Ντιγκιντάγκες, Ολυμπιάδα και εθνική γκρίνια [απολογισμός 2004, β΄]
Τα Νέα, 22 Ιανουαρίου 2005
Στο παιχνίδι μας με το χρόνο, να δούμε τι μας πήρε και τι μας άφησε το 2004, τι να πάρουμε και τι ν’ αφήσουμε εμείς. Ανακεφαλαιώνω τον πρόχειρο προσωπικό απολογισμό, που ξεκίνησε ανάποδα με τα ανάποδα του χρόνου που πέρασε, με το θάνατο ενός κορυφαίου γλωσσολόγου, του Α.-Φ. Χριστίδη, και προσγειώθηκε ανώμαλα στον Χριστόδουλο. Ο οποίος μας δείχνει όλο και πιο πολύ το πρόσωπό του, όσο στερεύουν τα επικοινωνιακά χαμόγελα και τα ανέκδοτα και τα «σας πάω».
διαβάστε τη συνέχεια...
Από τα τελευταία της χρονιάς που πέρασε, ήταν, όπως έγραφα, το άρθρο της πίστεως για την ομοφυλοφιλία, για τη «βοώσα και κράζουσα» αμαρτία, το «κουσούρι».
Αλλά τη φορά αυτή είχε δίκιο. Δεν θα μπορούσε να ’ναι άλλη η θέση της Εκκλησίας –και ας τα βλέπουνε αυτά όσοι πιστεύουν ότι μπορεί η θρησκεία και η πατροναρισμένη απ’ τα Μακ Ντόναλντς σαρακοστιανή νηστεία να είναι απλώς κάτι το ανέξοδο και trendy, κοινώς μοδάτο, όσοι πιστεύουν ότι θρησκεία είναι οι μοντερνιές των παπαροκάδων, κι ότι θα τους δεχτούν, αλήθεια τάχα, «και με το σκουλαρίκι τους», Μακαριότατος και Εκκλησία.
Αποτελεσματικότερος στάθηκε, την ίδια ακριβώς εποχή, για την εκδήλωση κάποιας ομοφοβίας, ο μεγάλος ίσως προπονητής μα πάντως αυτάρεσκα προβαλλόμενο πρότυπο τσαμπουκά, ζοχάδας και ξινίλας Γιάννης Ιωαννίδης, βουλευτής τώρα της Νέας Δημοκρατίας, όταν δήλωσε πως γέμισε η τηλεόρασή μας γκέι. Βρήκαν το μήνα που τρέφει τους έντεκα τα κανάλια· πάνελ και κόντρα πάνελ ασχολούνταν νυχθημερόν με το θέμα. Και ψαχνόταν η τηλεόραση: γέμισε αλήθεια γκέι;
Προσωπικά, δεν έτυχε να τους δω, τόσο πολλούς μάλιστα. Είδα, αντίθετα, και βλέπω όλο και πιο συχνά, σε κάτι σίριαλ της συμφοράς, καρικατούρες γκέι, ό,τι δηλαδή παράγει και έπειτα προβάλλει η κοινωνία, με στόχο πολλαπλό: να γελοιοποιήσει ό,τι τη φοβίζει και να το ξορκίσει. Να ξορκίσει το φόβο της απέναντι στο θέμα, αφού πρώτα πείσει τον εαυτό της πως γκέι είναι μόνο οι κραγμένοι, που μας επιτρέπουν οι ίδιοι –ίσως και το επιζητούν– να τους κράζουμε, ή αναλόγως να τους βρίζουμε –και να τους καταγγέλλουμε απ’ τη Βουλή, καληώρα. Και έτσι εκτονώνεται η υγιής κοινωνία, έτσι δακτυλοδεικτεί τον λειψό και μιαρό, έτσι και τον απομονώνει και τον περιθωριοποιεί. Αλλιώς, υπάρχουν απλώς οι «εξαιρέσεις», που με το έργο τους εξαγόρασαν την ανοχή της κοινωνίας, η οποία μπορεί έτσι να λέει: «νά ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης και ο Κουν, που ήταν βεβαίως μεγάλοι καλλιτέχνες», όπως και πρόθυμα δηλώνει ο καθένας ότι, αλίμονο, έχει ο ίδιος φίλους γκέι, που «είναι πολύ εργατικοί και έχουν χιούμορ», και γενικά κανέναν δεν τον νοιάζει «να είναι ο άλλος στο κρεβάτι του ό,τι θέλει, αρκεί να μην ενοχλεί»!
Και πότε ενοχλεί; Είπαμε, όταν γεμίζει την τηλεόραση, και ανησυχεί τον κ. Ιωαννίδη. Και τον κ. Πάγκαλο, που είδε τα δίδυμά του «να τραγουδούν I love you, I love TV» και είπε «μην κουνιέσαι, αγόρι μου». Και τον παπα-μαϊντανό, που μιλάει για τους «ντιγκιντάγκες» και τον γλυκό θάνατο που τους πρέπει. Και τον άλλο τον λερό τής trash TV, που είδε ακόμα πιο μπροστά: «Μην πάθουμε» είπε «με τους ομοφυλόφιλους ό,τι έπαθαν στην Αμερική με τους μαύρους, που δεν μπορεί να σηκώσει χέρι η Αστυνομία επάνω τους, γιατί θα θεωρηθούν ρατσιστές».
Τι μας νοιάζει πίσω από όλα αυτά, πιο πολύ εντέλει και από την ομοφοβία ή το ρατσισμό;
Προ καιρού είχα διαβάσει εδώ, στη στήλη του Λευτέρη Παπαδόπουλου, μια στήλη που σφυγμομετρεί ακριβώς την κοινωνία, για τη συνέντευξη γνωστής ηθοποιού. Διαμαρτυρόταν η ηθοποιός ότι το θέατρο «στερείται από ανδρικές φυσιογνωμίες» και δεν βρίσκεις σήμερα «“αρσενικό” άντρα» σαν τον Φούντα παλιά, για αντίστοιχο ρόλο. Διάβαζα κι έλεγα: αν είναι δυνατόν, από αρσενικούς έως πολλά βαρείς και macho, δόξα τω Θεώ· και λόγου χάρη ο Γιώργος ο Νινιός, αρχέτυπο, μπορεί να πει κανείς, αντρικής ομορφιάς, στο στιλ ακριβώς του Φούντα, και σαφώς βελτιωμένο, ή ο νεότερος Αλέξης Γεωργούλης, τι τους πέφτουν; «γυναικείοι άντρες»;
Πιο πολύ εντέλει κι από την ομοφοβία ή, αν είναι δυνατόν, το ρατσισμό, μας νοιάζει και μας κόφτει το κατεξοχήν εθνικό χαρακτηριστικό, η μουρμούρα, η γκρίνια. Που βάζει τα χέρια της και βγάζει τα μάτια της, για να μη βλέπει, ή για να βλέπει ό,τι θέλει. Η γκρίνια, η κουλτούρα της κλάψας, όπως έγραφα πιο παλιά, που εθελοτυφλεί, μαζί με τη νενομισμένη νοσταλγία, και εξωραΐζει αδιακρίτως το παρελθόν απέναντι σε οτιδήποτε παρόν.
Ας επιστρέψω όμως στη χρονιά που πέρασε, να δούμε δύο μείζονα περιστατικά κάτω από αυτό ακριβώς το πρίσμα, ή εκεί όπου συναντήθηκαν και συναντιούνται με το εθνικό μας χαρακτηριστικό, και έκτοτε φωτίζονται με αυτό ειδικά το φως.
Δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία ότι τα δύο γεγονότα που σημάδεψαν ειδικότερα την κοινωνική ζωή του τόπου το 2004 είναι η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού από την Εθνική και οι Ολυμπιακοί της Αθήνας. Είτε είναι κανείς ποδοσφαιρόφιλος είτε όχι, το Euro 2004 και η κατάκτηση του κυπέλλου αποτέλεσε σημαντικό σταθμό, για τους πολλούς που κατέβηκαν στους δρόμους όσο και για τους λίγους που ενοχλήθηκαν και στηλίτευσαν. Άλλο τόσο σημαντικό σταθμό αποτέλεσε και η Ολυμπιάδα του Αυγούστου, πάλι για όσους βρέθηκαν κοντά όσο και γι’ αυτούς που βρέθηκαν εμπρόθετα μακριά.
Ήμουν από εκείνους που πίστευαν ότι δεν έπρεπε να αναλάβει η χώρα μας τους Ολυμπιακούς, και εξακολουθώ να το πιστεύω, ακόμα και έπειτα από την επιτυχημένη διοργάνωση της μεγάλης γιορτής, την οποία μάλιστα παρακολούθησα, όσο μπορούσα. Γιατί πίστευα επίσης πως, όσο κι αν ήταν λάθος η ανάληψη, έπρεπε, απ’ τη στιγμή που ήταν γεγονός, να πετύχει η διοργάνωση, αλλιώς το κόστος θα ήταν ακόμα πιο δυσβάστακτο, για όλους μας, εννοείται. Την οφείλω αυτή την εξήγηση, και μέσα από αυτή την οπτική δηλώνω και τον ενθουσιασμό μου για όσα θαυμαστά έγιναν.
Εδώ θέλω να σταθώ, όχι στα ήδη σχολιασμένα, π.χ. την αφ’ υψηλού κριτική για τις ποδοσφαιρόπληκτες «μάζες» που κατέβηκαν στους δρόμους για το Ευρωπαϊκό, για τον γενικό σημαιοστολισμό ή την –ευκταία, για μένα– μετατροπή του «εθνικού συμβόλου», της σημαίας, σε σύμβολο χαράς και σε λογότυπο, μπλουζάκι ή και τατουάζ. Ούτε στην εξονυχιστικά σημειολογική ανάλυση της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών, με όρους Έκο και Μπαϋρόυτ, το λιγότερο, από δημοσιογράφους μάλιστα που λίγο πριν αγαλλιούσαν με τη φαραωνικού μεγαλείου «Μυθωδία» του Βαγγέλη Παπαθανασίου στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Εδώ με ενδιαφέρει ο απόηχος, πάντοτε σαν μουρμούρα, για το θαύμα, λέει, που δεν κράτησε, για την αλλαγή την κοσμογονική που δεν ήρθε, για την κοινωνία που δεν άλλαξε μέσα σ’ ένα καλοκαίρι –και δες, πάλι η βία στα γήπεδα, πάλι οι χούλιγκαν και οι διαπλεκόμενοι αθλητικοί παράγοντες, η Ελλάδα που δεν έγινε Ευρώπη, οι Νεοέλληνες και οι Κωλοέλληνες: εκεί που «ενωμένοι», λέει, μεγαλουργήσαμε, εκεί και ζητωκραυγάσαμε τη «μαγκιά» της Θάνου και του Κεντέρη, και εκεί που κινηθήκαμε υποδειγματικά σεβόμενοι τις «ολυμπιακές λωρίδες», πάλι κολλήσαμε στους δρόμους με τα γιωταχί μας.
Αν κάτι κεφαλαιοποιήσαμε, δηλαδή, από αυτό το καλοκαίρι, είναι μετά το «Δόξα» η γκρίνια, άντε το μαράζι, πως δεν μεταμορφωθήκαμε μέσα σε μία μέρα, πως δεν ξυπνήσαμε θεοί ένα πρωί, έτσι καθώς το ονειρευόμαστε, έτσι καθώς το θέλουμε γραφτό μας, ριζικό και DNA μας. Η αυτομαστίγωση που ανταμώνει, απ’ την άλλη, τον μύθο των δύο Ελλάδων. Και όμως, μία είμαστε, και είμαστε πάντα οι ίδιοι, και στο καλό και στο κακό, και δεν θ’ αλλάζαμε μέσα σε μία μέρα. Όμως, σαφώς και προχωρούμε, λίγο λίγο μα προχωρούμε, ούτε χαζοχαρούμενα μα ούτε και αυτομαστιγωνόμενοι. Κανονικοί, βρε αδερφέ.
Στο παιχνίδι μας με το χρόνο, να δούμε τι μας πήρε και τι μας άφησε το 2004, τι να πάρουμε και τι ν’ αφήσουμε εμείς. Ανακεφαλαιώνω τον πρόχειρο προσωπικό απολογισμό, που ξεκίνησε ανάποδα με τα ανάποδα του χρόνου που πέρασε, με το θάνατο ενός κορυφαίου γλωσσολόγου, του Α.-Φ. Χριστίδη, και προσγειώθηκε ανώμαλα στον Χριστόδουλο. Ο οποίος μας δείχνει όλο και πιο πολύ το πρόσωπό του, όσο στερεύουν τα επικοινωνιακά χαμόγελα και τα ανέκδοτα και τα «σας πάω».
διαβάστε τη συνέχεια...
Από τα τελευταία της χρονιάς που πέρασε, ήταν, όπως έγραφα, το άρθρο της πίστεως για την ομοφυλοφιλία, για τη «βοώσα και κράζουσα» αμαρτία, το «κουσούρι».
Αλλά τη φορά αυτή είχε δίκιο. Δεν θα μπορούσε να ’ναι άλλη η θέση της Εκκλησίας –και ας τα βλέπουνε αυτά όσοι πιστεύουν ότι μπορεί η θρησκεία και η πατροναρισμένη απ’ τα Μακ Ντόναλντς σαρακοστιανή νηστεία να είναι απλώς κάτι το ανέξοδο και trendy, κοινώς μοδάτο, όσοι πιστεύουν ότι θρησκεία είναι οι μοντερνιές των παπαροκάδων, κι ότι θα τους δεχτούν, αλήθεια τάχα, «και με το σκουλαρίκι τους», Μακαριότατος και Εκκλησία.
Αποτελεσματικότερος στάθηκε, την ίδια ακριβώς εποχή, για την εκδήλωση κάποιας ομοφοβίας, ο μεγάλος ίσως προπονητής μα πάντως αυτάρεσκα προβαλλόμενο πρότυπο τσαμπουκά, ζοχάδας και ξινίλας Γιάννης Ιωαννίδης, βουλευτής τώρα της Νέας Δημοκρατίας, όταν δήλωσε πως γέμισε η τηλεόρασή μας γκέι. Βρήκαν το μήνα που τρέφει τους έντεκα τα κανάλια· πάνελ και κόντρα πάνελ ασχολούνταν νυχθημερόν με το θέμα. Και ψαχνόταν η τηλεόραση: γέμισε αλήθεια γκέι;
Προσωπικά, δεν έτυχε να τους δω, τόσο πολλούς μάλιστα. Είδα, αντίθετα, και βλέπω όλο και πιο συχνά, σε κάτι σίριαλ της συμφοράς, καρικατούρες γκέι, ό,τι δηλαδή παράγει και έπειτα προβάλλει η κοινωνία, με στόχο πολλαπλό: να γελοιοποιήσει ό,τι τη φοβίζει και να το ξορκίσει. Να ξορκίσει το φόβο της απέναντι στο θέμα, αφού πρώτα πείσει τον εαυτό της πως γκέι είναι μόνο οι κραγμένοι, που μας επιτρέπουν οι ίδιοι –ίσως και το επιζητούν– να τους κράζουμε, ή αναλόγως να τους βρίζουμε –και να τους καταγγέλλουμε απ’ τη Βουλή, καληώρα. Και έτσι εκτονώνεται η υγιής κοινωνία, έτσι δακτυλοδεικτεί τον λειψό και μιαρό, έτσι και τον απομονώνει και τον περιθωριοποιεί. Αλλιώς, υπάρχουν απλώς οι «εξαιρέσεις», που με το έργο τους εξαγόρασαν την ανοχή της κοινωνίας, η οποία μπορεί έτσι να λέει: «νά ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης και ο Κουν, που ήταν βεβαίως μεγάλοι καλλιτέχνες», όπως και πρόθυμα δηλώνει ο καθένας ότι, αλίμονο, έχει ο ίδιος φίλους γκέι, που «είναι πολύ εργατικοί και έχουν χιούμορ», και γενικά κανέναν δεν τον νοιάζει «να είναι ο άλλος στο κρεβάτι του ό,τι θέλει, αρκεί να μην ενοχλεί»!
Και πότε ενοχλεί; Είπαμε, όταν γεμίζει την τηλεόραση, και ανησυχεί τον κ. Ιωαννίδη. Και τον κ. Πάγκαλο, που είδε τα δίδυμά του «να τραγουδούν I love you, I love TV» και είπε «μην κουνιέσαι, αγόρι μου». Και τον παπα-μαϊντανό, που μιλάει για τους «ντιγκιντάγκες» και τον γλυκό θάνατο που τους πρέπει. Και τον άλλο τον λερό τής trash TV, που είδε ακόμα πιο μπροστά: «Μην πάθουμε» είπε «με τους ομοφυλόφιλους ό,τι έπαθαν στην Αμερική με τους μαύρους, που δεν μπορεί να σηκώσει χέρι η Αστυνομία επάνω τους, γιατί θα θεωρηθούν ρατσιστές».
Τι μας νοιάζει πίσω από όλα αυτά, πιο πολύ εντέλει και από την ομοφοβία ή το ρατσισμό;
Προ καιρού είχα διαβάσει εδώ, στη στήλη του Λευτέρη Παπαδόπουλου, μια στήλη που σφυγμομετρεί ακριβώς την κοινωνία, για τη συνέντευξη γνωστής ηθοποιού. Διαμαρτυρόταν η ηθοποιός ότι το θέατρο «στερείται από ανδρικές φυσιογνωμίες» και δεν βρίσκεις σήμερα «“αρσενικό” άντρα» σαν τον Φούντα παλιά, για αντίστοιχο ρόλο. Διάβαζα κι έλεγα: αν είναι δυνατόν, από αρσενικούς έως πολλά βαρείς και macho, δόξα τω Θεώ· και λόγου χάρη ο Γιώργος ο Νινιός, αρχέτυπο, μπορεί να πει κανείς, αντρικής ομορφιάς, στο στιλ ακριβώς του Φούντα, και σαφώς βελτιωμένο, ή ο νεότερος Αλέξης Γεωργούλης, τι τους πέφτουν; «γυναικείοι άντρες»;
Πιο πολύ εντέλει κι από την ομοφοβία ή, αν είναι δυνατόν, το ρατσισμό, μας νοιάζει και μας κόφτει το κατεξοχήν εθνικό χαρακτηριστικό, η μουρμούρα, η γκρίνια. Που βάζει τα χέρια της και βγάζει τα μάτια της, για να μη βλέπει, ή για να βλέπει ό,τι θέλει. Η γκρίνια, η κουλτούρα της κλάψας, όπως έγραφα πιο παλιά, που εθελοτυφλεί, μαζί με τη νενομισμένη νοσταλγία, και εξωραΐζει αδιακρίτως το παρελθόν απέναντι σε οτιδήποτε παρόν.
Ας επιστρέψω όμως στη χρονιά που πέρασε, να δούμε δύο μείζονα περιστατικά κάτω από αυτό ακριβώς το πρίσμα, ή εκεί όπου συναντήθηκαν και συναντιούνται με το εθνικό μας χαρακτηριστικό, και έκτοτε φωτίζονται με αυτό ειδικά το φως.
Δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία ότι τα δύο γεγονότα που σημάδεψαν ειδικότερα την κοινωνική ζωή του τόπου το 2004 είναι η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού από την Εθνική και οι Ολυμπιακοί της Αθήνας. Είτε είναι κανείς ποδοσφαιρόφιλος είτε όχι, το Euro 2004 και η κατάκτηση του κυπέλλου αποτέλεσε σημαντικό σταθμό, για τους πολλούς που κατέβηκαν στους δρόμους όσο και για τους λίγους που ενοχλήθηκαν και στηλίτευσαν. Άλλο τόσο σημαντικό σταθμό αποτέλεσε και η Ολυμπιάδα του Αυγούστου, πάλι για όσους βρέθηκαν κοντά όσο και γι’ αυτούς που βρέθηκαν εμπρόθετα μακριά.
Ήμουν από εκείνους που πίστευαν ότι δεν έπρεπε να αναλάβει η χώρα μας τους Ολυμπιακούς, και εξακολουθώ να το πιστεύω, ακόμα και έπειτα από την επιτυχημένη διοργάνωση της μεγάλης γιορτής, την οποία μάλιστα παρακολούθησα, όσο μπορούσα. Γιατί πίστευα επίσης πως, όσο κι αν ήταν λάθος η ανάληψη, έπρεπε, απ’ τη στιγμή που ήταν γεγονός, να πετύχει η διοργάνωση, αλλιώς το κόστος θα ήταν ακόμα πιο δυσβάστακτο, για όλους μας, εννοείται. Την οφείλω αυτή την εξήγηση, και μέσα από αυτή την οπτική δηλώνω και τον ενθουσιασμό μου για όσα θαυμαστά έγιναν.
Εδώ θέλω να σταθώ, όχι στα ήδη σχολιασμένα, π.χ. την αφ’ υψηλού κριτική για τις ποδοσφαιρόπληκτες «μάζες» που κατέβηκαν στους δρόμους για το Ευρωπαϊκό, για τον γενικό σημαιοστολισμό ή την –ευκταία, για μένα– μετατροπή του «εθνικού συμβόλου», της σημαίας, σε σύμβολο χαράς και σε λογότυπο, μπλουζάκι ή και τατουάζ. Ούτε στην εξονυχιστικά σημειολογική ανάλυση της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών, με όρους Έκο και Μπαϋρόυτ, το λιγότερο, από δημοσιογράφους μάλιστα που λίγο πριν αγαλλιούσαν με τη φαραωνικού μεγαλείου «Μυθωδία» του Βαγγέλη Παπαθανασίου στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.
Εδώ με ενδιαφέρει ο απόηχος, πάντοτε σαν μουρμούρα, για το θαύμα, λέει, που δεν κράτησε, για την αλλαγή την κοσμογονική που δεν ήρθε, για την κοινωνία που δεν άλλαξε μέσα σ’ ένα καλοκαίρι –και δες, πάλι η βία στα γήπεδα, πάλι οι χούλιγκαν και οι διαπλεκόμενοι αθλητικοί παράγοντες, η Ελλάδα που δεν έγινε Ευρώπη, οι Νεοέλληνες και οι Κωλοέλληνες: εκεί που «ενωμένοι», λέει, μεγαλουργήσαμε, εκεί και ζητωκραυγάσαμε τη «μαγκιά» της Θάνου και του Κεντέρη, και εκεί που κινηθήκαμε υποδειγματικά σεβόμενοι τις «ολυμπιακές λωρίδες», πάλι κολλήσαμε στους δρόμους με τα γιωταχί μας.
Αν κάτι κεφαλαιοποιήσαμε, δηλαδή, από αυτό το καλοκαίρι, είναι μετά το «Δόξα» η γκρίνια, άντε το μαράζι, πως δεν μεταμορφωθήκαμε μέσα σε μία μέρα, πως δεν ξυπνήσαμε θεοί ένα πρωί, έτσι καθώς το ονειρευόμαστε, έτσι καθώς το θέλουμε γραφτό μας, ριζικό και DNA μας. Η αυτομαστίγωση που ανταμώνει, απ’ την άλλη, τον μύθο των δύο Ελλάδων. Και όμως, μία είμαστε, και είμαστε πάντα οι ίδιοι, και στο καλό και στο κακό, και δεν θ’ αλλάζαμε μέσα σε μία μέρα. Όμως, σαφώς και προχωρούμε, λίγο λίγο μα προχωρούμε, ούτε χαζοχαρούμενα μα ούτε και αυτομαστιγωνόμενοι. Κανονικοί, βρε αδερφέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου