Τα Νέα, 5 Φεβρουαρίου 2005
Σ’ έναν πρόχειρο, προσωπικό απολογισμό του 2004 στάθηκα σε ορισμένα γεγονότα της χρονιάς όπως φιλτράρονται ήδη μέσα από έναν περίπου αυτομαστιγωτικό λόγο. Κι έγραφα για τον συνδυασμό αυτού του λόγου με το άκρο αντίθετό του, τον άκριτο εξωραϊσμό του παρελθόντος, μέσα από έναν μηχανισμό εγγενή πάντως στην ανθρώπινη φύση, τη νοσταλγία.
διαβάστε τη συνέχεια...
Θα σταθώ λίγο ακόμα στη νοσταλγία, στο σημείο όπου μπορεί να επηρεάζει άμεσα την αξιοδότηση και την ιεράρχηση προσώπων και πραγμάτων στην κοινωνική και την εν γένει ζωή μας. Και ακόμα περισσότερο, θα σταθώ στο σημείο όπου η νοσταλγία, σαν αυτοκανάκεμα, στα όρια πολλές φορές ενός αυτισμού, χτίζει την ίδια την κοινωνία, με τους απαραίτητους πλέον νόμους αποδοχής και ενσωμάτωσης ή απόρριψης κτλ.
Και τι δουλειά έχει μ’ όλα αυτά τα μεγαλόστομα η Καλομοίρα; Η Καλομοίρα, έγραφα πρόσφατα, κατά την άποψή μου εικονογραφεί στην εντέλεια αυτό που λέμε «χαρά της ζωής», με μέτρια απλώς φωνή αλλά με εκπληκτική, κατά τα άλλα, στόφα σόουγούμαν. Αυτά, με αφορμή τη συναυλία-πάρτι του Σαββόπουλου στο Ηρώδειο, όπου εμφάνισε την Καλομοίρα μέσα από μια γενέθλια τούρτα –μια χαριτωμένη, ευφρόσυνη ιδέα, πλάι στην άλλη, την απλώς γκρανγκινιολική, να εμφανίσει στη σκηνή σαν «εκδρομείς του ’60» τον Ζουράρι και τον Λυκουρέζο. Πυρά ομαδόν για την Καλομοίρα· σχεδόν λέξη για τους «εκδρομείς». Γιατί, αλίμονο, αυτοί είναι απ’ το σαλόνι μας· η Καλομοίρα, όχι.
Αυτό είναι το θέμα μου εδώ, με πρόσχημα, εννοείται, την Καλομοίρα, αυτό το θέμα με ενδιαφέρει. Αλλιώς, ούτε ξυπνούν τα φιλάνθρωπα αισθήματά μου που η Καλομοίρα έφτασε να γίνει συνώνυμο της ευτέλειας, εμβληματική –με τη λέξη της μόδας– μορφή της ανούσιας τηλεοπτικής κουλτούρας, ούτε, προπάντων, είμαι της ωχαδερφίστικης άποψης ότι, αφού υπάρχουν άλλα τόσα, μεγαλύτερα στραβά, δεν πρέπει τάχα να καταδικάζουμε και το οποιοδήποτε μικρό. Επιπλέον, και θεία φωνή να είχε η Καλομοίρα, το είδος που υπηρετεί μ’ αφήνει παγερά αδιάφορο.
Παραταύτα: γράφτηκε κάπου, και αναπαράγεται έκτοτε συχνά, ο εύστοχος χαρακτηρισμός «το κορίτσι με το μανταλάκι στη μύτη»: Έξυπνος και ευρηματικός· μα τότε ο Βοσκόπουλος π.χ. τραγουδάει με ολόκληρη δωδεκάδα μανταλάκια. Άσε πια τον Λε Πα, που αυτός εξάντλησε τα μανταλάκια ολόκληρης μπουγάδας. Όμως, στον Βοσκόπουλο ο σοβαρός Χατζηνικολάου αφιερώνει ειδική εκπομπή και τον αντιμετωπίζει σαν εθνικό περίπου κεφάλαιο –έτσι όπως έβγαλε και γάμα διαλογής ηθοποιούς και τους αναγόρευσε μεγάλους πρωταγωνιστές.
Ίδια η Καλομοίρα, ίδια ο Βοσκόπουλος; Όπως το βλέπει, έστω, ο καθένας. Προσωπικά, δε θα βιαζόμουνα και τόσο να κρίνω ένα παιδί που μόλις ξεκινά, ακόμα κι αν ξεκίνησε άσχημα, ή τάχα ελεεινά, πλάι σε κάποιον που πολύ καλά ξέρουμε πια τι έκανε, τι κάνει. Αλλά, η Καλομοίρα είναι, ξαναλέω, έξω απ’ το σαλόνι, ενώ ο Βοσκόπουλος μέσα, ή σχεδόν, ή τον μπάζουμε σιγά σιγά, έχει και πανέμορφη, αστραφτερή νέα γυναίκα, και βουλευτίνα μάλιστα, ε, πώς να το κάνουμε, αλλάζει εκ των πραγμάτων στάτους. Να θυμηθούμε μόνο ότι, όταν πρωτοξεκίνησε, και χρόνια μετά, έμενε, το λιγότερο, στα αζήτητα της στοιχειωδώς σοβαρής κουλτούρας.
Όμως, μια ο οδοστρωτήρας της νοσταλγίας, μια η μικρή μας κοινωνία, όλη ένα σαλόνι, μια μεγάλη αγκαλιά, νά ο Βοσκόπουλος στον καναπέ μαζί μας· αύριο, γιατί όχι, κι ο Λε Πα.
Αφού υπάρχει και εδώ επετηρίδα: αίφνης, ο Μαργαρίτης τού Σαββόπουλου τού «θυμίζει μια ζώνη του λαϊκού τραγουδιού που κοντεύει, αλλά δεν έχει γίνει ακόμη κλασική» (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 24.10.04, υπογράμμιση δική μου). Αυτά, με αφορμή την τελευταία εμφάνιση του Σαββόπουλου με Πορτοκάλογλου και Μαργαρίτη, όπου «ακούγονται [...] τραγούδια που συνήθως ο κόσμος τα ονόμαζε “Ομόνοια sound”, αντεργκράουντ, ακόμα και “σκυλάδικα” –και αυτό δεν είναι πάντα υποτιμητικό [sic]. Υπάρχει μία “ζώνη” του λαϊκού τραγουδιού [...] που μέσα σ’ αυτήν πολύ συχνά συναντάμε αριστουργήματα. Πιστεύω ότι αυτό το τραγούδι πρέπει να γίνει πια κλασικό…» (ο Δ.Σ. στο Αθηνόραμα 21-28.10.04).
Έτσι, κι επειδή όντως υπάρχουν αριστουργήματα ακόμα και μέσα στα όντως σκατά, θα κάνουμε τα σκατά κλασικά, κατά στάδια και κατά ζώνες, με την επετηρίδα. Ίσως γιατί είναι το σαλόνι, που λέμε, ίσως γιατί θέλουμε να απλώνουμε σε όλα τη μακριά τη χέρα, να τα ορίζουμε όλα, σ’ όλα να κάνουμε κουμάντο· μαζί και επειδή, απ’ την άλλη, άνθρωποι είμαστε βρε αδερφέ, θα ακούσουμε και καμιά ανοησία, όχι όλο Μπαχ και Μότσαρτ, θα πάμε και σε κάνα σκυλάδικο, όπως διαβάζουμε και αστυνομικά, από εκείνα «του περίπτερου» που λέμε, και όχι όλο Κούντερα και Τσόμσκι –όπως εγώ, καληώρα, που βλέπω ριάλιτι, και μάλιστα μετά μανίας. Δεν κοροϊδεύω, δεν ειρωνεύομαι, μιλάω σοβαρά, είναι σοβαρή η ανάγκη να ξεδίνει κάπου κάπου, ή και πιο συχνά, κανείς. Αρκεί να μη θεωρητικολογούμε με cult και trash και trendy, να μην αναζητούμε άλλοθι πολιτιστικής ανεξιθρησκίας, ανακατώνοντας απλώς έναν πολιτιστικό χυλό, όπου ρίξαμε έτσι, όπως το αλεύρι, «με το μάτι», διάφορα είδη αδιακρίτως και κριτήρια κάθε λογής.
Πίσω στη νοσταλγία και στο σαλόνι, σαν κοινωνικοπολιτιστική πραγματικότητα. Και επιτρέψτε μου να πιάσω την ιστορία-παραμύθι από παλιά. Στη δική μου τη γενιά π.χ., λίγο πριν, λίγο μετά, έφηβοι στη δεκαετία του ’60, φτάνει ακόμα, ελαφρά φαιδρός, ο απόηχος από «Δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες», σφυροκοπά τ’ αφτιά μας το «Πετραδάκι πετραδάκι για τα σένα το ’χτισα» του Μενιδιάτη ή η Ζιγκοάλα του Καζαντζίδη, και προσοχή: αυτή ακριβώς κι όχι τα μεγάλα του τραγούδια· κι από κοντά, το κατάπλασμα του Φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού της Θεσσαλονίκης.
Αλλά εμείς τα προσπερνούμε όλα αυτά, σαφώς τα κοροϊδεύουμε, έστω με την αλαζονεία της ηλικίας, έτσι κι αλλιώς είμαστε πιο πολύ κι από αυτάρκεις: έχουμε τα πάντα, κι όλα μαζί: έχουμε Χατζιδάκι, και μαζί το πρόσφατα τότε εξαγνισμένο από αυτόν ρεμπέτικο, έχουμε Θεοδωράκη, και μάλιστα με Ελύτη, Ρίτσο και Σεφέρη, έχουμε Μπητλς και Ντύλαν και Μπαέζ και Ρόλλινγκ Στόουνς, τα πάντα έχουμε, ακόμα και την κοσμογονία τότε της σύγχρονης μουσικής, την ευλογία του Λίγκετι, του Πεντερέτσκι και του Γιάννη Χρήστου. Και κλασικά και νέα δηλαδή, και νεότερα, και δεξιά και αριστερά και αριστερότερα: τότε άλλωστε, δεκαετία πάντα του ’60, βγήκε και ο Σαββόπουλος, ανθοφορία μοναδική.
Τότε, γελούσαμε με όλα τ’ άλλα, όπως γελούσαμε και αμέσως μετά τη δικτατορία, έτσι ψηλά που ήτανε ο πήχης, με το «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Λεοντή (σε ποίηση Ρίτσου) λόγου χάρη, που όμορφα το σάρκασε ο Σαββόπουλος στους Αχαρνείς του· σήμερα –η νοσταλγία οδοστρωτήρας, που είπα– ο περίφημος Ποιοτικός και Αμείλικτος της κριτικής επιτροπής του Φέημ Στόρυ το αντιμετώπισε σαν ύμνο εθνικό, σήμα κατατεθέν μιας εποχής, εκείνο το όντως σήμα, αλλά μάλλον ιλαρότητας. Σήμερα, τραγουδάμε γεμάτοι νοσταλγία (!) και την «Πάολα», που ήταν «πνιγμένη στα γκερλαίν κι άκουγα γύρω τα σαξόφωνα να κλαιν», και νομίζουμε πως μόνο αριστουργήματα τραγουδούσε ο Καζαντζίδης.
Μέσα λοιπόν στη δικτατορία, πολιτικό τραγούδι, μετά η μεταπολίτευση, ακόμα πιο πολύ πολιτικό τραγούδι, και: «πάμε να ξεπλύνουμε τ’ αφτιά μας σε κάνα σκυλάδικο» με σόκαρε πρώτη φορά, έπειτα από μια βραδιά στη Μαρία Δημητριάδη, αν θυμάμαι καλά, φίλος κριτικός κινηματογράφου, απ’ τη λαμπρή γενιά του «Σύγχρονου», που τον ήξερα μέσα στη σημειολογία και την Κρίστεβα. Κάπου εκεί αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε οι διανοούμενοι τον «λαό», την Ομόνοια και το κλαρίνο της, τότε αρχίζουνε τα Ντέφια κι όλο το άκριτο φολκλόρ –που δεν θα ήτανε φολκλόρ, αλλά μια απολύτως φυσιολογική και νόμιμη διέξοδος, πλευρά, άποψη, κι ό,τι άλλο θέλετε, αν είχαμε κάθε φορά σταθεί με τη δεδομένη ακριβώς απόσταση, δηλαδή: τον σεβασμό προς το άλλο, το αλλότριο είδος, κι όχι με την πατερναλιστική μας τάση χειραγώγησης και υιοθεσίας. Που προάγει όμως, φυσικά, την ισοπέδωση. Και των μεν και των δε, εννοείται.
Θα θυμηθούμε όμως κι άλλα, την άλλη φορά.
Σ’ έναν πρόχειρο, προσωπικό απολογισμό του 2004 στάθηκα σε ορισμένα γεγονότα της χρονιάς όπως φιλτράρονται ήδη μέσα από έναν περίπου αυτομαστιγωτικό λόγο. Κι έγραφα για τον συνδυασμό αυτού του λόγου με το άκρο αντίθετό του, τον άκριτο εξωραϊσμό του παρελθόντος, μέσα από έναν μηχανισμό εγγενή πάντως στην ανθρώπινη φύση, τη νοσταλγία.
διαβάστε τη συνέχεια...
Θα σταθώ λίγο ακόμα στη νοσταλγία, στο σημείο όπου μπορεί να επηρεάζει άμεσα την αξιοδότηση και την ιεράρχηση προσώπων και πραγμάτων στην κοινωνική και την εν γένει ζωή μας. Και ακόμα περισσότερο, θα σταθώ στο σημείο όπου η νοσταλγία, σαν αυτοκανάκεμα, στα όρια πολλές φορές ενός αυτισμού, χτίζει την ίδια την κοινωνία, με τους απαραίτητους πλέον νόμους αποδοχής και ενσωμάτωσης ή απόρριψης κτλ.
Και τι δουλειά έχει μ’ όλα αυτά τα μεγαλόστομα η Καλομοίρα; Η Καλομοίρα, έγραφα πρόσφατα, κατά την άποψή μου εικονογραφεί στην εντέλεια αυτό που λέμε «χαρά της ζωής», με μέτρια απλώς φωνή αλλά με εκπληκτική, κατά τα άλλα, στόφα σόουγούμαν. Αυτά, με αφορμή τη συναυλία-πάρτι του Σαββόπουλου στο Ηρώδειο, όπου εμφάνισε την Καλομοίρα μέσα από μια γενέθλια τούρτα –μια χαριτωμένη, ευφρόσυνη ιδέα, πλάι στην άλλη, την απλώς γκρανγκινιολική, να εμφανίσει στη σκηνή σαν «εκδρομείς του ’60» τον Ζουράρι και τον Λυκουρέζο. Πυρά ομαδόν για την Καλομοίρα· σχεδόν λέξη για τους «εκδρομείς». Γιατί, αλίμονο, αυτοί είναι απ’ το σαλόνι μας· η Καλομοίρα, όχι.
Αυτό είναι το θέμα μου εδώ, με πρόσχημα, εννοείται, την Καλομοίρα, αυτό το θέμα με ενδιαφέρει. Αλλιώς, ούτε ξυπνούν τα φιλάνθρωπα αισθήματά μου που η Καλομοίρα έφτασε να γίνει συνώνυμο της ευτέλειας, εμβληματική –με τη λέξη της μόδας– μορφή της ανούσιας τηλεοπτικής κουλτούρας, ούτε, προπάντων, είμαι της ωχαδερφίστικης άποψης ότι, αφού υπάρχουν άλλα τόσα, μεγαλύτερα στραβά, δεν πρέπει τάχα να καταδικάζουμε και το οποιοδήποτε μικρό. Επιπλέον, και θεία φωνή να είχε η Καλομοίρα, το είδος που υπηρετεί μ’ αφήνει παγερά αδιάφορο.
Παραταύτα: γράφτηκε κάπου, και αναπαράγεται έκτοτε συχνά, ο εύστοχος χαρακτηρισμός «το κορίτσι με το μανταλάκι στη μύτη»: Έξυπνος και ευρηματικός· μα τότε ο Βοσκόπουλος π.χ. τραγουδάει με ολόκληρη δωδεκάδα μανταλάκια. Άσε πια τον Λε Πα, που αυτός εξάντλησε τα μανταλάκια ολόκληρης μπουγάδας. Όμως, στον Βοσκόπουλο ο σοβαρός Χατζηνικολάου αφιερώνει ειδική εκπομπή και τον αντιμετωπίζει σαν εθνικό περίπου κεφάλαιο –έτσι όπως έβγαλε και γάμα διαλογής ηθοποιούς και τους αναγόρευσε μεγάλους πρωταγωνιστές.
Ίδια η Καλομοίρα, ίδια ο Βοσκόπουλος; Όπως το βλέπει, έστω, ο καθένας. Προσωπικά, δε θα βιαζόμουνα και τόσο να κρίνω ένα παιδί που μόλις ξεκινά, ακόμα κι αν ξεκίνησε άσχημα, ή τάχα ελεεινά, πλάι σε κάποιον που πολύ καλά ξέρουμε πια τι έκανε, τι κάνει. Αλλά, η Καλομοίρα είναι, ξαναλέω, έξω απ’ το σαλόνι, ενώ ο Βοσκόπουλος μέσα, ή σχεδόν, ή τον μπάζουμε σιγά σιγά, έχει και πανέμορφη, αστραφτερή νέα γυναίκα, και βουλευτίνα μάλιστα, ε, πώς να το κάνουμε, αλλάζει εκ των πραγμάτων στάτους. Να θυμηθούμε μόνο ότι, όταν πρωτοξεκίνησε, και χρόνια μετά, έμενε, το λιγότερο, στα αζήτητα της στοιχειωδώς σοβαρής κουλτούρας.
Όμως, μια ο οδοστρωτήρας της νοσταλγίας, μια η μικρή μας κοινωνία, όλη ένα σαλόνι, μια μεγάλη αγκαλιά, νά ο Βοσκόπουλος στον καναπέ μαζί μας· αύριο, γιατί όχι, κι ο Λε Πα.
Αφού υπάρχει και εδώ επετηρίδα: αίφνης, ο Μαργαρίτης τού Σαββόπουλου τού «θυμίζει μια ζώνη του λαϊκού τραγουδιού που κοντεύει, αλλά δεν έχει γίνει ακόμη κλασική» (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 24.10.04, υπογράμμιση δική μου). Αυτά, με αφορμή την τελευταία εμφάνιση του Σαββόπουλου με Πορτοκάλογλου και Μαργαρίτη, όπου «ακούγονται [...] τραγούδια που συνήθως ο κόσμος τα ονόμαζε “Ομόνοια sound”, αντεργκράουντ, ακόμα και “σκυλάδικα” –και αυτό δεν είναι πάντα υποτιμητικό [sic]. Υπάρχει μία “ζώνη” του λαϊκού τραγουδιού [...] που μέσα σ’ αυτήν πολύ συχνά συναντάμε αριστουργήματα. Πιστεύω ότι αυτό το τραγούδι πρέπει να γίνει πια κλασικό…» (ο Δ.Σ. στο Αθηνόραμα 21-28.10.04).
Έτσι, κι επειδή όντως υπάρχουν αριστουργήματα ακόμα και μέσα στα όντως σκατά, θα κάνουμε τα σκατά κλασικά, κατά στάδια και κατά ζώνες, με την επετηρίδα. Ίσως γιατί είναι το σαλόνι, που λέμε, ίσως γιατί θέλουμε να απλώνουμε σε όλα τη μακριά τη χέρα, να τα ορίζουμε όλα, σ’ όλα να κάνουμε κουμάντο· μαζί και επειδή, απ’ την άλλη, άνθρωποι είμαστε βρε αδερφέ, θα ακούσουμε και καμιά ανοησία, όχι όλο Μπαχ και Μότσαρτ, θα πάμε και σε κάνα σκυλάδικο, όπως διαβάζουμε και αστυνομικά, από εκείνα «του περίπτερου» που λέμε, και όχι όλο Κούντερα και Τσόμσκι –όπως εγώ, καληώρα, που βλέπω ριάλιτι, και μάλιστα μετά μανίας. Δεν κοροϊδεύω, δεν ειρωνεύομαι, μιλάω σοβαρά, είναι σοβαρή η ανάγκη να ξεδίνει κάπου κάπου, ή και πιο συχνά, κανείς. Αρκεί να μη θεωρητικολογούμε με cult και trash και trendy, να μην αναζητούμε άλλοθι πολιτιστικής ανεξιθρησκίας, ανακατώνοντας απλώς έναν πολιτιστικό χυλό, όπου ρίξαμε έτσι, όπως το αλεύρι, «με το μάτι», διάφορα είδη αδιακρίτως και κριτήρια κάθε λογής.
Πίσω στη νοσταλγία και στο σαλόνι, σαν κοινωνικοπολιτιστική πραγματικότητα. Και επιτρέψτε μου να πιάσω την ιστορία-παραμύθι από παλιά. Στη δική μου τη γενιά π.χ., λίγο πριν, λίγο μετά, έφηβοι στη δεκαετία του ’60, φτάνει ακόμα, ελαφρά φαιδρός, ο απόηχος από «Δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες», σφυροκοπά τ’ αφτιά μας το «Πετραδάκι πετραδάκι για τα σένα το ’χτισα» του Μενιδιάτη ή η Ζιγκοάλα του Καζαντζίδη, και προσοχή: αυτή ακριβώς κι όχι τα μεγάλα του τραγούδια· κι από κοντά, το κατάπλασμα του Φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού της Θεσσαλονίκης.
Αλλά εμείς τα προσπερνούμε όλα αυτά, σαφώς τα κοροϊδεύουμε, έστω με την αλαζονεία της ηλικίας, έτσι κι αλλιώς είμαστε πιο πολύ κι από αυτάρκεις: έχουμε τα πάντα, κι όλα μαζί: έχουμε Χατζιδάκι, και μαζί το πρόσφατα τότε εξαγνισμένο από αυτόν ρεμπέτικο, έχουμε Θεοδωράκη, και μάλιστα με Ελύτη, Ρίτσο και Σεφέρη, έχουμε Μπητλς και Ντύλαν και Μπαέζ και Ρόλλινγκ Στόουνς, τα πάντα έχουμε, ακόμα και την κοσμογονία τότε της σύγχρονης μουσικής, την ευλογία του Λίγκετι, του Πεντερέτσκι και του Γιάννη Χρήστου. Και κλασικά και νέα δηλαδή, και νεότερα, και δεξιά και αριστερά και αριστερότερα: τότε άλλωστε, δεκαετία πάντα του ’60, βγήκε και ο Σαββόπουλος, ανθοφορία μοναδική.
Τότε, γελούσαμε με όλα τ’ άλλα, όπως γελούσαμε και αμέσως μετά τη δικτατορία, έτσι ψηλά που ήτανε ο πήχης, με το «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Λεοντή (σε ποίηση Ρίτσου) λόγου χάρη, που όμορφα το σάρκασε ο Σαββόπουλος στους Αχαρνείς του· σήμερα –η νοσταλγία οδοστρωτήρας, που είπα– ο περίφημος Ποιοτικός και Αμείλικτος της κριτικής επιτροπής του Φέημ Στόρυ το αντιμετώπισε σαν ύμνο εθνικό, σήμα κατατεθέν μιας εποχής, εκείνο το όντως σήμα, αλλά μάλλον ιλαρότητας. Σήμερα, τραγουδάμε γεμάτοι νοσταλγία (!) και την «Πάολα», που ήταν «πνιγμένη στα γκερλαίν κι άκουγα γύρω τα σαξόφωνα να κλαιν», και νομίζουμε πως μόνο αριστουργήματα τραγουδούσε ο Καζαντζίδης.
Μέσα λοιπόν στη δικτατορία, πολιτικό τραγούδι, μετά η μεταπολίτευση, ακόμα πιο πολύ πολιτικό τραγούδι, και: «πάμε να ξεπλύνουμε τ’ αφτιά μας σε κάνα σκυλάδικο» με σόκαρε πρώτη φορά, έπειτα από μια βραδιά στη Μαρία Δημητριάδη, αν θυμάμαι καλά, φίλος κριτικός κινηματογράφου, απ’ τη λαμπρή γενιά του «Σύγχρονου», που τον ήξερα μέσα στη σημειολογία και την Κρίστεβα. Κάπου εκεί αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε οι διανοούμενοι τον «λαό», την Ομόνοια και το κλαρίνο της, τότε αρχίζουνε τα Ντέφια κι όλο το άκριτο φολκλόρ –που δεν θα ήτανε φολκλόρ, αλλά μια απολύτως φυσιολογική και νόμιμη διέξοδος, πλευρά, άποψη, κι ό,τι άλλο θέλετε, αν είχαμε κάθε φορά σταθεί με τη δεδομένη ακριβώς απόσταση, δηλαδή: τον σεβασμό προς το άλλο, το αλλότριο είδος, κι όχι με την πατερναλιστική μας τάση χειραγώγησης και υιοθεσίας. Που προάγει όμως, φυσικά, την ισοπέδωση. Και των μεν και των δε, εννοείται.
Θα θυμηθούμε όμως κι άλλα, την άλλη φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.