Τα Νέα, 15 Σεπτεμβρίου 2007
Άντε να μεγαλώσεις γρήγορα, μικρούλα, πριν γίνει η κάλπη... κληρωτίδα!
Το θέμα δεν είναι να ψηφιστούν οι μικροί για να τιμωρηθούν οι μεγάλοι, σύμφωνα με μια εξίσου απολιτική εντέλει άποψη· το θέμα είναι να ψηφίζουμε τον συγγενέστερό μας ιδεολογικά, για να υπάρξει ιδεολογία, ώστε να υπάρξει έπειτα πολιτική
το πλήρες κείμενο:
Ένα μήνα θέλησε να απουσιάσει η σελίδα αυτή, κι ούτε καν για διακοπές, και βρίσκεται να επανεμφανίζεται έπειτα από το κάψιμο της μισής χώρας, και επιπλέον παραμονή εκλογών.
Να καλύψεις το χαμένο χρόνο ούτε γίνεται ούτε και έχει νόημα· απλώς επιχειρείς να βάλεις σε κάποια σειρά ορισμένες σκέψεις, με την ελπίδα ότι όλο και με κάποιους κάπου θα συναντηθείς.
Σκέψη πρώτη, μάλλον διαπίστωση, πως οι κυνικά πρόωρες εκλογές ήρθαν να υπερκαλύψουν το θέμα της καταστροφής απ’ τις φωτιές, που κι αυτό ήρθε να υπερκαλύψει τι; το «εθνικό» θέμα της πορείας της υγείας του Χριστόδουλου. Ας μην παρεξηγηθώ, παρακαλώ: ούτε ασεβές χιούμορ κάνω ούτε να ειρωνευτώ έχω διάθεση εδώ: απλώς περιγράφω την πικρή πραγματικότητα της ισοπεδωτικής –κυρίως λόγω του πληθωριστικού χαρακτήρα της– κάλυψης της επικαιρότητας από τα ΜΜΕ.
Για τον Μακαριότατο και το «εθνικό» θέμα της πορείας της υγείας του θα είχε πολλά να πει κανείς, αφού ο ίδιος, απ’ το «κρεβάτι του πόνου» ακριβώς, φρόντισε να μας θυμίσει τον πλέον φτηνό και υπολογιστικά πολιτικάντικο εαυτό του. Άλλη φορά.
Για τις φωτιές πολλά ειπώθηκαν, όχι όμως τα ουσιώδη, κι εδώ «βοήθησαν» οι εκλογές. Για τον πιθανότατα μικρό αντίκτυπό τους στην πολιτική ζωή, μεταφέρω ένα απόσπασμα του Δ. Καστριώτη από το Βήμα της 1/9, που το αλίευσα στην επίσης πικρή και οργισμένη επιφυλλίδα του Δ. Ν. Μαρωνίτη «Φαλακρή Ολυμπία» (Βήμα 9/9):
«Όσοι εξεπλάγησαν με τις δημοσκοπήσεις [...] που εμφανίζουν τη ΝΔ να διατηρεί προβάδισμα, θα έπρεπε ίσως να είχαν παρατηρήσει τη συγκέντρωση στο Σύνταγμα. Πολλοί είδαν σ’ αυτήν μια “βουβή κραυγή”, “μια σιωπηλή διαμαρτυρία”. Η κραυγή όμως και η διαμαρτυρία προϋποθέτουν οργή. Και οργή δεν υπήρχε –ή πάντως δεν υπήρχε τόση, ώστε να δίνει τον τόνο. [...] Αν η συγκέντρωση παρέπεμπε σε κάτι, ήταν μάλλον σε επιμνημόσυνη εκδήλωση –όχι σε κοχλάζουσα απειλή για τους “επάνω”. Το έλλειμμα οργής το προδίκαζε άλλωστε η εκ προοιμίου διευκρίνιση ότι η διαμαρτυρία αυτή δεν έπρεπε να εμπλακεί στα “πολιτικά”. Ωστόσο διαμαρτυρία χωρίς κατεύθυνση και αποδέκτη είναι αυτοαναιρούμενη».
Εκλογές λοιπόν, όπου το τελευταίο που θα μετρήσει είναι οι πυρκαγιές. Αλλά μήπως θα μετρήσει η γενική ακυβερνησία, η διαφθορά, η ενίσχυση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και τόσα άλλα; Πιθανότατα όχι. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, όχι όσο θα έπρεπε. Μια πρόχειρη εξήγηση, που θα δοθεί σε πιθανή νίκη της ΝΔ, είναι ότι σε μεγάλες συμφορές ο κόσμος έχει την τάση να συσπειρώνεται γύρω από την όποια υπάρχουσα κατάσταση, ότι ο τρόμος από την καταστροφή γίνεται τρόμος γενικότερος για το άδηλο μέλλον. Με άλλα λόγια, αν οι πρώτες πυρκαγιές, του Ιουλίου, με αποκορύφωμα τη φωτιά της Πάρνηθας, υπήρχε περίπτωση να οδηγούσαν τότε σε πτώση της ΝΔ, τα πράγματα ίσως άλλαξαν έπειτα από τις πυρκαγιές του Αυγούστου.
Αν λοιπόν ενδέχεται να μη μετρούν τέτοιες εκτεταμένες καταστροφές, γενικότερα η διαφθορά και η διάβρωση ή απορύθμιση του κρατικού μηχανισμού, τι μετρά τότε;
Ό,τι και στην αντίστροφη περίπτωση, στην άνοδο δηλαδή ή την πτώση του ΠΑΣΟΚ. Με άλλα λόγια, τίποτα. Μόνο η νομή της εξουσίας. Αυτό που κρατά πάντοτε συσπειρωμένο το σημαντικότερο ποσοστό της δύναμης ενός κόμματος, παρά τις διαφορετικές, κάποτε και ριζικά αντίθετες τάσεις, που αλληλοσυγκρούονται, συχνά μάλιστα λυσσαλέα! Και μένει πάντοτε ένα μικρό ποσοστό μετακινούμενων ψηφοφόρων, που κι αυτό επιλέγει με κριτήριο όχι την ιδεολογία αλλά τα όποια οφέλη από την εξουσία, και δίνει έτσι τη νίκη σε ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα.
Προφανή και κοινότοπα όλα αυτά, μας δίνουν όμως πάντα το κλειδί, που δεν είναι άλλο από τον δικομματισμό. Γιατί όταν το διακύβευμα είναι η εξουσία, κάθε κόμμα οφείλει να μαζεύει απ’ όπου μπορεί, καλυπτόμενο πίσω από το ιδεολόγημα της πολυσυλλεκτικότητας. Έτσι, το ΠΑΣΟΚ χρειαζόταν από τη μια τους σοσιαλιστές του, κι αυτούς πάλι σε μια γκάμα από τον Σημίτη ώς τον Κουτσόγιωργα και τον Γιαννόπουλο, και μαζί υπερπατριώτες ή θρησκόληπτους φονταμενταλιστές, από τον Βουνάτσο ώς τον Παπαθεμελή, για να εμπλουτιστεί αργότερα και με παραδοσιακούς, οσοδήποτε φωτισμένους αλλά κλασικούς δεξιούς, όπως ο Ανδριανόπουλος, ο Μάνος κτλ.: δημιουργείται έτσι ένα μόρφωμα που εκτείνεται από τα αριστερά και φτάνει ώς τα δεξιά, αγγίζει κάποτε και τα άκρα δεξιά, αγκαλιά και με την Εκκλησία, με βασικό συνεκτικό του στοιχείο το στόχο της εξουσίας, το γεγονός ότι είναι κόμμα εξουσίας.
Αντίστοιχα η επίσημη Δεξιά έπρεπε να κινηθεί κι αυτή από τον Γεώργιο Ράλλη ώς τον Γιακουμάτο και τον Ψωμιάδη, αλλά παράλληλα να κάνει ορισμένα ανοίγματα και προς το Κέντρο, εσχάτως και προς την άκρα Δεξιά, που ενώ ποτέ δεν έλειψε από τους κόλπους της, και μάλιστα αντιπροσωπεύτηκε και σε υψηλά επίπεδα, κάθισε δηλαδή σε υπουργικούς θώκους, τώρα κινείται και αυτόνομα, με ξεχωριστό κομματικό σχηματισμό, εν μέρει λόγω των κεντρώων ανοιγμάτων του μεγάλου κόμματος της Δεξιάς.
Φαύλος κύκλος. Αυτός είναι όμως ο κύκλος του δικομματισμού. Που προάγει την αποϊδεολογικοποίηση, ακόμα παραπέρα την απολιτικοποίηση, ταΐζει και ποτίζει το εντέλει αντιδραστικό (γιατί το απολιτικό είναι εξ αντικειμένου αντιδραστικό) «μωρέ όλοι ίδιοι είναι».
Εμείς ωστόσο ξέρουμε ότι δεν είναι όλοι ίδιοι, παρ’ όλες τις σκανδαλωδώς πολλές φορές κοινές τους θέσεις. Κι από αυτή την άποψη θα είναι δυστύχημα αν ξαναβγεί η Νέα Δημοκρατία, κι ας είναι να κερδίσει το επίσης διεφθαρμένο και φθαρμένο από τη μακρόχρονη παραμονή του στην εξουσία ΠΑΣΟΚ. Που επιπλέον υπήρξε πρωτοφανώς ανύπαρκτο σαν αντιπολίτευση, πεισματικά βουβό σε μείζονα θέματα, από τη διαχείριση του περιβάλλοντος ώς τελευταία στην υπόθεση του περίφημου βιβλίου της Ιστορίας ή γενικότερα στο θέμα της Εκκλησίας (αλλά τι να πει κανείς όταν, επί των ημερών του, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού ήταν οι υπουργοί ή τα μεγαλοστελέχη που στήριξαν την πολιτική του κόμματός τους στο θέμα των ταυτοτήτων!).
Το θέμα είναι –και όχι μόνο τώρα, αλλά γενικά– πως, για να διεκδικήσουμε τη διαφορά που το ΠΑΣΟΚ αδυνατεί –για λόγους τακτικής– να προβάλει και να διαχειριστεί, για να στηρίξουμε δηλαδή ουσιαστικά ένα σοσιαλιστικό, όσο κάτι τέτοιο εξακολουθεί να είναι εφικτό, κόμμα απέναντι σε ένα οπωσδήποτε δεξιό, χρειάζεται ακριβώς να υπάρξουμε σαν Αριστερά, οι αριστεροί εννοώ, άρα να ενισχύσουμε την Αριστερά: δεν πρόκειται για κόντρα στη θεωρία της χαμένης ψήφου, αλλά ίσα ίσα για την προώθηση της ιδέας της αναγκαίας ψήφου.
Γιατί η αντιμετώπιση της Δεξιάς περνάει μέσα από τη στήριξη της εξ ορισμού πολυφωνικής δημοκρατίας, άρα από τη στήριξη και μικρών κομμάτων, αφού αυτά, αν μη τι άλλο, απαλλαγμένα από τους ελιγμούς που απαιτεί το κυνήγι της εξουσίας, μπορούν να ορίσουν καθαρότερα τα ιδεολογικά μέτωπα, δηλαδή την ιδεολογία καθαυτήν. Και η ιδεολογία απέναντι στη Δεξιά δεν μπορεί παρά να είναι αριστερή. Και η αριστερή ιδεολογία προέρχεται από την Αριστερά.
Και η Αριστερά, μετρημένα κουκιά πια, δεν μπορεί να είναι ένα σταθμευμένο σε άλλον αιώνα κόμμα, και ακόμη περισσότερο ένα κόμμα με θέσεις πια από θρησκόληπτες και πατριδοκαπηλικές έως εθνικιστικές.
Μένει ένας διόλου συμπαγής σχηματισμός, εκφυλιστική, θα έφτανα να πω, μετεξέλιξη του ΚΚΕ Εσωτερικού. Ο σχηματισμός αυτός παραμένει ωστόσο η μόνη εναλλακτική αριστερή πρόταση που θα άξιζε να στηριχτεί –έστω για λόγους τακτικής. Γιατί μόνο έτσι, με τη διεκδίκηση της ιδεολογικής ταυτότητας του καθενός, θα μπορούσε ίσως να σπάσει ο φαύλος κύκλος. Για να μπορέσει κάποτε να υπάρξει ουσιαστικά Aριστερά, και για την ώρα, το άμεσο και επείγον, να μη συνθλιβεί η έννοια της πολιτικοποίησης, του πολιτικού, κάτω από το βάρος του δικομματισμού.