Μεταφραστής ή συγγραφέας; (β΄)
Γερό αφτί απαιτείται για τη μετάφραση, και τότε το κείμενο θα σε πάρει από το χέρι και θα σε πάει εκεί που θέλει, εκεί που πήγαινε από μόνο του
Αναρτήθηκε από Γιάννης Χάρης στις 1:14 μ.μ.
Ετικέτες μεταφραστικά, τα αδέσποτα
Ακούσατε, ακούσατε, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Πολωνοί, αγάδες, πασάδες, δερβισάδες, Ρώσοι, Μπόερς κι Οθωμανοί...
Πέμπτη και 13, με την πιο δυσοίωνη, όπως είπαν, πανσέληνο
κυκλοφορήθηκε (όχι παίζουμε!) ο β΄ τόμος των γλωσσικών
[ενώ κατ' αυτάς κυκλοφορήθηκε ο α΄ τόμος σε 3η έκδοση]
κατόπιν ωρίμου σκέψεως και σοφού σχεδιασμού, για να μην κάνει κι ο β΄ τόμος 5 χρόνια να φτάσει σε 3η έκδοση, αποφασίστηκε να αγοράζει κάθε ευρετηριασμένος αριθμό αντιτύπων όσα και οι παραπομπές στην αφεντία του. Έτσι, η α΄ έκδοση θα εξαντληθεί πάραυτα με τα αντίτυπα που θα αγοράσει ο κ. Μπαμπινιώτης. Σπεύσατε οι υπόλοιποι να καλυφθεί το πλάνο.
Ισχύουν ειδικές τιμές για λαθρομετανάστες, φαντάρους και αεροπόρους, ειδικότερες για νάπτες και σώματα ασφαλείας
Μοναδικές προσφορές και δωροεκπλήξεις κάθε Τρίτη και 13, Παρασκευή και 13, και κάθε 29 Μαΐου 1453
Στα 2 αντίτυπα, δώρο σταμπωτό μπλουζάκι "Obama, we don't chew" (διατίθεται σε πολλά χρώματα, υπάρχει και στα ελληνικά: "Ομπάμα, δε μασάμε!")
Στα 3, δώρο τα άπαντα του Δημοσθένη Λιακόπουλου με χειρόγραφη αφιέρωση
Στα 4, τα άπαντα της κ. Τζιροπούλου-Ευσταθίου με φωτογραφία της
Στα 5, οι εκδόσεις της Ελληνικής Αγωγής με φωτογραφία του εκδότου
Στα 6, οι εκδόσεις της Ελληνικής Αγωγής και πολυτελής κασετίνα με τα σιντί της κας Αδώνιδος Γεωργιάδου (φωτογραφίες, υπογεγραμμένες, και των δύο, χώρια και μαζί, όπως στην εκπομπή του Χαρδαβέλα)
Στα 7, ο Άδωνις Γεωργιάδης αυτοπροσώπως, με σιντάκι με τη φωνή του, με όλες τις παρεμβάσεις του στη Βουλή των Ελλήνων
Στα 8, ο Άδωνις Γεωργιάδης ως ανωτέρω, συν δεύτερο σιντάκι, όπου τραγουδάει α καπέλα τον "Άι-Νικόλα" (βλ. Ελληνοφρένεια), συν ο αδερφός του Λεωνίδας
Στα 9, η αυτόγραφη ευχετήρια κάρτα Μπαμπινιώτη!
Στα 10, αυτόγραφη ευχετήρια κάρτα Μπαμπινιώτη, με ευχές για το 2009!
Από 10 και πάνω, τα δώρα όλα εις διπλούν, ήτοι: 2 μπλουζάκια Ομπάμα να έχετε να συναλλάζετε, 2 σειρές απάντων, να δώκετε και σε φίλο σας, κ.ο.κ.
ΚΑΙ ΜΗΝ ΑΓΟΡΑΖΕΤΕ ΑΠΟ ΠΑΚΙΣΤΑΝΟΥΣ. ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΚΑΚΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΟΣ, ΜΕΪΝΤ ΙΝ ΤΣΑΪΝΑ, ΣΚΑΝΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΑΣ ΜΟΛΙΣ ΤΑ ΞΕΦΥΛΛΙΣΕΤΕ, ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΚΙ ΑΠΟ ΑΤΜΟΣΙΔΕΡΑ! ΑΝ ΔΕ ΑΝΟΙΞΕΤΕ ΣΕ ΛΗΜΜΑΤΑ ΟΠΩΣ ΣΤΑΘΗΣ, ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΚΑΙ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ ΒΡΟΜΑΝΕ ΚΑΙ ΣΑΣ ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΦΑΓΟΥΡΟΣΚΟΝΗ.
ΠΡΟΣΟΧΗ, Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΉ
Αναρτήθηκε από Γιάννης Χάρης στις 1:35 π.μ.
Ετικέτες μικρά καθημερινά
εδώ και λίγους μήνες ο Δήμος Πανοράματος Θεσσαλονίκης έδωσε σ' έναν απόμερο δρόμο του το όνομα του Τάσου Χριστίδη
για δεύτερη φορά μέσα στους λίγους αυτούς μήνες η ταμπέλα με το όνομα του Τάσου Χριστίδη βρέθηκε καλυμμένη ολόκληρη με μαύρη μπογιά --και έτσι παραμένει πολύν καιρό τώρα
[να μπορούσε άραγε να βοηθήσει ο πατέρας του έθνους, ο βουλευτής του ΛΑΟΣ Κυριάκος Βελόπουλος, που έχει και γλωσσικές απόψεις και τυχαίνει να μένει στον ίδιο αυτό δρόμο!]
Αναρτήθηκε από Γιάννης Χάρης στις 8:55 μ.μ.
Ετικέτες μικρά καθημερινά
Τα Νέα, 1 Νοεμβρίου 2008
Σίγουρα ο μεταφραστής βάζει τη σφραγίδα του σε μια μετάφραση. Αλλά θα ’ναι σφραγίδα; ή μπούρκα που θα κρύβει εντέλει τον ξένο συγγραφέα; ή μήπως φουστανέλα που θα τον γελοιοποιεί;
Ακόμα και με τις ομολογημένες αυθαιρεσίες της, η μετάφραση του σαιξπηρικού Μάκβεθ είναι εν πάση περιπτώσει Χειμωνάς: κέρδος έτσι κι αλλιώς (φωτογραφία από τον Μάκβεθ του Λιθουανού σκηνοθέτη Εϊμούντας Νεκρόσιους, Ηρώδειο 2002)
το πλήρες κείμενο:
«Μεταφραστής ή συγγραφέας;» Μοιάζει άνευ αντικειμένου η ερώτηση αυτή, που δηλαδή τι ρωτάει: αν είναι άλλο ο συγγραφέας κι άλλο ο μεταφραστής; Ή μήπως θέλει να υποβάλει πως ο ένας, εννοείται ο μεταφραστής, δεν «πρέπει» να υποκαταστήσει τον άλλον, τον συγγραφέα; Προφανή, μάλλον αυτονόητα, και τότε κοινότοπα πράγματα. Ή μήπως όχι;
Με τέτοιες σκέψεις ανταποκρίθηκα στην τιμητική πρόσκληση της κ. Οντέτ Βαρών-Βασάρ, διευθύντριας του περιοδικού Μετάφραση, που διοργάνωσε μαζί με το Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου μια ημερίδα μετάφρασης, την πρώτη για το Κέντρο, το οποίο και μας φιλοξένησε παραπάνω από γενναιόδωρα. Έτσι, βρεθήκαμε στη Ρόδο στις 11/10, σε μια βραδιά που άνοιξε με την ανάγνωση του Γ της Ιλιάδας σε ανέκδοτη μετάφραση από τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, ο οποίος, μετά την Οδύσσεια, ζευγαρώνει τον μεταφραστικό του άθλο με την Ιλιάδα. Ακολούθησαν εισηγήσεις, του Δ. Ν. Μαρωνίτη, της Οντέτ Βαρών-Βασάρ, του Μίλτου Φραγκόπουλου, της Γεωργίας Ζακοπούλου και του υπογραφομένου.
Θέμα μου, η καταστατική υποχρέωση, η προγραμματική συνθήκη του μεταφραστή να υποχωρεί, να εξαφανίζεται πίσω από το ξένο κείμενο. Και τώρα ο απολύτως στοιχειώδης τίτλος μου: «Μεταφραστής ή συγγραφέας;» υπαινίσσεται ότι αυτό το αυτονόητο δεν είναι και τόσο αυτονόητο. Άρα επιμένει ότι, στην πράξη της μετάφρασης, ή μεταφραστής θα ’ναι κανείς ή συγγραφέας. Πως δεν καβαλάει δηλαδή ο μεταφραστής το ξένο κείμενο· το κουβαλάει!
Πρέπει έτσι να οριστεί, έμμεσα έστω, η μεταφραστική ηθική, αυτή που πρέπει να καθορίζει τη στάση μας απέναντι στο ξένο κείμενο, την απόσταση που πρέπει να κρατήσουμε από αυτό την ίδια στιγμή που καλούμαστε να το προσεταιριστούμε.
Είναι δηλαδή ο εκ των ων ουκ άνευ όρος για τη μετάφραση, που ωστόσο πολύ συχνά παραμερίζεται, καταστρατηγείται. Γιατί πολύ συχνά υπάρχει σύγχυση ρόλων, ή φιλοδοξιών, καθώς στο χώρο της γραφής κινούνται και οι δύο, συγγραφέας και μεταφραστής, χώρια ότι συχνά ένας συγγραφέας είναι και μεταφραστής. Έχουμε έτσι, στην πράξη, δύο συγγενείς τομείς, μετάφραση και συγγραφή, αλλά με συστατικές οπωσδήποτε διαφορές.
Το κρίσιμο τώρα σημείο είναι να συνειδητοποιήσει ο μεταφραστής τον διακριτό αλλά -–με άλλον έστω τρόπο–- σημαντικό, σημαντικότατο ρόλο του, να μη νιώθει, ας πούμε, φτωχός συγγενής σε μια γωνιά στη σάλα των γραμμάτων, διαφορετικά δεν θα αποφύγει ίσως να λειτουργήσει σαν συγγραφέας manqué, ένας συγγραφέας-που-δεν-μπόρεσε-να-γίνει-συγγραφέας. Με τον προφανή πλέον κίνδυνο να ανταγωνίζεται -–όχι συναγωνίζεται: ανταγωνίζεται–- τον ξένο συγγραφέα…
Γιατί, τι στο καλό. Αποτελεί πλέον κοινή πεποίθηση πως ο μεταφραστής είναι δημιουργός. Όμως, την ώρα της μετάφρασης, στην πράξη της μετάφρασης, δεν είναι συγγραφέας, δεν είναι αυτός ο συγγραφέας. Δημιουργός, αλλά όχι, έστω όχι ακριβώς συγγραφέας. Τώρα είναι ο εισηγητής του ξένου συγγραφέα, ο ξενιστής, ο οικοδεσπότης του, ο ατζέντης του στην ξένη χώρα, ο φίλος και μαζί κηδεμόνας-προστάτης του. Ακόμα περισσότερο: ο μεταφραστής είναι το πρόσωπο του ξένου συγγραφέα στη χώρα υποδοχής, ο εκπρόσωπός του, ο αντ’ αυτού, θα έλεγα. Και το κυριότερο: έχει εξουσία τεράστια πάνω στον ξένο συγγραφέα, αφού μπορεί εξίσου καλά να τον αναδείξει αλλά και να τον καταστρέψει, εξουσία που όρια έχει μόνο την ηθική λοιπόν του μεταφραστή, άντε τη μεταφραστική ηθική.
Μπορεί έτσι να οριστεί το πρόβλημα, αν όντως υπάρχει. Κι αυτό δεν είναι τόσο η υποκατάσταση του ξένου συγγραφέα (κάτι όχι πολύ μακριά από τον καθαυτό ρόλο του μεταφραστή, όπως τον περιέγραψα ο ίδιος στο κάτω κάτω) όσο η απαλλοτρίωση του ξένου συγγραφέα, δηλαδή του έργου του. Αναφέρομαι στην περίπτωση που ο μεταφραστής καβαλάει το ξένο κείμενο, του επιβάλλει τη δική του περπατησιά, το ύφος εν προκειμένω.
Αλλά τότε τι κάνει ο μεταφραστής, αν δεν «βάλει τον εαυτό του», όπως λέμε, αν δεν εμφυσήσει στο ξένο έργο τη δική του πνοή; Αφού η μετάφραση σίγουρα δεν γίνεται με μάσκα στο πρόσωπο, με γάντια και με αποστειρωμένα χειρουργικά εργαλεία. Ή αλλιώς, πώς να μη βάλει ο μεταφραστής τη δική του σφραγίδα;
Αλλά τι λογής θα ’ναι αυτή η σφραγίδα; Και πάλι: θα ’ναι σφραγίδα; ή μπούρκα που θα κρύβει εντέλει τον ξένο συγγραφέα; ή μήπως φουστανέλα που θα τον γελοιοποιεί;
Δεν έχουν εύκολη και μονολεκτική ή μονοσήμαντη απάντηση τα ερωτήματα αυτά. Που ανακυκλώνονται, ευλόγως πεισματικά, ξεροκέφαλα: Πώς θα ’ναι δηλαδή καλή μια μετάφραση, χωρίς την προσωπικότητα του μεταφραστή, χωρίς να μοιάζει ότι βγήκε από αυτόματο μεταφραστή;
Ποια είναι τέλος πάντων η καλή μετάφραση; Θα έλεγα καταρχήν πως είναι η μετάφραση που δεν φαίνεται, που δεν χτυπάει στο μάτι. Μοιάζει απολύτως φυσική, αυτονόητη. Εδώ αναφέρομαι σε κάτι που μου έμαθε ο Εμμανουήλ Κάσδαγλης για το βιβλίο, για την επιμέλεια του βιβλίου, μάστορας αυτός του είδους, κάτι που μ’ αρέσει να το μεταφέρω στη μετάφραση: καλό είναι το βιβλίο, έλεγε, που δεν δείχνει τον κόπο που υπάρχει από πίσω, που μοιάζει σαν κάτι απολύτως φυσικό και απλό, που θα μπορούσε, που μοιάζει πως θα μπορούσε να το κάνει ο καθένας, ή πως δεν μπορεί παρά έτσι και μόνο να είχε γίνει.
Καλή λοιπόν είναι η μετάφραση που δεν κομπάζει, που δεν διαλαλεί τον μόχθο της. Αυτά ως προς το αποτέλεσμα. Ως προς τη διαδικασία, καλή θα είναι η μετάφραση που ακούει το ξένο κείμενο, που το παρακολουθεί. Και αυτό αρκεί για να μεγαλουργήσει ο μεταφραστής. Γιατί, άμα ακούς το ξένο κείμενο, αυτό θα σε οδηγήσει από μόνο του.
Πιο συγκεκριμένα τώρα. Ξεκινάς να μεταφράσεις. Γνωρίζεις, εννοείται, την ξένη γλώσσα, γνωρίζεις ή μαθαίνεις τον συγγραφέα, το έργο του εννοώ, μακάρι και τον ίδιο, αλλά δεν φτάνουν αυτά, είναι λιγότερο κι απ’ τα μισά. Γνωρίζεις λοιπόν προπάντων τη γλώσσα τη δική σου. Άλλο όμως -–παρένθεση εδώ–- γνωρίζω, ακόμα και τέλεια, τη γλώσσα, μακάρι και σε όλες της τις φάσεις και σε όλα τα επίπεδα, κι άλλο έχω αίσθηση της γλώσσας, γλωσσικό αίσθημα, αισθητήριο ή όπως αλλιώς το πούμε, που σημαίνει: τι, πού, πότε και πώς χρησιμοποιώ, οτιδήποτε, από όλο τον πλούτο που ενδεχομένως ή και σίγουρα κατέχω.
Αλλά αυτό είναι ολόκληρο θέμα από μόνο του, όπως και το σχετικό με αυτά που συζητούμε σήμερα, πως δηλαδή η μετάφραση μετριέται στη γλώσσα σου και με τη γλώσσα σου, κι όχι απ’ το αν ξέρεις απέξω κι ανακατωτά το ξένο έργο και τον συγγραφέα. Ας το αφήσουμε όμως για την ώρα το θέμα αυτό. Ξεκινάς, λέω, με τα απαραίτητα εφόδια: ξένη γλώσσα· τη δική σου γλώσσα· εποπτεία του ξένου έργου. Και τι κάνεις; Ή τι δεν κάνεις; Τι δεν πρέπει να κάνεις;
Δεν κάνεις ίσως κάτι που μπορεί από μια άποψη να κάνει ένας μείζων λ.χ. συγγραφέας όταν μεταφράζει, νά, ένας συγγραφέας που σφράγισε με πολύ ειδικό τρόπο την ελληνική νεοτερική πεζογραφία του περασμένου αιώνα, του 20ού εννοώ:
«Δεν με ενδιαφέρει αν την Ηλέκτρα την έγραψε ο Σοφοκλής ή ο Ευριπίδης, αν τον Άμλετ ή τον Μάκβεθ τον έγραψε ο Σαίξπηρ. Αντιμετωπίζω πάντα μπροστά μου ένα ξένο κείμενο» έλεγε το 1997 ο Γιώργος Χειμωνάς, όταν παρουσίαζε την έκδοση με τον Μάκβεθ του, τη μετάφρασή του ή μάλλον τη δική του ματιά στο έργο του Σαίξπηρ (Τα Νέα 29.1.1997). Μια μετάφραση με κάποιες «αυθαιρεσίες», όπως τις χαρακτήρισε ο ίδιος, αφού «ο μεταφραστής πρέπει να στήνει ένα ομόλογο κείμενο απέναντι στο πρωτότυπο». Και για να δώσει ένα παράδειγμα, διαβάζουμε στην εφημερίδα, τόνισε την έκταση που έδωσε στο ρόλο των μαγισσών --πως δηλαδή πρόσθεσε κείμενο στο μέρος των μαγισσών.
Ανάλογα, πρόσθεσε μια φράση, έβαλε μια δική του φράση στο στόμα της λαίδης Μάκβεθ, στην περίφημη σκηνή της υπνοβασίας, «βασιζόμενος σε ιστορικά κατατεθειμένα στοιχεία που ανέσυρε για να εξηγήσει τη στάση της». Γιατί; «Γιατί δεν ανέχομαι» είπε «να κολληθεί η ετικέτα της τρέλας στη λαίδη Μάκβεθ. Αλίμονο αν τη θεωρήσουμε μια ψυχιατρική περίπτωση.»
Αν όχι Σαίξπηρ λοιπόν, αν όχι ακριβώς Σαίξπηρ, πάντως Χειμωνάς. Από αυτή πλέον την άποψη, μακάρι να μας είχε δώσει κι άλλες μεταφράσεις ο Χειμωνάς, με τόσες ή και περισσότερες αυθαιρεσίες, μεταφράσεις-προσωπικές αναγνώσεις, εννοείται πια. Πολύτιμες, σαν μια άλλη πτυχή της δημιουργίας ενός μεγάλου συγγραφέα.
Θα συνεχίσω.
Αναρτήθηκε από Γιάννης Χάρης στις 11:58 π.μ.
Ετικέτες μεταφραστικά, τα αδέσποτα