις δύο δραστηριότητες να χωρίζει ένα μόνο σύμφωνο, κι αυτό ‘υγρό’!

 

Το πελέκι

Τα λάθη που προσβάλλουν το γλωσσικό αίσθημα και τα πάθη που ζητούν τη βίαιη καταστολή του πώς άραγε αντιμετωπίζονται; Στις βεβαρημένες περιπτώσεις, τη σύγχρονη εκδοχή του αττικισμού, το βιβλίο απομονώνει – κάποιες φορές ξετρυπώνοντας – την τροφοδότρια ιδεολογία της. Στις ελαφρότερες περιπτώσεις, των – συντακτικών – ξενισμών, το βιβλίο διορθώνει: «Έτσι, και ώσπου να αποφασίσει η ίδια η γλώσσα ποια από τα λάθη θα κρατήσει, ποια δηλαδή από τα λάθη θα γίνουν μια μέρα σωστά, τα λάθη θα είναι λάθη, οπότε και τα επισημαίνουμε και τα διορθώνουμε».

 

Πελεκώντας το ξύλο

Αντιφατική συμπεριφορά; Προληπτική αυτοϋπονόμευση; Ομολογημένη ματαιοπονία; Τίποτε από όλα αυτά. Ο νηφάλιος διορθωτής με μια βαθιά υπόκλιση στο γλωσσικό αίσθημα παίρνει προσωρινά το λόγο. Κι αυτό είναι που τον προστατεύει τελικά. Το συγγραφέα του βιβλίου δε θα βαρύνει ποτέ π.χ. η αστοχία του Αδαμάντιου Κοραή, όταν μετά από αιώνες ζητούσε να διορθώσει σε αρχαίο κείμενο το παροξύτονο όμως (αντίθεση) κατά το αρχαιότερό του περισπώμενο ομως (αρχική σημασία: «εξίσου, ομοίως»), παραγνωρίζοντας την τακτική της ελληνικής γλώσσας να ειδοποιεί για την αλλαγή λειτουργίας με την αλλαγή στη θέση του τόνου (πβ. (τά) άλλα > αλλά, παρά > πάρα, κτλ). Παραμένει ωστόσο μόνιμα στο χέρι του διορθωτή μια αγκιδούλα που αφορά τη χρονική στιγμή της παραίτησης: Κι αν δεν κατάλαβε ότι ξημέρωσε η μέρα που το λάθος έγινε σωστό; Κι αν διορθώνει ακόμη το σωστό;

 

[1] Κατά γλωσσολογική σύμβαση, ο αστερίσκος δηλώνει μη γραμματική δομή.

22/9/24

η Μυριάκριβη

για την Τζένη Μαστοράκη έγραψα μόλις τρεις λέξεις τη μέρα που έφευγε μακριά για πάντα -- πάει καιρός που δεν γράφω για πολλά που θα 'θελα ή και θα 'πρεπε να γράψω, λόγοι υποκειμενικοί και αντικειμενικοί -- για την Τζένη θα 'θελα ή και θα 'πρεπε να γράψω, αλλά τόμο ολόκληρο, κυριολεκτώ: δεν ξέρω αν όντως θέλω κατά βάθος αλλά πια και αν μπορώ, λόγοι και πάλι υποκειμενικοί και αντικειμενικοί: και τα μισά, όχι, δεν τα γράφω: ή όλα ή τίποτα, λέω τουλάχιστον για την ώρα...

μα νά που στο συγύρισμα που λίγο λίγο κάνω τελευταία, να μην παραβαραίνουν οι βαλίτσες, βρήκα και τούτο το κείμενο: είναι η ομιλία της στην παρουσίαση του μόνου τότε τόμου "Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη", την 1.12.2003, μαζί με τον Παντελή Μπουκάλα και τον Τάσο Χριστίδη, που μας άφησε απάνθρωπα νωρίς, έπειτα από έναν μόλις χρόνο

στο ιστολόγιο που τηρούσα κάπως επιμελώς τότε, είχα και μια ενότητα: "με το συμπάθιο... έγραψαν για την πάρτη μας", κι εκεί έβαζα κριτικές που είχαν δημοσιευτεί, ακριβώς για την πάρτη μου: της Τζένης όμως που η ομιλία δεν είχε έπειτα δημοσιευτεί (όπως π.χ. του Χριστίδη στο "Βήμα" και του Μπουκάλα στον "Πολίτη"), ξέμεινε αδέσποτη: σφάλμα ασυγχώρητο να μην τη βάλω, έστω εδώ, όσο κι αν ευλογάω έτσι τα γένια μου

και, μυριάκριβή μου, ευχαριστώ

* * *

Mε τον Γιάννη είμαστε φίλοι πολλά χρόνια. Κλεισμένα είκοσι εννιά, και πάμε στα τριάντα. Μια συγγένεια εξ αίματος, τώρα πια. Τον γνώρισα τον Αύγουστο του 74, σε καιρούς που έμοιαζαν κοσμογονικοί. Ήταν πολυάσχολες μέρες και για τους δυο μας. Ο κόσμος άλλαζε γρήγορα, κι εμείς δεν προφταίναμε να κοιτάμε. Δεν ήταν καθόλου μικρή υπόθεση αυτό.

Πρωτοβρεθήκαμε σ’ ένα γραφείο της ΕΡΤ, «ανασυντάκτες» των ειδήσεων. Αν θυμάμαι σωστά, εκτός από τις αλλαγές στην κορυφή, η μεταπολίτευση δεν είχε μετακινήσει ακόμα κανέναν δημοσιογράφο.

Εκείνοι οι δημοσιογράφοι όμως, ήταν μαθημένοι να συντάσσουν τα δελτία στην καθαρεύουσα, το πέρασμα στη δημοτική, εν μιά νυκτί, τους δυσκόλευε. Άλλους πρακτικά, άλλους και ιδεολογικά.

Κάπως έτσι προέκυψε η ανάγκη να «ανασυντάσσονται» τα κείμενά τους στη δημοτική. Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι «ανασυντάκτες». Ίσως εν μιά νυκτί κι αυτοί. Γίνονταν όλα γρήγορα τότε.

Είναι πολλές οι λεπτομέρειες που αγνοώ, κι άλλες τόσες αυτές που έχω ξεχάσει με τα χρόνια, πώς ακριβώς στήθηκε το τμήμα της ανασύνταξης, και πώς ακριβώς στελεχώθηκε, ποιος έφερε ποιον –γιατί όλοι χέρι χέρι είχαμε πάει. Πάντως όταν έφτασα στην ΕΡΤ, τέλη Αυγούστου, σταλμένη από τον Παύλο Ζάννα, τους βρήκα εκεί τους περισσότερους.

Ήταν πρόσωπα μυθικά τα παιδιά εκείνης της ομάδας, οι «ανασυντάκτες». Καταπληκτικά παιδιά.

Είκοσι-κάτι με τριάντα-κάτι, κι οι περισσότεροι κουβαλούσαν εξορίες και Ασφάλειες και παρανομίες και μάχες κερδισμένες: η αγαπημένη μου Ρηνιώ, η Δώρα, η Πόπη που είναι πια φευγάτη, ο Λαοκράτης, ο Πέτρος που θα γινόταν υπουργός, ο παλιός μου συμφοιτητής ο Βασίλης.

Βρέθηκα να κάνω βάρδιες στο ραδιόφωνο μαζί μ’ έναν μυστήριο με γένια. Φορούσε μαύρα, που ήταν της εποχής, ήταν μετρημένος, σοβαρός και πεισματάρης, είχε γερή αισθητική, κι αυτό που λέμε «συγκρότηση», κι ακόμα έναν ωραιότατο γραφικό χαρακτήρα: ήταν ο μόνος που έγραφε με πένα και μελάνι.

Αυτός ερχόταν από μιαν άλλη μυθική περιοχή: από την έκδοση της ελληνικής Μπριτάνικα, που είχε ξεκινήσει ηρωικά μέσα στη δικτατορία, χωρίς να πραγματωθεί ποτέ.

Μ’ όλα αυτά, και με τα βαριά, άφιλτρα τσιγάρα που κάπνιζε, τον πίστεψα αμέσως μεγαλύτερό μου.

Ήμουν είκοσι πέντε χρονών εκείνο το καλοκαίρι, και ο Γιάννης εικοσάρης. Την ηλικία του μού την είπε αργότερα, έπειτα από κάμποσους μήνες στενής παρέας. Έφριξα.

Περίπου τότε μού εξομολογήθηκε πώς είχε φρίξει κι αυτός, στην αρχή αρχή, ακούγοντας το επώνυμό μου. Και πατσίσαμε.

Τέλος πάντων:

Στην ΕΡΤ, περάσαμε τρεις αξέχαστους μήνες, ώς την παραίτησή μας, αμέσως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου. Δουλεύοντας με ορμή και φόρα, κάτω από τη φτερούγα του Νάσου Δετζώρτζη.

Ήταν ο «φυσικός μας προϊστάμενος» ο Δετζώρτζης, από τους μεγάλους δασκάλους του Γένους, κι ένας πελώριος κυματοθραύστης ανάμεσα σ’ εμάς και στους δημοσιογράφους, που μας έβλεπαν με μισό μάτι –τουλάχιστον εγκάθετους κάποιας σκοτεινής δύναμης, αν όχι τίποτα χειρότερο.

Ταυτόχρονα προσπαθούσε, με όλη του τη σοφία, αλλά και τη στοργή, και την αβρότητα, να συμμαζέψει και τα δικά μας ασυμμάζευτα ελληνικά, τις κάθε λογής δημοτικές μας που πάσχιζαν να βρουν το δίκιο τους.

Πέρα από την ευφορία εκείνων των τριών μηνών –γιατί μονάχα ευφορία υπήρχε– το κλίμα στην ΕΡΤ ήταν περίεργο, και γινόταν ακόμα πιο περίεργο όσο πλησίαζαν οι εκλογές του Νοεμβρίου.

Οι καλοί δημοσιογράφοι μάς έλεγαν ιστορίες για τους κακούς δημοσιογράφους και τις διασυνδέσεις τους με τη χούντα, καλοί και κακοί δυσανασχετούσαν φανερά με τις διορθώσεις μας, και κάτι παλαίμαχες εκφωνήτριες πάθαιναν κρίσεις στους διαδρόμους και αρνούνταν να προφέρουν τη βάρβαρη λέξη «χτες» αντί του «εχθές» –μαζί με τον Βασίλη, είχαμε ακούσει μια κυρία να ουρλιάζει πως ήρθαν τα κουμμούνια να φέρουν το «χτες» από τα Κράβαρα.

Η προϊστορία θα μπορούσε να τραβήξει σε μάκρος. Ήταν μεγάλο κεφάλαιο οι ανασυντάκτες. Ένα μέρος, το ξαναθυμήθηκε ο Γιάννης το καλοκαίρι, αποχαιρετώντας τον δάσκαλό μας, τον Νάσο Δετζώρτζη, μ’ ένα ωραιότατο κείμενο στα "Νέα". Μακάρι να γράψει κάποτε και τα άλλα της κεφάλαια, μαζί με τον Βασίλη.

Σταματώ όμως εδώ τα ιστορικά, για να μην παρεξηγηθώ.

Δεν θέλω να φανταστεί κανείς πως με τον Γιάννη, τότε, μας ένωσαν τίποτα αγώνες για το γλωσσικό –ή άλλα ηρωικά: αγώνες πολιτικοί, ας πούμε.

Όχι πως δεν ήμασταν κι οι δυο πολιτικοποιημένοι –σχεδόν με τον ίδιο τρόπο μέχρι σήμερα.

Όχι πως δεν είδα τότε, πρώτη και ευτυχώς τελευταία φορά στη ζωή μου, το μίσος εκείνης της πολύ συγκεκριμένης, της κάλπικης καθαρεύουσας, για την πιο αθώα και δειλή δημοτική που προσπαθούσε να την αντικαταστήσει.

Όχι πως δεν φαινόταν πόσο βαθιά, πόσο άγρια πολιτικό ήταν εκείνο το μίσος.

Όμως –κοιτάξτε:

Αν με τον Γιάννη μάς ένωσε η φόρα και η φούρια μιας εποχής που η απόσταση την κάνει ίσως μυθική, εμείς ποτέ δεν την αισθανθήκαμε έτσι. Ούτε και τώρα την αισθανόμαστε.

Για τα μεγάλα και για τα σπουδαία που μας έκαιγαν, συνεννοηθήκαμε αμέσως, με τα ελάχιστα. Όπως και με τα υπόλοιπα παιδιά εκεί πάνω, έτσι νομίζω.

Με τον Γιάννη όμως, ειδικά μ’ αυτόν, μοιράστηκα ένα πολύτιμο όπλο: ένα ακράτητο, ένα ιερόσυλο γέλιο για όλα όσα ενοχλούσαν ή πονούσαν, για όλα όσα πρόσβαλλαν την αισθητική μας ή την κοινή μας λογική.

Κι αυτό το γέλιο, εμπλουτισμένο σταδιακά με εγκληματικές δόσεις αυτοσαρκασμού, έγινε ένας κώδικας που μας κρατάει γερά δεμένους μέχρι σήμερα.

Γιατί και σήμερα, για τα μεγάλα και για τα σπουδαία, συνεννοούμαστε με τα ελάχιστα. Είναι αφάνταστη πολυτέλεια στη ζωή μου αυτό. Πρέπει όμως να σας πω λίγο ακόμα για τότε, και για τον κώδικά μας, που γεννήθηκε σχεδόν ακαριαία:

Κάτι το γλωσσικό μέτωπο μέσα στην ΕΡΤ, κάτι οι καθημερινές αψιμαχίες που μας ενοχλούσαν ή μας εξόργιζαν, αρχίσαμε να τα ξορκίζουμε όλα διακωμωδώντας. Και προφορικά, αυτό εννοείται, αλλά προπάντων γραπτά:

Μιλάμε για χιλιόμετρα αλληλογραφία, όταν δεν είχαμε κοινή βάρδια οι δυο μας για να τα πούμε. Για κατεβατά «πώς-τα-περάσαμε-σήμερα», που τ’ αφήναμε ο ένας για τον άλλο μέσα στο ξεκλείδωτο συρτάρι του γραφείου.

Ήταν έμμετρα και ανορθόγραφα τα κατεβατά μας –κάπως έτσι εκτονώναμε το γλωσσικό μας μένος, αν υποτεθεί ότι το είχαμε ποτέ. Και στον ίσκιο του μεγάλου μας προπάτορα, του Μποστ, τα διανθίζαμε και με τις ελληνικούρες που διορθώναμε στα δελτία, και με αυτοσχέδια σημεία και τέρατα.

Και τι λέγαμε; Τα πάντα. Και τα μικρότατα της ΕΡΤ, και τα τεράστια πολιτικά πράγματα που συνέβαιναν κάθε λεπτό, και πάσης φύσεως καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά, γυρισμένα ανεβλαβώς τα μέσα έξω, αλλά και τα προσωπικά μας ακόμα.

Δεν είναι να σας πω παρακάτω. Αυτή η επιστολογραφία αποδείχτηκε, εντέλει, αυστηρά ιδιωτική, αν και κάθε νέα της συνέχεια έμενε στη διάθεση των υπόλοιπων ανασυντακτών που περνούσαν από το ίδιο γραφείο με το αφύλαχτο συρτάρι, και που τη διάβαζαν ανελλιπώς, συμπληρώνοντας τα δικά τους –πιο πολύ απ’ όλους ο Βασίλης.

Μιλάω όμως για τον Γιάννη απόψε. Αυτό το παιδί λοιπόν, είχε από τότε ένα κολασμένο χιούμορ και μια ευλογημένη τρέλα. Και χάρη σ’ αυτά κυρίως ξεκίνησε η σχέση μας. Σαν επιστολικό μυθιστόρημα.

Και βέβαια συνεχίστηκε στη μετά-ΕΡΤ εποχή.

Κάρτες και επιστολές, χρόνια και χρόνια, άλλες χέρι χέρι, άλλες με το ταχυδρομείο, και τώρα πια ανταλλαγές ηλεκτρονικές, διαφόρων ειδών. Τι λέμε και πώς το λέμε, είναι αδύνατο να το μεταφέρω χωρίς να μας εκθέσω ανεπανόρθωτα και τους δυο.

Διάλεξα να μιλήσω για τις εποχές εκείνες, και για τον παλιό Γιάννη, τον εικοσάρη που φαινόταν μεγάλος, πρώτα πρώτα γιατί οι φιλίες πρέπει να δείχνουν την ηλικία τους, ίσως και την καταγωγή τους.

Κι ύστερα, γιατί σαν φίλη του βρίσκομαι εδώ απόψε. Μια φίλη που τον αγαπάει πολύ, και που επίσης τον πιστεύει και τον παραδέχεται. Φίλη προκατειλημμένη, να λέγεται, αλλά δεν ξέρω πώς είναι οι αντικειμενικές φιλίες.

Πρέπει βέβαια να προσθέσω ότι, μιλώντας για τον παλιό Γιάννη, μιλάω και για τον τωρινό.

Γιατί ο Γιάννης δεν άλλαξε καθόλου. Έμεινε, και όχι μόνο για μένα, μια σταθερή αξία μέσ’ απ’ τα χρόνια. Με μια διαφορά: τώρα πια μικροδείχνει.

Να σοβαρευτώ όμως:

Τον Γιάννη τον αγαπώ για πολλούς λόγους: Γιατί μετράει τα πάντα με απόλυτα μεγέθη. Γιατί παθιάζεται με τα πράγματα που αγαπάει όσο και με τ’ άλλα, που δεν αγαπάει. Γιατί έχει απρόβλεπτες και ωραίες μονομανίες. Γιατί είναι πεισματάρης και μαχητικός. Γιατί κάνει τα πάντα με τον πιο δύσκολο τρόπο, με το υψηλότερο δυνατό κόστος. Γιατί είναι αισθητής και ιδεολόγος και κρυπτορομαντικός. Κι ακόμα γιατί είναι καταπληκτικός γατομπαμπάς.

Με τα χρόνια, έχει κερδίσει νηφαλιότητα και σοφία –όμως δεν έχασε ποτέ το χιούμορ και την τρέλα του, δόξα τω Θεώ.

Η διαδρομή του από τότε μέχρι τώρα, ήταν ακριβώς σαν κι αυτόν: αυστηρή και εκλεκτική.

Λαμπρό αστεράκι του Μορφωτικού Ιδρύματος, κοντά στον Λούλη Κάσδαγλη. Έξοχος επιμελητής εκδόσεων αλλά και έξοχος μεταφραστής –όταν το αποφάσισε επιτέλους– κέρδισε με το σπαθί του την εμπιστοσύνη και του Ελύτη και του Κούντερα.

Κι ακόμα: Έξοχος γραφιάς. Στον "Πολίτη" πιτσιρικάς, στο "Αντί" αργότερα, έπειτα στα "Νέα".

Χρόνια τώρα, βάλθηκε να μας μάθει όλους ελληνικά. Και στο ανάμεσο, πρόλαβε να μάθει ελληνικά και κάποιους ξένους –φοιτητές από πανεπιστήμια της Αμερικής, που περνούσαν εκπαιδευτικά εξάμηνα στην Αθήνα.

Στο ίδιο ανάμεσο, πρόλαβε να γίνει και ο ίδιος μαθητής: σπούδασε βυζαντινή μουσική κοντά στον Σίμωνα Καρρά, και γύρισε Άιρα και Κάιρα με τη χορωδία του Λυκούργου Αγγελόπουλου. Δεν μιλάει πολύ γι’ αυτό. Δεν το βάζει στα βιογραφικά του. Εμένα, τόσα χρόνια, μόνο κάτι φωτογραφίες μού έχει δείξει. Και την κασέτα από τη Μόσχα ακόμα την περιμένω.

Δεν ξέρω τι άλλα έκανε και τα έχω παραλείψει. Γεγονός πάντως είναι ότι, όπου κι αν μαθήτευσε, τίμησε τους δασκάλους του. Όπως τον τίμησαν κι εκείνοι.

Γνωρίζω, ας πούμε, από πρώτο χέρι, πώς παρακολουθούσε τις επιφυλλίδες του στα "Νέα" ο ακριβός μας Νάσος Δετζώρτζης, και πόσο τον παραδεχόταν.

Και θυμάμαι με πόση ευγένεια επέμενε να τον προσφωνεί «κύριε Χάρη», και με πόση γλύκα μού τον έλεγε κατ’ ιδίαν «ο Γιάννης», σχεδόν συνωμοτικά, σαν να έβαζε τ’ όνομά του σε τρυφερά εισαγωγικά.

Είπα για τις επιφυλλίδες και θυμήθηκα το βιβλίο. Λέω για τον Γιάννη τόση ώρα, και για το βιβλίο τίποτα.

Αλλά τι να πω;

Το βιβλίο είναι ακριβώς όλ’ αυτά: όλ’ αυτά που είναι ο Γιάννης. Ένα βιβλίο με πείσμα και με αρχές, με ιδεολογία και με αισθητική. Α, και με χιούμορ! Ελεγχόμενο όμως.

Είναι επίσης ένα βιβλίο με ηλικία: Ο Γιάννης το ετοίμαζε μέσα του από τότε που τον πρωτογνώρισα. Όλο με τέτοια τρωγόταν και μας έτρωγε κι εμάς τους γύρω του.

Τρώγεται όμως και μ’ ένα σωρό άλλα. Κι αυτό, για μένα, σημαίνει μόνο ένα πράγμα: μια ετοιμασία για τα επόμενα βιβλία. Όταν του το λέω, γελάει, κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Δεν τον παίρνω στα σοβαρά. Ξέρω πως θα τα γράψει κι αυτά –όποτε το αποφασίσει.

Να τελειώνω όμως:

Ήμουν εκτός θέματος απόψε. Μίλησα κυρίως για τον Γιάννη, μα του το χρωστούσα. Για έναν πολύ σοβαρό λόγο: γιατί μπορεί και με αντέχει σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα.