28/6/08

Η σάτιρα, η φάρσα, η πρόκληση (α΄)

Τα Νέα, 28 Ιουνίου 2008

Η φίλη μου η Εύη, ένα καλόκαρδο, χυμώδες πλάσμα, από χρόνια τώρα σε αιώνιες μονές, μακάρι βουδιστικές, όπως θα τις ήθελε, περπάταγε κάπως αστεία, σεινάμενη κουνάμενη πάνω στα τακούνια της, σαν πάπια, όπως αυτοσαρκαζόταν, και κάθε τόσο έτρωγε κι από μια τούμπα. Ανακάθιζε τότε στο έδαφος και δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ τα γέλια. Το ίδιο άλλωστε γελούσε, άμα έβλεπε άλλον να πέφτει.

διαβάστε τη συνέχεια...

Εγώ πάλι κοκκίνιζα, ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί, κι έτσι αισθάνομαι πάντοτε, απέραντη αμηχανία ανάμεικτη μ’ ένα είδος ντροπής, μόλις δω κάποιον να πέφτει χάμω –κι αλίμονο πια αν πέσω ο ίδιος!

Υπερβολή, θα πείτε, η δική μου η ντροπή, υπερβολή και το γέλιο της παλιάς μου φίλης. Δεν έχει σημασία τίνος η αντίδραση είναι πιο δικαιολογημένη από του άλλου. Σημασία έχει πόσο διαφορετικά συναισθήματα μπορεί να γεννήσει η ίδια πράξη, το ίδιο περιστατικό, σε διαφορετικούς ανθρώπους.

Κι αν ένα πέσιμο στο δρόμο δεν μπορεί να θεωρηθεί εξ ορισμού αστείο, τότε συμπίπτουν καταρχήν οι αντιδράσεις απέναντι σε κάτι αναντίλεκτα αστείο, σ’ ένα ανέκδοτο, σε μια φάρσα;

Ούτε, και πάλι. Σκεφτείτε αίφνης να πείτε σε Πόντιο ένα ανέκδοτο με αφελείς Ποντίους, σε εβραίο ένα ανέκδοτο με τσιγκούνηδες εβραίους, ένα σεξιστικό ανέκδοτο σε γυναίκα κ.ο.κ. Ή να σκαρώσετε σε κάποιον μια φάρσα που αγγίζει κάποιο ευαίσθητο σημείο του, που μπορεί άμεσα ή έμμεσα να τον εκθέτει, να τον γελοιοποιεί, να τον ταπεινώνει. Ή απλούστατα να τον κοψοχολιάζει.

Ποικίλλουν, εννοείται, οι αντιδράσεις, ανάλογα με το πόσο πετυχημένο βρίσκει κανείς καταρχήν το ανέκδοτο, κι έπειτα αν και πόσο μπορεί να αποστασιοποιηθεί, κάτι που έχει να κάνει και με τον ίδιο αλλά και με το χαρακτήρα του ανεκδότου ή της φάρσας, πόσο δηλαδή «καλοπροαίρετα» μπορεί να είναι, να γίνουν, να ειπωθούν.

Έγραφα πρόσφατα για το δηκτικό χιούμορ με το οποίο σχολιάστηκε η υπερπροβολή του μικρού τραγουδιστή Χρήστου Σαντικάι από την τηλεόραση, χιούμορ κατεδαφιστικό, όταν έχει στόχο ένα μικρό παιδί, που δύσκολα μπορεί να διακρίνει το χιούμορ από τον εμπαιγμό, τη σάτιρα από τη διαπόμπευση. Ξαναγυρίζω τώρα στο παράδειγμα αυτό, μέσα από μια τεράστια εισαγωγή, για μεγαλύτερη ασφάλεια, καθώς γυροφέρνω ένα θέμα που θα επιχειρήσω να το επιγράψω, καίγοντάς το ίσως προκαταβολικά:

Σκέφτομαι δηλαδή κατά πόσο η σάτιρα πρώτα, η φάρσα έπειτα, η πρόκληση πιο πέρα, η μικροπροβοκάτσια στην καθημερινή ζωή, με την εξωτερική εμφάνιση π.χ., η πρόκληση στον δημόσιο βίο, στον καλλιτεχνικό κατά κανόνα χώρο, ενδέχεται συχνά να χαρακτηρίζεται από ένα κάποιο ηθικό έλλειμμα –με προϋποτιθέμενη μάλιστα τη φύσει ή θέσει ανωτερότητα του φαρσέρ, του προβοκάτορα, του πρωτοπόρου καλλιτέχνη ακόμα ακόμα.

Ζόρικο το θέμα, και θα χρειαστεί να φλυαρήσω, πλαγιοκοπώντας το, αλλιώς κινδυνεύουμε να βουλιάξουμε στην αυθαιρεσία και το δογματισμό.

Και νά, σκέφτομαι, μια πολυτέλεια που δεν μπορεί να την έχει η σάτιρα: η σάτιρα δηλαδή, ακόμα και από τον οξυδερκέστερο κωμικό, τον Λαζόπουλο λόγου χάρη, δεν μπορεί από τη φύση της να αναλύσει, έστω και με τον κίνδυνο να πλατειάσει. Το ίδιο κι ένα τραγούδι, από έναν ιδιαίτερα στοχαστικό και πολιτικοποιημένο συνθέτη, τον Σαββόπουλο φερειπείν. Σ’ αυτές τις δύο, ενδεικτικά, περιπτώσεις όλα πρέπει να γίνουν αστραπιαία, μέσα από μια ατάκα, μια μούτα, ένα κλείσιμο του ματιού, ένα στίχο στο τραγούδι, άντε ολόκληρο ένα τραγούδι. Που έτσι καταδικάζεται να συνθηματολογεί, πράγμα από τη φύση του επικίνδυνο, έως –συχνά– και αντιδραστικό! Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το έχω ξαναγράψει, ο περίφημος «πολιτευτάκιας» του Σαββόπουλου, που τόσο εύκολα συναντιέται με τον ισοπεδωτικό αντιδραστικό λόγο για τη σαπίλα των πολιτικών, που «όλοι ίδιοι είναι» κ.τ.τ.

Ενώ αυτή η πολυτέλεια που είπα, μπορεί να λειτουργεί ανακουφιστικά, σαν δικλίδα ασφαλείας, στον ανάλογα εξουσιαστικό ρόλο κάποιου που γράφει σε εφημερίδα –λέω για να υπογραμμίσω μια συστατική διαφορά του μέσου, κι όχι για να εξασφαλίσω τάχα αυτομάτως απαλλακτικό για την αφεντιά μου.

Συνθηματολογικά λοιπόν μπορεί –ή πρέπει!– να λειτουργεί η σάτιρα, ένα τραγούδι, ή ένα ανέκδοτο. Και η φάρσα; Προφανώς και υπάρχουν λογής λογής φάρσες. Πόσες φορές δεν έχουμε γελάσει με καλόκαρδες φάρσες, φάρσες που κάνουμε οι ίδιοι μεταξύ μας, φάρσες που βλέπουμε στην τηλεόραση, σε ειδικές μάλιστα εκπομπές. Αντιδρά όμως πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, δέχεται πάντοτε το ίδιο ανώδυνα τη φάρσα το εκάστοτε θύμα, εντός ή εκτός εισαγωγικών;

Σκόπιμα θα ξεκινήσω με δύο σημαδιακές για μένα φάρσες. Η πρώτη, αν είναι φάρσα ακριβώς:

«Κυρίες και κύριοι, μετά λύπης μου σας αναγγέλλω ότι απρόοπτοι τεχνικοί λόγοι μας υποχρέωσαν να ματαιώσουμε την παρουσίαση του τελευταίου μέρους αυτού του προγράμματος» βγαίνει και ανακοινώνει κάποιος στο εμβρόντητο κοινό, 2η εβδομάδα σύγχρονης μουσικής, στο Χίλτον, 1967: ώστε δε θα παιχτεί η πολυαναμενόμενη Κυρία με τη στρυχνίνη του Γιάννη Χρήστου! «Όπως καταλαβαίνω, πολλοί από σας θα αισθανθήκατε μια κάποια απογοήτευση, και δικαιολογημένα» συνεχίζει ο άνθρωπος αυτός, ελαφρό σούσουρο στην αίθουσα, κυριαρχεί αυτό που τόσο ωραία το λένε οι αγγλόφωνοι και οι γαλλόφωνοι, η frustration, λέξη ψωμοτύρι γι’ αυτούς, αμετάφραστη για μας, «ματαίωση» τη λέει, σαν ειδικό πια όρο, η ψυχολογία -λίγο βαρύγδουπος ακούγεται, εύγλωττος όμως. «Έτσι λοιπόν, παρά τις δυσκολίες μας, δε θα σας αφήσουμε απογοητευμένους. Αποφασίσαμε να σας παρουσιάσουμε ένα άλλο έργο, του ιδίου συνθέτη. Και τώρα δυο λόγια γι’ αυτό το αναπληρωματικό έργο. –Διαμαρτύρομαι!» πετάγεται μια γυναίκα, και μόνο τότε καταλάβαμε πως όλη η σκηνή ανήκε στο έργο. Ελάχιστα θυμάμαι από εκείνη τη βραδιά, θαμπωμένος πιτσιρικάς τότε, μόνο το κατακόκκινο φόρεμα στη σκηνή, τη σολίστ της βιόλας, Ρόντα Λη Ρήα, το όνομά της με συνόδευε πάντοτε σαν μαγικό ξόρκι, να το γράψω κι αλλιώς: Rhoda Lee Rhea, συναρπαστικό, όσο και το έργο, η εμπειρία, μια θολή ανάμνηση έμεινε (τα λόγια, μη φανταστείτε, τα ακούω τώρα από το σιντί!), μια ανάμνηση οργανωμένη γύρω από τη «ματαίωση» κυρίως –υποκειμενικό οπωσδήποτε, θα έχει να κάνει και με την ηλικία.

Η άλλη φάρσα, επώδυνη αυτή, σφραγίζει την ενήλικη ζωή μου. Πάνε κάπου δεκαπέντε χρόνια, ο πατέρας μου έχει χειρουργηθεί από καρδιά, τηλεφωνάω στη μάνα μου, να συνεννοηθούμε για τις βάρδιες, εκείνη δεν αναγνωρίζει τη φωνή μου, πιάνω κι εγώ και αυτοσχεδιάζω: με γεροντίστικη φωνή, το φόρτε μου, πετάω ένα περίεργο, αναληθοφανές επώνυμο, χαμπάρι η μάνα μου, παίρνω φόρα εγώ, παριστάνω μια παλιά συνάδελφο τάχα του πατέρα μου, της λέω πόσο ερωτευμένη ήμουν κάποτε, όπως και όλες σχεδόν οι συναδέλφισσες, με τον σύζυγό της, αλλά εκείνος βράχος, πιστός σ’ αυτήν και μόνο. Η μάνα μου κολακευμένη το κρυφοδιασκεδάζει με τις εξομολογήσεις της γηραιάς και ίσως ψιλοσαλεμένης κυρίας. Κάνα μισάωρο κράτησε το τηλεφώνημα, δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες, το ίδιο απόγεμα στο νοσοκομείο αρχίζει η μάνα μου να διηγείται ξεκαρδισμένη το τηλεφώνημα. Ο πατέρας μας προσπαθεί να θυμηθεί, δεν τα καταφέρνει, κολακεύεται πάντως κι αυτός, και το διασκεδάζει, εγώ με τ’ αδέρφια μου, που ξέρουν ήδη την ιστορία, κλαίμε κυριολεκτικά από τα γέλια. Ώς τη στιγμή που αποφάσισα να αποκαλύψω τη φάρσα. Η μάνα μου ούτε να το ακούσει, υπερασπιζόταν έναν τόσο δα, μικρό θησαυρό της. Πεισμωμένος θαρρείς, βάλθηκα να της αποδείξω τη φάρσα, αναφέροντας λεπτομέρειες που τις είχε παραλείψει. Μαράθηκε, δεν έχω λόγια να περιγράψω πώς και πόσο.

Όταν το συνειδητοποίησα, ήταν αργά να τα μπαλώσω. Προτίμησα να μην ξαναναφερθώ ποτέ. Τώρα, και να ’θελα, δε γίνεται.

Και νά τι έλεγα. Αυτός που κάνει μια φάρσα, ακόμα και μια καλοπροαίρετη, χαριτωμένη ίσως, «ανώτερος» αφού στήνει και ορίζει όλο το παιχνίδι, μπορεί να προκαλέσει μια μικρή καταστροφή. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για φάρσες που βασίζονται στον αιφνιδιασμό ή τον τρόμο του άλλου. Και πού να φτάσουμε στην πρόκληση.

Έχουμε μπόλικη συνέχεια.

buzz it!

26/6/08

δηλαδή, [απ]αίτηση για λογοκρισία; ω ναι!

Αγαπητή "Αυγή",

Αν ο Κώστας Βούλγαρης δυσκολευόταν να επιδείξει τον ελάχιστο σεβασμό στον Άγγελο Ελεφάντη, τον άνθρωπο που συν τοις άλλοις τον ανέδειξε, όπως ο ίδιος γράφει, καλύτερα ας σιωπούσε.

Αναφέρομαι στο είδος «επικηδείου» που επέλεξε να συντάξει ("Αυγή" 8/6), με νωπό ακόμα το χώμα στον τάφο του Άγγελου Ελεφάντη, έναν επικήδειο-ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών όχι μόνο με τον μεγάλο μας φίλο αλλά ακόμα και με τρίτους.

Και αν αυτά είναι «ευαισθησίες» έστω, άγνωστες στον Κ.Β., αποτελεί τότε, πιστεύω, στοιχειώδες χρέος μιας εφημερίδας της Αριστεράς να υπερασπίσει όχι τόσο τον Άγγελο Ελεφάντη όσο το δημόσιο ήθος.

Φιλικά
Γιάννης Η. Χάρης


και κάποιες λεπτομέρειες με το "ιστορικό":

Επειδή το σάιτ της Αυγής μια ανοίγει και τρεις δεν ανοίγει, αντιγράφω εδώ ενδεικτικά λίγες γραμμές από το κείμενο του Κ.Β., σχετικά με τα «νέα μέτωπα και [την] άνευ όρων ενδοτικότητα του Ελεφάντη σε παράδοξες “ενότητες”», και αφού ο Α.Ε. είχε έρθει σε ρήξη με τον Κ.Β.:

«Στον αντίποδα, εξελισσόταν η πιο παράδοξη από τις πολιτικολογοτεχνικές, εντέλει ιδεολογικές “ενότητες” του Ελεφάντη, [...] δηλαδή η ταύτισή του με τον Νάσο Βαγενά, ο οποίος και δημοσίευε φιλολογικές πραγματείες στον Πολίτη μέχρι τα τελευταία τεύχη. Όμως η μοίρα το έφερε, την ώρα που το χώμα κάλυπτε τη σορό του Άγγελου, ο εν λόγω καθηγητής να αναπτύσσει στο Βήμα το βαθυστόχαστο θέμα: “Δεσπόζουσα ανάμεσα στους χούλιγκαν… είναι η ηθική παρουσία του κ. Αλαβάνου, που με τις εκάστοτε ανόητες δηλώσεις του… τροφοδοτεί το χάος στα πανεπιστήμια…» Ήταν η μοίρα, όμως; Όχι. Πρόκειται για μία ακόμη, βασική πλευρά του Άγγελου: έδινε πολύ εύκολα “χρίσματα” αριστεροσύνης, έναντι των “αναγκαιοτήτων” που θεωρούσε σημαντικές, εδώ απέναντι στον “μεταμοντέρνο” κίνδυνο και, συγκεκριμένα, απέναντι στο φάντασμά του. Έτσι, από τη μια υπήρχε η επιμονή του στο “βάθεμα” των διασπάσεων μεταξύ των φίλιων δυνάμεων, και από την άλλη οι παράταιρες, “μετωπικές” ενότητές του, ακόμη και με συντηρητικούς λογίους. Κοινός παρονομαστής, μια τυπικά μεσοπολεμική κομμουνιστική αντίληψη των αντιθέσεων, και η συνακόλουθη βεβαιότητα της ιδεολογικής επάρκειας».

Θα κουράστηκε ο αναγνώστης. Να διαβάζει το πεισμωμένο, προδομένο παιδάκι που ο μπαμπάς έπαψε να το αγαπάει, και τώρα αγαπάει άλλο παιδάκι, που είναι σιχαμένο, κακό και δεξιό, και νά, δείτε, κυρία, κι εσείς τα άλλα παιδάκια, αυτό το δεξιό παιδάκι είπε κακά λόγια για τον άλλο μας, τον μεγάλο πατερούλη, για να καταλάβετε δηλαδή πόσο συντηρητικό είναι αυτό το παλιόπαιδο, αλλά φταίει ο δικός μου μπαμπάς, που του έδωσε αυτό το πώς το λένε, το «χρίσμα αριστεροσύνης», που κανονικά ήταν δικό μου, αφού ο ίδιος ο μπαμπάς μού το είχε δώσει παλιά εμένα και τώρα έπιασε και το ’δωσε στο κακό παιδάκι, αλλά τέτοιος ήταν ο μπαμπάς, του φταίγαν κάτι, να δείτε, κυρία, «μεταμοντέρνα» τα λένε, αφήστε που ήταν κολλημένος ο μπαμπάς σε κάτι "μεσοπολεμικές κομμουνιστικές αντιλήψεις", πόπο, το είπα όλο λοιπόν, και σωστά νομίζω, ε, κυρία;

Όμως νά τι άλλο του έχει κάνει του Κ.Β. αυτό το άλλο, το δεξιό παιδάκι!


[Το κείμενο του Κ.Β. δημοσιεύτηκε στο κυριακάτικο φύλλο της 8/6, στην πρώτη σελίδα του ενθέτου "Αναγνώσεις" (σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Λήδα Καζαντζάκη, Μάρθα Πύλια, Άλκης Ρήγος). Στο ίδιο φύλλο, τα "Ενθέματα", παιδί ουσιαστικά του Α.Ε., είναι αφιερωμένα ολόκληρα στον νεκρό φίλο (επιμέλεια: Στρατής Μπουρνάζος), με 45 κείμενα παλιών και νέων συνεργατών και φίλων (εκεί κι ένα δικό μου). Η ειρωνεία είναι ότι τα "Ενθέματα" είναι πάντοτε "ένθετα" στις "Αναγνώσεις", κι έτσι τα κείμενα των φίλων επιστέφονται από το αχαρακτήριστο κείμενο του Κ.Β. Περίμενα, όπως και άλλοι φίλοι, μήπως κάτι έγραφε η εφημερίδα στο επόμενο κυριακάτικό της. Μπα! Έστειλα έτσι αυτό το σύντομο γράμμα, που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 22/6 --κάπου σε μια γωνίτσα, αλλά αυτό είναι το λιγότερο.]


ΥΓ., και επειδή ο καθένας με τα κολλήματά του (για μένα το λέω): στο γραμματάκι αυτό είχα γράψει: "στον επικήδειο", θέλησα να διορθώσω: "στο είδος επικηδείου", μου ξέφυγε το -ν- στο "στον", και έμεινε: "στοΝ είδος επικηδείου", και έτσι τυπώθηκε. Μικρό οπωσδήποτε το κακό, θα το φορτώσει κανείς στον δαίμονα του τυπογραφείου, πάντως θα χρωστούσα χάρη στη Διόρθωση της εφημερίδας, αν το διόρθωνε. Τουλάχιστον μου... διόρθωσε το "ακόμα" σε "ακόμη" --ε, ας μην τα θέλω όλα δικά μου :-)

buzz it!

19/6/08

Πρόταση για θέμα στις πανελλαδικές του 2009, χωρίς προμεταφρασμένες λέξεις

KEIMENO

«Ο [τάδε ηθοποιός] ήταν θαυμάσιος στην τελευταία σκηνή, όπου η μέθη ώθησε μια πάσχουσα ρητορική μελοδράματος αλλά ερίζεται δραματουργικά αν είναι η μέθη που μιλά ή ο αληθινός πόθος που εκλύεται.»
[K. Γεωργουσόπουλος, Τα Νέα, 17.6.08]

διαβάστε τη συνέχεια...

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. «η μέθη ώθησε μια πάσχουσα ρητορική μελοδράματος»: δώστε ένα δικό σας παράδειγμα, τι άλλο θα μπορούσε να ωθεί η μέθη

2. «ερίζεται [...] αν είναι η μέθη που μιλά…»: δώστε δύο τουλάχιστον συνώνυμα του ρήματος ερίζομαι


ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

1. η μέθη ώθησε ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα… το ένα τ’ άλογο να είναι άσπρο όπως τα όνειρα που έκανα παιδί το άλλο άλογο να είναι μαύρο σαν την πικρή μου την κατάμαυρη ζωή

2. ερίζομαι: (α) διαφωνούμαι ή διαφωνίζομαι, (β) διχογνωμούμαι ή διχογνωμίζομαι


Οδηγία προς εξεταστές: πιθανή ένσταση εξεταζομένων ότι το σωστό είναι αερίζεται, και άρα πρόκειται για τυπογραφικό λάθος, μπορεί να γίνει δεκτή

buzz it!

15/6/08

Λέξεις, λέξεις, λέξεις

Τα Νέα, 14 Ιουνίου 2008 [οι σημειώσεις προστέθηκαν εδώ]

Το ανδροειδές είναι ρομπότ με χαρακτηριστικά ανθρώπου, διαβάζουμε σε εκτενές λήμμα στην περίφημη Wikipedia , ανδροειδή-ρομπότ, σάιμποργκ κτλ. συναντά κανείς στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας λ.χ., αλλά πια και στην πραγματικότητα, με πρώτο τελειοποιημένο το ιαπωνικό DER 01, με μορφή γυναίκας, το 2005, πολλές γενικότερα οι αναφορές στο διαδίκτυο -όχι όμως στα σύγχρονα ελληνικά λεξικά





«Τα νέα ελληνικά μεταφράζονται στα νέα ελληνικά», «Τώρα χρειάζεται γλωσσάρι και για τον Σεφέρη», «Ποιος ο λόγος να γίνονται εξετάσεις στα νέα ελληνικά όταν μαζί με το κείμενο δίνεται και η μετάφρασή του;»

διαβάστε τη συνέχεια...

Αυτές είναι μερικές από τις εκφράσεις του ηθικού πανικού που ακολούθησε τις φετινές πανελλαδικές εξετάσεις στο μάθημα των νέων ελληνικών, όπου το υπουργείο ερμήνευσε προκαταβολικά εφτά λέξεις, κοινές οι περισσότερες αλλά με μεταφορική ή ποιητική χρήση στο συγκεκριμένο απόσπασμα.

Διπλή η παγίδα για τους ποικίλους τιμητές: η πρώτη, που περισσότερο τους χαλούσε τον τραχανά, είναι ότι την ερμηνεία δεν τη ζήτησαν οι εξεταζόμενοι, όπως είχε γίνει το 1985 με την ευδοκίμηση και την αρωγή, άρα δεν τεκμηριωνόταν αυτομάτως η «λεξιπενία» των νέων, την οποία όμως φάνηκε να την προεξοφλεί το υπουργείο κτλ.· μπερδεύτηκε έτσι ο στόχος: οι νέοι ή το υπουργείο; ή και οι δυο μαζί;

Η δεύτερη παγίδα, στην οποία έπεσαν σχεδόν οι πάντες, είναι ακριβώς η ειδική, μεταφορική χρήση των κατά τα άλλα κοινών λέξεων: χωρίς να διαβάσει κανείς το σχετικό απόσπασμα, άρχισε η εύκολη ειρωνεία: οι νέοι δεν ξέρουν ή το υπουργείο ξέρει ότι δεν ξέρουν τι πάει να πει ροπή και περασμένος!*

Σίγουρα ο ηθικός πανικός ήταν μικρότερος από ό,τι το 1985, αλλά δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό: τότε το σοκ ήταν ισχυρό, ζούσαμε τις ενδοξότερες μέρες του Νέου Γλωσσικού, με τον Ελληνικό Γλωσσικό Όμιλο κτλ. Σήμερα, και μολονότι ακόμα και μία από τις τότε ηγετικές μορφές του αγώνα, ο Γ. Μπαμπινιώτης, αντικρούει τις απόψεις περί λεξιπενίας, η απαξίωση της ΝΕ γλώσσας έχει διαπεράσει ευρύτερα στρώματα, η παρακμή θεωρείται δεδομένη, η καταστροφή συντελεσμένη, κι έτσι μοιάζει να περιττεύει ο σοβαρός σχολιασμός: έχουμε απλώς ειρωνικά γελάκια, του τύπου: «τι περιμένατε; τα λέγαμε εμείς!»

Αυτό άλλωστε έμεινε, η ανεκδοτολογικού τύπου αναφορά, και από την εποχή της ευδοκίμησης-αρωγής, κι ας υπήρξε ουσιώδης αντίλογος τότε, όχι μόνο για την ανυπόστατη –και για τη γλωσσολογία και για την κοινή επιτέλους πραγματικότητα– λεξιπενία, αλλά ακόμα και για το ίδιο το θέμα (από κείμενο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου), που τον βερμπαλισμό του λ.χ. τον είχε υποδείξει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης. Υπενθυμίζω το θέμα των εξετάσεων: «Ο άνθρωπος ο αποφασισμένος να μάθει πολλά γράμματα και να διαπρέψει σε μια επιστήμη ή σε μια τέχνη δεν αποβλέπει πια, κατά την επικρατούσα αντίληψη, στην προσωπική του μόνο ευδοκίμηση. Προσφέρει και στους άλλους πολύτιμη αρωγή».

Έτσι μπόρεσε να γράψει αίφνης εδώ (24/5) ο Τ. Θεοδωρόπουλος, με αφορμή το τωρινό «κρούσμα»: «Το σκάνδαλο συνίστατο στην αντιδημοκρατική χρήση, εκ μέρους των εξεταστών, δύο λέξεων των οποίων η σημασία ήταν άγνωστη στις πλατιές λαϊκές μάζες, βρομούσαν καθαρεύουσα και ήταν γενικώς απαράδεκτες…» Γλωσσολογία οπωσδήποτε, ιστορία της γλώσσας, αλλά κυρίως εδώ παιδαγωγική, παιδοψυχολογία, και άλλα στοιχειώδη, όλα στύβονται και μένει η εν είδει αυτονόητου –κι αυτό είναι το χειρότερο– χαριτολογία, μάλλον η χοντρή ειρωνεία.

Πιο εύκολη τώρα η ανεκδοτολογία, «μετάφραση των νέων ελληνικών στα νέα ελληνικά», όπως είπαμε, και σίγουρα αυτή πάλι θα μείνει. Οφείλουμε όμως εμείς να επιμείνουμε στην άχαρη δουλειά, τον έλεγχο εν προκειμένω των επίμαχων λέξεων, καθώς μάλιστα έχουμε να κάνουμε με το προαιώνιο πλέγμα παρανοήσεων που ταυτίζουν τη γλώσσα με τις λέξεις, μετρούν με λέξεις την αξία μιας γλώσσας, ειδικότερα τη γλωσσική επάρκεια του χρήστη κτλ.

Επαναλαμβάνω όσα ανέφερα στην περασμένη επιφυλλίδα για τέσσερις από τις εφτά λέξεις. Είχαμε λοιπόν, κλιμακωτά: πρώτα

1. την ίσως υπερβολική εκτίμηση ότι η λέξη ψεγάδι είναι προβληματική στην κατανόησή της· έπειτα

2. την αμήχανη ή που σίγουρα γεννάει αμηχανία χρήση της λέξης περασμένοι [άνθρωποι], μια χρήση εμφανώς ποιητική-μεταφορική, ασυνήθιστη στον κοινό λόγο, προκειμένου για νεκρούς ανθρώπους·**

3. την ελαφρώς αδόκιμη χρήση της λ. παρωχημένοι, μιλώντας πάλι για ανθρώπους (= ντεμοντέ άνθρωποι;)· και το σοβαρότερο:

4. την ειδική χρήση τής λ. ροπή= «άποψη» στο σεφερικό κείμενο, μακριά δηλαδή από τις σημασίες που δίνουν όλα τα λεξικά!

Έμειναν άλλες τρεις:

5. να εξοβελιστεί: εδώ, αντίθετα ίσως με το ψεγάδι, πιστεύω ότι κοροϊδεύεται, αν δε μας κοροϊδεύει, όποιος θεωρεί κοινόχρηστη τη λόγια αυτή λέξη, που βεβαίως και ανήκει στο σώμα της νεοελληνικής, όχι όμως αυτομάτως και στο καθημερινό λεξιλόγιο, πόσο μάλλον των εφήβων· πιο σοβαρά:

6. του ανδροειδούς, δηλαδή «του ανθρωπόμορφου», όπως ορθά ερμηνεύει το υπουργείο. Έδωσε και πήρε και εδώ η ειρωνεία. Ωστόσο, σήμερα η λέξη ανδροειδές

(α) αναφέρεται σε ρομπότ, όπως θα διαπιστώσει λ.χ. όποιος την αναζητήσει στο ίντερνετ: π.χ. «Η Κορέα εμφάνισε το δεύτερο ανδροειδές», και λέω να την αναζητήσει στο ίντερνετ, γιατί αλλού δεν θα τη βρει:

(β) ενδεικτικά, και όλως περιέργως, δεν υπάρχει σε κανένα από τα σύγχρονα και έγκυρα λεξικά, ούτε καν στο βουλιμικό λεξικό Μπαμπινιώτη –ούτε με την «παλιά» αλλά ούτε και με τη σημερινή σημασία· ενώ

(γ) ακόμα και σε παλιά λεξικά, όπως το μεγάλο του Δημητράκου, έχει τη σημασία την οποία δείχνει από μόνη της η λέξη: «προσόμοιος με άνδρα», και όχι γενικά με άνθρωπο· και ακόμα πιο σοβαρά:

7. υπόδικη= «υπόλογη, ένοχη», κατά το υπουργείο. Εδώ πύκνωσαν οι αντιδράσεις, κυρίως επειδή η λανθασμένη ερμηνεία «ένοχη» συνιστά και ιδεολογικό ατόπημα, αφού καταργεί το τεκμήριο της αθωότητας, όπως επισημάνθηκε κατά κόρον. Σωστό, οπωσδήποτε. Πώς το ’χει όμως ο Σεφέρης;

«Όλα τούτα θα μπορούσα να τα ονομάσω με τη λέξη παράδοση, που την ακούμε κάποτε ψυχρά και μας φαίνεται υπόδικη.»

Ο Σεφέρης είναι Σεφέρης, και δε μικραίνει στο παραμικρό το ανάστημά του με μία ή δύο ή εκατόν δύο άστοχες εκφράσεις. Και η συγκεκριμένη είναι κατεξοχήν άστοχη, ας μου επιτραπεί να επιμείνω. Μια λέξη, μια έννοια, μπορεί να είναι υπόδικη; υπόλογη; Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, μόνο διασταλτική ερμηνεία χωρεί, προκειμένου μάλιστα για συνθήκες σχολικής πράξης, και πολύ περισσότερο εξετάσεων: και τότε η «ένοχη» είναι μια κάποια λύση –στο συγκεκριμένο, επιμένω, στη σχολική πράξη, ξαναλέω, ιδίως σε εξετάσεις.

Η λογοτεχνία πρόσχημα

Και βέβαια δεν είναι μετάφραση αυτό, υπερερμηνεία είναι, έτσι τη χαρακτηρίζει εύστοχα ο Παντελής Μπουκάλας («Η παραδοσιακή ροπή προς τις ιερεμιάδες», Καθημερινή 1/6), και θίγει ένα ουσιαστικό θέμα:

«κάθε ερμηνεία, το ξέρουμε, όπως και κάθε μετάφραση, είναι σχεδόν υποχρεωτικά συρρικνωτική: στον ποιητικό ιδίως λόγο, ακόμα κι όταν εμφανίζεται ως δοκιμιακός, μια λέξη υπάρχει με την πολυσημία της· τους αναγνώστες της ποίησης αυτό τους τέρπει, τους εξεταζόμενους όμως, και μάλλον και τους εξεταστές τους, τους μπερδεύει, διότι πρέπει να βαθμολογηθούν και να βαθμολογήσουν, κι αυτό σημαίνει ότι η λογοτεχνία και η πρόσληψή της πρέπει να μετρηθούν όπως τα μαθηματικά, πράγμα δύσκολο».

Ιδού όμως η επιγραμματική και αρμοδιότερη τοποθέτηση του Δ. Ν. Μαρωνίτη, αρμοδιότερη καθώς προέρχεται από εκπαιδευτικό, πανεπιστημιακό δάσκαλο, και μαζί κριτικό της λογοτεχνίας:

«Η διδασκαλία [...] των λογοτεχνικών κειμένων μέσα στην τάξη έχει νόημα, μόνον εφόσον αποκαλύπτει προοδευτικώς τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα της γλώσσας τους. Με την προειδοποίηση μάλιστα πως η γλωσσική επαφή και τριβή των μαθητευομένων με τα λογοτεχνικά κείμενα δεν είναι τελικώς χρησιμοθηρική, αλλά, με την ευρύτερη και βαθύτερη έννοια της λέξης, ψυχαγωγική. Πέρα δηλαδή από την ηδονή, προσφέρει στον μαθητευόμενο πρόγευση της προσωπικής εκφραστικής περιπέτειάς του, την ευθύνη της οποίας οφείλει να αναλάβει ο ίδιος. Προς αυτήν και μόνον την κατεύθυνση τα αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα αξίζει να διδάσκονται: όχι ως γλωσσικά πρότυπα, αλλά ως παραδείγματα ενδογλωσσικής αυτογνωσίας».***
Όμως οι μεν χρησιμοποιούν τη λογοτεχνία σαν πρόσχημα για την ανακύκλωση παρωχημένων ιδεών και πρακτικών, με το μάθημα της έκθεσης άλλο ένα μέσο μηχανιστικής αναπαραγωγής κατεστημένων ιδεών (όπως αυτήν τη φορά που, μέσα από τις ερωτήσεις, προβάλλει η παράδοση σαν αυτονόητο αγαθό –άρα «και η προίκα, και ο ποικιλότροπος αποκλεισμός των γυναικών…» και πλήθος άλλα που μνημονεύει πάλι ο Π. Μπουκάλας).****

Και οι δε σαν μετρητή λέξεων και γλωσσομεζούρα, πρόσχημα και αυτοί, λιανοντούφεκο στον πάντοτε ανθηρό ιδεογλωσσικό πόλεμο.

Και πάνω απ’ τα κεφάλια, διάολε, αν όχι κατευθείαν στα κεφάλια των αθώων εδώ παιδιών.


* Όχι μόνο στο σεφερικό απόσπασμα δεν ανέτρεξαν, όπως είναι φανερό σε όλες τις αναφορές, αλλά ακόμα και για τις επίμαχες λέξεις δούλεψε το σπασμένο τηλέφωνο: χαρακτηριστικά ο Β. Πάικος, Αυγή 25.5.08, γράφει: «αν ήξερε ο Σεφέρης, θα περιέπιπτε σε μεγάλη μελαγχολία ο χριστιανός. Μπορεί και να ’σκιζε τις Δοκιμές του. Όμως ευτυχώς έφυγε νωρίς. Εγκαίρως πάντως. [...] οι υπ’ αυτόν [τον Στυλιανίδη] εκπαιδευόμενοι έφηβοι αγνοούν τα ψεγάδια, τα παρωχημένα, τα επίδικα, τα εξοβελιστέα, και τα ανθρωποειδή»: στις πέντε λέξεις δηλαδή που μεταφέρει οι δύο (επίδικα, ανθρωποειδή) είναι λάθος.

** Μάλλον θυμηδία προκαλεί η προσπάθεια κάποιου σκηνοθέτη (Ν. Καμτσή) που σε επιφυλλίδα του στο Έθνος, 6.6.08, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει όλες τις επίμαχες λέξεις (υπογραμμίζω εγώ): «Εικόνισμα κάνω [...] τον καθηγητή Σουρμελίδη, περασμένος πια, που μας αποχαιρετούσε για το καλοκαίρι φορτώνοντάς μας με πέντε-έξι καλοκαιρινές εργασίες πάνω στον Ροϊδη, τον Κάλβο, τον Σολωμό…» Φιλότιμη η προσπάθεια, έμαθε μια «καινούρια» λέξη ο σκηνοθέτης, που συν τοις άλλος επιγράφει την επιφυλλίδα του: «Πεθαίνω ως γλώσσα», ακολουθώντας δηλαδή το περίφημο έργο του Δ. Δημητριάδη Πεθαίνω σα χώρα, φέρνοντάς το όμως, κατά τη γνωστή αήθη πρακτική, στα δικά του μέτρα, τα νεοκαθαρεύοντα (και αγράμματα, εν προκειμένω, αφού το ως εδώ είναι λανθασμένο).

*** «Τα λογοτεχνικά κείμενα ως γλωσσικά πρότυπα», Συνέδριο για την ελληνική γλώσσα (Αθήνα, 29 Νοεμβρίου - 1 Δεκεμβρίου 1996): 1976-1996, Είκοσι χρόνια από την καθιέρωση της Νεοελληνικής (Δημοτικής) ως επίσημης γλώσσας, Πρακτικά συνεδρίου οργανωμένου από τον Τομέα Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και τη Γλωσσική Εταιρεία Αθηνών, Αθήνα 1999, σ. 246.

**** «Εφόσον η παράδοση προτείνεται ευθύς εξαρχής ως αγαθή, τι βαθμό θα έβαζε άραγε ένας εξεταστής, ακολουθώντας τις υπουργικές οδηγίες και ερμηνεύοντας το πνεύμα του θέματος, σε έναν μαθητή που θα έγραφε ότι “παράδοση” είναι και η προίκα, και ο ποικιλότροπος αποκλεισμός των γυναικών, και η βέργα ή ο χάρακας, και η ομοιόμορφη ενδυμασία των μαθητών, α, και το ρουσφέτι, και το μέσον ή βύσμα, και η μαγκιά, και οι “μακριοί σταυροί” της υποκρισίας κ.ο.κ., άρα υπάρχει λόγος “απομάκρυνσης”;» γράφει ο Π. Μπουκάλας (όπ. παρ.), αναφερόμενος διεξοδικά στην ερώτηση που στιγματίζει την απομάκρυνση των νέων από την παράδοση.

Για την ανακύκλωση όμως των κατεστημένων ιδεών και των στερεοτύπων μέσα από το μάθημα της έκθεσης βλ. χαρακτηριστικά το άρθρο του Θάνου Κάππα, ενεργού φιλολόγου, «Ωραία, παραδοσιακά θέματα για νέους», Athens Voice 5-11.6.08 (αλλά και εδώ).

buzz it!

13/6/08

Η Νατάσσα που έβαλε τα καλά της, ο Πειραιώς, κι αυτός με τα καλά του, τσάρκα στο πάρκο της ομοφοβίας

1. Η Νατάσσα, πάντα με τα δύο σίγμα, ίσως για να προφέρουμε παχύ το σίγμα, να μας θυμίζει κάτι από Τσέχοφ λόγου χάρη, άσχετα αν μας θυμίζει και τον Τάσσο Παπαδόπουλο, η Νατάσσα λοιπόν έβαλε τα καλά της.

Έτσι, η Νατάσσα που, σε παλαιότερη –άκρως κατεδαφιστική– κριτική της στο Δύο του Παπαϊωάννου, αφιέρωσε, όπως έγραφα, σχεδόν τα τέσσερα πέμπτα του κειμένου της στον ομοφυλοφιλικό, λέει, προβληματισμό του έργου, με αποκορύφωμα το εξής χωροφυλακοχαφιέδικο:

διαβάστε τη συνέχεια...

«Δεν διαφέρει δηλαδή και πολύ το “2” απ’ το κήρυγμα των λογής τηλεοπτικών “καφενείων” που αναλύουν το θέμα “τις πταίει διά το χάλι της νεολαίας τής σήμερον”, ούτε και λογής άλλων “Συλλόγων Ανορθώσεως της Ηθικής των Νέων ο Ιωάννης Μεταξάς”, μόνο που αντί για ομαδικές παρελάσεις (καθότι η άσκηση πειθαρχεί το πνεύμα της νεολαίας) προτείνεται ως λύση κάποιο χαμάμ ή τόπος ψωνιστηρίου (από τους πολλούς που ανθούν στην πόλη και όπου πραγματοποιείται το laissez faire-laissez passer, επιπροσθέτως δε κινείται η οικονομία και βρίσκεται λύση –έστω φευ! προσωρινή– στο πρόβλημα απασχόλησης του αλλοδαπού εργατικού δυναμικού)».

Αυτή η Νατάσσα λοιπόν, έβαλε, λέω, τώρα τα καλά της –και από την πόλη έρχεται:

Σε τωρινή, γενικά επαινετική κριτική της για το καινούριο ανέβασμα της Μήδειας του Παπαϊωάννου, το ένα τρίτο τώρα κοινωνιολογεί, αποκαλύπτοντας τα άλλοτε κρυφά γκέι σημάδια της παράστασης. Το δίνω ολόκληρο, και ασχολίαστο:

«Πέρα από ερμηνευτικές και εικαστικές αρετές, η τωρινή Μήδεια είχε απαράλλακτη την ατμόσφαιρα μιας ερωτικής μυστικότητας και μιας συνενοχής αλλοτινής, και όχι απαραίτητα ανάμεσα σε “στρέιτ” ζευγάρια. Δεκαπέντε χρόνια πριν, η γκέι αρτ δεν έχαιρε της ίδιας αποδοχής και ανεκτικότητας με τη σημερινή εποχή, γεγονός το οποίο δεν έθιξε άμεσα ούτε ήρθε σε ρήξη ο σκηνοθέτης/χορογράφος της Μήδειας. Απεναντίας, δημιούργησε εικόνες που το κοινό μπορούσε να προσλάβει εύκολα ως “ελληνική κληρονομιά”, ταυτίζοντάς τες όχι με τη ζωή μιας υπαρκτής και ολοζώντανης κοινωνικά κοινότητας, αλλά με πολιτισμικά σύμβολα του προδικτατορικού, γόνιμου καλλιτεχνικά παρελθόντος, όπως ο Τσαρούχης και ο Χατζιδάκις. Το κλίμα νοσταλγίας και σεβασμού στο παρελθόν δημιούργησε μια σχέση εμπιστοσύνης με το διστακτικό να ενστερνιστεί μεγάλες καινοτομίες ελληνικό κοινό. Ταυτόχρονα όμως, και χωρίς να το αντιλαμβάνεται, το ίδιο κοινό αποδέχθηκε στοιχεία ήπια δοσμένα και συμβατά με το θέμα, όπως για παράδειγμα το σφύριγμα-κάλεσμα (ή ως έκφραση θαυμασμού) για να κατέβει η γυναίκα-ερωμένη (Γλαύκη), ως μονοδιάστατη έκφραση μιας ετεροφυλόφιλης σχέσης, ενώ το ίδιο εύρημα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται σε κώδικα ερωτοτροπίας προς έναν άνδρα. Ήρωας για γκέι και στρέιτ ομάδες πληθυσμού, σταρ χάρη στην ικανότητά του να μην προκαλεί καλλιτεχνικές και κοινωνικές ρήξεις, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου δημιούργησε μια σχέση αλληλεξάρτησης με το κοινό του: από τη μια το οδήγησε σε μονοπάτια ενός τρόπου ζωής που επέμενε –φανερά τουλάχιστον– να αγνοεί ή/και να μην αποδέχεται, από την άλλη έπαιξε μπροστά του –με τρόπο που δεν έθιξε τον συντηρητισμό– ένα θέατρο όπου οι ρόλοι του ερωτικού αντικειμένου μπορούσαν άριστα να παιχτούν από γυναίκες και άνδρες».

Δεν νομίζω πως χρειάζεται να καθυστερήσουμε σχολιάζοντας –τι, εξάλλου; Την αγωνιώδη (κι ας είναι ο χαρακτηρισμός μου αυτός το μόνο και ίσως αυθαίρετο ερμηνευτικό σχόλιο) αναζήτηση σε ένα οποιοδήποτε έργο των γκέι ή μη γκέι στοιχείων του; Ας πούμε απλώς πως η Νατάσσα με το παχύ το σίγμα και την κριτική της από την πόλη έρχεται. Νομίζω, της ομοφοβίας.

2. Κι αντάμωσε στο δρόμο της τον άγιο Πειραιώς, Σεραφείμ τούνομα, κατευθείαν δηλαδή απ’ τους αγγέλους.

Ο άγιος Πειραιώς λοιπόν που πρόσφατα, όταν άρχισε η συζήτηση για τη συμβίωση ή το γάμο των ομοφυλόφιλων, μας είχε χαρίσει τη νοσηρή, αρμοδιότητας ψυχιάτρου, όπως έγραφα και επιμένω, διατύπωση γι’ αυτούς που «έκαναν αξία ζωής το σωλήνα αποβολής των περιττωμάτων»,

ο ίδιος άγιος φόρεσε τώρα γάντια, μη λερωθεί και άλλο από τα περιττώματα, και μας τα λέει με τρόπο, τάχα:

Πως η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού «καταδικάζει και βδελύσσεται όχι ασφαλώς τα ασθενούντα πρόσωπα (σ.σ. εννοεί τους ομοφυλόφιλους), τα οποία εντός της τραγικότητός των προκαλούν άλγος και συμπάθειαν, αλλά την ευτελή πρακτική αυτών, η οποία τυγχάνει αποτρόπαιος και εξόχως αποϊεροποιούσα το ανθρώπινον πρόσωπον, προξενούσα εν ταυτώ τραγικάς ασθενείας εις το τε σώμα και την ψυχήν εκ της παραχρήσεως των σωματικών οργάνων άλλως προορισμένων ως ευκόλως αντιλαμβάνεσθε».

Ώστε η παράχρησις πταίει, των άλλως προρισμένων σωματικών οργάνων. Του κώλου που χέζει δηλαδή, να το πούμε σεραφειμικότερα του Σεραφείμ, ή με τα λόγια με τα οποία το σκέφτεται το ιερό –και κοπρολαγνικό, μοιάζει– μυαλό του. Αν κάποιος όμως σκέφτεται με τέτοιους όρους, δε θα σκέφτεται άραγε ανάλογα και για το μουνί που κατουρεί; Τι μισογυνισμό δηλαδή, εντέλει, μπορεί να κρύβει η ίσα ίσα, τάχα, αποστροφή στην παρέκκλιση, η αναφορά στον μιαρό τον κώλο; Και τι μισανθρωπία, τότε, γενικότερα, από έναν μάλιστα –να το πω; ή θα γελάσουν τότε και οι κότες;– λειτουργό, και υψηλόβαθμο παρακαλώ, του θεού της αγάπης!

Γι’ αυτό έλεγα, αρμοδιότητας ψυχιάτρου. Και αν δεν έχει επιτέλους κάποιον γιατρό να του εξηγήσει την κατάστασή του, δεν έχει ούτε πέντε φίλους, συμβούλους, να τον προστατέψουν, να του πουν να μην εκτίθεται τόσο, να μη μαρτυριέται δηλαδή από μόνος του, να τον μαζέψουν απ’ το πάρκο, ιερέα άνθρωπο αυτόν, κι ας μείνει η Νατάσσα μόνη της να παίζει;

3. Έχει κι άλλα κορίτσια άλλωστε, πολλά, να παίζει εκεί (όχι πως λείπουν και τ’ αγόρια δηλαδή), με μόνιμα πιχί την Τατιάνα, τη Χριστίνα, κι άλλα…

Τώρα γι’ αυτές τα πάντα έχουν χιλιοειπωθεί. Κι οι ίδιες, απ’ την άλλη, τα έχουν χιλιοξαναματαπεί. Μόνο που κι αυτές τώρα φόρεσαν τα καλά τους, τώρα με τη σπαραχτική υπόθεση Σεργιανόπουλου. Και ο στιγματισμός είχε γίνει τώρα συντριβή. Τόση, που η Τατιάνα λόγου χάρη από το σοκ δεν μπόρεσε να διαβάσει ούτε το μάθημά της.

Και όταν αναφέρθηκε σε δημοσίευμα του Έθνους που έγραφε για δολοφονίες ομοφυλοφίλων, μίλησε για τη δολοφονία του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, του Ιταλού ηθοποιού Πιερ Πάολο Παζολίνι, του σχεδιαστή μόδας Τζάννι Βερσάτσε, του Τζο Όρτον.

Τον Βερσάτσε τον έπαιζε σίγουρα στα δάχτυλα, τον Ταχτσή, τι διάολο, κοτζάμ ομοφυλόφιλο και μάλιστα τραβεστί, σίγουρα επίσης θα τον είχε ακούσει, το όνομα Τζο Όρτον θα το διάβασε πολλές φορές να το αποστηθίσει, έμενε ο Ιταλός ηθοποιός. Παραδρομή, είπα. Μας είχε όμως λεπτομέρειες μετά: μας είπε έτσι πως ο δημοφιλής Ιταλός ζεν πρεμιέ, που έπρεπε να παίζει τον αρρενωπό στους διάφορους ρόλους, ήταν όμως πολύ… ευαίσθητος, μάσησε εδώ τα λόγια της, «τον έπαιρνε» ήθελε να πει, αυτός λοιπόν ο αρρενωπός πλην ευαίσθητος ζεν πρεμιέ δολοφονήθηκε το 1975 στην Όστια, εδώ ήταν στο στοιχείο της πια η Τατιάνα, τίποτα δεν της ξέφευγε, από ένα 17χρονο αγόρι, που είπε πως τον σκότωσε «επειδή του ζήτησε επαφή» –για να το πω έτσι, είπε με νόημα η Τατιάνα.

Ενώ η Χριστίνα, που αλήθεια έμοιαζε ειλικρινά συγκλονισμένη, ρωτούσε ευθέως κάποιον γιατρό, ψυχίατρο; δεν ξέρω, αν «φταίμε εμείς»: «Φταίμε εμείς; σας ρωτάω, γιατρέ μου, που δε βοηθήσαμε έπειτα από την τελευταία περιπέτειά του;» –αναφερόταν στην υπόθεση με τα ναρκωτικά.

Ούτε λόγος ότι φταίμε εμείς, κυρία Λαμπίρη. Εσείς, όχι για έπειτα από την τελευταία περιπέτειά του, αλλά για πριν και για πάντα, για το ρατσισμό σας. Κι εμείς, επίσης πάντα, για την ανοχή μας.


ΥΓ. Και, επιτρέψτε μου την προσγείωση: «ακόμα και η ελληνική γλώσσα είναι φτωχή μπροστά σ’ αυτό τον πόνο» είπε η κατά τα άλλα μάλλον συμπαθής Ράνια Θρασκιά.

buzz it!

10/6/08

στις επάλξεις [11], ο ευρών αμειφθήσεται, και ο νήδυμος, ο νήδυμος!

1. Ο νήδυμος, «ο νήδυμος της Αριστεράς»: ή έχουμε πλούσια γλώσσα, την πλουσιότερη, και πλούσιο, ζάπλουτο λεξιλόγιο, προσωπικώς, ή δεν έχουμε –τι διάολο!

διαβάστε τη συνέχεια...

«αρχαιοπρ.» σημειώνει ο Μπαμπινιώτης στο λεξικό του για το νήδυμος: έτσι, για να ξέρουμε τι γλώσσα μιλάμε: αρχαιοπρ. Γουστάρουμε; πάσο: αρχαιοπρ να μιλάμε και να γράφουμε (ή μήπως δε μιλάμε, για να μην εισπράξουμε τη μούντζα, συν τοις άλλοις, παρά μόνο γράφουμε;), απλώς να έχουμε επίγνωση πως είμαστε αγκυροβολημένοι σε πέλαγα αρχαιοπρ. Όπου όμως μπορεί κανείς πλέον και να πνιγεί.

2. Νά, σκέφτομαι, τι διάολο είναι, πέρα από κομψεπίκομψη, η «τύρβη της τρυφηλότητας», που αυτές οι λέξεις δεν είναι δα και αρχαιοπρ, λόγιες είναι απλώς, άρα κάλλιστα βρίσκουν θέση στο σώμα της νεοελληνικής; Τι διάολο λέω είναι, έτσι με το ζόρι παντρεμένες; Πώς μπορεί να υπάρχει τύρβη στην τρυφηλότητα; Δηλαδή, ας πούμε, σαματάς στη μακαριότητα, τρικυμία στη γαλήνη, στη νηνεμία;

3. Έτσι είναι όμως αν ερείδεται κανείς στην αυτάρκεια του DNA, μέσω του οποίου επικοινωνεί κατευθείαν με την τρισχιλιετή. Ερείδεται; Αμέ: «φταίει αποκλειστικά η κοινωνία του θεάματος, βασισμένη στον άκρατο ατομικισμό και στον ανατριχιαστικό ωφελιμισμό, ερειδόμενη στους νόμους της ελεύθερης αγοράς…»

Εδώ συναντούμε και το τουλάχιστον αφελές (και αγγλογενές κυρίως!) σύμπτωμα της αποφυγής της επανάληψης –κι ας μη χρειαζόταν καν εδώ καθόλου η επανάληψη, της λ. βασισμένη δηλαδή. Αλλά πώς αλλιώς θα δείχναμε την ερειδόμενη; τα κάλλη μας, τα πλούτη μας;

4. Όμως το ειλικρινά ακατανόητο, με το οποίο και αρχίζει η επιφυλλίδα: «Απεκδύονται τα ιμάτιά τους όσοι δηλώνουν την a priori υπακοή τους σε μια “εξελιγμένη” δημοκρατία και στην εξουσία της, από την “έκρηξη βίας στα πανεπιστήμια”. Κυρίως οι αγγλοσαξονική παιδεία εσχηκότες μαζί με όσους εμφανίζονται ως ειδικοί πολιτικοί αναλυτές».

Δε θα σας ξέφυγαν, βεβαίως, οι εσχηκότες –αλλά ας πάει και το παλιάμπελο, μάλλον το αρχαιάμπελο. Όμως, καθαρώς εννοιολογικά, τι θέλει να πει ο ποιητής με το «απεκδύουν τα ιμάτιά τους», λέξεις που ούτε αυτές είναι αρχαιοπρ, κι ωστόσο δεν τις καταλαβαίνω εδώ; Δίνω και το λινκ, να δει ο φιλέρευνος αναγνώστης ολόκληρη την επιφυλλίδα.

Και ας ενημερώσει μετά και τον ποιητή,* μπορεί ούτε αυτός να έχει καλοκαταλάβει.


* Για να μην ξεχνιόμαστε, και πάντα να μορφωνόμαστε, είναι ο ποιητής του ισχνεγχύλου, στο οποίο έχω αναφερθεί ξανά, γράφοντας για το Κύριος οίδε από πού αλιευμένο «ισχνέγχυλον του βίου μας (αρ. 9, τελευταία παράγρ.). Μετά, όσο κι αν έψαξα, δεν το βρήκα αλλού: όχι αλιεία λοιπόν, παρά καθαρή ποίηση: ας υποκλιθούμε!

buzz it!

9/6/08

Τοκ τοκ, τοκ τοκ!

Αυγή της Κυριακής, 8.6.08, "Ενθέματα" αφιερωμένα στον Άγγελο Ελεφάντη


Τοκ τοκ, τοκ τοκ! Qu’est-ce que c’est que ça? Qu’est-ce que c’est que ça? Ce sont les bolcheviques qui arrivent!

Αυτή η αστεία σκηνή από μια ταινία του Ροβήρου Μανθούλη, με τη Ρωσίδα αριστοκράτισσα που αναθυμάται τον χτύπο στην πόρτα, την ανήσυχη ερώτηση: «Τι τρέχει; Τι τρέχει;» και τη δυσοίωνη απάντηση: «Έρχονται οι μπολσεβίκοι!» ήταν από παλιά ο χαιρετιστήριος διάλογός μας, όποτε συναντιόμαστε, ή απ’ το τηλέφωνο, όταν δε μου σφύριζες τη Διεθνή –και σφύριζες κι ωραία.

Τοκ τοκ, τοκ τοκ, φώναξα και τη Μαριάνα για να μοιραστούμε τη σκηνή, τοκ τοκ, τοκ τοκ, σου χτύπησα το τζάμι της νεκροφόρας στο ανηφοράκι έξω απ’ το χωριό σου. Τοκ τοκ, τοκ τοκ, απόκριση βεβαίως καμία –πάντα το ξέραμε άλλωστε ότι δε θα ’ρχονταν les bolcheviques.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ιδιωτικές σκηνές σε κοινή θέα. Ο Κούντερα, αίφνης, θα ανατρίχιαζε. Για τον Άγγελο δεν υπήρχε ιδιωτικό. Μόνο δημόσιο, κοινωνικό, κοινές ιδέες.

Τώρα από πού κι ώς πού οι ιδιωτικές στιγμές να γίνονται κοινές, αυτή είναι η αδυναμία η δική μας, που αναμετρούμε, έτσι, σε κοινή θέα, μπορεί και επιδεικτικά, τα πλούτη μας –και πάλι για να μοιραστούμε: τον πόνο, να συνεννοούμαστε, τα πλούτη όχι!

Συχνά βιογραφούμε για να αυτοβιογραφηθούμε, κάπως έτσι έλεγε ο Μαρωνίτης, κι έχει δίκιο. Αν και δεν είναι τόσο απλό. Έτσι κι αλλιώς, αυτοβιογραφούμαστε για να υπάρξουμε ίσως, να δούμε αν κάτι αποκτήσαμε στη ζωή μας, αν κάτι έμεινε στην τσέπη μας, στα χέρια μας.

Τι έμεινε; τι αντιπροσωπεύουν τα ατέλειωτα ξενύχτια μας πάνω στην Αλληλογραφία Μαρξ-Ένγκελς, άκουσον άκουσον λέω τώρα, μετέφραζα εγώ, διόρθωνες εσύ, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση αυτά, και λίγο αργότερα, στη μεγάλη περιπέτεια του Πολίτη στα γραφεία τότε του Ολκού, από πρωίας μέχρι νυκτός, μετά μπιφτέκια και βεβαίως κρασί στον Ηλία, πίσω απ’ το σπίτι μου, ή στου Κώστα, κοντά στο δικό σου, άλλοτε στον Βροκίνη, όπως έλεγες τον Βυρίνη, ύπνος μετά όπου μας ήταν πιο κοντά, κι απ’ το πρωί ξανά δουλειά. Κι όταν έλειπε στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη η Μαριάνα, τότε, στο γραφείο με την Άννα, μωρό μηνών, στη μεγάλη πολυθρόνα, με γύρω γύρω μαξιλάρια να μην πέσει, και να νανουρίζεται, το σκασμένο, από το άτσαλο χτύπημα του Άγγελου στη γραφομηχανή: έτσι και σταμάταγε λίγο το τσάκα τσούκα, άρχιζε η τσιρίδα. Το ’πιασε κάποτε το κόλπο ο Άγγελος, κι όποτε ήθελε να σκεφτεί, χτυπούσε συνέχεια το κενό διάστημα: μακάρια η Άννα.

Ιδιωτικές στιγμές στο παζάρι. Εγκατέλειψα νωρίς εγώ την περιπέτεια του Πολίτη, αυτά όμως είναι κιόλας θησαυρός.

Με ό,τι άλλο πήρα, με ό,τι πήρε ο καθένας από το κεφάλαιο που υπήρξε ο Ελεφάντης. Εχθρός, είπα, του ιδιωτικού, μανικός του δημόσιου, του κοινωνικού. Που μπροστά του δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Και τα αισθήματα ακόμα, κι αυτά κρυφά: νά, όπως κρυφά καμάρωνε την Άννα, ηθοποιό πια, κι ενώ εμείς λέγαμε, η κόρη του Ελεφάντη ηθοποιός, εγκεφαλικό θα πάθει: όχι μόνο δεν έπαθε, καμάρωνε, όπως είπα, αλλά σχεδόν κρυφά. Πρώτα και πάνω απ’ όλα ήταν οι ιδέες. Πριν κι απ’ την οικογένεια, με το συμπάθιο, πριν κι απ’ τους φίλους, και εδώ με το συμπάθιο, στον εαυτό μου άλλωστε το λέω αυτό, πριν από οτιδήποτε, για τον Άγγελο ήταν οι ιδέες.

Που έπρεπε, και με το ζόρι θα ’λεγα, να τις μοιράσει. Δάσκαλος, έστω ερήμην του, οπωσδήποτε καθοδηγητής, φωτογραφία, μά την αλήθεια, στο σχετικό λήμμα.



Υστερόγραφο, που θα ’πρεπε, αν μπορούσα, να ’ναι το κύριο θέμα. Πριν κι από τον Πολίτη, προσωπική από ’να σημείο κι έπειτα υπόθεση του Άγγελου, προσωπικό μάλλον στοίχημα να συνεχίσει, να υπάρξει το περιοδικό, πριν λοιπόν κι απ’ τον Πολίτη, πριν και απ’ όλο του μετά το συγγραφικό και άλλο έργο, θα έπρεπε να αποτιμηθεί μια ιδιαίτερη, διακεκριμένη στιγμή του Άγγελου Ελεφάντη, ξεχωριστή γενικότερα στιγμή, παρότι ξεχασμένη, στην ιστορία της ανανεωτικής αριστεράς, στην ιστορία των ιδεών: ο πρωταγωνιστικός ρόλος του στην Κίνηση των 400, με τη μεταπολίτευση, όταν έβραζε το καζάνι. Πού οδήγησαν όλες εκείνες οι ατέλειωτες συζητήσεις, στα γραφεία πρώτα του Ολκού, σε θέατρα έπειτα, ξανά και ξανά, φράξιες, ομάδες, διαφωνίες, καβγάδες, αποχωρήσεις, καταγγελίες, και όλο, πάντα, συζητήσεις. Πολλά πετάει πάντοτε κανείς από ανάλογες φάσεις και περιόδους της ζωής του. Όχι όμως εδώ. Ήταν η εποχή; Ήταν τα πράγματα έτσι; Τίποτα, ούτε μια στιγμή από την ιστορία εκείνη δε θα πέταγα, προσωπικά. Εκείνη η βραχύβια κίνηση, πέρα από σχολείο για όλους μας, μικρούς και μεγάλους, υπήρξε πιστεύω, άτυπα έστω, καθοδηγητικό νήμα για τη διαμόρφωση, για την εξέλιξη, για τη μετέπειτα πορεία της ανανεωτικής αριστεράς. Για όλους εμάς εδώ, δηλαδή.

buzz it!

3/6/08

Η εκδίκηση της ροπής

Τα Νέα, 31 Μαΐου 2008

                                                              στον Άγγελο Ελεφάντη

«Τι περιμένει κανείς όταν το υπουργείο παιδείας θεωρεί δεδομένο πως οι υποψήφιοι των πανελλαδικών αγνοούν τη λέξη “ψεγάδι” και τους την ερμηνεύουν εκ των προτέρων;»

Παραθέτω από μνήμης, αλλά δεν προδίδω, πιστεύω, το νόημα της αποστροφής γνωστού φιλολόγου, συγγραφέα κτλ. σε κάποια εκδήλωση σε μεγάλο θέατρο τις προάλλες. Είχα αποφασίσει έτσι κι αλλιώς να μπω κι εγώ στο χορό, αφού ξανάρχισαν τα όργανα, αν τάχα σταματήσανε ποτέ, για την περιλάλητη «λεξιπενία» των νέων, βρήκα όμως χαρακτηριστικό το παράδειγμα αυτό, το ψεγάδι δηλαδή, ή μάλλον τη μεμονωμένη χρήση του, σαν επιτομή του τελευταίου «ανοσιουργήματος».

διαβάστε τη συνέχεια...

Το ανοσιούργημα, γνωστό: στις πανελλαδικές εξετάσεις στο μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας δόθηκε ένα εκτενές απόσπασμα από τις Δοκιμές του Σεφέρη, με υποσημειωμένη την ερμηνεία εφτά (7) λέξεων. Όχι, δε θα πω πόσες λέξεις ήταν όλο το απόσπασμα και τι ελάχιστο ποσοστό αντιπροσωπεύουν οι εφτά λέξεις. Σημασία έχει ποιες είναι αυτές οι λέξεις, που το ίδιο το υπουργείο θεώρησε ότι θα δυσκολέψουν ίσως τους εξεταζομένους, κι έτσι τους τις ερμήνευσε εκ των προτέρων –αντίθετα δηλαδή από το 1985, όταν οι ίδιοι οι μαθητές ζήτησαν την ερμηνεία δύο άγνωστών τους λέξεων, της ευδοκίμησης και της αρωγής.

Περίπου πρώτο σε προτίμηση στον καταγγελτικό λόγο φαίνεται να είναι το ψεγάδι. Θα συμφωνήσω, προς στιγμήν, πως είναι ίσως υπερβολικό να θεωρείται άγνωστη λέξη το ψεγάδι.

Όμως εγώ θα αντιτάξω στο ψεγάδι, επιλεκτικά και εγώ, αφού μας αρέσουν τέτοια μικρόχαρα παιχνίδια, μιαν άλλη λέξη από τις εφτά: τη ροπή. Και θα προκαλούσα, μακάρι με μεγάλα στοιχήματα στο τραπέζι, όλους αυτούς που σέρνουν το χορό να μας πουν τι σημαίνει ροπή. Ίσως και να εξειδίκευα: τι σημαίνει ροπή προπάντων για έναν μαθητή.

Ο λόγος προφανής, εδώ θα ομοφωνούσαν, πιστεύω, όλοι οι ερωτώμενοι πως, ειδικά για μαθητή, η ροπή κάτι σημαίνει τέλος πάντων στη Φυσική, αυτήν δηλαδή την οποία διδασκόταν μόλις χτες ο μαθητής.

Έπειτα όλοι θα συμπλήρωναν πως γενικότερα ροπή είναι η τάση, η κλίση για κάτι.

Και μόνο ελάχιστοι, ελαχιστότατοι, και πάντως όχι όσοι έγραψαν ήδη για το θέμα αυτό, θα ζητούσαν να δουν τη λέξη στα συμφραζόμενά της –γιατί μόνο έτσι κανονικά υφίσταται και νοηματοδοτείται μια λέξη.

Πάμε όμως στα λεξικά:

Μπαμπινιώτη, σκοπίμως, αλλά και γιατί όχι:

«ροπή (η) 1. ΦΥΣ. το μέτρο τής επίδρασης μιας δύναμης, που περιστρέφει ένα σώμα γύρω από σημείο ή άξονα…» κτλ.· «ροπή δυνάμεως / ζεύγους δυνάμεων // μαγνητική / ηλεκτρική ~ 2. (μτφ.) η τάση, η προτίμηση για ορισμένα πράγματα ή για συγκεκριμένη συμπεριφορά: έχει ~ προς την κλεψιά…» κτλ.

Και του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη:

«1α. κλίση, απόκλιση προς κατεύθυνση. β. (φυσ.) ~ δύναμης, το γινόμενο της έντασης…» κτλ. «2. έντονη φυσική κλίση, τάση…» κτλ.

Τα ίδια, με λιγότερα ή περισσότερα λόγια και παραδείγματα, θα βρούμε σε όλα τα σύγχρονα λεξικά.

Ώρα να δούμε με ποια από τις δύο ή τρεις αυτές σημασίες χρησιμοποιεί τη λέξη ο Σεφέρης στο συγκεκριμένο απόσπασμα:

«Αλήθεια, υπάρχουν ροπές που νομίζουν πως η παράδοση μάς στρέφει σε έργα παρωχημένα και ανθρώπους παρωχημένους…»

Και ερμηνεύει, ορθότατα, το υπουργείο: ροπές= απόψεις!

Δηλαδή ούτε «κλίση, απόκλιση προς κατεύθυνση», ούτε «ροπή δύναμης», κατά τη Φυσική, ούτε «έντονη φυσική κλίση, τάση», σύμφωνα με τα νεότερα λεξικά, αλλά και με τα παλαιότερα, π.χ. με του Δημητράκου, που έχει μια ολόκληρη στήλη μεγάλου σχήματος στη ροπή, εννιά (9) διαφορετικές ή συγγενείς σημασίες με πλήθος παραδείγματα, αλλά καμία σαν του Σεφέρη.

Αν υπάρχει τσίπα, θα σταματούσε εδώ η ιλαρή ανεκδοτολογία και η ακόμα πιο φαιδρή ιερεμιάδα για την κατάσταση των νέων και της γλώσσας. Προέχει η κατάσταση των πνευματικών ανθρώπων.

Αλλά στη φράση που μόλις είδαμε, πλάι στις ροπές, είναι κι άλλη από τις εφτά αμαρτωλές, η λέξη παρωχημένα (παρωχημένα έργα και παρωχημένοι άνθρωποι), που κι αυτή ορθώς ερμηνεύτηκε από τις υπηρεσίες του υπουργείου: ξεπερασμένα.

Χμ, περάσαμε στα δυσκολότερα, από μιαν άποψη, αφού εδώ λεξικά και υπουργείο συμφωνούν. Προς τι η ερμηνεία τότε;

Γιατί εδώ δεν «συμφωνεί» ο Σεφέρης. Μάλλον –κι ας μη σηκωθούν οι πέτρες του κόσμου όλου να με βαρέσουν, παρακαλώ– η διατύπωση του Σεφέρη δεν είναι ό,τι το ευστοχότερο. Αν συμφωνούμε όλοι, και μαζί μας και τα παιδιά του λυκείου, ότι παρωχημένος είναι όχι απλώς ο περασμένος, αλλά ο ξεπερασμένος, κοινώς ο ντεμοντέ, τότε, καλά, τα ντεμοντέ, τα ξεπερασμένα έργα, αλλά και ξεπερασμένοι, ντεμοντέ άνθρωποι;

Είμαστε όμως πια στο χώρο της μεταφοράς. Όπου και λειτουργούν οι περισσότερες από τις επίμαχες λέξεις. Και σε εποχή που η ευρύτερη καθαριστική τάση βάζει σε εισαγωγικά την παραμικρή μεταφορά (ο Χ έδωσε το «παρών», το έργο «κλείνει» το μάτι στο θεατή κτλ.), τη στιγματίζει δηλαδή κατά κάποιον τρόπο και την αποβάλλει από το σώμα της καθαυτό γλώσσας, είναι τουλάχιστον υποκριτικό να επικρίνεται η επεξήγηση μιας μεταφοράς σε ειδικές συνθήκες, όπως είναι οι εξετάσεις, και με προκείμενο ένα δοκίμιο.

Έτσι, συνεχίζουμε: «το πράγμα που με βοήθησε περισσότερο από κάθε άλλο δεν ήταν οι αφηρημένοι στοχασμοί ενός διανοουμένου, αλλά η πίστη μου και η προσήλωσή μου σ’ έναν κόσμο ζωντανών και περασμένων ανθρώπων…» λέει ο Σεφέρης.

Αστραπόβροντα πάλι και εδώ: μεταφράστηκε η λέξη περασμένων= «ανθρώπων που έχουν φύγει από τη ζωή».

Με το συμπάθιο, αν δεν κοροϊδευόμαστε κιόλας: στον πανικό των εξετάσεων, κάτι που μόνο το υπουργείο το επισήμανε, διότι οι τιμητές δουλεύουν και παρατηρούν πάντοτε εν κενώ αέρος, στον πανικό λέω των εξετάσεων, μπροστά στο δέος επιπλέον του ογκόλιθου που λέγεται Σεφέρης, είναι τάχα τόσο παράδοξο να σταθεί κανείς, αμήχανος έστω, μπροστά σε άλλη μια μεταφορά, όμως κατά το ήμισυ: «ζωντανοί και περασμένοι άνθρωποι»;

Το απομόνωσαν κι αυτό, μαζί με το ψεγάδι, οι ολοφυρόμενοι ή είρωνες απλώς. Πως μεταφράστηκε η λέξη περασμένοι. Όμως μεταφράστηκαν οι περασμένοι άνθρωποι: σαν πόσες φορές το λένε έτσι εκείνοι στη ζωή τους; Άρα; Τι θέλει να πει ο ποιητής, είναι η εύλογη και λογοπαικτική ερώτηση. Γιατί όχι «ζωντανοί και νεκροί» ή αλλιώς «σημερινοί / τωρινοί και περασμένοι»; Μα επειδή, βεβαίως, είναι ποιητής, θα πούμε εμείς. Και ξεμπερδέψαμε. Αντίθετα με τον μαθητή. Που επειδή ακριβώς ξέρει –όσο ξέρει, αδιάφορο εδώ– πως έχει να κάνει με ποιητή, και μάλιστα με Σεφέρη, θα κάτσει να διπλοτριπλοσκεφτεί, και μάλιστα, το ξαναλέω, πάνω σε εξετάσεις.

Με όλα αυτά, άλλα ψιλά, άλλα χοντρά, αγγίξαμε άλλο μεγάλο θέμα, που δεν είναι φυσικά της ώρας, γιατί η λογοτεχνία δεν ενδείκνυται για γλωσσικό μάθημα.

Να εξετάζονταν οι αυτόκλητοι εξεταστές;

Συνοψίζω κλιμακωτά τα όσα είδαμε για τις τέσσερις από τις εφτά λέξεις με τις οποίες το υπουργείο προεξόφλησε την αδαημοσύνη των εξεταζομένων. Έχουμε λοιπόν

–την ίσως υπερβολική εκτίμηση ότι η λέξη ψεγάδι είναι προβληματική στην κατανόησή της·

–την αμήχανη ή που σίγουρα γεννάει αμηχανία χρήση της λέξης περασμένοι [άνθρωποι], και πιο πολύ

–την ελαφρώς αδόκιμη χρήση της λ. παρωχημένοι, μιλώντας πάλι για ανθρώπους· και το σοβαρότερο:

–την αυστηρά προσωπική χρήση τής λ. ροπή στο σεφερικό κείμενο.

Τυχαία ήρθαν στη ροή της επιφυλλίδας οι τέσσερις αυτές λέξεις. Τα ίδια, αναλογικά, ισχύουν και για τις άλλες τρεις: υπόδικη· του ανδροειδούς· να εξοβελιστεί. Αξίζει παραταύτα να σταθούμε και σ’ αυτές, αφού έτσι κι αλλιώς έμειναν αρκετά να πούμε.

Ώς την επόμενη επιφυλλίδα, μας το χρωστούν όσοι ανασκουμπώθηκαν και πάλι στην απαξίωση των νέων, της γλώσσας, της γλωσσικής παιδείας κτλ., ο καθείς και ο στόχος του, αλλά ίσως ακόμα περισσότερο μας το χρωστούν όσοι απλώς πέταξαν την κουβέντα τους, δεν καταδέχτηκαν δηλαδή να ασχοληθούν περισσότερο με το τόσο «αυτονόητο», το τόσο «εξόφθαλμο» τη φορά αυτή, ακούς εκεί να μεταφράζεται η νεοελληνική στη νεοελληνική, να μεταφράζεται ο Σεφέρης, μας το χρωστούν λέω όλοι αυτοί να ερμηνεύσουν –άντε, ας κάνουμε σκόντο– μία μόνο λέξη, το ανδροειδές. Χρησιμοποιώντας, αντίθετα με τους εξεταζομένους, όλα τα λεξικά τους.

Και τότε, αλίμονο, θα γελάσουμε. Αν τάχα είναι για γέλια τέτοιου είδους προχειρότητες και ανευθυνολογίες.

buzz it!