28/7/10

Της ζέστης; ή Το μουνί ραβανί, η πολλή τεστοστερόνη και άλλα θερινά αναγνώσματα

Να ’ναι η ηλικία; Με πειράζει πλέον παραπάνω η ζέστη; Τα διάβασα όντως όλα αυτά; Και είναι όντως έτσι που τα διάβασα; Δεν μπορεί! Αν και μερικά τα ’χω καιρό τώρα, τα διαβάζω, τα ξαναδιαβάζω, δεν αλλάζουν! Είμαι, γιατρέ μου, σοβαρά;

1. Διάβασα λοιπόν πως «Η αγορά είναι κοινή κι έχει μουνί σαν ραβανί κι όποιος πειράξει του λαού το ραβανί τον περιμένουν μαύρα χρόνια στη στενή». Έτσι έγραφαν τα δευτεριάτικα Νέα πως έλεγαν οι πρόσφατοι Αχαρνείς, έλεγε δηλαδή ο μεταφραστής τους, ο Κ. Γεωργουσόπουλος.

Μουνί σαν ραβανί; Και του λαού το ραβανί; Έχω χάσει τεύχη;

(Αλλά και ραβανί, τώρα πίσω πίσω, κ. Γεωργουσόπουλε; Πού πήγε εδώ ο εκσυγχρονισμός σας; Χάθηκε μια πανακότα, μια κρεμ μπριλέ, ένα τσιζκέικ;)

διαβάστε τη συνέχεια...

2. Και διάβασα προχτές σε δελτίο τύπου του ΕΚΕΒΙ για την «αποδημία» του εκδότη Τίτου Μυλωνόπουλου. Δε μας έφτανε η «εκδημία», κληρονομιά του Χριστόδουλου, μας ήρθε τώρα και η «αποδημία».

Με τίτλο «“Έφυγε” ο Τίτος Μυλωνόπουλος, μια σημαντική προσωπικότητα στον εκδοτικό χώρο», το «έφυγε» σε εισαγωγικά, κατά τα συνήθη, αρχίζει το δελτίο τύπου του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου: «Η “αποδημία” [επίσης σε εισαγωγικά!] του εκδότη Τίτου Μυλωνόπουλου αποτελεί αληθινή απώλεια για τον ελληνικό εκδοτικό κόσμο…»

Την εκδημία, είπαμε, τη μάθαμε, μαζί με άλλα αρχαιοπρεπή εκκλησιαστικά, με το θάνατο του Χριστόδουλου. Από τότε όλο και κάποια εκδημία θα μας ταΐσουν οι εφημερίδες μας: για τα «16 χρόνια από την εκδημία» του Μάνου Χατζιδάκι έγραφε τον περασμένο μήνα ο Δ. Γκιώνης στην Ελευθεροτυπία, για «4 χρόνια πριν από την εκδημία του εισηγητή της γαλλικής όπερας» έγραφε τις προάλλες ο λογιόπληκτος, το λιγότερο, μουσικοκριτικός της Αυγής Κυριάκος Λουκάκος.

Την εκδημία, εννοείται, δεν την έχουν τα μεγάλα λεξικά της νεοελληνικής, με εξαίρεση, πάλι εννοείται, το βουλιμικό λεξικό Μπαμπινιώτη, κι εκεί όμως με δυο λεξούλες όλο κι όλο και τον χαρακτηρισμό «αρχαιοπρ.» –έτσι για να μην έχουμε αμφιβολίες, αν τάχα είχαμε, για την τάση των ημερών, ότι αρχαιοπρεπή δηλαδή εδίψασεν η ψυχή των.

Και έπειτα από την εκδημία, νά σου τώρα και η αποδημία, η γνωστή αποδημία αλλά με τη σημασία «θάνατος»! Εμ την αποδημία=θάνατος δεν τη δίνουν ούτε τα παλιά μεγάλα λεξικά, π.χ. ο πολύτομος Δημητράκος ή ο Σταματάκος, πόσο μάλλον τα νεότερα. Εξαίρεση; το βρήκατε: ο Μπαμπινιώτης· αλλά, ακόμα κι αυτός, μόνο σαν τελευταία σημασία στο σχετικό λήμμα, και μονολεκτικά: «ο θάνατος».

Καλή αρχή, καινούριο ΕΚΕΒΙ.

3. Και διάβασα και τούτο: «Γ@μιόληδες. Είδα όλες τις φωτογραφίες πάνω στο Αβέρωφ και τα πήρα πολύ άσχημα. Δώσατε το Αβέρωφ, γ@μιόληδες, για να κάνει το κομμάτι του ένα πλούσιος κ@ριόλης; Το Αβέρωφ, γ@μιόληδες; Τρέξτε στη γ@μημένη σας Βικιπαίδεια, αμόρφωτοι γ@μιόληδες, να μάθετε ποιο ήταν το Αβέρωφ».

Και πού το διάβασα να δεις; Α, στο Lifo ήταν. Που έγραφε πως το έγραφε ο Π. Τατσόπουλος: «Με το δίκιο του ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος τα ρίχνει στο Facebook σε αυτούς που έδωσαν το ιστορικό θωρηκτό για το γαμήλιο πάρτι εφοπλιστών».

4. Και τι άλλο διάβασα, τώρα που έγραψα για «δίκιο»; Και πού το διάβασα πάλι αυτό; Σε μπλογκ της Σεμίνας Διγενή, ναι, στης Σεμίνας Διγενή το μπλογκ, ο εστέτ, πώς να το κάνουμε, και δεν το λέω διόλου για κακό αυτό, ο εστέτ λοιπόν και σίγουρα σπουδαίος, λαμπρός ηθοποιός Γιώργος Κιμούλης, στο μπλογκ της Σεμίνας Διγενή, όπου πάνω πάνω προβαλλόταν το περιλάλητο «Τρωκτικό», εκεί λοιπόν άρχισε μια σειρά κειμένων ο Γιώργος Κιμούλης, «κριτική της κριτικής».

Πρώτο του κείμενο, «Η κριτική της κριτικής του Γρηγόρη Ιωαννίδη», θεατροκριτικού της Ελευθεροτυπίας.

Όπου από το πρώτο κιόλας παράθεμα Ιωαννίδη ο Κιμούλης μάς κλείνει το μάτι. Έγραφε ο Ιωαννίδης: «Προκαλεί, σε εμένα τουλάχιστον, εντύπωση πως η παρθενική συνάντηση του έμπειρου σκηνοθέτη μας με τον Οιδίποδα Τύραννο τίθεται με τόσο απλούς όρους. Έπειτα από χρόνια θητείας στο αρχαίο δράμα, ο Σπύρος Ευαγγελάτος καταλήγει φαίνεται στην Ιθάκη του».

Και τι διάβασε εδώ ο Κιμούλης; Σεξουαλικές αμφισημίες και καλιαρντά! Ιδού: «Αντιπαρέρχομαι την αναιδή ευθυμία της φράσεως “παρθενική συνάντηση”. Ουδέποτε ήμουν θαυμαστής του λεκτικού αλατοπίπερου σεξουαλικών αμφισημιών. Οι galliard φράσεις δεν χαρακτηρίζουν το αντικείμενο, αλλά το υποκείμενο που τις εκφέρει».

Αχά, το πιάσαμε το υπονοούμενο, κι ας μην εμπιστεύεται το αϊκιού μας ο Κιμούλης, γι’ αυτό και παρακάτω γράφει για «θηλυκότητα της γραφής», που μάλιστα «τη διακρίνει κάποιος παντού μέσα στο κείμενο».

Τον Γρηγόρη Ιωαννίδη δεν τον γνωρίζω ούτε κατ’ όψιν, αμφιβάλλω αν τον έχω διαβάσει πάνω από δυο-τρεις φορές όλες κι όλες, και ούτε τον Οιδίποδα του Ευαγγελάτου έχω δει, και γενικώς δεν ξέρω ποιος έχει, ποιος δεν έχει δίκιο -πάντως ο Κιμούλης, και να 'χε, το ’χασε, αρχή αρχή κιόλας του μακροσκελούς κειμένου του.

Κι ήρθε το δεύτερό του κείμενο, «κριτική της κριτικής του Γ. Σαρηγιάννη», των Νέων, πάλι για τον Οιδίποδα του Ευαγγελάτου: εδώ τα κουδούνια βαρούν δυνατότερα: ο λόγος για το «τρελό αγόρι» που η γραφή του έχει μείνει «στο επίπεδο δευτέρας ή τρίτης τάξης κάποιου γυμνασίου θηλέων»! Αμάν, φτάνει, χίλιες φορές το 'χουμε δει αυτό το έργο… Α, και στο τέλος τον προειδοποιεί τον Σαρηγιάννη: «από δω κι εμπρός θα μ’ έχεις από πίσω σου
και όχι για χαρά, αλλά για να σου υπενθυμίζω, τα φληναφήματά σου…» –υπογράμμισα εγώ, και κίνησα να φύγω.

Αφού στο μεταξύ θυμήθηκα άλλον και άλλο που διάβασα πάλι τελευταία:

5. Όμοιος στον όμοιο, πήγε, λέει, ο Αντρέας Μικρούτσικος στην Τατιάνα, κι εκεί είπε κάποια στιγμή πως θα ’πρεπε να το ρίξει στο «γκεϊλίκι», γιατί αυτό μόνο περνάει στη τηλεόραση, όμως κωλύεται, δεν ξέρει, είπε, ο δόλιος, πώς «να τσακίζει το χέρι όταν κρατάει το τσιγάρο», και όλο απορία ρώταγε την όμοιά του: «Μα πώς το κάνουνε και το τσακίζουνε το χέρι;» και νά τα γέλια, πιο πολλά κι από του Λάλα!

Και πάλευα να θυμηθώ, όταν μεσουρανούσε ο Αντρέας στην τηλεόραση, πώς τάχα το ετσάκιζε το χέρι;

Α, ούτε λόγος, θα ’μαι, γιατρέ μου, σοβαρά!

buzz it!

24/7/10

Παράλληλοι μονόδρομοι

Τα Νέα, 24 Ιουλίου 2010 [εδώ με μικροαλλαγές και προσθήκες]






Την Εποχή της Τηλεόρασης παρακολουθούμε τις πάσης φύσεως εκδηλώσεις σαν να ’μαστε αραχτοί, η παρέα, στον καναπέ του σπιτιού μας


Του Νικολάκη, καλή του ώρα, τού άρεσε πολύ η Φαραντούρη. Τα σαββατοκύριακα που ερχόταν στην Αθήνα και τον φιλοξενούσα, έβαζε δίσκους της και ακούγαμε. Και τραγουδούσε συνεπαρμένος μαζί της, έξω φωνή, σχεδόν τη σκέπαζε. Δεν τραγουδούσε άσχημα, κάθε άλλο, όμως μου ’ρχότανε να κάνω φόνο: ήθελα κι εγώ ν’ ακούσω! Έπειτα, σ’ όλους μας έρχεται να τραγουδάμε, και τραγουδάμε, καθώς ακούμε, αλλά όταν είμαστε μόνοι. Εκτός και τραγουδάμε όλοι μαζί σε παρέα, άλλη ιστορία.

διαβάστε τη συνέχεια...

Μεγαλοβδομάδα στην Πάτμο, στο παρεκκλήσι που επικοινωνεί με μια πλαϊνή πόρτα με την εκκλησία του μοναστηριού, όσοι ξέρουμε το κόλπο, βρίσκουμε σχεδόν πάντα φιλόξενο στασίδι, και παρακολουθούμε –για την ακρίβεια ακούμε– με την άνεσή μας την ακολουθία. Δίπλα μου ο μεγαλόσωμος ηλικιωμένος κύριος, εγώ νέος τότε, μια κάθεται, μια σηκώνεται και σουλατσάρει χαζεύοντας τις αγιογραφίες, και κάθε τόσο τραβάει κι από ένα βροντώδες σεκόντο: καταστροφή! Δεν είναι φάλτσος, ούτε κακόφωνος, ίσα ίσα κάποια σχέση πρέπει να ’χε με τη μουσική, τη δυτική οπωσδήποτε, που πουθενά όμως δεν κολλάει με τη μονοφωνική βυζαντινή. Τον κοίταξα μια, τον κοίταξα δυο, στο τέλος του είπα πως, άμα θέλει, ας πάει επιτέλους στο ψαλτήρι, πάντως εκεί ήμασταν για να ακούσουμε κι όχι για να ψάλουμε (έψελνε τότε εξαιρετικά ένας πιτσιρικάς καλόγερος, Σεραφείμ αν θυμάμαι καλά), δυσανασχέτησε έντονα ο κύριος, κάτι είπα, κάτι είπε, τον αποστόμωσα μόνο όταν σκέφτηκα να το παίξω σκανδαλισμένος τάχα πιστός: «Μία φορά πάνε το χρόνο εκκλησία και έχουν την απαίτηση και να ψάλουν» μονολόγησα μεγαλόφωνα και όσο πιο στυφά μπορούσα.

Το φαινόμενο είναι πολύ συνηθισμένο στις εκκλησίες. Πάνε να ακούσουν, υποτίθεται, καμιά φορά ν’ ακούσουν ειδικά έναν μεγάλο ψάλτη, π.χ. τον Αγγελόπουλο, και ψέλνουν οι ίδιοι, έξω φωνή, και πάλι θες να κάνεις φόνο έτσι και σου τύχουν πλάι σου, μα φάλτσοι, μα σωστοί. Δεν είναι θέμα σαβουάρ βιβρ, ούτε τήρησης κάποιων αυστηρών τάχα και απαραβίαστων κανόνων: απλώς σε εμποδίζουν να ακούσεις εσύ, να παρακολουθήσεις, να συμμετάσχεις, αναλόγως.

Στα αποδυτήρια στο κολυμβητήριο μπαίνει σφυρίζοντας και χωρίς να κοιτάζει πουθενά ο μεγαλούλης κύριος. Ακουμπάει σ’ έναν πάγκο τα πράματά του, ξεντύνεται, έπειτα φοράει το μαγιό του κτλ., πάντα σφυρίζοντας, δυνατά, σαν να ’ναι κάπου τελείως μόνος του. Στην αρχή ενοχλήθηκα, χωρίς να καλοκαταλαβαίνω το γιατί· όσο περνούσε η ώρα, σχεδόν, τι σχεδόν, εξαγριώθηκα. Πάλι στο κολυμβητήριο, άλλη φορά, στα γεμάτα τώρα ντους κάποιος τραγουδάει: δεν σιγοτραγουδάει· τραγουδάει κανονικά, σαν να ’ναι ολομόναχος στο μπάνιο του σπιτιού του.

Τούτο το καλοκαίρι, σε συναυλία στο Ηρώδειο, ένας συμπαθής νεαρός μπροστά μου διεύθυνε όλη σχεδόν την πέμπτη συμφωνία του Μάλερ. Με όλο του το σώμα: το πόδι που κρατούσε το ρυθμό, το δεξί κυρίως χέρι, το πάνω μέρος του κορμού, δεξιά-αριστερά, πάνω-κάτω, μπρος-πίσω, το κεφάλι προς όλες τις κατευθύνσεις κι αυτό, συχνά πυκνά γύριζε και υποδείκνυε διάφορα σημεία στον φίλο του, που κι εκείνος ψιλοδιεύθυνε κατά διαστήματα, πολύ πιο μαζεμένος όμως. Συμπαθής, είπα, ο νεαρός, ήταν όμως ένα θέαμα μόνος του μπροστά σου, ένα θέαμα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σ’ εσένα και στο κυρίως θέαμα, και έτσι σε περισπά, φτάνει να σ’ ενοχλήσει.

Πέρα λοιπόν από την αυτονόητη ενόχληση με τον μεγαλόφωνο σχολιασμό, το κουβεντολόι, τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τα πατατάκια («Μ’ αρέσουν τα ποπκόρν και τα νάτσος στο σινεμά, παρότι κάποιοι ενοχλούνται. Νόμιμα και προς… φάγωμα δεν διατίθενται στα κυλικεία;» διάβασα, μάθημα αντικοινωνικής συμπεριφοράς, πρόσφατα στο Βημαγκαζίνο), πέρα λοιπόν από την κραυγαλέα εξωστρέφεια της Εποχής της Τηλεόρασης, που παρακολουθούμε δηλαδή τις πάσης φύσεως εκδηλώσεις σαν να ’μαστε αραχτοί, η παρέα, στον καναπέ του σπιτιού μας, ενόχληση μπορεί να συνιστούν ακόμα και αθόρυβες και καταρχήν διακριτικές εκδηλώσεις:

Δυο-τρία χρόνια πριν, σε παράσταση του φεστιβάλ, το ’χω γράψει στο μπλογκ μου μα μου τυχαίνει όλο και πιο συχνά, καθόμουν πίσω από τρία συμπαθέστατα νέα παιδιά, του θεάτρου, όπως αποδείχτηκε μετά, που μιλούσαν αναμεταξύ τους απολύτως προσεχτικά και ψιθυριστά, τίποτα δεν σε αποσπούσε ηχητικά, αλλά τρία κεφάλια έσμιγαν, χώριζαν και ξανάσμιγαν συνεχώς μπροστά σου, θέαμα μες στο θέαμα: μια ολόκληρη μιμική, ανάλογα με το τι σχολίαζαν, τίναγμα κεφαλιού σε έκπληξη, τράνταγμα των ώμων στο βουβό, πάλι ευτυχώς, γέλιο κτλ.

Πάλι δυο-τρία χρόνια πριν, η σπουδαία Ρένη Πιττακή σε Μπέκετ στο φεστιβάλ, μικρός ο χώρος, μαύρο πηχτό σκοτάδι, και μόνο ένα φως πάνω στην ηθοποιό. Μόνο; Και η αναμμένη οθόνη του κινητού της μπροστινής μου, στις μπροστινές μάλιστα σειρές! Της είπα, της ξανάπα, δεν γινόταν παραπάνω, θα ενοχλούσα πια εγώ, αυτό είναι άλλωστε το εκβιαστικό δίλημμα και αδιέξοδο, πως, αν βουτήξεις επιτέλους το ξένο κινητό και το πετάξεις πέρα, θα καταστρέψεις την παράσταση. Στο τέλος, φεύγοντας, ζήτησε και το λόγο, και πια ανέλαβε ο Σεραφείμ, ο φίλος μου όχι ο καλόγερος της Πάτμου, και μόνο στα χέρια που δεν ήρθαν.

Ο Σεραφείμ πάλι, σε άλλη παράσταση, φέτος, έβαλε το χέρι του πάνω στο αναμμένο κινητό της διπλανής του, να σκιάσει το φως. Απτόητη εκείνη. «Θα κρατήσει πολύ αυτό;» της είπε έπειτα από λίγο. «Με ενοχλείτε» είπε εκείνη. «Εσείς ενοχλείτε» είπε ο Σεραφείμ. «Να κοιτάτε μπροστά σας, εκεί είναι η σκηνή», είχε το θράσος εκείνη. Την έβρισε κι αυτός, και στο τέλος εκείνη απείλησε πως, άλλη φορά, θα ζητήσει τα στοιχεία του και θα κάνει μήνυση. Δηλαδή το κλασικό: με το μηχανάκι, κανόνας αυτό, ή το αυτοκίνητο, που θα σου έρθει ανάποδα, τη μηχανή στο πεζοδρόμιο που θα κορνάρει κιόλας να παραμερίσεις, και θα σε βρίσει κι αποπάνω.

Σελίδες να ’χα, πάλι δεν θα χωρούσαν οι ιστορίες. Όχι με τις κραυγαλέες περιπτώσεις της βάναυσης παραβίασης του χώρου μας ή της επιθετικής εισβολής του ιδιωτικού στοιχείου στον δημόσιο χώρο, αλλά με τις σχεδόν ανεπαίσθητες, τις «έλα μωρέ», τις «σιγά τώρα!», όπου τα όρια είναι όντως δυσδιάκριτα κι όμως υπάρχουν. Και έπειτα, όχι με τις ιστορίες μοναχικών πράξεων, μιας κοινωνίας αθροίσματος ή μηχανικής παράταξης μεμονωμένων ατόμων, αλλά με ιστορίες όπου άλλοτε ασύνειδα άλλοτε συνειδητά, μπορεί και επιδεικτικά, ο ένας παραβλέπει την ύπαρξη του άλλου, ιστορίες δηλαδή καθαρά αντικοινωνικής συμπεριφοράς.

Σ’ αυτό το συνειδητά και επιδεικτικά ήθελα να φτάσω, π.χ. στα τζιπ, όχι τα μικρομεσαία, εννοείται, αλλά τα τζιπ νεκροφόρες, τανκς σωστά, τρακτέρ μέσα στην πόλη, που η αγορά τους και μόνο συνιστά αντικοινωνική πράξη· μάκρυνε όμως η εισαγωγή· ίσως μιαν άλλη φορά. Και πάντως, από Σεπτέμβρη. Καλές μας διακοπές.

buzz it!

3/7/10

Το γαμημένο, η Γιώτα και η Παναγιώτα

Τα Νέα, 3 Ιουλίου 2010 [παραγγελιά για ειδικό αφιέρωμα
στις "αξέχαστες μέρες του 2004", εδώ με προσθήκες]


«Έτσι και σε αρπάξω, τρία θα σου πετάξω, για να σ’ το πω λιανά…» από τους Αχαρνείς του Αριστο-φάνη (μετ. Παντελής Μπουκάλας, σκην. Βαγγ. Θεοδωρό-πουλος)


«Σήκωσέ το το γαμημένο, δεν μπορώ, δεν μπορώ να περιμένω!» ήταν ίσως το σύνθημα με τη μεγαλύτερη απήχηση στο Euro 2004, τόσο που επιστρατεύτηκε γρήγορα ο φερετζές: «Σήκωσέ το το τιμημένο, δεν μπορώ, δεν μπορώ να περιμένω!»

Αλλά δεν ήταν σύνθημα γηπεδικό πλέον αυτό, ήταν εργόχειρο για παλιές Αρσακειάδες, για τον άλλον που μοίραζε λίγο μετά σταυρουδάκια στους νικητές μέσα στο Καλλιμάρμαρο.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ήταν οι ευφρόσυνες μέρες του καλοκαιριού του 2004, που έμελλε να σφραγιστεί από το άλλο μεγάλο πανηγύρι, τους Ολυμπιακούς αγώνες, οι μέρες που το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου βάδιζε προς το τέλος του και έδειχνε, παρά πάσα προσδοκία –και λογική–, να πέφτει στα πόδια της δικής μας Εθνικής. Τότε πια, η υπόθεση Euro, περίπου όπως το Ευρωμπάσκετ το 1987, βγήκε από τη μεγάλη, πάντως, επικράτεια του αυστηρά ποδοσφαιρόφιλου κοινού και έγινε κοινή, όλο και πιο κοινή υπόθεση, όλο και ευρύτερου κοινού.

Και τελικά το σήκωσε η Εθνική το γαμοτιμημένο. Και ευφράνθηκαν οι πιστοί: «Είναι καύλα το γαμημένο, όταν εί-, όταν είναι σηκωμένο!» Όχι, δεν υπήρχε χώρος για ξενέρωτα και ξενερωτικά «τιμημένα»· το αρχικό σύνθημα-προτροπή: «Σήκωσέ το το γαμημένο» επέστρεφε στον φυσικό του χώρο, και αποκάλυπτε τον καλυμμένο πρώτα σεξουαλικό του χαρακτήρα.

Αυτά λοιπόν το «γαμημένο» του τίτλου μας, το μεγαλύτερο σουξέ της εποχής, μαζί με το άλλο, ιδιαίτερα ξεσηκωτικό: «Δε σταματώ να τραγουδώ ποτέ, Ελλάς ολέ ολέ», που αυτό κι αν συνάρπαζε κερκίδα και μη, με τη συνεχή επανάληψη και την πλουσιότερη μελωδική γραμμή του.

Αλλά η Γιώτα και η Παναγιώτα; Αυτές είναι οι θρυλικές μορφές από τα παραδοσιακά αποκριάτικα τραγούδια μας, Γιώτα το γυναικείο όργανο, Παναγιώτα το αντρικό, όπως μάλιστα τα έκανε ευρύτερα γνωστά μέσα από τη δισκογραφία, με πλήθος συναυλίες, ακόμα και στο Μέγαρο Αθηνών, η Δόμνα Σαμίου. Κι ωστόσο, δημοτικά - ξεδημοτικά, έχω την αίσθηση ότι σοκάρουν περισσότερο κι από τα πιο αθυρόστομα γηπεδικά συνθήματα.

Το μουνί το λένε Γιώτα
και τον πούτσο Παναγιώτα.
Και τον πούτσο Παναγιώτα
κι όποιον θέλεις σύρε ρώτα.

Κι όποιον θέλεις σύρε ρώτα,
το κεφάλι μπαίνει πρώτα.
Το κεφάλι μπαίνει πρώτα
και τ’ αρχίδια κλειούν την πόρτα.


Ας δούμε όμως, για να μπούμε καλύτερα στο θέμα μας, κι ένα άλλο παραδοσιακό αποκριάτικο, που παραλλάζει το περίφημο «Μια πέρδικα παινεύτηκε / σ’ Ανατολή και Δύση / πως δεν ευρέθη κυνηγός / να τηνε κυνηγήσει…»:

Ένα μουνί παινεύτηκε
σ’ Ανατολή και Δύση
πως δεν ευρέθη πούτσαρος
να πάει να το γαμήσει

Κι ο πούτσος μου που τ’ άκουσε
πολύ του κακοφάνη
βάζει στ’ αρχίδια του φτερά
και τρέχει και το φτάνει

Βρε συ, βρε συ παλιόμουνο
τι έχεις και παινιέσαι;
στον κόσμο που γεννήθηκες
πρέπει για να γαμιέσαι.


Αλλά ποιο είναι το θέμα μας, το θέμα μου; Ξεκίνησα να γράψω για τα συνθήματα του Euro 2004, συνθήματα που κατά κανόνα προσάρμοζαν άλλα, παλαιότερα, και είχαν στη συντριπτική τους πλειονότητα σεξουαλικό περιεχόμενο –όπως γενικά τα γηπεδικά συνθήματα, τουλάχιστον, ή ιδίως, στα καθ’ ημάς. Και σκέφτηκα τότε την πλουσιότατη παράδοση αθυροστομίας που διαθέτουμε, άσε από τον Αριστοφάνη, σίγουρα όμως από τον λαϊκό μας πολιτισμό. Έπειτα όμως σκέφτηκα ότι στον λαϊκό μας πολιτισμό, στη δημοτική παράδοση, έχουμε τραγούδια, παιχνίδια, έθιμα καθαρά σεξουαλικού περιεχομένου, αλλά στο ποδόσφαιρο το σεξουαλικό στοιχείο συχνότατα εκτρέπεται σε σεξιστικό. Και τότε πάλι σκέφτηκα κατά πόσο μπορεί να ορίσει πάντοτε κανείς την απόσταση από το σεξουαλικό στο σεξιστικό. Κι ακόμα σκέφτηκα ότι, ενώ στα αποκριάτικα δρώμενα της δημοτικής παράδοσης μετέχει ισότιμα και η γυναίκα, το ποδόσφαιρο ανέκαθεν ήταν σχεδόν αποκλειστικά αντρική υπόθεση, στο ποδόσφαιρο η ίδια η γυναίκα δεν διεκδίκησε ποτέ ουσιαστική θέση. Και τότε στο κλειστό απ’ αυτή την άποψη σπορ, στο γκέτο ακόμα ακόμα, ίδια όπως στο παλιό καφενείο, σε μια αντροπαρέα, η πολιτική ευπρέπεια δεν μπορεί να ζητήσει το λόγο από κανέναν –όπως αντίστοιχα και σε μια αμιγή γυναικοπαρέα. Και πια σκέφτηκα πόσο ανώφελες ήταν όλες αυτές οι αδιέξοδες σκέψεις, πόσο άτοπη θα ήταν μια τέτοια ανάλυση –άσε που δεν υπάρχει διόλου έλλειψη από τέτοιες, κατά βάση σωστές, αναλύσεις, που όμως παρατηρούν αφ’ υψηλού το ποδόσφαιρο, μυκτηρίζοντας το «όπιο του λαού».

                                          * * *

Ας θυμηθούμε έτσι «την τελευταία φορά που χαρήκαμε», κατά την ιδέα του αφιερώματός μας: Από τα πιο αθώα συνθήματα:

«Σε εννέα μήνες το παιδάκι, και θα είναι Ελληνάκι!»

«Έπαιξες το ρόλο του Γκουσγκούνη, Καραγκούνη, Καραγκούνη!»

«Ζαγοράκη σούβλισες αρνί, τον Ανρί, τον Ανρί», με την εντυπωσιακή νίκη επί της Γαλλίας, και

«Πήρες του Ζιντάν το κιλοτάκι, Ζαγοράκη, Ζαγοράκη», που είχε τη συνέχειά του με τον τελικό με την Πορτογαλία: «Πήρες και του Φίγκο το στρινγκάκι, Ζαγοράκη, Ζαγοράκη!»·

ώς τα πιο σκληρά:

«Τώρα οι Γάλλοι είναι τάβλα, πως γαμά-, πως γαμάμε στην Ελλάδα!» και «Τώρα τα Γαλλάκια είναι τάβλα, πόπο καύλα, πόπο καύλα!»

«Κάντε μας μια πίπα σιλ βου πλέ, Τρεζεγκέ, Τρεζεγκέ!», η αβρή πρόσκληση, στον πληθυντικό, προς τον Νταβίντ Τρεζεγκέ της Εθνικής Γαλλίας

«Έχουμε μπύρες, έχουμε ούζα, φέρτε μας Τσέχες να κάνουμε παρτούζα!»

«Με σαμπάνια και χαβιάρι, σας πηγαίνουμε γαμιώντας ως τον Άρη!»

«Πάρτε πίπες τώρα απ’ τον Όττο, μες στο Πόρτο, μες στο Πόρτο!»

«Και μετά την πίπα στη Γαλλία, τσιμπουκάκι Πορτογαλία!»

«Φέρτε μου να πιω να ξημερωθώ, ποποπό τι τσιμπούκι ήταν αυτό!»

«Βρε πως κουνιέται μες στο σορτσάκι η ψωλή, η ψωλή του Ζαγοράκη!»

«Τους γέμισες με χύσια το πιγούνι, Καραγκούνη, Καραγκούνη!»

«Χαριστέα, στα παιχνίδια, βάλε μέ-, βάλε μέσα και τ’ αρχίδια!»

«Είναι βαριά, βαριά, η πούτσα του τσολιά!», για το νικητήριο γκολ του Δέλλα, σύνθημα που κι αυτό απόκτησε σύντομα το φερετζέ του κι έγινε «μπότα του τσολιά»

«Τους έβαλες στον κώλο τη μορταδέλα, γεια σου Δέλλα, γεια σου Δέλλα!» και «Σήκωσέ τη τη φουστανέλα, να φανεί, να φανεί η μορταδέλα!»

«Με το Ζήση, με το Ζήση, θα τρελάνουμε το Φίγκο στο γαμήσι!» ή «Και στον τελικό θα έχει πάρτι, με το Φί-, με το Φίγκο στο κρεβάτι!»

«Δε βάλατε μυαλό, δε βάλατε μυαλό, πούτσα στην πρεμιέρα, πούτσα και στον τελικό!» για τον εναρκτήριο και τον τελικό αγώνα με την Πορτογαλία.

                                          * * *

Αλλά ας ξεκοκκινίσουμε: ήτανε κι άλλα· ήταν και το «Τι κι αν δεν κέρδισε ο Σάκης, θα το φέρει ο Ζαγοράκης», καθώς είχε μόλις προηγηθεί η αποτυχία του Σάκη Ρουβά στη Γιουροβίζιον.

Και ήταν και το ευρηματικό: «Όττο Ρεχάγκελ μ’ έκανες μάγκα, δεν γυρίζω, μάνα, στείλε κι άλλα φράγκα». Που ενέπνευσε ίσως την ιδιαίτερα επιτυχημένη τηλεοπτική διαφήμιση, με τον περίφημο Σάββα που ’χε ξεμείνει σε μια σκηνή σε κεντρική πλατεία της Λισσαβόνας, πανηγυρίζοντας το γαμοτιμημένο πολύ μετά την κατάκτησή του. Και υπήρξε και συνέχεια ραδιοφωνική, εξαιρετικά εμπνευσμένη, που όμως παίχτηκε περιέργως ελάχιστα και παρέμεινε άγνωστη: παραμονές γιορτών εκείνης της χρονιάς ένα μικρό κοριτσάκι προσεύχεται: «Άγιε μου Βασίλη, τούτα τα Χριστούγεννα, σε παρακαλώ, θέλω να μου φέρεις μία Νοva. Δεν τη θέλω για μένα, για τον αδερφό μου τη θέλω, που έμεινε τόσον καιρό στη Λισσαβόνα και μας έχει κάνει ρεζίλι σ’ όλη την τηλεόραση»!

Όμως αυτά είναι η μία όψη του νομίσματος. Το χαμένο μέσα σ’ όλα αυτά μέτρο συμβαδίζει με το εθνικό παραλήρημα για τον περιούσιο λαό και τα γονίδια της νίκης. Κι όπως με το σεξουαλικό που εκτρέπεται σε σεξιστικό, το εθνικό ελάχιστα ή καθόλου δεν απέχει απ’ το εθνικιστικό: «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ» ήταν το σύνθημα που αποθεώθηκε τις χαρμόσυνες εκείνες μέρες, πολεμικό θούριο που συνόδεψε το κυνηγητό στα πέριξ της Ομόνοιας και τον ξυλοδαρμό Αλβανών και άλλων μεταναστών που διανοήθηκαν ότι μπορούσαν να πάρουν κι αυτοί μέρος στη χαρά και το πανηγύρι.

Ότι η ιστορία εκδικείται, βέβαια, ούτε λόγος: Αλβανός είναι ο Έλληνας Νίνης της καινούριας Εθνικής, με μέλλον πλούσιο καταπώς φαίνεται μπροστά του.

Για τη χαρά ξεκινήσαμε να μιλάμε, ξινό κατέληξε το κείμενο, όπως και η πραγματικότητα, φευ, κυρίως η εξωγηπεδική.

buzz it!