31/7/07

και η altera pars, ούτε λόγος!

Κάποτε μισό [αντ]επιχείρημα του αντιπάλου σου μπορεί να σου προσπορίσει κέρδη όσα δεν ονειρεύτηκες καν εσύ, όσα δε θα πετύχαινες με εκατό επιχειρήματα δικά σου: αυτή είναι η ακραία, ελαφρώς "σατανική" εκδοχή.

διαβάστε τη συνέχεια...

Η τρέχουσα έχει να κάνει με το δικαίωμα στον αντίλογο, ακόμα ίσως και στον πιο οξύ. Προσωπικά, ανέλαβα το μεγάλο, δυσβάστακτο για μένα, κόστος του μπλογκ (μιλώ με όρους χρονικούς και μόνο), όπου υπάρχει η δυνατότητα του αντιλόγου, έστω και ανωνύμως. Είχα απλώς δηλώσει εξαρχής πως μόνο καθαρώς υβριστικά ή ακραιφνώς ελληναράδικα σχόλια θα διαγράφονταν, μια και, όπως έχω επανειλημμένα γράψει, μπορεί κι αυτοί να είναι ελεύθεροι να έχουν και να διατυπώνουν τις απόψεις τους, το βήμα όμως δε θα τους το δώσουμε εμείς, ούτε διάλογο θα κάνουμε εμείς μ' αυτούς: αυτά τ' αφήνουμε π.χ. στα κανάλια μας, στον Πρετεντέρη μας κτλ. Παραταύτα ούτε τέτοια σχόλια διέγραψα ποτέ (ευτυχώς δεν ήταν και πολλά), με τη λογική: "άσ' τους να δείχνουνε ποιοι είναι".

Με τη λογική λοιπόν αυτή περισσότερο παρά με όρους τάχαμου δημοκρατίας έχω π.χ. στην εφημερίδα αφιερώσει (=χαραμίσει) σχεδόν μισή επιφυλλίδα, αναδημοσιεύοντας ολόκληρη την επιστολή φανατικού "αντιπάλου" μου, που η εφημερίδα ευλόγως του την είχε ακρωτηριάσει. Και όταν ευδοκήσω να τελειώνω με την ανάρτηση όλων των παλιών επιφυλλίδων, ελπίζω να βρεθεί χρόνος για την αναδημοσίευση και άλλων τέτοιων επιστολών (για το θέμα των δανείων της ελληνικής από άλλες γλώσσες έχω ολόκληρο ντοσιέ τετράπαχο!).

Έτσι και τώρα προσπαθώ όπου μπορώ να ενημερώνω και για αντιδράσεις εκτός μπλογκ, που φιλοξενήθηκαν σε άλλα έντυπα κτλ. (βλ. π.χ. σχετικά με τον Μ. Στεφανίδη).

Όπότε, ο λόγος και πάλι στην άλτερα παρς: Σαν συνέχεια του άρθρου μου "Ιδεολογικός αμοραλισμός...", στο Lifo της 19/7, στο εντιτόριαλ, με την υπογραφή του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, σε σχόλιο για τους τραμπούκους τους οποίους εκτρέφει η ανωνυμία των μπλογκ και πλάι στην προτροπή να μην ασχολείται καλύτερα κανείς μαζί τους, υπάρχει μια συμπληρωματική, παρένθετη πρόταση:

"(Το ίδιο [=να μην ασχολείται κανείς μαζί του] ισχύει για τις παραδοσιακές περιπτώσεις πίκρας του Γ.Η.Χ.)"

Έως και εύστοχο θα το 'βρισκα το σχόλιο, ομολογώ. Ακατανόητο απλώς μου είναι ένα επόμενο, ανυπόγραφο αυτό, στη στήλη X-press, που ασχολείται με θέματα Τύπου:

"Απώλειες και στα Νέα: ο Γιάννης Χάρης (που έχει μια στήλη υψηλού γλωσσικού ήθους), ήρθε σε σύγκρουση με το κατεστημένο της εφημερίδας και πήγε στο Inches, όπου ήδη ανέλαβε την αρχισυνταξία. Του έβαλαν όμως όρο να μην ασχολείται με τα μικρά μεγέθη".

Κι όχι ότι βαρέθηκα να απαντώ σε τηλεφωνήματα, πως δεν τσακώθηκα ούτε με διώξαν απ' τα Νέα, αλλά ας καταλάβαινα ο πτωχός... Καλόδεχτος λοιπόν ο οβολός κάθε αναγνώστη.

buzz it!

23/7/07

Η Ιστορία και οι ιστορίες, κοινώς παραμύθια

Τα Νέα, 21 Ιουλίου 2007

«Η πατρίς μας είναι ασυγκρίτως γλυκυτέρα και από τα πουγκία σου, και από τους ευτυχείς τόπους τους οποίους υπόσχεσαι να μας δώσεις. Όθεν, ματαίως κοπιάζεις, επειδή η ελευθερία μας δεν πωλείται, ούτ’ αγοράζεται σχεδόν με όλους τους θησαυρούς της γης, παρά με το αίμα και θάνατον έως του τελευταίου Σουλιώτου.»

Μωρέ τι πατριδολογικά είν’ αυτά; Και ποια εθνικιστική Ιστορία άραγε τα αναχαράζει, του Λιακόπουλου ή του Άδωνη Γεωργιάδη; Ή μήπως φιγουράρουν προμετωπίδα στου Καραμπελιά το περιοδικό; Ή τάχα στης Κανέλλη; Στη Φωνή Κυρίου ίσως, ή στην Τόλμη της Αρχιεπισκοπής;

διαβάστε τη συνέχεια...

Όχι: σελίδα 33 στην περιλάλητη Ιστορία της Στ΄ δημοτικού, αυτήν ντε που χρηματοδοτήθηκε από ξένα κέντρα, με στόχο να αφελληνίσει τα ελληνόπουλα, να αποεθνικοποιήσει την Ιστορία, να μας σούρει σιδηροδέσμιους στα σκοτεινά αμπάρια της παγκοσμιοποίησης, ένθα απέδρα πάσα εθνική συνείδησις. Στην «Ιστορία της Ρεπούση», όπως χλευαστικά αναφέρεται, αυτήν που στο προκείμενο εξωραΐζει την οθωμανική κατοχή, και απλώς σαν εξαίρεση μας δείχνει τη διαστροφή κάποιων να θέλουν, άγνωστο γιατί, να πεθάνουν.

Το κείμενο με το οποίο ξεκίνησα (η ιδέα κλεμμένη από άρθρο της καθηγήτριας της ιστορίας Χριστίνας Κουλούρη, Βήμα 7.1.07) είναι η επιστολή των Σουλιωτών προς τον Αλή πασά, με τη μεγαλειώδη, συγκλονιστική υπογραφή: Όλοι οι Σουλιώτες μικροί και μεγάλοι. Και είναι ένα από τα κείμενα-μαρτυρίες που δίνονται σε κάθε ενότητα, έπειτα από ένα σύντομο αφηγηματικό κείμενο, σαν υλικό προς εργασία, ερέθισμα για σκέψη, αφορμή για συζήτηση, με τον καθοδηγητικό ρόλο του δασκάλου –ό,τι δηλαδή απουσίαζε εντελώς από τα παλιά, καλά μας βιβλία, προαγωγούς (διόλου τυχαία!) απομνημόνευσης και μόνο.

Η συγκεκριμένη ενότητα λοιπόν (για να πάρει ο αναγνώστης μια ιδέα για το βιβλίο που τόσο συζητήθηκε και συζητιέται από ανθρώπους που στη μεγάλη τους πλειονότητα δεν το ’χουν καν ανοίξει) τιτλοφορείται «Οι μορφές αντίστασης», και αρχίζει ως εξής:

«Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, πολλές είναι οι μορφές αντίστασης ενάντια στους Οθωμανούς κατακτητές. Οι Ρωμιοί αντιστέκονται στους Οθωμανούς διατηρώντας τις μνήμες, τη γλώσσα και τη θρησκεία τους.
»Στις ένοπλες μορφές αντίστασης περιλαμβάνονται εξεγέρσεις...» κτλ.

Φτάνει τόσο, νομίζω, για τον καλόπιστο αναγνώστη, που μπορεί τώρα να αντιπαραβάλει αυτές τις τέσσερις μόλις γραμμές με όσα έχει διαβάσει από τους ασύστολα αδιάβαστους επικριτές του βιβλίου. Και φερειπείν να τους ρωτήσει: αν το βιβλίο λέει, όπως λένε, πως οι Έλληνες καλοπέρναγαν με τους Οθωμανούς, γιατί τότε αντιστέκονταν, και με «πολλές μορφές»; Και σαν τι λέξεις τάχα είναι αυτές, αντίθετες με την politically correct, ήτοι την «αφυδατωμένη» γραμμή συγγραφής του βιβλίου: αντίσταση, κατακτητές, αντιστέκονται, εξεγέρσεις; Και να διατηρούνε αποπάνω οι Έλληνες και μνήμες και γλώσσα και θρησκεία; Και να το τονίζουν τώρα αυτοί, οι συγγραφείς δηλαδή του βιβλίου, που «πληρώθηκαν αδρά» για να εξαλείψουν ακριβώς μνήμες και γλώσσα και θρησκεία;

Σύγχυση του βιβλίου είναι αυτή ή σύγχυση των επικριτών του; Και αν το δεύτερο, σύγχυση απλώς, ή μεθοδευμένη διαστρέβλωση, κοινώς, κοινότατα: μάχη πολιτική, και πρωτίστως, εννοείται, ιδεολογική;

Πίσω όμως στο βιβλίο: Η ενότητα ανοίγει με το σύντομο, όπως είπα, αφηγηματικό κείμενο (στοιχείο –η συντομία εννοώ– που γενικότερα χαρακτηρίστηκε αδυναμία του βιβλίου, αλλά προφανώς δεν εστιάστηκε εδώ η κριτική που μας απασχολεί) και ακολουθεί σύντομο γλωσσάριο και σύντομος χρονολογικός πίνακας· η συνέχεια στην αντικριστή σελίδα χαρακτηρίζεται «…μαθητεία στην ιστορία», και εδώ αρχίζει το μεγάλο έργο του δασκάλου και η πορεία του μαθητή για την κατάκτηση και όχι την απομνημόνευση της γνώσης, με ερεθίσματα πλήθος μαρτυρίες, εικονογραφικές και κειμενικές.

Στη συγκεκριμένη πάντα ενότητα, κάτω από τον τίτλο «Επαναστατικές ενέργειες - κινήματα» εικονίζεται η «Πολιορκία της Κορώνης από το ρώσικο στόλο, το 1770» από λιθογραφία του 1822, και δίπλα υπάρχει σχετικό απόσπασμα από την ιστορία του Ν. Σβορώνου· και ακολουθούν δύο ερωτήσεις, αφορμή, όπως είπα, για συζήτηση, από τις πλέον ενδεδειγμένες μεθόδους για αφομοίωση της πληροφορίας, και προπάντων παρακίνηση για σκέψη κτλ. Στο δεύτερο μισό της σελίδας τυπώνεται η «Επιστολή των Σουλιωτών προς τον Αλή πασά», που είδαμε παραπάνω, και δίπλα υπάρχει ο πίνακας του Ντενεβίλ «Σουλιώτισσες σε μάχη εναντίον των στρατευμάτων του Αλή πασά»· και ακολουθούν και εδώ οι σχετικές ερωτήσεις:

«Πώς απαντούν οι Σουλιώτες στην προσπάθεια του Αλή πασά να τους υποδουλώσει;» και «Ποιοι αντιστέκονται στον Αλή πασά και με ποιο τρόπο;»

Ο αναγνώστης τώρα ξέρει. Πολύ περισσότερο όταν έχει στο νου του αυτό που δεν έχουν ή σκόπιμα παρασιωπούν οι άλλοι, πως το βιβλίο απευθύνεται σε εντεκάχρονα παιδιά.

Πάμε τώρα στα Μικρασιατικά, με τον περίφημο, εμβληματικό, κατά τη λέξη του συρμού, «συνωστισμό». Και εδώ σημασία πια έχει μια ματιά στο ίδιο το βιβλίο, έπειτα από την προηγούμενη επιφυλλίδα, όπου στάθηκα σε δύο βασικούς άξονες-ενστάσεις στην όλη συζήτηση:

(α) τι είναι η Ιστορία και πώς την πραγματεύεται κανείς, και πιο συγκεκριμένα τι μπορεί και τι πρέπει να διδάσκεται σε σχολικό εγχειρίδιο, και μάλιστα του δημοτικού, οπότε η καθαυτό επιστημονική προσέγγιση της Ιστορίας συγχέεται με τη διδακτική και την παιδαγωγική πράξη!

(β) αν παραταύτα θα ’πρεπε να λέμε «όλη την αλήθεια», ακόμα και σε 11χρονα παιδιά, τότε το επίδικο βιβλίο όφειλε να καταγράψει στην αιτιακή τους αλληλουχία πρώτα την εισβολή των ελληνικών στρατευμάτων, με όλες τις απίστευτες αγριότητες που διέπραξαν, και έπειτα τη θηριωδέστερη απάντηση των Τούρκων.

Ξανανοίγουμε λοιπόν το βιβλίο: Έξι σελίδες, με πρώτη την ενότητα «Μικρασία: εκστρατεία και καταστροφή», όπου και η φράση πως «χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα». Μόνη της η φράση; Βεβαίως όχι. Μέσα σε έξι σελίδες, όπως είπα, με κείμενα-μαρτυρίες και φωτογραφικό υλικό.

Χαρακτηριστικό εδώ, αν και άσχετο με το συνωστισμό: στα κείμενα περιλαμβάνεται απόσπασμα από το διάγγελμα του Βενιζέλου προς το λαό της Σμύρνης ότι «Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συμβουλίου της Ειρήνης να καταλάβη την Σμύρνην, ίνα ασφαλίση την τάξιν. [...] διότι [...] είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος…»: όπου δηλαδή το «αντεθνικά ουδέτερο» εγχειρίδιο «στηρίζει», θα πω τώρα εγώ, την επίσημη κρατική πολιτική, την επίσημη, εθνική Ιστορία!

Και φωτογραφικό υλικό: μεταξύ άλλων τον Σμύρνης Χρυσόστομο να ευλογεί τους Έλληνες στρατιώτες, αλλά κυρίως τη Σμύρνη στις φλόγες, το λιμάνι να βουλιάζει από κόσμο, λεζάντα:

«Μετά την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, οι Έλληνες της περιοχής προσπαθούν με κάθε τρόπο να φύγουν…», και ερώτηση-θέμα προς εργασία:

«Περιγράφω την κατάσταση που επικρατεί στο λιμάνι της Σμύρνης μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή» (σ. 103).

Σαν τι καλούνται να απαντήσουν τώρα οι εντεκάχρονοι μαθητές, τι τους υποβάλλει η ίδια η ερώτηση, έπειτα από αυτό που τόσο παραστατικά τους δείχνει η φωτογραφία, ακόμα κι αν δεν υπάρχει δάσκαλος μέσα στην τάξη;

Πάντως, και επειδή, λέω, τα παιδιά έχουν μπροστά τους το βιβλίο, βλέπουν δηλαδή και διαβάζουν, αντίθετα απ’ τους άλλους, είναι απολύτως σίγουρο πως δε θ’ απαντήσουν με κανένα από αυτά τα ευφυολογήματα, στα οποία διαγωνίστηκαν με τόσο ζήλο οι πατεράδες τους όλο αυτό το διάστημα.

Τα μεγάλα παιδία παίζει

Είναι φαιδρό αλλά και λυπηρό, πως τόνοι φαιά ουσία καταναλώθηκαν, ποιος θα σκαρώσει το καλύτερο αστείο, σαν σε εκδρομές γυμνασιόπαιδων, ποιος θα σκαρώσει το καλύτερο παράδειγμα με το επικατάρατο ρήμα συνωστίζομαι:

«Ρε παπάρες πασόκοι, ο “συνωστισμός στα παράλια της Σμύρνης” είναι ο ίδιος με το “συνωστισμό” στην Ομόνοια όταν η Εθνική πήρε το Euro;» διαβάζω σχόλιο σε κάποιο μπλογκ στο ίντερνετ, κι ας κλείσω για την ώρα μ’ αυτό, επειδή δείχνει και τη… λαϊκή συμμετοχή, τη λαϊκή αυτενέργεια, το εύρος της αντίδρασης στα «ξένα κέντρα αποφάσεων που χρηματοδοτούν την εκστρατεία αφελληνισμού, αποεθνικοποίησης…» κτλ.

Ποια Ιστορία δηλαδή; Παραμύθια για λαϊκή κατανάλωση, παραμύθια όμως ερήμην πια και της τρέχουσας ιστορίας, της καθημερινής πραγματικότητας, εν προκειμένω του βιβλίου. Παραμύθια διανθισμένα με αστειάκια. Αλλά και πώς αλλιώς; Αφού

«Την Ιστορία δεν τη μαθαίνουμε απ’ τα βιβλία. Την ιστορία τη μαθαίνουμε απ’ τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας»! (Λάκης Λαζόπουλος)

Ή, με άλλα λόγια: «Το κρυφό σχολειό υπήρξε διότι όλοι εμείς μάθαμε στα σχολειά μας ότι υπήρξε. Και τώρα, τι θα γίνει, θα πετάξουμε όλα αυτά που μάθαμε, ακόμη κι αν είναι ψέματα;» (Ν. Κακαουνάκης)

buzz it!

21/7/07

Ούτε μισό λεπτό μαζί με την Ντόρα Μπακογιάννη

«Το στίχο της Κικής Δημουλά “ενός λεπτού μαζί” δανείστηκε η Ντόρα Μπακογιάννη (με την άδεια της ποιήτριας) για μια χαλαρή κουβέντα με ανθρώπους από το χώρο της τέχνης. Η συζήτηση έγινε στη Στοά του Βιβλίου και ανάμεσα σ’ αυτούς που συμμετείχαν ήταν ο …, ο …, ο …, [κ.ά.]. Ξεκίνησαν στις 9.30 το βράδυ και κάποιοι έμειναν ώς τις 2.30, μιλώντας για τέχνη και πολιτική.»

διαβάστε τη συνέχεια...

Ούτε που το είχα προσέξει το ειδησάριο αυτό στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 15/7, παρόλο που ανάμεσα στα ονόματα ήταν και φίλοι και γνωστοί, άνθρωποι οπωσδήποτε σοβαροί και με σημαντικό έργο στο χώρο τους.

Ώσπου μου έστειλε μια φίλη με ιμέιλ το λινκ: http://www.enosleptoumazi.gr.
«Να το ανοίξεις» μου έγραφε απλώς, και τίποτ’ άλλο. Το άνοιξα, πάγωσα αμέσως μόλις διάβασα ότι είναι ένα μπλογκ

«Για τo περιβάλλον. Την κοινωνία. Την οικονομία. Τον πολιτισμό. Την πολιτική. Την ανάπτυξη. Την τεχνολογία. Την επικοινωνία. Τη δημιουργία», όπου

«φιλοξενούνται οι τοποθετήσεις 35 κορυφαίων προσωπικοτήτων από τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών, οι οποίες κατατέθηκαν στο συμπόσιο που διοργανώθηκε υπό την αιγίδα του ΚΕΝΕΠ Παύλου Μπακογιάννη και με πρωτοβουλία της Ντόρας Μπακογιάννη, στις 12 Ιουλίου 2007».

Διέτρεξα έντρομος τα ονόματα, πήρα μισή ανάσα: όχι δεν ήταν μέσα και η φίλη που μου το ’στειλε, ήταν όμως φίλοι άλλοι, παλιοί και νεότεροι, φίλοι που μεγαλώσαμε μαζί, απ’ το σχολείο με κάποια απ’ αυτούς, έπειτα στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια με άλλους, άνθρωποι που τους περισσότερους τους εκτιμώ απεριόριστα, άνθρωποι γενικότερα, όπως έγραψα και στην αρχή, με έργο –το αντίθετο δηλαδή από την έχουσα την πρωτοβουλία!

Δεν έχω τη διάθεση, δε βρίσκω τη δύναμη να σχολιάσω, με τόσους όντως φίλους κι άλλους τόσους όντως εκλεκτούς εκεί μέσα, λέω μόνο πως, διάολε, δεν έχει πολιτική ταυτότητα η Ντόρα Μπακογιάννη; Και να ’ταν, ας πούμε, υπουργός πολιτισμού, με κάποιον δηλαδή θεσμικό ρόλο όπου θα μπορούσε ή ίσως και θα όφειλε κανείς να παραβλέψει την πολιτική της ταυτότητα... Τίποτα.

Κι όχι μόνο. Υπήρξε και δήμαρχος η Ντόρα Μπακογιάννη. Εκεί δηλαδή όπου συνήθως παραμερίζονται, λέει, οι κομματικές τοποθετήσεις, για το «κοινό καλό» της πόλης και των κατοίκων της –έτσι όπως έσπευσαν να συνταχτούν τώρα με τον Κακλαμάνη, τον ακροδεξιό, τον αποτυχημένο ήδη τότε υπουργό, που ανερυθρίαστα κατέβαινε στις δημοτικές εκλογές με σήμα του την ανυπαρξία ακριβώς πολιτικού λόγου. «Επικοινωνιακός» όμως, λέει, και έσπευσαν, είπα, στο πλευρό του. Μακάρι ώς το τέλος της θητείας του να μην το μετανιώσουν, μακάρι δηλαδή να δείξει (πότε;) έργο.

Όμως το παραμύθι αυτό με την Ντόρα Μπακογιάννη παίχτηκε ήδη. Το μη έργο το είδαμε: ούτε τα καγκελάκια του ανεκδιήγητου προκάτοχού της δεν έσωσε να τα ξηλώσει όλα, κι ενώ κατά την πάγια πλέον αλλά πάντοτε αήθη τακτική δεν ολοκλήρωσε τη θητεία της, παρά έτρεξε να καταλάβει θώκο υπουργικό.

Αυτό το μη έργο με τι τάχα πρόσχημα καλεί, τώρα πίσω πίσω και στα καλά των καθουμένων, να της το στιλβώσουν άνθρωποι που έδωσαν τη μισή ζωή τους οι πιο πολλοί στην τέχνη τους;

buzz it!

19/7/07

50. «Παύσε, πτωχέ Παναγιωτάκη!»

Τα Νέα, 27 Ιανουαρίου 2001

Η προηγούμενη επιφυλλίδα τελείωνε με λόγια του σοφού Ελισαίου Γιανίδη σχετικά με το αβυσσαλέο χάσμα ανάμεσα στην προφορά τη δική μας και την προφορά των αρχαίων, που, ενώ ομολογούμε ότι την αγνοούμε, επιμένουμε να την αναπαράγουμε, ή μάλλον να νομίζουμε ότι την αναπαράγουμε, παράγοντας απλώς συγχυτική κακοφωνία. Με άλλο ένα δικό του απόσπασμα θα περάσω στο σημερινό θέμα:

διαβάστε τη συνέχεια...

«Ούτε τα αυ, ευ, τα πρόφεραν όπως εμείς. Αν το παύσω το λέγανε πάφσω, θα το έκαναν αμέσως πάψω, σύμφωνα με τον κανόνα γράφσω-γράψω. Θα πει λοιπόν πως εκείνο το αυ κάπως αλλιώς το πρόφεραν. Όταν αργότερα άρχισε να προφέρεται αφ, τότε η αληθινή γλώσσα, η λαϊκή δηλαδή, ακολουθώντας τον κανόνα που είπαμε, αμέσως το πάφσω το έκαμε πάψω. Και βγαίνει το συμπέρασμα [...] ότι τα πάφσω, πιστέφσω, που προφέρουμε στη γραφτή γλώσσα, είναι τεχνητά και ψεύτικα, ενώ το πάψω, πιστέψω, τα περιφρονημένα, [...] αυτά έχουν τους τίτλους της ευγένειας, αφού είναι καμωμένα σύμφωνα με τον αρχαίο κανόνα» (Γλώσσα και ζωή, όπ. παρ., σ. 86-87).

Πιο συγκεκριμένα για το σημερινό θέμα, τα συμφωνικά συμπλέγματα, ας δούμε και την αντίπερα όχθη, τον στυλοβάτη της γλωσσικής συντήρησης αλλά κορυφαίο γλωσσολόγο Γεώργιο Ν. Χατζιδάκι (Σύντομος ιστορία της ελληνικής γλώσσης, 1915, σ. 90):

«Τα παλαιά συμπλέγματα κτ, πτ, χθ, φθ εκφωνούμεν σήμερον πάντες ως φτ, χτ (χτίζω, φτύω, χτες, φτάνω)».

Έναν σχεδόν αιώνα αργότερα, Γεώργιε Χατζιδάκι, εμείς μπορεί να εκφωνούμε έτσι, ακόμη όμως γράφουμε αλλιώς, ακολουθώντας την καταστατική αρχή της καθαρεύουσας, που απαιτεί γραβάτα και κουστούμι, μόλις περάσουμε από τον προφορικό λόγο στον γραπτό!

Περιγράφει δηλαδή ο Χατζιδάκις μια γλωσσική εξέλιξη που χαρακτηρίζει κυρίως τη μεσαιωνική φάση της ελληνικής γλώσσας. Από την εποχή εκείνη, όπως θα διαβάσουμε σε οποιαδήποτε ιστορία της γλώσσας μας, έχουμε τις απλοποιήσεις συμφωνικών συμπλεγμάτων, που οδήγησαν από τον σφιγκτό στον σφικτό, κι από κει στον σφιχτό, από τον μαγευμένο στον μαγεμένο, από τον βραγχνό στον βραχνό, από τον ψεύστη στον ψεύτη, από το έφεγξε στο έφεξε, από την κολοκύνθην στο κολοκύθι κτλ. Εδώ η αλλαγή είναι παγιωμένη και αδιαμφισβήτητη. Οι αρχαιότεροι τύποι δεν απαντούν σήμερα ούτε στα πιο καθαρεύοντα κείμενα.

Ελαφρώς διαφορετική είναι η περίπτωση των συμπλεγμάτων που αποτελούνται από δύο εξακολουθητικά σύμφωνα: σθ, σχ, φθ, χθ, ή από δύο στιγμιαία: κτ, πτ, όπου το ένα από τα δύο αλλάζει προφορά, και γίνεται στιγμιαίο στην πρώτη περίπτωση, εξακολουθητικό στη δεύτερη. Δηλαδή:

εκλείσθην→κλείστηκα, και γελάστηκα, κρεμάστηκα (αλλά προσθέτω-πρόσθεσα, μισθός

έσχισα→έσκισα, και σκοινί (αλλά σχέση, σχήμα

ευθηνός→φτηνός, και φτάνω (αλλά αφθονία

εδέχθην→δέχτηκα, και σφίχτηκα, τραβήχτηκα (αλλά εχθρός, όχθη

δάκτυλον→δάχτυλο, και καληνύχτα, καρδιοχτύπι (αλλά ακτή, έκταση

πτερόν→φτερό, και φτερνίζομαι, κλέφτης (αλλά πτέρυγα, κλεπταποδόχος).

Σ’ αυτή την περίπτωση, το παλαιότερο, το λόγιο σύμπλεγμα συνυπάρχει στη σημερινή γλώσσα με το λαϊκό. Είναι πολλές οι λόγιες λέξεις που έχουν ενσωματωθεί στη δημοτική και συνεχίζουν αβίαστα την πορεία τους, κι έτσι παραμένουμε εξοικειωμένοι με τα παλαιότερα συμπλέγματα, ενώ πολλές φορές μπορεί και η ίδια λέξη να απαντά και με τις δύο μορφές. Η εξοικείωση τώρα αυτή συχνά μας κάνει να διστάζουμε ανάμεσα στους δύο τύπους, να δεχόμαστε πότε τον ένα και πότε τον άλλο. Το φαινόμενο είναι εντονότερο στα ρήματα: λ.χ. το καλύπτω, καθώς διατήρησε αναλλοίωτο το σύμπλεγμα πτ (δύο στιγμιαία), μοιάζει να διατηρεί αναλόγως και το φθ (δύο εξακολουθητικά) στον αόριστο: καλύφθηκε, και πολύ περισσότερο συγκαλύφθηκε, μολονότι είναι πολλά τα λαϊκότερα ρήματα με φτ στην κατάληξη: γλείφτηκε, αλείφτηκε, πασαλείφτηκε –όμως παραλείφθηκε (< παραλείπω) και παραλήφθηκε (< παραλαμβάνω).

Αλλά και πάλι, ούτε ο βαθμός λογιότητας ενός ρήματος είναι απολύτως δεδομένος ούτε ο βαθμός εξοικείωσης κάθε ομιλητή ή ευρύτερης ομάδας με κάθε ρήμα είναι ίδιος, και προπαντός αναλλοίωτος μέσα στο χρόνο. Το τυπικά λόγιο καλύπτω που χρησιμοποίησα για παράδειγμά μου είναι αίφνης εξαιρετικά τριμμένο στη γλώσσα οποιουδήποτε έχει περάσει από φοιτητική συνέλευση ή κομματική συγκέντρωση, όπου πολύ συχνά θα έτυχε να «καλύφτηκε» από τον προηγούμενο ομιλητή. Γι’ αυτό τα κριτήρια είναι ρευστά και η ποικιλομορφία αναπόφευκτη.

Πάλι όμως, όπως κάθε φορά, υπάρχουν όρια, κι αυτά τα δείχνει λόγου χάρη εδώ η Μαντάμ Σουσού, που υπαγόρευσε τον σημερινό τίτλο, αυτή η δημιουργία του Δημήτρη Ψαθά, επιτομή του νεοελληνικού αρχοντοχωριατισμού και της μεγαλομανίας –της γλωσσικής εν προκειμένω. Κι είναι ακόμα, δυστυχώς, επίκαιρη η Μαντάμ Σουσού, αφού διαβάζουμε «καληνύκτα», «καληνύκτισε» και «μπλέχθηκε», «να ξεπερασθεί» (τότε και «περασθικά»!), «ρίχθηκαν»,* με κορυφαίο το «βιάσθηκε», όπου εννοούσε ο συντάκτης ότι κάποιος/α βιάστηκε, ήταν δηλαδή βιαστικός/ή, κι όχι ότι έπεσε θύμα βιασμού, γιατί άλλο το βιάζομαι (βιά-ζομαι) και άλλο το βϊάζομαι (βι-ά-ζομαι)!**

Το «φθάνω» μοιάζει να αποτελεί λάβαρο ιερό για την κρυπτονεοκαθαρεύουσα τάση. Αν και είναι από τα πλέον κοινόχρηστα ρήματα, επιμένει να κυκλοφορεί με τα καλά του: «φθάνω». Σ’ ένα μονόστηλο κειμενάκι, μέσα σε πέντε μόνο αράδες, διαβάζω: «έφθασα», «φθάνει», «έφθασε», συχνότητα δηλαδή ικανή, ικανότατη, να μετατρέψει αμέσως τώρα το φθ σε φτ. Μπα, τίποτα.*** Κι όμως, στο ίδιο αυτό κειμενάκι, διαβάζω: είχε βυθιστεί, είχε σκεπαστεί, και να πιαστούν –φυσικά, αν και τίποτα δεν είναι πια φυσικό... Και παραμένει απτόητο, αμόλυντο το «φθάνω», ακόμα και με γειτονιά λαϊκή. Αντιγράφω από αλλού: «να φθάσει στο δημαρχείο και να φυλαχτεί», «να φθάσει» και παραδίπλα «να ονομαστεί», «να φθάσει» και «έχει κατασκευαστεί».

Άλλες τέτοιες συναντήσεις: «απαγορεύθηκε - συνεχίστηκε», «γνωρίσθηκε - παντρεύτηκε», «να διδαχθεί - επεξεργάστηκαν», «παραδέχθηκε - αναγκάστηκε», «πρωτοεμφανίστηκε» και στην επόμενη πρόταση «επαναεμφανίσθηκε». Ή μια έτσι, μια αλλιώς: «ονομάσθηκε - να ονομαστεί», «έχει ακουσθεί - έχουν ακουστεί, ακούστηκε», «δημοσιεύθηκε - δημοσιεύτηκαν». Ακόμη: «ανέχθηκαν», «δέχθηκε», «είσθε», «ερωτεύθηκε», «προγραμματίσθηκε», αλλά διαβιβάστηκε, ερμηνεύτηκε, να ευθυγραμμιστείτε, να προσδιοριστεί, να υποβαθμιστεί.

Δύσκολο τελικά να βγάλει κανείς συμπέρασμα που να εναρμονίζεται με τα περί λαϊκών και λόγιων ρημάτων. Το μόνο δυνατό συμπέρασμα είναι η απουσία κριτηρίων και η παρουσία παλαιών, γνωστών εμμονών. Μπορεί το κλειδί να είναι ο φετιχισμός της εικόνας, που, μαζί με την αρχή της καλλιέπειας και των σιδερωμένων ρούχων του γραπτού λόγου, ανταμώνει την προαιώνια σύγχυση γλώσσας και γραφής, η οποία στοιχειώνει ακόμα γραφίδα και νου. Γι’ αυτό και καθόμαστε και βυζαντινολογούμε, μαζί κι εγώ βεβαίως, για θέματα που είναι, εντέλει, ασήμαντα, αλλά τα υποβάλλει σαν δήθεν κρίσιμα και ζωτικά η ψυχαναγκαστική αντιμετώπισή τους με όρους, υποτίθεται, υψηλής αισθητικής.

* Πρέπει άραγε να υπενθυμίσω ότι δεν υπάρχει τύπος «ερίχθησαν», ώστε να δικαιολογείται αυτό το -χθ στο «ρίχθηκαν»; Ή ρίπτω-ερρίφθησαν, ή ρίχνω-ρίχτηκαν. («Συνεπέστερος» λοιπόν, από μιαν άποψη, είναι κάποιος που έγραψε «ρίφθηκαν», πετώντας όμως στα σκουπίδια εξέλιξη αιώνων, αυτήν που έκανε το ρίπτω→ρίχνω, για να αναβαπτιστεί στην αρχαία πηγή: ερρίφθησαν, άντε και λίγο πιο δημοτικά, μη μας ξεφωνίσουν: «ρίφθηκαν».)

** Ανάλογη ισοπέδωση επιφέρει και το «διώχθηκε», που κρύβει πίσω του και το διώχνω (=διώχτηκα) και το διώκω (=εδιώχθην→διώχθηκα): «τα Γενικά Αρχεία του Κράτους στεγάζονταν στα υπόγεια της Ακαδημίας Αθηνών, από όπου διώχθηκαν [=διώχτηκαν] για να μεταστεγαστούν στη λαχαναγορά» (δείτε όμως και τη συνύπαρξη, σύμφωνα και με τα παρακάτω, «διώχθηκαν»-«μεταστεγαστούν»).

*** Ακόμα και σε καθαρά λαϊκές εκφράσεις, το φτάνω κυκλοφορεί φτιασιδωμένο: «τρία χρόνια φυλακή για μερικά χάδια και φιλιά: φθάνει πια!» Της ίδιας κατηγορίας είναι και το: «οι ντολμάδες πραγματικά σχίζουν» ή το «φθηνιάρικο»!

buzz it!

16/7/07

51. Οι αθάνατοι μύθοι και οι Αθάνατοι [α΄]

Τα Νέα, 17 Φεβρουαρίου 2001

Σάββατο βράδυ 3 Φεβρουαρίου, παραμονή που παραδίδω το κείμενό μου, κάθομαι, απελπιστικά καθυστερημένος, να γράψω, με κύρια σκέψη μου όχι πλέον το κείμενο όσο το πώς θα ξεκλέψω καμιά μέρα από τον Βαγγέλη, φρουρό άτεγκτο των Προσώπων. Θέλω να επανέλθω στην πρωτοχρονιάτικη διακήρυξη των 40 ακαδημαϊκών, που καλούσαν σε αντίσταση κατά της «επιβολής» του λατινικού αλφαβήτου, αν και έχει μεσολαβήσει το εξαντλητικό, τρισέλιδο ρεπορτάζ της Μικέλας Χαρτουλάρη στην ίδια εδώ εφημερίδα (16.1.2001) και η τακτική επιφυλλίδα της Άννας Φραγκουδάκη στο ίδιο εδώ ένθετο (20.1.2001). Προσπαθώ να ανακεφαλαιώσω τα σχετικά κείμενα που απαντούν στην κινδυνολογία των αθανάτων στις εφημερίδες Βήμα, Καθημερινή, Νέα: κατά σειρά δημοσίευσης, Ηλίας Κανέλλης, Ν. Γ. Ξυδάκης, Άννα Φραγκουδάκη, Μαρία Κακριδή-Φερράρι, Θόδωρος Σπίνουλας, Α.-Φ. Χριστίδης, Δ. Ν. Μαρωνίτης, Παντελής Μπουκάλας, Αντώνης Λιάκος, Γ. Μπαμπινιώτης, και Εμμ. Κριαράς. Θέλω κυρίως να σταθώ σ’ αυτό που αναδείχτηκε άλλη μια φορά, πως σημασία δεν έχει η πραγματικότητα αλλά αυτό που νομίζουμε πως είναι η πραγματικότητα, και να περάσω αμέσως σε επιμέρους φαινόμενα που όντως προκαλεί η χρήση του λατινικού αλφαβήτου, και έπειτα σε θέματα δανεισμού κτλ. Κι ωστόσο έχω μια αίσθηση ματαιοπονίας, έξω έχουν κλείσει οι κεντρικοί δρόμοι, διαδηλώνουν, λέει, οι Χρυσαυγίτες για τα Ίμια, ο πειρασμός φέρνει πάνω πάνω στα χαρτιά μου την επιφυλλίδα του Μαρωνίτη (Το Βήμα 21.1.2001), ο οποίος εκπλήσσεται με την «ομοψυχία και ομοφωνία συντηρητικών και προοδευτικών αθανάτων» και καταλήγει αναθυμούμενος τους παλαιότερους, που «με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών […] έφαγαν τη γλώσσα τους· και έζησαν αυτοί καλά και εμείς χειρότερα», αδύνατον να συγκεντρωθώ, ανοίγω την τηλεόραση να δω τι γίνεται με τους Χρυσαυγίτες. Και πέφτω στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Mega, που περιλάμβανε ειδικό αφιέρωμα στη διακήρυξη των αθανάτων!

διαβάστε τη συνέχεια...

Κι εκεί που νόμιζα πως τη γλιτώσαμε αυτήν τη φορά, γιατί, όπως έλεγε ο Παντελής Μπουκάλας, «ίσως […] η τιτλοφορική ξενομανία δεν επέτρεψε σε κανέναν από τους αγγλώνυμους διαύλους ν’ αρπάξει την έκκληση των ακαδημαϊκών […] και να κηρύξει άλλον έναν ιερό πόλεμο». Κι εκεί που νόμιζα επίσης ότι σύντομα επικράτησε γαλήνη, έπειτα πια κι από τα δύο τελευταία και εκτενή άρθρα στο Βήμα (28.1.2001), του Αντ. Λιάκου και του Γ. Μπαμπινιώτη· κι αν όχι από τη νηφάλια και εξαντλητική ιδεολογική εξέταση του Λιάκου, τουλάχιστον από την πραγματιστική του Μπαμπινιώτη, που είχε τίτλο «Ένας ανύπαρκτος εχθρός», και τυπωμένα πάνω πάνω με μεγαλύτερα στοιχεία τα εξής: «Ο τύπος γραφής που μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς στο Διαδίκτυο είναι ζήτημα προσωπικής επιλογής και όχι σκοτεινής επιβολής. Εκατομμύρια σελίδες γράφονται καθημερινώς στην ελληνική από χιλιάδες Έλληνες. Πού είναι το πρόβλημα, η απειλή και ο κίνδυνος;»

Θέλημα, φαίνεται, Θεού να κυνηγάμε ολοένα την ουρά μας. Τι είδαν λοιπόν τα μάτια μας, τα μάτια των περισσότερων, λέει, τηλεθεατών που παρακολουθούν τις ειδήσεις του Mega; Ή, τι είδαν τα μάτια του υπευθύνου του αφιερώματος (Τάσος Κοντογιαννίδης);

Είδαν, λοιπόν, απ’ όλα τα κείμενα που σημείωσα πιο πάνω τους συντάκτες τους, και μάλιστα κείμενα σε εφημερίδες γνωστές κι όχι σε τίποτα λαθρόβια έντυπα, είδαν εντέλει τίποτα. Ή είδαν μόνο τη σελίδα της Άννας Φραγκουδάκη στα Πρόσωπα, και την έδειξαν στην τηλεόραση, τη σελίδα, όχι την κ. Φραγκουδάκη, και είπε η φωνή που ακουγόταν πως η κ. Φραγκουδάκη τονίζει ότι τα γκρίκλις είναι κώδικας των νέων. Τόσο μόνο είδαν ή, κι αν είδαν, τόσο μόνο θέλησαν να πουν.

Θέλησαν δηλαδή εντέλει να προβάλουν όχι αυτό που είπαν και βεβαίωσαν ειδικοί επιστήμονες, όλων μάλιστα των (ιδεολογικών) τάσεων, αλλά αυτό που τα ίδια τα μάτια θέλουν να πιστεύουν –αφού, όπως είπα στην αρχή, σημασία δεν έχει η πραγματικότητα αλλά αυτό που νομίζουμε εμείς πως είναι η πραγματικότητα. Εκτός λοιπόν από τη μοναδική αντιρρητική φωνή της κ. Φραγκουδάκη, και πέρα από τον κ. Γεωργουσόπουλο που είπε το σωστό και ωραίο, να πιάσουν όσοι έχουν σπρέι και να σβήσουν τις ανόητες επιγραφές Afetiria και Diavasis pezon, που δεν απευθύνονται επιτέλους σε κανέναν ξένο, είπε όμως και πως είναι θέμα της Πολιτείας να εξασφαλίσει τη χρήση του ελληνικού αλφαβήτου στην ηλεκτρονική αλληλογραφία και στα κινητά τηλέφωνα, δεν είπε δηλαδή πως μόνες τους οι πολυεθνικές έχουν ήδη βάλει το ελληνικό αλφάβητο και στην ηλεκτρονική αλληλογραφία και στα κινητά τηλέφωνα, εκτός λοιπόν από αυτά ως προς την αφορμή για το όλο θέμα, το τηλεοπτικό αφιέρωμα έχωσε μαζί σ’ ένα σακούλι όλα όσα έφτανε η χέρα του υπευθύνου, όλα όσα αγοραία κυκλοφορούν στην πιάτσα χρόνια, αιώνες τώρα, πάντα σε πείσμα της λογικής και του στοιχειωδέστερου επιστημονικού λόγου.

Ανακάτωσε λοιπόν το αφιέρωμα τη γλώσσα με τη γραφή της, την ταύτισε μάλλον απολύτως, κι είπε ξανά πως με τα γκρίκλις κινδυνεύει, χάνεται η γλώσσα, αυτή που τη διατήρησε η Εκκλησία με τους μοναχούς της (πλάνο σε μοναστήρι, σχετική μουσική υπόκρουση), αναφορά δηλαδή στον αειθαλή μύθο του κρυφού σχολειού, όταν η Ιστορία, όλων των αποχρώσεων και πάλι, δεν εντοπίζει πουθενά τέτοιο σχολειό και ίσα ίσα επιμένει πως πάντως η εκπαίδευση δεν εμποδίστηκε επί τουρκοκρατίας. Σιγά όμως μην ξεγράφεται έτσι η συλλογική μυθολογία. Πίσω στο αφιέρωμα, όπου βγήκε και ο π. Μεταλληνός, να πει πως, όσο υπάρχει ορθοδοξία, να μη φοβόμαστε, δεν κινδυνεύει η γλώσσα.

Συνέχεια: πλάνο στους αθανάτους στη σειρά, και σταθμός στον Ξενοφώντα Ζολώτα. Για τι άλλο; Για εκείνον το χαιρετισμό σε αγγλόφωνο κοινό αποκλειστικά με ελληνικές λέξεις που πέρασαν στα αγγλικά. Αλίμονο, θα μας τυραννά, ως φαίνεται, πολύ αυτό που θα μπορούσε να είναι ευφάνταστο παιχνίδι, έτσι όμως που έγινε έκτοτε σημαία, στα σοβαρά, είναι τουλάχιστον κακόγουστο αστείο.

Το κερασάκι; Κάποιος δημοσιογράφος-ερευνητής που μελέτησε, λέει, την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, και βρήκε ότι δεν ξέρω πόσες χιλιάδες λέξεις ομηρικές πέρασαν στα γαλλικά και τα αγγλικά. Και επειδή κοτζάμ ερευνητής δεν άνοιξε, φαίνεται, μισό εγχειρίδιο να διαβάσει περί ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, δήλωσε ολοσόβαρος αυτός και μας τα τάισε ένα μεγάλο κανάλι στο κεντρικό δελτίο ειδήσεών του, βράδυ Σαββάτου, 3 Φεβρουαρίου, αρχή αρχή καινούριου αιώνα και καινούριας χιλιετίας, με τους Χρυσαυγίτες να διαδηλώνουν στους δρόμους, πως έτσι οι Άγγλοι και οι Γάλλοι μιλάνε γλώσσα ομηρική «χωρίς να το ξέρουν».

Εμείς πάντως ξέρουμε πως το Τριώδιο έχει μπει. Θα συνεχίσουμε.

buzz it!

52. Εγώ, ο Μόνος Κόσμος [β΄]

Τα Νέα, 3 Μαρτίου 2001

«Βρήκαμε μαλλί να ξάσουμε» με την πρόσκληση των 40 ακαδημαϊκών για τη σωτηρία του ελληνικού αλφαβήτου, της ελληνικής γλώσσας, ου μην αλλά και της ελληνικής σκέψης, από το γνωστό έξι-έξι-έξι (666), το ίντερνετ δηλαδή, το διαδίκτυο, με τα γκρίκλις του. Κι αυτό, επειδή άλλη μια φορά βρεθήκαμε να παρακολουθούμε το γνωστό ψυχοφθόρο έργο: «Πραγματικότητα είναι πάντοτε αυτό που νομίζουμε εμείς». Διαφορετικά, όπως επισήμαινα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, ειδικοί επιστήμονες, όλων μάλιστα των ιδεολογικών τάσεων, απάντησαν στους Σαράντα, υποδεικνύοντας καταρχήν αυτό που ξέρει και ο τελευταίος χρήστης ηλεκτρονικού υπολογιστή: ότι το ελληνικό αλφάβητο σταδιοδρομεί ήδη και στο διαδίκτυο και στην ηλεκτρονική αλληλογραφία, αλλά και στην κινητή τηλεφωνία, όπως ξέρει τώρα και ο τελευταίος χρήστης κινητού τηλεφώνου, δηλαδή οι πάντες.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αλλά, όπως είπα, δεν θα σταθώ εδώ· σημασία έχει η αιώνια αναγωγή των δικών μας ανησυχιών και φόβων –οσοδήποτε εύλογοι και βάσιμοι κι αν είναι– σε αδιαμφισβήτητη, τάχα, πραγματικότητα. Και σημασία έχει η ολοπρόθυμη υποδοχή αυτής της «πραγματικότητας» από ευρύτερα, αν όχι ευρύτατα, κοινωνικά στρώματα και ομάδες, με πρώτη ομάδα, αναπόφευκτα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ). Λέω «πρώτη», επειδή τα ΜΜΕ μεσολαβούν ανάμεσα στον παραγωγό αυτής της «πραγματικότητας» και τον αποδέκτη της είδησης, τον αναγνώστη ή τον τηλεθεατή. Και λέω «μεσολαβούν», μολονότι συχνότατα τη δημιουργούν αυτή την «πραγματικότητα».

Έτσι και τώρα, όταν η Καθημερινή, λόγου χάρη, δημοσίευσε τη διακήρυξη των Σαράντα, ο συντάκτης της εφημερίδας προλόγιζε ότι οι ακαδημαϊκοί «δεν παρεμβαίνουν συχνά σε όσα απασχολούν την επικαιρότητα και την κοινωνία· όταν όμως το κάνουν, ξέρουμε ότι τα πράγματα είναι σοβαρά» (7.1.2001). Σκέφτηκα: τάχα ειρωνεύεται ο συντάκτης; τόσο χοντρά, τόσο απροκάλυπτα; Ή τα εννοεί αυτά; Που, αν τα εννοεί, σημαίνει: πρόσεξε αναγνώστη, κοτζάμ Αθανασία, που δεν μίλησε λόγου χάρη επί χούντας κτλ. κτλ., αποφασίζει να μιλήσει τώρα ειδικά, και να σου πει ότι χάνεται το αλφάβητο, η γλώσσα, η σκέψη, δηλαδή εσύ ο ίδιος, ολόκληρος. Τα διάβασα πολλές φορές αυτά τα εισαγωγικά λόγια, και τελικά το πήρα απόφαση πως ο συντάκτης της εφημερίδας τα εννοούσε σοβαρά. Εξίσου σοβαρό ήταν, βεβαίως, και το αφιέρωμα του τηλεοπτικού καναλιού Mega, στο οποίο σπατάλησα το προηγούμενο κείμενό μου, ένα αφιέρωμα που είχε γίνει έπειτα και από τις διάφορες απαντήσεις των ειδικών, και μάλιστα υποτίθεται ότι τις είχε λάβει υπόψη του. Για να βεβαιωθούμε, όπως έλεγα, ότι σημασία δεν έχει η πραγματικότητα αλλά αυτό που νομίζουμε εμείς πως είναι η πραγματικότητα.

Με κίνδυνο να το ρίξω σε φτηνή ψυχολογία, θα σταθώ εδώ, όπως ανάγγελλα και την άλλη φορά αλλά μας έφαγε τότε η διαδήλωση των Χρυσαυγιτών για τα Ίμια και το αφιέρωμα του Mega: στο σχηματισμό της «δικής μας» κάθε φορά πραγματικότητας, στο μηχανισμό ουσιαστικά που τη γεννά και τη διαμορφώνει.

Είναι λοιπόν η «πραγματικότητα» –τώρα και πάντα, τολμώ να πω, στην ιστορία του ανθρώπινου γένους– ότι το σήμερα είναι πιο ζοφερό από το χτες –κι ακόμα ζοφερότερο το αύριο που θά ’ρθει. Το κοκτέιλ που συνιστά αυτή την εκτίμηση περιέχει πολλά, σε δοσολογία που μπορεί κάποτε να ποικίλλει, σπάνια όμως μεταβάλλει τα υλικά. Κι αυτά τα υλικά είναι ο φόβος μπροστά σε κάθε αλλαγή, μπροστά σε κάθε ανακάλυψη, η «τεχνοφοβία» εν προκειμένω, η αντιμετώπιση κάθε αλλαγής με όρους φθοράς, ο φόβος του άδηλου, του αγνώστου, του αύριο προπάντων, κι η νοσταλγία τού χτες, ω ναι, η νοσταλγία τού χτες. Κι όλα αυτά, με βάση εμπειρικές παρατηρήσεις, και ποτέ με κάποιον, έστω, ισολογισμό καλών-κακών –αφού εν γένει τα καλά θεωρούνται πάντοτε αυτονόητα και δεδομένα, να τα επισκιάζουν ή και να τα εξαφανίζουν στις εκτιμήσεις μας τα μεγεθυνόμενα κακά.

Πίσω απ’ όλα αυτά, μέτρο είμαστε πάντοτε εμείς, με τη μόνη ορατή «πραγματικότητά» μας, που είναι η βιολογική εξέλιξη, από τη βρεφική ώς την ώριμη ηλικία, που κι αυτή η εξέλιξη γίνεται αντιληπτή με όρους φθοράς, αφού το τέρμα είναι ο θάνατος, με ενδιάμεσο τη γήρανση, άρα «φθορά», όπερ έδει δείξαι.

Πάντα λοιπόν καλύτερο το χτες, ποτέ το αύριο, ούτε καν το σήμερα. Ή πάντως όχι το σήμερα των άλλων. Γιατί εμείς οι ίδιοι, αφού βεβαίως αποφασίζουμε να επιβιώσουμε σ’ αυτόν τον άμετρο, όπως τον παρουσιάζουμε, ζόφο, μονίμως θα εξαιρούμαστε. Έτσι, παρατηρούμε ότι ο άνθρωπος δεν εγκαταλείπει ποτέ, σε καμία περίοδο της ζωής του, τη βεβαιότητα για την απόλυτη ορθότητα της γνώσης του, που τον παροτρύνει ακριβώς –και τον δικαιώνει μέσα του– να διεκδικεί τον κόσμο όλο: βρέφος, και λίγο αργότερα μικρό παιδάκι, αισθάνεται, απολύτως φυσικά, κέντρο του κόσμου· και συνεχίζει έτσι, έφηβος μετά, έτοιμος να καταλύσει τον παλαιό κόσμο· νέος αργότερα, ακόμα πιο έτοιμος, αλλά τώρα και δυνατός, σίγουρος για τις νέες ιδέες που πρεσβεύει· ενήλικος πιο ύστερα, κάτοχος πια της γνώσης και επιπλέον της πείρας, με πτυχία σε κορνίζα, είτε από πανεπιστήμιο ημεδαπής και αλλοδαπής είτε από το μέγα και μοναδικό πανεπιστήμιο της ζωής· και τέλος υπερήλικος, να τον βαραίνει, μαζί με τα χρόνια, και η απόλυτη σοφία από ολόκληρη ζωή. Σε κάθε λοιπόν στιγμή του κύκλου της ζωής του, πάντα και πάντοτε, «αυτός ξέρει».

Έτσι, ο ίδιος που σαν παιδί και νέος αμφισβητεί τον κόσμο των γονιών του εν ονόματι των νέων ιδεών, σαν γονιός αμφισβητεί ίδια κι απαράλλαχτα τον κόσμο των παιδιών του, εν ονόματι τώρα της πείρας, την οποία πείρα, την ίδια εκείνη στιγμή, την αμφισβητεί στους δικούς του γονείς, κ.ο.κ. Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή θα προβάλλει δηλαδή και θα διεκδικεί με το ίδιο σθένος τη δική του «πραγματικότητα», τον δικό του κόσμο, αρνούμενος την πραγματικότητα –με ή χωρίς εισαγωγικά– των άλλων, των πριν και των μετά –κυρίως όμως των μετά, γιατί στους πριν βρίσκεται πάντοτε κι ένα κομμάτι δικό του, ένα κομμάτι από το δικό του παρελθόν, τη δική του δηλαδή «πραγματικότητα».
Αυτό το θεμελιώδες σενάριο της ζωής του ανθρώπου μπορεί ο καθένας να το επιβεβαιώσει ώς την παραμικρή του λεπτομέρεια. Και με αυτό σαν άξονα μπορούμε, πιστεύω, να ερμηνεύσουμε τουλάχιστον το φόβο μας, όχι για να τον ξορκίσουμε ή να τον θεραπεύσουμε, αφού ο φόβος είναι πάντα εκεί και καμία λογική δεν τον ακυρώνει, όσο για να μη δηλητηριάζουμε την καθημερινή μας ζωή. Και την ψυχή μας, πρέπει να προσθέσω, καθώς μάλιστα τα Μικρά Γλωσσικά έγιναν σήμερα Μικρά Ψυχολογικά –ψυχολογία Άρλεκιν, θα μου πουν δικαίως, αν συνεχίσω.

Προσγειώνομαι, το υπόσχομαι, στο επόμενο.

buzz it!

13/7/07

Αμοραλισμός και θεομπαιξία [Χριστόδουλος και κάθαρση, β΄]

Τα Νέα, 19 Μαρτίου 2005

«Δεν θα γίνουν ανεκτές εφεξής συμπεριφορές αμοραλισμού και θεομπαιξίας!» Άλλωστε, «αυτός που σας μιλά, παίρνει επάνω του την ευθύνη για τις απέναντί σας αμαρτίες όλης της γενιάς του, και σας ζητά συγγνώμη»!

διαβάστε τη συνέχεια...

Τώρα, αυτός που κατά την ενθρόνισή του ζητούσε συγνώμη για τις αμαρτίες όλης της γενιάς του, δεν ζητά συγνώμη ούτε καν για τους στενότερους συνεργάτες του. Και όχι απλώς δεν ζητά συγνώμη, αλλά πέρασε κιόλας στην αντεπίθεση, βάλλοντας κατά πάντων, αφού στο πρόσωπό του βάλλουν, λέει, κατά της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία είναι αυτός. Η Εκκλησία μόνο; Ο Νυμφίος ο ίδιος, όπως είχε παλαιότερα δεχτεί την ασεβέστατη «φιλοφρόνηση» από κάποιον υπουργό, που τον καλωσόρισε στην εκλογική του περιφέρεια με τα λόγια: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω του φωτός»!

Αυτό κι αν είναι αμοραλισμός και θεομπαιξία, η τωρινή αντίδραση, εννοώ, πλάι στα «προεκλογικά» του, για τον αίροντα τας αμαρτίας της γενιάς του! Γιατί, αν δεν είχαμε να κάνουμε με ιεράρχη, όλα τα μακρινά εκείνα, από την ενθρόνισή του, μοιάζουν τώρα προεκλογικός λόγος επαγγελματία πολιτευτή. Τι «μοιάζουν»; είναι –έτσι όπως πολιτεύτηκε, στην κυριολεξία, «επικοινωνιακός» και θεατρικός, ένα πρόσωπο μεταλλαγμένο πια σε οθόνη τηλεοπτική, ο κύκλος που τετραγωνίστηκε λοιπόν, μια τηλεόραση ο ίδιος αναμμένη υποχρεωτικά, μέσα στα σπίτια μας, χρόνους επτά, να εκπέμπει το είδωλό του, μια δακρυσμένο, μια οργίλο, μια και τα δυο μαζί, πάντα με υψωμένο το φρύδι της αλαζονείας και το δαχτυλάκι του φρονηματισμού –όρα: της απειλής.

Δεκαπέντε μέρες από την προηγούμενη επιφυλλίδα, όπου σχολίαζα την ιταμή στάση του μακαριοτάτου, που, μέσα στη δίνη των αποκαλύψεων, επέλεξε να κάνει χιούμορ πως θα ζητά εφεξής ποινικό μητρώο απ’ όποιον χαιρετάει, ο θόρυβος μοιάζει να κοπάζει –και ας σημειωθεί πως η σελίδα αυτή γράφεται πάντοτε μία εβδομάδα πριν τη δημοσίευσή της. Ένας λόγος παραπάνω, λοιπόν, όσο η κρίση πάει να ξεφουσκώσει, όσο η σκανδαλολογία οδηγεί στον κορεσμό, ένας λόγος παραπάνω να επανερχόμαστε, όσο το δυνατόν πιο τακτικά. Αν χάθηκε η μάχη, πρέπει να κερδηθεί ο πόλεμος.

Και αν η μάχη φάνηκε να αφορά πρωτίστως, ή πάντως ήταν μοιραίο να αφορά πρωτίστως, τον –εξ αντικειμένου υπεύθυνο– Προϊστάμενο του γραφείου παρακρατικών, διαπλοκής και πάσης φύσεως σκανδάλων, ο πόλεμος πρέπει να έχει σχέση με την κατάκτηση θεμελιωδών ελευθεριών, εν προκειμένω: με την κατάκτηση και την εμπέδωση της θρησκευτικής ισότητας και της θρησκευτικής ελευθερίας.

Είπα ότι η μάχη φάνηκε να αφορά πρωτίστως τον μακαριότατο, και ίσως βιαστούν ορισμένοι να πουν πως νά, τα βλέπετε, αυτόν έχουν στο μάτι, τον κήρυκα της αληθείας, όπως μας λένε λ.χ. κάτι όψιμοι, όχι όμως και απρόσμενοι, σύμμαχοι του μακαριοτάτου, τύπου Κουρής και Αυριανή. Όμως ο ίδιος ο μακαριότατος, μέσα στην έπαρσή του, αλίμονο, έσπευσε να αναδείξει μοναδικό στόχο τον εαυτό του, μέσω της ταύτισής του με την Εκκλησία, όπως είπα απ’ την αρχή, αυτός που γενικότερα έδωσε αγώνα να αναδειχτεί σύμβολο της Εκκλησίας, μιας Εκκλησίας την οποία φιλοδόξησε να εικονίσει με το δικό του αποκλειστικά πρόσωπο και ιδεολογικό υλικό –το ανιστόρητο και αθεολόγητο, το εθνικιστικό και μισαλλόδοξο, άρα ουδόλως χριστιανικό.

Με όλα αυτά, ή, ακόμα χειρότερα: παρ’ όλα αυτά, χάρη στις εθναρχικές πλέον φιλοδοξίες του και τον επί παντός παρεμβατισμό του, παράλληλα με τις εκκοσμικευτικές κινήσεις και τα λοιπά «επικοινωνιακά», πέτυχε αυτό ακριβώς που θα είναι κάποια στιγμή, που ίσως άρχισε να είναι, ο όλεθρος ο δικός του και της Εκκλησίας: έφερε την Εκκλησία στο προσκήνιο όχι απλώς της κοινωνικής αλλά της κοσμικής ζωής, έστρεψε όλα τα φώτα της δημοσιότητας επάνω του, τόσο που άρχισαν να φαίνονται και οι παραμικρές ρυτίδες. Σε εποχή παγκόσμιας ανόδου των θρησκευτικών κινημάτων και του φονταμενταλισμού, ο Χριστόδουλος, κατά τη γνωστή ρήση, κι αν δεν υπήρχε, θα ’πρεπε να εφευρεθεί. Ένας ολόκληρος κόσμος βγήκε από το περιθώριο και μπήκε στα σαλόνια λόγου χάρη της τιβί, απέκτησε τη δική του μεγάλη ομάδα, πλάι στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, με «προεδράρα» πρώτο τραπέζι πίστα στα δελτία ειδήσεων –μέχρι «άντρας της χρονιάς» ανακηρύχτηκε από λαϊφστάιλ περιοδικό. Μαζί εκφράστηκε και η χύμα «θρησκευτικότητα» και θρησκοληψία, έγινε μόδα, trendy, η νηστεία, γέμισαν τα κανάλια παπα-Τσάκαλους, αλλά και ιερωμένους έστω σοβαρούς, που από τα πρωινάδικα έως μεταμεσονύχτιες εκπομπές, σε παρακάναλα της trash TV, τελούν όρθρο, εσπερινό και αγρυπνία στο γυαλί.

Γιατί ποιαν άλλη εποχή θα είχε ανθίσει το είδος που ονομάστηκε «παπαροκάδες»; Ποιαν άλλη εποχή θα είχε υποψήφιους ένα κομμουνιστικό κόμμα τον νεοορθόδοξο Ζουράρι και τη Λιάνα Κανέλλη, αυτήν που την έχει και εκπρόσωπό του στη Βουλή –πρώτη μάλιστα, αν δεν κάνω λάθος, σε σταυρούς; Ή θα είχε ένα σωρό βουλευτές του ένα σοσιαλιστικό κόμμα σταυροδοτούμενους από οργανώσεις εκκλησιαστικές, και επιφανείς υπουργούς του να κρατούν την εικόνα σε λιτανείες; Ποιαν άλλη εποχή θα ξέραμε, σαν είδηση, έστω παραπολιτική, πόσο θρησκεύεται και νηστεύει ο εκπρόσωπος της ΝΔ Θεόδωρος Ρουσσόπουλος, ή πώς τηρεί ολόκληρη τη σαρακοστιανή νηστεία, των Χριστουγέννων παρακαλώ, το «καλό παιδί» Αρναούτογλου;

Και ο κόσμος των γραμμάτων και των τεχνών, που βρίσκεται τάχα μακριά από πολιτικές δουλείες και σκοπιμότητες; Του αρέσει, έλεγε, ο Χριστόδουλος του σημαντικού μας θεατρικού συγγραφέα Γιώργου Διαλεγμένου, επειδή είναι τουρκοφάγος. Του αρέσει και του σημαντικού μας συνθέτη Σταμάτη Κραουνάκη, επειδή είναι ο μόνος ιεράρχης που χαμογελάει. Κι ενώ ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος δήλωσε τις προάλλες ότι ψήφισε για τις ταυτότητες, «από αντίδραση στην εκσυγχρονιστική άνωθεν επιβολή»!

Το πρόβλημα λοιπόν, από μιαν άποψη, δεν είναι τα σκάνδαλα, ο Χριστόδουλος και κάποια άλλα ράσα. Ούτε όμως, γενικώς και αορίστως, η εποχή. Το πρόβλημα είμαστε πάλι, πάντα, εμείς, με τη σούπα που ανακατεύουμε, άλλοι ανύποπτοι, άλλοι υποψιασμένοι και επί τούτου: τη σούπα ενός ψευδεπίγραφου πλουραλισμού –πολιτικού, ιδεολογικού, πολιτιστικού, κοινωνικού. Όσο όμως επιμένουμε να ανακατεύουμε αυτήν τη σούπα, μοιάζει ανέφικτο και μαξιμαλιστικό σαν στόχος να ξεχωρίσουμε ακριβώς τα επιμέρους συστατικά της.

Όπως κάναμε μαξιμαλιστικό και το χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος, ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, και λόγω συντάγματος, παραπέμπεται πιθανότατα στις ελληνικές καλένδες. Πληθαίνουν άλλωστε οι φωνές, και από την προοδευτική παράταξη, που θεωρούν επιζήμιο το χωρισμό, αφού έτσι θα μείνει, λένε, ανεξέλεγκτη η Εκκλησία, και ενδεχομένως να προκύψει ένα γιγαντόμορφο χριστιανικό κόμμα. Ο θόρυβος λοιπόν κοπάζει, τα σκάνδαλα κουκουλώνονται, ο μακαριότατος μακάριος στη θέση του, και η υπεύθυνη Πολιτεία θα περιμένει πότε θα «ωριμάσουμε» σαν κοινωνία, ώστε να δεχτούμε το χωρισμό, σύμφωνα και με τον δεινότατο Ευάγγελο Βενιζέλο (Τα Νέα 8/3), ότι κατά την αναθεώρηση του άρθρου 3 δεν είχε διαμορφωθεί «η κοινωνικά αναγκαία συναίνεση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας».

Όμως, ο αναντίρρητα ειδικός εδώ κ. Βενιζέλος μάς λέει ότι, αν και δεν αναθεωρήθηκε το άρθρο 3, τα πάντα, ή σχεδόν, «η θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, η ίδρυση ευκτήριων οίκων από τους μη ορθοδόξους, το περιεχόμενο του αναλυτικού προγράμματος στην εκπαίδευση, η αντιμετώπιση του φαινομένου του προσηλυτισμού και άλλα πολλά» μπορεί να ρυθμιστούν με βάση το άρθρο 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας. Τότε όμως γιατί ένα σοσιαλιστικό κόμμα, που βρέθηκε στην εξουσία 20 σχεδόν συνεχόμενα χρόνια, δεν προχώρησε στη ρύθμιση κάποιων έστω από αυτά τα θέματα; Έλειπε η αναγκαία συναίνεση, δεν ήταν δηλαδή έτοιμη η κοινωνία; Και ήταν δηλαδή έτοιμη, όταν καταργήθηκε η θανατική ποινή; Ή ήταν έτοιμη η κοινωνία για την είσοδό μας στην τότε ΕΟΚ, ή είναι τάχα έτοιμη για τα θέματα των μεταναστών;

Άφεση έτσι στο ΠΑΣΟΚ, άφεση και στη Νέα Δημοκρατία, για τη δική της τώρα απαθή ενατένιση των τεκταινομένων, από στόματος Βενιζέλου, όταν τονίζει πως «η κάθαρση στην Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει πολιτειοκρατικά. Δεν μπορεί να είμαστε και υπέρ του χωρισμού και υπέρ της κρατικής, δηλαδή νομοθετικής επέμβασης στα εσωτερικά της Εκκλησίας». Σωστόν, μα για μετά το χωρισμό· όσο ισχύει ο συνταγματικός εναγκαλισμός, σαφώς και οφείλει η Πολιτεία να επέμβει.
Όσο οφείλουμε και εμείς, εμείς σαν κοινωνία, εμείς πάλι, έμμεσα, σαν Πολιτεία.

buzz it!

Ανερυθρίαστος και ανενδοίαστος, ξανά [Χριστόδουλος και κάθαρση, α΄]

Τα Νέα, 5 Μαρτίου 2005

Aλλ’ ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται. [...] συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός [= μυλόπετρα] εις τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης (Ματθ. ιη΄ 7 και 6)

«Μακάριος, μακαριότατος μέχρις αναισθησίας» ήταν ο τίτλος επιφυλλίδας μου, πριν από ένα χρόνο και κάτι, με αφορμή συγχαρητήρια επιστολή του Χριστόδουλου προς τον επίορκο αρχιπραξικοπηματία Παττακό, όπου κατέληγα διορθώνοντάς με: «μέχρις αναισχυντίας»!

διαβάστε τη συνέχεια...

Αναίσθητος στην κριτική, ακόμα και δικών του, και δεν εννοώ μόνο θεολόγων ή συναδέλφων του ιεραρχών γενικά, αλλά και των εν Χρυσοπηγή ομοτράπεζών του, ανενδοίαστος σε όλα τα μέσα τα οποία μετέρχεται, έστω και για το επικοινωνιακό του παιχνίδι απλώς, ανερυθρίαστος και αναίσχυντος σε όσα βρήκε να ψελλίσει για να μπαλώσει τα αμπάλωτα, που επιτέλους εκτέθηκαν στην κοινή θέα. Ο που όλα τα στερητικά α –με εξαίρεση, λόγω της θέσης του, το ακίνδυνος– τα φόρεσε σαν τον πιο ακριβό του, χρυσοκέντητο χιτώνα: από το ουσιώδεστερο, το αθεολόγητος, ίσαμε το ανεκδιήγητος –αφού αυτός, που ακριβώς για τα χρυσοκέντητα τον έκραξαν από μιας αρχής και οι πέτρες, βγήκε να προτείνει τώρα, μέτρο για την «αυτοκάθαρση» της Εκκλησίας, τα λιτά άμφια!

Είπα όμως «να ψελλίσει»; Ας με διορθώσω και πάλι: να μας πετάξει κατακέφαλα, ο κεραυνός –νομίζει–, όπως τον λιβάνιζε ο ομόδοξός του ακροδεξιός Στόχος («αρχιεπίσκοπος-κεραυνός»), με τον οποίο είχε ανοιχτή αλληλογραφία –τίποτα να μην ξεχνάμε, και να τα λέμε, πάλι και πάλι, τα ίδια και τα ίδια, όσο τα ίδια λέει φυσικά και αυτός, και μάλιστα όλο και πιο επίμονα και πιο προκλητικά, από την προνομιακή του θέση, όχι μόνο όση του ορίζει ο τίτλος του, αλλά κυρίως όση υφαρπάζει η ματαιοδοξία και η αρχομανία του. Να μας πετάξει κατακέφαλα, λοιπόν, μέσα από τους ναούς, έτσι όπως τους ευτέλισε σε χειροκροτητήρια ο ανέμελος ποιμενάρχης. Αναφέρομαι στην κορόνα του, σε ώρα κηρύγματος, πως όσοι περιμένουν να παραιτηθεί «είναι βαθιά νυχτωμένοι»!

Είχε προηγηθεί η αυτάρεσκη μέχρι σιελόρροιας δήλωσή του πως «ο αρχιεπίσκοπος δεν παραιτείται· τον εξοντώνουν οι εχθροί του»: έτσι, σε τρίτο πρόσωπο, σαν να διατυπώνει ιερό νομοκάνονα ή νόμο φυσικό, πως ο αρχιεπίσκοπος, δηλαδή κάθε αρχιεπίσκοπος, δεν παραιτείται. Γιατί ξεχνά πως ίσα ίσα ο αρχιεπίσκοπος παραιτείται· ο ηγέτης, όταν ακριβώς είναι ηγέτης, υπεύθυνος δηλαδή, παραιτείται. Ο Χριστόδουλος, δούλος μάλλον μιας ιδιότυπης αγίας Τριάδας: καθρέφτης-κάμερα-μικρόφωνο, παρά εκείνου τον οποίο δηλοί το όνομά του, ο Χριστόδουλος λοιπόν, υπεράνω θεσμών και πέραν πάσης ευθύνης, αυτός ναι, δεν παραιτείται.

Όμως, ό,τι κυρίως με παρακίνησε να γράψω την επιφυλλίδα αυτή, πλάι στον ποταμό των όσων γράφονται και έρχονται στο φως όλο αυτό το διάστημα, ήταν η πλέον ιταμή αντίδραση –ιταμή όχι για θρησκευτικό ηγέτη, όχι για δημόσιο άνδρα, αλλά ακόμα και για τον τελευταίο προϊστάμενο της τελευταίας υπηρεσίας, που μέλη της, αν όχι τάχα ο ίδιος, καταγγέλθηκε πως στάθηκαν ανάξιοι του έργου τους, κι ας ήταν λόγου χάρη αυτό πρωτοκόλληση εγγράφων. Στη δίνη λοιπόν των αποκαλύψεων, έστω των καταγγελιών, βγήκε ο Ανεύθυνος να κάνει χιούμορ, την ώρα που του άπλωναν το χέρι σε κάποια εμφάνισή του, και είπε ότι θα ’πρεπε να ζητάει πλέον ποινικό μητρώο από όσους χαιρετάει. Μωραίνει Κύριος; Όχι. Αποθρασύνει. Όχι ο Κύριος, μα εμείς οι ίδιοι. Με την ανοχή μας.

Ανεύθυνος, λοιπόν, και δίχως να λογοδοτεί πουθενά, απλώς προΐσταται, και ούτε καν, γιατί, όπως είπαμε, κάθε προϊστάμενος, εάν δεν φέρει ήθος, φέρει τουλάχιστον ευθύνη, ανεύθυνος όμως αυτός, και για δικές του ενέργειες και για άλλων, ανεύθυνος και για τον Κουλουσούσα του, τον διευθυντή του ιδιαίτερου γραφείου του· και για τον Θεόκλητό του, τον στενότερο συνεργάτη και συμπαραθεριστή και πρώην εκπρόσωπό του· και για τον Επιφάνιό του, τον μέχρι χτες εκπρόσωπό του. Μεγάλη παρένθεση για τον τελευταίο, επιτρέψτε μου: εκείνον τον φωτοτυπία τού προϊστάμενου του σε αλαζονεία και αμετροέπεια, που έβγαινε και πριν στα κανάλια και απαιτούσε: «είμαι εκπρόσωπος Τύπου του μακαριοτάτου», και βγήκε και τις προάλλες και προκαλούσε: «προσέξτε, για να τα εμπεδώσετε!», ο νεαρός με το μοντέρνο κουρεματάκι και την ακόμα πιο μοντέρνα γλώσσα, που σε επίπεδο γυμνασιακών γαργαλιστικών αστείων έγραφε π.χ., για να μείνουμε στο κλίμα των ημερών, πως την ομοφυλοφιλία τη θεωρεί «τόσο φυσιολογική όσο φυσικό είναι να βάζει κανείς βενζίνη στο αυτοκίνητό του από την εξάτμιση και όχι από το ρεζερβουάρ» (από ολοσέλιδη επιστολή του στα Νέα, 16.4.2004, απάντηση σε κριτική του Η. Κανέλλη για κάποιο πόνημά του).

Πικρό το ποτήρι που θα ήπιε ο νεαρός, όταν ξαναβγήκαν τα προκλητικώς καταχωνιασμένα τού Αττικής, άλλου από τον κύκλο του Ανεύθυνου, ο οποίος μάλιστα Αττικής γράφεται πως πήρε προίκα την πλουσιότατη μητρόπολή του χάρη σε πλαστογραφημένα ψηφοδέλτια. Άλλο όμως ήθελα να πω. Με την ευκαιρία κυρίως των ροζ σκανδάλων, γέμισαν τα κανάλια από κάθε λογής τιμητές της δημόσιας ηθικής, μια εύλογη πάντως αντίδραση στην πάγια αντίστοιχη θέση της Εκκλησίας (πρόσφατος ήταν ο οβολός του μακαριοτάτου με τα περί «κουσουριού»), και περίσσεψαν η ομοφοβία και ο ρατσισμός. Αλλά το σακάκι το οποίο πετούσε στον αέρα έμπλεος ιερής οργής ο αδελφός Καρατζαφέρης προκάλεσε με τη σειρά του μια αντίδραση που φτάνει στη συγκατάβαση και στην κατανόηση απέναντι στους «αμαρτωλούς», που «άνθρωποι είναι κι αυτοί, με ανθρώπινες αδυναμίες»: εδώ λοιπόν ήθελα να σημειώσω πως οι οσοδήποτε εύλογα «αδύναμοι» ιερωμένοι δεν είναι νοητό να κρίνονται με τα δικά μας μέτρα, με τις δικές μας λ.χ. «ελαστικές» και «ορθολογικές» απόψεις περί ηθικής, αλλά αυστηρώς με τα δικά τους. Και όχι απλώς για τον ομοφυλόφιλο έρωτα, αλλά και για τον ετεροφυλόφιλο, με τα δικά τους μέτρα πρέπει να κρίνονται, με τα μέτρα δηλαδή με τα οποία καταδικάζουν αυτοί τους άλλους, όχι στην αιώνια πυρά –αυτό είναι δικός τους λογαριασμός, εννοώ όσων πιστεύουν σ’ αυτήν– αλλά στην επίγεια, εκεί όπου καίγονται μέσα στα κάθε λογής συμπλέγματα και τελικά στις ψυχικές ασθένειες, όσοι από πίστη αγνή έχαψαν τα κηρύγματα του πνευματικού τους και έχασαν τη ζωή τους.

Πρέπει λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε την κριτική μας στάση και τους στόχους μας πρώτα από την ηθικολογία, αλλά και από την αντίδραση στην ηθικολογία· πρέπει από την άλλη να σταθούμε απέναντι στην μπακαλική και στον αμοραλισμό, που διατείνεται αίφνης πως σ’ όλους τους χώρους (ώστε χώρος και η Εκκλησία;) και σ’ όλα τα επαγγέλματα (ώστε επάγγελμα και η Εκκλησία;) υπάρχουν και μερικοί κακοί, νά, στους δικαστικούς καληώρα, και στους δημοσιογράφους. Και οπωσδήποτε πρέπει να αφήσουμε τα ροζ στους κίτρινους, Τύπο και λειτουργούς του, και να εστιάσουμε στο στόχο μας, που έφτασε να μοιάζει μαξιμαλιστικός ενώ έπρεπε να είναι ό,τι πιο αυτονόητο: στο χωρισμό εκκλησίας-κράτους. Που δεν νοείται να βασιστεί σε δημοψήφισμα, όπως πρότεινε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δικαιώνοντας δηλαδή τον Χριστόδουλο που ζητούσε δημοψήφισμα για τις ταυτότητες. («Το σκέφτεσαι, [...] οι Γιακωβίνοι να είχαν κάνει δημοψήφισμα πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, να ψηφίσει ο λαός ποιοι θέλουν να γίνει επανάσταση και ποιοι δεν θέλουν;» έγραφε ο Διόδωρος Κυψελιώτης στο Βήμα της 20/2!)

Και επιτέλους, αν το ΠΑΣΟΚ με τον σημερινό αρχηγό του, γιο εκείνου που γονατίζοντας μπροστά στην Παναγία τη Σουμελά άνοιγε ένα σοσιαλιστικό κόμμα στη θρησκεία και προπαντός στη θρησκοληψία, καιρό μετά τα καμώματα της νεοορθοδοξίας, αν λοιπόν το ΠΑΣΟΚ προτείνει δημοψήφισμα, από πότε η Αριστερά, εμείς οι αριστεροί, εννοώ, δεν βάλλουμε, κατά της Εκκλησίας; Πώς και γιατί διστάζουμε δηλαδή –όσοι τουλάχιστον δεν ψηφολογούμε, λόγω επαγγέλματος– να βάλλουμε ανοιχτά κατά της Εκκλησίας, έτσι όπως ψυχαναγκαστικά σχεδόν προλογίζεται κάθε κριτικός λόγος σήμερα, υπό το φόβητρο της μέχρι χτες υψηλότατης δημοτικότητας του Ανευθύνου και των ψήφων που καθοδηγεί;

buzz it!

11/7/07

Γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τόσο νέοι άνθρωποι, η Λιάνα με το τσιγάρο της, κι ο Παπαθεμελής με τον Λιακόπουλό μας

αναδημοσίευση από την Πανδώρα, με το συμπάθιο, του Βήματος, 8.7.07

«-Γέροντα, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τόσο νέοι άνθρωποι;

-Ο Θεός τον κάθε άνθρωπο τον παίρνει στην καλύτερη στιγμή της ζωής του, με έναν ειδικό τρόπο για να σώση την ψυχή του. Εάν δει ότι κάποιος θα γίνη καλύτερος, τον αφήνει να ζήση. Εάν δει όμως ότι θα γίνη χειρότερος, τον παίρνει για να σώση. Μερικούς πάλι, που έχουν αμαρτωλή ζωή, αλλά έχουν τη διάθεση να κάνουν το καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν να το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θα έκαναν το καλό μόλις τους δινόταν η ευκαιρία. Είναι δηλαδή σαν να τους λέει: "Μην κουράζεσθε· αρκεί η καλή διάθεση που έχετε". Αλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του, γιατί ο παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια. Φυσικά, οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβουν αυτό. Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ο Χριστός και κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε να χαίρονται. Γιατί πού ξέρουν τι θα γινόταν, αν μεγάλωνε; Θα μπορούσε άραγε να σωθή; [...]

»Αλλά και τους γονείς βοηθάει ο θάνατος των παιδιών. Πρέπει να ξέρουν ότι από εκείνη τη στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. Οταν πεθάνουν, θα 'ρθουν τα παιδιά τους με τα εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου να υποδεχθούν την ψυχή τους. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό! Στα παιδάκια πάλι που ταλαιπωρήθηκαν εδώ από αρρώστιες ή από κάποια αναπηρία ο Χριστός θα πει: "Ελάτε στον Παράδεισο και διαλέξτε το καλύτερο μέρος". Και τότε εκείνα θα Του πουν: "Ωραία είναι εδώ, Χριστέ μας, αλλά θέλουμε και τη μανούλα μας κοντά μας". Και ο Χριστός θα τα ακούση και θα σώση με κάποιον τρόπο και την μητέρα».

Το φαιδρό αυτό πλην ανατριχιαστικό, απόσπασμα από αυτά τα φυλλάδια που μοιράζονται στις εκκλησίες, το αντιγράφω από την κυριακάτικη σελίδα της Πανδώρας του Βήματος (8/7).

Οφείλω να πω εδώ ότι συχνά βρίσκω ανεπίτρεπτα ισοπεδωτικό το χιούμορ της Πανδώρας, που διαπνέεται λ.χ. από πρετεντερισμό και από όλη αυτή την οίηση απέναντι στους "μικρούς", της Αριστεράς εννοείται, αν όχι απέναντι σε όλη την Αριστερά. Δεν μπορώ να αρνηθώ παραταύτα το χιούμορ της, καθώς και ότι ξετρυπώνει και μας χαρίζει διάφορα, όπως το παραπάνω.


* * *

Στο ίδιο φύλλο αναφέρεται στην ασυλία που παρέχεται αποκλειστικά στη Λιάνα Κανέλλη να εμφανίζεται (=να ξημεροβραδιάζεται) στα τηλεπαράθυρα καπνίζοντας αρειμανίως. Και σχολιάζει ότι πάντως:

"η εικόνα της συνεχώς με ένα τσιγάρο στο χέρι είναι προσφορά κοινωνικής υπηρεσίας. Σκεφθείτε μόνο σε πόσους τηλεθεατές η εικόνα αυτή προκαλεί αυτομάτως αποστροφή για το κάπνισμα!..."

[εδώ και δυο αφελείς απορίες δικές μου: καπνίζει και στη Βουλή η Κανέλλη; και για την εμφάνισή της αυτή στην τηλεόραση έχει άραγε λόγο το ΕΣΡ; --κι ενώ δε μου φεύγει από το νου τη στιγμή αυτή που γράφω, όπως και κάθε φορά που βλέπω τη Λιάνα-μοσχόμαγκα-φουγάρο, ο στίχος του Μπρεχτ, με την εξαίσια Μελίνα: "Μη μου φυσάς τον καπνό στα μούτρα, σκυλί!"]

* * *

Και πάντα από το ίδιο φύλλο η σπαρταριστή πληροφορία ότι ο Λιακόπουλος στηρίζει Παπαθεμελή, επειδή ο Παπαθεμελής "έχει προλογίσει και το πρόσφατο έργο τού εν λόγω κυρίου..."

Αυτά επειδή ο Παπαθεμελής, παρότι θεούσος και υπερπατριώτης εθνικιστής, θεωρείται "σοβαρός"...

Και πού να δούμε πόσο καλύτερος ακόμα θα γίνει, αφού τον αφήνει ο θεός να ζήσει [όπως μας είπε η σοφία τού Γέροντα παραπάνω], να ζήσει να μας φωτίζει και να μας οδηγεί!

buzz it!

8/7/07

Και βέβαια συνωστίζονταν!

Τα Νέα, 7 Ιουλίου 2007

Στην αρχική διατύπωση ότι «χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι…» να προστεθεί, όπως απαιτούν οι επικριτές της Ιστορίας της Στ΄ δημοτικού: «…επειδή τους έσφαζαν οι Τούρκοι»· αλλά κυρίως έπειτα να προστεθεί, όπως απαιτεί πια η στοιχειωδώς αντικειμενική Ιστορία: «που με ακόμα πιο βάρβαρο τρόπο απάντησαν στις σφαγές που διέπραξαν επιτιθέμενοι στη χώρα τους οι Έλληνες»


«Από το δρόμο προς τη θάλασσα ήταν διάφορα παραλιακά κέντρα. Σε ένα από αυτά είδα κάτι, που όσο ζω δεν θα το ξεχάσω· θα έχω τη φοβερή εικόνα που αντίκρισα μπροστά μου. Λίγο αριστερά από το δρόμο κι έξω από ένα κέντρο είδα ένα πτώμα ανάσκελα, αποκεφαλισμένο, ντυμένο μόνο μ’ ένα πουκάμισο και μαύρο πανταλόνι· το κεφάλι, λίγο πιο πέρα από το σώμα, το τσιμπολογούσαν οι κότες που βόσκαν αδέσποτες. Μια άλλη κότα ήταν ανεβασμένη στο στήθος του πτώματος και τσιμπολογούσε τον κομμένο λαιμό.»

διαβάστε τη συνέχεια...

Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την πολύτιμη συλλογή προφορικών μαρτυριών Η έξοδος, του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ένα απόσπασμα που θα μπορούσε να είχε μπει, ή να μπει έστω τώρα, μαζί με τις άλλες διορθώσεις, στο βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ δημοτικού, για να μη διδάσκονται αφυδατωμένη, λάιτ ιστορία τα εντεκάχρονα παιδιά.

Δε θα το πρότεινε σίγουρα η επιτροπή των ακαδημαϊκών που υπέδειξαν διορθώσεις, ούτε ίσως η επιτροπή της Ιεράς Συνόδου, που και αυτή υπέδειξε, για την ακρίβεια: όχι «και αυτή», αλλά πρώτη αυτή υπέδειξε όχι απλώς διορθώσεις παρά να αποσυρθεί το βιβλίο και να πολτοποιηθεί (για μεγαλύτερη ευκολία οι πιστοί χριστιανοί της Χρυσής Αυγής το έκαψαν)· φαντάζομαι λοιπόν ότι μια τέτοια πρόταση, αν δεν έχει ήδη υποβληθεί, από άλλους, περισσότερο ή ακραιφνώς πολεμοχαρείς και τουρκοφάγους, από αυτούς που πρωτοστάτησαν στο θόρυβο, Παπαθεμελή, Ναξάκη, Καρατζαφέρη, Σαρρή, Καραμπελιά κ.ά., οπωσδήποτε ανταποκρίνεται στο πνεύμα τους, αυτό που θέλουν να εμφυσήσουν σε εντεκάχρονα παιδιά.

Τέτοια κείμενα σε εντεκάχρονα παιδιά; Μα τα σημερινά παιδιά, ξεσκολισμένα από τη βία της τηλεόρασης, τέτοια κείμενα μάλλον του κατηχητικού θα τα θεωρήσουν.

Γίνεται όμως πια ανατριχιαστικά κακόγουστο το «αστείο» αυτό που άρχισα, αλλά ίσως έτσι καταλάβουμε το βασικότερο, που συζητήθηκε λιγότερο απ’ όλα, πως, όσο ψημένα και αν είναι στην πιο αλόγιστη βία τα παιδιά, η ιστόρηση των γεγονότων που απευθύνεται σε αυτά επιβάλλεται, από εμάς δηλαδή που δεν είμαστε τηλεόραση, να είναι λειασμένη.

Αυτό θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι το πρώτο και τελευταίο επιχείρημα στην όλη συζήτηση. Βρισκόμαστε όμως αντιμέτωποι και πάλι με μια ελαφρά, μα έτσι κι αλλιώς ανεπίτρεπτη σύγχυση, ή ίσως και λαθροχειρία. Αλλά μήπως δεν είναι ανάλογη και η γενικότερη σύγχυση επιπέδων στην κριτική κατά του βιβλίου; Όπου το καθαυτό ιδεολογικό κρύβεται πίσω από το πιο περίπλοκο και ειδικό, εν προκειμένω τη διδακτική του μαθήματος της Ιστορίας; Έτσι, εκεί όπου στόμωνε η ιδεολογική αντιπαράθεση, εκεί δηλαδή όπου δεν υπήρχε πλέον θέμα κρυφού σχολειού και Παλαιών Πατρών, εκεί πια έμπαινε θέμα διδακτικής, εκεί εμφανιζόταν σαν απόλυτο κακό η κατάργηση της αφηγηματικότητας. Οφείλω όμως εδώ να σημειώσω ότι στο σημείο αυτό συνέκλιναν και έγκυροι ειδικοί επιστήμονες, ιστορικοί, από τους υποστηρικτές κατά τα άλλα του βιβλίου, μολονότι ο λόγος εδώ θα έπρεπε ισομερώς να ανήκει και στους δασκάλους (ενδεικτικά παραπέμπω σ’ ένα υποδειγματικά συνοπτικό και πυκνό άρθρο στην Αυγή της 24/3, με τίτλο «Ο αντίλογος ενός εκπαιδευτικού στους επικριτές του βιβλίου», που υπογράφεται από τον σχολικό σύμβουλο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Γιάννη Τζήκα).

Ας αφήσουμε όμως τα ειδικά αυτά στους ειδικούς, και ας μείνουμε στα ιδεολογικά, αφού προηγουμένως μνημονεύσω από τους δώθε έγκυρους, όπως είπα, τον ιστορικό Βασίλη Κρεμμυδά, που διατύπωσε επιφυλάξεις και ενστάσεις, χωρίς όμως στιγμή να χάνει από τα μάτια του ότι το διακύβευμα στην υπόθεση αυτή είναι κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, πολιτικό-ιδεολογικό. Τα έγραψε και εδώ, σε μια επιφυλλίδα με γεύση πικρή εντέλει: «Η σύγκρουση για την Ιστορία», 26/4, όμως το κλειδί μάς το δίνει σε άλλο του κείμενο, συμμετοχή σε έρευνα της Εποχής τής 1/4, μέσα από ένα προσωπικό παράδειγμα:

«Στην περίοδο 1983-1991 στη Γ΄ Γυμνασίου υπήρχε ένα δικό μου βιβλίο Ιστορίας. Δεν έλεγε κουβέντα για κρυφό σχολειό, για λάβαρο στην Αγία Λαύρα, και η παρουσία των ηρώων, κυρίως των εκκλησιαστικών, των περίπου ανύπαρκτων, ήταν όσο περισσότερο γινόταν μειωμένη. Δεν ακούστηκε καμία φωνή γι’ αυτά. Ακούστηκαν άλλες φωνές. [...] Γιατί δεν πείραξε κανέναν τότε αυτό το βιβλίο; Γιατί είχαμε άλλο αρχιεπίσκοπο. [...] Και πάντως οι φωνές τότε δεν ήταν τόσο εθνικιστικές, ούτε τόσο μαζικές. Ο διάλογος τώρα έγινε με κραυγές υπερεθνικισμού και υπερπατριωτισμού».

Τόσο δύσκολο ήταν να το δουν αυτό κι οι άλλοι; Όμως η πολιτική και η ιδεολογία σίγουρα δεν είναι έννοιες μονοσήμαντες, και σίγουρα δεν εκφράζονται μονοσήμαντα.

Σ’ αυτό το προφανές άτοπο αναφέρθηκα παρεμπιπτόντως στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου, με αφορμή κυρίως την κατάσχεση του έργου της Εύας Στεφανή, για να σταθώ στον «ιδεολογικό αμοραλισμό» εντέλει, που φενακίζεται και φενακίζει, εν ονόματι κάποιας μεταφυσικής σχεδόν ουδετερότητας, αντικειμενικότητας κτλ., «εν καιρώ πολέμου»!

Προ(σ)κλήθηκα από τον γείτονα εδώ Τάκη Θεοδωρόπουλο, επί του ιδεολογικού βεβαίως, με εστίαση στα Μικρασιατικά και τον περίφημο πια «συνωστισμό» (που γελοιογραφήθηκε και με φωτογραφία από το Πολυτεχνείο του ’73 και λεζάντα πως «φοιτητές και φοιτήτριες “συνωστίζονται” [...] για να γλιτώσουν από τα τεθωρακισμένα»). Συνεχίζω πολύ ευχαρίστως, μολονότι δεν το βρίσκω και τόσο θεμιτό να απομονώνεται ένα στοιχείο από την ολομέτωπη επίθεση που γίνεται στο βιβλίο. Έστω όμως πως είναι απλώς παράδειγμα.

Πρώτα λοιπόν σε λεξικό, και μάλιστα στον Μπαμπινιώτη:

«συνωστισμός: 1. το να βρίσκονται πολλοί άνθρωποι πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, χωρίς να μπορεί να κινηθεί κανείς ελεύθερα και πιέζοντας ο ένας τον άλλον [...]· 2. (συνεκδ.) μεγάλη συγκέντρωση ατόμων που πιέζουν ή σπρώχνουν το ένα το άλλο…»

Γλωσσικά άμεμπτη η χρήση δηλαδή, κι ας αυτομαστιγώθηκε και η συγγραφική ομάδα, που ήδη διόρθωσε την όλη διατύπωση. Γιατί η λέξη μόνη της δεν δηλώνει αν ο κόσμος συνωστίζεται για καλό ή για κακό, από καλό ή από κακό, άρα δεν έφταιγε η λέξη καθαυτή παρά τα πολεμοχαρή ή απλώς δραματικά συμφραζόμενα που θεωρήθηκε πως της λείπουν. Και από την άποψη αυτή βρίσκω εξόχως κακόγουστο ότι ο «συνωστισμός» έγινε ανέκδοτο πια, και ο νεοφανής αστήρ, φερειπείν, του πατριωτικού μικρολόμπι της εφημερίδας που κατεξοχήν υπερασπίζει την ελευθεροτυπία, σε ρεπορτάζ του από κάποια καλλιτεχνική εκδήλωση σημείωνε ότι υπήρχε συνωστισμός, όχι βεβαίως σαν κι αυτόν στο λιμάνι της Σμύρνης…

Σαν πώς να γράφεται η Ιστορία;

Ποια ήταν όμως η φράση με τον συνωστισμό, σε ποια άλλα συμφραζόμενα, και ποια τα συμφραζόμενα που θεωρήθηκε πως λείπουν;

Η φράση: «Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα».

Τα συμφραζόμενα: «οι τουρκικές δυνάμεις, με ηγέτη τον Κεμάλ, επιτίθενται και αναγκάζουν τα ελληνικά στρατεύματα να υποχωρήσουν προς τα παράλια. Στις 27 Αυγούστου ο τουρκικός στρατός μπαίνει στη Σμύρνη. Χιλιάδες Έλληνες…» κτλ.

Τα προφανώς επιθυμητά συμφραζόμενα, αυτά που τώρα λείπουν και δημιούργησαν τον γλωσσικό-εθνικό ίλιγγο –αυτοσχεδιάζω, με πλάγια στοιχεία, μια πιθανή εκδοχή: «Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα –επειδή οι Τούρκοι τούς κατασφάζουν, βιάζουν γυναίκες και κατακαίγουν τα πάντα».

Είναι όμως και πάλι ολόκληρη η Ιστορία, ή πάλι μια Ιστορία λειψή αυτή που θα μαθαίνουν τα εντεκάχρονα (το ξεχάσαμε αυτό!) παιδιά;

Ορίστε, μια πρόχειρη συνέχεια στην προηγούμενη, πιθανή εκδοχή: «…επειδή οι Τούρκοι τούς κατασφάζουν, βιάζουν γυναίκες και κατακαίγουν τα πάντα, έπειτα από την κατακτητική εκστρατεία των Ελλήνων στα βάθη της χώρας τους, όπου προέλαυναν κατασφάζοντάς τους, βιάζοντας γυναίκες και κατακαίγοντας τα πάντα…»

(Και θα χρειάζεται και ηθικό δίδαγμα, τυπωμένο με χοντρά μαύρα γράμματα, αφού πρόκειται για διδακτικό εγχειρίδιο, όπου θα καταδικάζεται ο αρχικός υπαίτιος της συμφοράς, και έπειτα αυτοί που απάντησαν στη βαρβαρότητα με βαρβαρότητα, και όντως πλειοδοτώντας.)

Παραταύτα, και πάλι δεν έχουμε δει, η συντριπτική πλειονότητα, φαντάζομαι, τα ήδη υπάρχοντα συμφραζόμενα σε όλη τους την έκταση, στο εξασέλιδο κεφάλαιο στο οποίο εντάσσεται αυτή η «ατυχής» διατύπωση. Και προπαντός δεν έχουμε καν διανοηθεί τι θα έπρεπε να περιέχει γενικότερα μια κατά το δυνατόν αντικειμενική Ιστορία.

Όπου θα παρακαλούσαμε να ’ταν μόνο –και μόνο τόσο ή μόνο έτσι– τα Μικρασιατικά!



[βλ. συνέχεια]

buzz it!

6/7/07

Η Καλομοίρα έξω απ’ το σαλόνι [α΄]

Τα Νέα, 5 Φεβρουαρίου 2005

Σ’ έναν πρόχειρο, προσωπικό απολογισμό του 2004 στάθηκα σε ορισμένα γεγονότα της χρονιάς όπως φιλτράρονται ήδη μέσα από έναν περίπου αυτομαστιγωτικό λόγο. Κι έγραφα για τον συνδυασμό αυτού του λόγου με το άκρο αντίθετό του, τον άκριτο εξωραϊσμό του παρελθόντος, μέσα από έναν μηχανισμό εγγενή πάντως στην ανθρώπινη φύση, τη νοσταλγία.

διαβάστε τη συνέχεια...

Θα σταθώ λίγο ακόμα στη νοσταλγία, στο σημείο όπου μπορεί να επηρεάζει άμεσα την αξιοδότηση και την ιεράρχηση προσώπων και πραγμάτων στην κοινωνική και την εν γένει ζωή μας. Και ακόμα περισσότερο, θα σταθώ στο σημείο όπου η νοσταλγία, σαν αυτοκανάκεμα, στα όρια πολλές φορές ενός αυτισμού, χτίζει την ίδια την κοινωνία, με τους απαραίτητους πλέον νόμους αποδοχής και ενσωμάτωσης ή απόρριψης κτλ.

Και τι δουλειά έχει μ’ όλα αυτά τα μεγαλόστομα η Καλομοίρα; Η Καλομοίρα, έγραφα πρόσφατα, κατά την άποψή μου εικονογραφεί στην εντέλεια αυτό που λέμε «χαρά της ζωής», με μέτρια απλώς φωνή αλλά με εκπληκτική, κατά τα άλλα, στόφα σόουγούμαν. Αυτά, με αφορμή τη συναυλία-πάρτι του Σαββόπουλου στο Ηρώδειο, όπου εμφάνισε την Καλομοίρα μέσα από μια γενέθλια τούρτα –μια χαριτωμένη, ευφρόσυνη ιδέα, πλάι στην άλλη, την απλώς γκρανγκινιολική, να εμφανίσει στη σκηνή σαν «εκδρομείς του ’60» τον Ζουράρι και τον Λυκουρέζο. Πυρά ομαδόν για την Καλομοίρα· σχεδόν λέξη για τους «εκδρομείς». Γιατί, αλίμονο, αυτοί είναι απ’ το σαλόνι μας· η Καλομοίρα, όχι.

Αυτό είναι το θέμα μου εδώ, με πρόσχημα, εννοείται, την Καλομοίρα, αυτό το θέμα με ενδιαφέρει. Αλλιώς, ούτε ξυπνούν τα φιλάνθρωπα αισθήματά μου που η Καλομοίρα έφτασε να γίνει συνώνυμο της ευτέλειας, εμβληματική –με τη λέξη της μόδας– μορφή της ανούσιας τηλεοπτικής κουλτούρας, ούτε, προπάντων, είμαι της ωχαδερφίστικης άποψης ότι, αφού υπάρχουν άλλα τόσα, μεγαλύτερα στραβά, δεν πρέπει τάχα να καταδικάζουμε και το οποιοδήποτε μικρό. Επιπλέον, και θεία φωνή να είχε η Καλομοίρα, το είδος που υπηρετεί μ’ αφήνει παγερά αδιάφορο.

Παραταύτα: γράφτηκε κάπου, και αναπαράγεται έκτοτε συχνά, ο εύστοχος χαρακτηρισμός «το κορίτσι με το μανταλάκι στη μύτη»: Έξυπνος και ευρηματικός· μα τότε ο Βοσκόπουλος π.χ. τραγουδάει με ολόκληρη δωδεκάδα μανταλάκια. Άσε πια τον Λε Πα, που αυτός εξάντλησε τα μανταλάκια ολόκληρης μπουγάδας. Όμως, στον Βοσκόπουλο ο σοβαρός Χατζηνικολάου αφιερώνει ειδική εκπομπή και τον αντιμετωπίζει σαν εθνικό περίπου κεφάλαιο –έτσι όπως έβγαλε και γάμα διαλογής ηθοποιούς και τους αναγόρευσε μεγάλους πρωταγωνιστές.

Ίδια η Καλομοίρα, ίδια ο Βοσκόπουλος; Όπως το βλέπει, έστω, ο καθένας. Προσωπικά, δε θα βιαζόμουνα και τόσο να κρίνω ένα παιδί που μόλις ξεκινά, ακόμα κι αν ξεκίνησε άσχημα, ή τάχα ελεεινά, πλάι σε κάποιον που πολύ καλά ξέρουμε πια τι έκανε, τι κάνει. Αλλά, η Καλομοίρα είναι, ξαναλέω, έξω απ’ το σαλόνι, ενώ ο Βοσκόπουλος μέσα, ή σχεδόν, ή τον μπάζουμε σιγά σιγά, έχει και πανέμορφη, αστραφτερή νέα γυναίκα, και βουλευτίνα μάλιστα, ε, πώς να το κάνουμε, αλλάζει εκ των πραγμάτων στάτους. Να θυμηθούμε μόνο ότι, όταν πρωτοξεκίνησε, και χρόνια μετά, έμενε, το λιγότερο, στα αζήτητα της στοιχειωδώς σοβαρής κουλτούρας.

Όμως, μια ο οδοστρωτήρας της νοσταλγίας, μια η μικρή μας κοινωνία, όλη ένα σαλόνι, μια μεγάλη αγκαλιά, νά ο Βοσκόπουλος στον καναπέ μαζί μας· αύριο, γιατί όχι, κι ο Λε Πα.

Αφού υπάρχει και εδώ επετηρίδα: αίφνης, ο Μαργαρίτης τού Σαββόπουλου τού «θυμίζει μια ζώνη του λαϊκού τραγουδιού που κοντεύει, αλλά δεν έχει γίνει ακόμη κλασική» (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 24.10.04, υπογράμμιση δική μου). Αυτά, με αφορμή την τελευταία εμφάνιση του Σαββόπουλου με Πορτοκάλογλου και Μαργαρίτη, όπου «ακούγονται [...] τραγούδια που συνήθως ο κόσμος τα ονόμαζε “Ομόνοια sound”, αντεργκράουντ, ακόμα και “σκυλάδικα” –και αυτό δεν είναι πάντα υποτιμητικό [sic]. Υπάρχει μία “ζώνη” του λαϊκού τραγουδιού [...] που μέσα σ’ αυτήν πολύ συχνά συναντάμε αριστουργήματα. Πιστεύω ότι αυτό το τραγούδι πρέπει να γίνει πια κλασικό…» (ο Δ.Σ. στο Αθηνόραμα 21-28.10.04).

Έτσι, κι επειδή όντως υπάρχουν αριστουργήματα ακόμα και μέσα στα όντως σκατά, θα κάνουμε τα σκατά κλασικά, κατά στάδια και κατά ζώνες, με την επετηρίδα. Ίσως γιατί είναι το σαλόνι, που λέμε, ίσως γιατί θέλουμε να απλώνουμε σε όλα τη μακριά τη χέρα, να τα ορίζουμε όλα, σ’ όλα να κάνουμε κουμάντο· μαζί και επειδή, απ’ την άλλη, άνθρωποι είμαστε βρε αδερφέ, θα ακούσουμε και καμιά ανοησία, όχι όλο Μπαχ και Μότσαρτ, θα πάμε και σε κάνα σκυλάδικο, όπως διαβάζουμε και αστυνομικά, από εκείνα «του περίπτερου» που λέμε, και όχι όλο Κούντερα και Τσόμσκι –όπως εγώ, καληώρα, που βλέπω ριάλιτι, και μάλιστα μετά μανίας. Δεν κοροϊδεύω, δεν ειρωνεύομαι, μιλάω σοβαρά, είναι σοβαρή η ανάγκη να ξεδίνει κάπου κάπου, ή και πιο συχνά, κανείς. Αρκεί να μη θεωρητικολογούμε με cult και trash και trendy, να μην αναζητούμε άλλοθι πολιτιστικής ανεξιθρησκίας, ανακατώνοντας απλώς έναν πολιτιστικό χυλό, όπου ρίξαμε έτσι, όπως το αλεύρι, «με το μάτι», διάφορα είδη αδιακρίτως και κριτήρια κάθε λογής.

Πίσω στη νοσταλγία και στο σαλόνι, σαν κοινωνικοπολιτιστική πραγματικότητα. Και επιτρέψτε μου να πιάσω την ιστορία-παραμύθι από παλιά. Στη δική μου τη γενιά π.χ., λίγο πριν, λίγο μετά, έφηβοι στη δεκαετία του ’60, φτάνει ακόμα, ελαφρά φαιδρός, ο απόηχος από «Δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες», σφυροκοπά τ’ αφτιά μας το «Πετραδάκι πετραδάκι για τα σένα το ’χτισα» του Μενιδιάτη ή η Ζιγκοάλα του Καζαντζίδη, και προσοχή: αυτή ακριβώς κι όχι τα μεγάλα του τραγούδια· κι από κοντά, το κατάπλασμα του Φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού της Θεσσαλονίκης.

Αλλά εμείς τα προσπερνούμε όλα αυτά, σαφώς τα κοροϊδεύουμε, έστω με την αλαζονεία της ηλικίας, έτσι κι αλλιώς είμαστε πιο πολύ κι από αυτάρκεις: έχουμε τα πάντα, κι όλα μαζί: έχουμε Χατζιδάκι, και μαζί το πρόσφατα τότε εξαγνισμένο από αυτόν ρεμπέτικο, έχουμε Θεοδωράκη, και μάλιστα με Ελύτη, Ρίτσο και Σεφέρη, έχουμε Μπητλς και Ντύλαν και Μπαέζ και Ρόλλινγκ Στόουνς, τα πάντα έχουμε, ακόμα και την κοσμογονία τότε της σύγχρονης μουσικής, την ευλογία του Λίγκετι, του Πεντερέτσκι και του Γιάννη Χρήστου. Και κλασικά και νέα δηλαδή, και νεότερα, και δεξιά και αριστερά και αριστερότερα: τότε άλλωστε, δεκαετία πάντα του ’60, βγήκε και ο Σαββόπουλος, ανθοφορία μοναδική.

Τότε, γελούσαμε με όλα τ’ άλλα, όπως γελούσαμε και αμέσως μετά τη δικτατορία, έτσι ψηλά που ήτανε ο πήχης, με το «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Λεοντή (σε ποίηση Ρίτσου) λόγου χάρη, που όμορφα το σάρκασε ο Σαββόπουλος στους Αχαρνείς του· σήμερα –η νοσταλγία οδοστρωτήρας, που είπα– ο περίφημος Ποιοτικός και Αμείλικτος της κριτικής επιτροπής του Φέημ Στόρυ το αντιμετώπισε σαν ύμνο εθνικό, σήμα κατατεθέν μιας εποχής, εκείνο το όντως σήμα, αλλά μάλλον ιλαρότητας. Σήμερα, τραγουδάμε γεμάτοι νοσταλγία (!) και την «Πάολα», που ήταν «πνιγμένη στα γκερλαίν κι άκουγα γύρω τα σαξόφωνα να κλαιν», και νομίζουμε πως μόνο αριστουργήματα τραγουδούσε ο Καζαντζίδης.

Μέσα λοιπόν στη δικτατορία, πολιτικό τραγούδι, μετά η μεταπολίτευση, ακόμα πιο πολύ πολιτικό τραγούδι, και: «πάμε να ξεπλύνουμε τ’ αφτιά μας σε κάνα σκυλάδικο» με σόκαρε πρώτη φορά, έπειτα από μια βραδιά στη Μαρία Δημητριάδη, αν θυμάμαι καλά, φίλος κριτικός κινηματογράφου, απ’ τη λαμπρή γενιά του «Σύγχρονου», που τον ήξερα μέσα στη σημειολογία και την Κρίστεβα. Κάπου εκεί αρχίζουμε να ανακαλύπτουμε οι διανοούμενοι τον «λαό», την Ομόνοια και το κλαρίνο της, τότε αρχίζουνε τα Ντέφια κι όλο το άκριτο φολκλόρ –που δεν θα ήτανε φολκλόρ, αλλά μια απολύτως φυσιολογική και νόμιμη διέξοδος, πλευρά, άποψη, κι ό,τι άλλο θέλετε, αν είχαμε κάθε φορά σταθεί με τη δεδομένη ακριβώς απόσταση, δηλαδή: τον σεβασμό προς το άλλο, το αλλότριο είδος, κι όχι με την πατερναλιστική μας τάση χειραγώγησης και υιοθεσίας. Που προάγει όμως, φυσικά, την ισοπέδωση. Και των μεν και των δε, εννοείται.

Θα θυμηθούμε όμως κι άλλα, την άλλη φορά.

buzz it!

Το ιδεολογικό μας λίφτινγκ [β΄]

Τα Νέα, 19 Φεβρουαρίου 2005

Η Καλομοίρα έξω απ’ το σαλόνι, αποσυνάγωγη, συνώνυμο της τηλεοπτικής φτήνιας, όταν, από την άλλη, δεξιωνόμαστε με μια πελώρια αγκαλιά στο σπιτικό μας ή ταχταρίζουμε στα γόνατά μας ό,τι μόλις χτες αρνιόμασταν, που λέει ο λόγος, ακόμα και να φτύσουμε.

Δεξιωνόμαστε, είπα; Να ’ταν μονάχα τόσο! Τα χέρια τούς φιλάμε, και δώσ’ του ρεβεράντζες, χαλί να μας πατήσουν. Πάντα κρατώντας τον αέρα της υπεροχής, κλείνοντας άλλοτε το μάτι στους δικούς, διανοούμενοι εμείς, αριστεροί καλλιεργημένοι, στήνουμε τάχα γέφυρες με τον «λαό», τους καλλιτέχνες, εννοείται, του «λαού», γινόμαστε δηλαδή «λαός» κι εμείς, ξοφλώντας μάνι μάνι τα χρέη στα οποία μας έριξε η ρετσινιά του κουλτουριάρη.

διαβάστε τη συνέχεια...

Στο ίδιο σαλόνι όπου έχουμε από καιρό δεχτεί (ή μήπως πήγαμε εμείς στο δικό τους;) όσους εκούσια αντιπροσώπευαν παλιά, ή και ακόμα αντιπροσωπεύουν, ό,τι υποτίθεται πως πάντα πολεμάμε, βασιλικούς, χουνταίους, και λοιπούς. Τώρα, υπεράνω ωστόσο, και με κριτήρια αμιγώς κοινωνικά, δηλαδή εντέλει ταξικά, οι αταξικοί κάποτε εμείς, δέσαμε στα σβέλτα μια γραβάτα και καμαρώνουμε στις στήλες της κοσμικής ζωής, που βρήκαν πλέον θέση σ’ όλες τις εφημερίδες μας, όλοι αντάμα, όλοι με όλους, «εμείς του ’60 οι εκδρομείς», ομοϊδεάτες ξαφνικά –ή «μην το ψάχνεις».

Ας περιοριστώ όμως στα καλλιτεχνικά, όπως τα ξεκίνησα στην περασμένη επιφυλλίδα, με τίτλο ακριβώς «Η Καλομοίρα έξω απ’ το σαλόνι», ενώ, δείγματος χάριν, βάλαμε μέσα τον Βοσκόπουλο. Ίσως χρειάζεται να το ξαναπώ: δεν είμαι της λογικής πως, επειδή καταπίνουμε τον κάθε Βοσκόπουλο, δεν θα ’πρεπε τάχα να διυλίζουμε την κάθε Καλομοίρα. Ενδεικτική είναι άλλωστε η χρήση και των δύο ονομάτων. Μα πόσο εύγλωττη η περίπτωσή τους, ιδίως της Καλομοίρας! Εύγλωττη για τους μηχανισμούς αποδοχής και απόρριψης, όπως έγραφα, παράλληλα με τον εξωραϊστικό και φαλκιδευτικό μηχανισμό της νοσταλγίας. Όχι τόσο επειδή με τη νοσταλγία μιζερεύουμε εντέλει τη ζωή μας, όσο επειδή απλούστατα πλαστογραφούμε την ίδια μας την ιστορία.

Είναι πράγματι εντυπωσιακό πώς επεμβαίνουμε στην ίδια μας τη μνήμη, ψευδόμενοι ουσιαστικά, όχι στους άλλους αλλά στον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι εντυπωσιακό πώς πλαστογραφούμε (ξαναγράφω σκόπιμα τη λέξη, και σκόπιμα στον πληθυντικό) τη μικρή ή μεγάλη μας ιστορία, συχνά από μιαν απλή ανάγκη να σταματήσουμε τάχα το χρόνο, να ξαναζήσουμε νοερά τις πιο φρέσκες μέρες μας, άλλες όμως φορές από ολόκληρη στρατηγική, όπως υπαινίσσονται τα παραπάνω.

Λαμπρή λοιπόν αφορμή για το θέμα μου, η Καλομοίρα. Που αυτό που τη χαρακτηρίζει, αθωότητα, αφέλεια και νάζι, αυτό που την ανέδειξε είδωλο της πιτσιρικαρίας, αυτό και θεωρείται από την κριτική βαρύτατο «αμάρτημά» της. «Κακέκτυπο της βουγιουκλάκειας αθωότητας» την έγραψαν και την ξανάγραψαν, κατακεραυνώνοντας μάλιστα την «ιερόσυλη» πράξη της να φωτογραφηθεί σε κλασικές πόζες Αλίκης.

Νά το το θέμα μου. Έγραφα στο προηγούμενο για τα παλιά ελαφρά τραγούδια, αυτά με τα «γκερλαίν και τα σαξόφωνα που κλαιν», που περίπου τα χλευάζαμε, και τώρα πίσω πίσω, επειδή ακριβώς αντιπροσωπεύουν τις «πιο φρέσκες μέρες» μας, όχι απλώς τα νοσταλγούμε, πράγμα απολύτως κατανοητό, αλλά και τα εξωραΐζουμε, τα ανακηρύσσουμε υψηλή τέχνη. Έτσι ακριβώς αντιμετωπίζαμε λόγου χάρη και τη Βουγιουκλάκη –για την ακρίβεια, δεν την «αντιμετωπίζαμε» καν: αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν υπήρχε πουθενά η Βουγιουκλάκη για μας. Έτσι κι αλλιώς, στην όποια επαφή μας με τον ελληνικό κινηματογράφο, ψηφίζαμε δαγκωτό Καρέζη, έτσι όπως πάντοτε διχαστικά εμφανίζονταν τα πράγματα, κάτι σαν το αρχετυπικό Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός.

Όταν η Καρέζη μάς ανατρίχιαζε με το «Παράπονο» του Ξαρχάκου, στα Κόκκινα φανάρια, μία από τις ελάχιστες ταινίες που λάμπρυναν τον παλιό και ψευδεπίγραφα «καλό ελληνικό κινηματογράφο», η Βουγιουκλάκη πρόσθετε τη μία πάνω στην άλλη τις κινηματογραφικές σαπουνόφουσκες. Τα ίδια, με ελάχιστες εξαιρέσεις, και στο θέατρο. Ποτέ δεν έδωσε μια Βιρτζίνια Γουλφ, π.χ., όπως η Καρέζη. Οπωσδήποτε υπήρξε χαρισματική, όλο λάμψη, και σίγουρα υπήρξε πρότυπο εργατικότητας και επαγγελματισμού στο θέατρο, όπου αφοσιώθηκε από ένα σημείο και έπειτα· και προφανώς θα είχε επάνω της, σαν άνθρωπος, του κόσμου τα καλά, ώστε να την τιμούν με τη φιλία τους άνθρωποι με σαφώς διαφορετικό καλλιτεχνικό ή ιδεολογικό προσανατολισμό. Φτάνουν όμως αυτά για να αποπληρώσουν μονομιάς το μέγα φέσι που φόρεσε στη νεοελληνική κουλτούρα και να θρηνηθεί, στον τραγικό οπωσδήποτε θάνατό της, σαν δεκαπέντε Παξινού; Και να μείνει τώρα να χρησιμοποιείται σαν μέτρο, αυτό ακριβώς που το γελούσαμε, και μ’ αυτό να μετριέται και να βρίσκεται λειψό ένα παιδί, π.χ., 19 χρονών;

Γύρισα, για να τελειώσω, στην Καλομοίρα και τα περί «κακέκτυπου». Γιατί, πριν από όλα τα άλλα, η Καλομοίρα έχει αν μη τι άλλο την αθωότητα της ηλικίας της, την αναπόφευκτη απειρία, την οσοδήποτε χονδροειδή άγνοια προσώπων και πραγμάτων, κλασικό αμερικανάκι, ελληνοαμερικανάκι, θείας πολλές φορές αφέλειας. Όλα αυτά όμως η Βουγιουκλάκη απλώς τα προσποιούνταν, κοινώς τα «έπαιζε». «Εθνική αποκοιμίστρια» την είχε χαρακτηρίσει ο επιστήθιος φίλος της Λάκης Λαζόπουλος, όπως το επανέλαβε και το υποστήριξε ο ίδιος σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξή του. «Το έλεγα και στην ίδια» τόνισε, «εσύ αποκοιμίζεις τον κόσμο» (παραθέτω από μνήμης). Κοινώς, μας πούλαγε και μας αγόραζε η κάθε άλλο παρά αφελής, η τετραπέρατη και χαρισματική Βουγιουκλάκη.

Τα παραδείγματα μπορεί να πολλαπλασιαστούν, και ήδη μνημόνευσα τον «παλιό, καλό ελληνικό κινηματογράφο», άλλο παμμέγιστο ψέμα, που ευχαρίστως το αναπαράγουμε, άλλοτε πάλι από νοσταλγία, άλλοτε επειδή θέλουμε να χτυπήσουμε –«λαός» ξανά εμείς– τον «κουλτουριάρικο» κινηματογράφο, από Αγγελόπουλο και δώθε. Προσωπικά δεν με εκφράζει ο Αγγελόπουλος, τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργίας του. Ωστόσο, κι αν εξαιρέσει κανείς τον Δράκο π.χ. του Κούνδουρου, τη Στέλλα του Κακογιάννη, την Ευδοκία του Δαμιανού, καμιά δεκαριά ταινίες ακόμα, πάντοτε εξαιρέσεις, αυτό που αποκαλούμε «παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος», αν στύψουμε όλες μαζί τις ταινίες του, δεν δίνει την Αναπαράσταση ή έστω τον Θίασο του Αγγελόπουλου.

Εξάντλησα το χώρο μου, και μόνο με άκρα συντομία θα πιάσω το πιο χαρακτηριστικό ως προς το σαλόνι παράδειγμά μου: Μαρινέλλα-Μοσχολιού, πάλι σαν ενδεικτικό διπολικό σχήμα, για να συνεννοηθούμε καλύτερα. Η Μαρινέλλα, λοιπόν, μεγάλη αναμφισβήτητα φωνή, με ελάχιστες δυστυχώς εξαιρέσεις σημαντικών τραγουδιών, ταυτίστηκε κατά καιρούς με το ευτελέστερο μέρος του λαϊκού τραγουδιού (σήμα ολόκληρης εποχής είχε γίνει π.χ. η «Κυρα-Γιώργαινα»). Από ένα σημείο μάλιστα και έπειτα, με κάποια απόσταση πλέον και από το όποιο, ώς τότε, πάντως λαϊκό ρεπερτόριό της, μια κινησεολογική φλυαρία και προπαντός μια ανάλογη ερμηνευτική επιδειξιομανία επιχειρούν να υπερκαλύψουν την απουσία ουσιαστικά ρεπερτορίου. Η Μαρινέλλα, σοουγούμαν πια, πλημμύρισε με τον κυματισμό των χεριών της και τα αραχνοΰφαντα μανίκια της το σαλόνι μας. Έξω, όμως, από το σαλόνι παραμένει η άλλη μεγάλη λαϊκή φωνή, η Μοσχολιού, με ρεπερτόριο σταθερά, σ’ όλη της τη διαδρομή, μοναδικό, από λαϊκό έως «έντεχνο». Όμως η Μοσχολιού είναι χύμα λαϊκός τύπος (σπάνια έχω ακούσει αυθεντικότερο λόγο σε συνεντεύξεις, πάντα στέκομαι και την ακούω), δηλωμένη δεξιά, είναι και θρησκόληπτη, παλαιοημερολογίτισσα, ώς και στους δρόμους κατέβηκε για το 666 –πού να τη βάλεις στο σαλόνι σου ή στο Μέγαρο αυτήν!

Όμως, βοήθεια χριστιανοί, παλαιοημερολογίτες και μη.

Και δεν μπορούν δηλαδή να αρέσουν και οι δυο, και Βουγιουκλάκη και Καρέζη, και Μοσχολιού και Μαρινέλλα; Αλίμονο. Δεν συζητούμε όμως για γούστα καλλιτεχνικά, όσο κοινωνικά, και για αντίστοιχη κοινωνική συμπεριφορά.

buzz it!

5/7/07

Το 2004, η μέρα και η νύχτα [απολογισμός 2004, α΄]

Τα Νέα, 8 Ιανουαρίου 2005

Δεν μπόρεσε η σελίδα αυτή, για την ακρίβεια δεν προσπάθησε ή και δεν θέλησε καν να αντισταθεί στον εθιμικό απολογισμό της χρονιάς που έκλεισε. Πολύ περισσότερο που η χρονιά αυτή σφραγίστηκε με θάνατο, δεμένο με μικρές αλλά χαρακτηριστικές συμπτώσεις με τη σελίδα.

διαβάστε τη συνέχεια...

Έτσι είναι, να το παραδεχτώ: συχνά συνδέουμε με τη μικρή, προσωπική μας ιστορία μείζονα περιστατικά της Ιστορίας, σαν τους πιτσιρικάδες που πηδούν πίσω απ’ τον ώμο του ποδοσφαιριστή, την ώρα που μιλάει στην κάμερα, μετά το τέλος του αγώνα, να χωθούν κι αυτοί για λίγο στο πλάνο. Αμαρτία εξομολογημένη λοιπόν, και νά οι συμπτώσεις: η τελευταία επιφυλλίδα της χρονιάς, τελευταία και μιας σειράς τεσσάρων κειμένων για τα αρχαία, παρέπεμπε, μεταξύ άλλων, στον καθηγητή γλωσσολογίας Τάσο Χριστίδη· την ίδια μέρα, στον ένθετο Ταχυδρόμο, στο αφιέρωμα «Καλώς ήρθατε στο μέλλον: 16 ειδικοί μάς ξεναγούν στο αύριο», δημοσιευόταν συνεργασία του Τάσου Χριστίδη με τίτλο «Τα ελληνικά θα ομιλούνται από πιο πολλούς». Δεν προλάβαμε να κουτσομπολέψουμε ο ένας το κείμενο του άλλου, όπως το συνηθίζαμε. Το κινητό του ήταν παραδόξως κλειστό όλη μέρα, και επιμένοντας είχα το θλιβερό προνόμιο να μάθω από τους πρώτους πως είχε μπει στο νοσοκομείο με έμφραγμα. Δεν βγήκε από κει. Δυο μέρες μετά, επομένη των Χριστουγέννων, μας μαύρισε τη γιορτή. Πέθανε στα 58 του χρόνια.

Σύμπτωση γενικότερη τώρα, δύσκολο να πω ευτυχής ή δυστυχής: μέσα στον ίδιο μήνα, η συνεργασία του στον Ταχυδρόμο και μια εισήγησή του σε συμπόσιο της Εταιρείας Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη (3-5 Δεκ.), με τίτλο «Χρήσεις της γλώσσας: Οι όροι μιας συζήτησης», δημοσιευμένη στον Πολίτη (τεύχ. 127), οι δύο τελευταίες, όσο γνωρίζω, δημόσιες παρεμβάσεις του, συνιστούν από μιαν άποψη την επιστημονική του διαθήκη. Επαγωγικά στον Ταχυδρόμο, μέσα από το παράδειγμα της ελληνικής γλώσσας στη σημερινή «παγκοσμιοποιημένη» εποχή, δίνει σε μισή μόλις σελίδα τη θέση της επιστήμης για τη γλώσσα που εξελίσσεται, που αλλάζει, και δεν φθείρεται, για τη γλώσσα που δεν κινδυνεύει από το δανεισμό αλλά πλουτίζει. Θεωρητικότερα στην εισήγηση, αναπτύσσει το προσωπικό του πιστεύω –και στάση ζωής, όχι μόνο επιστημονικής:

«Η ποικιλία των γλωσσικών χρήσεων είναι, βέβαια, η ανάκλαση –στη γλώσσα– της κοινωνικής συνθετότητας. Η κοινωνική συνθετότητα ορίζει τη γλωσσική ποικιλία και ταυτόχρονα ορίζεται από αυτήν» αρχίζει η εισήγησή του. Και αφού τα γλωσσικά φαινόμενα ανακλούν κοινωνικά φαινόμενα και κοινωνικές σχέσεις, δεν μπορεί να μιλά κανείς για τη γλώσσα χωρίς να μιλά για την κοινωνία. Αυτή ήταν η πάγια θέση του απέναντι στην «ουδέτερη» και αφ’ υψηλού επιστημονική παρατήρηση.

Έτσι, ο Χριστίδης υπήρξε πάντοτε εντός της κοινωνίας, βαθιά πολιτικοποιημένος και ιδιαίτερα μαχητικός –κι ωστόσο σπάνιας καθαρότητας και εντιμότητας, και πάλι όχι μόνο επιστημονικής. Αδιάλειπτα παρών, από τον αγώνα για την αναμόρφωση του πανεπιστημίου ώς τα γλωσσικά, μας έδωσε με το έργο του την πιο πρωτότυπη και σφαιρική θέαση της γλώσσας έξω από κάθε διχαστικό πλαίσιο, της γλώσσας στην όντως οικουμενική της διάσταση, στη συναρπαστική της διαδρομή και την εξέλιξή της μέσα στους αιώνες και μέσα από τις πιο γόνιμες συναντήσεις της με άλλους πολιτισμούς και γλώσσες. Πρόλαβαν και αποτυπώθηκαν όλα αυτά στο συλλογικό, μνημειώδες έργο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, έκδοση του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, με επιστημονική επιμέλεια δική του.

Όμως, η διαθήκη του, επιμένω, η εισήγησή του που δημοσιεύεται στον Πολίτη, θέτει με θαυμαστή πληρότητα τους όρους της συζήτησης για το γλωσσικό, τους κοινωνικούς δηλαδή όρους, με την «ιστορική σχετικότητα, ως εργαλείο κατανόησης», τους όρους με τους οποίους και μόνο μπορεί να προσεγγίσει τα γλωσσικά φαινόμενα και τις στάσεις απέναντι στη γλώσσα ο ειδοποιημένος μελετητής.

Για το θάνατο του Τάσου Χριστίδη και το έργο του υπήρξε εδώ στην εφημερίδα, την επομένη της κηδείας, έγκαιρο και επαρκέστατο ρεπορτάζ του Μανώλη Πιμπλή (28/12), στον οποίο μίλησαν και δύο φίλες και συνάδελφοι του Χριστίδη από το Γλωσσολογικό της Αθήνας, η Δήμητρα Θεοφανοπούλου-Κοντού και η Μάρω Κακριδή. Και την επομένη δημοσιεύτηκε και ο σπαραχτικός αποχαιρετισμός του Δ. Ν. Μαρωνίτη, δασκάλου, συνεργάτη και στενού φίλου του Χριστίδη. Δεν είχα να προσθέσω τίποτα ιδιαίτερο τώρα· το έργο του θα αποτιμηθεί αρμοδίως· για το έργο του, όπως είπε η Δ. Θεοφανοπούλου-Κοντού, θα «μιλάει το πανελλήνιο, αλλά θα μιλούν και διεθνώς για πολλά χρόνια»· είναι όμως το γεγονός τού πόσο βίαια κλείδωσε η περσινή χρονιά, ανοίγοντας, πέρα πια από εμάς και τα μικρο- ή μεγαλοπροσωπικά μας, τρύπα τεράστια, που χάσκει θλιβερά στη δημόσια ζωή, και ειδικότερα στην επιστήμη.

Αλλιώς, πώς να τολμήσεις να πεις, κι ας είναι δυστυχώς αλήθεια, πως είναι πιο ακριβός ο δικός σου νεκρός και από τις δεκάδες χιλιάδες, πολύ πάνω από εκατόν πενήντα τώρα πια, που χώρεσαν τις τελευταίες τελευταίες μέρες της χρονιάς σε μια τόση δα γωνίτσα της ζωής μας, ελάχιστα μεγαλύτερη απ’ την οθόνη της τηλεόρασής μας, μαζί με την καινούρια για μας λέξη εφιάλτη, το τσουνάμι. Και πιο πριν, τα κεφάλια των ομήρων στο Ιράκ, που έπεφταν ρουτινιέρικα από ένα σημείο κι έπειτα, κάτω απ’ τη σπάθα του άμετρου, τυφλού φανατισμού. Και της μισαλλοδοξίας. Που στα καθ’ ημάς, στα πιο πολιτισμένα τάχαμου, κραδαίνει άλλη σπάθα, μεταφορική. Αναφέρομαι –ο συνειρμός είναι αναπόφευκτος, αφού ο λόγος για φανατισμό θρησκευτικό– στον δικό μας οραματιστή θεοκρατικού καθεστώτος και εξέχοντα κήρυκα της μισαλλοδοξίας, τον προκαθήμενο της Εκκλησίας μας, που μας έδωσε πάλι ένα δείγμα της αμετροέπειάς του, τη φορά αυτή με θεωρητικές πλέον αξιώσεις: «Και παπάς και ζευγάς!»

Μοιάζει απότομο το άλμα μου, όμως, αφού ξεκίνησα από το τέλος τη χρονιά, αυτά είναι τα τελευταίας εσοδείας καμώματα του μακαριοτάτου. Αυτή ήταν η απάντησή του: «και ζευγάς», στην κριτική που του ασκήθηκε, έπειτα και από την επιστολή που έστειλε ιδιωτικά (!) στους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρώπη. Όχι πως έχει η σελίδα εύκολη την απάντηση στο συγκεκριμένο πρόβλημα· το γενικότερο όμως θέμα είναι η απάντηση, η στάση μας απέναντι στο ρόλο που επιφυλάσσει για τον εαυτό του ο μακαριότατος στον δημόσιο βίο μας αλλά και τον ιδιωτικό, από τις παμπ, τις ντισκοτέκ και τα «ορθάδικα» ώς μέσα στην κρεβατοκάμαρά μας. Γιατί την κρεβατοκάμαρά μας αφορούσε η αμέσως προηγούμενη παρέμβασή του σχετικά με την ομοφυλοφιλία, τη «βοώσα και κράζουσα», όπως είπε, αμαρτία.

Έτσι κι αλλιώς, ο μακαριότατος μπορεί και φέτος να διεκδικήσει τον τίτλο του αρνητικού προσώπου της χρονιάς. Μιας χρονιάς που την ξεκίνησε δηλώνοντας, αμέσως μετά τις εκλογές, πως «ενθαρρύνεται» κάθε φορά που βλέπει «τη Δεξιά του Κυρίου να δίδει κατευθύνσεις και να υποδεικνύει τον δρόμο», αφού «οι καταστάσεις αλλάζουν, δόξα σοι ο Θεός» –καθώς έτρεφε, συν τοις άλλοις, την ελπίδα πως θα έβρισκε γενναία συνδρομή στον πόλεμο τον οποίο είχε ξεκινήσει, εν πάση μωροφιλοδοξία, με το Πατριαρχείο.

Αυτά όμως, με τα υπόλοιπα, ευτυχώς όχι όλα ζοφερά, του 2004, άλλη φορά. Ήδη ανεβαίνει πικρή η γεύση από όσα έγραψα, έτσι όπως ξεκίνησα να «απολογίζω» ανάποδα τη χρονιά, κι έχω την αίσθηση πως μ’ όλα αυτά του μακαριοτάτου κατάφερα να λερώσω το πένθος για το χαμό ενός σημαντικού επιστήμονα και άλλο τόσο ανθρώπου. Η μέρα, λέω, με τη νύχτα, έτσι όπως χώρεσα μόνο αυτά τα δύο πρόσωπα στη σημερινή επιφυλλίδα, κι ενώ είχα τόσα άλλα θέματα για το 2004, π.χ. τους Ολυμπιακούς, κυρίως ως προς τις κοινωνικές συμπεριφορές που υποκίνησαν, κοίτα λέω να δεις που σήμερα χώρεσαν μοναχά Χριστίδης και Χριστόδουλος, δύο πρόσωπα που σημάδεψαν τόσο τη χρονιά, όλο κατάφαση, αν και απών πια, ο ένας, η ζώσα άρνηση ο άλλος.

buzz it!

Ντιγκιντάγκες, Ολυμπιάδα και εθνική γκρίνια [απολογισμός 2004, β΄]

Τα Νέα, 22 Ιανουαρίου 2005

Στο παιχνίδι μας με το χρόνο, να δούμε τι μας πήρε και τι μας άφησε το 2004, τι να πάρουμε και τι ν’ αφήσουμε εμείς. Ανακεφαλαιώνω τον πρόχειρο προσωπικό απολογισμό, που ξεκίνησε ανάποδα με τα ανάποδα του χρόνου που πέρασε, με το θάνατο ενός κορυφαίου γλωσσολόγου, του Α.-Φ. Χριστίδη, και προσγειώθηκε ανώμαλα στον Χριστόδουλο. Ο οποίος μας δείχνει όλο και πιο πολύ το πρόσωπό του, όσο στερεύουν τα επικοινωνιακά χαμόγελα και τα ανέκδοτα και τα «σας πάω».

διαβάστε τη συνέχεια...

Από τα τελευταία της χρονιάς που πέρασε, ήταν, όπως έγραφα, το άρθρο της πίστεως για την ομοφυλοφιλία, για τη «βοώσα και κράζουσα» αμαρτία, το «κουσούρι».

Αλλά τη φορά αυτή είχε δίκιο. Δεν θα μπορούσε να ’ναι άλλη η θέση της Εκκλησίας –και ας τα βλέπουνε αυτά όσοι πιστεύουν ότι μπορεί η θρησκεία και η πατροναρισμένη απ’ τα Μακ Ντόναλντς σαρακοστιανή νηστεία να είναι απλώς κάτι το ανέξοδο και trendy, κοινώς μοδάτο, όσοι πιστεύουν ότι θρησκεία είναι οι μοντερνιές των παπαροκάδων, κι ότι θα τους δεχτούν, αλήθεια τάχα, «και με το σκουλαρίκι τους», Μακαριότατος και Εκκλησία.

Αποτελεσματικότερος στάθηκε, την ίδια ακριβώς εποχή, για την εκδήλωση κάποιας ομοφοβίας, ο μεγάλος ίσως προπονητής μα πάντως αυτάρεσκα προβαλλόμενο πρότυπο τσαμπουκά, ζοχάδας και ξινίλας Γιάννης Ιωαννίδης, βουλευτής τώρα της Νέας Δημοκρατίας, όταν δήλωσε πως γέμισε η τηλεόρασή μας γκέι. Βρήκαν το μήνα που τρέφει τους έντεκα τα κανάλια· πάνελ και κόντρα πάνελ ασχολούνταν νυχθημερόν με το θέμα. Και ψαχνόταν η τηλεόραση: γέμισε αλήθεια γκέι;

Προσωπικά, δεν έτυχε να τους δω, τόσο πολλούς μάλιστα. Είδα, αντίθετα, και βλέπω όλο και πιο συχνά, σε κάτι σίριαλ της συμφοράς, καρικατούρες γκέι, ό,τι δηλαδή παράγει και έπειτα προβάλλει η κοινωνία, με στόχο πολλαπλό: να γελοιοποιήσει ό,τι τη φοβίζει και να το ξορκίσει. Να ξορκίσει το φόβο της απέναντι στο θέμα, αφού πρώτα πείσει τον εαυτό της πως γκέι είναι μόνο οι κραγμένοι, που μας επιτρέπουν οι ίδιοι –ίσως και το επιζητούν– να τους κράζουμε, ή αναλόγως να τους βρίζουμε –και να τους καταγγέλλουμε απ’ τη Βουλή, καληώρα. Και έτσι εκτονώνεται η υγιής κοινωνία, έτσι δακτυλοδεικτεί τον λειψό και μιαρό, έτσι και τον απομονώνει και τον περιθωριοποιεί. Αλλιώς, υπάρχουν απλώς οι «εξαιρέσεις», που με το έργο τους εξαγόρασαν την ανοχή της κοινωνίας, η οποία μπορεί έτσι να λέει: «νά ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης και ο Κουν, που ήταν βεβαίως μεγάλοι καλλιτέχνες», όπως και πρόθυμα δηλώνει ο καθένας ότι, αλίμονο, έχει ο ίδιος φίλους γκέι, που «είναι πολύ εργατικοί και έχουν χιούμορ», και γενικά κανέναν δεν τον νοιάζει «να είναι ο άλλος στο κρεβάτι του ό,τι θέλει, αρκεί να μην ενοχλεί»!

Και πότε ενοχλεί; Είπαμε, όταν γεμίζει την τηλεόραση, και ανησυχεί τον κ. Ιωαννίδη. Και τον κ. Πάγκαλο, που είδε τα δίδυμά του «να τραγουδούν I love you, I love TV» και είπε «μην κουνιέσαι, αγόρι μου». Και τον παπα-μαϊντανό, που μιλάει για τους «ντιγκιντάγκες» και τον γλυκό θάνατο που τους πρέπει. Και τον άλλο τον λερό τής trash TV, που είδε ακόμα πιο μπροστά: «Μην πάθουμε» είπε «με τους ομοφυλόφιλους ό,τι έπαθαν στην Αμερική με τους μαύρους, που δεν μπορεί να σηκώσει χέρι η Αστυνομία επάνω τους, γιατί θα θεωρηθούν ρατσιστές».

Τι μας νοιάζει πίσω από όλα αυτά, πιο πολύ εντέλει και από την ομοφοβία ή το ρατσισμό;

Προ καιρού είχα διαβάσει εδώ, στη στήλη του Λευτέρη Παπαδόπουλου, μια στήλη που σφυγμομετρεί ακριβώς την κοινωνία, για τη συνέντευξη γνωστής ηθοποιού. Διαμαρτυρόταν η ηθοποιός ότι το θέατρο «στερείται από ανδρικές φυσιογνωμίες» και δεν βρίσκεις σήμερα «“αρσενικό” άντρα» σαν τον Φούντα παλιά, για αντίστοιχο ρόλο. Διάβαζα κι έλεγα: αν είναι δυνατόν, από αρσενικούς έως πολλά βαρείς και macho, δόξα τω Θεώ· και λόγου χάρη ο Γιώργος ο Νινιός, αρχέτυπο, μπορεί να πει κανείς, αντρικής ομορφιάς, στο στιλ ακριβώς του Φούντα, και σαφώς βελτιωμένο, ή ο νεότερος Αλέξης Γεωργούλης, τι τους πέφτουν; «γυναικείοι άντρες»;

Πιο πολύ εντέλει κι από την ομοφοβία ή, αν είναι δυνατόν, το ρατσισμό, μας νοιάζει και μας κόφτει το κατεξοχήν εθνικό χαρακτηριστικό, η μουρμούρα, η γκρίνια. Που βάζει τα χέρια της και βγάζει τα μάτια της, για να μη βλέπει, ή για να βλέπει ό,τι θέλει. Η γκρίνια, η κουλτούρα της κλάψας, όπως έγραφα πιο παλιά, που εθελοτυφλεί, μαζί με τη νενομισμένη νοσταλγία, και εξωραΐζει αδιακρίτως το παρελθόν απέναντι σε οτιδήποτε παρόν.

Ας επιστρέψω όμως στη χρονιά που πέρασε, να δούμε δύο μείζονα περιστατικά κάτω από αυτό ακριβώς το πρίσμα, ή εκεί όπου συναντήθηκαν και συναντιούνται με το εθνικό μας χαρακτηριστικό, και έκτοτε φωτίζονται με αυτό ειδικά το φως.

Δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία ότι τα δύο γεγονότα που σημάδεψαν ειδικότερα την κοινωνική ζωή του τόπου το 2004 είναι η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού από την Εθνική και οι Ολυμπιακοί της Αθήνας. Είτε είναι κανείς ποδοσφαιρόφιλος είτε όχι, το Euro 2004 και η κατάκτηση του κυπέλλου αποτέλεσε σημαντικό σταθμό, για τους πολλούς που κατέβηκαν στους δρόμους όσο και για τους λίγους που ενοχλήθηκαν και στηλίτευσαν. Άλλο τόσο σημαντικό σταθμό αποτέλεσε και η Ολυμπιάδα του Αυγούστου, πάλι για όσους βρέθηκαν κοντά όσο και γι’ αυτούς που βρέθηκαν εμπρόθετα μακριά.

Ήμουν από εκείνους που πίστευαν ότι δεν έπρεπε να αναλάβει η χώρα μας τους Ολυμπιακούς, και εξακολουθώ να το πιστεύω, ακόμα και έπειτα από την επιτυχημένη διοργάνωση της μεγάλης γιορτής, την οποία μάλιστα παρακολούθησα, όσο μπορούσα. Γιατί πίστευα επίσης πως, όσο κι αν ήταν λάθος η ανάληψη, έπρεπε, απ’ τη στιγμή που ήταν γεγονός, να πετύχει η διοργάνωση, αλλιώς το κόστος θα ήταν ακόμα πιο δυσβάστακτο, για όλους μας, εννοείται. Την οφείλω αυτή την εξήγηση, και μέσα από αυτή την οπτική δηλώνω και τον ενθουσιασμό μου για όσα θαυμαστά έγιναν.

Εδώ θέλω να σταθώ, όχι στα ήδη σχολιασμένα, π.χ. την αφ’ υψηλού κριτική για τις ποδοσφαιρόπληκτες «μάζες» που κατέβηκαν στους δρόμους για το Ευρωπαϊκό, για τον γενικό σημαιοστολισμό ή την –ευκταία, για μένα– μετατροπή του «εθνικού συμβόλου», της σημαίας, σε σύμβολο χαράς και σε λογότυπο, μπλουζάκι ή και τατουάζ. Ούτε στην εξονυχιστικά σημειολογική ανάλυση της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών, με όρους Έκο και Μπαϋρόυτ, το λιγότερο, από δημοσιογράφους μάλιστα που λίγο πριν αγαλλιούσαν με τη φαραωνικού μεγαλείου «Μυθωδία» του Βαγγέλη Παπαθανασίου στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.

Εδώ με ενδιαφέρει ο απόηχος, πάντοτε σαν μουρμούρα, για το θαύμα, λέει, που δεν κράτησε, για την αλλαγή την κοσμογονική που δεν ήρθε, για την κοινωνία που δεν άλλαξε μέσα σ’ ένα καλοκαίρι –και δες, πάλι η βία στα γήπεδα, πάλι οι χούλιγκαν και οι διαπλεκόμενοι αθλητικοί παράγοντες, η Ελλάδα που δεν έγινε Ευρώπη, οι Νεοέλληνες και οι Κωλοέλληνες: εκεί που «ενωμένοι», λέει, μεγαλουργήσαμε, εκεί και ζητωκραυγάσαμε τη «μαγκιά» της Θάνου και του Κεντέρη, και εκεί που κινηθήκαμε υποδειγματικά σεβόμενοι τις «ολυμπιακές λωρίδες», πάλι κολλήσαμε στους δρόμους με τα γιωταχί μας.

Αν κάτι κεφαλαιοποιήσαμε, δηλαδή, από αυτό το καλοκαίρι, είναι μετά το «Δόξα» η γκρίνια, άντε το μαράζι, πως δεν μεταμορφωθήκαμε μέσα σε μία μέρα, πως δεν ξυπνήσαμε θεοί ένα πρωί, έτσι καθώς το ονειρευόμαστε, έτσι καθώς το θέλουμε γραφτό μας, ριζικό και DNA μας. Η αυτομαστίγωση που ανταμώνει, απ’ την άλλη, τον μύθο των δύο Ελλάδων. Και όμως, μία είμαστε, και είμαστε πάντα οι ίδιοι, και στο καλό και στο κακό, και δεν θ’ αλλάζαμε μέσα σε μία μέρα. Όμως, σαφώς και προχωρούμε, λίγο λίγο μα προχωρούμε, ούτε χαζοχαρούμενα μα ούτε και αυτομαστιγωνόμενοι. Κανονικοί, βρε αδερφέ.

buzz it!