(Εφημερίδα των συντακτών, 21 Δεκεμβρίου 2012)
Άνθρωπος γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Γεννιέται ο άνθρωπος ή γίνεται; Πάντως, ούτε αγγελούδι του
πλάστη και Θεού του γεννιέται, κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, ούτε και
εγκληματίας –κατ’ εικόνα άραγε, σ’ αυτή την περίπτωση, ποιου Θεού του; κι ας
μένει ο Άγιος Πειραιώς με τις θεωρίες του Λομπρόζο ακόμα.
Και πώς γεννιέται ο άνθρωπος; Τρισχαριτωμένο μωρό, λίγο
έπειτα μικρό παιδάκι, ανείπωτα τρυφερό και αθώο, και μαζί άπληστο, τυραννικά
εγωκεντρικό, και μοχθηρό έως δολοφονικό.
Και πώς γίνεται ο άνθρωπος; τι κάνει άνθρωπο τον άνθρωπο;
Η κοινωνικοποίησή του καταρχήν, στα πρώτα μάλιστα στάδια της ζωής του
καταναγκαστική. Θα μάθει (θα του μάθουν!) ότι δεν είναι δικό του και του αλλουνού παιδιού το
παιχνίδι, ότι δεν κάνει να βασανίζει ή και να σκοτώνει τα μικρά ζωάκια, πολύ
περισσότερο τα άλλα παιδάκια!
Η κοινωνικοποίησή μας λοιπόν και η παιδεία μάς αποτρέπουν
από αυτό που και μεγάλοι πια νιώθουμε συχνά τον πειρασμό να κάνουμε, απέναντι
όχι μόνο σε κάποιον που μας βλάπτει αλλά και σε κάποιον που μας ενοχλεί με την
ύπαρξή του και μόνο.
Ώστε απ’ όλα είμαστε δυνάμει, και μόνο μέσα από ένα
τεράστιο πλέγμα κοινωνικών συμβάσεων καταστέλλουμε όσα από αυτά τα «όλα» θα
διατάρασσαν τις βασικές ισορροπίες που απαιτούνται για μια ομαλή κοινωνική ζωή.
Αυτονόητα όλα αυτά; Ας ξανασκεφτούμε τότε, κάτω απ’ αυτό
το πρίσμα, κάποια από τα βασανιστικά ερωτήματα των καιρών:
Ώστε οι Έλληνες δεν είμαστε ρατσιστές, όπως ισχυριζόμαστε;
Και μόνο τώρα κάποιοι γίναμε, όπως μένουμε κατάπληκτοι με το ποσοστό της Χρυσής
Αυγής;
Σύντομα ανέκδοτα
Εμπλουτίζεται η κατηγορία των «σύντομων ανεκδότων», που ξεκίνησε,
θυμάστε, με το «Αλβανός τουρίστας» –ο οποίος πάντως πέρασε στο μεταξύ από τη
χώρα των ανεκδότων στη σφαίρα του πραγματικού.
Τώρα, «τον κ. Καμμένο τον θεωρώ τον μεγαλύτερο καραγκιόζη που
μπήκε στην πολιτική τα δέκα τελευταία χρόνια» δήλωσε εμφατικά ο Άδωνις
Γεωργιάδης!
Σαν το σχετικά πρόσφατο, που ο Ευάγγελος Βενιζέλος είπε τον Τσίπρα
αλαζόνα –«σε λίγο θα τον πει και χοντρό», σχολίασε κάποιος στο ίντερνετ.
Λυτρωτικό και ιαματικό πάντοτε το γέλιο…
Μεταφραστική δόξα
Εύκολα λέμε κακό ένα βιβλίο, π.χ. από τη γλώσσα του και
μόνο, ενώ δύσκολα τεκμηριώνουμε το καλό, αφού πρέπει π.χ. να το εντάξουμε σε
σχολές, ρεύματα κτλ. Ανάλογα ισχύουν και για μια μετάφραση: εύκολα γράφουμε για
αδέξιες μεταφράσεις, αλλά σπάνια επισημαίνουμε τις καλές.
Η ευτυχέστατη σύμπτωση δύο εξαιρετικών ξένων παραστάσεων,
με υπότιτλους σε λαμπερή μετάφραση και οι δύο, με ωθεί σε μια ελάχιστη μνεία,
με την άνεση μάλιστα ότι δεν γνωρίζω κανέναν μεταφραστή ούτε εξ όψεως.
Στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, λοιπόν, το Αρνήσου την ώρα του
ιδιοφυούς Γουίλλιαμ Κέντριτζ, μετάφραση του Βασίλη Κιμούλη (που δεν έχει τύχει
να δω καμία άλλη του δουλειά), και οι Παραθεριστές του Γκόρκι από τον φλαμανδικό
θίασο tgStan, μετάφραση
της Λουίζας Μητσάκου (θυμάμαι την εμπνευσμένη δουλειά της στον εξίσου
εμπνευσμένο Συρανό
του Καραθάνου στο Εθνικό). Δύσκολο να μεταφέρεις την αίσθησή σου, από
υπότιτλους που τους παρακολουθείς στα πεταχτά, μη χάσεις το θέαμα. Δίνω ωστόσο
κάτι ελάχιστο, όπως το συγκράτησα την ώρα της παράστασης, μολονότι και το ίδιο
μένει ανυπεράσπιστο στον περιορισμένο χώρο αυτής της στήλης και η ίδια η στήλη
μένει έκθετη σε σχολαστικισμό:
Πρώτα η μεταφραστική γενναιότητα του Κιμούλη να πάρει
επάνω του την αναλυτική απόδοση μιας μεμονωμένης φράσης, τίτλου σε μια σκηνή: he that fled his fate = «εκείνος που το έβαλε στα πόδια μπροστά στη μοίρα του»! Και
μια διόλου αυτονόητη όσο μοιάζει τώρα απόδοση της Μητσάκου: pourquoi s'excita-t-elle? = «γιατί αρπάζεται
έτσι αυτή;» Σπαρταριστή προφορικότητα.
Αξίζει να επανέλθουμε.
* * *
ΥΓ στη «Μεταφραστική δόξα»
Με την ημιυπόσχεση «Αξίζει να επανέλθουμε» έκλεισα το
κομμάτι μου στην εφημερίδα, ένα κομμάτι που μου πήρε κόπο πολύ να αποφασίσω να
το βάλω, αφού μάλλον παραβιάζει τα όρια της στήλης, έτσι όπως ο ίδιος τη
σκέφτηκα, καλά να πάθω, αλλά κι έτσι που μπαίνει στην εφημερίδα, «τιμητικά», δε
λέω, στις μπροστινές σελίδες, ελαφρά αμήχανη ωστόσο μέσα σε αμιγώς πολιτική
γειτονιά.
Απ’ την άλλη ήθελα οπωσδήποτε κάτι να γράψω για κάτι που
μ’ είχε ενθουσιάσει, κι αυτό το κάτι, ε, να ’ναι στην εφημερίδα κι όχι
μισοεξαφανισμένο στο ατημέλητο μπλογκ μου. Η πίεση που ένιωθα ήταν μεγάλη, μαζί
μ’ ένα «πρέπει» ή «θα ’πρεπε» –ότι θα ’πρεπε δηλαδή κάτι να γράφεται και για
μεταφράσεις που προορίζονται για υπότιτλους σε παράσταση, κι έτσι εκμετρούν το
βίο τους σε λίγες μόνο μέρες, κι έπειτα πάει, χάνονται. Χώρια που η ευτυχέστατη
σύμπτωση που αναφέρω ήταν τριπλή! Το τρίτο σκέλος ήταν η διερμηνεία στη
συζήτηση με το κοινό που οργανώθηκε στη Στέγη, έπειτα από την παράσταση του
Κέντριτζ: λυπάμαι που δεν αξιώθηκα τόσον καιρό να φροντίσω να μάθω το όνομα της
κοπέλας που έκανε τη διερμηνεία, και μας άφησε κατάπληκτους –μέχρι χειροκρότημα
έβγαλε, πρωτοφανώς νομίζω.
Για τη μετάφραση λοιπόν των υποτίτλων αυτών, αποφάσισα με
τα πολλά να γράψω κάτι και να το βάλω, κι ας είναι παράταιρο, κι ας ασφυκτιά,
επιπλέον, μέσα στα όρια του τηλεγραφήματος –γιατί τηλεγραφήματα χωράει η στήλη
μου, με ευθύνη αποκλειστικά δική μου, επαναλαμβάνω. Και καλά είναι τα
τηλεγραφήματα, καλή άσκηση προπάντων (και μετά, θα μου πείτε, ξεσπάς με
υστερόγραφα σεντόνια στο μπλογκ!), όμως μερικά θέματα χρειάζονται όχι σώνει και
καλά ανάπτυξη αλλά μιαν ανάσα επιτέλους παραπάνω, να μη μένει τελείως
ξεκρέμαστη η κουβέντα σου, να μη μένουν «ανυπεράσπιστα» τα παραδείγματά σου,
όπως έγραφα.
Γι’ αυτά τα παραδείγματα λοιπόν, κι επειδή, ακόμα κι αν
επανέλθουμε στα μεταφραστικά, σίγουρα δε θα επανέλθουμε στα συγκεκριμένα
παραδείγματα, δυο λόγια εδώ:
«Μεταφραστική γενναιότητα» θεωρώ ότι ο Κιμούλης, μπροστά
σ’ έναν λακωνικό τίτλο που προβάλλεται σε μια οθόνη (τίτλο από άλλο, εικαστικό έργο του Κέντριτζ –βλ. εδώ
φωτογραφία), προτίμησε προφανώς, σε μια παράσταση
με έντονο το φιλοσοφικό στοιχείο, να αποδώσει επακριβώς το νόημα και να
μεταφράσει αναλυτικά αυτό που στη γλώσσα μας εκφράζεται αναλυτικά, που
απαιτεί δηλαδή, απλούστατα, περισσότερες λέξεις, κι ας είναι τόσο υπέροχα
πυκνό και μουσικό στην αγγλική γλώσσα: he that fled his fate. Αφού δηλαδή απέρριψε τα προφανή: «αυτός που ξέφυγε απ’ τη
μοίρα του» κτλ., επιλέγοντας μια δραστικότερη εικόνα, χρησιμοποίησε ό,τι του
ζητούσε αυτή η εικόνα, χωρίς να γλιστρήσει σε λογοτεχνισμούς, μόνο και μόνο για
να μείνει στον ίδιο αριθμό λέξεων, εκεί που πολύ φοβούμαι πως άλλοι, σαν να
τους ακούω κιόλας, θα μεγαλουργούσαν με διάφορα όπως: «Ο που ’φυγε τη μοίρα
του», «Ο φεύγοντας τη μοίρα του…» και άλλα, που δε μας λείψαν δυστυχώς ποτέ.
Στην περίπτωση της Μητσάκου τα πράγματα μοιάζουν απλά: «μα
πόσο ευρηματικό πια είναι να πεις “αρπάζομαι” το s’exciter;» θα πει κανείς. Κι όμως, δεν είναι διόλου από τα πρώτα
που θα σκεφτόταν κανείς για το τόσο απλό μα και ζόρικο μαζί γαλλικό ρήμα. Το
κυριότερο όμως δεν είναι να πας από το s’exciter
στο «αρπάζομαι». Το κυριότερο, αυτό που δείχνει δηλαδή έμπνευση και μαστοριά,
είναι εδώ η αλλαγή του χρόνου, από τον αόριστο του γαλλικού στον ενεστώτα του
ελληνικού. Κι ακόμα, ακόμα πιο πολύ, οι δύο λεξούλες στο τέλος, το «έτσι αυτή»!
Δηλαδή, έστω ότι είναι απλό να φτάσεις από το pourquoi s'excita-t-elle?
στο «γιατί αρπάζεται;», και έχουμε μια εύστοχη και ωραιότατη απόδοση. Όμως,
το «γιατί αρπάζεται έτσι αυτή;», μ’ ένα φαινομενικά απλούστατο βηματάκι
παραπέρα, είναι αυτό που χαρακτήρισα «σπαρταριστή προφορικότητα». Μικρά
βηματάκια, και νά τα μικρά θαύματα της μετάφρασης.