6/7/07

Το ιδεολογικό μας λίφτινγκ [β΄]

Τα Νέα, 19 Φεβρουαρίου 2005

Η Καλομοίρα έξω απ’ το σαλόνι, αποσυνάγωγη, συνώνυμο της τηλεοπτικής φτήνιας, όταν, από την άλλη, δεξιωνόμαστε με μια πελώρια αγκαλιά στο σπιτικό μας ή ταχταρίζουμε στα γόνατά μας ό,τι μόλις χτες αρνιόμασταν, που λέει ο λόγος, ακόμα και να φτύσουμε.

Δεξιωνόμαστε, είπα; Να ’ταν μονάχα τόσο! Τα χέρια τούς φιλάμε, και δώσ’ του ρεβεράντζες, χαλί να μας πατήσουν. Πάντα κρατώντας τον αέρα της υπεροχής, κλείνοντας άλλοτε το μάτι στους δικούς, διανοούμενοι εμείς, αριστεροί καλλιεργημένοι, στήνουμε τάχα γέφυρες με τον «λαό», τους καλλιτέχνες, εννοείται, του «λαού», γινόμαστε δηλαδή «λαός» κι εμείς, ξοφλώντας μάνι μάνι τα χρέη στα οποία μας έριξε η ρετσινιά του κουλτουριάρη.

διαβάστε τη συνέχεια...

Στο ίδιο σαλόνι όπου έχουμε από καιρό δεχτεί (ή μήπως πήγαμε εμείς στο δικό τους;) όσους εκούσια αντιπροσώπευαν παλιά, ή και ακόμα αντιπροσωπεύουν, ό,τι υποτίθεται πως πάντα πολεμάμε, βασιλικούς, χουνταίους, και λοιπούς. Τώρα, υπεράνω ωστόσο, και με κριτήρια αμιγώς κοινωνικά, δηλαδή εντέλει ταξικά, οι αταξικοί κάποτε εμείς, δέσαμε στα σβέλτα μια γραβάτα και καμαρώνουμε στις στήλες της κοσμικής ζωής, που βρήκαν πλέον θέση σ’ όλες τις εφημερίδες μας, όλοι αντάμα, όλοι με όλους, «εμείς του ’60 οι εκδρομείς», ομοϊδεάτες ξαφνικά –ή «μην το ψάχνεις».

Ας περιοριστώ όμως στα καλλιτεχνικά, όπως τα ξεκίνησα στην περασμένη επιφυλλίδα, με τίτλο ακριβώς «Η Καλομοίρα έξω απ’ το σαλόνι», ενώ, δείγματος χάριν, βάλαμε μέσα τον Βοσκόπουλο. Ίσως χρειάζεται να το ξαναπώ: δεν είμαι της λογικής πως, επειδή καταπίνουμε τον κάθε Βοσκόπουλο, δεν θα ’πρεπε τάχα να διυλίζουμε την κάθε Καλομοίρα. Ενδεικτική είναι άλλωστε η χρήση και των δύο ονομάτων. Μα πόσο εύγλωττη η περίπτωσή τους, ιδίως της Καλομοίρας! Εύγλωττη για τους μηχανισμούς αποδοχής και απόρριψης, όπως έγραφα, παράλληλα με τον εξωραϊστικό και φαλκιδευτικό μηχανισμό της νοσταλγίας. Όχι τόσο επειδή με τη νοσταλγία μιζερεύουμε εντέλει τη ζωή μας, όσο επειδή απλούστατα πλαστογραφούμε την ίδια μας την ιστορία.

Είναι πράγματι εντυπωσιακό πώς επεμβαίνουμε στην ίδια μας τη μνήμη, ψευδόμενοι ουσιαστικά, όχι στους άλλους αλλά στον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι εντυπωσιακό πώς πλαστογραφούμε (ξαναγράφω σκόπιμα τη λέξη, και σκόπιμα στον πληθυντικό) τη μικρή ή μεγάλη μας ιστορία, συχνά από μιαν απλή ανάγκη να σταματήσουμε τάχα το χρόνο, να ξαναζήσουμε νοερά τις πιο φρέσκες μέρες μας, άλλες όμως φορές από ολόκληρη στρατηγική, όπως υπαινίσσονται τα παραπάνω.

Λαμπρή λοιπόν αφορμή για το θέμα μου, η Καλομοίρα. Που αυτό που τη χαρακτηρίζει, αθωότητα, αφέλεια και νάζι, αυτό που την ανέδειξε είδωλο της πιτσιρικαρίας, αυτό και θεωρείται από την κριτική βαρύτατο «αμάρτημά» της. «Κακέκτυπο της βουγιουκλάκειας αθωότητας» την έγραψαν και την ξανάγραψαν, κατακεραυνώνοντας μάλιστα την «ιερόσυλη» πράξη της να φωτογραφηθεί σε κλασικές πόζες Αλίκης.

Νά το το θέμα μου. Έγραφα στο προηγούμενο για τα παλιά ελαφρά τραγούδια, αυτά με τα «γκερλαίν και τα σαξόφωνα που κλαιν», που περίπου τα χλευάζαμε, και τώρα πίσω πίσω, επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύουν τις «πιο φρέσκες μέρες» μας, όχι απλώς τα νοσταλγούμε, πράγμα απολύτως κατανοητό, αλλά και τα εξωραΐζουμε, τα ανακηρύσσουμε υψηλή τέχνη. Έτσι ακριβώς αντιμετωπίζαμε λόγου χάρη και τη Βουγιουκλάκη –για την ακρίβεια, δεν την «αντιμετωπίζαμε» καν: αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν υπήρχε πουθενά η Βουγιουκλάκη για μας. Έτσι κι αλλιώς, στην όποια επαφή μας με τον ελληνικό κινηματογράφο, ψηφίζαμε δαγκωτό Καρέζη, έτσι όπως πάντοτε διχαστικά εμφανίζονταν τα πράγματα, κάτι σαν το αρχετυπικό Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός.

Όταν η Καρέζη μάς ανατρίχιαζε με το «Παράπονο» του Ξαρχάκου, στα Κόκκινα φανάρια, μία από τις ελάχιστες ταινίες που λάμπρυναν τον παλιό και ψευδεπίγραφα «καλό ελληνικό κινηματογράφο», η Βουγιουκλάκη πρόσθετε τη μία πάνω στην άλλη τις κινηματογραφικές σαπουνόφουσκες. Τα ίδια, με ελάχιστες εξαιρέσεις, και στο θέατρο. Ποτέ δεν έδωσε μια Βιρτζίνια Γουλφ, π.χ., όπως η Καρέζη. Οπωσδήποτε υπήρξε χαρισματική, όλο λάμψη, και σίγουρα υπήρξε πρότυπο εργατικότητας και επαγγελματισμού στο θέατρο, όπου αφοσιώθηκε από ένα σημείο και έπειτα· και προφανώς θα είχε επάνω της, σαν άνθρωπος, του κόσμου τα καλά, ώστε να την τιμούν με τη φιλία τους άνθρωποι με σαφώς διαφορετικό καλλιτεχνικό ή ιδεολογικό προσανατολισμό. Φτάνουν όμως αυτά για να αποπληρώσουν μονομιάς το μέγα φέσι που φόρεσε στη νεοελληνική κουλτούρα και να θρηνηθεί, στον τραγικό οπωσδήποτε θάνατό της, σαν δεκαπέντε Παξινού; Και να μείνει τώρα να χρησιμοποιείται σαν μέτρο, αυτό ακριβώς που το γελούσαμε, και μ’ αυτό να μετριέται και να βρίσκεται λειψό ένα παιδί, π.χ., 19 χρονών;

Γύρισα, για να τελειώσω, στην Καλομοίρα και τα περί «κακέκτυπου». Γιατί, πριν από όλα τα άλλα, η Καλομοίρα έχει αν μη τι άλλο την αθωότητα της ηλικίας της, την αναπόφευκτη απειρία, την οσοδήποτε χονδροειδή άγνοια προσώπων και πραγμάτων, κλασικό αμερικανάκι, ελληνοαμερικανάκι, θείας πολλές φορές αφέλειας. Όλα αυτά όμως η Βουγιουκλάκη απλώς τα προσποιούνταν, κοινώς τα «έπαιζε». «Εθνική αποκοιμίστρια» την είχε χαρακτηρίσει ο επιστήθιος φίλος της Λάκης Λαζόπουλος, όπως το επανέλαβε και το υποστήριξε ο ίδιος σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξή του. «Το έλεγα και στην ίδια» τόνισε, «εσύ αποκοιμίζεις τον κόσμο» (παραθέτω από μνήμης). Κοινώς, μας πούλαγε και μας αγόραζε η κάθε άλλο παρά αφελής, η τετραπέρατη και χαρισματική Βουγιουκλάκη.

Τα παραδείγματα μπορεί να πολλαπλασιαστούν, και ήδη μνημόνευσα τον «παλιό, καλό ελληνικό κινηματογράφο», άλλο παμμέγιστο ψέμα, που ευχαρίστως το αναπαράγουμε, άλλοτε πάλι από νοσταλγία, άλλοτε επειδή θέλουμε να χτυπήσουμε –«λαός» ξανά εμείς– τον «κουλτουριάρικο» κινηματογράφο, από Αγγελόπουλο και δώθε. Προσωπικά δεν με εκφράζει ο Αγγελόπουλος, τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργίας του. Ωστόσο, κι αν εξαιρέσει κανείς τον Δράκο π.χ. του Κούνδουρου, τη Στέλλα του Κακογιάννη, την Ευδοκία του Δαμιανού, καμιά δεκαριά ταινίες ακόμα, πάντοτε εξαιρέσεις, αυτό που αποκαλούμε «παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος», αν στύψουμε όλες μαζί τις ταινίες του, δεν δίνει την Αναπαράσταση ή έστω τον Θίασο του Αγγελόπουλου.

Εξάντλησα το χώρο μου, και μόνο με άκρα συντομία θα πιάσω το πιο χαρακτηριστικό ως προς το σαλόνι παράδειγμά μου: Μαρινέλλα-Μοσχολιού, πάλι σαν ενδεικτικό διπολικό σχήμα, για να συνεννοηθούμε καλύτερα. Η Μαρινέλλα, λοιπόν, μεγάλη αναμφισβήτητα φωνή, με ελάχιστες δυστυχώς εξαιρέσεις σημαντικών τραγουδιών, ταυτίστηκε κατά καιρούς με το ευτελέστερο μέρος του λαϊκού τραγουδιού (σήμα ολόκληρης εποχής είχε γίνει π.χ. η «Κυρα-Γιώργαινα»). Από ένα σημείο μάλιστα και έπειτα, με κάποια απόσταση πλέον και από το όποιο, ώς τότε, πάντως λαϊκό ρεπερτόριό της, μια κινησεολογική φλυαρία και προπαντός μια ανάλογη ερμηνευτική επιδειξιομανία επιχειρούν να υπερκαλύψουν την απουσία ουσιαστικά ρεπερτορίου. Η Μαρινέλλα, σοουγούμαν πια, πλημμύρισε με τον κυματισμό των χεριών της και τα αραχνοΰφαντα μανίκια της το σαλόνι μας. Έξω, όμως, από το σαλόνι παραμένει η άλλη μεγάλη λαϊκή φωνή, η Μοσχολιού, με ρεπερτόριο σταθερά, σ’ όλη της τη διαδρομή, μοναδικό, από λαϊκό έως «έντεχνο». Όμως η Μοσχολιού είναι χύμα λαϊκός τύπος (σπάνια έχω ακούσει αυθεντικότερο λόγο σε συνεντεύξεις, πάντα στέκομαι και την ακούω), δηλωμένη δεξιά, είναι και θρησκόληπτη, παλαιοημερολογίτισσα, ώς και στους δρόμους κατέβηκε για το 666 –πού να τη βάλεις στο σαλόνι σου ή στο Μέγαρο αυτήν!

Όμως, βοήθεια χριστιανοί, παλαιοημερολογίτες και μη.

Και δεν μπορούν δηλαδή να αρέσουν και οι δυο, και Βουγιουκλάκη και Καρέζη, και Μοσχολιού και Μαρινέλλα; Αλίμονο. Δεν συζητούμε όμως για γούστα καλλιτεχνικά, όσο κοινωνικά, και για αντίστοιχη κοινωνική συμπεριφορά.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: