25/9/12

Arte povera, αρχοντοχωριατιά και θεομπαιξία


Στις παρυφές της Μακρινίτσας, στην αρχή ενός παλιού πλακόστρωτου που μοιάζει να χάνεται στο δάσος, άκρη άκρη, σε λίγα τετραγωνικά κλεμμένα απ’ την πλαγιά, ένα τόσο δα φρεσκοασβεστωμένο εκκλησάκι, και με περίφραξη παρακαλώ. Στέκομαι έκθαμβος και το χαζεύω. Πάω κοντά, και γιά δες, φύλλα λαμαρίνα οι τοίχοι του, ασβεστωμένοι, άβαφτη η σκεπή, ο τρούλος και η πίσω πλευρά, ιδιότυπο καλλιτεχνικό σχέδιο, λέω, γιατί δεν μπορεί να τσιγκουνεύτηκε μια στάλα ασβέστη παραπάνω το χέρι και το μυαλό –το μυαλό; η καρδιά!– που πρόβλεψαν και φρόντισαν το καθετί, ώς και το ρολό χαρτί κουζίνας, μπαίνοντας αριστερά, να σκουπιστούν π.χ. τα χέρια που ανάβουν το καντήλι. Ευφρόσυνη και ευφάνταστη κατασκευή, προσεγμένη στην παραμικρή της λεπτομέρεια, ο ορισμός του χειροποίητου. Ασβεστωμένες πέτρες στο… προαύλιο, γλάστρες με φυτά, γλάστρες μέσα στην πηλιορείτικη ζούγκλα, ξύλινη πόρτα, κι ο εμπνευσμένος τρούλος, μεταποιημένη η αυθεντική, ναι, έτσι πρέπει να ’ταν, περικεφαλαία του Σάντσο Πάντσα. Στο πλαϊνό παραθυράκι ένα αστραφτερά λευκό κεντητό κουρτινάκι, μέσα το μπλε χαλάκι στο επίσης ασβεστωμένο δάπεδο, η κρεμαστή, κεντητή, αστραφτερή κι αυτή, κουρτίνα που κρύβει την «αγία τράπεζα» και χωρίζει το «ιερό» από τον «κυρίως ναό», μπροστά της βάζο με κλωνιά δεντρολίβανο, και ψηλά εικόνες και εικονίτσες, με δυο καντήλια κρεμαστά, που με τα ηλίθια ανακλαστικά του άθεου, τρομάρα μου, δε σκέφτηκα να τ’ ανάψω!
 

























 






















































Arte povera, είπα, αυτό είναι arte povera, και σίγουρα αυτό πρέπει να είναι η πίστη –ουσιαστική θρησκευτικότητα και πίστη.


Γιατί το άλλο, στην είσοδο της Πορταριάς, στην πύλη του επιβλητικού πλουσιό-πιτου, είναι, πιστεύω, επιδειξιο-μανία, αρχοντοχωριατιά. Όχι ότι θ’ απουσιάζει η θρησκευτικότητα και η πίστη, πώς να το κρίνεις, αλλά τέτοιες εκδηλώσεις έρχονται μάλλον απ’ την πλευρά της επιδειξιομανίας.

Είχα βρεθεί τυχαία, πολλά χρόνια πριν, στον Άγιο Παντελεήμονα, ένα μοναστήρι ψηλά στην Πεντέλη, ένα οργιαστικό αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα, ούτε θυμάμαι πόσες εκκλησίες και παραεκκλησίες είχα μετρήσει, πέντε; δέκα; διόλου απίθανο, μπορεί και παραπάνω, κι ήτανε κι άλλες στα σκαριά.* Δωρεές και τάματα των πιστών, ήταν η εξήγηση που μου δόθηκε, ο καθένας και η εκκλησία του δηλαδή, όπου θα λειτουργείται ολοχρονίς η ματαιοδοξία και η επιδειξιομανία, θα το ξαναπώ, του δωρητή. Που δεν έδωσε τα λεφτά του σε πάσχοντες συνανθρώπους, σε σχετικές οργανώσεις ή συλλόγους, έστω στους ίδιους τους παπάδες, παρά ήθελε κοτζάμ εκκλησία, γιατί αυτή φαίνεται, αυτή φαντάζει, διάβαζε: κραυγάζει, εις τον αιώνα!


Κι είναι, κατά τον τίτλο μου, και η θεομπαιξία, καινούριο ξάφνου εκκλησάκι πλάι σε υπάρχουσα ήδη και μεγάλη εκκλησία, προς τι, μπας και μαζέψουμε λίγα όβολα παραπάνω. Οφθαλμοφανής, ιδίως εδώ, η παραβίαση  διατάξεων, κανονισμών και νόμων, άσε της στοιχειωδέστερης αισθητικής, το εκκλησάκι-μπρελόκ τύπου κυκλαδίτικο, απ’ τα τουριστικά της Πλάκας, πλάι στο επιβλητικό αρχιτεκτόνημα του Αγίου Νικολάου στο λιμάνι του Πειραιά. Προκάτ αγορασμένο από τις σχετικές μάντρες της Εθνικής, στήθηκε προφανώς σε μια νύχτα μέσα· κάποια στιγμή, πάνε δύο ή τρία χρόνια, περνώντας στην τακτική μου βόλτα από μπροστά, έτριβα τα μάτια μου πότε ξεφύτρωσε, όπως και το άλλο στην Ευαγγελίστρια, πάλι Πειραιά, στη Λαμπράκη, πιο μικρό το κακό εδώ, η ίδια ωστόσο τακτική. 

Η αλήθεια είναι πως το εκκλησάκι στην Ευαγγελίστρια εντάσσεται καλύτερα στο χώρο, ενώ το άλλο, στην απλωσιά μπροστά του Αγίου Νικολάου, βγάζει μάτι: πιο προκλητικό, να σε χλευάζει κατάμουτρα, δε γίνεται! Είναι αφιερωμένο και σε κάποιους νεομάρτυρες Ραφαήλ και Νικόλαο, ήρθε και η γιορτή τους και τους κάναν πανηγύρι, στρώσαν χαλιά ώς έξω, και νά τα σημαιάκια, τα κεριά και τα λιβάνια –και τα όβολα, που λέγαμε.

Όλο έλεγα να πάω να ρωτήσω, αλλά τι, κάποια στιγμή ένας παλιός Πειραιώτης γνώστης μού είπε πως το έστησαν για να μη γίνει στο σημείο εκείνο σταθμός του μετρό, όπως σχεδιαζόταν. Καθότι εκκλησία ή εκκλησάκι, μπρελόκ-ξεμπρελόκ, στη θρησκευάμενη χώρα μας, ως γνωστόν,  δεν γκρεμίζεται, φωτιά θα πέσει και θα κάψει τον ανίερο, που θα μείνει και άλιωτος εις τους αιώνες. Καλή ιδέα, είχα σκεφτεί, ήταν η εποχή της Κερατέας τότε, έλεγα να το γράψω κάπως σαν παρότρυνση, στους κατοίκους της Κερατέας ή σ’ όποιους θέλουν να παρεμποδίσουν το όποιο έργο στην περιοχή τους: εκκλησάκι προκάτ, στήσε κι εσύ ένα εκκλησάκι, μπορείς.

Όμως κοίτα, λέω τώρα, η κατάρα του διανοούμενου, που θέλησα να μεταφέρω κάτι απ’ τη συγκίνησή μου για το λαϊκό χειροτέχνημα που είδα, και τη δηλητηρίασα, αφού δηλητηριάστηκα προηγουμένως, εννοείται, ο ίδιος, με την αντιπαράσταση με τα άλλα τερατικά. 

Ξαναγυρίστε, θερμοπαρακαλώ, στην αρχή του ποστ, σ’ αυτό το ποίημα, το λαμαρινένιο εκκλησάκι, κι αφήστε τα όλα τ’ άλλα, και τα δικά μου και τις άρτες πόβερες… Άλλη φορά.


 * Μπήκα στο ίντερνετ να βεβαιωθώ για την ονομασία του μοναστηριού και έπεσα πάνω σε άρθρο του Άρη Χατζηγεωργίου, στην Ελευθεροτυπία της 5.9.09, με τον ευρηματικό και εύγλωττο τίτλο: «Ακάθεκτος…ύμνος στην αυθαιρεσία»: δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία για το όργιο αυθαιρεσίας, εδώ οι μισές, και λίγες λέω, εκκλησίες, ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας, είναι κι από ’να ανθολόγιο πολεοδομικών παραβάσεων, αλλά το θέμα μου ήταν άλλο. Ας (ξανα)διαβαστεί ωστόσο, με την ευκαιρία, το άρθρο του, με τη βεβαιότητα πως τίποτα δε θα ’χει προχωρήσει από τότε –δικαστικά εννοώ, γιατί από παρεκκλήσια σίγουρα θα ’χει κι άλλα!

buzz it!

13/9/12

Η Μιχαήλα άφησε πια τις κούκλες της

(περ. Unfollow 9, Σεπτ. 2012)  


Μέρες του καύσωνα, στα Βοτσαλάκια στην Καστέλλα, λαϊκή, ελεύθερη παραλία, είδος προς εξαφάνιση, ως γνωστόν, μουσειακό οσονούπω, όσο να βάλει μπρος ο Μιχαλολιάκος, ο δήμαρχος, όχι ο άλλος, τα ήδη έτοιμα σχέδια «αξιοποίησης», στα Βοτσαλάκια λοιπόν, μπαμπάς με δύο γιους κι έναν τους φίλο, κάπου μεταξύ 16 και 18 και οι τρεις, λέει ο μεγαλύτερος γιος, και διόλου χαμηλόφωνα, ότι στην τάδε παραλία, όπου είναι όλοι σαν παρέα, «περνάει προχτές ένας Πακιστανός που κάτι πούλαγε, του λέει η Μιχαήλα: “νά σου πω”, γυρνάει εκείνος, και του ρίχνει μια γροθιά…» –μα τι γροθιά! έμοιαζε να ’ναι η συνέχεια, μα η φωνή έμεινε μετέωρη, μάλλον αδιάφορη εντέλει παρά γεμάτη θαυμασμό για την πράξη της Μιχαήλας, σαν να περιέγραφε την πιο τετριμμένη, καθημερινή πράξη.

Κι αυτό είναι το εφιαλτικό, τι Κασιδιάρης και Μιχαλολιάκος, τον άλλο Μιχαλολιάκο λέω τώρα, της Χρυσής Αυγής, τι Κασιδιάρης λοιπόν και Μιχαλολιάκος, η έφηβη Μιχαήλα, που μπορεί κάλλιστα να είναι ένα κοριτσάκι κλαράκι, άλλωστε ούτε το δεκαοχτάρι που έλεγε την ιστορία ήταν κάνα νεάντερταλ χρυσαυγιτάκι, κάθε άλλο, το θέμα είναι λοιπόν ένα κοριτσάκι, που κάθεται αραχτό με τα φιλαράκια του στην παραλία, και μέσα σ’ όλον τον κόσμο, μάλλον με την ασφάλεια όλου του κόσμου, είχε την έμπνευση, σκέφτηκε, να βγάλει τι; ποιο «μίσος», σιγά το μίσος, την πλάκα του έκανε το κοριτσάκι, με δεδομένη τη σιωπηλή έστω επιδοκιμασία του κόσμου.

Ή, ας μην υπερβάλλω: σίγουρα κάποιοι δε θα ήταν με το κοριτσάκι, άλλοι από κάποιου είδους οίκτο, ανοχή, ή σαν μεγαθυμία: «τι φταίει μωρέ κι ο δύστυχος αυτός», άλλοι περίτρομοι, πού να μιλάνε τώρα.

Γιατί, αλήθεια, εγώ, τι θα ’κανα εγώ, αν ήμουν κοντά στη Μιχαήλα, θα τολμούσα να της φωνάξω: «νά σου πω», και να γυρίσει και να της χώσω μια γροθιά ξεγυρισμένη, θα ’βαζα έστω τίποτα φωνές, ή μήπως θα λούφαζα κι εγώ; άλλωστε σάμπως είπα τίποτα στο κωλοπαίδι που αφηγούνταν με το πιο καθημερινό του ύφος το κατόρθωμα της Μιχαήλας;

Και γιά δες, όλο για «μικρά» έγραφα, και μόνο τώρα μου βγήκε το «κωλοπαίδι»: τάχα θυμός για το κωλοπαίδι ή για την αδράνεια τη δική μου; εννοώ «γνήσιος» θυμός για το γεγονός καθαυτό, ή μήπως θυμός που γεννήθηκε όταν έφτασα στην αντίδραση, τη μη αντίδραση εννοώ, τη δική μου; και πάλι, θυμός θυμός, έστω για τη μη αντίδραση, ή ίσα για να βολέψω τις ενοχές μου;

Θα ’χω, φοβάμαι, πολλές ευκαιρίες για να μάθω.

buzz it!