Τα Νέα, 27 Ιανουαρίου 2001
Η προηγούμενη επιφυλλίδα τελείωνε με λόγια του σοφού Ελισαίου Γιανίδη σχετικά με το αβυσσαλέο χάσμα ανάμεσα στην προφορά τη δική μας και την προφορά των αρχαίων, που, ενώ ομολογούμε ότι την αγνοούμε, επιμένουμε να την αναπαράγουμε, ή μάλλον να νομίζουμε ότι την αναπαράγουμε, παράγοντας απλώς συγχυτική κακοφωνία. Με άλλο ένα δικό του απόσπασμα θα περάσω στο σημερινό θέμα:
διαβάστε τη συνέχεια...
«Ούτε τα αυ, ευ, τα πρόφεραν όπως εμείς. Αν το παύσω το λέγανε πάφσω, θα το έκαναν αμέσως πάψω, σύμφωνα με τον κανόνα γράφσω-γράψω. Θα πει λοιπόν πως εκείνο το αυ κάπως αλλιώς το πρόφεραν. Όταν αργότερα άρχισε να προφέρεται αφ, τότε η αληθινή γλώσσα, η λαϊκή δηλαδή, ακολουθώντας τον κανόνα που είπαμε, αμέσως το πάφσω το έκαμε πάψω. Και βγαίνει το συμπέρασμα [...] ότι τα πάφσω, πιστέφσω, που προφέρουμε στη γραφτή γλώσσα, είναι τεχνητά και ψεύτικα, ενώ το πάψω, πιστέψω, τα περιφρονημένα, [...] αυτά έχουν τους τίτλους της ευγένειας, αφού είναι καμωμένα σύμφωνα με τον αρχαίο κανόνα» (Γλώσσα και ζωή, όπ. παρ., σ. 86-87).
Πιο συγκεκριμένα για το σημερινό θέμα, τα συμφωνικά συμπλέγματα, ας δούμε και την αντίπερα όχθη, τον στυλοβάτη της γλωσσικής συντήρησης αλλά κορυφαίο γλωσσολόγο Γεώργιο Ν. Χατζιδάκι (Σύντομος ιστορία της ελληνικής γλώσσης, 1915, σ. 90):
«Τα παλαιά συμπλέγματα κτ, πτ, χθ, φθ εκφωνούμεν σήμερον πάντες ως φτ, χτ (χτίζω, φτύω, χτες, φτάνω)».
Έναν σχεδόν αιώνα αργότερα, Γεώργιε Χατζιδάκι, εμείς μπορεί να εκφωνούμε έτσι, ακόμη όμως γράφουμε αλλιώς, ακολουθώντας την καταστατική αρχή της καθαρεύουσας, που απαιτεί γραβάτα και κουστούμι, μόλις περάσουμε από τον προφορικό λόγο στον γραπτό!
Περιγράφει δηλαδή ο Χατζιδάκις μια γλωσσική εξέλιξη που χαρακτηρίζει κυρίως τη μεσαιωνική φάση της ελληνικής γλώσσας. Από την εποχή εκείνη, όπως θα διαβάσουμε σε οποιαδήποτε ιστορία της γλώσσας μας, έχουμε τις απλοποιήσεις συμφωνικών συμπλεγμάτων, που οδήγησαν από τον σφιγκτό στον σφικτό, κι από κει στον σφιχτό, από τον μαγευμένο στον μαγεμένο, από τον βραγχνό στον βραχνό, από τον ψεύστη στον ψεύτη, από το έφεγξε στο έφεξε, από την κολοκύνθην στο κολοκύθι κτλ. Εδώ η αλλαγή είναι παγιωμένη και αδιαμφισβήτητη. Οι αρχαιότεροι τύποι δεν απαντούν σήμερα ούτε στα πιο καθαρεύοντα κείμενα.
Ελαφρώς διαφορετική είναι η περίπτωση των συμπλεγμάτων που αποτελούνται από δύο εξακολουθητικά σύμφωνα: σθ, σχ, φθ, χθ, ή από δύο στιγμιαία: κτ, πτ, όπου το ένα από τα δύο αλλάζει προφορά, και γίνεται στιγμιαίο στην πρώτη περίπτωση, εξακολουθητικό στη δεύτερη. Δηλαδή:
εκλείσθην→κλείστηκα, και γελάστηκα, κρεμάστηκα (αλλά προσθέτω-πρόσθεσα, μισθός)·
έσχισα→έσκισα, και σκοινί (αλλά σχέση, σχήμα)·
ευθηνός→φτηνός, και φτάνω (αλλά αφθονία)·
εδέχθην→δέχτηκα, και σφίχτηκα, τραβήχτηκα (αλλά εχθρός, όχθη)·
δάκτυλον→δάχτυλο, και καληνύχτα, καρδιοχτύπι (αλλά ακτή, έκταση)·
πτερόν→φτερό, και φτερνίζομαι, κλέφτης (αλλά πτέρυγα, κλεπταποδόχος).
Σ’ αυτή την περίπτωση, το παλαιότερο, το λόγιο σύμπλεγμα συνυπάρχει στη σημερινή γλώσσα με το λαϊκό. Είναι πολλές οι λόγιες λέξεις που έχουν ενσωματωθεί στη δημοτική και συνεχίζουν αβίαστα την πορεία τους, κι έτσι παραμένουμε εξοικειωμένοι με τα παλαιότερα συμπλέγματα, ενώ πολλές φορές μπορεί και η ίδια λέξη να απαντά και με τις δύο μορφές. Η εξοικείωση τώρα αυτή συχνά μας κάνει να διστάζουμε ανάμεσα στους δύο τύπους, να δεχόμαστε πότε τον ένα και πότε τον άλλο. Το φαινόμενο είναι εντονότερο στα ρήματα: λ.χ. το καλύπτω, καθώς διατήρησε αναλλοίωτο το σύμπλεγμα πτ (δύο στιγμιαία), μοιάζει να διατηρεί αναλόγως και το φθ (δύο εξακολουθητικά) στον αόριστο: καλύφθηκε, και πολύ περισσότερο συγκαλύφθηκε, μολονότι είναι πολλά τα λαϊκότερα ρήματα με φτ στην κατάληξη: γλείφτηκε, αλείφτηκε, πασαλείφτηκε –όμως παραλείφθηκε (< παραλείπω) και παραλήφθηκε (< παραλαμβάνω).
Αλλά και πάλι, ούτε ο βαθμός λογιότητας ενός ρήματος είναι απολύτως δεδομένος ούτε ο βαθμός εξοικείωσης κάθε ομιλητή ή ευρύτερης ομάδας με κάθε ρήμα είναι ίδιος, και προπαντός αναλλοίωτος μέσα στο χρόνο. Το τυπικά λόγιο καλύπτω που χρησιμοποίησα για παράδειγμά μου είναι αίφνης εξαιρετικά τριμμένο στη γλώσσα οποιουδήποτε έχει περάσει από φοιτητική συνέλευση ή κομματική συγκέντρωση, όπου πολύ συχνά θα έτυχε να «καλύφτηκε» από τον προηγούμενο ομιλητή. Γι’ αυτό τα κριτήρια είναι ρευστά και η ποικιλομορφία αναπόφευκτη.
Πάλι όμως, όπως κάθε φορά, υπάρχουν όρια, κι αυτά τα δείχνει λόγου χάρη εδώ η Μαντάμ Σουσού, που υπαγόρευσε τον σημερινό τίτλο, αυτή η δημιουργία του Δημήτρη Ψαθά, επιτομή του νεοελληνικού αρχοντοχωριατισμού και της μεγαλομανίας –της γλωσσικής εν προκειμένω. Κι είναι ακόμα, δυστυχώς, επίκαιρη η Μαντάμ Σουσού, αφού διαβάζουμε «καληνύκτα», «καληνύκτισε» και «μπλέχθηκε», «να ξεπερασθεί» (τότε και «περασθικά»!), «ρίχθηκαν»,* με κορυφαίο το «βιάσθηκε», όπου εννοούσε ο συντάκτης ότι κάποιος/α βιάστηκε, ήταν δηλαδή βιαστικός/ή, κι όχι ότι έπεσε θύμα βιασμού, γιατί άλλο το βιάζομαι (βιά-ζομαι) και άλλο το βϊάζομαι (βι-ά-ζομαι)!**
Το «φθάνω» μοιάζει να αποτελεί λάβαρο ιερό για την κρυπτονεοκαθαρεύουσα τάση. Αν και είναι από τα πλέον κοινόχρηστα ρήματα, επιμένει να κυκλοφορεί με τα καλά του: «φθάνω». Σ’ ένα μονόστηλο κειμενάκι, μέσα σε πέντε μόνο αράδες, διαβάζω: «έφθασα», «φθάνει», «έφθασε», συχνότητα δηλαδή ικανή, ικανότατη, να μετατρέψει αμέσως τώρα το φθ σε φτ. Μπα, τίποτα.*** Κι όμως, στο ίδιο αυτό κειμενάκι, διαβάζω: είχε βυθιστεί, είχε σκεπαστεί, και να πιαστούν –φυσικά, αν και τίποτα δεν είναι πια φυσικό... Και παραμένει απτόητο, αμόλυντο το «φθάνω», ακόμα και με γειτονιά λαϊκή. Αντιγράφω από αλλού: «να φθάσει στο δημαρχείο και να φυλαχτεί», «να φθάσει» και παραδίπλα «να ονομαστεί», «να φθάσει» και «έχει κατασκευαστεί».
Άλλες τέτοιες συναντήσεις: «απαγορεύθηκε - συνεχίστηκε», «γνωρίσθηκε - παντρεύτηκε», «να διδαχθεί - επεξεργάστηκαν», «παραδέχθηκε - αναγκάστηκε», «πρωτοεμφανίστηκε» και στην επόμενη πρόταση «επαναεμφανίσθηκε». Ή μια έτσι, μια αλλιώς: «ονομάσθηκε - να ονομαστεί», «έχει ακουσθεί - έχουν ακουστεί, ακούστηκε», «δημοσιεύθηκε - δημοσιεύτηκαν». Ακόμη: «ανέχθηκαν», «δέχθηκε», «είσθε», «ερωτεύθηκε», «προγραμματίσθηκε», αλλά διαβιβάστηκε, ερμηνεύτηκε, να ευθυγραμμιστείτε, να προσδιοριστεί, να υποβαθμιστεί.
Δύσκολο τελικά να βγάλει κανείς συμπέρασμα που να εναρμονίζεται με τα περί λαϊκών και λόγιων ρημάτων. Το μόνο δυνατό συμπέρασμα είναι η απουσία κριτηρίων και η παρουσία παλαιών, γνωστών εμμονών. Μπορεί το κλειδί να είναι ο φετιχισμός της εικόνας, που, μαζί με την αρχή της καλλιέπειας και των σιδερωμένων ρούχων του γραπτού λόγου, ανταμώνει την προαιώνια σύγχυση γλώσσας και γραφής, η οποία στοιχειώνει ακόμα γραφίδα και νου. Γι’ αυτό και καθόμαστε και βυζαντινολογούμε, μαζί κι εγώ βεβαίως, για θέματα που είναι, εντέλει, ασήμαντα, αλλά τα υποβάλλει σαν δήθεν κρίσιμα και ζωτικά η ψυχαναγκαστική αντιμετώπισή τους με όρους, υποτίθεται, υψηλής αισθητικής.
* Πρέπει άραγε να υπενθυμίσω ότι δεν υπάρχει τύπος «ερίχθησαν», ώστε να δικαιολογείται αυτό το -χθ στο «ρίχθηκαν»; Ή ρίπτω-ερρίφθησαν, ή ρίχνω-ρίχτηκαν. («Συνεπέστερος» λοιπόν, από μιαν άποψη, είναι κάποιος που έγραψε «ρίφθηκαν», πετώντας όμως στα σκουπίδια εξέλιξη αιώνων, αυτήν που έκανε το ρίπτω→ρίχνω, για να αναβαπτιστεί στην αρχαία πηγή: ερρίφθησαν, άντε και λίγο πιο δημοτικά, μη μας ξεφωνίσουν: «ρίφθηκαν».)
** Ανάλογη ισοπέδωση επιφέρει και το «διώχθηκε», που κρύβει πίσω του και το διώχνω (=διώχτηκα) και το διώκω (=εδιώχθην→διώχθηκα): «τα Γενικά Αρχεία του Κράτους στεγάζονταν στα υπόγεια της Ακαδημίας Αθηνών, από όπου διώχθηκαν [=διώχτηκαν] για να μεταστεγαστούν στη λαχαναγορά» (δείτε όμως και τη συνύπαρξη, σύμφωνα και με τα παρακάτω, «διώχθηκαν»-«μεταστεγαστούν»).
*** Ακόμα και σε καθαρά λαϊκές εκφράσεις, το φτάνω κυκλοφορεί φτιασιδωμένο: «τρία χρόνια φυλακή για μερικά χάδια και φιλιά: φθάνει πια!» Της ίδιας κατηγορίας είναι και το: «οι ντολμάδες πραγματικά σχίζουν» ή το «φθηνιάρικο»!