25/12/10

Το νικητήριο γκολ, ή Τοροσίδης, για το καλό

Ανοίγω και ξανανοίγω δυο μέρες τώρα το μπλογκ μου, μαραίνομαι. Δύο Σαββόπουλοι στην καθισιά, ποιος θεός το θέλει; Τοροσίδη λοιπόν, ν’ αλλάξει λίγο ο αέρας. Κειμενάκι παραγγελιά από τα Νέα, για το αφιέρωμα «Το φιλμ μιας ιστορικής χρονιάς»:

Το νικητήριο γκολ

17 Ιουνίου 2010, ο Βασίλης Τοροσίδης του Θρύλου του Πειραιά πανηγυρίζει το γκολ του, που έδωσε στην Εθνική Ελλάδος την πρώτη της νίκη σε Μουντιάλ: Ελλάδα-Νιγηρία 2-1, με πρώτο το γκολ του Σαλπιγγίδη, πρώτο γκολ της Εθνικής σε Μουντιάλ.

Μεγάλος σταθμός για το μικρό ελληνικό ποδόσφαιρο, 16 χρόνια από την πρώτη και μοναδική ώς τώρα συμμετοχή της Ελλάδας σε Μουντιάλ, το 1994 στις ΗΠΑ, συμμετοχή που είχε σημαδευτεί από ένα ντροπιαστικό 10-0 σε τρεις αγώνες. Προπονητής ήταν ο Αλκέτας Παναγούλιας, που του καταλόγιζαν ότι μετέτρεψε την ομάδα σε περιοδεύοντα θίασο, τραβολογώντας την από δεξίωση σε δεξίωση των ομογενών.

Η δεύτερη λοιπόν συμμετοχή θέλησε να μας κάνει να ξεχάσουμε την πρώτη. Και τα κατάφερε. Βέβαια, δεν προχώρησε και πολύ παρακάτω η Εθνική: τρεις μέρες κράτησε, κατά τα γνωστά, το θαύμα. Που ήταν όμως θαύμα, κόντρα στη γνωστή μας, επίσης εθνική, μεμψιμοιρία.

Θα το θυμόμαστε, μαζί με τις βουβουζέλες, αυτό το εντυπωσιακό ηχητικό υπόστρωμα, ένα διονυσιακό ισοκράτημα χαράς, που αυτό πια ξεσήκωσε γενικότερη μεμψιμοιρία έως αγανάκτηση. Εμένα, με το συμπάθιο, με συνάρπαζε.
                                                              Τα Νέα, 23 Δεκεμβρίου 2010

                                              * * *

Παραγγελιά λοιπόν από την εφημερίδα, για το αφιέρωμα «Το φιλμ μιας ιστορικής χρονιάς», και σκεπτικό: «Το 2010 έφερε την Ελλάδα στη δίνη της μεγάλης κρίσης. Τα Νέα ξεχώρισαν δεκαοκτώ εμβληματικές εικόνες…» και τις μοίρασαν σε συνεργάτες όπως η αφεντιά μου και άλλους, «δημοσιότερους», για ένα σύντομο σχόλιο. Εμένα μου έπεσε η φωτογραφία του Τοροσίδη: δέχτηκα με χαρά, αν και πρώτη μου προτίμηση θα ήταν κάνας Άγιος Παντελεήμονας, όχι μου είπαν, πολύ ωραία είπα, μοναδική ευκαιρία να γράψω έστω δυο λέξεις για τις βουβουζέλες, αφού δεν αξιώθηκα να γράψω τότε, στην ώρα τους.

Αλλά με τις λιγοστές, αυστηρά μετρημένες λέξεις, πάλι δεν έγραψα τον ύμνο που ήθελα για τις βουβουζέλες. Που έβαζα την τηλεόραση να παίζει ακόμα και σε αγώνες χωρίς κανένα ενδιαφέρον, μόνο και μόνο γι’ αυτήν τη συνοδεία, σαν κρατημένη νότα, που έδινε εντέλει μια μυστηριακή διάσταση στην όλη δράση, στα διαφορετικά επεισόδια που τα έδενε μεταξύ τους, ίδια με το continuum –θα το πω κι ας ακουστεί σαν ύβρις– του Γιάννη Χρήστου. [Μονάχα τ’ όνομα μάς τα χαλούσε, μ' αυτό το διπλό βου, ή την ηχητική συγγένεια με βάζελους και βαζέλες…]

Η συμμορία των δεκαοχτώ του αφιερώματος: Αντώνης Λιάκος, Κώστας Μητρόπουλος, Τίνα Μπιρμπίλη, Γιάννης Η. Χάρης, Δημήτρης Παπαδημούλης, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Μίμης Ανδρουλάκης, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Σώτη Τριανταφύλλου, Όλγα Τρέμη, Ηλίας Κανέλλης, Άννα Φραγκουδάκη, Χρήστος Χωμενίδης, Κυριάκος Κατζουράκης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Σωτήρης Γκορίτσας, Πέτρος Μάρκαρης, Μαρία Χούκλη

buzz it!

23/12/10

Πού πατά και πού πηγαίνει

Τα Νέα, 23 Δεκεμβρίου 2010 [εδώ, με μικροπροσθήκες]

«Και χορεύω σα θηρίο / που του πρέπει παραθείο» τραγουδάει ο Διονύσης Σαββόπουλος: αν όμως ισχύουν οι απόψεις του ότι άλλο τονικό ύψος δίνει η οξεία, άλλο η βαρεία, άλλο η περισπωμένη κτλ., τότε μάλλον ακυρώνεται η ρίμα του

Αν τάχα προφέρονται ακόμη μακρά και βραχέα φωνήεντα, όχι πολυτονικό, αλλά ούτε καν το μονοτονικό δεν μας χρειάζεται!

το πλήρες κείμενο:

Τον δικό της μύθο έχει φτιάξει πια μια παλιά «έρευνα» του Σαββόπουλου που υποτίθεται πως μετρούσε διαφορετικό ύψος της φωνής ανάλογα με τον τόνο της λέξης, έβρισκε δηλαδή ζωντανή ακόμα τη μακρότητα και βραχύτητα των φωνηέντων της αρχαίας ελληνικής.

Η «έρευνα» αυτή έγινε εύλογα σημείο αναφοράς για τους πιστούς του πολυτονικού. Μπαντιέρα την έχει κάνει λ.χ. η διδασκάλισσα της Ελληνικής Αγωγής του Γεωργιάδη, ή έπειτα ο μαθητής τής εν λόγω διδασκάλισσας ψυχίατρος Ι. Τσέγκος: «αλλιώς, ας πούμε, εκφέρεται η λέξη “αβγό” και αλλιώς η λέξη “αγαπώ”! Η πρώτη έχει οξεία, η δεύτερη περισπωμένη. Είναι μακρά η εκφορά της. Ειδάλλως, με το μονοτονικό, το αβγό γίνεται αγαπώ! Ένα και το αυτό» έλεγε εν πάση αφελεία σε ομοϊδεάτη του δημοσιογράφο («Έψιλον» Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας 16.11.08).

Αλλά και στο «Κ» της Καθημερινής (14.2.08), για να περιοριστώ σε δύο σοβαρά έντυπα, ο Σωτήρης Κακίσης, συζητώντας για τη γλώσσα με τον συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη και τον σκηνοθέτη Γιώργο Πανουσόπουλο, ανατρέχει στο ιστορικό των μετρήσεων του Σαββόπουλου: «συνειδητοποιήσαμε τότε πως οι άνθρωποι έλεγαν υποδειγματικά ακόμα τις βραχείες και τις μακρές συλλαβές!»*

Τελευταία και πιο κραυγαλέα εμφάνιση της «έρευνας», όπως έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, η αναδημοσίευση σε πλήθος εθνοπατριωτικά μπλογκ του κειμένου του Σαββόπουλου, χωρίς καμία βιβλιογραφική ένδειξη και με τίτλο «Ο Σαββόπουλος κάνει μάθημα Ελληνικών στην Διαμαντοπούλου»! Αναγκαστικά επανέρχομαι:

19 Ιανουαρίου 1985, στον «Μίλωνα» της Νέας Σμύρνης, σε ημερίδα του τότε ΚΚΕ Εσωτερικού για τη γλώσσα, ο Σαββόπουλος παρουσιάζει τις μετρήσεις του, σύμφωνα με τις οποίες επιζεί η μουσικότητα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας –και γι’ αυτό η «ελληνική γλώσσα είναι τραγούδι», και «μόνο η ελληνική γλώσσα είναι τραγούδι, γιατί μόνο η ελληνική γλώσσα έχει συνείδηση του εαυτού της ως τραγουδιού...»!

Το κοινό ενθουσιάζεται και χρειάστηκε κόπος για να ακουστεί ο συντριπτικός αντιρρητικός λόγος του Β. Δ. Φόρη, του Αλέξανδρου Κοτζιά, του Δ. Ν. Μαρωνίτη, του Α. Μπελεζίνη κ.ά. Δεν είναι τυχαίο πως επιστημονική συνδρομή δεν βρήκε καμία ο Σαββόπουλος, ούτε καν από τον παριστάμενο Μπαμπινιώτη –που χαρακτηριστικά, σε άλλη συνεδρία την ίδια μέρα, είχε τονίσει ότι, για να ευοδωθεί ο αγώνας υπέρ των αρχαίων ελληνικών, πρέπει να αποσυνδεθεί από το αίτημα για επαναφορά του πολυτονικού.

Λίγες μέρες αργότερα έγραψα σχετικά στο περιοδικό Αντί («Δείξε τη δύναμή σου, Ντεστέν», τχ. 280, 1.2.85· βλ. εδώ), απ’ το οποίο αντιγράφω ελάχιστα εδώ. Τον Μάιο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Η λέξη (τχ. 44, σ. 423-31) το κείμενο του Σαββόπουλου, με τίτλο «Τα Ελληνικά ως τραγούδι». Και ακολούθησε στο ίδιο περιοδικό, τον Σεπτέμβριο (τχ. 47, σ. 728-36· βλ. εδώ και εδώ), εκτενής απάντηση του αείμνηστου Φόρη, με τίτλο «Ελληνικά παρατράγουδα». Από κει και πέρα αρχίζει η μυθοποίηση και η μυθολόγηση.

Ο συνθέτης είχε απλώς πει το δικό του τραγούδι. Που το πήγε βόλτα αργότερα, το 1996, και στην Αμερική (Πρίνστον, Κολούμπια κ.α.), να θαμπώσει τα αμερικανάκια.** Με βάση τον τρόπο με τον οποίο είχε διαβάσει τη φράση: «ἀπ’ τ’ ἄνθη τοῦ Μαγιοῦ ἐλαφρὲς πνέουν οἱ αὖρες», μέτρησε ντεσιμπέλ και χιλιόκυκλους και σχημάτισε την ακόλουθη σειρά, από τις άτονες στις εντονότερα τονισμένες λέξεις: (1) ἀπ’, (2) ἐλαφρὲς, (3) τοῦ Μαγιοῦ, (4) πνέουν, (5) οἱ αὖρες, (6) τ’ ἄνθη.

Και συγκεφαλαίωσε: (1) άτονες λέξεις, (2) βαρεία, (3) περισπωμένη, (4) οξεία, (5) ψιλή-περισπωμένη και δασεία-περισπωμένη, (6) ψιλή-οξεία και δασεία-οξεία. Αντιστρατευόμενος ουσιαστικά την ίδια τη λογική, την πάλαι ποτέ πραγματικότητα των διαφορετικών τόνων. Όπου η βαρεία, ως γνωστόν, σήμαινε απλώς έλλειψη υψηλού τόνου, γι’ αυτό και σημειωνόταν αρχικά σε όλες τις άτονες συλλαβές (ἄλὸγὸς)... Ενώ η περισπωμένη ήταν απλούστατα ο συνδυασμός οξείας και βαρείας, που ανεβοκατέβαζε στο ίδιο φωνήεν (μακρό, σε δύο δηλαδή χρόνους) τη φωνή...

Ακόμα, στη φράση: «λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα», όπου ο παλμογράφος δεν κατέγραφε, λέει, την αναμενόμενη όξυνση της λ. γυναίκα, ο Σαββόπουλος αναγνώρισε την τρίτη κλίση, σύμφωνα με την οποία η γυναίκα «έχει περισπωμένη»: «νά λοιπόν η τρίτη κλίση, που κακώς καταργήθηκε, αφού υπάρχει ζωντανή στη φωνή μας!» ανέκραξε θριαμβευτικά. Αν όμως στην ίδια φράση, αντί για γυναίκα, είχε τη λ. κοπέλα, τι θα έκανε, ρώτησε ωραία τώρα ο Νίκος Σαραντάκος, θα έβαζε περισπωμένη στο -ε- της κοπέλας;

«Τίποτε δεν χάθηκε, όλα υπάρχουν!» ήταν η θριαμβική επωδός του Σαββόπουλου.

Ιλαροτραγική αντίφαση στη δική του διατύπωση πως οι Αλεξανδρινοί «εμνημείωσαν» με τους τόνους και τα πνεύματα τη μουσικότητα που είχε αρχίσει να χάνεται, τη μουσικότητα που υπήρχε ώς τότε –και γι’ αυτό δεν χρειάζονταν, ώς τότε, τόνοι και πνεύματα!

Αν όμως προφέρονται και σήμερα ακόμη μακρά και βραχέα φωνήεντα, αν υπάρχουν ενδιάθετα στη φωνή μας, τι μας χρειάζεται η σημείωση των τόνων και των πνευμάτων; Μήπως να καταργηθεί και ο μοναδικός τόνος που διατηρείται στο μονοτονικό –παντελώς άχρηστος πια και αυτός; Δηλαδή ατονικό;

Όχι. Γιατί αυτά που έψαχνε ο Σαββόπουλος έχουν να κάνουν με τη μετρική, το τροχαϊκό, το ιαμβικό μέτρο κτλ., ή αλλιώς, στον πεζό λόγο, ονομάζονται επιτονισμός, όπως έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, έχουν δηλαδή, απλούστατα, σχέση με τις διακυμάνσεις της φωνής μέσα στον συνεχή λόγο.

Το τραγελαφικό είναι πως στο συμπέρασμα αυτό εξωθήθηκε και ο ίδιος ο Σαββόπουλος, όταν ρωτήθηκε τι καταλαβαίνει κατά την εκφώνηση «όμος»= ώμος ή όμως; τι μακρά, τι βραχέα και τι τόνους ακούει: «Η μουσική έχει σχέση με ό,τι ακολουθεί ή προηγείται» απάντησε!

Δηλαδή με τα συμφραζόμενα! Δηλαδή, ποια μακρά και ποια βραχέα, ποιες βαρείες, ποιες οξείες και ποιες περισπωμένες...

Όμως φοβάμαι ότι δεν το κατάλαβε ποτέ αυτό που μόνος του είπε. Πόσο μάλλον οι επίγονοι και οι πιστοί.


* Από τη συζήτηση αυτή φαίνεται πως ο Γ. Πανουσόπουλος έχει θητεύσει στις γνωστές παρασχολές: «Η ελληνική γλώσσα, κι ας μην το ξέρει ο κάθε υπουργός αυτό αλλά το ξέρω εγώ, θεωρείται ονοματοποιός γλώσσα. [...] Η λέξη ενέργεια [...] για έναν Άγγλο είναι σημειολογική και τίποτα παραπάνω. Ένα σύμβολο, που να το εξηγήσει γλωσσικά, αν δεν καταφύγει στα ελληνικά, του είναι αδύνατο». Και σε άλλο σημείο: «όλη αυτή η θεωρία περί ινδοευρωπαϊκής γλώσσας ένα παραμύθι φιλολογικό είναι…»

** Στο σχετικό άρθρο της Γιώτας Συκκά, «Μουσικά μαθήματα για την ελληνική γλώσσα: ο Διονύσης Σαββόπουλος στο “Πρίνστον” και το “Κολούμπια” των ΗΠΑ», Καθημερινή 6.11.96, διαβάζουμε και τα εξής λόγια του Δ.Σ.: «Αν θες να ακούσεις τις περισπωμένες και τις βαρείες, τις ακούς στους καλούς ηθοποιούς και τους καλούς τραγουδιστές. Αυτούς που το “ωμέγα” το λένε πιο μεγάλο από το “όμικρον”, που ανεβάζουν τη νότα όταν πρέπει. Το βλέπουμε και σε ορισμένα σουξέ τα οποία, ενώ έχουν τις προδιαγραφές, δεν πετυχαίνουν, γιατί είναι λάθος ο τονισμός, ενώ συνήθως αυτά που επιτυγχάνουν είναι επειδή ο τραγουδιστής αποδίδει τέλεια το τονικό σύστημα. Φερ’ ειπείν δεν πέτυχε το “Δεν παντρεύομαι” που έλεγε η Λίτσα Διαμάντη, ενώ εξακολουθούν να τραγουδούν έπειτα από δεκαετίες το “Συγνώμη, σου ζητώ συγχώρεσέ με” του Γιαννίδη». Με τέτοια «επιχειρήματα» ο Σαββόπουλος θα έβγαζε άχρηστη όλη τη στιχουργική, όλη την ομοιοκαταληξία του ίδιου του Σαββόπουλου. Όταν λόγου χάρη τραγουδάει: «Και χορεύω σα θηρίο / που του πρέπει παραθείο», ένα ευαίσθητο μουσικό αφτί όπως το δικό του θα έπρεπε να πιάνει το διαφορετικό τάχα τονικό ύψος που δίνει η οξεία στο θηρίο και η περισπωμένη στο παραθείο!

buzz it!

11/12/10

επιμέλεια εκδόσεων

για την επιμέλεια εκδόσεων έχω φλυαρήσει επί πέντε επιφυλλίδες
δεν ξέρω τι άλλο θα βρω να πω τώρα, σίγουρα όμως θ' ακούσω


buzz it!

4/12/10

α ρεζμά ρεσκού κουνά ναρές… ή τα κουλά και τα λωλά

                  "μία πλήρης συνέχεια, ανωτέρας συλλήψεως"


Όπου με τη νέα μέθοδο συνεκφώνησης (0.20 κ.ε.) ξεκλειδώνονται τα μυστικά του σύμπαντος και αποδεικνύεται περίτρανα για άλλη μια φορά η ελληνική καταγωγή των πάντων! Ούτω πως:

Αν φερειπείν πάρουμε την αρχαία ρήση ΑΡΕΣΜΑΡΕΣΚΟΥΚΟΥΝΑΡΕΣ, που απαντά, σε κεφαλαιογράμματη φυσικά γραφή, σε πολλές επιτύμβιες στήλες, π.χ. στο σπήλαιο του αρχανθρώπου των Πετραλώνων, στο άνΔρο της Κρήτης, στη Νεκρόπολη της Αιγύπτου, στον Ομφαλό της γης, τους Δελφούς, κ.α., και την ψάλλουμε όπως εν τω βιντέω, έχουμε:

α ρεζμά ρεσκού κουνά ναρές (αλλά και: αρές μαρές κουκού ναρές)

όπου: α= το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, η αρχή του παντός, όπερ έδει δείξαι

ρεζ(μ)ά= το κοινότατο ιρανικό, αφγανικό κτλ. όνομα, από τον περίφημο Σάχη της παλαιάς Περσίας Ρεζά Παχλεβί, ώς το εντεκάχρονο αφγανάκι προσφυγόπουλο Αλί Ρεζά Ρεζάι που εξαφανίστηκε τις προάλλες αλλά, χάρη στη δύναμη του ενδιάθετου ελληνικού ετύμου του ονόματός του, ξαναβρέθηκε, κι ώς την εβραϊκής ιρανοουγγρικής καταγωγής Γαλλίδα θεατρική συγγραφέα Γιασμίν Ρεζά, που τον Θεό της Σφαγής της παίζει σήμερα η Κάτια Δανδουλάκη

(αυτονόητο πως το παρέμβλητο -μ-, μουκανίσματος σημαντικό, αποτελεί άλλη μία, περίτρανη απόδειξη πως, όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, όλοι αυτοί εμουκάνιζαν σαν μοσκάρια)

το ρεσκού είναι ακέραιο σχεδόν το rescue= σώζω, της αγγλικής-που-είναι-ελληνική

το κουνά, τρίτο πρόσωπο βεβαίως του ρ. κουνάω-κουνώ, για το οποίο όμως προτείνω εδώ και την ανάγνωση «κουλά», αν δεχτούμε lapsus calami (δεν ξέρω πώς τη λεν τη σμίλη), ότι μπορεί δηλαδή, στο τέλειωμα του Λ, να ξέφυγε το καλέμι προς τα πάνω και να διαβάζουμε μέχρι σήμερα Ν

με το ακροτελεύτιο πια ρες κλέβουμε εκκλησία, αφού είναι πασίγνωστη η ελληνική ρίζα των λατινικών, όπου res= το πράγμα· άρα ναρές= το δεικτικό νά + ρες, δηλαδή: νά ένα ρες, κατά την άλλη γνωστή αρχαιοελληνική ρήση:

Άννα νά ένα μήλο, Λόλα νά ένα άλλο


ΥΓ. όπου ωστόσο ενδέχεται να υπόκειται ορθογραφικό τώρα σφάλμα, αφού στο Λόλα, ΛΟΛΑ στην κεφαλαιογράμματη, άτονη γραφή, μπορεί κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν πιθανώς χανόταν η προσωδία (και δεν είχε ακόμα γεννηθεί ο Σαββόπουλος να ανασκευάσει την πλάνη αυτή), να έχουμε –ο- αντί για το σωστό –ω-, που αποκαθιστά το νόημα:

Λωλά, νά ένα άλλο!

buzz it!

27/11/10

Οι αδαείς Αλεξανδρινοί

Τα Νέα, 27 Νοεμβρίου 2010 [εδώ, με μια -γενναία- προσθήκη]

Kαι τι -νομίζει πως- ακούει ο Σαββόπουλος; Μακρά, λέει, βραχέα και δίχρονα, οξείες και περισπωμένες! Άλλο όμως η προσωδία, ο μουσικός τονισμός των αρχαίων ελληνικών, και άλλο ο επιτονισμός, οι διακυμάνσεις δηλαδή της φωνής κατά τον προφορικό λόγο

Ένα παλιό κείμενο του Σαββόπουλου, ηλικίας 25 ετών, που είχε δεχτεί τότε τα πυρά της επιστημονικής κοινότητας, κατέκλυσε τελευταία τα εθνοπατριωτικά μπλογκ, προφανώς ερήμην του συντάκτη του, χωρίς καμία βιβλιογραφική ένδειξη, τάχα «μάθημα ελληνικών στην Διαμαντοπούλου»


Άραγε προφέρονται σήμερα ακόμα μακρά και βραχέα, ζει ακόμα η προσωδία της αρχαίας ελληνικής μέσα στη νέα; Και οι Αλεξανδρινοί, που επινόησαν τους τόνους και τα πνεύματα επειδή χανόταν η προσωδία, έσφαλαν τόσο στην εκτίμησή τους; Και τότε, αν δηλαδή ζει πάντα η προσωδία, μήπως ακόμα και ο ένας τόνος του μονοτονικού είναι περιττός;

διαβάστε τη συνέχεια...

Ένας από τους πιο ξεροκέφαλους μύθους είναι ότι, σήμερα ακόμα, προφέρονται μακρά, βραχέα και δίχρονα φωνήεντα, ότι υπάρχει ενδιάθετος στον σημερινό φυσικό ομιλητή ο μουσικός τονισμός της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

Με αφορμή ένα παλιό κείμενο του Σαββόπουλου που κατέκλυσε πρόσφατα το διαδίκτυο, εμφανιζόμενο παραπλανητικά σαν σημερινό «μάθημα ελληνικών» προς την Άννα Διαμαντοπούλου, ξεκίνησα, πριν από δύο επιφυλλίδες (α και β), για μια επισκόπηση των τελευταίων εμφανίσεων στην πασαρέλα του γλωσσικού, με έμφαση στις αρχαιοελληνικές κολεξιόν. Η επισκόπηση, όσο επιλεκτική κι αν υπήρξε, δεν μπόρεσε να είναι σύντομη, και, τώρα που έφτασα στην αρχική μου αφορμή, βρίσκομαι να γράφω έπειτα από τις εκλογές, μυωπικά βυθισμένος στα δικά μου, ενώ πολύ θα ’θελα να χαιρετίσω κι εγώ, συγκινημένος κιόλας θα ’λεγα, τη διπλή νίκη, στην παλιά μου πόλη πρώτα, νίκη που από μόνη της θαρρείς μάς αποκαθαίρει από το κακλαμάνειο άγος, κι έπειτα την άλλη μεγάλη νίκη, βόρεια, με την τεράστια συμβολική σημασία, νίκη ευφρόσυνο σκαμπίλι π.χ. στο χριστοδουλικό κακέκτυπο και όσα αυτό εκφράζει.

Κρατάω για άλλη φορά θέματα που δύσκολα επιγράφονται καν, την «ουδέτερη» στάση πολιτικών δυνάμεων κατά τον δεύτερο γύρο, του ΣΥΝ που κυρίως με αφορά, στάση που ελέγχεται ως προς την πολιτική της ηθική, αλλά και σκέτα την πολιτική αποτελεσματικότητα και σκοπιμότητά της· την αυξημένη αποχή, που η πατερναλιστικής αφετηρίας κολακεία ΜΜΕ και αναλυτών τη θέλει «ηχηρό χαστούκι» στους πολιτικούς, εγώ όμως τρέμω την ουδετερότητά της με την αμφίβολη, και εδώ, πολιτική ηθική, έναν αριστοκρατισμό συχνά, που μοιάζει να λέει από πίσω: «Δεν τα λερώνω τα χέρια μου εγώ, φάτε τα μόνοι σας οι άλλοι»· και συναφώς, με αφορμή την άνοδο της Χρυσής Αυγής, το κανάκεμα πάλι του «απλού λαού», των «φοβισμένων πολιτών» που «εξωθήθηκαν» να ψηφίσουν ακροδεξιά, κανάκεμα που θολώνει την πραγματικότητα, ή εντέλει κολακεύει αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα, και έτσι την παγιώνει. Θέλουν όμως όχι μία αλλά πολλές επιφυλλίδες όλα αυτά, ας γυρίσω στα μυθολογικά.

Απέναντι λοιπόν στο μύθο για την επιβίωση της αρχαίας προσωδίας μέσα στη νεοελληνική γλώσσα, όπως και στο μύθο για τα 50, 75 κτλ. εκατομμύρια λέξεις των ελληνικών, ή πάλι για την «πρωτογένεια» των ελληνικών, όπου τάχα οι θεοί, η φύση κτλ. έπλασαν τις λέξεις της «πρώτης των γλωσσών», απέναντι λοιπόν σε τέτοιους μύθους η επιστήμη, η γλωσσολογία, όπως έχω επανειλημμένα τονίσει, είναι κατηγορηματικά αρνητική –και η γλωσσολογία όλων των τάσεων, από την πιο προοδευτική ώς την πιο συντηρητική.

Απομένουν τάσεις υπερσυντηρητικές, ακροδεξιές, και πιο πέρα ακόμα, προσοχή όμως: τάσεις όχι πια επιστημονικές, όχι πάντως στους κόλπους της γλωσσολογίας, αλλά στον αχανή κόσμο της παραεπιστήμης, αν όχι κατευθείαν σε αμιγώς πολιτικούς χώρους και συναφή κέντρα. Εννοώ ότι στην υπηρεσία τέτοιων μύθων βρίσκουμε στρατευμένους, στην καλύτερη περίπτωση, «επιστήμονες», οτιδήποτε άλλο εκτός από γλωσσολόγους: πολιτικούς μηχανικούς, γεωλόγους, νομικούς, κοινωνικούς επιστήμονες, άντε και τίποτα φιλολόγους. Ακολουθούν δημοσιογράφοι, όπως Χαρδαβέλας, τηλεπλασιέ βιβλίων, όπως Σπύρος-Άδωνις και όπως Λιακόπουλος, ακόμα και τραγουδιστές, όπως Notis, κτλ.

Κατά ατυχή σύμπτωση, εξέχων τροφοδότης του μύθου που θα μας απασχολήσει υπήρξε προ 25ετίας ένας μείζων καλλιτέχνης, ο Διονύσης Σαββόπουλος, με μια ατυχέστατη, ήδη στη σύλληψή της, έρευνα, που αποτέλεσε η ίδια μύθο. Τελευταία, όπως είπα εισαγωγικά, έπειτα από μια ομιλία της υπουργού Παιδείας σε καθηγητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η ανακοίνωση του Σαββόπουλου εμφανίστηκε, προφανώς ερήμην του, στο διαδίκτυο, χωρίς καμία βιβλιογραφική ένδειξη, χρόνο δημοσίευσης κτλ., με τον πλαστό τίτλο: «Ο Διονύσης Σαββόπουλος κάνει μάθημα Ελληνικών στην Διαμαντοπούλου». Αμέσως αναδημοσιεύτηκε, πάντα χωρίς στοιχεία και με τον πλαστό τίτλο, σε πολυάριθμα, εθνικιστικά κυρίως, μπλογκ, προκαλώντας θριαμβευτικά σχόλια και αλαλαγμούς. Χρειάζεται έτσι να επανέλθω αναλυτικότερα. Για την ώρα, όσο πιο επιγραμματικά γίνεται:

Ο Σαββόπουλος ανακοίνωσε ότι ηχογράφησε διάφορους ομιλητές και με παλμογράφους μέτρησε τη διαφορετική ένταση της φωνής σε κάθε λέξη και κατέληξε ότι διαφορετικό ύψος δίνει η οξεία, διαφορετικό η περισπωμένη κ.ο.κ.

Είναι προφανές, σε πρώτη κιόλας ματιά, πως ο Σαββόπουλος και οι παλμογράφοι του μέτρησαν τον επιτονισμό, τις διακυμάνσεις της φωνής κατά τον προφορικό λόγο, τον διαφορετικό μάλιστα τονισμό που μπορεί να έχει ακόμα και η ίδια λέξη σε διαφορετικά συμφραζόμενα –ανεξάρτητα, εννοείται, από όποιον γραμματικό τόνο. Παράδειγμα: Στις φράσεις:

(α) «Γιώργο, έλα αμέσως εδώ!» (προσταγή) και
(β) «Τον Γιώργο ρώτα, όχι εμένα!» (έμφαση)

η λ. «Γιώργο» τονίζεται εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι στη

(γ) «Είδα τον Γιώργο χτες στο δρόμο» (απλή πληροφορία) ή
(δ) «Έλα τώρα, μωρέ Γιώργο, τι ’ν’ αυτά που λες…» (συγκατάβαση).

Και δείτε χαρακτηριστικά πώς ξαναλλάζει ο τονισμός αυτής της τελευταίας φράσης (δ), με τα ίδια σχεδόν στοιχεία αλλά με διαφορετικό μήνυμα, στην

(ε) «Γιώργο, τι ’ν’ αυτά που λες!» (επίπληξη).

Είναι πιστεύω αυτονόητο ότι δεν θα αλλάξει ο τονισμός αν στη θέση τού κάποτε περισπώμενου τύπου «Γιώργο» βάλουμε το οξύτονο «Γιάννη», ή το «Νιόνιο», π.χ. «Νιόνιο, τι ’ν’ αυτά που λες!»

Θα συνεχίσω.

buzz it!

13/11/10

Χλ χλ χλ το κύμα, και νά ο μοχλός!

Τα Νέα, 13 Νοεμβρίου 2010 [εδώ, με ορισμένες προσθήκες]

Να μπουν τα αρχαία και στους βρε-φονηπιακούς σταθμούς θα ζητήσουν οσονούπω όσοι δεν νοιάζονται για αγωγή του παιδιού παρά για ιδεολο-γήματα και ιδεοληψίες


«Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων»: έτσι επικοινωνούσε το τρίχρονο τότε αγοράκι με τη μητέρα του, κατά δήλωση βεβαίως της ιδίας. Μητέρα, η Ευγενία Μανωλίδου, κάπου ενάμιση χρόνο πριν, όταν ελάμπρυνε την τηλεόραση με την εμπνευσμένη «Στιγμή της αλήθειας», ρωτώντας τους παίκτες αν είναι αλήθεια πως το έκαναν με δεκατρείς ταυτόχρονα και άλλα τόσα κατοικίδια.

διαβάστε τη συνέχεια...

Όμως η τηλεόραση τηλεόραση, η δουλειά δουλειά, και η αγωγή του παιδιού αγωγή του παιδιού, με αρχαία ελληνικά εννοείται. Έτσι βρέθηκε η Ευγενία Μανωλίδου ένα –τεράστιο– βήμα μπροστά από όσους δειλά ακόμα προτείνουν τη διδασκαλία των αρχαίων από το δημοτικό κιόλας.

Όπου παιδαγωγική, ψυχολογία, παιδοψυχολογία, φιλολογία, γλωσσολογία, όλες οι αρμόδιες επιστήμες, οι επιστήμες που λένε λόγου χάρη ότι μάλλον σύγχυση μπορεί να προκαλέσει σ’ ένα παιδί η διδασκαλία διαφορετικών φάσεων μιας γλώσσας, όταν ακόμα και στο λεξιλόγιο πιο πολλές είναι οι διαφορές παρά τα κοινά στοιχεία (λογάς= επίλεκτος, αναλύω= πεθαίνω!), όλες λοιπόν οι αρμόδιες επιστήμες στο καλάθι των αχρήστων, πατσαβούρι για να γυαλίσουν την ιδεολογία που θέλει τα αρχαία ελληνικά γλώσσα των γλωσσών, μία και μοναδική.

Έτσι, είδαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα ένα μικρό μέρος από την ανακυκλούμενη αρθρογραφία και επιστολογραφία που διακινεί ευρύτατα διαδεδομένους μύθους για την πολυεκατομμυριούχο σε λέξεις γλώσσα και την ειδική ανάπτυξη του εγκεφάλου που προκαλεί η γνώση των αρχαίων –τα οποία θα έπρεπε γι’ αυτό να τα μαθαίνουμε από τα παιδικάτα μας, όπερ έδει δείξαι.

Διόλου παράδοξο ότι αυτή η αγοραία πια ιδεολογία διατρέχει από οιονεί επιστημονικές μελέτες έως σχόλια σε ευθυμογραφικές στήλες, από κατά τεκμήριο σοβαρές συζητήσεις στην τηλεόραση έως κουτσομπολίστικες μεσημεριανές εκπομπές «κοινωνικής κριτικής» –λέγε με Τατιάνα.

Επιτομή αυτού του ιδεολογήματος, εντέλει, διαβάζω στη σελίδα «Μ’ αρέσει – Δεν μ’ αρέσει» εβδομαδιαίου περιοδικού, σ’ ένα κράμα παχυλής άγνοιας και (ως εκ τούτου;) ιταμότητας: Μ’ αρέσει, γράφει μια συντάκτρια, «ότι πλέον θα διδάσκονται αρχαία ελληνικά σε βρετανικά δημοτικά (!) σχολεία. Ευτυχώς, δεν έλαβαν υπόψη απόψεις “ειδικών” ότι είναι νεκρή γλώσσα…»*

Ώστε τα αρχαία –την αρχαία ποικιλία έστω των ελληνικών– τα έβαλαν οι Βρετανοί στο δημοτικό επειδή δεν είναι νεκρή γλώσσα; Ή, αφού τα έβαλαν, σημαίνει πως δεν είναι νεκρή γλώσσα; Και έχουν δηλαδή φυσικούς ομιλητές σήμερα ακόμα τα αρχαία ελληνικά, κατά τον στοιχειώδη ορισμό της ζωντανής ή νεκρής γλώσσας; Και ποιοι οι ειδικοί που χωρούν στα εισαγωγικά της ιταμότητας, κατά τη νεαρότατη συντάκτρια; Πνευματικές και επιστημονικές κορυφές όπως ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ακόμα και ο συντηρητικότατος Γ. Ν. Χατζιδάκις, πιο πίσω, ο Εμμανουήλ Κριαράς σήμερα, ο πριν από λίγα χρόνια χαμένος Τάσος Χριστίδης…

Το θέμα μας, ας το ξαναματαπούμε, δεν είναι η αξία καθαυτή και η χρησιμότητα των αρχαίων, αλλά κάποιες απόψεις-μύθοι που δεν τις συμμερίζεται καμία σχολή γλωσσολογίας, ούτε καν ο Μπαμπινιώτης, παρά εκπορεύονται από επιστήμονες και «σχολές» τύπου Πλεύρη, Άδωνη, Λιακόπουλου και σία. Όπως η άποψη περί παρθενογένεσης των ελληνικών και η άρνηση κατά συνέπεια της κοινά αποδεκτής και μόνης επιστημονικής άποψης ότι τα ελληνικά ανήκουν στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών.

Πιο πρόσφατο σχετικό εγχείρημα, ένα ογκωδέστατο πόνημα που φιλοδοξεί ακριβώς «να καταδείξ[ει] το ετοιμόρροπο και ασταθές του ινδοευρωπαϊκού οικοδομήματος»!** Γι’ αυτόν το σκοπό, κινείται στο προνομιακό πεδίο δράσης τέτοιων «σχολών», τη λαοφιλέστατη Επιστήμη του Προφανούς, την παραετυμολογία. Ένα μόνο παράδειγμα (πρόγευσή του έδινα στη λεζάντα της φωτογραφίας στην προηγούμενη επιφυλλίδα):

«Την λ. μοχλός μάς την έδωσε η φύση. Μάλιστα, η μητέρα φύση την ψιθύρισε στο αφτί του αγαπημένου της παιδιού, του προγόνου μας του Έλληνα, στις πηγές, στις ποταμιές ή στις αμμουδερές ακτές των θαλασσών που έπαιζε από μικρός.

»Εκεί το κύμα σκάζοντας στην ακτή κάχλαζε τους κάχλικες, τους χάλικες, τους κόχλους και μουρμούριζε χλ χλ χλ χλ, κόχλαζε, κάχλαινε και όχλευε τους κόχλακες, τους όχλιζε, τους αναμόχλευε, τους ανατάρασσε. Το ίδιο μόχλευμα γίνεται σε κάθε αυλάκι νερού ή σε κάθε ροή νερού, πηγής ή ρυακιού. [...]

»Αυτός λοιπόν ο ήχος χλ χλ χλ, των λιθίσκων που παραδέρνει το κύμα, έδωσε και το ρ. <χλω> και το οχλώ και το εν-οχλώ, και τον όχλο και την όχληση και την ενόχληση, και την όχλευση και την μόχλευση και την ανα-μόχλευση, και τον μοχλό.

»Το πρωτόγονο ρ. <χλω> ή οχλώ σημαίνει από την προέλευσή του ταράσσω, ανακατεύω, θολώνω με την ανατάραξη, συγχέω…» (σ. 463 κ.ε.).

Τωόντι: ανακατεύω, θολώνω, συγχέω… Ούτε λόγος!

Είπαμε κι άλλοτε, πλ πλ έκανε, σύμφωνα με άλλον, το κύμα, και από κει βγήκε το πέλαγος· κούπα, ω παι! έτεινε την άδεια χούφτα στο μωρό η αρχαιοελληνίς μητέρα, για να το ξεγελάσει πως του δίνει γάλα, και νά το κουπεπέ· πού στη, τάχα «πού βρίσκεται», ρωτούσαν οι αρχαίοι μπάτσοι κυνηγώντας τους αρχαίους τοιούτους, και εγεννήθη, λέει, η λ. πούστης…, αστείρευτη όντως η ευρηματικότητα των παρετυμολόγων –να ’χε και ίχνος έστω επιστημονικότητας…

Μπα, δε βαριέσαι, ντόρος να γίνεται, και να μας κάνουν διαφήμιση οι άλλοι, όπως εγώ, φευ, τώρα δα, στους ποιητές τού χλ χλ χλ , τον γνωστό Βασίλη Φίλια μαζί με τον λιγότερο γνωστό Γιάννη Πρινιανάκη, συγγραφέα δύο βιβλίων με τους εύγλωττους τίτλους: Γλώσσα ελληνική: Η γλώσσα των γλωσσών και Η γλώσσα των Ελλήνων είναι η γλώσσα που ομιλεί η φύση!

Ώστε νά η «μητέρα φύση», που «ψιθυρίζει στο αφτί του αγαπημένου της παιδιού». Και το κουφαίνει.

Αλλά πού τα χλ χλ χλ; Σε τόμο 765, ναι, σελίδων, με τίτλο Τα ημαρτημένα του Λεξικού Μπαμπινιώτη: Μια πρώτη επιλογή …και έπεται η συνέχεια, έργο που, φως φανάρι, βγαίνει (ακόμα και) στον Μπαμπινιώτη από (ακρο)δεξιά.

Μακάρι να τελειώναμε εδώ… Έχει κι άλλα.


* Χρειάζεται όμως να δούμε και τι «δεν αρέσει» στη συντάκτρια. Δεν της αρέσει λοιπόν «ότι, αντίθετα, τα σχολικά βιβλία ελληνικής γλώσσας Δημοτικού περιλαμβάνουν οδηγίες χρήσεως καφετιέρας, και ελάχιστα κείμενα σημαντικών λογοτεχνών». Προφανώς η συντάκτρια αγνοεί ότι και στη χώρα μας, τις τελευταίες δεκαετίες, στη διδασκαλία της γλώσσας ακολουθείται η λεγόμενη «επικοινωνιακή προσέγγιση», που σημαίνει κείμενα από κάθε περιοχή του λόγου, για κάθε εκφραστική ανάγκη, από διαφημίσεις δηλαδή έως «οδηγίες χρήσεως καφετιέρας». Ενώ «κείμενα σημαντικών λογοτεχνών» διδάσκονται από ειδικά εγχειρίδια, τα τρία Ανθολόγια, ένα για κάθε δύο τάξεις του δημοτικού. Εκεί θα βρει η συντάκτρια από Όμηρο, Αισχύλο, Λουκιανό έως δημοτικό τραγούδι και Βιτσέντζο Κορνάρο, από Ρωμανό τον μελωδό έως Κόντογλου, Βιζυηνό, Παπαδιαμάντη, Ρίτσο, Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, αλλά και Χικμέτ, Σαιντ-Εξυπερύ, Τζακ Λόντον. Παχυλότατη άγνοια είπα· τι να λέμε και για επαγγελματικό ήθος και δεοντολογία…

** Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου. Το σχετικό κείμενο κλείνει με την ακόλουθη παράγραφο, τυπωμένη με έντονα μαύρα στοιχεία: «Για εμάς τους εναπομείναντες πιστούς των γκρεμισμένων Παρθενώνων και των ορφανών Καρυάτιδων, για εμάς τους θαυμαστές των θρυμματισμένων ειδώλων και των αθανάτων ιδεών, η γλώσσα είναι θρησκεία· και της θρησκείας αυτής αρχιεροφάντης, αρχιερέας και αρχιμυσταγωγός είναι ο Όμηρος και ιερείς του οι Αισχύλοι, οι Πλάτωνες, οι Αριστοτέληδες, οι Ηράκλειτοι, οι Επίκουροι, οι Αριστοφάνηδες, οι Πλούταρχοι· πειθόμενοι τοις κείνων ρήμασι πορευόμαστε και όχι τοις των θεραπόντων των ανυπάρκτων Ινδοευρωπαίων».

buzz it!

11/11/10

«Ούτε ρατσιστής είμαι. Απλώς αγαπώ τη χώρα μου.»

«Ούτε ρατσιστής είμαι..."

«[...] Αλλά κουβαλάω και μαχαίρι μέσα απ’ το μανίκι».

Και γιατί κουβαλάτε μαχαίρι;

«Γιατί, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να με σκοτώσουν για δέκα ευρώ οι ξένοι που μας μάζεψαν εδώ Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ. Πρέπει να βρεθεί κάποιος που θα τους πετάξει όλους έξω. Ακόμα και όσους έχουν χαρτιά και όσους ήρθαν για να δουλέψουν, γιατί παίρνουν μεροκάματα συμπατριωτών μας. [...]

Αυτά λέει και ο ΛΑΟΣ. Εσείς μάλλον τα λέτε και χειρότερα!

«Απλώς συμπίπτουμε. Ο Καρατζαφέρης τα λέει για να κονομήσει ψήφους…»

Ο Διαλεγμένος, γιατί τα πιστεύει βαθιά –μας τα ’χει ξαναπεί εξάλλου. Και τα εννοεί απολύτως. Όπως αυτοί που πήραν πάνω από 5% στις εκλογές την ίδια μέρα που δημοσιευόταν η συνέντευξή του («Επτά», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 7.11.10)


«Να ψηφίζουν μόνον οι εκλεκτοί»

«Δεν ψηφίζω εδώ και 25 χρόνια. Ποιον να διαλέξω μεταξύ κομπιναδόρων και απατεώνων; [...] Ασπάζομαι την άποψη που είχε ο Βασίλης Φωτόπουλος: Ν’ αλλάξει ο νόμος. Να ψηφίζουν μόνον οι εκλεκτοί. Ποιοι είναι αυτοί, θα το βρούμε».

Μόνον οι εκλεκτοί; Μπα, δε βαριέσαι, ας ψηφίζει κι ο Διαλεγμένος.



ΥΓ. Κι αυτά μας τα ’χει ξαναπεί ο Διαλεγμένος, μα είναι πάντα ωραία: «Ο σκηνοθέτης, επάγγελμα των τελευταίων χρόνων, επιβλήθηκε ως εξής: Καθόταν ένας ηθοποιός στην πλατεία για ν’ ακούσει την πρόβα: “Μανώλη, πιο πίσω, κρύβεις τη Μαρία” έλεγε. Μ’ αυτά και μ’ αυτά μπήκε στην παράσταση απ’ το παράθυρο…»

Να 'μπαινε και μια στάλα λογική ή μέτρο απ' το παράθυρο...

buzz it!

8/11/10

το τέλος του Ιού

"Ιός" (1990-2010)

1990; Κι εγώ που νόμιζα πως ο Ιός ήτανε πάντα εκεί, και πως μ’ αυτόν μεγάλωνα, και μάθαινα…

buzz it!

3/11/10

Δραγώνα, Υπουργείο, Λάος, και ποιος στηρίζει ποιον

«Χαίρομαι που και για τις δύο, Ρεπούση και Δραγώνα, είμαστε αιτία εμείς. Φωνάζαμε μέσα στη Βουλή, το είπα και κατά πρόσωπο του κ. Παπανδρέου, μην περιμένεις από εμάς στήριξη, όσο η κυρία Δραγώνα είναι στο υπουργείο» είπε ο Γ. Καρατζαφέρης.

διαβάστε τη συνέχεια...

Κι ούτε κουβέντα προς απάντησή του από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Αλλά σάμπως υπήρξε ουσιαστική κουβέντα του ΠΑΣΟΚ για στήριξη της Θάλειας Δραγώνα;

(Δε λέω αν υπήρξε εισαγγελέας για ενυπόγραφη έκκληση προς τη 17Ν, από δημοσιογράφο αθηναϊκής εφημερίδας, ο οποίος αναφέρεται στη Θάλεια Δραγώνα κι έναν ακόμα, που «καμιά 17Ν δεν τους πείραξε, ενώ θα έπρεπε τέτοια σκουλήκια να τα εξαφανίζουν, για να μην τολμούν να βγαίνουν άλλα…», Γ. Φωτιάδης, Αδέσμευτος 27.9.10)

Αλλά μήπως πιο σκανδαλώδης κι από τη μη στήριξη της Θάλειας Δραγώνα είναι η μη προβολή του έργου της, από το ίδιο το υπουργείο που την επέλεξε;

Είναι όμως ώρα να καυχηθεί το υπουργείο πως η ειδική γραμματέας του έτρεχε λ.χ. σε τσιγγάνικους καταυλισμούς να πείσει τα τσιγγανόπουλα να πάνε στο σχολείο, και προπάντων να πείσει την τοπική κοινωνία και τους γονείς των άλλων παιδιών να δεχτούν τα τσιγγανόπουλα στο σχολείο; Είναι έργο να το προβάλεις αυτό; Και πώς θα σου απλώσει έπειτα το χέρι ο Καρατζαφέρης;

Έφυγε όμως απ’ το υπουργείο η Δραγώνα, αν δεν την έδιωξες κιόλας εσύ, το υπουργείο, εκπληρώθηκε λοιπόν ο όρος του Καρατζαφέρη για τη στήριξη, του το θυμίζεις κι αποπάνω εσύ –σχεδόν με τα ίδια του τα λόγια:

«Η κ. Δραγώνα προκάλεσε αντιδράσεις με κάποιες θέσεις της οι οποίες αφορούν σε πολύ ευαίσθητα θέματα που άπτονται της εθνικής μας συνείδησης»! Έτσι, μας πληροφορεί δελτίο τύπου του υπουργείου Παιδείας, απάντησε σε σχετική ερώτηση η υπουργός, σε ραδιοφωνική εμφάνισή της.

Γιά δες λοιπόν τι κάνει η διά βίου μάθηση, πώς έμαθε δηλαδή η υπουργός στο άψε σβήσε ξένες (;) γλώσσες, τα λαοτζίδικα εν προκειμένω.

buzz it!

31/10/10

τα κιτς δεν είναι αλλιώς πιο άθλια;

«Όποιος ομιλεί άθλια, σκέφτεται και άθλια» αποφαίνεται ένας αδυσώπητος κριτής του λόγου των κυβερνώντων, σε άρθρο του με τίτλο «Λέσχη αθλίων ελληνικών» (Ελευθεροτυπία 30.10.10).

Οπότε, και όποιος ομιλεί κιτς, σκέφτεται κιτς;

Κι αν τάχα ήταν να διαλέξουμε, τι θα διαλέγαμε; Τα «άθλια ελληνικά» των κυβερνώντων, δηλαδή, σύμφωνα με τα δύο όλα κι όλα παραδείγματα που μας δίνει ο τιμητής, (α) τις όντως ακατάληπτες «δάνειες δυνάμεις» που απειλούν την «ανεξαρτησία της χώρας μας», και (β) την «επανάκτηση αξιοπρέπειας», όπου ακατάληπτη είναι η επισήμανση, μια και λάθος εδώ δεν υπάρχει;

Ή τα κιτς του τιμητή, όπως η «θαυμάσια αιωνιοτυπία τού πλέκειν και πίειν τον καφέ», «η αγλαΐα της διαιωνιότητας του γαλανού», «το ισχνέγχυλον του βίου», ο «αιγλήεις και συμπαντικός» αττικός ουρανός, «τα κενάκαινα [που] λοιδορούνται», ο «τερψιψυχόνους» εαυτός που «περιδινίζεται» κ.ά. κ.ά.;


ΥΓ. Όπου κριτής και τιμητής, διάβαζε Γ. Σταματόπουλος

buzz it!

30/10/10

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται…

Τα Νέα, 30 Οκτωβρίου 2010

«Την λ. μοχλός μάς την έδωσε η φύση. [...] Το κύμα σκάζοντας στην ακτή κάχλαζε τους κάχλικες, τους χάλικες,
τους κόχλους, και μουρμούριζε, χλ χλ χλ χλ, [...] αυτός λοιπόν ο ήχος, χλ χλ χλ, των λιθίσκων που παραδέρνει το κύμα,
ή κάθε ρεύμα νερού, έδωσε και το ρήμα <χλω>, [που σημαίνει] ανακατεύω, θολώνω με την ανατάραξη, συγχέω..."
Ούτε λόγος, ανακατεύω, θολώνω, συγχέω...



Μωρέ μπας κι είναι κάποιο σατανικό σχέδιο εξόντωσής μας; Με θάνατο, αν όχι από απόγνωση, σίγουρα από ανία; Ή σχέδιο εξώθησης σε αυτοχειρία;

Να διαβάζεις δηλαδή ξανά μανά για την ουρανόπεμπτη γλώσσα με τα τόσα εκατομμύρια λέξεις, που η γνώση της θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν –αλήθεια;– μαλακίαν, ή για τη λέξη «πέλαγος» που βγαίνει απ’ το πλιτς πλιτς των κυμάτων… Και να φουντάρεις! Πλατς!

διαβάστε τη συνέχεια...

Αλλιώς, κύριε διευθυντά, θα ήταν άραγε δυνατόν, τη μία απ’ τις δύο φορές που γράφω εδώ το μήνα, να έμπαιναν ξανά κάποια από τα παλιά μου άρθρα, αυτούσια, συνέχεια τα ίδια; Με ανάλογη, έστω, περικοπή της αμοιβής μου; Ή τότε να μπαίναμε στα βαρέα και ανθυγιεινά; Γιατί, χειρότερο κι από το να διαβάζεις, είναι να γράφεις, να προσπαθείς να γράψεις, τα ίδια κι εσύ αλλά με άλλον εντέλει τρόπο.

Κοιτάζω περίτρομος, σαν τι μαζεύτηκε σε έναν μόλις μήνα, άντε δύο –από τα λίγα, τα ελάχιστα, που έχω τη δυνατότητα να παρακολουθώ. Στην Καθημερινή αίφνης (2/9) εμφανίστηκε, για πολλοστή φορά και πάντως εν αιθρία, ο πολιτικός μηχανικός και ακαδημαϊκός Αντώνης Κουνάδης, να μιλήσει ξανά για τη μοναδικότητα των αρχαίων, που μόνο αυτά στηρίζουν τη γνώση της νεοελληνικής, και θα ’πρεπε γι’ αυτό να διδάσκονται απ’ το δημοτικό κτλ. Και επιστράτευσε συνήγορό του τον αείμνηστο Ι. Θ. Κακριδή, που τάχα έγραψε ότι η γλώσσα αργοπεθαίνει και μόνο τα αρχαία θα τη σώσουν.

Χρειάζεται όμως εδώ παρένθεση: ποιος ο Κουνάδης; Ο κ. Κουνάδης, παλιός αθλητής, διορισμένος πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ επί δικτατορίας και καθηγητής στη σχολή πολιτικών μηχανικών του ΕΜΠ, ακαδημαϊκός τώρα, στρατεύτηκε κάποια στιγμή στον Γλωσσοσωτήριο, όπως και στον εν γένει Εθνοσωτήριο του Χριστόδουλου για τις ταυτότητες, διακινώντας από περίοπτη θέση και σε επίσημες εκδηλώσεις της Ακαδημίας όλους τους γνωστούς μύθους που ευδοκιμούν κατά κανόνα σε κακόφημους ιδεολογικά χώρους, και πάντως μακριά, πολύ μακριά από τη μόνη αρμόδια επιστήμη, τη γλωσσολογία. Ειδικά για τον μύθο προελεύσεως Γεωργαλά, για κάποιο υποτιθέμενο πρόγραμμα “Hellenic Quest”, που αναγορεύει τα αρχαία γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών και μετράει πέντε, έξι και παραπάνω εκατομμύρια λέξεις, έχουν γραφτεί σελίδες επί σελίδων (από τα πρώτα το Ιστολόγιο, εξαντλητικά έπειτα και κατ’ επανάληψη ο Ν. Σαραντάκος, εδώ ο υπογραφόμενος κ.ά.), όπου ανασκευάζονται μία προς μία οι πάσης φύσεως ανακρίβειες τις οποίες αναπαράγει ο κ. Κουνάδης –πάντα κλειστή η πόρτα των ολοπρόθυμα κουφών.

Ένα μόνο στοιχείο εδώ, για την πολυεκατομμυριούχο γλώσσα, που οι επιστήμονες γλωσσολόγοι ανεβάζουν τις λέξεις της στον ήδη τεράστιο αριθμό των 700.000, όμως εκατομμύρια τις θέλουν οι άλλοι, μετρώντας απλούστατα τους πολλαπλούς τύπους ή και τις πολλαπλές εμφανίσεις της ίδιας λέξης, π.χ. ανήρ - ανδρός - ανδράσι - άνδρεσι κτλ.! Αμ, πρωτοετής φοιτητής να του έκανε τέτοιες μετρήσεις, του κ. Κουνάδη των θετικών επιστημών, θα τον έστελνε πίσω στο λύκειο.

Γυρνάμε όμως στην επιστολή του κ. Κουνάδη, ο οποίος ζήτησε (μάλλον εκβίασε) χείρα βοηθείας από τον διαμετρικά αντίθετό του, επιστημονικά και ιδεολογικά, Ι. Θ. Κακριδή. Και έστειλε λακωνικότατη επιστολή (23/9) ο διαπρεπής καθηγητής Φάνης Κακριδής, γιος του Ι.Θ., αμφισβητώντας την ακρίβεια των γραφομένων, που δεν υπήρχαν έτσι κι αλλιώς εκεί όπου παρέπεμπε ο κ. Κουνάδης!

Ερυθρίασε τάχα ο κ. Κουνάδης; Απάντησε με άλλη επιστολή (2/10), όπου παραδεχόταν (α) ότι το περιοδικό στο οποίο παρέπεμπε δεν ήταν του τάδε έτους αλλά του δείνα, και (β) κυρίως ότι η φράση την οποία παρέθετε δεν ήταν ολόκληρη του Κακριδή, αλλά μόνο το πρώτο μισό της, που κι αυτό (γ) το ’λεγε κάποιος άλλος, ο οποίος άλλος ισχυριζόταν ότι είχε ακούσει τον Κακριδή στην τηλεόραση, ενώ (δ) το άλλο μισό ήταν παραλλαγή κάποιας ρήσης του Ελύτη… Έναν τέτοιο πια φοιτητή του, απ’ το παράθυρο, φαντάζομαι, θα τον πετούσε ο των θετικών επιστημών κ. Κουνάδης.

Έλεγα για τη σοδειά τους τελευταίους ένα-δυο μήνες μόνο. Δεν πέρασε καιρός από την επιστολή του κ. Κουνάδη, και πάλι στην Καθημερινή, άλλος, δικηγόρος τώρα, θαρρείς και ξαναγράφει την επιστολή Κουνάδη, σημείο προς σημείο! Η τέχνη της προπαγάνδας, καρικατούρα πια. Και τις προάλλες, άλλος, ονόματι Σταύρος Παπαμαρινόπουλος, καθηγητής γεωλογίας στο πανεπιστήμιο της Πάτρας, πάντα στην Καθημερινή (16/10), γράφει με θέμα τα αρχαία και τον εγκέφαλο. Ότι ειδικότερα, σύμφωνα με κάποιες έρευνες, (α) η τάδε περιοχή του εγκεφάλου «ενεργοποιήθηκε λίγο περισσότερο λόγω του ελληνικού αλφαβήτου», έτσι (β) «ο ανθρώπινος εγκέφαλος επαναπρογραμματίστηκε ριζικώς», και (γ) αυτή πια η «συγκλονιστική μεταβολή στη λειτουργία του εγκεφάλου προκάλεσε μια ουσιώδη αλλαγή στην ψυχολογία των χρηστών του αλφαβήτου από την οποία προέκυψε η ανάγκη επικοινωνίας των πολιτών διά της λειτουργίας του θεάτρου». Και προς επίρρωση όλων αυτών γίνεται αναφορά και στην περιβόητη έρευνα Τσέγκου, πρότυπο αντιεπιστημονικότητας, σύμφωνα πάντα με τους επιστήμονες γλωσσολόγους!

Θέατρο λέει; Ούτε λόγος. Σκιών βεβαίως. Όπου καλούμαστε όμως να παίξουμε, και παίζουμε, μοιραία, όλοι μας.

Δυστυχώς, έχουμε πολλά ακόμα να πούμε, π.χ. για το χλ χλ χλ, τώρα, των κυμάτων, που γέννησε τον μοχλό κ.ά.

buzz it!

21/10/10

ο Σταμάτης, η Σταματίνα και η Τένια, ή ένας εύκολος τρόπος να κόψετε το τσιγάρο

επειδή, ως γνωστόν, καμία περιγραφή δεν τη φτάνει την πραγματικότητα:

http://www.youtube.com/watch?v=3RwnwayaLKE&feature=player_embedded

εμένα πάντως αρκετοί φίλοι μου καπνιστές, με την πρώτη φορά που είδαν το βιντεάκι, αποφάσισαν να κόψουν το τσιγάρο

ελάχιστη δόση: μία φορά κάθε πρωί

συνιστώμενη δόση: κάθε φορά που θα νιώσετε έντονα την ανάγκη να ανάψετε τσιγάρο

προσοχή: υπερβολική δόση βλάπτει ανεπανόρθωτα την ψυχική υγεία

κρατήστε το βίντεο μακριά από μικρά παιδιά, οικόσιτα ζώα και λουλούδια


ΥΓ. αλλά έχει και δάσκαλο ο καλός μαθητής Σταμάτης, ή ποιο το καπάκι που βρήκε ο τέντζερης όταν κύλησε, όπως λέει ο φίλος Δ.Α., που του χρωστούμε και το ποστάκι: "Αγόρασα τρεις τόμους του Καργάκου με την ιστορία των Αρχαίων Αθηνών για να ξαναθυμηθώ με λεπτομέρειες… τον Πελοποννησιακό πόλεμο..." (Athens Voice 311, 21.7.10) Καργάκος λοιπόν -έπεται Άδωνις: η ώρα η καλή, Σταμάτη!

buzz it!

16/10/10

Αντιπαθητικοί αντικαπνιστές

Τα Νέα, 16 Οκτωβρίου 2010

Είναι αντιπαθητικός ο αντικαπνιστής, και ειδικά ο πρώην καπνιστής, γιατί στο πρόσωπό του αμφισβητούνται πολλά επιχειρήματα του καπνιστή




Το στερεότυπο του έξω καρδιά γλεντζέ, του θερμόαιμου Μεσογειακού, του ρέμπελου επίσης, του Ζορμπά, που ο τράχηλός του ζυγόν δεν υποφέρει, είναι πανίσχυρο –«το τσιγάρο είναι κουλτούρα» λέει το καινούριο σλόγκαν, ελληνική εννοείται


«Δεν υπάρχουν παθητικοί καπνιστές, υπάρχουν αντιπαθητικοί αντικαπνιστές» λέει ένα σύνθημα που, μολονότι με περιλαμβάνει –και με περιλαβαίνει!– και εμένα, το βρίσκω άκρως ευρηματικό.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αντιπαθητικοί αντικαπνιστές λοιπόν. Αλλά τι είναι πρώτα οι αντικαπνιστές; Γιατί όλοι οι άκαπνοι δεν είναι αντικαπνιστές. Εννοώ ότι πολλοί δεν καπνίζουν, αλλά δεν τους ενοχλεί το κάπνισμα των άλλων, κάποιοι μάλιστα από αυτούς δηλώνουν και αντίθετοι με τον αντικαπνιστικό νόμο, αντίθετοι και αυτοί σε κάθε απαγόρευση, για λόγους αρχής. Άρα αντικαπνιστές είναι αυτοί που ενοχλούνται από το κάπνισμα, και έτσι επιθυμούν, ή ανάλογα και απαιτούν, τον περιορισμό του ή, πάλι ανάλογα, την απαγόρευσή του.

Ε, αυτοί λοιπόν, οι αντικαπνιστές, που σημειωτέον οι περισσότεροι είναι πρώην καπνιστές, κυρίως αυτοί είναι αντιπαθητικοί.

Γιατί είναι αντιπαθητικός ο αντικαπνιστής; Πρώτα και κύρια γιατί είναι φύσει και θέσει αντίθετος με τον καπνιστή, γιατί αμφισβητεί και προπαντός εμποδίζει –ή θέλει να εμποδίσει– την απόλαυση του καπνιστή. Αντιπαθητικός είναι όμως και πριν απ’ αυτό, γενικότερα. Κι αν όχι αντιπαθητικός, σαφώς ξενέρωτος. Γιατί είναι πλήθος τα στερεότυπα, του κρυόκωλου, υποχόνδριου υγιεινιστή απ’ τη μια, του ηδονιστή καπνιστή απ’ την άλλη! Ειδικότερα, το στερεότυπο του έξω καρδιά γλεντζέ, του θερμόαιμου Μεσογειακού, του ρέμπελου επίσης, του Ζορμπά, που ο τράχηλός του ζυγόν δεν υποφέρει, είναι πανίσχυρο και σαγηνευτικό: «Εγώ τον άντρα τον θέλω να μυρίζει ουίσκι και τσιγάρο, κι όχι σαπούνια και σαμπουάν» θυμάμαι που έλεγε μια συμπαθής τραγουδίστρια παλιά, σε εποχές πάντως που ουίσκι και τσιγάρο μύριζα κι εγώ!

Ώστε λοιπόν: ο άντρας απ’ τη μια, κι από την άλλη ο φλούφλης, ο ραχιτικός διανοούμενος: γυαλάκια και ξενερωσιά.

Είναι όμως, φοβούμαι, και άλλος, μέγας λόγος που υποστηρίζει αυτή την αντιπάθεια –και μένω στην αντιπάθεια, για να μη μιλήσω για σίγουρη κάποτε αποστροφή, συχνά και μίσος. Είναι λοιπόν αντιπαθητικός ο αντικαπνιστής, και ειδικά ο πρώην καπνιστής, γιατί στο πρόσωπό του αμφισβητούνται έμμεσα, αν όχι ευθέως, πολλά από τα ερείσματα του καπνιστή.

Ξέρει δηλαδή ο καπνιστής, ή αισθάνεται βαθύτερα, μπορεί και εντελώς ασύνειδα, πάντως σίγουρα το βλέπει στον άλλον, πλάι του: ότι δεν είναι πάντα δύσκολο το κόψιμο του τσιγάρου, ίσα ίσα, συχνά είναι εντυπωσιακά απλό, ότι δεν απαιτείται σιδερένια θέληση και χαλύβδινος χαρακτήρας, ότι δε θα πάθει κάνα φοβερό στερητικό ούτε θα έχει καμιά φοβερή επίπτωση στην απόδοσή του στη δουλειά, στην έμπνευσή του κτλ. Όμως του αρέσει το τσιγάρο, είναι η απόλαυσή του.

Ακόμα χειρότερα: ξέρει ο καπνιστής από τον ίδιο τον εαυτό του τώρα, το έχει δει σε πλείστες περιπτώσεις πάνω του, πως σίγουρα μπορεί και χωρίς τσιγάρο. Ξέρει δηλαδή ότι σε σχετικώς μεγάλα διαστήματα, ακόμα και ημερών, π.χ. με γρίπη, έμεινε άκαπνος, χωρίς να αρχίσει να τρέμει επειδή του έλειψε η νικοτίνη· συχνότερα στον κινηματογράφο ή το θέατρο, σε πολύωρες προβολές και κυρίως θεατρικές παραστάσεις, σαφώς απόλαυσε το θέαμα, χωρίς να ιδρώσει από τη στέρηση· ή στο αεροπλάνο όπου κάποτε με το τσιγάρο διασκέδαζε το φόβο του, σε μια τόσο σοβαρή λοιπόν περίσταση, από τις ελάχιστες όπου βρίσκω δικαιολογημένη την ανάγκη του άλλου για τσιγάρο, έμεινε τώρα άκαπνος, χωρίς να μεγαλώσει λ.χ. ο φόβος του. Όμως του αρέσει το τσιγάρο, είναι η απόλαυσή του.

Αλλά ξέρει και όλα τα άλλα, τα στοιχειώδη, τα ομολογεί, πως λόγου χάρη του βρομάει το τασάκι στο σπίτι, και πιο πολύ το τασάκι του αυτοκινήτου, γι’ αυτό και πάντα το πετάει απέξω το τσιγάρο, και του βρομάν τα ρούχα του έπειτα από ταβέρνα. Και ξέρει ακόμα πως και έξω, σε ανοιχτό χώρο, μυρίζει ο καπνός, που πάει πάντα δίπλα προτού αναληφθεί (εάν!) στους ουρανούς κτλ. Όμως του αρέσει το τσιγάρο, είναι η απόλαυσή του.

Και ξέρει κι άλλο βασικό, το παραδέχεται, ότι δεν είναι τόσο η νικοτίνη, ότι δεν είναι κυρίως η νικοτίνη, αλλά η χειρονομία, παναπεί η αμηχανία, η κοινωνική δηλαδή παράμετρος, και καμία οργανική ή άλλη ανάγκη.

Άντε μετά να διεκτραγωδήσει το δράμα του για εθισμό, νιώθοντας ότι ο άλλος μπορεί να τον ακούει βερεσέ. Ο αντιπαθητικός λοιπόν. Που μάλιστα δεν είναι ασκητής ή βράχος θέλησης –συχνά, για να αναφερθώ τουλάχιστον στον εαυτό μου, κάθε άλλο! Διπλά, πολλαπλά αντιπαθητικός λοιπόν.

Φυσικά, όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι, ούτε όλες οι περιπτώσεις ίδιες, μα τι περίεργο, αυτό μοιάζει να ισχύει πάντα για τον ίδιον που το επικαλείται, ποτέ για τον άλλον, για τις ανάγκες εννοώ, τα γούστα, τις αδυναμίες, την απόλαυση του άλλου.

Ας μείνουμε λοιπόν στο μόνο σοβαρό, αδιαμφισβήτητο, και ακαταμάχητο: στην απόλαυση, στο «έτσι γουστάρω», κι ας αφήσουμε τις αδυναμίες και τους εθισμούς, και πολύ περισσότερο τις ελεύθερες επιλογές και τα λοιπά, ας μείνουμε ξαναλέω στην απόλαυση· και τότε να δούμε ότι και του άλλου, του μη καπνιστή, η δική του απόλαυση, είναι ακριβώς το αντίθετο, το μη κάπνισμα, ο μη καπνός.

Και τότε, μόνο τότε, θα μπορέσει να αρχίσει η όποια συζήτηση. Με βάση δηλαδή τις δύο διαμετρικά αντίθετες, αλλά απολύτως νόμιμες για τον καθένα, γιατί ο καθένας έτσι γουστάρει, απολαύσεις. Του άλλου και τη δική μου.



[παλαιότερα σχετικά, βλ. εδώ και εδώ]

buzz it!

15/10/10

Βασίλειος Δ. Φόρης, "Από τις ανευθυνότητες της 'Ευθύνης' για γλωσσικά και ορθογραφικά", Θεσσαλονίκη 1981

[απντέιτ, λινκ για πιντιέφ στο τέλος]


γέμισε πάλι ο τόπος [ο ιντερνετικός] από κάτι παλιές, ηλικίας 25 χρόνων, αερολογίες του Σαββόπουλου, ανασύρθηκε ένα κείμενο-εισήγησή του σε ημερίδα την οποία είχε οργανώσει το ΚΚΕ εσ. για τη γλώσσα το 1985, και αναδημοσιεύεται από μπλογκ σε μπλογκ χωρίς καμία βιβλιογραφική ένδειξη, με τον τίτλο μάλιστα "Ο Διονύσης Σαββόπουλος κάνει μάθημα Ελληνικών στην Διαμαντοπούλου"

διαβάστε τη συνέχεια...

το θέμα είναι πως, έτσι αδέσποτο που κυκλοφορεί το κείμενο αυτό, πρώτον θα νομίζει κανείς πως γράφτηκε σήμερα (κάτι που από μιαν άποψη αδικεί τον ίδιο τον Δ.Σ.), και δεύτερον και κυριότερον, δεν δίνεται η δυνατότητα στον σημερινό αναγνώστη να ανατρέξει ενδεχομένως στα της εποχής, και τότε να δει πως, ίσα ίσα, "μάθημα ελληνικών" στον ίδιο τον Σαββόπουλο έκαναν το ίδιο εκείνο βράδυ αρμόδιοι επιστήμονες, φιλόλογοι και γλωσσολόγοι, ο Φόρης, ο Μαρωνίτης, ο Μπελεζίνης, ο Κοτζιάς κ.ά., χωρίς να ακουστεί μισή κουβέντα υπερασπιστική των σαββοπουλημάτων, ούτε καν από τον λαλίστατο την υπόλοιπη μέρα Μπαμπινιώτη

για τα εν λόγω σαββοπουλήματα έγραψα αμέσως μετά την ημερίδα, δημοσιεύτηκε λίγο αργότερα και η απομαγνητοφώνηση της εισήγησης του Δ.Σ., και ακολούθησε καταπέλτης ο μεγάλος φίλος Β. Δ. Φόρης

τον οποίο θυμήθηκαν, με αφορμή την ανακύκλωση του κειμένου του Σαββόπουλου, στο μπλογκ του Σαραντάκου, όπου έπεσε κι η παραγγελιά για το ακόλουθο κείμενό του, σχετικά με τις ανευθυνότητες της τσιροπούλειας "Ευθύνης"

ανταποκρίνομαι στην παραγγελιά με σκαναρισμένο [λυπάμαι, δεν έχω ιδέα από πιντιέφ] το πάντα επίκαιρο, δυστυχώς, κείμενο του Φόρη, και ελπίζω να συνεχίσω σύντομα με ό,τι άλλο έχω δικό του [βλ. πάντως και άλλο ένα του, πάλι εδώ]


το ανάτυπο:
















































ιδού και λινκ για πιντιέφ, να 'ναι καλά ο φίλος Στράτος Ν.:
http://ifile.it/5cm2qde/Foris-Anefthinotites.pdf

buzz it!

12/10/10

Ανθρωποκτονία, νεκροκτονία και μία απορία

«Την ενοχή του Επαμεινώνδα Κορκονέα για ανθρωποκτονία από πρόθεση με άμεσο δόλο, αποφάσισε κατά πλειοψηφία το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Άμφισσας» διάβαζα, και σαν να ’βλεπα ξαφνικά το όνομα του συνηγόρου στη θέση του ονόματος του κατηγορουμένου. Και σκέφτηκα προς στιγμήν να αντέγραφα την είδηση ολόκληρη με αυτή την «αλλαγή». Όμως δεν επιδέχεται κανενός είδους χιούμορ αυτή η περίπτωση. Κι έκανα πίσω.

Μου έμεινε ωστόσο κάποια απορία. Στην οποία δεν ξέρω αν δίνει απάντηση η σημερινή πανηγυρικά καταδικαστική απόφαση:

Γιατί άραγε η υπεράσπιση ενός κατηγορουμένου για ανθρωποκτονία χρειάζεται να καταφύγει στην απαξίωση και τον ηθικό στιγματισμό του νεκρού; Αφού η υπεράσπιση, αν δε γελιέμαι, προσπαθεί να αποδείξει ότι ακριβώς δεν υπήρξε ανθρωποκτονία. Και όχι πως υπήρξε, και καλώς υπήρξε, αφού ο νεκρός είχε «αποκλίνουσα συμπεριφορά», «δεν ήταν σαν τα δικά μας παιδιά» κτλ. Ούτε, έστω, πως δεν υπήρξε, αλλά ακόμα κι αν υπήρξε, καλά έκανε και υπήρξε…

Θυμήθηκα έπειτα τον συνήγορο όταν κατηγορούσε με ιταμό ύφος τους πολιτικούς αρχηγούς και μάλιστα τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι για πολιτικά οφέλη και «για να σώσουν το τομάρι τους» εκμεταλλεύτηκαν την υπόθεση, πριν ακόμη αποφανθεί η δικαιοσύνη «αν θα έπρεπε να πυροβολήσει ο αστυνομικός και αν θα έπρεπε να χαθεί αυτό το παιδί»!

Τώρα η δικαιοσύνη αποφάνθηκε. Εμείς θα μείνουμε με τις απορίες, ο νεκρός αλίμονο νεκρός.

Θα μας μάθει τουλάχιστον κάτι όλη αυτή η τραγική ιστορία; Και θα σταθούμε ικανοί να το κάνουμε κάτι αυτό το κάτι;

buzz it!

4/10/10

Κατ’ ευθεία γραμμή απόγονος

απντέιτ: βλ. εδώ το βίντεο


«Αν δεν υπήρχαν οι Έλληνες, όλοι αυτοί [οι ξένοι, της Ευρώπης] θα ’ταν καπάκια μπίρας! [...]

»Αν αυτή τη στιγμή η υφήλιος πλήρωνε δικαιώματα για τον Αισχύλο, το Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη [«σωστό, σωστό» συγκατανεύει η Τένια Μακρή] και τον Μητρόπουλο, και όλους τους μεγάλους Έλληνες, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, που τους χρησιμοποιούν παγκοσμίως, δε θα χρωστάγαμε σ’ αυτή την υποδούλωση που θέλει να μας οδηγήσει η ΕΟΚ. Γιατί η ΕΟΚ έβαλε τις απαγορεύσεις, να γίνουμε όλοι Ευρώπη.»

διαβάστε τη συνέχεια...

«Και στην Αμερική… από εκεί ξεκίνησε…» πάει να πει η παρουσιάστρια.

Και τώρα ουρλιαχτό:

«Μη μου συζητάτε για την Αμερική. Σ’ αυτήν υποταχτήκαμε τα 200 επόμενα χρόνια. ΤΕΛΟΣ» βρυχήθηκε, με μια θεαματική κίνηση του χεριού που κόβει μαχαίρι τη «συζήτηση».

Ζουράρις; Θέμος; Άδωνις; Λιάνα; Άνθιμος; Καρατζαφέρης; ποιος;

Ο Σταμάτης.

Που ξεκίνησε εκστρατεία κατά της απαγόρευσης του καπνίσματος, και πήρε σβάρνα τα κανάλια αξημέρωτα, και καλά στη ΝΕΤ λ.χ., αλλά και στα κατακίτρινα πρωινομεσημεριανάδικα, ο Κραουνάκης!

Όμως, ακόμα κι ο Αυτιάς καλύτερα τα λέει. Νά, κρατάω μια παλιότερη ρήση του, στην εκπομπή του άλλου, του Θέμου (30.5.06), όπου ο λόγος για τους Τούρκους ειδικότερα:

«Όταν οι Έλληνες είχαν τη φέτα, οι Τούρκοι δεν υπήρχαν ούτε καν ως αιωρούμενο πλάσμα στην ατμόσφαιρα. [...] Οι Τούρκοι δεν ήταν ούτε ως μικροαστική [μικροαστρική;] ύλη στο σύμπαν!»

Καλός Αυτιάς, Σταμάτη!

buzz it!

2/10/10

Ηθικολογία και σχετικισμός

Τα Νέα, 2 Οκτωβρίου 2010 [το κείμενο αυτό, στο μεγαλύτερο μέρος του, είχε μπει προσωρινά εδώ στο μπλογκ σαν υστερόγραφο στο "Με τα βυζιά απόξω"]


Η απόσταση από το ένστικτο, την παρόρμηση, την επιθυμία ώς τον έλεγχό τους –και την ακύρωσή τους– λέγεται εκκοινωνισμός, κοινωνικοποίηση, λέγεται πολιτισμός





Τελικά, αν θελήσω να κλέψω αλλά δεν κλέψω είναι το ίδιο σαν να έχω κλέψει; Αν θελήσω να απατήσω τη γυναίκα μου αλλά δεν την απατήσω είναι σαν να την απάτησα; Αν θελήσω να σκοτώσω, να βιάσω…

διαβάστε τη συνέχεια...

Για τον βιαστή που δεν είναι βιαστής αφού τον προκαλεί «το υποτιθέμενο θύμα» με «τα βυζιά της απόξω», σύμφωνα με την τρέχουσα, αγοραία «ηθική» την οποία αναπαρήγαγε ο Κ. Τσόκλης, γράφαμε στην περασμένη επιφυλλίδα. Περίσσεψαν όμως μερικές σκέψεις, που οφείλονται στην ίδια πάντοτε πηγή.

«Σήμερα το μόνο που μας απασχολεί είναι ότι ορισμένοι έκλεψαν. Και όλοι οι υπόλοιποι, που θα ήθελαν να κλέψουν αλλά δεν τα κατάφεραν ή δεν έπαιξαν σωστά ή δεν θέλησαν, κατηγορούν όσους έκλεψαν. Σε τι διαφέρει όμως ηθικά αυτός που σε κλέβει από εκείνον που θέλει να σε κλέψει;» Αυτήν τη ρητορική ερώτηση έκανε ο Κ. Τσόκλης σε πρόσφατη συνέντευξή του εδώ, στη Μαίρη Αδαμοπούλου (Νέα 3.7.10· υπογράμμισα εγώ).

Λέω να βγάλουμε προσωρινά το «ηθικά», με όλον το σχετικισμό του, γιατί διαφορετικά πολύ θα τον στενοχωρήσει το σχήμα του αυτό τον κ. Τσόκλη, εάν εφαρμοστεί σε άλλες του δηλώσεις, τις οποίες θα δούμε παρακάτω.

Και τότε στην ερώτηση: Σε τι διαφέρει αυτός που σε κλέβει από εκείνον που θέλει να σε κλέψει αλλά δεν σε κλέβει, θα έλεγα πως διαφέρει σε κάτι πολύ μεγάλο, απολύτως καθοριστικό: διαφέρει σ’ αυτό που λέγεται εκκοινωνισμός, κοινωνικοποίηση, σ’ αυτό που λέγεται πολιτισμός.

Γιατί όλοι κάποτε μπορεί να θέλουμε να κλέψουμε, να σκοτώσουμε, και μάλλον πολύ συχνά να σπάσουμε τα μούτρα κάποιου, ίσως και μόνο γιατί δε μας αρέσουν, αλλά δεν το κάνουμε.

Και αυτό εντέλει, αλλά και ουσιαστικά, έχει σημασία, για να είμαστε ακριβώς κοινωνία. Τα υπόλοιπα, οσοδήποτε σοβαρά κι αυτά, η αμαρτωλή επιθυμία και ο αμαρτωλός λογισμός, αφορούν τον εξομολόγο, τον παπά, τον ψυχοθεραπευτή. Ή αποτελούν κενή ηθικολογία.

Και η κενή ηθικολογία στην καλύτερη περίπτωση είναι απλώς αερολογία, ας πούμε αβλαβής. Στη χειρότερη, όμως, ανακυκλώνει κοινούς τόπους μιας αντιδραστικής ουσιαστικά ιδεολογίας. Δείτε εδώ: η εισαγωγική κιόλας φράση κουβαλάει πίσω της –αν δεν καταλήγει κιόλας εκεί– το περίφημο: «όλοι τους ίδιοι είναι», κάτι που δεν χρειάζεται πολύ για να φτάσει στο «μια χούντα μας χρειάζεται»!

Έτσι κι αλλιώς, η ηθικολογία την απεχθάνεται την ηθική· γιατί της βάζει δύσκολα, γιατί η ηθική θέλει δουλειά πολλή. Ενώ με την ηθικολογία, με δυο-τρία λόγια ηχηρά και εύληπτα, εύκολα ξεμπερδεύεις με οτιδήποτε, οσοδήποτε μεγάλο, σοβαρό και επικίνδυνο.

Και εδώ, αυτή η ισοπέδωση και μαζί η σχετικοποίηση των πάντων, που εκφράζεται με το «όλοι τους ίδιοι, κλέφτες είναι», στην πράξη επιτρέπει λ.χ. να εξακολουθήσεις να ψηφίζεις τους δικούς σου κλέφτες, ή να κλέψεις κι ο ίδιος. Αν δηλαδή πεις πως όλοι τους τα παίρνουν, θα μπορέσεις να πάρεις κι εσύ ό,τι μπορέσεις, το φακελάκι, το γρηγορόσημο κ.ο.κ., να κάνεις την όποια δική σου μικρολαμογιά.

Αλλά μήπως τον παρερμηνεύσαμε τον κ. Τσόκλη; Ωραία, ας επαναφέρουμε το επίρρημα «ηθικά».

Και ξαναδιαβάζω: «Σε τι διαφέρει ηθικά αυτός που σε κλέβει από εκείνον που θέλει να σε κλέψει;»

Και τώρα μπορώ, υποθέτω, ένα τέτοιο αξίωμα να το εφαρμόσω και σε όλες τις άλλες περιστάσεις, στο φόνο που είπα, στο σπάσιμο των μούτρων του άλλου κτλ. Στο θέμα μας φερειπείν, στο βιασμό: «Σε τι διαφέρει ηθικά αυτός που σε βιάζει από εκείνον που θέλει να σε βιάσει;»

Και διαβάζω από τις πρόσφατες, «ερμηνευτικές» δηλώσεις Τσόκλη, σε ραδιοφωνική συνέντευξή του στον Θανάση Λάλα και τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο: «Πάντως, για να καθησυχάσω τους θορυβηθέντες, τους διαβεβαιώ ότι δε βίασα ποτέ κανέναν, αν και δε σας κρύβω ότι αισθάνθηκα κάποιες φορές έντονα την επιθυμία να το κάνω, σαν... πολιτισμένος άνθρωπος που είμαι, πήγα να πω ευνουχισμένος».

Α, αυτό που λέγαμε, περί πολιτισμού, που όμως ο κ. Τσόκλης το εννοεί εντελώς διαφορετικά, εν προκειμένω απολύτως απαξιωτικά. Θλίβεται ο κ. Τσόκλης που είναι πολιτισμένος, και ως εκ τούτου ευνουχισμένος, και δεν μπορεί να βιάσει, όταν του ’ρθει.

Ας διαφυλάξουμε ωστόσο κάτι από τη σοβαρότητά μας. Δεν έχει νόημα να παρακολουθήσουμε άλλο τον καλλιτέχνη. Μόνο τη συνέχεια του παραπάνω, του περί ευνουχισμού, θα δώσω: «Όταν καταλάβουμε ότι ζούμε σε μια κοινωνία ευνουχισμένη και αδιάφορη για τον έρωτα, ότι τα περισσότερα κορίτσια μας που είναι συχνά σαν τα κρύα νερά παραπονούνται ότι δεν βρίσκουν ερωτικό σύντροφο, τότε ίσως θα γίνουν κατανοητά αυτά που θέλω να πω».

Μπα, σαν πού μας έβγαλε η βάρκα τώρα; Φοβάμαι στον άλλο αφόρητα κοινό τόπο, στη λειψανδρία, για λόγους, ξέρετε τώρα. Και όχι μόνο έλειψαν σήμερα οι άντρες και παραπονιούνται τα κορίτσια, μας λέει και ο κ. Τσόκλης, μα έλειψαν κι οι βιαστές, αυτοί οι «ερωτικοί άνθρωποι», που «ρισκάροντας τη ζωή τους» κτλ. κτλ., με ορολογία Τσόκλη.

Αλλά τι θλιβερό εντέλει, να θες να προκαλέσεις με «αναρχικές», λέει, απόψεις, και ουσιαστικά να συναντιέσαι με την πιο μαζική ιδεολογία –και όχι μόνο του αντρικού πληθυσμού– για τη γυναίκα που τα θέλει, που πάει γυρεύοντας, και άρα καλά να πάθει…, για την έλλειψη αντρών ή το έλλειμμα ανδρισμού τώρα, απότοκο του ευνουχιστικού πολιτισμού…

Πολιτισμού, είπα. Αυτού τον οποίο υπηρετεί, να φανταστείτε, ο κύριος Τσόκλης.

buzz it!

18/9/10

«Με τα βυζιά απόξω»

Τα Νέα, 18 Σεπτεμβρίου 2010 [εδώ, μ' ένα εκτενές υστερόγραφο]

Δηλαδή η προκλητική επίδειξη των «ερωτογενών σημείων» είναι αυτομάτως πρόσκληση για ερωτική πράξη; Και αν τάχα ναι, για ερωτική πράξη διά της βίας;




«Δεν καταλαβαίνω γιατί ο βιαστής είναι πιο κακός άνθρωπος από την κοπέλα που βγάζει τα βυζιά της απόξω, ή φορά τη φούστα και φαίνεται η κιλότα της· εγώ νομίζω πως τη βία τη ζητάει η ίδια, θέλει να τη βιάσουν…»

Θλιβεροί και επικίνδυνοι κοινοί τόποι, είτε λανθάνουν στον καθημερινό λόγο και την καθημερινή μας στάση, είτε διατυπώνονται απερίφραστα, όπως εδώ, με την αφελή μάλιστα αυταρέσκεια, όπως θα δούμε παρακάτω, πως αποτελούν ανατρεπτικές ιδέες.

Όμως το θέμα δεν είναι η κοινοτοπία καθαυτή, αλλά η επικινδυνότητα τέτοιων στερεοτύπων, επικινδυνότητα που μεγαλώνει όταν αυτά ενισχύονται από το κύρος προβεβλημένων εκπροσώπων του πνευματικού κατεστημένου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Είναι γνωστή η ιστορία με τις δηλώσεις του ζωγράφου Κώστα Τσόκλη, που πέρασαν απαρατήρητες όταν διατυπώθηκαν σε τηλεοπτικό πορτρέτο του από τη ΝΕΤ πριν από 11 χρόνια, έτυχε όμως να επισημανθούν σε επανάληψη της εκπομπής φέτος τον Δεκαπενταύγουστο. Στον κόσμο του διαδικτύου υπήρξε ευρύτατος σχολιασμός, όχι όμως τόσο και στον υπέργειο κόσμο των εφημερίδων. Έτσι, αξίζει να σταθούμε λίγο στην υπόθεση, χωρίς σχόλια εντέλει, αφού άλλο δεν κάνει παρά να αναπαράγει γνωστή ιδεολογία, μια ιδεολογία που διέπει την πρακτική π.χ. των δικαστηρίων, αλλά γενικότερα και πιο πριν την κοινωνία ολόκληρη.

Ας δούμε όμως πρώτα το σχετικό κομμάτι του εξημμένου λόγου του Τσόκλη ολόκληρο, μια και ο ίδιος διαμαρτύρεται για την αποσπασματική χρήση των λόγων του (η έμφαση σε ορισμένες λέξεις, δική του):

«Πολλές φορές μιλάνε για βιαστές… Δεν καταλαβαίνω γιατί ο βιαστής είναι πιο κακός άνθρωπος από την κοπέλα που βγάζει τα βυζιά της απόξω, ή φορά τη φούστα και φαίνεται η κιλότα της· εγώ νομίζω πως τη βία τη ζητάει η ίδια, θέλει να τη βιάσουν. Δεν καταλαβαίνω γιατί η αστυνομία πιάνει τον άνθρωπο που τη βίασε, τον βάζει μέσα, και δεν βάζει αυτή την ίδια που τον προκαλεί. Αφού η φύση τον σπρώχνει να [το] κάνει αυτό. Έχω άλλες απόψεις για τα πράματα, πώς να σ’ το πω, ρε παιδί μου, δεν ξέρω. Θα ’θελα κάθε φορά που γίνεται ένας βιασμός, θα ’θελα να δω γιατί γίνεται, ποιος έφταιξε απ’ τους δυο.

»Ποιος είναι αλήθεια πιο ζωντανός άνθρωπος; Ο γερο-ηλίθιος που κάθεται στο σπίτι του και δεν έχει κανένα ερωτισμό μέσα του ή εκείνος που, ρισκάροντας τη ζωή του την ίδια, την ελευθερία του, επιτίθεται σ’ ένα πλάσμα σεξουαλικό και θέλει να το φιλήσει, να το αγκαλιάσει, να το σφίξει; Μα γιατί, ποιος είναι ο πιο καλός; Και πώς η ζωή θα γινότανε πιο ενδιαφέρουσα; Μ’ εκείνους τους ανέραστους, που δεν συγκινούνται μπροστά στο φαινόμενο, ή μ’ εκείνους που το πάθος, ξεχειλίζοντας, τους κάνει να επιτεθούν; Και δεν είναι ωραίο πράγμα στο κάτω-κάτω, η επίθεση, βρε παιδί μου. Να καταλάβεις αυτό το πράμα, αυτό που η φύση έπλασε προκλητικό, να το γευτείς, να το χαρείς. Είναι αναρχικές αυτές οι σκέψεις, το ξέρω· αλλά δεν είναι φυσικές;»

Η συνέχεια, έπειτα από το θόρυβο που προκλήθηκε, υπήρξε εξίσου, αν όχι περισσότερο, θλιβερή, με τον Τσόκλη να επιμένει ουσιαστικά στις απόψεις του: «Θα ήθελα πριν κρίνω και καταδικάσω, να γνωρίσω ψύχραιμα και λογικά τους λόγους και τις συνθήκες μια τέτοιας ερωτικής επίθεσης» ξαναλέει, ενώ σε απάντησή του στην ανοιχτή επιστολή ενός θύματος βιασμού δηλώνει πως μιλούσε «για Τέχνη και όχι για Ηθική» και πως βεβαίως εξαιρεί από τους Γενναίους της Ηδονής τον «απεχθή παιδεραστή» και τον «ψυχασθενή ο οποίος επιτίθεται σε ό,τι είναι θηλυκού γένους…»· αυτός μιλούσε, λέει, «για τον ερωτικό άνθρωπο που ερεθίζεται από την επίδειξη της ομορφιάς και των ερωτογενών σημείων του σώματος μιας γυναίκας…» κτλ.

Ας δεχτούμε τις πάντως ασύστατες «ερμηνευτικές» απόπειρες του Τσόκλη, και ας μείνουμε σε ένα μόνο σημείο, αφού έτσι κι αλλιώς, πέρα από την επιβεβλημένη προβολή της υπόθεσης, ελάχιστα θα άξιζε να σχολιάσει κάποιος. Ας μείνουμε εκεί όπου η επιδεικνύουσα τα «ερωτογενή σημεία του σώματός της», σύμφωνα με το ευπρεπισμένο τώρα λεξιλόγιο, «το υποτιθέμενο [!] θύμα (που πάει γυρεύοντας) [και άρα είναι] συνυπεύθυνο με τον θύτη», ας μείνουμε λέω στη γυναίκα που όντως προκαλεί.

Αλλά τι σημαίνει ότι μια γυναίκα προκαλεί; Η επίδειξη, η προκλητική επίδειξη των «ερωτογενών σημείων» είναι αυτομάτως πρόσκληση για ερωτική πράξη; Και αν τάχα ναι, για ερωτική πράξη διά της βίας;

Και η πρόκληση της τέχνης

Άρα η επιδεικτική ομορφιά ενός άλικου τριαντάφυλλου μας καλεί να το κόψουμε, και μάλιστα άτσαλα, μαδώντας το; Ένα έργο τέχνης μας καλεί να το κλέψουμε, καταστρέφοντάς το κιόλας;

Γιατί η τέχνη είναι συχνά προκλητική. Κάθε καινοτομία σε κάθε τέχνη, κάθε προχωρημένο για την εποχή του έργο, από τα τελευταία κουαρτέτα του Μπετόβεν ώς την ατονική μουσική ολόκληρη, συνιστά πρόκληση. Η σύγχρονη ζωγραφική, για να μείνουμε στα χωράφια του κ. Τσόκλη, είναι εξ ορισμού αλλά και συχνά εμπρόθετα προκλητική. Ο ίδιος ο κ. Τσόκλης είναι κατεξοχήν προκλητικός, στην τέχνη του και τις κατά καιρούς δηλώσεις του.

Και όσο για τα έργα του, προφανώς θα μπορεί να πάει κανείς κι από έρωτα να τα σηκώσει, τραυματίζοντας τον γκαλερίστα ή τον ίδιο το ζωγράφο, στο εργαστήρι του, και προπάντων καταστρέφοντάς τα, πάνω στην παραφορά της αρπαγής.

Όμως για τις δηλώσεις του, τι είδους βία τότε νομιμοποιείται;

Θα συνεχίσω.

buzz it!

4/9/10

Ελεύθερη κατασκήνωση, ανελεύθερες σχέσεις;

Τα Νέα, 4 Σεπτεμβρίου 2010

Με μια σκηνή ή άλλη ημιμόνιμη κατασκευή, η αναντίλεκτη φυσιολατρία του άλλου καταργεί, ακυρώνει τη δική μου

Ανάμεσα σε σκηνές και σε ομπρέλες δεν θέλω να επιλέξω. Αν πρέπει, θα αναγκαστώ να επιλέξω ομπρέλες: ακόμα και στην πιο τουριστική παραλία, κάποια στιγμή το βράδυ θα κάνω χαλαρά τη βόλτα μου, ενώ ανάμεσα σε σκηνές θα νιώθω το λιγότερο αδιάκριτος, εισβολέας στην «ιδιωτική» ζωή, στον «ιδιωτικό» χώρο του άλλου (φωτ. από το http://freecampgr.blogspot.com)

το πλήρες κείμενο:

Ελεύθερη κατασκήνωση, ανελεύθερες σχέσεις; Πόπο μεγάλος λόγος, τρομάζω και που τον γράφω, άσε όταν σκέφτομαι και κάποιους φίλους που περιστασιακά αλλά με μέγιστη ηδονή επιδίδονται στο σπορ.

Ελεύθερη κατασκήνωση, ανελεύθερες σχέσεις; Και μετριάζει τάχα τον μεγάλο λόγο το κόμμα αντί για το ίσον, κι αυτό το κουτοπόνηρο ερωτηματικό στο τέλος; Ας είμαστε ειλικρινείς: καθόλου. Έγραψα ωστόσο αυτό ακριβώς που εισπράττω προσωπικά, όπως και προσωπικά με ενδιαφέρει να το προσεγγίσω το ζήτημα, από μια ας πούμε ιδιαίτερη πλευρά, πέρα από θέματα απαγορεύσεων, προστασίας του περιβάλλοντος κτλ.

Εν πάση περιπτώσει, ας αποσύρω για την ώρα τον χαρακτηρισμό «ανελεύθερες», με την υπερβολή ή τον μελοδραματισμό του, κι ας δούμε τον κατά τη γνώμη μου αναντίλεκτο: «ανισότιμες», «άνισες σχέσεις».

Και πού ή ποια η ανισότητα; Πολύ απλά: όταν εσύ χτίζεις σπίτι στην παραλία, και στην καλύτερη εννοείται θέση, κι εγώ ή δεν έχω να σταθώ ή πάντως μοιάζω στανικά φιλοξενούμενός σου, κάποτε μετά βίας ανεκτός –είτε είναι αντικειμενικό αυτό το τελευταίο είτε απλούστατα αίσθησή μου.

«Χτίζεις σπίτι»; Άλλη υπερβολή, αυτός κι αν είναι μεγάλος λόγος! Ωραία, για στήσιμο σκηνής βεβαίως μιλάμε, όμως οι αναλογίες, στις συγκεκριμένες συνθήκες, είναι οπωσδήποτε υπαρκτές, ισχύουν απολύτως. Δηλαδή, εντάξει, δεν υπάρχει μονιμότητα, υπάρχει ωστόσο ημιμονιμότητα, κάτι πολύ περισσότερο από το απλώς περιστασιακό δικό μου, το πάω στη θάλασσα για μια βόλτα, για ένα μπάνιο, για λίγη ώρα, για μερικές ώρες, μισή μέρα το πολύ. Αυτήν όμως τη λίγη ώρα, κάποιος δεν έχει απλώς προηγηθεί, κάτι απολύτως φυσικό και αναπόφευκτο, πάντοτε και παντού, δεν έχει λέω απλώς προηγηθεί και πιάσει ευλογότατα την προνομιακή θέση, αλλά τη θέση αυτή την έχει κιόλας «περιφράξει», μεταφορικά μιλάω, κι έχει υψώσει και σημαία, με θυρεό ορατό, περίβλεπτο, και με όρους χρησικτησίας: θα είναι εκεί πριν από τη δική μου βόλτα, άγνωστο πόσο πριν, κι αυτό το άγνωστο επιτείνει ίσα ίσα το χαρακτήρα τής οιονεί μονιμότητας· θα είναι εκεί κατά τη διάρκεια της δικής μου βόλτας, είτε «φυσικά» παρών είτε απών, αλλά με τη θέση πάντοτε κατειλημμένη· και φυσικά θα είναι και μετά, άγνωστο πάλι πόσο.

Μικρογραφία, οπωσδήποτε, όμως σχέσεις και πραγματικότητα ιδιοκτησίας δημιουργούνται αυτομάτως, και ανεξάρτητα, πρέπει να το τονίσω αυτό, από τις προθέσεις του κατασκηνωτή, ανεξάρτητα κι από το αν έχει απλώσει γύρω τριγύρω τραπεζοκαθίσματα, ντουζιέρες, ψησταριές, ή είναι άκρως διακριτικός και μετρημένος. Μια σκέτη σκηνή σε μια ερημική ή άλλη παραλία είναι για τον κάθε «καινούριο» σήμα ιδιοκτησίας από μόνη της. Στη μικροκλίμακα πάντοτε αυτή, η σκηνή είναι ό,τι ένα χτισμένο σπίτι: ακυρώνεται αυτομάτως η έννοια της ερημικής παραλίας όπου έφτασες περιχαρής εσύ, και στην όποια διάρκεια της επίσκεψής σου ακυρώνεται και η όποια αίσθηση ιδιωτικότητας.

Εδώ, προσοχή. Μια απόμακρη, ερημική κτλ. παραλία θα είναι πάντοτε απόμακρη και ερημική, ακόμα κι αν, όταν φτάσεις, υπάρχει ήδη κάποιος άλλος, κάποιοι άλλοι εκεί, και φυσικά ακόμα και αν ακολουθήσουν έπειτα και άλλοι. Θα είστε όλοι εκεί, μαζί και χώρια, στην ίδια παραλία, αλλά με ίσους όρους: περιπατητές, κολυμβητές, εκδρομείς ή ό,τι άλλο. Το σπίτι, η σκηνή, το οτιδήποτε χτιστό ή μονιμότερα στημένο, δημιουργεί, υποβάλλει, επιβάλλει όρους ανισότητας.

Ξανά: Φτάνεις στην απόμακρη ή σε όποια ακτή, αλλά νά ένα σπίτι, ή ευτυχώς, καλύτερα, μια σκηνή, και, ακόμα ευτυχέστερα και καλύτερα, κλειστό το σπίτι, ή κλειστή η σκηνή: κανείς δεν είναι εκεί· όμως ήταν· μπορεί και τώρα να είναι, μέσα π.χ. να κοιμάται, ή πάλι να σε βλέπει (τρομαχτικό!), ή και να σε ακούει· και θα είναι, δηλαδή θα ξεμυτίσει ή θα επιστρέψει, ανά πάσα στιγμή. Παναπεί δεν είσαι μόνος. Και κατά κάποιον τρόπο βρίσκεσαι σε κατοικημένη περιοχή. Και τότε, μήπως ενοχλείς κι αποπάνω; μην τον ξυπνήσεις; Το σίγουρο είναι πως δεν είσαι πλέον χαλαρός, δεν θα τραγουδήσεις λ.χ., δεν θα φωνάξεις, δεν θα παίξεις με την παρέα σου· δεν θα μείνεις μόνος, σιωπηλός, στη φύση, με την αίσθηση, με την απόλαυση πως είσαι μόνος, σιωπηλός, στη φύση.

Και δεν αναφέρομαι φυσικά στους ρυπαντές και περιβαλλοντοκτόνους, που πάντως δεν μπορώ να αμφισβητήσω απριόρι τη φυσιολατρία τους, όπως κι αν την εννοούν· ούτε στους κατασκηνωτές με τα απλωμένα συμπράγκαλα και την πλήρη οικοσκευή, που κι αυτών, ακόμα περισσότερο, δεν θα αμφισβητήσω τη φυσιολατρία τους. Έχω κατά νου, όπως είπα, φίλους με πραγματική οικολογική συνείδηση, έχω επίσης δει, και έχω μάλιστα από μιαν άποψη ζηλέψει, πολλούς άγνωστους άλλους. Όμως, στην πράξη, η αναντίλεκτη φυσιολατρία του άλλου καταργεί, ακυρώνει τη δική μου –και δεν είναι, όπως ελπίζω φάνηκε, θέμα απλώς αντίληψης ή άποψης για τη φυσιολατρία.

Είπα «στην πράξη», αλλά μ’ ένα θεωρητικό σχήμα. Στην πράξη πράξη, και στην πιο κοινή πραγματικότητα, η ανισότητα δεν γίνεται να είναι πιο απτή: μία σκηνή δύο ατόμων καταλαμβάνει χώρο πολλαπλάσιο των δύο. Μετρήστε μόνοι σας: κάτω απ’ το δέντρο, ο χώρος που πιάνει η ίδια η σκηνή, έπειτα ο πλαϊνός και ο λίγο παραπέρα χώρος, όπου αποκλείεται να απλώσετε τη δική σας ταπεινή ψαθοπετσέτα, ο πίσω και ο μπροστά, εννοείται, συν ο χώρος που πιάνουν οι πετσέτες των ίδιων δύο στον ήλιο, όπου θα κάτσουν, φυσικά, κάποια στιγμή.

Συντριπτική, νομίζω, η αριθμητική.

buzz it!

17/8/10

αυγουστιάτικο κουίζ -για αηδιασμένους λύτες

«Γιατί να λέω ότι είμαι ΑΕΚ και όχι, π.χ. Μποαβίστα; [Αφού,] στις συνθέσεις των ελληνικών ομάδων παίζουν δέκα ξένοι και... μισός Έλληνας, είτε μιλάμε για την ΑΕΚ, τον Άρη και τις υπόλοιπες. Έτσι κι εγώ έχω να πάω στο γήπεδο ενάμιση χρόνο και δεν βλέπω να ξαναπηγαίνω σύντομα. Τι να δω; Το ξύλο ή τους ξένους παίκτες των ελληνικών ομάδων;» (Βήμα 14.8.10)

διαβάστε τη συνέχεια...

Εμπρός; παρακαλώ; Ποιος;

Ο Άνθιμος, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης;

Ο Άδωνις, βουλευτής του Λάος;

Όχι. Ο Γρηγόρης, βουλευτής του Σύριζα. Ο Ψαριανός.

Που σε κάθε νέο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του βάζει θεμέλιο λίθο μια αυτοπροσωπογραφία του σε άκρως αποκαλυπτική πόζα -που δε χρειάζεται βεβαίως να σχολιαστεί ειδικά και να χαρακτηριστεί.

Μέρες του Σεπτέμβρη-Οκτώβρη 2007, ξεκινώντας τη σταδιοδρομία του εθνοπατέρα υπό τις προοδευτικές φτερούγες του Σύριζα, δήλωσε από το περίβλεπτο βήμα της τηλεόρασης, στην οπωσδήποτε σοβαρή εκπομπή του Σταύρου Θεοδωράκη «Πρωταγωνιστές», ότι δικαίωμά τους να το κάνουν μ’ όποιον θέλουνε οι ομοφυλόφιλοι, «αλλά όχι να μας αυτώσουνε κιόλας. Υπάρχει κι ένας ρεβανσισμός. Μέσα στα μέσα, τηλεοράσεις κτλ., άμα δεν είσαι και λίγο γκέι, τον πούλο, σε κόβουνε».

Αυτά τότε (αλλά και λίγο παλαιότερα, στο Κλικ), ο βουλευτής του Σύριζα και φίλος του Αντρέα Μικρούτσικου (§ 5).

Τώρα, στην καινούρια σελίδα που γύρισε, ιδρυτικό-ηγετικό μέλος της Δημοκρατικής Αριστεράς, και υποψήφιος περιφερειάρχης Αττικής, η νέα σόκιν πόζα του είναι αυτή που βάλαμε στην αρχή, περί παντοκρατορίας των ξένων παικτών –θα μαύρισε κι αυτουνού το μάτι, σαν του άλλου φίλου του, του Άνθιμου, όταν είχε κατέβει στην Ομόνοια κι είχε φρίξει, ο χριστιανός.

Τώρα φρίττει ο αριστερός, βοήθειά μας, των αριστερών, και της Δημοκρατικής Αριστεράς ιδιαίτατα.

buzz it!