28/12/19
22/12/19
Κάποιοι μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι, ο φουστανελάς κος Γιανναράς, και οι τραγοπροβιές
(Εφημερίδα των συντακτών 21 Δεκ.
2019)
* Κάποιοι μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι. Αγραμματοσύνη οπωσδήποτε, αλλιώς σκέτος πολιτικαντισμός, μπορεί να οδηγεί
στην αντιμετώπιση ενός (οποιουδήποτε) συνθήματος σαν να είναι αυστηρός
γενικευτικός κανόνας, κατάληξη επιστημονικής διατριβής κτλ.
Παραβλέποντας, στην καλύτερη και αθωότερη περίπτωση, τα διαφορετικά
χαρακτηριστικά των διαφορετικών κατηγοριών λόγου, με τις ειδικές κάθε φορά
λειτουργίες τους –από τον γραπτό, και μάλιστα δοκιμιακό, λόγο, ώς τον
προφορικό, καθημερινό λόγο, έπειτα την αργκό και τα συνθήματα κ.ο.κ., χώρια τα
πολυπληθή και πολυποίκιλα σχήματα λόγου.
Κι αρχίζουν οι πολεμικές ιαχές, έως και προσφυγή, λέει, στον Άρειο Πάγο, περίπου
για να απαγορευτεί το σύνθημα κτλ. Εθνικιστικής προέλευσης φαιδρότητες, κατά
κανόνα, που αποβλέπουν κυρίως στο γυαλί, πιστεύω ακράδαντα εγώ.
* Και καλά οι υπερπατριώτες
και τα εθνίκια, αλλά συχνά παρακολουθούμε σοβαρούς κατά τεκμήριο δημοσιολόγους,
σ’ ένα κρεσέντο (απολιτικής, εξ ορισμού) ηθικολογίας και (απολιτικού, εξ
ορισμού) καθωσπρεπισμού απέναντι στο επικατάρατο σύνθημα «Μπάτσοι γουρούνια
δολοφόνοι».
Που, ιδίως αυτό, μ’ όλη την προγραμματική αγριάδα του, λειάνθηκε μέσα σε
μια έκρηξη συλλογικού χιούμορ, που έδωσε πλήθος ευφάνταστες σουρεαλιστικές κατασκευές,
πάσης φύσεως φράσεις με επωδό το εν λόγω σύνθημα, όπως «Εγώ για κείνον χάνομαι,
μα άλλη τον φασώνει· μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι», «Το τσίπουρο τελείωσε κι η
μπίρα με φουσκώνει· μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι», «Τα βράδια στην Αθήνα οι
γάτοι είναι μόνοι· μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι» κ.ά.
Ταραχή λοιπόν μεγάλη και τώρα, και σ’ ένα από τα μαρινάκικα έντυπα
διαβάζω πάλι για «τα παιδιά αυτά [που] δεν είχαν και δεν έχουν μια “στέρεη
ιδεολογία”, επειδή έχουν μεγαλώσει μέσα στον εικονικό κόσμο του Internet και η ψηφιακή τους κουλτούρα δεν τους επέτρεπε [...] να κατανοήσουν
πολλές φορές πού τελειώνει το σαλόνι και πού αρχίζει… το λογισμικό!» Ή για μια «απαράδεκτη
γενίκευση, [που] υπονοούσε ότι όλοι οι αστυνομικοί είναι δολοφόνοι (κάτι που
ειδικά σήμερα ακούγεται ως εντελώς εξωφρενικό, αφού χρειαζόμαστε την Αστυνομία
όσο ποτέ άλλοτε για να κυκλοφορούμε ασφαλείς στις πόλεις μας)» κ.ά.
Εν πάση περιπτώσει, και εφόσον δεν καταργούμε όχι μόνο τα ίδια μας τα
μάτια αλλά και την ποικιλοτρόπως τεκμηριωμένη ιστορική γνώση, εντάξει,
χαλαρώστε παιδιά:
«ΚΑΠΟΙΟΙ μπάτσοι, ΚΑΠΟΙΑ γουρούνια, ΚΑΠΟΙΟΙ δολοφόνοι», ή «ΚΑΠΟΙΟΙ μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι!»
Ώστε υπολήψεις δεν θίγουμε και καρδιές δεν χαλάμε…
* Η χαμένη παράδοση, ξανά: «Μέρες πάλι γιορτινές, και ολόκληρη η
βανδαλικά εξομοιωμένη Ελλάδα πιθηκίζει τον χριστουγεννιάτικο “στολισμό” της
Βόρειας Ευρώπης: Κάποτε τα Ελληνόπουλα τραγούδαγαν τα κάλαντα κρατώντας
στολισμένο καράβι, τώρα…» κτλ.
Τώρα, λέει, ένας «κοκκινοντυμένος
υπερήλικας», «πλαστικά [!] έλατα» και «φωτάκια που αναβοσβήνουν»…
Είναι δυνατόν; σήμερα ακόμα; και με
τέτοιο ύφος;
Ναι, είναι· αν είσαι ο Χρήστος
Γιανναράς, και τιμάς ο ίδιος την παράδοση, κυκλοφορώντας με φουστανέλα και με
στριφτή μουστάκα.
(Και μιλάς, δεκαετίες τώρα, για
«Ελληνώνυμους», όπως συχνότατα για «Ελλαδιστάν» και «ελληνώνυμο κρατίδιο»: άλλη
«παράδοση» αυτά, άλλο «ήθος».)
* Για ερωτευμένους αυστηρώς. Μικρό
δώρο στους ερωτευμένους, γιορτές που ήρθαν, για τα πάρτι ή τα ραντεβού της παραμονής,
ιδίως της Πρωτοχρονιάς, μαζί με το φιλί στην αλλαγή του χρόνου λ.χ.
Μαζί με το φιλί λοιπόν κι ένα
φλογάτο τριαντάφυλλο ενδεχομένως, μακάρι και δαχτυλίδι, χαϊδέψτε της το χέρι
και πείτε της περιπαθώς: «γι’ αυτά τα σαν τρούφες τρυφερά σου χέρια!»
Αν τώρα έξαλλη σας δώσει το
τριαντάφυλλο να το φάτε, που της είπατε τρούφες τα χέρια της, διαβεβαιώστε την
πως έτσι γράφει ένας μεγάλος ποιητής, ο Νερούδα, στην περίφημη συλλογή του Είκοσι
ερωτικά ποιήματα!
Βέβαια ο ποιητής γράφει: tus manos suaves como las uvas, δηλαδή τρυφερά χέρια σαν
τα σταφύλια, σαν ρώγες σταφυλιού (χρωστώ την επισήμανση στον φίλο Γ. Κόκκινο),
κι ο μεταφραστής, θέλοντας να κρατήσει σώνει και καλά την παρήχηση suaves-uvas,
τα τρυφερά χέρια τα ’κανε τρούφες!
Πάλι καλά, θα μπορούσε να τα κάνει λόγου
χάρη «τραγοπροβιές».
Κι αφού βρεθήκαμε στην παρήχηση τού
-τρ (η οποία, ψιλά γράμματα, δεν μπορεί επ’ ουδενί να αποδώσει την απαλότητα
τού suaves-uvas), εδώ είναι που ταιριάζει αυτό για την Τραχανοπλαγιά που
φαντασιώνεται πως είναι Μπαρτσελόνα.
Αναρτήθηκε από Γιάννης Χάρης στις 6:19 μ.μ.
Ετικέτες μεταφραστικά, πολιτική-ιδεολογία, ρατσισμός
15/12/19
Εκβιαστές λογοκριτές και αθώοι ένοχοι
(Εφημερίδα των συντακτών 14
Δεκ. 2019)
* Στυγνά εκβιαστικές είναι πλείστες όσες
μηνύσεις και αγωγές, και όχι μόνο κουτοπόνηρες (διάβαζε: πανούργες) και
εκδικητικές, όπως έγραφα το περασμένο Σάββατο.
Επιτρέψτε μου τη
συμπλήρωση, είναι σημαντικότατη παράμετρος αυτής της κατηγορίας μηνύσεων και αγωγών,
που κατατίθενται με απόλυτη συνείδηση πως είναι έωλες, και όντως δεν
κερδίζονται, όμως καταταλαιπωρούν, από μιαν άποψη δηλαδή τιμωρούν, τον
εγκαλούμενο, εξασφαλίζοντας μικρή χαρά και μεγάλη δημοσιότητα στον μηνυτή.
Εκβιαστικές λοιπόν,
γιατί, πέρα από τον εγκαλούμενο, βροντοφωνάζουν προς πάσα κατεύθυνση: εγώ δεν
σηκώνω μύγα στο σπαθί μου, καθίστε καλά, αλλιώς κοιτάτε τι σας περιμένει… κτλ.
Από τους μετρ του
είδους, από τους ελάχιστους που μπόρεσα να αναφέρω (Σεφερλή, Μπογδάνο κ.ά.), ο
άγιος Πειραιώς, που σε μια μάλιστα παρέμβασή του στην εφημερίδα εδώ επισύναπτε
και τα «ιδιωτικά συμφωνητικά μεταμέλειας» που είχε πετύχει με δύο θύματά του!
* Άλλος σταρ, που
αυτόν, μεγάλη μου παράλειψη, δεν τον ανέφερα και σπεύδω να επανορθώσω, ο
περιλάλητος Κούγιας, που μοιάζει να αφιερώνει τον μισό χρόνο της επαγγελματικής
του ενασχόλησης, μοιράζοντας urbi et orbi εξώδικα –τρέμετε λαοί.
Παράλειψή μου, είπα,
καθώς μάλιστα ήταν «οι μέρες του Αλέξη», του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Και,
μέρες του Αλέξη, πάντα θυμόμαστε την επαναληπτική, την πολλαπλή δολοφονία του
15χρονου, από τα ΜΜΕ ώς τις αίθουσες του δικαστηρίου.
Όπου λόγου χάρη ο
συνήγορος υπεράσπισης του φονέα Κορκονέα βρήκε να σχολιάσει, ανάμεσα σε διάφορα
έγγραφα, και την τελευταία σχολική έκθεση του δολοφονημένου!
«Αλ. Κούγιας: Κοιτάξτε
ορθογραφία, κοιτάξτε πόσα λάθη έχει. Στερείται παντελώς λεξιλογίου.
»Ζωή Κωνσταντοπούλου (συνήγορος της οικογένειας του θύματος): Γι’ αυτό τον σκότωσε ο πελάτης σας;
»Κούγιας: Φανταστείτε τι θα έκανε στα 8, στα 9, στα 10, στα 11 του χρόνια, αν γράφει έτσι στα 15 του.»
»Ζωή Κωνσταντοπούλου (συνήγορος της οικογένειας του θύματος): Γι’ αυτό τον σκότωσε ο πελάτης σας;
»Κούγιας: Φανταστείτε τι θα έκανε στα 8, στα 9, στα 10, στα 11 του χρόνια, αν γράφει έτσι στα 15 του.»
* Και στον απόηχο των φετινών ημερών του Αλέξη, βράδυ Κυριακής στο Πασαλιμάνι, πλήθος
τρικάκια στο πεζοδρόμιο: ο μαίανδρος, και με κεφαλαία: Λαϊκός Σύνδεσμος / Χρυσή
Αυγή.
Και σκεφτόμουν τώρα πόσο
εξαφανισμένοι είναι τελικά οι καταπτοημένοι, λέει, Χρυσαυγίτες, που μες στην
κυριακάτικη πολυκοσμία υπενθύμισαν πανηγυρικά την ύπαρξή τους, ενώ όλο και για
κάποιες επιθέσεις τους διαβάζουμε, ελάχιστες από τις πολύ περισσότερες που θα
γίνονται –κι ας είναι κι αυτές ελάχιστες σχετικά με όσες γίνονταν χτες ακόμα.
Να χαρούμε όμως; Μπορεί. Αλλά δεν, δεν βγαίνει.
Και λίγα μέτρα
παρακάτω, σ’ ένα σημείο επάνω στο φαρδύ πεζούλι, προσοχή: όχι σε καμιά γωνιά ή
πλάι σε σκουπίδια, αλλά σε περίβλεπτη θέση, μια στοίβα ξεψαχνισμένα σιντί. Από
Μιχάλη Χατζηγιάννη έως «Μπαχ, Ο κορυφαίος συνθέτης όλων των εποχών». Και πεταμένη
χάμω η αδειανή, η θαρρείς προσεχτικά αδειασμένη, σακούλα. Το σενάριο, νομίζω,
προφανές.
Τουλάχιστον, με το
ξεψάχνισμα της λείας, να το γλίτωσε το ξύλο ο φουκαράς;
* Και μήπως
τότε, σκέφτομαι διάφορα παρανοϊκά, να ξεγελάσω την ανήμπορη λύσσα μου, μήπως τότε
μια σακούλα σιντί στο χέρι κάθε καταραμένου της γης μπορεί να του εξασφαλίζει
τη σωματική του ακεραιότητα;
Γιατί πως θα
γλιτώσουμε απ’ τους Χρυσαυγίτες έτσι εύκολα, μάλλον αυταπάτη είναι.
Ίσα ίσα, διόλου
απίθανο και να πυκνώσουν οι επιθέσεις, έστω σε αυτοσχέδια βάση, στο γενικότερο
πλαίσιο της διάχυτης και νομιμοποιημένης βίας. Με άμεση σχεδόν αναφορά στην επίσημη
πολιτεία και πλάτες τους μια εκτραχηλισμένη κοινωνία.
* Απαλλαγή λόγω παραγραφής·
αθώωση, όχι. Μια και βρεθήκαμε γενικότερα στα λημέρια της δικαιοσύνης,
ανάγκη πάσα, ανάγκη κατεπείγουσα, να βρεθεί άλλος όρος για τον «αθώο λόγω
παραγραφής».
Γιατί δεν νοείται η ομολογημένη
ενοχή του Τσουκάτου να γίνεται αθώωση λόγω παραγραφής. Και, το αθλιότερο, να
δηλώνει ότι δικαιώθηκε, ο απλώς απαλλαγμένος.
Και δεν νοείται η πρωτόδικη
καταδικαστική απόφαση για κατά συρροή ασέλγεια εις βάρος ανηλίκων του Ν.
Γεωργιάδη να μην επανεξετάζεται σε έφεση λόγω παραγραφής, κι αυτό να λέγεται
αθώωση. Και, το επίσης τρισάθλιο, να βγαίνει να δηλώνει θύμα σκευωρίας και
δικαιωμένος, ο απλώς απαλλαγμένος.
Η δικαιοσύνη τη δουλειά της, αλλά
εμείς, με τη δικαιότερη και ακριβολόγα γλώσσα, τη δικιά μας.
Αναρτήθηκε από Γιάννης Χάρης στις 10:14 μ.μ.
Ετικέτες κοινωνία, πολιτική-ιδεολογία, ρατσισμός
8/12/19
Κουτοπόνηρες, εκδικητικές μηνύσεις και αγωγές
(Εφημερίδα των συντακτών 7 Δεκ. 2019)
* Ταρίφες αγίων: Διαμαρτύρεται
ο άγιος Πειραιώς, με επιστολή του στα Νέα: «καθυβρίζομαι [σ.σ. από
συνεργάτη της εφημερίδας] ως “κήρυκας του μίσους στα πρωινάδικα”, ως
“χρυσαυγίτης”, και προπηλακίζομαι με την εξυβριστική προτροπή: “Βγάλτε τον
σκασμό λοιπόν, κήρυκες του μίσους”…»
Εγώ όμως, διαμαρτύρεται ο άγιος,
έχω 30 συσσίτια στη μητρόπολή μου, όπου «σιτίζονται καθημερινώς 7.500
συνάνθρωποι [σ.σ. όχι, δεν γράφει «μας», «συνάνθρωποί μας»] χωρίς
διάκριση θρησκείας, χρώματος ή εθνοτικής προελεύσεως»· και εγώ είμαι ο μόνος
ιεράρχης που στηλίτευσε «τον παγανιστικό και αποκρυφιστικό χαρακτήρα του
μορφώματος της Χ.Α.»· τέλος, ο άγιος παραθέτει χωρία από το Κοράνι, που
δείχνουν πως ίσα ίσα εκείνο είναι κήρυκας του μίσους. Οπότε δεν νοείται,
καταλήγει, «να ανέχεσαι τον εποικισμό της πατρίδας σου με ομοπίστους των εχθρών
σου…» κτλ.
* Μπα, δεν αναζητούμε σώνει
και καλά ειρμό. Παρατηρούμε απλώς τον άλλοτε τιμωρό ιεράρχη με τη ρομφαία των
αγωγών και τις απαιτήσεις εκατομμυρίων ευρώ να καλλιγραφεί μιαν απλή επιστολή,
υπόδειγμα καταλλαγής.
Και αναζητούμε τον κώδικα, τη
σχετική κλίμακα αξιών του αγίου με τον σχετικό τιμοκατάλογο:
Να καθυβρίζεται λοιπόν και να
προπηλακίζεται να βγάλει τον σκασμό κοτζάμ ιεράρχης, να τον λένε κήρυκα μίσους (στα
πρωινάδικα!) και χρυσαυγίτη, δεν θα ’ναι φαίνεται και τόσο τρομερό. Με μιαν
απλή επιστολή, όλα καλά.
Αντίθετα, άμα του γράψουν ότι
κάποια λόγια του (προσοχή: όχι ο ίδιος, αλλά κάποια λόγια του) «είναι
αρμοδιότητας ψυχιάτρου», λόγια εξάλλου που απηχούν τη χιλιοδιακηρυγμένη
εναντίωσή του στην ομοφυλοφιλία («οι ομοφυλόφιλοι έκαναν αξία ζωής τον σωλήνα
αποβολής των περιττωμάτων του ανθρώπινου σώματος»), τότε ζητάει κάτι
ψωροεκατομμύρια ευρώ, δέκα τον αριθμό!
Είναι κι αυτή μια κλίμακα, «νιώθεται»,
που λέει ο ποιητής.
* «Ένοχος», εν πάση περιπτώσει,
ήταν και τότε κάποιος συνεργάτης, η αφεντιά μου, της ίδιας εφημερίδας, των Νέων.
Μόνο που τότε, μου ’ρχεται ξαφνικά
η ιδέα, τα Νέα δεν ήταν του Μαρινάκη, προστάτη του αγίου. Οπότε ο άγιος
δεν θα στρεφόταν τώρα κατά του ευεργέτη του, αφού, ως γνωστόν, μια αγωγή
στρέφεται πάντοτε κατά του συντάκτη και κατά της εφημερίδας.
Αλλά τόσο μικρός ο άγιος; Μπα, η
άρρωστη η σκέψη η δική μου…
Μπορεί όμως και να ’ναι απλώς πως
το ’χτισε τότε το τείχος προστασίας γύρω απ’ τον πύργο της εξουσίας του,
εξασφάλισε επίσης τη μέγιστη δημοσιότητα με τις πάσης φύσεως αγωγές του και
τώρα είπε να ενδυθεί τον μανδύα του μεγάθυμου ιεράρχη που θα όφειλε να είναι.
* Έτσι όπως στερεώνει την
εξουσία του ο νεοσσός της πολιτικής, που δεν τον προλάβαμε στο αβγό και
τώρα τον έχουμε εθνοπατέρα, πρώτο τραπέζι πίστα σ’ όποιο κανάλι ανοίξεις.
Και μεθυσμένος από τη γρήγορη άνοδό
του, εξακολουθεί να επιδίδεται σε κάθε είδους θεατρινισμό και πρόκληση, βρήκε
όμως καθώς μπουσούλαγε και το κουτί με τα σπίρτα. Και άρχισε να γίνεται και
αλλιώς επικίνδυνος ο Μπογδάνος.
Που κι αυτός, με όσα επονείδιστα κι
αν τον στολίζουν καθημερινά, από αγράμματο και αστοιχείωτο (με αποδείξεις,
φυσικά), ακροδεξιό, πλυντήριο της Χρυσαυγής και πλήθος άλλα, το «ρουφιάνος» τον
πλήγωσε βαριά, κι έστειλε πολυσέλιδο εξώδικο στην Ελληνοφρένεια!
Κι αν δεν της έχω σούρει της εκπομπής
αυτής... Αλλά τώρα, ούτε λόγος, μαζί της.
* Οι εκδικητικές μηνύσεις και αγωγές,
που γίνονται με απόλυτη γνώση πως δεν ευσταθούν, όμως θα ταλαιπωρήσουν
αρκούντως τον εγκαλούμενο και –κοινός παρονομαστής– θα συντηρήσουν στη
δημοσιότητα τον τάχαμου αδικημένο που αποζητάει το δίκιο του, χτίζοντας το
προφίλ του άτεγκτου και του πολλά βαρύ, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, τόμος,
τόμοι ολόκληροι.
Από τις πιο πρόσφατες περιπτώσεις θέλω
να κατονομάσω, εντελώς ενδεικτικά, τον Σεφερλή που τραβολογάει την Έλενα Ακρίτα,
επειδή μίλησε για τον χυδαίο, ρατσιστικό, ξενοφοβικό κτλ. χαρακτήρα του έργου
του· τον Ζουγανέλη που, αφού γέμισε το διαδίκτυο με ευθέως ρατσιστικές
δηλώσεις, εν ονόματι του αντιρατσιστικού παρελθόντος του μηνύει όποιον τον κατάγγειλε
για ρατσιστή· ή, περνώντας στο κωμικό πια, τον Σμαραγδή που απείλησε με αγωγές
όλους τους κριτικούς που, αντιπροσωπεύοντας «την αισθητική της ξυρισμένης
μασχάλης» (!), «λάσπωσαν» το έργο του.
Μακάρι να υπήρχε όρεξη να ασχοληθεί
κανείς αναλυτικά, όσο ψυχοφθόρο κι αν είναι.
Αναρτήθηκε από Γιάννης Χάρης στις 2:57 π.μ.
Ετικέτες κοινωνία, πολιτική-ιδεολογία, πολιτιστικά, ρατσισμός
25/11/19
Πληρώνοντας τη Μιχαλού - Ψευδο-ακαδημαϊκοί, ερήμην τους
(Εφημερίδα
των συντακτών 23 Νοεμ. 2019)
εμείς τα πληρώσαμε τα ολυμπιακά ακίνητα, αλλά τα στάδια δεν τα πληρώναμε [=γεμίζαμε!] πάντα: δύο σε ένα: μας αρέσει; |
Πληρώνοντας τη
Μιχαλού
«Άρχισε να πληρώνει…» τις
δόσεις; όχι: «το σπίτι». Δηλαδή «άρχισε να πληρώνει το σπίτι»: απορία και πάλι: τις δόσεις του σπιτιού; Όχι:
«Το νερό άρχισε να πληρώνει τον
χώρο του σπιτιού» είναι η «σωστή» φράση: δηλαδή, να γεμίζει! Μιλούσε στον φακό
θύμα της πλημμύρας του ’17 στη Μάντρα Αττικής. Που δεν έκανε κάποιο σαρδάμ ή
λάθος κτλ., απ’ αυτά που ευνοεί ο προφορικός λόγος. Ίσα ίσα, είπε το πιο
σιδερωμένο και λόγιο που ακούει και διαβάζει όλο και πιο συχνά.
Όχι, δεν είναι ακριβώς
κατάλοιπο, δεν είναι κυρίως κατάλοιπο από παλιότερες εποχές, εποχές
καθαρεύουσας. Κατά κανόνα είναι, στις πηγές του τουλάχιστον, επιχείρηση
αναστήλωσης, αναπαλαίωσης, ευπρεπισμού. Εκεί ακριβώς που η γλώσσα είχε
δημιουργήσει με τα χρόνια τη σχετική ποικιλία:
* Πληρώνω τον λογαριασμό, τον υπάλληλο κτλ., αλλά
γεμίζω το θέατρο: το κοινό γεμίζει το θέατρο, δεν το πληρώνει· γέμισε
την αίθουσα, δεν την πλήρωσε, δεν τη νοίκιασε π.χ. για μια δεξίωση· και γέμισε
το ποτήρι, δεν το πλήρωσε, επειδή τάχα το ’σπασε· και προπάντων «γέμισα τις
μπαταρίες μου στις διακοπές», δεν τις πλήρωσα, άκουσον άκουσον, όπως θα τις
πλήρωνα στο ταμείο!
* Και καλύπτω τις θέσεις, ή τις συμπληρώνω
τις θέσεις, και καλύπτω ή συμπληρώνω τα κενά.
* Και εκπληρώνονται
οι προϋποθέσεις: μια χαρά λόγιο ρήμα είναι το εκπληρώνω, δεν χρειάζεται πιο πίσω, το πληρώ· και εκπληρώνονται και οι
υποχρεώσεις: «Αν [...] εκδόθηκε απόφαση που [!] σας έχει απαγορευτεί η έξοδος λόγω μη πλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων…» γράφουν τα διαβατήριά μας.
* Και δυσαναπλήρωτο
το κενό που αφήνει ο θάνατος μιας σημαντικής προσωπικότητας· όχι «Το απλήρωτο
κενό του Χ», λες κι είναι «απλήρωτο χρέος»· ή «το απλήρωτο κενό που μου αφήνει
φεύγοντας ο δάσκαλός μου», όπως λέμε για τον απλήρωτο λογαριασμό της ΔΕΗ, που
μας άφησε φεύγοντας ο νοικάρης.
Τα ’παμε, τα ξανάπαμε, θα τα ξαναλέμε. Επισημαίνοντας πως
τον οδοστρωτήρα τού πληρώ/πληρώνω τον
δουλεύουν κυρίως οι ιερείς της απόλυτης ελευθερίας στη γλώσσα «μας».
Ελευθερία να επιβάλουμε μονοτυπία και ομοιομορφία;
Κωμικοτραγικό.
Ψευδο-ακαδημαϊκοί,
ερήμην τους
Ψευδο-ακαδημαϊκοί, όπως λέμε Ψευδο-Πλάτων, για έργο που εσφαλμένα
αποδίδεται στον Πλάτωνα, χωρίς ωστόσο να έχει ταυτιστεί ο πραγματικός
συγγραφέας του. Όχι δηλαδή ψευτοακαδημαϊκοί, κάλπηδες που παριστάνουν οι ίδιοι τους
ακαδημαϊκούς, αλλά κάποιοι που τους λέμε εμείς ακαδημαϊκούς, χωρίς να είναι.
Ήσσονος σημασίας θέμα, ένας δόκιμος όρος, που η γενικευμένη χρήση του
γεννά ελαφρά μεν, όμως σύγχυση.
* «Για πείτε μας,
εσείς που είστε ακαδημαϊκός και εκπαιδευτικός και συγγραφέας…» ρωτούσε πρόσφατα
κάποιος σε συνεδρίαση κάποιας επιτροπής στο κανάλι της Βουλής, και προς στιγμήν
αναρωτήθηκα αν είχε τάχα απέναντί του τη Δημουλά ή τη Γλύκατζη-Αρβελέρ («Γλυκατζή»
που την έγραψε δις ο νέος εθνικός μαϊντανός Μπογδάνος).
Άνοιξε όμως το πλάνο, και είδα την ερωτώμενη, δεν συγκράτησα ποια ήταν, πάντως
μόνο ακαδημαϊκός δεν ήταν.
* «48χρονος
ακαδημαϊκός ο αρχηγός της
νεοναζιστικής Κρυπτείας» έγραφαν το καλοκαίρι οι πρώτες ειδήσεις μετά τη
σύλληψή του. Ακαδημαϊκός στα 48 του; είχα παραξενευτεί, γρήγορα όμως κατάλαβα:
«πανεπιστημιακός» εννοούσαν, όπως και έγραφαν πια από ένα σημείο και πέρα.
«Ακαδημαϊκός δάσκαλος» λέμε συχνά αντί για «πανεπιστημιακός
καθηγητής». Το λένε και οι ίδιοι οι πανεπιστημιακοί για τον εαυτό τους, έχει
επικρατήσει ο όρος, έχουμε και το «ακαδημαϊκό τέταρτο» κτλ.
Σκέτα ακαδημαϊκός όμως για τον σκέτα πανεπιστημιακό δεν λέμε
–ακόμα. Σκέτα ακαδημαϊκός, σαν ουσιαστικό δηλαδή, ήταν και είναι το
μέλος της Ακαδημίας.
Στα αγγλογαλλικά οφείλεται η εκτεταμένη χρήση, που ίσως
επειδή αφορά περιορισμένο και μαζί συγγενικό χώρο, δεν συνάντησε τις
αντιδράσεις που ξεσήκωσε η χρήση του «φανταστικός» με την έννοια του
«καταπληκτικού» ή του «τρομερός» με την έννοια του «υπέροχου». Ομαλή και
ανέφελη ήταν δηλαδή η αφομοίωση· όμως η όλο και πιο εκτεταμένη χρήση, όταν
υπερβεί κάποια ασαφή έστω όρια, παραπληροφορεί και οπωσδήποτε ξενίζει.
* Όπως σε μια περσινή παράσταση,
όπου γινόταν λόγος για «οικογένεια ακαδημαϊκών», και κυρίως για έναν νέο που
σπούδαζε για να γίνει ακαδημαϊκός!
Λεπτές διακρίσεις; Όχι ακριβώς: Αν δεν μας έλεγαν για οικογένεια
ακαδημαϊκών αλλά για έναν μεμονωμένο, θα το πιστεύαμε. Θα αντλούσαμε δηλαδή
λάθος πληροφορία.
Μικρό ή μεγάλο, πάντως λάθος.
Αναρτήθηκε από Γιάννης Χάρης στις 1:23 π.μ.
Ετικέτες γλωσσική αλλαγή, γλωσσική συντήρηση, στάσεις απέναντι στη γλώσσα
17/11/19
Ο Νίκι Λάουντα και πάντα τα δικαιώματα
(Εφημερίδα των συντακτών 16 Νοεμ. 2019)
* Η φίλη μου η Μίνα ήταν εξαιρετική
οδηγός, δεξιοτέχνης, καλλιτέχνης του τιμονιού. Και στην ταχύτητα, Νίκι Λάουντα.
Και έτσι τη φώναζε ο άντρας της, που μου έλεγε κάθε τόσο τα κατορθώματά της, με
κάποιον θαυμασμό, αλλά κυρίως τρόμο και συχνά θυμό. Εκείνη άκουγε πάντοτε
γελώντας, με το πλούσιο, ηχηρό γέλιο της. Και καμάρωνε· που, δεκαετίες οδηγός,
δεν είχε προκαλέσει το παραμικρό ατύχημα, ούτε καν γρατζουνιά στο αμάξι της:
«Κι έχεις τον άλλον που πάει σαν τη
χελώνα και δεν εννοεί να κάνει στο πλάι… Και τι σε νοιάζει εσένα με πόσα τρέχω!
Μπορεί εγώ να θέλω να σκοτωθώ· δικός μου λογαριασμός!» μάλωνε τον φανταστικό
εχθρό της που της έκλεινε τον δρόμο.
* Προφανώς και δεν
συμφωνούσα, όμως καταλάβαινα πολύ καλά την απόλαυση, την ηδονή που ένιωθε
τρέχοντας –άλλωστε καμιά φορά ο ίδιος, μεταξύ μας, σε άδεια εθνική και όλο
ευθεία, το πατάω λίγο παραπάνω, αλλά για λίγο: είναι μεγάλη όντως η απόλαυση,
μα μεγαλύτερος ο τρόμος. Και φόβητρο, φυσικά, το όριο ταχύτητας.
Ώστε απαγορευμένη (και) αυτή η
απόλαυση, η απόλαυση της ταχύτητας, και η «ελευθερία» να κάνει κανείς τη ζωή του
ό,τι θέλει. Ακυρωτικά μέσα, ανέκαθεν το όριο ταχύτητας, πιο πρόσφατα η ζώνη,
και για τους δικυκλιστές το κράνος.
Με όλα μπορεί να δυσφορεί κανείς,
κι όπου μπορεί να τα παραβιάζει, όμως δεν μιλάει, σίγουρα δεν μιλάμε, για
«χειραγώγηση του ατόμου», «κατάργηση δικαιωμάτων» και προπαντός με «διαδικασίες
φασιστικές»!
Ναι, κάθε αναλογία και ομοιότητα με
πράγματα και καταστάσεις που συζητούμε τελευταία εδώ (α και β) είναι απολύτως πραγματική
–αναφέρομαι προφανώς στο τσιγάρο.
* Έχει σημασία πάντως να
σημειώσω πως η φίλη μου ήταν βαθιά καλλιεργημένη και κοινωνικά ευαισθητοποιημένη,
πρότυπο συνειδητού και ενεργού πολίτη, που πάντοτε της έβγαζα το καπέλο. Έτσι,
δεν κάναμε μάταιες κουβέντες παραπέρα, πως δεν θα σκοτωνόταν βέβαια μόνη της,
αλλά όλο και κάποιον θα ’παιρνε μαζί της ή θα τον άφηνε σακάτη, από συνοδηγό ή συνεπιβάτη
έως τον φουκαρά τον τυχαίο περαστικό, χώρια οι ζημιές που θα προξενούσε, σε
σπίτια ή καλλιέργειες, σε ιδιωτικές ή δημόσιες περιουσίες, αδιάφορο.
* Και να επισημάνω το
λιγότερο προφανές (φεύγω τώρα απ’ τη φίλη μου), πως η διεκδίκηση του δικαιώματος
του άλλου στην όποια ταχύτητα επιθυμεί μου στερεί αυτομάτως το δικαίωμα στη
σχετική ταχύτητα που μου εξασφαλίζει εμένα το εκάστοτε επιτρεπτό όριο ταχύτητας.
Αναφέρομαι στους διάφορους Νίκι
Λάουντες, που σε δρόμο με όριο λ.χ. 100 χιλιόμετρα, κι όταν εσύ μπορεί να
πηγαίνεις ακόμα και με 120, αυτοί αναβοσβήνουν τους προβολείς και κολλάνε
απειλητικά και φυσικά επικίνδυνα πίσω σου, μπορείς-δεν μπορείς, συχνά, να
αλλάξεις λωρίδα: γιατί το δικό τους δικαίωμα είναι να τρέξουν με 200, οπότε εσύ
οφείλεις να περιοριστείς υποχρεωτικά στα 80, τα 70 κ.ο.κ. (Πάντα ονειρεύομαι να
βρω το θάρρος, να ανάψω τα αλάρμ και να μειώσω ταχύτητα, και να τους αφήσω να
ωρύονται· δυστυχώς, υποτάσσομαι…)
Νά λοιπόν που για δικαιώματα
πάντοτε ο λόγος. Όταν τα δικαιώματα του ενός παραγνωρίζουν τα αντίστοιχα του
άλλου. Ή ίσως και προϋποθέτουν την κατάργησή τους. Τα παραδείγματα, άπειρα. Εδώ
ένα μόνο ακόμα, από διαφορετική τρόπον τινά σκοπιά:
* Μια ζωή κοιμάμαι αργά.
Πολύ αργά. Είτε δουλεύω, κι οι νυχτερινές ώρες είναι οι πιο ήσυχες, χωρίς
τηλέφωνα κι άλλους περισπασμούς, είτε χαζεύω, αν δεν υπάρχει κάποιος λόγος για βάρβαρο
πρωινό ξύπνημα, μπορεί να πάει και 3 και 4 και πιο αργά ακόμα που θα πέσω.
Αυτές λοιπόν τις υπέροχες νυχτερινές ώρες (αλλά και τις μεσημεριανές, που
φυσικά δεν κοιμάμαι) σταθερή παρέα είναι η μουσική (ή η τηλεόραση κτλ.)· η
απόλαυσή μου (και το αντίστοιχο «δικαίωμα») είναι/θα ήταν η μουσική σε μεγάλη
ένταση, μεγαλύτερη τώρα με την κουφαμάρα της ηλικίας.
Όμως αυτές είναι και οι ώρες κοινής
ησυχίας, και τότε το δικαίωμα στην απόλαυση τη δική μου θα καταργούσε το
δικαίωμα του άλλου στον ύπνο του και την ανάπαυσή του.
* Απ’ όπου θέλει και όπως
θέλει το βλέπει κανείς. Άρα, πριν συνεχίσουμε άγονες και α-νόητες συζητήσεις, ας
δούμε το ένα και μόνο πάντοτε θέμα, την υποχρέωση να αναγνωρίζουμε πρώτα και
άρα να σεβόμαστε τα δικαιώματα του άλλου καθαυτά, και όχι να τα
ζυγίζουμε και να αποφασίζουμε, με μέτρο προφανώς τα δικά μας, αν και πότε και
πόσο είναι σοβαρά ή όχι: ναι, εντάξει, το τροχαίο που θα προκαλέσω εμπλέκει και
τον άλλον, το τσιγάρο μου όμως όχι.
Και δεν μιλάω για κόσμο μελιστάλαχτων
αγγέλων, αλλά για απαραίτητη κοινωνική συμβίωση, για κοινωνία.
10/11/19
«Απαγορεύεται το καπνίζειν» – «Απαγορεύεται το πτύειν»
(Εφημερίδα των συντακτών 9 Νοεμ. 2019)
* Ο μη καπνιστής έχει άραγε
κι αυτός δικαίωμα στην απόλαυση, το ίδιο ακριβώς με του καπνιστή στη δική του
απόλαυση;
* Το τσιγάρο γενικά μυρίζει;
και μάλλον άσχημα; Το παραδέχονται και οι καπνιστές, όταν τουλάχιστον μιλάμε
για τιγκαρισμένα τασάκια ή για τα ρούχα σου όταν γυρίζεις στο σπίτι και μυρίζει
ακόμα και το σώβρακό σου.
* Και τότε ο μη καπνιστής δεν
έχει άραγε το δικαίωμα να μη θέλει τη συγκεκριμένη μυρωδιά;
* Όμως καλά, το τσιγάρο μυρίζει,
άρα ενοχλεί, ακόμα και σε ανοιχτό χώρο; Δυστυχώς ναι, μπορεί και περισσότερο
απ’ ό,τι στον κλειστό (όπου όλο και κάποιο σύστημα εξαερισμού θα υπάρχει)!
* Με αυτά τα στοιχειώδη και αυτονόητα
ασχολήθηκα τελευταία εδώ (26/10) –ουσιαστικά τα κατέγραψα και μόνο, με μερικές,
ελάχιστες εικόνες.
Βασικότερη έγνοια μου να δείξω το
πασιφανές, πως ο καπνός καταρχήν υπάρχει και άρα γίνεται αισθητός, και
άρα κάποιους μπορεί να τους ενοχλεί, ακόμα και σε ανοιχτό χώρο.
Όπως η ευχάριστη (και για μένα)
τσίκνα από κρέας στα κάρβουνα (βασανιστική όμως, υποθέτω, για τους χορτοφάγους!),
που έρχεται ακόμα και από δεκάδες μέτρα μακριά. Όπως η δυσάρεστη (για μένα)
τηγανίλα από τα (αγαπημένα μου όμως) καλαμαράκια, που κι αυτή ταξιδεύει μακριά
από την εστία της.
* Ευχάριστα και δυσάρεστα δηλαδή,
διαφορετικά για τον καθένα, για να καταλάβουμε πως ο καπνός, ο όποιος καπνός,
δεν εξαερώνεται αυτοστιγμεί μετά την παραγωγή του· το συννεφάκι ή σύννεφο
καπνού εν προκειμένω που εκπνέει ο καπνιστής, βλέποντάς το ολοκάθαρα μπροστά
του, ώσπου να διαλυθεί, δεν είναι μόνο ορατό αλλά και αισθητό.
Από κει κι έπειτα, και βέβαια
πρέπει να συζητήσουμε, αλλά μόνο από κει κι έπειτα –και οπωσδήποτε σε
επίπεδο δικαιωμάτων. Με την επίγνωση ότι πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή.
Και η απαγόρευση του καπνού σε
κλειστό χώρο είναι καταρχήν μια μέση λύση. Όχι, δεν θα έχει περάσει έτσι ο
«φασισμός», δεν θα έχει συνθλιβεί η ελεύθερη βούληση του ατόμου. Ούτε οι
καπνιστές θα έχουν ηττηθεί, ούτε οι μη καπνιστές θα έχουν νικήσει. Θέληση λοιπόν
να καταλάβουμε, κι έπειτα θέληση να συζητήσουμε.
* Κι αυτά, και άλλα θέματα,
όπως π.χ. της υγείας, στο οποίο καν δεν αναφέρθηκα, μπροστά στα άλλα βασικά
προαπαιτούμενα.
Και να συζητήσουμε σοβαρά, κι όχι με
τα περίφημα «επιχειρήματα» πως «ο θείος μου εμένα έφτασε τα 100, καπνίζοντας τέσσερα
πακέτα και πίνοντας μια νταμιτζάνα κρασί τη μέρα, ενώ ο ξάδερφός μου πέθανε στα
30 από καρκίνο του πνεύμονος, χωρίς να ’χει βάλει ποτέ τσιγάρο στο στόμα του».
Αυτά όμως, είπαμε, έπονται.
* Στο μεταξύ οφείλω να σταθώ
σε μια σοβαρή κατηγορία που μου απευθύνει σε σχόλιο κάτω απ’ το κείμενό μου κάποιος
με το ψευδώνυμο Anti-logos: τον «αδικώ», λέει, τον
κ. Δ. Χαριτόπουλο, που «δεν έγραψε τόσα όσα ο αρθρογράφος [=εγώ] “αναπαράγει”».
Με ξαναδιαβάζω, και βλέπω πως «αναπαράγω» τους όρους «κοκορόμυαλοι»,
«μεγαλειώδεις μπούρδες», «ηθικιστές», «ο κάθε ηλίθιος». Και βλέπω πως όντως του
απέδωσα εσφαλμένα τους «ηθικιστές» (όρο της κ. Κατέ Καζάντη, την οποία σχολίαζα
αμέσως μετά), τον ηπιότερο όμως όρο, έξω από το γενικά μαγκίτικο ύφος του Δ.Χ.
Ενώ δεν είχα ίσα ίσα αναπαραγάγει,
για λόγους οικονομίας, όρους όπως «κανονικό πογκρόμ», «βλαχοδήμαρχος»,
«εξουσιαστικά απωθημένα», «σατραπίσκος», «παλικάρια» («εντάξει, παλικάρια, το
εμπεδώσαμε»), αλλά και την εύγλωττη αναφορά στον δικτάτορα Μεταξά!
Η δόξα της ανωνυμογραφίας. Ο οποίος
ανώνυμος δηλώνει υπεράνω όλων αυτών των αντιπαλοτήτων, μη καπνιστής, λέει, ο
ίδιος. Τόσο, που περιγράφει το πρόβλημα ως εξής: «Η υστερία των άκαπνων,
με όπλο “ανίκητο”(!) το επιχείρημα της πολύτιμης υγείας, αλλά και η
αδιαφορία του καπνιστή για την μπόχα όπως την αντιλαμβάνεται ο άκαπνος
μπορούσαν να λείψουν…» (υπογράμμισα εγώ· τα εισαγωγικά και το θαυμαστικό δικά
του).
Μάλλον τρολιά.
* Στα παλιά λεωφορεία πρόλαβα
τις ταμπέλες: «Απαγορεύεται το καπνίζειν», απ’ τη μια μεριά, «Απαγορεύεται
το πτύειν», από την άλλη. Κάποια στιγμή εξαφανίστηκαν. Κανένας δεν κάπνιζε πια
μέσα στο λεωφορείο (ενώ εξακολουθούσε να καπνίζει για πολλά χρόνια στο
αεροπλάνο). Και κανένας δεν έπτυε πια μέσα στο λεωφορείο. Και εξακολουθεί να μην
πτύει, όχι μόνο μέσα στο λεωφορείο αλλά ούτε καν στον δρόμο, «σε ανοιχτό χώρο».
Χωρίς να του το επιβάλλει κανένας «φασισμός» και κανένα «αυταρχικό»,
«χειραγωγητικό» κράτος κτλ. Και για «αισθητικούς» κυρίως λόγους.
Μπορεί, μια μέρα, κάποτε... Ποιος
ξέρει…
31/10/19
Μα κι εμείς, γιατί μας αρέσει
(Εφημερίδα των συντακτών 26 Οκτ. 2019)
* «Γιατί μας αρέσει»: Έτσι
τέλειωνε σχετικά πρόσφατα εδώ κάποιο σύντομο κείμενό του ένας συγγραφέας (Δ.
Χαριτόπουλος, 25/6). Που διακήρυσσε δηλαδή το «αναφαίρετο δικαίωμά» του στην απόλαυση,
το κάπνισμα εν προκειμένω, σε ό,τι συνιστά απόλαυση γι’ αυτόν –αυτό κι αν είναι
αναφαίρετο δικαίωμα, του καθενός.
Του καθενός; Αυτονόητο, υποθέτω. Άρα
και του μη καπνιστή στο μη κάπνισμα.
Με άλλα λόγια, μάλλον με τα ίδια
ακριβώς λόγια, πλάι στο αναφαίρετο δικαίωμα του καπνιστή στην απόλαυση (του
καπνίσματος) υπάρχει το εξίσου αναφαίρετο δικαίωμα του μη καπνιστή στη δική του
απόλαυση (του μη καπνίσματος).
Τελεία. Όλα τ’ άλλα, θεμελιώδη ή «μεγαλειώδεις
μπούρδες» (κατά τον συγγραφέα) όπως θέματα υγείας, έστω ότι έπονται. Προέχει να
αναγνωριστεί το ίδιο δικαίωμα στην απόλαυση, και του καπνιστή και του μη
καπνιστή.
* Αλλιώς, συζήτηση δεν μπορεί
να γίνει. Και μάλιστα με όρους όπως ο «φασισμός», λέει, να επιβάλεις στον
καπνιστή να μην καπνίζει: εδώ η απάντηση που προκαλείται αυτόματα (και πάντα
αμυντικά) είναι πως ίσα ίσα «φασισμός» (και από πολλές πια απόψεις, υγεία
κτλ., μεγαλύτερος) είναι να επιβάλεις στον μη καπνιστή να καπνίζει!·
ή με όρους όπως «κοκορόμυαλοι», «μεγαλειώδεις
μπούρδες», «ηθικιστές» και ο «κάθε ηλίθιος» (π.χ. από τον συγγραφέα στον οποίο
αναφέρθηκα στην αρχή)·
ή με τα φιλοσοφίσματα για την
«περιβόητη ορθότητα [που] μετατρέπεται σε κρυπτοφασιστικό όπλο» με στόχο τη
«διαμόρφωση μιας νέας ανθρωπολογικής ταυτότητας» και τη «συστημική υποκρισία»
που δεν κλείνει τις εταιρείες καπνού, επιχειρεί όμως να εξασφαλίσει τον
«έλεγχο» του λαού κτλ. (Κατέ Καζάντη, ARTInews 7/8, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο αντικαπνιστικός
ως βιοπολιτική της “αριστείας”»).
Προσωπικά, δεν θα ήθελα να μπω σε
τέτοιο «διάλογο», και μάλιστα με αντιμητσοτακικό, ξάφνου, και αντιδεξιό
πρόσημο.
* Μερικές όμως εικόνες, ενδεικτικά
και πάλι, θα ήθελα να τις μοιραστώ με τον αναγνώστη:
Πρώτα μία που κινείται στα περίπου
αποδεκτά, πως δηλαδή ο καπνός ενοχλεί σε κλειστό χώρο:
«[Μου αρέσει] να διαπιστώνω ότι δεν
είναι τόσο δύσκολο να εφαρμόσω την απόφασή μου να μην καπνίζω μέσα στο σπίτι
–έκλεισα ήδη έναν μήνα». Αυτά έγραφε μια δημοσιογράφος, στην καταργημένη πια
στήλη «Μου αρέσει / Δεν μου αρέσει» του Βημαγκαζίνο. Από
στόματος λοιπόν καπνιστρίας, ομολογία πως ο καπνός μυρίζει, μυρίζει άσχημα, άρα
και θα ενοχλεί, προσθέτω εγώ, με το μετριοπαθέστερο ρήμα.
* Στα μη αποδεκτά τώρα, αν είναι
αισθητός (και αναλόγως ενοχλεί) ο καπνός ακόμα και σε ανοιχτό χώρο. Θέμα που
διατυπώνεται με ρητορική ερώτηση, συχνά με ειλικρινή απορία και κατάπληξη, άλλοτε
με κάτι σαν κρυφή αγανάκτηση (κάτι σαν «μωρ’ δε μας παρατάς κι εσύ τώρα» ή «άι
σιχτίρ»):
* Θα έχουμε δει όλοι, με ζέστη και
υγρασία, μια γκρίζα γάζα στη γραμμή του ορίζοντα. Όπου διακρίνεται ένα πλοίο, που
αποπάνω του ξεκινάει και απλώνεται αρκετά πίσω, παράλληλα με τη θάλασσα, μια
αρκετά παχιά μαύρη γραμμή. Είναι, συμπαγής θαρρείς, ο καπνός του πλοίου, που σε
τέτοιες ατμοσφαιρικές συνθήκες δεν διαλύεται, αργεί πολύ να διαλυθεί.
* Σάββατο μεσημέρι στο κολυμβητήριο, στα
Βοτσαλάκια της Καστέλας. Στις μικρές ή μεγαλύτερες παύσεις, ένα θέμα συζήτησης υπάρχει,
που απλώνεται απ’ τη μια άκρη στην άλλη, μαζί με ηδονικούς αναστεναγμούς: Είναι
για την ευφρόσυνη τσίκνα από τα σουβλάκια που ψήνει η καντίνα, τουλάχιστον 70-80
μέτρα πιο πέρα! (Ενώ απ’ την άλλη, όσο κι αν μας αρέσουν τα τηγανητά
καλαμαράκια λ.χ., δεν αντέχεται η σχετική μυρωδιά έξω από ψαροταβέρνες, ακόμα
κι απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο.)
* Πάλι στα Βοτσαλάκια, στην παραλία
τώρα, δύο εικόνες: στη μία, τη γενική, είναι ο καπνός του διπλανού, ή
μπροστινού κ.ο.κ. (όπως και σε οποιοδήποτε υπαίθριο καφέ, εστιατόριο κτλ.), που,
ανάλογα με τον αέρα, δεν πάει ούτε καν στον ίδιο τον καπνίζοντα αλλά κατευθείαν
σε σένα.
Η άλλη εικόνα, πιο ειδική και άγρια:
στα Βοτσαλάκια λοιπόν, όπως και σε διάφορες παραλίες βεβαίως, στις 5 το απόγεμα
σηκώνεται ξαφνικά ένα τεράστιο κύμα, όπως στην παλίρροια, και βγαίνει έξω 2 ή
και 3 μέτρα, παίρνοντας έπειτα μαζί του κουβαδάκια, σαγιονάρες κ.ά. –και γόπες!
Εσύ κολυμπάς παραμέσα· όσο καλά και να (αν) κολυμπάς, όλο και θα καταπιείς
κάποια στιγμή νερό. Αν γλιτώσεις τη γόπα που παραπλέει ή κατευθύνεται στο στόμα
σου, είναι θέμα τύχης.
Υπερβολές; Σας προσκαλώ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)