25/12/15

Ομοφοβία και υπεραναπλήρωση - Ο Γεωργουσόπουλος τιμά τον Λούκο

(Εφημερίδα των συντακτών 24 Δεκ. 2015)


Ομοφοβία και υπεραναπλήρωση

Ιερώνυμος Μπος, Οι πειρασμοί του αγίου Αντωνίου (λεπτομ.)

«Εμείς οι παπάδες έχουμε πολλές νευρώσεις σχετικά με τον ερωτισμό. [...] Πιστεύω ότι οι αυστηρότεροι από εμάς τους κληρικούς στα θέματα της σεξουαλικής ηθικής είναι είτε πιο νευρωτικοί σε σχέση με τον ερωτισμό είτε κρύβουν τα περισσότερα και θέλουν να έχουν ένα άλλοθι. Εμφανίζονται δηλαδή αυστηροί για να μην επιτρέψουν στον απλό άνθρωπο να σκεφθεί πως αυτοί μπορεί να έχουν μια έντονη προσωπική ζωή, σχετική με αυτό που εξίσου έντονα καταδικάζουν…»

Λόγια του Φιλόθεου Φάρου, κληρικού που έχει σπουδάσει και διδάξει ποιμαντική ψυχολογία. Και που τον χρησιμοποιώ, ομολογώ, σαν ασπίδα, γιατί αν τα γράψουμε εμείς αυτά (και όχι μόνο για τους παπάδες, εννοείται), όσο κι αν αποτελούν στοιχειώδεις γνώσεις της ψυχολογίας, για να μην πω και της πιο κοινής εμπειρικής προσέγγισης, όλο και κάποια αγωγή μπορεί να καταφτάσει.

Να θυμηθούμε μόνο, ξεφεύγοντας από τις… σόκιν συνυποδηλώσεις των λόγων του Φ.Φ., και μια και βρισκόμαστε στα χωράφια της ψυχολογίας, πως αυτό το φαινόμενο, του «παραβατικού» που γίνεται αμείλικτος διώκτης των άλλων, συγγενεύει με τη λεγόμενη «υπεραναπλήρωση», όπου λ.χ. κάποιος που (θεωρεί ότι) μειονεκτεί σ’ ένα σημείο επιχειρεί να το διορθώσει με το απολύτως αντίθετό του. Έτσι, ένας ιερωμένος φερειπείν με ψιλή φωνή μπορεί να μιλάει με βροντώδη στόμφο, ή να ’χει «στριμμένο αγκάθα το μουστάκι του», ή ένας ροδομάγουλος δικηγόρος να πουλάει βαρύ αντριλίκι, μοιράζοντας μπινελίκια κι απειλές (και αγωγές, ας πούμε χάριν ομοιοκαταληξίας).

Δεν τίθεται βεβαίως θέμα υπεραναπλήρωσης όταν έχουμε να κάνουμε με πολύτεκνους, που η παραγωγικότητά τους τούς βάζει αυτομάτως στο απυρόβλητο. Και από την προνομιακή αυτή θέση, σαν ειδήμονες εξάλλου στο θέμα οικογένεια-παιδιά, μπορούν να έχουν λόγο στο σύμφωνο συμβίωσης και τα συναφή, όπως η ομοφυλοφιλία. Εξέδωσε λοιπόν ανακοίνωση η Ανώτατη Συνομοσπονδία Πολυτέκνων Ελλάδος, που καταλήγει ως εξής:

«Με το νομοσχέδιο αυτό ολοκληρώνεται θεσμικά από το Ελληνικό Κοινοβούλιο η ανατροπή της ανθρώπινης οντολογίας και φυσιολογίας, φαλκιδεύεται η ανθρώπινη  αξιοπρέπεια και απενοχοποιείται η παράχρηση των σωματικών οργάνων του ανθρώπινου είδους και επιχειρείται  να μεταβληθεί ο εν τιμή δημιουργηθείς άνθρωπος σε βοσκηματώδη ύπαρξη» (υπογράμμισα εγώ).

Όχι μόνο πολύτεκνοι, μα και πολυμαθείς: στον αέρα την άρπαξαν την πιο πρόσφατη ελληνικούρα του Ζουράρι, όταν μίλησε για τους «βοσκηματώδεις της ασυνεχείας», ενώ στα δάχτυλα την παίζουν τη ρητορική του αγίου Πειραιώς, που ακάματος, σε αλλεπάλληλες πύρινες εγκυκλίους, στηλιτεύει την «ανατροπή της ανθρώπινης οντολογίας και φυσιολογίας» (έτσι και στην τελευταία εγκύκλιό του) και πιο πολύ την «παράχρηση» των σωματικών οργάνων, π.χ. τον «σωλήνα αποβολής των ανθρώπινων περιττωμάτων» που χρησιμοποιείται σαν όργανο ηδονής κτλ.

Αλλά πάλι λερωθήκαμε…


Ο Γεωργουσόπουλος τιμά τον Λούκο

Ο έπαινος για τον Γιώργο Λούκο προέρχεται πιο πολύ από τους εχθρούς του παρά από τους ευγνώμονες αποδέκτες του έργου του.

Περιφανέστατο παράδειγμα, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, που γράφει στα Νέα (19/12) για την «τελείως αστήρικτη μυθοποίηση ενός κυρίου που ήρθε από το πουθενά», «ουρανοκατέβατος», «ένας αποτυχημένος έλληνας χορευτής που ξενιτεύτηκε 18 χρονών και εξελίχτηκε σε μάνατζερ [!] ενός [!!] μπαλέτου στη Λυών», ένας μη «φιλέλλην», άρα μισέλλην!

Τόσο αρκεί, τόσα αρκούν, αν δεν είναι κιόλας περιττά για όσους ξέρουν τον κ. Γεωργουσόπουλο, το ήθος και τα έργα του.

Αυτήν τη φορά μας ενδιαφέρει ο υπόρρητος κι όμως κινητήριος, θα έλεγα, λόγος του μένους του κατά του Λούκου, που είναι ότι, με τον αποκλεισμό των τακτικών θαμώνων του φεστιβάλ, κυρίως της Επιδαύρου, χάθηκε το «μεταφραστικό μονοπώλιό» του, έκλεισε δηλαδή η μεγάλη αγορά για τις μεταφράσεις του, εκεί που άλλοτε παίζονταν τρεις και τέσσερις ταυτόχρονα.

Όσο για το επίπεδο των μεταφράσεων του κ. Γεωργουσόπουλου («τις τραγικές μου μεταφράσεις» όπως ο ίδιος έγραψε κάποτε, σε χωλά ελληνικά μα κι από μιαν άποψη, λέω εγώ, αυτοκριτικά!) δεν μπορεί να γίνει λόγος τώρα εδώ. Παραπέμπω όμως στη διεξοδική κριτική ενός δεινού φιλολόγου, που με το ψευδώνυμο Τιπούκειτος εξετάζει ενδεικτικά αλλά διεξοδικά 20 στίχους από τον Αγαμέμνονα (http://tinyurl.com/jq3z9j7)· εκεί όπου ο Απόλλων γίνεται Παιάνας, μια θυσία που δεν συνοδεύεται από μουσική γίνεται «ανόσια», και η μνάμων (= η μνήμων) μήνις, η οργή που δεν ξεχνά, που αγρυπνά (ώστε να εκδικηθεί), γίνεται «οργή μακρόθυμη», κάτι που εξ ορισμού δεν θα μπορούσε να ’ναι! Και άλλα, πιο θηριώδη, για άλλη, μακάρι, φορά. (Αξίζει να σημειωθεί το εκπληκτικό το οποίο έχει διατυπώσει ο κ. Γεωργουσόπουλος, ότι σε κάθε του μετάφραση αφήνει σκόπιμα κι από ’να λάθος, παγίδα για όποιον επιχειρήσει να τον αντιγράψει! Φαίνεται όμως ότι στην πραγματικότητα «αφήνει» τόσα λάθη, ώστε να μη μείνει ούτε ένας παραπονεμένος!)

Υπάρχουν ωστόσο κι άλλες μεταφράσεις, άλλων, εγώ θα πω του Μαρωνίτη και του Μπουκάλα: καθίστε και συγκρίνετε, θα ’ναι γερή η σοδειά.

buzz it!

19/12/15

Όνειρο χειμερινής νυκτός - Σύντομο μουσικό-γλωσσικό για τον κ. Ζουράρι

(Εφημερίδα των συντακτών 19 Δεκ. 2015)



Όνειρο χειμερινής νυκτός

Από τις φυλακές Κορυδαλλού, όπου βρίσκεται έγκλειστος ο Γαρουφαήλ Κρανιδιώτης, έπειτα από τις πολλαπλές καταδίκες του με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο για τις κατά καιρούς εμπρηστικές δηλώσεις του και την προτροπή σε τέλεση πράξεων βίας, και ενώ μόλις του ασκήθηκε μήνυση για τη φωτογραφία που ανάρτησε τελευταία στο φέισμπουκ, τη σέλα μιας μοτοσικλέτας με ειδική θήκη για περίστροφο και σφαίρες, και με λεζάντα: «Καλή ιδέα», από τη φυλακή λοιπόν ο Γαρουφαήλ Κρανιδιώτης κατέθεσε μήνυση, με βάση ακριβώς τον αντιρατσιστικό νόμο, κατά του υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη, επειδή μίλησε για «εθνοκάθαρση» και όχι για «γενοκτονία» των Ποντίων. (Νά λοιπόν που στράφηκε εναντίον μας, όπως τα λέγαμε, το άρθρο 2 του αντιρατσιστικού νόμου, που πλήττει το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης.)

Στις φυλακές Βόλου όπου οδηγήθηκε με τη διαδικασία του αυτοφώρου ο δήμαρχος Βόλου Αχιλλέας Μπέος, έπειτα από την αναγγελία ίδρυσης πολιτοφυλακής κατά των «δημοκρατών του κώλου», που θα τους κάνει «ένα ρετούς στα μαγουλάκια τους», αυτός που «από το δικό του το χαστούκι φεύγει και το κράνος μαζί», στις φυλακές του Βόλου λοιπόν έμαθε ο Αχιλλέας Μπέος ότι τέθηκε επισήμως σε αργία, καθώς έχει παραπεμφθεί σε δίκη για διάφορα κακουργήματα. (Ζήτησε πάντως ο κ. Μπέος να ανασταλεί η απόφαση, γιατί θα επιφέρει «καίριο και ανεπανόρθωτο πλήγμα στην δημόσια εικόνα του ως δημάρχου, ενώ θα λειτουργήσει μειωτικά ως προς την εμπιστοσύνη με την οποία περιέβαλαν την υποψηφιότητά του και την προσωπικότητά του οι χιλιάδες των ψηφοφόρων στον Βόλο»!)

Στις φυλακές Κορίνθου, όπου εκτίει την πολύχρονη ποινή του ο αποσχηματισμένος από την Ιερά Σύνοδο, πρώην μητροπολίτης Καλαβρύτων Αμβρόσιος, πολυκαταδικασμένος κι αυτός για τη ρητορική μίσους με την οποία παρακινεί σε πράξεις βίας, στις φυλακές λοιπόν πληροφορήθηκε ο πρώην Καλαβρύτων τη νέα ποινική δίωξή του για τις νέες δηλώσεις του με τις οποίες παροτρύνει να φτύνουν τους ομοφυλόφιλους, αλλά και τους υποστηρικτές τους.

Από τις φυλακές… ο κατά συγχώνευση ισοβίτης…, και επίσης από ετών αποσχηματισμένος πρώην μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ, με διδακτορική διατριβή στην ομοφυλοφιλία…, από τις φυλακές… ο ξάφνου δημόσιο πρόσωπο Θάνος Τζήμερος…, στις φυλακές… η ισλαμολόγος Σώτη Τριανταφύλλου… που κατά συρροήν…, από τις φυλακές… ο όλο σάλια μπρος στα ξέκωλα Θέμος Αναστασιάδης… ο οποίος συστηματικά…, η…, ο… και ο…

Αντίθετα, βγήκαν από τη φυλακή οι επίσημοι αναθεωρητές του δωσιλογισμού και των ταγματασφαλιτών Νικόλαος Μαραντζίδης και Ευστάθιος Καλύβας, έπειτα από την αθωωτική απόφαση του Εφετείου, που δέχτηκε ότι ως πανεπιστημιακοί επιτελούν ιστορική έρευνα…

Μα ξύπνησα. Αχ, οι πειρασμοί της νύχτας και οι βρόμικες δουλειές του υποσυνείδητου!

Φταίει ίσως που κάπου διάβασα, και συμφώνησα, πως, σίγουρα, να καταργηθεί το άρθρο 2 του αντιρατσιστικού, αυτό με το οποίο, σίγουρα, κακώς δικάζεται ο όσο αναθεωρητής του ναζισμού Χάιντς Ρίχτερ (και με βάση το οποίο μηνύεται τώρα ο Ν. Φίλης!), όμως, ίσαμε να καταργηθεί, ας πάνε επιτέλους στα δικαστήρια κι ας καταδικαστούν όσο περισσότεροι αναθεωρητές και κήρυκες του μίσους γίνεται.

Ανόσιες σκέψεις…


Σύντομο μουσικό-γλωσσικό για τον κ. Ζουράρι

«Εγώ, όταν θέλω να απολαύσω Μπετόβεν, δεν πάω σαν χαζός νεόπλουτος στο Μέγαρο, εγώ, όταν θέλω να απολαύσω Μπετόβεν, παίζω Μπετόβεν στο πιάνο –το κατάλαβες, μικρή μου;»

Με αυτήν την ουρανομήκη ανοησία και τα υψωμένα φρύδια, λήμμα υπεροψία, κατατρόπωσε πριν από κάτι μήνες ο κ. Ζουράρις μια φουκαριάρα νεαρή τηλεπαρουσιάστρια.

Δεν ξέρω τι Μπετόβεν παίζει ο κ. Ζουράρις, όμως από θεωρία…

Όταν έγραφα για το σόου που έδωσε στη Βουλή, με την «τετραηχία» σολ-σολ-σολ-λα, σημείωνα σε παρένθεση πως τέτοιος όρος δεν υπάρχει, κι ούτε θα μπορούσε να είναι πιο λάθος. Καναδυό φίλοι αναγνώστες απλώς απόρησαν, ένας εξανέστη: «και από πότε δεν έχει το δικαίωμα να πλάσει κάποιος…, προκειμένου να εκφράσει…» κτλ.

Επανέρχομαι ευχαρίστως, μια και το «πλάσμα» του κ. Ζουράρι μαρτυρεί όχι μόνο ελλιπείς μουσικές, αλλά κυρίως γλωσσικές γνώσεις.

Για δύο όμοιες «τετραηχίες» έλεγε και ξανάλεγε με έμφαση ο κ. Ζουράρις, τραγουδώντας τις τέσσερις πρώτες νότες της «Συννεφιασμένης Κυριακής» και του «Τη υπερμάχω», για να αποδείξει τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού:  τέσσερις συνεχόμενες νότες, απλή ακολουθία. Τίποτε άλλο.

Τι λέει η γλώσσα; Πολυφωνία την ύπαρξη πολλών φωνών, που ακούγονται μαζί (όχι μόνο στη μουσική), τριφωνία τις τρεις φωνές, όταν συνηχούν, τετραφωνία τις τέσσερις κτλ. Όσο για ήχους, έχουμε π.χ. την οκταηχία (ή και πολυηχία) της βυζαντινής μουσικής, δηλαδή την ύπαρξη απλώς οκτώ διαφορετικών ήχων· «τετραηχία» θα είχαμε αν σε κάποιο μουσικό σύστημα υπήρχαν απλώς τέσσερις ήχοι –όχι νότες, φθόγγοι· ήχοι!

Έτσι η στοιχειωδέστερη ελληνική γλώσσα, έτσι κι η μουσική.

Καλό Μπετόβεν, κύριε Ζουράρι.

buzz it!

13/12/15

Ο Σολ-σολ-σολ-λά και ο Σους - Κιτς γκουρμέ

(Εφημερίδα των συντακτών 12 Δεκ. 2015)


Ο Σολ-σολ-σολ-λά και ο Σους


Ακούστε την αρχή της 40ής συμφωνίας του Μότσαρτ, ακούστε και το «Ήλιε μου, ήλιε μου, βασιλιά μου» του Χατζιδάκι: κοντά 200 χρόνια τα χωρίζουν, κοντά 200 χρόνια τα ενώνουν, αποδεικνύοντας την αδιάσπαστη συνέχεια του αυστριακού και του ελληνικού γένους.

Ή ακούστε τις λαϊκές επιτυχίες του 1950-60, π.χ. τη θρυλική «Μαντουβάλα» του Καζαντζίδη και το «Καρδιά μου καημένη» του Μπάμπη Μπακάλη, μαζί με τις Ινδές συγγένισσές τους, για να διαπιστώσετε τώρα την ταύτιση ελληνικού και ινδικού πολιτισμού… Και ούτω καθεξής.

Αρκετά παίξαμε, ας δούμε τον άλλο, που βγήκε τάχα σοβαρός στη Βουλή των Ελλήνων, και στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό σερβίρει μια –«ποιητική», αν θέλετε, μα τίποτα παραπάνω– ιδέα του Μίκη, που την υιοθέτησε και την περιφέρει από δω κι από κει, καιρό τώρα. Τραγουδάει λοιπόν τέσσερις μόλις νότες: σολ-σολ-σολ-λα («τετραηχία» τις είπε και τις ξανάπε, όρο ανύπαρκτο, που πιο λάθος δεν γίνεται στην περίπτωση αυτή!), ίδιες στο «Τη Υπερμάχω» και στη «Συννεφιασμένη Κυριακή», για να θριαμβολογήσει πως τα 1.400 χρόνια που χωρίζουν τα δύο αυτά «τραγουδάκια» ταυτόχρονα τα ενώνουν, ενάντια «στους βοσκηματώδεις της ασυνέχειας»!

Αν θυμηθούμε και τη συμβολή του στη συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης, όπου εμφανίστηκε μ’ ένα σχολικό βιβλίο δεκαετίας, για να καταγγείλει πως η προστακτική διδάσκεται τάχα με οδηγίες για τη χρήση καφετιέρας («Ο ημιμαθής προχειρολόγος κύριος Ζουράρις» έγραφα εδώ, 19/9), σαν να στέρεψε από ιδέες ο διεκδικητής του θρόνου του Άδωνη.

Του οποίου Άδωνη ο αδερφός, μια και μιλάμε περί συνεχείας, ο Λεωνίδας, νέο αίμα, πώς να το κάνουμε, τον βάζει τον Ζουράρι να φάει τη σκόνη του:

«Εκεί που το διάβαζα αυτό, δεν ήθελα να πάω παρακάτω, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ήθελα να σταματήσω και να σκεφτώ, τι είναι αυτός ο Σους, αυτό το όνομα» αναρωτιέται ο Λεωνίδας. «Υπήρχε ένας ένδοξος Λάκων, ονομαζόταν Σους, κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι το έχω ξανακούσει, καταλαβαίνετε; [...]

»Και ξεκινάω την ημέρα μου με αυτή τη σκέψη, [...] τι να σημαίνει Σους; Και πού το έχω ξανακούσει; Ποιος άλλος λεγόταν Σους, και τον ξέρω; Και κατά τη διάρκεια της ημέρας, μου ’ρθε η φλασιά, που λένε. Φυσικά, η λέξη Ιησούς. Ο Ιησούς περιλαμβάνει αυτούσιο αυτό το όνομα, ναι, έχω ξανακούσει το όνομα Σους, στη λέξη Ιησούς».

Σολ-σολ-σολ-λά; Μπα. Λα-λα-λα-λά.


Κιτς γκουρμέ

Από τις πιο εφιαλτικές παιδικές αναμνήσεις, καλοκαίρι στο χωριό του πατέρα μου, η καλή μου γιαγιά και η ακόμα πιο καλή μου μάνα σφάζουν μια κότα, μαχαίρι, αίματα, ενώ το ακέφαλο σώμα ξεφεύγει από τα χέρια τους, αναπηδάει ζωντανό ακόμα, τέλος δίνει μια, και τινάζεται πέρα στον τοίχο! Παραταύτα, κρέας έτρωγα, και τρώω, λιγοστό και μίζερα, πάντως τρώω.

Αργότερα πολύ, μεγαλοσάββατο, αραχτή η παρέα στον περιέργως άδειο Αρίωνα, στο λιμάνι της Πάτμου, ακούμε ξαφνικά ένα σπαραχτικό μωρουδίσιο κλάμα, εντυπωσιακά δυνατό, ιδίως μες στη μεσημεριάτικη ησυχία, ασταμάτητο, εφιαλτικό: σε λίγο δένει σχεδόν μπροστά μας μια βάρκα, μέσα ο βαρκάρης κι ένα πρόβατο, προφανώς επί σφαγήν. Το σοκ ήταν φοβερό, όταν συνειδητοποιήσαμε την πηγή του μωρουδίσιου κλάματος, που δεν σταματούσε: όμως, οφείλω να ομολογήσω ότι αρνί δεν έφαγα, μόνο επειδή έβγαλα, όπως συνήθιζα, όλη τη μέρα του Πάσχα στη θάλασσα.

Λογικά δεν έχω τι να απαντήσω, αλλά σχεδόν με εξαγριώνει ο εύκολος λόγος περί υποκρισίας για όποιον φρικιά στο θέαμα της σφαγής ζώου, κι όμως εξακολουθεί και τρώει κρέας.

Και η φρίκη, όσο κι αν έχει, κακά τα ψέματα, διαβαθμίσεις, ανάλογα με το ζώο, παραμένει φρίκη, κι όχι μόνο απέναντι στην ίδια την πράξη, αλλά και στην απεικόνισή της, λ.χ. στον κινηματογράφο.

Γίνεται όμως κάποτε η φρίκη αγανάκτηση, απέναντι στην τζάμπα απεικόνιση, πού, σε εστιατόριο αίφνης: εντάξει, όχι απεικόνιση σφαγής, όμως κοντά είμαστε!

Κατά το Αθηνόραμα λοιπόν (19-25/11), σε εστιατόριο όπου τρώνε κάθε φορά μόνο 12 εκλεκτοί γύρω από ένα τραπέζι, μια «πολυαισθητική περφόρμανς [...], εκτός από τη γεύση, εμπλέκει και τις υπόλοιπες αισθήσεις στη διαδικασία του τρώγειν» (σιγά που θα ’λειπε το απαρέμφατο!). Στο θέμα μας:

«Στους τοίχους προβάλλεται ένα χιονισμένο δάσος, το μαχαίρι ιδρώνει καθώς ζεσταίνεται σιγά σιγά, ακούγεται μια τουφεκιά, ο σερβιτόρος φωνάζει “το πέτυχε”, στο τραπέζι εμφανίζονται πιτσιλιές από αίμα και το πιάτο με άγρια μανιτάρια τροφαντά και τρυφερά, λαγόχορτο και αγριογούρουνο μαγειρεμένο εν κενώ…»

Πείτε με, κατά τα ανωτέρω, υποκριτή, όμως για «ηθική εν κενώ» μου ’ρχεται να πω.

Παραπάει; Να πούμε απλώς κιτς, ή σκέτη ανοησία; Όμως ποτέ δεν είναι αθώα η ανοησία, ούτε ακίνδυνη.

buzz it!

5/12/15

Αμέριμνοι μυθοχάφτες ή δόλιοι μυθοπλόκοι

(Εφημερίδα των συντακτών 5 Δεκ. 2015)



«Το μετριοπαθές Ισλάμ είναι ένας μύθος» διατρανώνει με γιγάντια γράμματα ο τίτλος σε ολόκληρη σελίδα της μεγαλόσχημης, και κυριολεκτικά εδώ, κυριακάτικης Καθημερινής (29/11). Η Σώτη Τριανταφύλλου, σε συνέντευξή της, επανέρχεται στις γνωστές μισαλλόδοξες, μισάνθρωπες γενικότερα, ισλαμοφοβικές ειδικότερα, απόψεις της. Απόψεις που ανάβουν κάθε φορά φωτιά στο διαδίκτυο, όχι όμως τόσο στα ΜΜΕ, που τη δεξιώνονται ευχαρίστως: πρώτη στη σειρά εκπροσώπησε τους «ανθρώπους των γραμμάτων», όπως τους ανάγγειλε η κ. Τρέμη στο δελτίο του Μέγκα, την επομένη των επιθέσεων στο Παρίσι, για να μας χαρίσει το μνημειώδες: «το Ισλάμ είναι ενδογενώς πολεμοχαρές». Ενώ ταυτόχρονα δημοσίευσε σχετικό κείμενο στη διαδικτυακή έκδοση της Athens Voice (14/11).

Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν, και Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, θα μπορούσε να της αντιτάξει κανείς, στο ίδιο επίπεδο, τον λόγο του ιδρυτή του χριστιανισμού, και φυσικά την πράξη των πιστών του, από τον λιθοβολισμό της Υπατίας ώς τις Σταυροφορίες κτλ. Αλλά δεν έχει νόημα να αντιπαραταχτεί κανείς στο ίδιο επίπεδο, έτσι αφελώς υπεραπλουστευτικό που εμφανίζεται, τουλάχιστον χωρίς αναφορά στο γενικό ιδεολογικό πλαίσιό του.

Έτσι κι αλλιώς, ο πλούσιος σχολιασμός του τελευταίου πυροτεχνήματος της κ. Τριανταφύλλου μας απαλλάσσει από το άχαρο αυτό έργο. Έτσι κι αλλιώς, άλλο ήθελα να τονίσω, που φωτίζει από άλλη σκοπιά το επίπεδο, το ήθος θα πω πια, του δημόσιου λόγου της κ. Τριανταφύλλου.

Στο άρθρο της Athens Voice η συγγραφέας καταφεύγει σε μια υποτιθέμενη ρήση του Μάρκο Πόλο, που από τον 14ο αιώνα ευαγγελίζεται τον λόγο τον δικό της: «Φανατικός μουσουλμάνος είναι αυτός που σου κόβει το κεφάλι, ενώ μετριοπαθής είναι εκείνος που σε κρατάει για να σου κόψουν το κεφάλι»!

Τι αποδεικτική ισχύ μπορεί να έχει οποιαδήποτε άποψη του Μάρκο Πόλο, που τσιτάρεται σαν να ’ναι ο Λάο Τσε ή ο Ηράκλειτος, είναι ένα θέμα που επίσης δεν θα μας απασχολήσει, αφού η κρίσιμη λεπτομέρεια είναι πως έχουμε να κάνουμε με μύθο του διαδικτύου, που ανθεί, για προφανείς λόγους, σε ακροδεξιές ιστοσελίδες, απ’ τις οποίες φαίνεται πως ψώνισε ανεξέλεγκτα η συγγραφέας.

Έστω πως ο καθένας μας μπορεί να πέσει στην παγίδα, να καταναλώσει, κοινώς να χάψει, έναν από τους τόσους μύθους που γεννιούνται ή καλλιεργούνται στο διαδίκτυο. Όμως, δύο μόλις μέρες έπειτα από το άρθρο της ισλαμολόγου, ο Δημήτρης Παπανικολάου, μ’ ένα τεκμηριωμένο άρθρο στη διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού Unfollow (16/11), με τίτλο: «Έτσι τσιτάρει ο φασισμός: Ο Μάρκο Πόλο, η Σώτη Τριανταφύλλου, και το ροκ των καθ’ ημάς μουλάδων», υπέδειξε τη λαθροχειρία και την πορεία του μύθου. Και ακολούθησε και ο Νίκος Σαραντάκος, στο ιστολόγιό του (21/11).  Τίποτα όμως δεν πήρε είδηση η ερευνήτριά μας, με τα ταχύτατα, κατά τα άλλα, ανακλαστικά της στα δημόσια δρώμενα. Ούτε καν τα σχόλια κάτω από το άρθρο της στην Athens Voice είδε, όπου υποδεικνυόταν η πηγή της επίμαχης φράσης, όπως υποσημειώνει ο Δ. Παπανικολάου στο συγκεκριμένο κείμενό του.

Και στην ολοσέλιδη συνέντευξή της στην Καθημερινή, με την οποία ξεκίνησα, επιμένει στον Μάρκο Πόλο της, σε διάλογο πια με τον καθρέφτη της, «για να υπενθυμίσ[ει] και να τονίσ[ει] ότι η σύγκρουση μεταξύ Ανατολής και Δύσης δεν χρονολογείται ούτε από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ ούτε, φυσικά, από τις αμερικανικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν – ότι δεν τίθεται ζήτημα “εκδίκησης των καταπιεσμένων”»: «ενδογενώς» είναι το θέμα!

Αναφέρθηκα στο επίπεδο, στο ήθος του δημόσιου λόγου της Σώτης Τριανταφύλλου. Του λόγου, γενικότερα πια, που χτίζεται πάνω σε κραυγαλέα και ασύγγνωστη για τέτοιες παρεμβάσεις άγνοια, αν και εφόσον είναι άγνοια, άλλοτε σε παρασιωπήσεις ή και σε χονδροειδή ψέματα.

Χαρακτηριστική αυτής της μεθόδου, που θα έλεγα πως είναι ίδιον του συγκεκριμένου χώρου, και πάντα με αφορμή τις επιθέσεις στο Παρίσι, είναι η επιφυλλίδα του Τάκη Θεοδωρόπουλου, ειδικού, όπως έχω δείξει και άλλοτε, στο χτίσιμο μιας επιφυλλίδας ή και σειράς επιφυλλίδων πάνω στην «άγνοια»: τώρα, άλλο ένα αντιισλαμικό κείμενο («Η γλώσσα του ιμάμη», Καθημερινή 19/11) βασίζεται μεταξύ άλλων στην αντίδραση την οποία μάταια περίμενε ο συντάκτης από το «φιλειρηνικό Ισλάμ». Κι όμως, αν ούτε εφημερίδες ούτε τηλεόραση είδε, εκατοντάδες χιλιάδες (εκατομμύρια τώρα) ευρήματα θα του έδινε το διαδίκτυο, αν έβαζε λ.χ. λέξεις αναζήτησης: «muslim reactions to Paris attacks» (μουσουλμανικές αντιδράσεις στις επιθέσεις στο Παρίσι), όπως του υπέδειξε αναγνώστης με το ψευδώνυμο plagal στα σχόλια κάτω απ’ το άρθρο του.

Όμως κι αυτός, όπως η Σώτη, με τον καθρέφτη μόνο διαλέγεται.

Μάλλον θρασείς, δόλιοι μυθοπλόκοι.

buzz it!

29/11/15

Παρίσι, κόντρα στον φόβο (β΄)

(Εφημερίδα των συντακτών 28 Νοεμ. 2015) 


το Κανάλ Σαιν Μαρτέν, που δυστυχώς δεν χώρεσε εδώ
Ξαναγέμισαν αμέσως τα καφέ και τα μπαράκια στο Παρίσι, έπειτα από το πρώτο μούδιασμα: «Το χρωστάμε στους νεκρούς μας φίλους, στη γενιά μας», είπε σε μια τηλεοπτική κάμερα ένας νεαρός που έπινε με την παρέα του, και τα λόγια του αυτά με λύτρωσαν από κάποιες τύψεις, που από την προηγούμενη επιφυλλίδα επέλεξα να μιλήσω για το «δικό μου» Παρίσι ανεξάρτητα από τη ματωμένη επικαιρότητα, που την έζησα συμπτωματικά, επισκέπτης τις μέρες εκείνες.

Έτσι θα συνεχίσω τώρα, με μερικά σημεία που ξεφεύγουν από τους επίσημους οδηγούς, ή που απλώς μα και μοιραία τα προσπερνάει κανείς, μπροστά στα τόσα θαυμαστά και «πρέπει».

Όταν λοιπόν πάτε, υποχρεωτικά, που λέει ο λόγος, στην ξακουστή συνοικία Μαραί, με την Πλας ντε Βοζ, γυρίστε έπειτα νότια, και πίσω από την εκκλησία Σαιν Πωλ κερδίστε μια εξαιρετική βόλτα στο Βιλάζ Σαιν Πωλ, ένα μικροσκοπικό «χωριό» μέσα σ’ ένα από τα πιο κεντρικά σημεία, πολεοδομικό-αρχιτεκτονικό παράδοξο με διάφορα καταστήματα με αντίκες και χειροτεχνήματα.

Κι αν από το Μαραί συνεχίσετε στη Βαστίλλη, την καρδιά της νυχτερινής ζωής μετά τη δύση του Καρτιέ Λατέν, γυρίστε πάλι ανάποδα, προς το ποτάμι, περνώντας από το Πορ ντε λ’ Αρσενάλ, ένα μαγευτικό λιμανάκι, με πάρκο σε αναβαθμίδες από τη μια του όχθη. Στο ποτάμι πια, ε, όλες τις κεντρικές γέφυρες θα ’πρεπε να τις περάσετε, σε μία μάλιστα, πίσω από τη Νοτρ Νταμ, στραφταλίζουν ακόμη από μακριά τη νύχτα τα «λουκέτα της αγάπης» που κατακλύζουν τα κιγκλιδώματά της: είναι τα λουκέτα όπου γράφουν οι ερωτευμένοι τα ονόματά τους και πετούν έπειτα το κλειδί στο ποτάμι, ολόκληροι τόνοι μέταλλο εντέλει, που άρχισαν να δημιουργούν στατικά προβλήματα· έτσι, στην πιο γνωστή και ίσως ωραιότερη γέφυρα, την Πον ντεζ Αρ, στο ύψος του Λούβρου, απ’ όπου ξεκίνησε η σχετική μόδα, τα ξήλωσαν ήδη, μόνο στα πλάγια έχουν μείνει ακόμα
μερικά: δεν κοίταξα αν ξηλώθηκε και το λουκέτο «της απιστίας» που είχα δει πριν από δύο χρόνια:
ΑΡΓΥΡΗΣ-ΧΑΡΑ, έγραφε, η ημερομηνία του «όρκου» αποκάτω, ενώ αργότερα η Χαρά, μάλλον, τα διέγραψε όλα μ’ ένα μεγάλο Χ, σημειώνοντας και την αιτία: ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΦΙΑ.

Το Καρτιέ Λατέν βεβαίως, όσο κι αν δεν ζει τις παλιές του δόξες, θα το πολυπερπατήσετε, είναι σε στρατηγικό σημείο πλάι στο ποτάμι, με την αρχή του μπουλβάρ Σαιν Μισέλ, όπως ξανάγραφα, που ανταμώνει με το άλλο ένδοξο, του Σαιν Ζερμαίν, πάνω σ’ ένα μικρό μουσείο διαμάντι, το Κλυνύ. Το ’χουν βεβαίως όλοι οι οδηγοί, όλοι περνούν και ξαναπερνούν δίπλα του, ζει όμως στη σκιά των μεγάλων, του Λούβρου κτλ. Το ’χω λιώσει στο περπάτημα αυτό το μικροσκοπικό σχετικά μουσείο, ένα κομψοτέχνημα μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής, με τα εντυπωσιακά ρωμαϊκά ερείπια πάνω στα οποία είναι χτισμένο, και ιδίως τις ανυπέρβλητες ταπισερί του: ίσως και να ξεπλένω έτσι την ντροπή μου που δεν είμαι φίλος των μουσείων, μια οι ουρές, μια η μέση μου, κυρίως όμως ο αναγκαστικός καταιγισμός εικόνων: με τα χίλια ζόρια πήγα κάποτε στο Λούβρο, έφτασα μπροστά στη Νίκη, μελό όπως είμαι άρχισαν να τρέχουν ασταμάτητα τα μάτια μου, έμεινα κάμποση ώρα, σηκώθηκα μετά και έφυγα.

Εκεί κοντά, στην πλατεία Σαιν Ζερμαίν, όλοι οι οδηγοί θα σας στείλουν στο καφέ Ντε Φλορ, το περίφημο κέντρο κάποτε των υπαρξιστών, που συγκεντρώνει ακόμα καλλιτέχνες και διανοούμενους, όπως και το σχεδόν διπλανό Ντε Μαγκό: αν δεν αντισταθείτε στον πειρασμό (το Ντε Μαγκό έχει πάντως εξαιρετική σοκολάτα), αναζητήστε οπωσδήποτε, πίσω από την εκκλησία, την πλατεία Φύρστενμπεργκ, με το Μουσείο Ντελακρουά, όχι τόσο για το μουσείο, με το συμπάθιο, όσο για την ίδια τη μικροσκοπική πλατειούλα, ένα φαινομενικά μικρό τίποτα, κι όμως θαύμα θαυμάτων, με μια απίστευτης ομορφιάς αντικερί στη γωνία.

Τέλος, αν πάλι σας πάνε στην παλιά Όπερα, με την πορφυρόχρυση αίθουσα και την οροφή που είναι ζωγραφισμένη από τον μοναδικό Σαγκάλ, και κυλιστείτε έπειτα στον βούρκο του καταναλωτισμού των περίφημων Γκαλερί Λαφαγέτ, καθαρθείτε με μια βόλτα δεξιότερα, στα Γκραν Μπουλβάρ, όπου τα Πασάζ Κουβέρ, πολυτελείς στοές σκεπασμένες με γυαλί, στις οποίες εγκλωβίζεται σταματημένος ο χρόνος, με καταστήματα μικρά μουσεία. Σε μία από αυτές τις στοές, Ντε Πανοραμά, είναι το εστιατόριο Racines απ’ το οποίο ξεκίνησα την προηγούμενη επιφυλλίδα, εκεί όπου μας βρήκε το νέο των επιθέσεων, δημιούργημα νέων κι όμως ήδη πολύπειρων σεφ, που παράτησαν τα μεγαλοεστιατόρια για να κάνουν το κέφι τους, φτιάχνοντας, θέλω να πιστεύω, και το δικό σας.

Την επομένη, όπως είπα, γυρίζαμε. Στο ταξί για το αεροδρόμιο, ο μεσόκοπος, καλοσυνάτος μαύρος οδηγός τηλεφωνιόταν με κάποιον φίλο του σε ξένη χώρα: «πόλεμος σ’ εσάς εκεί» ακούσαμε, χάρη στην  ανοιχτή ακρόαση· «έτσι είναι οι Άραβες» είπε ο οδηγός μας, «αν ήταν στο χέρι μου, θα τους εξολόθρευα όλους».

Προσγειωθήκαμε, πριν καν απογειωθούμε.

buzz it!

21/11/15

Παρίσι, κόντρα στον φόβο

(Εφημερίδα των συντακτών 21 Νοεμ. 2015)

  
φθινόπωρο στον Κήπο του Λουξεμβούργου
Τρώγαμε μακαρίως με τον Σεραφείμ, όπως μακαρίως έκανε ό,τι έκανε ο καθένας εκείνο το βράδυ, όταν τηλεφώνησε από Αθήνα ο Χριστόφορος: τι κάνετε, πού είστε, τι τρώτε, πώς περνάτε, και ξανά πού είστε, πού ακριβώς είστε, προδόθηκε εντέλει με την επιμονή του, μας το ’σκασε το νέο, μόλις είχε ακούσει το έκτακτο δελτίο. Καπάκι η Μαρία, απ’ το Παρίσι αυτή, απ’ το σπίτι της που βρίσκεται στο κέντρο ακριβώς όλων των επιχειρήσεων: «ταξί, και ξενοδοχείο», σχεδόν αγρίεψε. Τελειώσαμε το υπέροχο φαγητό μας στο Racines, στα Γκραν Μπουλβάρ, ίσως το καλύτερο που μου ’χει τύχει στο Παρίσι, βγήκαμε για ταξί, πού ταξί, ούτε λεωφορείο, δεν την καλοξέραμε τη συγκεκριμένη περιοχή, δεν πάει στα κομμάτια, είπαμε στο τέλος, και πήραμε το μετρό: μια στάση μόνο θέλαμε για ν’ αλλάξουμε και να πάρουμε γραμμή κατευθείαν, όμως στο μεταξύ είχε κλείσει και αυτή η στάση, ο σχεδόν άδειος συρμός προσπέρασε άλλες τέσσερις κλειστές, η πρώτη ανοιχτή ήταν στην περιβόητη Βολταίρ με το Μπατακλάν, κάπως μακριά όμως απ’ το μακελειό. Άντε πάλι για ταξί στην έρημη ήδη περιοχή, κάποτε βρέθηκε ένα, γυρίσαμε.

Ολονυχτία στην τηλεόραση, την επομένη φεύγαμε έτσι κι αλλιώς, μεσημεράκι βγήκαμε μια αποχαιρετιστήρια βόλτα, όχι πολύ κέντρο, όχι κι απόκεντρο όμως: από μεγάλα κι όμως νεκρά μπουλβάρ φτάσαμε στην περίφημη Μουφτάρ, που τα Σάββατα σπρώχνεσαι να περάσεις: λιγοστός τώρα ο κόσμος, ούτε μουσικές ούτε αυτοσχέδιοι χοροί στον δρόμο, όπως γίνεται όλα τα Σάββατα, ήπιαμε έναν καφέ όλο κι όλο, και πήραμε, πάλι χωρίς να βρίσκουμε ταξί, τον δρόμο για το ξενοδοχείο, να  μαζέψουμε βαλίτσες, κι από κει, τρεις ώρες πριν (ανήκουστο), στο αεροδρόμιο, προετοιμασμένοι για καθυστερήσεις, χάος, εξαντλητικούς ελέγχους. Τίποτα, ούτε μισό αστυνομικό ή στρατιώτη δεν έτυχε να δούμε όπου κινηθήκαμε (τα ’γραψε εδώ ο Άρης Χατζηστεφάνου), ούτε καν στο αεροδρόμιο, όπου τα πάντα ήταν ήρεμα και ίδια όπως πάντα. Η πιο άγρια, σοκαριστική εικόνα που πήραμε φεύγοντας μαζί μας ήταν η άδεια πόλη.

Που όμως θέλει και πρέπει να τον νικήσει τον φόβο. Είπα έτσι να γράψω κι εγώ για την πόλη πέρα απ’ την επικαιρότητα αυτή, κάτι σαν μικρό ημερολόγιο-οδηγό, με κάποιες γωνιές που δεν τις βρίσκεις πάντοτε στους μεγάλους οδηγούς, ακριβές γωνιές στις οποίες πάντα ξαναγυρίζω, σαν σε προσκύνημα, ή άλλες, καινούριες, που κάθε φορά μαθαίνω ή ανακαλύπτω.

Παρίσι βέβαια για μένα, με το συμπάθιο, είναι πρώτα πρώτα ο Κούντερα. Που τύχη απροσμέτρητη το ’φερε να μεταφράζω το έργο του. Μία συνάντηση μαζί του τη φορά με καθησυχάζει για… την πορεία του κόσμου: πρώτα, εγωιστικά έως αυτιστικά, του δικού μου, έπειτα του κόσμου όλου, αφού ο Κούντερα είναι από τους ιδιοφυέστερους συγγραφείς, για να το πω όσο λιγότερο υποκειμενικά γίνεται. Αυτήν τη φορά ο Κούντερα είχε μια μικροπεριπέτεια υγείας, αμφίβολο αν θα βρισκόμασταν εντέλει, όμως νά τος και πάλι, κατέβηκε ν’ ανοίξει μόνος του, όπως πάντα, τον χαζεύω, καθώς έρχεται απ’ τον μακρύ διάδρομο προς τη γυάλινη εξώπορτα, ψηλός, και λες και με τα χρόνια ομορφαίνει, στητός στα 86 του, μ’ ένα μπλε βελούδινο σακάκι· στο ασανσέρ πια: «είστε εκθαμβωτικός», άκουσα εμβρόντητος το στόμα μου να λέει –και μακάρι να μπορούσα να μεταφέρω κάτι από όσα λέει το επίθετο αυτό, που, πιστέψτε με, λίγα λέει!

Στο «ημερολόγιό» μου ακόμα, πριν από τον «οδηγό», στα προσωπικά μου εννοώ, στο περίφημο Καρτιέ Λατέν της «αριστερής όχθης», που με την τραγική επικαιρότητα μαθεύτηκε ευρύτερα πως έχει από χρόνια μεταφερθεί στη Βαστίλλη, πολύβουο ξενυχτάδικο πρώτης, κυρίως έπειτα από τη νέα όπερα που έγινε εκεί, και στην πλατεία Ρεπυμπλίκ, παραμένει ωστόσο μοναδικό αξιοθέατο, δεν νοείται να μην το περπατήσει κανείς, αφού εξάλλου ξεκινάει πλάι απ’ το ποτάμι, με τα μεγαλειώδη μπουλβάρ Σαιν Μισέλ και Σαιν Ζερμαίν: εκεί λοιπόν, ακριβώς πριν από τη γέφυρα, δεν ξέρω αν θα ’ναι πάντα, για τους άρρωστους γατόφιλους σαν κι εμένα, ο χαμογελαστός κλοσάρ με τον Έντι, έναν πανέμορφο άσπρο γάτο, που μόλις σκύψεις μπροστά του σηκώνεται και σου ’ρχεται αμέσως για χάδια, ατέλειωτα, σπάνια στιγμή ηδονής σε μια πόλη όπου δεν βλέπεις ζώο αδέσποτο ούτε για δείγμα.

Αυστηρά για γατόφιλους, και πάλι, το μοναδικό θέαμα της γάτας που βόλταρε πλάι στο Μπομπούρ με τον αστό, αυτήν τη φορά, κύριό της, δεμένη με ρυθμιζόμενο λεπτό λουρί για σκύλους, και ξαφνικά σκαρφάλωσε και κούρνιασε σ’ ένα δέντρο, και μας χάζευε αμέριμνη από ψηλά: «τις προάλλες δεν εννοούσε να κατέβει», είπε ο κύριός της, γάτα με συμπεριφορά σκύλου κι όμως πάντα γάτα, συμφωνήσαμε, «ευτυχώς ήταν δίπλα ένα Leroy Merlin, πήρα μια πτυσσόμενη σκάλα και την κατέβασα».

Αρκετά όμως με τα πιο προσωπικά και με τις γάτες. Την άλλη φορά η πόλη. Η αιώνια, όχι η τώρα λαβωμένη.

buzz it!

16/11/15

Ποίοι οι γλωσσοκτόνοι

(Εφημερίδα των συντακτών 14 Νοεμ. 2015)


 
Παρά τα όσα κοινά χαρακτηριστικά μπορεί να διαθέτει κανείς με τον πατέρα του, τον παππού του, τον προπάππου του κ.ο.κ., όσο πιο πίσω πάει τόσο πιο διαφορετικός εντέλει είναι: το ίδιο αίμα, το ίδιο DNA κτλ., μόνο θεωρητική ισχύ έχουν.

Σ’ αυτό το απεγνωσμένα σχηματικό επιχείρημα κατέφυγα στην περασμένη επιφυλλίδα, σαν έμμεσο σχόλιο-απάντηση στην πεποίθηση πως η μία, ενιαία και συνεχής γλώσσα μπορεί τάχα να σημαίνει αυτομάτως ομοιότητα, με αντίστοιχη κιόλας χρηστική αξία: οπότε παίρνουμε ό,τι θέλουμε απ’ όποια φάση της γλώσσας θέλουμε, και προπαντός το χρησιμοποιούμε όπου και όπως θέλουμε, αδιαφορώντας πρώτα για τους δικούς του νόμους, έπειτα για τους νόμους της γλώσσας, στη συγκεκριμένη φάση της, εννοείται.

Είναι το ίδιο άτοπο και άγονο έως φαιδρό, αλλά και καταστροφικό, με την επίκληση της οικογενειακής περιουσίας μας, προκειμένου να την «αξιοποιήσουμε», για να μείνω προς στιγμήν στο αρχικό μου παράδειγμα-παρομοίωση. Κι όμως, δεν το περνάμε στη ζώνη το παλιό ρολόι του παππού με τη χρυσή καδένα, αν τάχα δουλεύει ακόμα: σε κάποιο συρτάρι ή βιτρίνα έχει τη θέση του, συναισθηματικά πολύτιμο, πρακτικά άχρηστο, έστω μη αξιοποιήσιμο. Και δεν τη φοράμε τη φουστανέλα του προπάππου, τα τσαρούχια με την πλούσια φούντα ή το φλογάτο κόκκινο φέσι, κτλ. κτλ. Και οπωσδήποτε δεν τα φοράμε σε συνδυασμό με το σημερινό κουστούμι, το μπουφάν ή το μπλουτζίν μας (τι λέω, εδώ δεν φοράμε καν το σημερινό κουστούμι, το μπουφάν ή το μπλουτζίν μας μαζί με τις επίσης σημερινές παντόφλες μας ή τα πιο μοντέρνα κροκς μας). Όλα δικά μας, περιουσία μας, ιερά κειμήλια, ακριβά ενθύμια, αλλά στην αποθήκη, σ’ ένα σεντούκι –ή στην ωραία σκαλιστή ή ζωγραφιστή παλιά κασέλα, που κι αυτή σπάνια, σπανιότατα, βρίσκει τη θέση της πλάι στα άλλα μας έπιπλα.

Έτσι και η γλώσσα. Η γλώσσα όχι σαν μεταφυσικό μέγεθος και αφηρημένη έννοια αλλά σαν γλωσσική πραγμάτωση και μαζί κοινωνική πράξη: όπου πια οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας αυτό που μαρτυρεί η ίδια η ιστορία της γλώσσας, όλων των γλωσσών, και το καταγράφει έπειτα η επιστήμη: πως η γλώσσα, στη συγχρονία της, με όσες αλλαγές έχει ενσωματώσει, αποτελεί πλήρες σύστημα, σε απόλυτη αντιστοιχία με τις ανάγκες της εκάστοτε γλωσσικής κοινότητας, κοινώς των ομιλητών της. Από κει και πέρα, τα όσα και οσοδήποτε ρευστά περί αισθητικής και οι όποιες ανάγκες του ενός για λέξεις αγγλικές ή άλλες ξένες, του άλλου για αρχαίες, έχουν να κάνουν με λόγους ουσιαστικά εξωγλωσσικούς, και πάντως με το τι (ιδιαίτερα) νοήματα θέλει να παραγάγει και τι (ιδιαίτερα) μηνύματα να στείλει ο χρήστης.

Από αυτήν πια τη σκοπιά πρέπει να δούμε τι σημαίνει η παραβίαση του εκάστοτε (γλωσσικού) συστήματος και των νόμων του. Τι σημαίνει λόγου χάρη αν η γλώσσα, μέσα από διεργασίες αιώνων και όχι έπειτα από διατάγματα τα οποία εκδίδουν σοφοί γραμματικοί ή άσοφοι κυβερνήτες, έχει αποβάλει ή αντικαταστήσει ή προσαρμόσει πλήθος στοιχεία, λέξεις, απαρέμφατο, τελικό νι, δοτική πτώση, παλιά τριτόκλιτα, συνθετική σύνταξη και πλήθος άλλα, και εμείς επανερχόμαστε ή επιμένουμε σε απαρέμφατα, σε ουδέτερα με τελικό νι, σε παλιά τριτόκλιτα, ή ανασύρουμε λέξεις καταχωνιασμένες από αιώνες σε κάποιο λεξικό.

Τι σημαίνει δηλαδή η άρνηση του συγκεκριμένου συστήματος, της συγκεκριμένης φάσης της γλώσσας, πολύ απλά: της γλώσσας, γιατί αυτή είναι παντού και πάντοτε η γλώσσα, η γλώσσα στη συγχρονία της κι όχι στη διαχρονία της.

Τι σημαίνει η καλλίπυγος μαγωδία και η πάλαι υλήεσσα Αττική, αυτοί που δεν εισκομίζουν καινόν τι ή ο πολυπραγμονήσας, τα εν ακαρεί και το ισχνέγχυλον, ο τερψιψυχόνους και ο υψιγόνους, τα ρητορήματα λυσιτέλειας των δογμάτων τους ή κάποιος που τελεί εν νωδότητι, τα σπαργωδώς, τα πώποτε και τα εκοσμήθη δάφνης, η πειραθείσα συγχώνευση των τραπεζών και οι δρόμοι που δεν διεπλέοντο αυτοκινήτων; (Τα παραδείγματα όλα από θεωρητικούς της αείζωης ενιαίας.)

Προσβολή της γλώσσας, θα πω εγώ, βιασμός, ουσιαστικά γλωσσοκτονία.

Για άλλους μπορεί το –παραγλωσσικό, θα έλεγα, ή μεταγλωσσικό– αποτέλεσμα να μοιάζει έργο τέχνης, αισθητικό επίτευγμα, ή ό,τι άλλο. Όμως, ως προς τη γλώσσα, απέναντι στη γλώσσα και για τη γλώσσα, εγώ θα επιμείνω: γλωσσοκτονία.

Γλωσσοκτονία, προσοχή, σαν απαξίωση και άρνηση της γλώσσας, κατά πρώτο και κυριότατο λόγο, κι όχι επειδή πολλά από αυτά δεν αντέχουν σε γραμματικοσυντακτικό, νοηματικό ή απλώς λογικό έλεγχο, είναι δηλαδή, παρά την όποια τυχόν αυτόνομη αισθητική τους αξία, απλώς ακυρολεξίες και βαρβαρισμοί, κοινώς λάθη.

Και σκέφτεσαι, εντέλει: γιά φαντάσου! η γλώσσα του Σολωμού, του Ρίτσου, του Σεφέρη και του Ελύτη, η γλώσσα που χώρεσε τον Σολωμό, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, δεν μας χωράει τώρα πίσω πίσω εμάς, τόσο μεγάλους, δυσθεώρητους και αχώρητους.

buzz it!

7/11/15

Ένας, ενιαίος και συνεχής

(Εφημερίδα των συντακτών 7 Νοεμ. 2015)
 

Η φωτογραφία μου που τυπώνεται στη στήλη αυτή είναι δεκαετίας στο νερό, μπορεί και δωδεκαετίας! Νεανική φυσικά δεν τη λες με τίποτα, μισόν αιώνα ζωή αποτυπώνει, όμως είναι πια κομμάτι μακριά απ’ τη σημερινή πραγματικότητα. Μπορεί να φανεί δικαιολογία, αλλά από μικρός δεν τα πήγαινα καθόλου καλά με τις φωτογραφίες, πόσο μάλλον όσο περνούσαν τα χρόνια, αγώνα έδωσε ένας φίλος τότε, ο Βασίλης Κανελλόπουλος, να με στήσει να με φωτογραφίσει, πού να ξαναστηθώ τώρα πια… Άρα; μπλόφα η φωτό; απάτη;

Πριν από τρία μάλιστα χρόνια, σε κάποια εκδήλωση ήρθε και μου συστήθηκε ένας παλαίμαχος εκπαιδευτικός, γνωστός γνωστού από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, μου μίλησε με τα θερμότερα λόγια, είχαμε μια σύντομη, εγκάρδια συνομιλία, που του ’δωσε την άνεση να μου πει στο τέλος: «Ξέρετε, ρώτησα τον τάδε [τον κοινό γνωστό] και μου έδειξε ποιος είστε, γιατί πού να σας γνωρίσω, μ’ αυτή την αρχαία φωτογραφία που βάζετε στην εφημερίδα!» Έμεινα εμβρόντητος: εφτά-οχτώ χρόνων φωτογραφία, αρχαία; Ώστε τόσο αγνώριστος ήμουν, τόσο άλλος;

Το θυμήθηκα τώρα αυτό το περιστατικό, που ήθελα να γράψω για το αιώνιο θέμα της μιας, ενιαίας και συνεχούς γλώσσας, που όντως μία, ενιαία και συνεχής, ωστόσο διαφορετική στη μακρά πορεία της, με τις πολλές, διαφορετικές και διακριτές ανάμεσά τους φάσεις. Το θυμήθηκα κι είπα να το μεταφέρω, οδηγώντας μάλιστα την ιδέα αυτή στα άκρα, μολονότι αμέσως σκέφτηκα τους φίλους γλωσσολόγους, που ήδη θα έχουν ανατριχιάσει –και θα πω μετά γιατί. Σκέφτηκα λοιπόν να βάλω μια φωτογραφία απ’ τα δεκαεφτά μου, πρόχειρη φωτογραφία, απ’ το αυτόματο, αλλά βεβαίως με όλα μου τα πλούσια μαλλιά και με την ομορφιά του εφήβου! Ιδού λοιπόν: ένας, ενιαίος και συνεχής, ο ίδιος, κι ωστόσο άλλος!

Δεν αντέχει παραπάνω το «επιχείρημα» αυτό, είναι όμως ό,τι πιο παραστατικό, πιστεύω, στο πνεύμα και στη λογική ακριβώς των πιστών της μιας, ενιαίας και συνεχούς, που

(α) θεωρούν ότι μπορούν να αντλούν αδιακρίτως από όλες τις φάσεις της: όχι όμως, προσοχή, απ’ όποια κι όποια, αλλά από τις πιο μακρινές και περικλεείς, καθώς

(β) πιστεύουν ότι η πορεία της γλώσσας είναι μεν συνεχής, πλην κατηφορική: εξωραΐζουν έτσι την εικόνα της σημερινής, κατ’ αυτούς αλλοιωμένης, κατώτερης εντέλει,γλώσσας με στοιχεία, λέξεις κυρίως, από τις πιο παλιές, περικλεείς φάσεις,

(γ) αδιαφορώντας παντελώς αν οι λέξεις αυτές δεν είναι ενεργές, συχνά από αιώνες, και κυρίως καταληπτές, ακόμα και από τον ειδικό αναγνώστη.

Ώστε ο γέρος πια και φαλακρός, εμφανίζεται νέος, ωραίος, και με πλούσια μαλλιά. Η «παρηκμασμένη» γλώσσα, ρετουσαρισμένη και καταστόλιστη. Μπλόφα λοιπόν, απάτη! Και μαζί, ένας αφόρητος ναρκισσισμός: μη με βλέπετε έτσι, ήμουν κάποτε αλλιώς· μην τη βλέπετε τη γλώσσα έτσι, ήταν κάποτε αλλιώς· αλλά προπάντων, δέστε εμένα, πόσα ξέρω, πόσα κατέχω, μόνο εγώ.

Αυτός ο ναρκισσισμός και η εγγενής γελοιότητα αυτής της άποψης έπεσε βαριά, ασήκωτη πάνω στο σχέδιό μου: δεν αποτόλμησα να βάλω την όντως αρχαία μου φωτογραφία, παρόλο που και οι φίλοι με τους οποίους το κουβέντιασα το βρήκαν διασκεδαστικό σαν ιδέα.

Ήταν όμως κι ο σοβαρότερος λόγος, αυτός που έχει ήδη οδηγήσει σε αποπληξία τους φίλους γλωσσολόγους, όπως είπα: μια προεπιστημονική ανθρωπομορφική θεώρηση της γλώσσας, που την παρομοιάζει με ζωντανό οργανισμό, ο οποίος ωριμάζοντας φθείρεται κιόλας, γερνάει έπειτα, και ενδεχομένως πεθαίνει (αυτό κι αν το ’χουμε ακούσει κατά κόρον, μετά βεβαιότητος μάλιστα, χωρίς «ενδεχομένως»).

Άκυρη η παρομοίωση λοιπόν, έτσι όπως σκέφτηκα να την εικονογραφήσω με την αφεντιά μου: ο ίδιος που με τα χρόνια δείχνει, και είναι, άλλος –κι ας μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, σε μια τέτοια περίσταση, πως η απώλεια σε μαλλιά ισοσταθμίζεται με κέρδος, κατά τεκμήριο, σε μυαλά.

Ας φύγουμε από το πνεύμα και τη λογική των άλλων, και όχι πολύ μακριά, όμως ασφαλέστερα, ας προσεγγίσουμε το θέμα μας διαφορετικά: ας πάρουμε λοιπόν όχι τον ίδιο άνθρωπο στις δικές του, επιμέρους φάσεις (νέος, ώριμος, γέρος κτλ.), αλλά έναν άνθρωπο σε μια συγκεκριμένη φάση της ζωής του, π.χ. σε ενδιάμεση ηλικία, στα σαράντα του, νέο δηλαδή ακόμα αλλά και ώριμο, στην ακμή του· και ας αναρωτηθούμε: τι σχέση έχει ο άνθρωπος αυτός με τον πατέρα του όταν ήταν στην ίδια ηλικία, τον παππού του όταν ήταν στην ίδια ηλικία, τον προπάππου του κ.ο.κ.; Ένα DNA δηλαδή, πολλά ή και πάμπολλα στοιχεία ίδια, στο σώμα ή στον νου, πόσο ίδιος λοιπόν αλλά και πόσο διαφορετικός έως τελείως άλλος μπορεί να είναι; Αν όχι για άλλο λόγο παρά γιατί δεν είναι αυθύπαρκτη μονάδα μες στον χρόνο, αλλά έχει περιβάλλοντα χώρο και ανθρώπους, κοινωνικές και άλλες συνθήκες και σχέσεις που αλληλεπιδρούν και καθορίζουν κτλ.

buzz it!

1/11/15

Nisafi pia! (β΄) - Απαρέμφατα, η τελευταία λέξη της μόδας

(Εφημερίδα των συντακτών 31 Οκτ. 2015)


Nisafi pia! (β΄)

«Καλέ μαμά, βάλε μου να δω το Τιν Τάιτανς» παρακαλάει το τετράχρονο· «Τώρα θα πιεις το γάλα σου, και μετά θα δεις το Πάουερπαφ Γκερλς Ζεντ» λέει η μαμά, «κι άμα είσαι καλό παιδί, θα σ’ αφήσω να δεις έπειτα και το Μαξ Στιλ και το Ποπ Πίξι». «Όμως θέλω και το Τρίι Φου Τομ» συνεχίζει άπληστο το παιδί, «αλλά και το Γουέιμπαλού»!

Δεν ξέρω αν τα διάβασα σωστά, με τα λειψά μου αγγλικά, δεν ξέρω όμως και πώς τα μαθαίνει και τα λέει το τετράχρονο (και πεντάχρονο και εξάχρονο κτλ.), στην πόλη ή στο χωριό, πώς τα λέει το ίδιο και η μητέρα του, ενδεχομένως μια απλή νοικοκυρά, ή κι ο πατέρας του, που δεν τους τρέχουν τα προφίσενσι απ’ τα μπατζάκια, όπως προϋποθέτουν τα κανάλια μας. Που τους σερβίρουν, που μας σερβίρουν παιδικές σειρές κινούμενων σχεδίων κ.ά., συνεχόμενες μάλιστα, πρωί πρωί, π.χ. στο Σταρ:  Teen Titans, Powerpuff Girls Z, Μax Steel, Pop Pixie, Tree Fu Tom, και στην κρατική ΕΡΤ2 το Waybuloo κ.ά.!

Αγγίζει τα όρια του φαιδρού, ιδίως στις παιδικές σειρές, για παιδιά κατά κανόνα προσχολικής ηλικίας, η τακτική των καναλιών, ιδιωτικών αλλά και κρατικών, να μη μεταφράζουν τους τίτλους. Και όχι πια μόνο των παιδικών:

The Big C, Nip/Tuck, Mayday, Touched by an angel, Travel Guide, Charmed, Magic City, House, Mike & Molly, Two and a Half Men, Third Watch, Grey's Anatomy, Tower Prep, Singles, Criminal minds, Under the Dome, What remains, Fantasy Island, Cold Case, ατέλειωτος ο κατάλογος, σωστή επιδημία τα τελευταία χρόνια.

Όχι, ξαναλέω, ας μη βιαστούν οι θρηνωδοί, δεν παθαίνει τίποτα η ελληνική γλώσσα, δεν αλώνεται από την αγγλική κτλ. Απλώς, είναι και πάλι θέμα στοιχειώδους επικοινωνίας, όπως έγραφα για τις αμετάφραστες ξένες λέξεις στον λόγο μας («οι office like καρέκλες», «αλληλεπιδρώντας με το crowd»), επικοινωνίας που θυσιάζεται στον βωμό, αυτήν τη φορά, του πιο στοιχειώδους μάρκετινγκ. Του ίδιου, παμπάλαιου νόμου, που σχεδόν πάντα επέβαλλε και επιβάλλει ξενική ονομασία ή γραφή των πάσης φύσεως προϊόντων που βγαίνουν στην αγορά, εν προκειμένω των καναλιών (Mega, Star, Alpha, Skai, Action 24, High TV, Extra Channel, Kontra κ.ά.), και τελευταία των τηλεοπτικών σειρών. Αν όμως η ονομασία αποτελεί σήμα δοσμένο άπαξ, με το οποίο εξοικειώνεται κάποτε κανείς, πώς νοείται να μένει αμετάφραστη, άρα κρυπτική και αμετάδοτη, η ονομασία των σειρών και των ταινιών; Γιατί και οι ταινίες δεν πάνε πίσω, λιγότερο στους κινηματογράφους, περισσότερο στην τηλεόραση, και ιδίως τη συνδρομητική· έμεινα απλώς στις σειρές, που θεωρητικά απευθύνονται σε ευρύτερο κοινό.

Θα ’πρεπε ωστόσο να θεωρείται αυτονόητη η υποχρέωση των καναλιών να μεταφράζουν τους τίτλους, όπως ακριβώς υποχρεώθηκαν με νόμο κάποια στιγμή οι διάφορες εταιρείες εισαγωγής να αναγράφουν σε όλα τα προϊόντα τα συστατικά τους και στα ελληνικά (τώρα σε τι ελληνικά, αυτό είναι άλλη ιστορία…), ή στις διάφορες συσκευές τις οδηγίες χρήσης τους.

Αλλιώς, ας καταργήσουμε και τους υπότιτλους.


Απαρέμφατα, η τελευταία λέξη της μόδας

Ξανά τα απαρέμφατα, ό,τι πιο τρέντι σήμερα, κάποιοι σίγουρα τρίβουν τα χέρια τους: το απαρέμφατο και η δοτική είναι ο γνωστός παλιός καημός, πως χάθηκαν και χάθηκε η γλώσσα. Μα ιδού, επανέρχονται, τα απαρέμφατα για την ώρα, με σημαιοφόρο το επιχειρείν, στη θέση απλούστατα της επιχείρησης, όπως ξανάγραφα για κάποιον που συμμετείχε «στο οικογενειακό επιχειρείν», δηλαδή στην οικογενειακή επιχείρηση. Ή τώρα: «Ο κ. Τζιτζικώστας [...] τυγχάνει υποστήριξης και από τον χώρο του επιχειρείν»: από τον επιχειρηματικό χώρο/κόσμο θα λέγαμε μόλις χτες· γίνεται όμως το «τυγχάνει υποστήριξης» άνευ απαρεμφάτου;

Το θέμα βέβαια είναι πως οι νέες τάσεις δεν μένουν στον παραδοσιακά συντηρητικό δημοσιογραφικό λόγο, έπεα πτερόεντα στην τηλεόραση, scripta που λίγο μόνο manent στις εφημερίδες. Περνάνε, όπως είναι απολύτως φυσικό, και στα βιβλία, που αυτά μένουν, απαθανατίζοντας προϊόντα ακόμα και της πιο εφήμερης μόδας –αν , εννοείται, πρόκειται όντως για μόδα κι όχι για μονιμότερη τάση.

Φίλος φιλόλογος μού έστειλε ένα πρόχειρο ανθολόγιο απαρεμφάτων από λογοτεχνικό-επιστημονικό βιβλίο (με γενικότερα, όπως φαίνεται, προβληματική μετάφραση: «κουβαλάει το άχθος του», «η ασθενής διήλθε βραχυπρόθεσμη λογοθεραπεία», «ένα απρομελέτητο αποτέλεσμα μιας άσκεφτης αφιέρωσης και παράδοσης στον ερωτικό σύντροφο», ενώ η λίμπιντο μεταφράζεται λιβιδώς κ.ά.):
 
– «το νόημα της ζωής αγκάλιαζε τους ευρύτερους κύκλους της ζωής και του θανάτου, του πάσχειν και του θνήσκειν»·
– «να αντιμετωπίσουμε ευθαρσώς σύνολη την ποσότητα του πάσχειν»·

– «το πάσχειν και το θνήσκειν είχαν ένα νόημα...»·

– «η εμπειρία εκείνης της υπέρτατης συντροφικότητας, του συνυπάρχειν, που λέγεται αγάπη»·

– «ο τρίτος τρόπος ανακάλυψης ενός νοήματος στη ζωή είναι διά του πάσχειν»·

– «το αναπόδραστο του πάσχειν».

Δηλαδή, το αναπόδραστο του λογιοτατίζειν, το βαναυσολογείν επί της γλώσσης.


buzz it!

25/10/15

Nisafi pia! - Ο θάνατος του κρασιού

(Εφημερίδα των συντακτών 24 Οκτ. 2015)


Nisafi pia!

Έχω γράψει επανειλημμένα πως η ελληνική γλώσσα δεν κινδυνεύει από τα γκρίκλις ούτε από ξενικές και ξενόγραπτες λέξεις, ακόμα και στην ακραία εκδοχή των περιοδικών λαϊφστάιλ με την αγγλοκρατούμενη γλώσσα τους. Όμως, μιλώντας για τη γλώσσα, μιλάμε για την κοινωνία, για μας τους ίδιους δηλαδή, κατά τη σοφή ρήση του πρόωρα χαμένου Τάσου Χριστίδη.

Δεν είναι ο κίνδυνος λοιπόν, είναι απλούστατα η επικοινωνία, τουλάχιστον όσον αφορά τις αμετάφραστες ξένες λέξεις στον λόγο μας, είναι εντέλει η απόσταση που δημιουργούμε, ή πάντως δημιουργείται εξ αντικειμένου, ανάμεσα σ’ εμάς και τους άλλους, καλύτερα: ο αποκλεισμός των άλλων απ’ τον λόγο μας· είναι, σε ακραία περίπτωση, ένας γλωσσικός αυτισμός, διόλου διαφορετικός ουσιαστικά από τον γλωσσικό αυτισμό των λογιοτάτων, με την πλήμμη και το πώποτε, το φθέγμα, τα κενάκαινα και τα ερειδόμενά τους.

Έτσι κι αλλιώς, οι ξενόγραπτες π.χ. λέξεις μοιάζει συχνά να αποτελούν μιαν άλλη μορφή γλωσσικού καθαρισμού, καθώς ξεχωρίζουμε και σημαδεύουμε με τη γραφή την ξένη λέξη, για να μείνει καθαρή και αμόλυντη η Μία και Μόνη.

Έτσι, «δολοφονία με kalashnikov» διαβάζω λ.χ. στα Νέα, «τα τέσσερα πιστόλια και το kalashnikov» στην Καθημερινή (και γιατί όχι τότε το καλάσνικοφ στα ρωσικά;), για «mini καύσωνα» στην Αυγή, για «φρέσκο σολομό, σβησμένο με vodka» στην Athens Voice, για accessoire αλλού, και πάει λέγοντας.

Τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, αλλά και πιο εύγλωττα, με την άλλη, παμπάλαιη τάση, την κλασική ξενομανία, που εκφράζεται ιδίως με τη χρήση αμετάφραστων ξένων λέξεων, κάτι που θα έλεγα πως συνιστά, από μιαν άποψη, πράξη αντικοινωνική, και αναδεικνύει αυτό που χαρακτήρισα γλωσσικό αυτισμό.

Σταχυολογώ ενδεικτικά από το Αθηνόραμα, επειδή απλούστατα το παρακολουθώ τακτικά, και κυρίως επειδή είναι περιοδικό που από τη φύση του απευθύνεται στο ευρύτερο  δυνατόν κοινό:

– «αντάλλαξαν contacts με την αμυδρή προοπτική μιας συνεργασίας… / να βιώσω τα vibes της πόλης… / το στούντιο δεν ήταν available / τη γενικότερη μουσική attitude της Monika…», όλα στο ίδιο άρθρο·

– «όσο εντυπωσιακό κι αν ήταν το stage… / οι δύο οθόνες στις άκρες του stage…», και «θα περίμενα το stage να είναι διαφορετικό…»·

– ο τάδε καλλιτέχνης, «αλληλεπιδρώντας με το crowd»·

– «μοντερνισμός γιαπωνέζικου στιλ, με office like “δερμάτινες” καρέκλες»·

– «πάντα εστιάζουν (κάνουν focus δηλαδή) στο πραγματικό πρόβλημα», όπου εδώ πια τα αγγλικά μάς μεταφράζουν τα ελληνικά!

Στο ίδιο περιοδικό, διόλου τυχαία, κατά την άποψή μου, τα «ράφια [είναι] φορτωμένα φιάλες», κι όχι ταπεινά μπουκάλια· ενώ σε κάποια συνέντευξη ξένου σκηνοθέτη τα natural wines μεταφράζονται «φυσικοί οίνοι», «ο διάσημος σκηνοθέτης [...] δοκίμασε ελληνικούς φυσικούς οίνους», και δώσ’ του «οίνοι» και «οινικός κόσμος»… Και εκεί που ο ξένος σκηνοθέτης  χαρακτηρίζει υπέροχα τους αγρότες καλλιεργητές «καλλιτέχνες της γης», ο Έλλην δημοσιογράφος «διορθώνει»: local heroes!

Φτάσαμε όμως στο κρασί-οίνος, προσωπικό μου καημό, ας σταθώ λίγο παραπάνω.


Ο θάνατος του κρασιού

Μελοδραματικός σίγουρα ο τίτλος μου, αφού πάντα υπήρχαν ενεργές λέξεις με συνθετικό τον οίνο: οινογνωσία, οινοπαραγωγός, ακόμα και το λαϊκότατο, παραδοσιακό οινομαγειρείο. Όμως, αν προσέξετε, όλο και πιο συχνά εσχάτως ο οίνος εκτοπίζει το κρασί, καταλαμβάνοντας μία από τις πρώτες θέσεις στη λογιοτατίζουσα τάση των ημερών, αυτήν που εκτόπισε το κατεβαίνω για χάρη τού κατέρχομαι: «κατέρχεται / κατήλθε / θα κατέλθει στις εκλογές» διαβάζαμε παντού τελευταία, ενώ χτες ακόμα λέγαμε όλοι «κατεβαίνει / κατέβηκε / θα κατέβει…»· το παίρνω για χάρη τού λαμβάνω: «λάβετε τα όπλα!», «λαμβάνει άδεια», «η δημοτικότητά του λαμβάνει διαστάσεις μανίας» κ.ά.

Πριν από μερικά χρόνια, όταν ακόμα η Ελληνοφρένεια στεγαζόταν στον Σκάι, ακολουθούσε κάθε μέρα μια εκπομπή με τίτλο «Οίνος ο αγαπητός»: τιναζόμουν κάθε φορά να κλείσω το ραδιόφωνο, να μην ακούσω τον φαιδρό, άσχετα από τον «οίνο» του, τίτλο.

«Η κληρονομιά του οίνου της Νεμέας» ήταν προ καιρού ο τίτλος μιας βιβλιοκρισίας στην  Καθημερινή. Διατρέχω το κείμενο: «Θέματα σχετικά με το αμπέλι και το κρασί…», «Ιστορία του ελληνικού κρασιού…», αλλά «Ένα πεδίο που παράγει αδιάλειπτα ονομαστό οίνο», «Από τις περιοχές των πιο φημισμένων για τους οίνους τους περιοχών της Ευρώπης», «Χαρακτήρες κάθε αυθεντικού οίνου», «Οι ελληνικοί οίνοι», «Η παγκοσμιοποίηση στο χώρο του οίνου».

Συμπέρασμα: μόνο στην αρχή, και επειδή αναφέρεται η «στήλη του κρασιού» που κατείχε παλαιότερα η συγγραφέας του κρινόμενου βιβλίου στην Καθημερινή, υπάρχει δύο όλες κι όλες φορές η λ. κρασί –παντού αλλού: οίνος!

«Γεύσεις και οίνος» είναι και μια εκπομπή στη Μακεδονία TV· στις πληροφορίες, στην οθόνη, διαβάζουμε: «Ο Χ, γνωστός δημοσιογράφος οίνου στη Θεσσαλονίκη και wine blogger, [...] μαθαίνει τα μυστικά της παραγωγής του καλού κρασιού…»

Οίνος, κρασί και wine blogger, γλωσσική σχιζοφρένεια, ντυμένη τάχα τον πλουραλισμό και την πολυτυπία. Που γίνεται, όλο και πιο μεθοδικά, μονοτυπία, λογιόστροφη βεβαίως.


buzz it!