25/4/16

Τα φαρισαϊκά, που τα μιλάει φαρσί το Κανάλι της Βουλής - «Ανθρωπιστικές άριες»

(Εφημερίδα των συντακτών 24 Απρ. 2016)


Τα φαρισαϊκά, που τα μιλάει φαρσί το Κανάλι της Βουλής

Μεταφραστές και διερμηνείς για αραβικά, φαρσί, παστού, ουρντού κ.ά. ακούμε να ζητούνται τελευταία, με το προσφυγικό, και καταλαβαίνουμε πως είναι γλώσσες, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε ποια είναι ποια. Ώς τώρα ξέραμε, άσχετο, την έκφραση ότι μιλάμε κάποια γλώσσα φαρσί, δηλαδή άπταιστα.

Φαρσί εν πάση περιπτώσει είναι η τοπική ονομασία της περσικής γλώσσας στο Ιράν, το Αφγανιστάν και το Τατζικιστάν: δεν είναι απαραίτητο να το ξέρουμε αυτό, όταν όμως ακούμε πως κάτι «μεταφράστηκε στα φαρσί», δεν έχουμε αμφιβολία ότι πρόκειται για γλώσσα, ανοίγουμε λοιπόν ένα λεξικό, ή γκουγκλάρουμε στο ίντερνετ, ό,τι πιο απλό σήμερα πια. Τι έμπνευση όμως χρειάζεται, τι νους, τι αυτάρκεια και τι επιπολαιότητα απ’ την άλλη, να γράφεις ότι «μεταφράστηκε στα φαρισαϊκά»!

Δύσκολα πιστευτό; Όχι για όποιον παρακολουθεί το κανάλι της Βουλής, που ανέκαθεν διαπρέπει σε εξαιρετικά προβληματικές μεταφράσεις: δεν ευθύνεται το ίδιο, απάντησε κάποτε σε κάποια εφημερίδα, τις παίρνουν έτοιμες, υποτιτλισμένες, τις ταινίες, όμως δεν καταλαβαίνω σε τι τους απαλλάσσει από κάθε ευθύνη αυτό, πόσο μάλλον όταν συνεχίζουν, αν συνεχίζουν, την ίδια τακτική. Υπότιτλος σε ντοκιμαντέρ θεατρικής θεματολογίας ήταν το περί φαρισαϊκών, είδα έπειτα από λίγο και τον όρο «ανταπτάρισμα», για τη διασκευή (adaptation), άλλαξα πια κανάλι. Που πάντως, γενικά, το παρακολουθώ συχνά, γιατί βάζει καμιά καλή ταινία, όπερες, συναυλίες, όμως παράλληλα τις ρίχνει στο σωρό, με τον ερασιτεχνισμό του: διαφημίζει την πραμάτεια του μ’ έναν ξερό τίτλο, ούτε μαέστρο, ούτε σολίστ ή σκηνοθέτη, ή τα έργα που περιέχει μια συναυλία:

«Κονσέρτο Οι Δρόμοι της Φιλίας» έγραφε κάποτε, κάνοντας «κονσέρτο» το κοντσέρτο (ο γλωσσικός ευπρεπισμός του το έκανε να έχει άλλη φορά υπότιτλο για τις «λεπτομέρειες της στεύσεως» της Μεγάλης Αικατερίνης, δηλαδή της στέψης ή της στέψεως!), που μάλιστα εδώ επρόκειτο για concerto=συναυλία, και όχι για concerto=είδος σύνθεσης: καμία άλλη πληροφορία, ούτε μαέστρος, ούτε έργα, τίποτα, μόνο: «Προλογίζει ο Κώστας Κακαβελάκης, συνθέτης, ιστορικός μουσικολόγος».

Ώστε διαθέτει ειδικό συνεργάτη το κανάλι της Βουλής, και πολύ καλά κάνει, όμως κατά πάγια τακτική διαφημίζει αυτόν, τον προλογίζοντα, και όχι τους δημιουργούς και εκτελεστές! Άλλο παράδειγμα: «Το λυκόφως των θεών, Όπερα – 1998, Υποκατηγορία ΜΟΥΣΙΚΑ, Κατάλληλη για όλους (επιθυμητή η γονική συναίνεση), Από τη Σκάλα του Μιλάνου. Προλογίζει ο Κώστας Κακαβελάκης, ιστορικός μουσικολόγος»: πουθενά ο συνθέτης, αφού, ούτε λόγος, όλοι (;) ξέρουν πως είναι ο Βάγκνερ, άρα το έτος 1998 αναφέρεται στην παραγωγή· όμως ποιος διευθύνει; ποιοι τραγουδούν; άγνωστο, δηλαδή ασήμαντο· σημασία έχει ποιος προλογίζει. (Και αυτός τουλάχιστον, προφανώς τακτικός συνεργάτης, δεν τον είδε λόγου χάρη τον «ΝΤΑΡΙΙΣ ΜΙΛΟ», όπως διαφημιζόταν ειδικό αφιέρωμα στον Νταριούς Μιγιώ;)

Και πήρε και η καινούρια ΕΡΤ 3 μαθήματα, που έχει κάθε Τρίτη, εύγε της, όπερα, και τη διαφημίζει, πολύ καλά, μέρες πριν: «Αΐντα του Τζουζέππε Βέρντι, Τρίτη βράδυ στις 22.00», δείχνει μερικές σκηνές, ξαναλέει τίτλο και συνθέτη, και: «προλογίζει ο Πάρης Παρασχόπουλος». Κανέναν συντελεστή και πάλι, ώστε να πείσει κάποιον να δει μια χιλιοπαιγμένη όπερα. Κι όμως, ήταν σε σκηνοθεσία Πέτερ Στάιν!

Φαρσί την ξέρουν τελικά την προχειρότητα. Ή μάλλον φαρισαϊκά!


«Ανθρωπιστικές άριες»

Μπροστά ο Βεελζεβούλ, ο Λούσιφερ, ο Σαμαέλ, ο Άσταροθ, ο Λεβιάθαν, και πίσω οι δύο μαυροφόρες ορντινάτσες του, να απλώνουν το χέρι και να χαιρετούν και να «ευλογούν» τους σφαγείς του Μπατακλάν, να παίρνουν στα χέρια μικρά τάχα παιδιά, στην ουσία αυριανούς τζιχαντιστές!

Γεμίσαν σάλια τα κανάλια κι οι εφημερίδες, με τις αναγκαστικές ανταποκρίσεις τους, πήξαμε στις «ανθρωπιστικές άριες», όπως θα ’λεγε, όπως λέει, ο (στη γλώσσα τη δική του) αγγελόμορφος Άριος και χλευαστής των πιθηκόμορφων Κινέζων!

Και δεν βρέθηκε μισός Πατροκοσμάς να χτυπήσει πένθιμα τις καμπάνες, που ούτε ο Καλαβρύτων δεν τις χτύπησε ετούτη τη φορά, όπως πρόσφατα, με την ψήφιση του συμφώνου συμβίωσης των «τερψίπρωκτων», κατά τη λεξιπλάστρια Ελεύθερη Ώρα

Τρία κυρίαρχα κράτη συνέπραξαν στο εγκληματικό υπερθέαμα, Βατικανό, Ελλάδα, Ιταλία, και το είχε συζητήσει, λέει, ενδελεχώς το σχέδιό του ο κ. Φραγκίσκος Μπεργκόλιο· δεν θα ’πρεπε όμως να έρθει σε επαφή και με τον πνευματικό τουλάχιστον κόσμο της χώρας όπου πάτησε το πόδι του, άξιους δημοσιολόγους, κομιστές εκδότες, συγγράφισσες και συγγραφείς, που θα του εξηγούσαν για το δολοφονικό Ισλάμ και τις σούρες του;

Αλλά μην αυταπατώμεθα, ήξερε πολύ καλά τι έκανε ο Επικατάρατος, και πήρε μαζί του στο Βατικανό όχι χριστιανούς μα μουσουλμάνους πρόσφυγες, ίνα πληρωθή το ρηθέν διά Σεραφειμίου του Προφήτου, πως ο εν λόγω με τις θλιβερές ορντινάτσες του είναι και οι τρεις «παρακολουθήματα του Σόρος» και «του σχεδίου του να εποικίσει την ευρωπαϊκή ήπειρο με μουσουλμανικούς πληθυσμούς»!

Όπερ έδει δείξαι!

buzz it!

16/4/16

Το τέλος ενός ειδυλλίου

(Εφημερίδα των συντακτών 16 Απρ. 2016)



Και ξαφνικά, σαν με το πάτημα ενός κουμπιού, άλλαξε άρδην το τοπίο. Πάνε τα λουλούδια και τα ροζ σύννεφα, οι εθελοντές και αλληλέγγυοι στην πρώτη γραμμή…, αυτοί που ακούραστοι και με θυσίες οικονομικές χτίζουν την Ελλάδα της αλληλεγγύης, η οποία δείχνει τον δρόμο στην Ευρώπη, και πάει γραμμή για το τρίτο της Νόμπελ, της ειρήνης τη φορά αυτή…

Η μηχανή του χρόνου μάς γύρισε κάτι μήνες πίσω, κανάλια και παρουσιαστές βρήκαν τον παλιό και γνώριμό μας εαυτό τους. Λύτρωση. Πολύ είχε κρατήσει η καταπίεση, η αυτοσυγκράτηση, η ανοχή. Τώρα οι αλληλέγγυοι, ντόπιοι και ξένοι, έγιναν αυτομάτως και συλλήβδην κάτι ύποπτο εξ ορισμού, σκοτεινό, καθοδηγούμενο. Η αλληλεγγύη ξανάγινε λέξη με αρνητικό πρόσημο, στη χωματερή της εποχής, μαζί με άλλες ρυπαρές, ανάρμοστες λέξεις, όπως ανθρωπισμός κτλ. Κι εκεί που πρώτα οι άγγελοι αλληλέγγυοι βοηθούσαν όπου δεν έφτανε η πολιτεία, τώρα υποκαθιστούν την πολιτεία, τις αρχές, αλωνίζουν ανεξέλεγκτοι –και τολμούν επιπλέον να μην απαντούν στις ανακρίσεις των τηλερεπόρτερ, με πρώτους του Άλφα, να μην τους λένε ούτε τ’ όνομά τους ή πού βρήκανε τα χρήματά τους («Είπατε θα μείνετε δύο μήνες. Πού τα βρήκατε τα χρήματα;» ρώτησε μιαν Αμερικανίδα η δαιμόνια ρεπόρτερ του Άλφα, περιμένοντας προφανώς «ομολογία» πως της τα έδωσαν οι ξένες μυστικές υπηρεσίες ή ο Σόρος…).

Όμως το θέμα ουσιαστικά δεν ήταν οι αλληλέγγυοι. Οι αλληλέγγυοι ήταν το φίλτρο, το ανάχωμα, αυτό που έκρυβε και προστάτευε τους πρόσφυγες, αυτό που διάβαζε φωναχτά τη δυστυχία τους, τόσο φωναχτά που δεν γινόταν να μην τους ακούσουν οι άλλοι, εμείς, η κοινωνία, τα μίντια, και έτσι να σωπάσουν. Κι όχι μόνο: να καταλάβουν, να συμπαθήσουν, ν’ αρχίσουν να πιστεύουν πως συμπάσχουν ή και όντως να συμπάσχουν. Ώσπου άρχισαν να φωνάζουν και τα δικαιώματα των προσφύγων, σ’ εμάς και στους ίδιους τους πρόσφυγες, πριν ακόμα φτάσουμε στην «επίσημη» καταπάτησή τους, με την συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας κτλ. –για να μην πω με την ίδια τη διάκριση ανάμεσα σε πρόσφυγες και μετανάστες.

Δεν φώναζαν μόνο οι αλληλέγγυοι, φώναζε και η Διεθνής Αμνηστία και άλλοι διεθνείς οργανισμοί, φώναζαν κι εδώ άλλες, έστω ασύντακτες, αριστερές φωνές. Το χειρότερο: φώναζαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες. Παραήταν αυτό. Καλά θαλασσοδαρμένοι και μες στις λάσπες, ικέτες της φιλανθρωπίας μας, ευγνώμονες εξαθλιωμένοι· μα να σηκώσουνε κεφάλι; Αντί να περιορίζονται στην ελεημοσύνη, να προβάλλουν αξιώσεις και δι-και-ώ-μα-τα;

Είχαν αρχίσει οπωσδήποτε και κρούσματα παραβατικότητας, μηδενικά ώς πρόσφατα (κάποιος καπετάνιος από τα πλοία που μετέφεραν πρόσφυγες δήλωνε πως ούτε καρφίτσα δεν χάθηκε, ενώ όταν μετέφερε φορτηγά με συμπατριώτες μας στην Ιταλία εξαφανίζονταν πετσέτες και μπουρνούζια), ελάχιστα σε ποσοστό και τώρα, ελαχιστότατα με δεδομένες τις πρωτοφανούς εξαθλίωσης και απελπιστικά αδιέξοδες συνθήκες (να θυμηθούμε τις πρωτιές σε δείκτες εγκληματικότητας των ομοεθνών μας στην Αμερική, πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα;): η χαρά πια των καναλιών, νά τα ρεπορτάζ με αγανακτισμένους κατοίκους-θύματα κλοπών στην Ειδομένη και αλλού, ρεπορτάζ για την κατά 300-600% αύξηση σε πωλήσεις όπλων, χώρια οι υγειονομικές βόμβες, χώρια ο σχεδιασμένος εξισλαμισμός κτλ.

Είναι φανερό, και αναμενόμενο: η αντοχή και μαζί η ανοχή εξαντλούνται. Πολύ κράτησε το φιλάνθρωπο πνεύμα, τι θα τους κάνουμε πια όλους αυτούς, που αρχίσαν και φαγώνονται αναμεταξύ τους και βγάζουν και μαχαίρια, ιδού λοιπόν το εγκληματικό ένστικτο των κατώτερων πολιτισμών και θρησκειών, το πολεμόχαρο ντιενέι του Ισλάμ, καλά τα λέγανε η Σώτη και ο Τάκης, άσε ο Θέμος κι ο Φαήλος, τώρα τι γίνεται! Όμως το θέαμα της δυστυχίας είναι ισχυρό ακόμα, ας μην τον βγάλουμε ακόμα απ’ το κουτάκι όπου τον κλείσαμε τόσον καιρό τον ρατσισμό, πρέπει να εξακολουθήσουμε να δείχνουμε ανεκτικοί, είναι κι αυτό το Νόμπελ βλέπεις… Κι εξάλλου, εντάξει, δεν είναι όλοι δα κακοί, κάποιοι πυρήνες μόνο, και κάτι άλλοι που τους υποκινούν, κάποιοι που παριστάνουν τους αλληλέγγυους.

Κι από το «παριστάνουν», «κάποιοι», φτάνουμε σιγά σιγά στο όλοι, αδιακρίτως. Κι αρχίζει το κυνήγι μαγισσών, τα ρεπορτάζ που λέγαμε, με πλήθος Πουαρό και μουσική υπόκρουση θρίλερ. Γιατί οι αλληλέγγυοι είναι, βλέπεις, ο «επιτρεπόμενος» εχθρός: ο εχθρός, εννοώ, που επιτρέπεται να έχουμε, όσο εμποδιζόμαστε ακόμα να εκδηλώσουμε ελεύθερα την ξενοφοβία και τον λανθάνοντα έστω ρατσισμό μας.

Είναι η ένοχη συνείδησή μας!

Όμως, προσοχή, το τέλος του ειδυλλίου με τους αλληλέγγυους είναι το τέλος του ειδυλλίου με τους πρόσφυγες: η αγανάκτηση με τους αλληλέγγυους, συνταγμένη πίσω από αστόχαστες ή και όντως ύποπτες ενέργειες αγνώστων, κρύβει, καμουφλάρει την αγανάκτηση για το όλο πρόβλημα, τους πρόσφυγες τους ίδιους.

Δεν είναι τυχαίο πως, με την αλλαγή του τοπίου, το νόημα το ’πιασαν πρώτοι, και πήραν το σύνθημα, οι Χρυσαυγίτες. Καλή αρχή.



ΥΓ. Αξίζει να παρατηρήσουμε πώς υποχώρησε ο κοινόχρηστος ώς τώρα όρος εθελοντές και επικράτησε ο όρος αλληλέγγυοι, με τις αριστερές συνυποδηλώσεις του –και κάποιες αρνητικές μνήμες, από την Υπατία λόγου χάρη!

buzz it!

9/4/16

Ιδεολογικός αμοραλισμός, κυνισμός, κιτρινισμός

(Εφημερίδα των συντακτών 9 Απρ. 2016)


«Κεντέρης! Κεντέρης!» όλοι θυμόμαστε τη μυριόστομη ιαχή, στον τελικό των 200 μέτρων στην Ολυμπιάδα του 2004, έκφραση οργής για τον αποκλεισμό του περίφημου δρομέα από τους αγώνες και εντέλει αποδοκιμασία των άλλων αθλητών. Παλιά ιστορία: τα μετάλλια να ’ρχονται, τα κύπελλα, οι τίτλοι, τα ρεκόρ, αδιάφορο αν είναι κάλπικα, στημένα: «Σάμπως οι άλλοι είναι καθαροί;» υπονοείται πάντοτε, ή λέγεται απερίφραστα, γράφεται μάλιστα συχνά, σε μια προκλητική επίδειξη κυνισμού και αμοραλισμού, την ίδια ώρα που το άλλο χέρι γράφει μεγαλόστομες κοινοτοπίες για το ευ αγωνίζεσθαι, το ολυμπιακό ιδεώδες κτλ.

Πιο πρόσφατη ιστορία, σχεδόν ή και τελείως ξεχασμένη, το ρατσιστικό τουίτ της Βούλας Παπαχρήστου και ο αποκλεισμός από τους Ολυμπιακούς του ’12, ιστορία που πήγε λίγο ν’ ακουστεί, τώρα με το χάλκινο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Κλειστού Στίβου στο Πόρτλαντ, μα πάλι σκεπάστηκε από τις ιαχές των πιστών της Συγνώμης. Η επιτυχία της Παπαχρήστου ήταν μεγάλη, ο θόρυβος ελάχιστος, που μάλιστα προκλήθηκε κυρίως από τους «υποστηρικτές» της, και πάντως δεν βγήκε έξω από τον κύκλο της αθλητικογραφίας. Το καπάκι ξανάκλεισε γρήγορα, την ώρα που θα διαβάζονται αυτές οι γραμμές θα ’χουν περάσει κάπου 20 μέρες από τον όποιο θόρυβο, αξίζει όμως να επιμείνουμε, γιατί το θέμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό και ξεπερνάει τη μικροϊστορία της εκάστοτε Παπαχρήστου και τη δική μας.

Κάποια αυτονόητα, πριν προχωρήσουμε: δεν ζητάει κανείς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων από τον καλλιτέχνη που μας συγκινεί, από τον συγγραφέα που μας ταξιδεύει, κ.ο.κ. Γιατί το έργο εντέλει μένει, το έργο του Πάουντ έμεινε, του Σελίν, του Μαρινέττι, του Κνουτ Χάμσουν, πέρα από τις φασιστικές ιδέες που υπηρέτησαν. Αυτή όμως η γνώση δεν αναστέλλει την ανυποχώρητη κριτική και τον ιδεολογικό αγώνα απέναντι στον οσοδήποτε μεγάλο καλλιτέχνη, συγγραφέα κτλ. του καιρού μας, ιδίως αν επιδεικνύει ο ίδιος την πολιτικοϊδεολογική ταυτότητά του: αν μη τι άλλο, πρόκειται για στοιχειώδη άμυνα, όταν έχουμε να κάνουμε με συγκεκριμένη, επιθετική έως καθαρά εγκληματική πολιτική και ιδεολογία, όπως η φασιστική.

Τα ίδια θα μπορούσαν να ισχύουν και για αθλητές, έστω και μόνο για τις χαρές που μας δίνουν: δεν ζητάμε, εννοώ, πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, εκτός κι αν μας το τρίψουν στα μούτρα οι ίδιοι.

Φτάσαμε στη Βούλα Παπαχρήστου, που ένα ρατσιστικό ανέκδοτο, σε δημόσια θέα, στο τουίτερ, της κόστισε τον αποκλεισμό από τους Ολυμπιακούς του ’12. Εξανέστησαν τότε οι «Κεντέρης! Κεντέρης!», ο Σταύρος Θεοδωράκης έγραψε άρθρο με τίτλο: «Έλεος, υποκριτές», ο Διονύσης Τσακνής έγραψε ανοιχτή επιστολή συμπαράστασης («Βούλα, παιδί μου», «μάτια μου»), όλοι υπερασπίστηκαν το «μικρό κορίτσι» των 23 ετών, που «ένα ασήμαντο λάθος έκανε», για το οποίο εξάλλου ζήτησε συγνώμη. Παράβλεψαν όλοι πως δεν ήταν ουρανοκατέβατο και ορφανό το «απλό ανέκδοτο»: είχε από κοντά και μια φωτογραφία μ’ ένα 45άρι όπλο και επιγραφή «Μολών λαβέ», ένα βίντεο με τίτλο «Γάμα τον κωλότουρκο», μια στενή σχέση με τον Κασιδιάρη, πάλι σε δημόσια θέα, και μια δημόσια υποστήριξή του (π.χ. για το χαστούκι στην Κανέλλη) και άλλα, που μαρτυρούσαν σαφή ιδεολογική στάση.

Τώρα η Παπαχρήστου ξαναγύρισε νικήτρια στον στίβο. Και κανένας δεν θυμήθηκε το προκλητικό παρελθόν της (μόνο ένα καίριο άρθρο είδα στο ίντερνετ από τον Κωνσταντίνο Αμπατζή, «Δεν ξέχασα μόνο εγώ ποια είναι η Βούλα Παπαχρήστου, δυστυχώς»). Έστω περασμένα, ξεχασμένα. Διαβάζω όμως εδώ για την Παπαχρήστου, που «χόρεψε σαν ελκυστική νεράιδα», αγνοώντας «όσους θα τη χαρακτήριζαν οπισθοδρομική» (Σπ. Τσάμης, «Φλόγα και πίστη! Σ’ ευχαριστούμε, Βούλα», 21/3)! Θα μπορούσε να λείπει η υπαινικτική τελευταία φράση, και μάλιστα με τα «όσους θα…» και «οπισθοδρομική», φράση που αποτυπώνει έναν ιδεολογικό αμοραλισμό και συνιστά ουσιαστικά πρόκληση, μπροστά στην οποία οφείλουμε να αμυνθούμε.

Δεν δημοσιεύτηκε τίποτ’ άλλο στην εφημερίδα (αλλά και γενικότερα, ξαναλέω), λ.χ. αντίδραση κάποιου αναγνώστη, κάτι που να δικαιολογεί ένα σχόλιο που ακολούθησε σε δύο μέρες, στη στήλη με τον (εύγλωττο) τίτλο «Αβάδιστα» και την υπογραφή: manE. Αντιγράφω (και υπογραμμίζω): «Ερώτησις: Όλοι εσείς που σκούζετε και κραυγάζετε για την παγκόσμια πρωταθλήτρια Βούλα Παπαχρήστου και το –λέτε πολλοί– ρατσιστικό παρελθόν της, τι ακριβώς θέλετε; Τι ακριβώς επιδιώκετε; Τίνι τρόπω θα κορεστεί η ανθρωποφαγία σας; Έσφαλε, πλήρωσε, επανήλθε, τα έδειξε και κρέμασε το μενταγιόν… Τίποτα άλλο;»

Αρνούμαι να δεχτώ αυτό το β΄ πληθυντικό πρόσωπο που με περιέχει, που μου απευθύνεται, μ’ αυτόν τον τσαμπουκά και τη λεκτική βία, από το «σκούζετε» ώς το μαγκίτικο «κρέμασε το μενταγιόν» και ιδίως «τα έδειξε» (εννοείται: τ’ αρχίδια που έχει!), με το ιταμό κλείσιμο «Τίποτα άλλο;»

Ξαναδιαβάζω, και σαν να έχω στ’ αφτιά μου τη βορβορώδη φωνή του Στέφανου Χίου. Και σκέφτομαι πως, ναι, όλα ιδεολογία είναι, όλα αγώνας ιδεών. Που δεν πρέπει να σταματάει ποτέ.

buzz it!

2/4/16

Το «Χρηστικό Λεξικό» της Ακαδημίας που τόλμησε (β΄)

(Εφημερίδα των συντακτών, 2 Απρ. 2016, εδώ με μικροπροσθήκες και σημειώσεις)


Τρία μεγάλα λεξικά μέσα σε 16 χρόνια είναι σίγουρα πλούσια σοδειά: 1998, το Λεξικό Μπαμπινιώτη (ΛΕ.ΜΠ.) και έπειτα του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη (Λ.Ι.ΤΡ.), και 2014 της Ακαδημίας Αθηνών, με υπεύθυνο τον Χριστόφορο Χαραλαμπάκη (ΛΕ.Χ.).

Ο κύκλος δεν είχε αρχίσει ομαλά. Το πολλά υποσχόμενο ΛΕΜΠ, με τα ειδικά σχόλια μέσα σε πλαίσιο, τους πίνακες με κλιτικά παραδείγματα κτλ., περιείχε εντυπωσιακά σε όγκο λάθη, πάσης φύσεως, που άρχισαν να επισημαίνονται σε αλλεπάλληλα δημοσιεύματα, από ειδικούς επιστήμονες έως το σατιρικό Ποντίκι.

Από τα κεντρικά σημεία της κριτικής ήταν ο υπερβολικά ρυθμιστικός χαρακτήρας του (αλλά και ιδεολογικά χρωματισμένος, με εθνοπατριωτικά έως φυλετικά παραδείγματα και θρησκευτικές εμμονές) και η (αντιεπιστημονική, ειδικότερα αντιγλωσσολογική) επανεισαγωγή ορθογραφήσεων που χάνονταν στους αιώνες, όπως αγώρι, ρωδάκινο, τσηρώτο, τιττυβίζω, ή που δεν είχαν καν υπάρξει, όπως αίολος (αντί για έωλος) κ.ά. Με τα χρόνια, από έκδοση σε έκδοση, ώς την 4η του 2012 και με αρκετές ανατυπώσεις ενδιαμέσως, συν τα διάφορα επιμέρους λεξικά (Ορθογραφικό, Για το σχολείο και το γραφείο κ.ά.), σίγουρα πολλά λάθη διορθώθηκαν, άλλα πάντα ελπίζει κανείς πως κάποτε θα διορθωθούν, όπως η χρονιά της Γαλλικής Επανάστασης, που ακόμα εμφανίζεται να έγινε το 1769 (λ. Βαστίλλη), τα ομώνυμα, που συγχέονται με τα συνώνυμα (!), και άλλα, που δεν είναι της ώρας να σημειωθούν εδώ,[1] ενώ η φιλόδοξη ορθογραφική «επανάσταση» επιχειρεί σιγά σιγά να συμβιώσει με την επίσημη, σχολική ορθογραφία –ώσπου κάποιο από τα λεξικά έφτασε να διαφημίζεται, στο εξώφυλλο κιόλας, πως είναι «σύμφωνο με τη σχολική ορθογραφία».

Φιάσκο επιστημονικό, από μιαν άποψη, καθώς μάλιστα, παρά την τεράστια εμπορική επιτυχία του λεξικού αλλά και την υπερπροβολή του αναντίλεκτα επικοινωνιακού λεξικογράφου, ελάχιστα έμειναν σε χρήση, όπως το πόσω μάλλον ή ο παραπανήσιος –ούτε ρωδάκινα ούτε τσηρώτα και τιττυβίσματα. Η σύγχυση ωστόσο παραμένει, αν δεν επιτείνεται κιόλας, με νέες παλινωδίες (τυπικά νόμιμες αναθεωρήσεις): η λ. νινί φερειπείν, που δινόταν αρχικά: νηνί, αποκαταστάθηκε στην κοινόχρηστη μορφή της: νινί, ενώ αντίθετα ο αρχικά κουτός σε κάποια φάση έγινε κουττός, το ένα λεξικό έχει μαντήλι, το άλλο μαντίλι κ.ο.κ.

Την ίδια χρονιά ακολούθησε το έγκυρο ΛΙΤΡ, που όμως σαν να χάθηκε μέσα στον επικοινωνιακό σάλο που είχε προκληθεί με το ΛΕΜΠ, και το περισσότερο που μπόρεσε ίσως να κάνει ήταν να βοηθήσει ακριβώς το ΛΕΜΠ να διορθώσει πολλές από τις ετυμολογήσεις του. Παράλληλα, αυτό που αποτελεί εχέγγυο της ποιότητας του ΛΙΤΡ, το όνομα του κορυφαίου γλωσσολόγου Μανόλη Τριανταφυλλίδη και του φερώνυμου Ινστιτούτου, εμφανίζεται σαν ένα είδος «στίγματος», από ανθρώπους που προφανέστατα δεν έχουν ανοίξει την εντυπωσιακά ευρύχωρη, και όχι μόνο για την εποχή της, Γραμματική Τριανταφυλλίδη, και μιλούν για «μαλλιαρισμό» ή «κατασκευασμένη δημοτική». Έμεινε έτσι στο περιθώριο ένα αξιόπιστο, αυτήν τη φορά, εργαλείο, που επιπλέον δεν κατάφερε να ανανεωθεί, έπειτα από την πρώτη έκδοσή του.

Από την άποψη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία η έκδοση του ΛΕΧ, που με το κύρος της Ακαδημίας, ενός κατά παράδοση συντηρητικού θεσμού, έρχεται καταρχήν να θεραπεύσει την ορθογραφική αταξία που προκλήθηκε με το ΛΕΜΠ. Ακόμα σημαντικότερο είναι ότι το ΛΕΧ, στους αντίποδες του άκρως ρυθμιστικού ΛΕΜΠ, προχωρεί και εκεί που δεν τόλμησε λ.χ. το ΛΙΤΡ, και ενσωματώνει, όπως έγραφα και την περασμένη φορά, πολλά κοινόχρηστα «λάθη», δίνοντας διπλή ορθογραφία (και προκρίνοντας προφανώς την πρώτη): ακριτομυθία & ακριτομύθια, εφήβαιο & εφηβαίο, δικλείδα & δικλίδα, καθίκι & καθοίκι, συγγνώμη & συγνώμη. Ανάλογα, διπλή γραφή δίνει και για αμφιλεγόμενες περιπτώσεις, ή άλλες, που δεν έχουν οριστικοποιηθεί στη χρήση: ενόψει & εν όψει, εξάλλου & (σπάν.) εξ άλλου,[2] επιτόπου & (λόγ.) επί τόπου, κατεξοχήν & κατ’ εξοχήν, καταρχάς (λόγ.) & (λογιότ.) κατ’ αρχάς, καταρχήν & (λόγ.) κατ' αρχήν,[3] κτίριο & κτήριο, παραπανίσιος & παραπανήσιος, χειρούργος & (επίσ.) χειρουργός κτλ.

Αυτή και μόνο η αρχή συνιστά μείζονα αρετή του ΛΕΧ, όσο κι αν μπορεί κανείς να μη συμμερίζεται ορισμένες ιεραρχήσεις, όπως: καινούργιος & καινούριος, μελαμψός & μελαψός (ΛΕΜΠ μελαμψός, ΛΙΤΡ μελαψός & μελαμψός), εν τέλει & εντέλει (που χρειάζεται πάντως ξεχωριστό λήμμα, κι όχι ενσωμάτωση στο λ. τέλος), α λα & αλά [αλά γαλλικά κ.ο.κ.] (ΛΙΤΡ αλά, ενώ το ΛΕΜΠ έχει δύο ξεχωριστά λήμματα, με το ίδιο ερμήνευμα: αλά, και αποκάτω: α λα, επειδή το ένα είναι απ’ το ιταλικό alla και το άλλο απ’ το γαλλικό à la!), ενώ στο καταπώς & κατά πως η γραφή με δύο λέξεις μοιάζει υποχώρηση στην καθαριστική τάση της εποχής, που φτάνει να χωρίζει λέξεις που ήταν πάντοτε μία, όπως το διό και το εξαπίνης, ακόμα και το κατεπείγον («κατ’ επείγον»!) ή το κατόπιν («κατ’ όπιν»!).[4]

Σ’ αυτό πάντα το πλαίσιο, και μ’ όλη μου την προσωπική αλλεργία, βρίσκω χρήσιμη την ιδέα να σημειώνεται σε παρένθεση η γραφή σε πολυτονικό, με την ένσταση ότι, αφού πρόκειται για λεξικό της νεοελληνικής, θα έπρεπε να ακολουθείται το πολυτονικό που γραφόταν ήδη από Τριανταφυλλίδη ώς πρόσφατα, με οξεία δηλαδή ο μύθος, η γλώσσα, το κύμα κτλ., και όχι με περισπωμένη.

Ξεμάκρυνα όμως με τα σχολαστικά, απ’ τη σκοπιά ενός επαγγελματία χρήστη απλώς, σχολαστικά που τελειωμό δεν έχουν.

Ας μείνω στον χαιρετισμό ενός λεξικού που είναι εκ των πραγμάτων το πιο ενημερωμένο, διαθέτει, όπως ξανάγραφα, το πλουσιότερο λημματολόγιο (75.000 λήμματα· ΛΕΜΠ 65.000· ΛΙΤΡ 50.000), και εμφανίζεται απροσδόκητα τολμηρό και στη λημματολόγηση, π.χ. με τους νεολογισμούς που καταγράφει,[5] και ιδιαίτερα στην ενσωμάτωση κοινόχρηστων τύπων και αποκλίσεων, κατά τα διδάγματα της πιο σύγχρονης επιστήμης. Ένα λεξικό απ’ το οποίο ελπίζουμε πολλά.



[1] «Ένα λεξικό που χρειάστηκε δύο εκδόσεις για να ανακαλύψει την κίσσα και τον ευμεγέθη ενώ είχε λήμματα υπεκκαίω και σαμπόδρομος, ή έδινε, όπως είπαμε, για υποκοριστικά τού Κυριάκου την Κούλα και την Κίτσα, δύσκολα πείθει πως μπορεί να βελτιωθεί ουσιαστικά» έγραφα πριν από δέκα περίπου χρόνια (Τα Νέα 17.2.2007)· έπειτα από άλλα τόσα, μ’ όλες τις βελτιώσεις απ’ τη μια, αλλά και τις παλινωδίες απ’ την άλλη (βλ. αμέσως παρακάτω), παραμένει κανείς τουλάχιστον επιφυλακτικός.

[2] Ενώ έχει με μία λέξη όσα έχουν ήδη μακρά και σχεδόν αδιατάρακτη πορεία, όπως εξαιτίας, εξαρχής, εξίσου, επιπλέον κτλ.

[3] Θεωρώ πως το καταρχάς και το καταρχήν θα έπρεπε να αναπτύσσονται σαν αυτόνομα λήμματα, και όχι μέσα στο λ. αρχή.

[4] Από πολύ παλιά το καταπώς γραφόταν με μία λέξη: έτσι το έχει ήδη το Μεγάλο του Δημητράκου (1950), ο Γεραλής (1965), που ακολουθεί ρητά τη Μεγάλη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη, ο Βοσταντζόγλου στο Ορθογραφικό του (1967· ενώ με δύο στο Αντιλεξικό του, 1962) και ο Κριαράς (1995). Με μία, καταπώς, το έχει και το ΛΕΜΠ (αλλά, χωρίς καμία σύνδεση, συσχετισμό ή παραπομπή, και με δύο, στο λ. κατά, με παράδειγμα, τη μία φορά: καταπώς τα λες, έχεις δίκιο, και την άλλη: κατά πώς λες, δεν πρέπει να ανησυχούμε!), ενώ όλως παραδόξως το ΛΙΤΡ, σε αντίθεση με τη δική του παράδοση, το έχει με δύο λέξεις, και όχι σαν αυτόνομο λήμμα, αλλά ενταγμένο στο λ. κατά. Θεωρώ όμως εντελώς απίθανο, με όσα σημείωσα ήδη, να ακολουθούν το ΛΙΤΡ οι (πάρα) πολλοί που το γράφουν τελευταία με δύο λέξεις, εξωθώντας έτσι το ΛΕΧ να θεωρήσει και αυτή την περίπτωση αμφιλεγόμενη, ή ότι δεν έχει πάντως κριθεί.

[5] Για τα νεότερα ή λιγότερο οικεία απροσάρμοστα, όπως μπλουτούθ, ντεμαράζ, χάρντμπορντ, ρινγκτόουν, χαντς φρι, ντιούτι φρι, σόφτγουερ, χάρντγουερ (στα τρία τελευταία έχει προφανώς διαφύγει η προέλευση, όπως μπαίνει σε όλα τα άλλα, με την ξενική γραφή τους) κτλ., ίσως ήταν σκόπιμο να υπάρχει στο τέλος ένας κατάλογος που να τα δίνει στη γλώσσα τους, με παραπομπή στο κυρίως σώμα του λεξικού, π.χ. Bluetooth, βλ. μπλουτούθ κ.ο.κ., στο πρότυπο ακριβώς του πολύ χρήσιμου καταλόγου με «Λατινικές φράσεις και ξένα ακρωνύμια», όπου βρίσκουμε λόγου χάρη λήμμα: a priori, βλ. απριόρι κ.ά. 

buzz it!