31/10/07

33. Το γαλάζιο τ’ ουρανού

Τα Νέα, 3 Ιουνίου 2000

Με τη σύνταξη «είναι αυτό που...», «είναι ο Νίκος που είπε...» αγγίξαμε ήδη γαλλικούς συντακτικούς τρόπους που μπολιάζονται, με το καλό ή με το άγριο, στην ελληνική γλώσσα. Και έλεγα ότι τα γαλλικά μετρούν επίδραση ενάμιση τουλάχιστον αιώνα στα ελληνικά, προτού εμφανιστούν τα αγγλικά, στα μέσα πια του 20ού αιώνα, κι ότι προς τη Γαλλία, από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας κι έπειτα, έχουμε κατά περιόδους μαζική σχεδόν έξοδο λογίων. Έτσι κι αλλιώς, τα γαλλικά υπήρξαν γλώσσα των γραμμάτων, ενώ τα αγγλικά ώς πρόσφατα παρέμεναν γλώσσα κυρίως της τεχνολογίας, γι’ αυτό και από τα γαλλικά έχουμε σώμα ολόκληρο εκφράσεων και συντακτικών σχημάτων, ολόκληρη την καθαρεύουσα σχεδόν, ενώ από τα αγγλικά έχουμε βασικά λέξεις μεμονωμένες.

διαβάστε τη συνέχεια...

Με την εξάπλωση των αγγλικών αρχίζει, όπως είναι φυσικό, η άμεση επίδραση και στο τυπικό της ελληνικής γλώσσας, ενώ παράλληλα ενισχύονται συντακτικοί τρόποι που τους είχαμε ήδη εισαγάγει από τα γαλλικά και τείνουν έτσι να παγιωθούν: αναφέρω ενδεικτικά το une série de…, που ήρθε να το ενισχύσει το a series of

«Μια σειρά από νόμους...», «μια σειρά από έργα...», λέμε πολύ συχνά, μεταφράζοντας και το de, ή «σωστότερα», έστω, «μια σειρά νόμοι» και «μια σειρά έργα»· το ίδιο και «επισκέφθηκε μια σειρά (από) πόλεις», «είχε επαφές με μια σειρά (από) εκπροσώπους συνδικαλιστικών φορέων».

Ωστόσο, εννιά φορές στις δέκα, πρόκειται απλώς για ορισμένους… πολλούς… μερικούς… διάφορους κτλ. νόμους, φορείς, έργα, πόλεις... Χάνεται έτσι η μία στις δέκα, όπου ενδέχεται να έχουμε όντως «σειρά από νόμους», δηλαδή ο ένας να προϋποθέτει τον άλλο, να τον τροποποιεί ή να τον συμπληρώνει, οπότε ισχύει η έννοια της σειράς, και τότε το ετερόπτωτο «σειρά νόμων» έχει ουσιαστική σημασία, λέει επακριβώς αυτό που ασαφώς, αόριστα και μάλλον ξενικά λέει η έκφραση πασπαρτού «σειρά από...»

Ας σταθούμε στα γαλλικά. Έπειτα από το «είναι αυτό που...», το οποίο ενδέχεται να επικρατήσει σαν εμφατικός εκφραστικός τρόπος, ας δούμε ένα σχήμα περισσότερο πολύπλοκο στη λειτουργία του: «το γαλάζιο τ’ ουρανού», όπως αναγγέλλει ο τίτλος του σημερινού άρθρου, που τη φορά αυτή θα άφησε, φαντάζομαι, κατάπληκτο τον αναγνώστη, τι στο καλό μπορεί να φταίει στην έκφραση αυτή. Όντως, διάλεξα την πιο ανώδυνη εκδοχή του σχήματος, που μοιάζει εδώ απολύτως ομαλό, τόσο που δεν αναρωτιόμαστε τι παραπάνω ή τι διαφορετικό λέει το «γαλάζιο τ’ ουρανού» απ’ τον γαλάζιο ουρανό –εδώ ιδιαίτερα, που αμέσως συμπληρώνουμε νοερά το ουσιαστικό «χρώμα».

Μετάφραση θεωρώ ότι έχουμε και στην περίπτωση αυτή, μετάφραση ενός γαλλικού συντακτικού τρόπου που εκφέρει με το ουδέτερο του επιθέτου την ιδιότητα την οποία θέλει να προσδιορίσει: «το γαλάζιο του ουρανού», «το γαλάζιο της μπλούζας», «το γαλάζιο του χαρτιού». Πιστεύω πάλι ότι εννιά φορές στις δέκα δεν εκφράζεται τίποτα περισσότερο από ό,τι λέει το σύμφωνο κατά γένος επίθετο: ο γαλάζιος ουρανός, η γαλάζια μπλούζα, το γαλάζιο χαρτί –η δέκατη ανήκει κατά κανόνα στην ποίηση, όπου η σκόπιμη απροσδιοριστία, το μεταφυσικό στοιχείο που μπορεί να εκφράζεται μέσα από το ουδέτερο του επιθέτου (που μοιάζει έτσι σαν ουσιαστικό), χαρακτηρίζει συχνά τον ποιητικό τρόπο.

Σε ολιγόλογη παρουσίαση μιας τηλεοπτικής ταινίας διαβάζω: «το άτομο μένει μόνο του, αντιμέτωπο με το αδυσώπητο της Μοίρας». Όπως σε όλα τα ανάλογα παραδείγματα, έχουμε ένα αφηρημένο και αδέσποτο ουδέτερο, που ψάχνεις να βρεις το ουσιαστικό του (το αδυσώπητο στοιχείο; το αδυσώπητο πρόσωπο;), ένα ουδέτερο επιθέτου σε θέση ουσιαστικού –με τη συνακόλουθη γενική πτώση–, που μοιάζει να αποκτά δική του υπόσταση: «το Αδυσώπητο της Μοίρας», όπως θα λέγαμε: «το παιχνίδι της Μοίρας». Εδώ εκφράζεται άραγε κάτι περισσότερο από την αδυσώπητη Μοίρα; Και αν ναι, συμβαίνει τάχα το ίδιο και στα ακόλουθα παραδείγματα;

«Το συναρπαστικόν της ρητορικής του [Ανδρέα Παπανδρέου], το δημεγερτικόν του λόγου του»: μήπως η συναρπαστική ρητορική και ο δημεγερτικός λόγος έμοιαζαν φτωχά για έναν ύμνο, που επιστράτευσε μάλιστα γι’ αυτό ακόμα και τα τελικά -ν;

«Το άκαμπτο της τιμολογιακής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων»: η άκαμπτη τιμολογιακή πολιτική απαιτεί άραγε και άκαμπτη σύνταξη («το άκαμπτο της σύνταξης»!);

Και πόσο να καμαρώνει άραγε ο αυτουργός της φράσης: «λόγω του ευαίσθητου του χαρακτήρα του»; που πήρε δηλαδή το ετοιμοφόρετο ξενικό σχήμα «το ευαίσθητο του χαρακτήρα του» (αντί για το ομαλότερο: ο ευαίσθητος χαρακτήρας του), το πλάγιασε στη γενική πτώση, και του προέκυψε το τρένο που είδαμε.

Κι ακόμα: «το πνευματώδες του διαλόγου», «το ερεβώδες του ατόμου», «το ατίθασο και άγριο της προσωπικότητάς του», «το μοναδικό της έμπνευσής του», «το εγωκεντρικό τούτου του σημειώματος», «το πολύ “δύσκολο” και “περίεργο” του έργου»...

Αν όντως θέλουμε με όλα αυτά να πούμε κάτι περισσότερο από τον πνευματώδη διάλογο κ.ο.κ., γιατί επιτέλους δεν το λέμε; Λόγου χάρη: τον πνευματώδη χαρακτήρα/φύση του διαλόγου, την ερεβώδη φύση του ατόμου, την ατίθαση και άγρια πλευρά της προσωπικότητάς του κτλ. Φοβούμαι ότι και εδώ η εύκολη αναπαραγωγή του ξένου τρόπου έρχεται να συνδράμει τον πρόχειρο λόγο («το πρόχειρο του λόγου»;).

Άλλη μια φορά, το ζητούμενο είναι τα όρια αυτής της χρήσης, που μέσα από τις μεταφράσεις κυρίως εξαπλώνεται και εδραιώνεται, καθώς μάλιστα έρχεται να ανταμώσει λογιότερες μνήμες: το υπόλοιπον του βίου του, το ήμισυ της περιουσίας του. Έχω δηλαδή ξανά την αίσθηση (όπως έγραφα παλαιότερα για την περίπτωση του καταχρηστικού πληθυντικού «οι εαυτοί μας») πως η διάδοση του σχήματος αυτού περισσότερο μαρτυρεί ξενική επίδραση παρά απηχεί αρχαιότερο λόγο, εδώ λ.χ. το υπέρλαμπρον το της αγνείας σου. Σε λίγο θα μας φαίνεται αφύσικο να πούμε ότι κάποιος θα περάσει στη φυλακή την υπόλοιπη ζωή του ή ότι άλλος σπατάλησε τη μισή περιουσία του. Και όπως λέμε «το μισό της περιουσίας» και «το σύνολο της περιουσίας», θα πούμε άραγε και «το ολόκληρο της περιουσίας»; Ή ότι το παιδί μας έφαγε «το μισό του φαγητού του»;

Ήρθε να προστεθεί και η νεότερη μόδα με τα τελικά -ν, όπως παραπάνω στο παράδειγμα με τον Παπανδρέου, και ιδού:

«το έκρυθμον της κατάστασης», «το “εύκολον” της εξάρθρωσης της 17Ν», «το αιρετικόν του λόγου του Μ. Ανδρουλάκη», αντί για τα απλούστατα: η έκρυθμη κατάσταση, η εύκολη εξάρθρωση, ο αιρετικός λόγος.

Γιά να δούμε όμως το γαλλογενές αυτό σχήμα κατευθείαν στη γλώσσα του:

Στη γαλλική μετάφραση του Αστείου του Κούντερα, που είναι δουλεμένη από τον ίδιο, διαβάζουμε:

l’homme nouveau […] a rayé de sa vie le divorce entre le privé et le public· κατά λέξη: «ο καινούριος άνθρωπος διέγραψε απ’ τη ζωή του το διαζύγιο ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο»·

και στην αγγλική, επίσης δουλεμένη από τον ίδιο:

he had abolished the distinction between public and private life· κατά λέξη: «κατάργησε τη διάκριση ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή».

Κι άλλο ένα παράδειγμα απ’ τον Κούντερα, απ’ το Η ζωή είναι αλλού:

le tragique de la vie, δηλαδή «το τραγικό της ζωής»·

και στα αγγλικά, από άλλον τώρα μεταφραστή:

the tragedy of life, «η τραγωδία της ζωής».

Πριν από λίγες μέρες, είδαμε στην τηλεόραση κάποιον που βγήκε να μιλήσει γυμνός σε μια συγκέντρωση στην Κολομβία, διαμαρτυρόμενος για τις σφαγές που συνεχίζονται στη χώρα του, και κανένας, λέει, δεν τον διέκοψε, «παρά την προκλητικότητα της εμφάνισής του» –δηλαδή, παρά την προκλητική εμφάνισή του. Εδώ ο συντάκτης της είδησης έκανε ένα σοβαρό διορθωτικό βήμα, απέφυγε το «προκλητικό της εμφάνισής του», και χρησιμοποίησε το ουσιαστικό σε -ότητα, που δηλώνει ακριβώς την ιδιότητα. Κι αυτή όμως η σύνταξη –παρότι απολύτως ορθή–, με το αφηρημένο ουσιαστικό συν τη γενική, είναι εξίσου δύσκαμπτη.

Ίδια είναι και «η υποβλητικότητα της ατμόσφαιρας», «η σκληρότητα του χαρακτήρα του», «η ανεπάρκεια και η διαβλητότητα των στοιχείων», «η πενιχρότητα των γνώσεών μας» ή «η βλοσυρότητα των εκφράσεών του», όλα περισσότερο ανεκτά όσο βρισκόμαστε σε λογιότερα συμφραζόμενα. (Ενώ «ομαλότερα» ακούγονται: η υποβλητική ατμόσφαιρα, ο σκληρός χαρακτήρας του, τα ανεπαρκή και διαβλητά στοιχεία, οι πενιχρές γνώσεις, οι βλοσυρές εκφράσεις.)

Όρια όμως στην τάση αυτή δεν φαίνεται να υπάρχουν· μάρτυς μου η «υποχρεωτικότητα της στράτευσης» και η «μακαβριότητα του παιχνιδιού»!

buzz it!

34. Που... και που...

Τα Νέα, 17 Ιουνίου 2000

Στο προηγούμενο ασχολήθηκα με την έκφραση «το γαλάζιο τ’ ουρανού», που μπορεί –αυτή ειδικά– να υπονοεί ένα συγκεκριμένο ουσιαστικό, το «χρώμα», και συχνά να το τονίζει, συχνότερα όμως μαρτυρεί απλώς γαλλική σύνταξη, όπως είναι λ.χ. ολοφάνερο στην έκφραση: «το πρόχειρο της εργασίας του»: εδώ πια νομίζει κανείς ότι γίνεται λόγος για κάποιο «πρόχειρο τετράδιο», με σημειώσεις εργασίας, κι όχι για πρόχειρη εργασία, έστω προχειρότητα της εργασίας, όπως εννοεί ο συντάκτης –με την «πρόχειρη», εντέλει, μεταφορά της ξένης σύνταξης.

διαβάστε τη συνέχεια...

Καθαρά γαλλική επιρροή αποτελεί το που... και που:
(α) «τα παιδιά που τραγουδούσαν χαρούμενα και που χόρευαν», ή
(β) «ο καθηγητής από την Αμερική και που έχει σημαντικό διδακτικό έργο».

Αυτή η σύνταξη –αντίθετα με το είναι που... («είναι ο Νίκος που ήρθε...») και το «γαλάζιο τ’ ουρανού» των δύο τελευταίων επιφυλλίδων– δεν έχει να προσφέρει απολύτως τίποτα στα ελληνικά, καμία έμφαση, καμία σημασιολογική διάκριση. Είναι ένας αδικαίωτος ξενισμός, ο οποίος (στο παράδειγμα α) μας φορτώνει ένα παραπανίσιο, άχρηστο «που», ή (στο παράδειγμα β) παρεμβάλλει ένα μυστηριώδες «και», που τίποτα δεν συνδέει:

(α) Άλλο ένα απλό παράδειγμα: «αυτή είναι μια μελέτη που κυκλοφόρησε στα γαλλικά και που παρουσιάζει την ιστορία τού Χ».

Το δεύτερο που είναι περιττό: μια μελέτη που κυκλοφόρησε στα γαλλικά και παρουσιάζει... Με τον ίδιο τρόπο αφαιρείται ανώδυνα το δεύτερο που και στα ακόλουθα παραδείγματα:

«αυτό που μου κάνει εντύπωση και που με κάνει να λέω ότι κάτι έχει αλλάξει...», «στα φλογερά γράμματα που του έγραφε η Μολ και που του τα παράδινε με τα ίδια της τα χέρια». Ανάλογο είναι και το «όταν ο Τεντ έλεγε πως θα φύγει από τη φάρμα και πως δε θα γυρίσει ποτέ». Από μεταφράσεις είναι τα παραδείγματά μου, όπως φαίνεται, εκτός από το πρώτο, που δεν φαίνεται! Η μελέτη «που κυκλοφόρησε... και που παρουσιάζει», αυτή η απλή πρόταση από σύντομη βιβλιοπαρουσίαση, πληρώνει φόρο στην ξενομάθεια του συντάκτη.

(β) Περισσότερο αστήρικτη και παράλογη είναι η περίπτωση του «και που»:

«είναι κάποιος της ίδιας ηλικίας και που του μοιάζει».

Εδώ το «και» δεν συνδέει δύο αναφορικές προτάσεις, αφού δεν υπάρχει εδώ κάποιο πρώτο «που». Φαίνεται ότι στο μυαλό του συντάκτη –οπωσδήποτε του γάλλου συντάκτη– η φράση είναι περίπου ως εξής: «είναι κάποιος που έχει την ίδια ηλικία και που του μοιάζει». Επιστρέφουμε έτσι στην πρώτη περίπτωση (α), στο «κλασικό», το περισσότερο «ορθόδοξο» σχήμα «που... και που...», οπότε αφαιρούμε το δεύτερο «που», και όλα καλά: είναι κάποιος που έχει την ίδια ηλικία και του μοιάζει. Φαύλος κύκλος, δηλαδή; Όχι· απλώς γαλλική σύνταξη: ούτε «κλασικό» ούτε «ορθόδοξο» σχήμα, όπως έγραψα αμέσως παραπάνω, ούτε χρειάζεται να μπούμε στο μυαλό του συντάκτη, να δούμε πώς επεξεργάζεται πρωτογενώς τη φράση του, προτού τη διατυπώσει γραπτά, και τι επιτέλους συνδέει με αυτό το «και». Έτσι συντάσσει ο Γάλλος στη γλώσσα του, τελεία και παύλα. Το θέμα είναι βεβαίως τι ζηλέψαμε εδώ εμείς, και γενικότερα τι δανειζόμαστε και γιατί.

Στα παραδείγματα που συγκεντρώνω μπορεί να διαγραφεί, άκοπα και ανώδυνα ξανά, το άτοπο «και»:

«ο Μάρκους εξιστορούσε μια εμπειρία δική του και που τον είχε σημαδέψει», «μεγάλα κομμάτια γκρίζου ουρανού πεσμένα πάνω στη γη, και που πασχίζουν να ξανανέβουν στην καταχνιά».

Αξιοσημείωτο είναι και πάλι ότι τέτοια παραδείγματα τα συναντούμε ακόμα και σε πρωτότυπο λόγο:

«Είναι η πρώτη μεθοδολογικά άρτια Ιστορία [...] και που εκδίδεται πρώτη φορά ελληνικά».

Και όχι μόνο σε λόγο δοκιμιακό αλλά και σε λογοτεχνία, κάποτε μάλιστα σημαντικότατη λογοτεχνία:

«μπορεί και να ’ταν μια γυναίκα “κοινή” [...] και που άλλο δε ζητούσε παρά να προσελκύσει νέους», «ένα νταμίστικο δαχτυλιδάκι και που το αγαπούσε», «ένα νόσημα αφροδίσιο, κάτι επικατάρατο και που δεν είχε τολμήσει να του [το] εξομολογηθεί», «ένα πουλόβερ μαύρο φορεμένο κατάσαρκα, [...] και που έκανε το άσπρο δέρμα του να ξασπρίζει», «ένα πλάσμα αποξενωμένο και που για πρώτη φορά φορούσε μακριά παντελόνια».

Είναι μεγάλο θέμα, που ξεφεύγει από τα όρια της σελίδας αυτής, το πώς η λογοτεχνία ενσωματώνει και κάποτε αναδεικνύει ή και δημιουργεί τύπους παραβατικούς, όπως το περίφημο καβαφικό «επέστρεφε» ή το σολωμικό «διηγώντας τα να κλαις»: Λέω «αναδεικνύει και δημιουργεί», διότι το μεν «επέστρεφε» σχετίζεται με τη γενικότερη δυσκολία αυτής της προστακτικής (που φαίνεται πως θα επικρατήσει κάποτε έτσι, λανθασμένη, αφού έχει να αντιπαλέψει την «άμουση» ορθή επίστρεφε, και τα σχετικά υπόγραψε, αντίγραψε, τα οποία τρομάζουν τον χρήστη, καθώς μοιάζουν δημοτικιστικοί αναύξητοι αόριστοι), άλλες όμως εκφραστικές ανάγκες υπηρετεί το σολωμικό διηγώντας, κοντά στο δημοτικό «φεύγω κλαίγοντας, φεύγω παραπονιώντας», ή το διαφορετικό αλλά εδώ σχετικό «ο νικήσαντας τον Άδη» του Ελύτη.

Θεωρώ ότι, πέρα από την ποίηση, που, όπως έχουμε πια συμφωνήσει, δεν χρειάζεται να λογοδοτεί σε γραμματικοσυντακτικούς κανόνες, μπορεί κάποτε και η πεζογραφία να δικαιώνει τις προθέσεις της, παρά τις όποιες παραβάσεις του τυπικού της γλώσσας –και δεν αναφέρομαι στον Τζόυς ή τον Σελίν, όπου η παράβαση αποτελεί συστατικό στοιχείο του έργου. Μπορεί δηλαδή να υπάρχει λογοτεχνία και με ξενισμούς και με ασυνταξίες, χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει ότι οι ασυνταξίες υπηρετούν πάντοτε τη λογοτεχνική πρόθεση ή, πολύ περισσότερο, το ύφος και τη γλώσσα.

Η φαινομενική αυτή αντίφαση ερμηνεύεται μόνο με την αναγωγή στους εξωγλωσσικούς, από μιαν άποψη, νόμους που διέπουν τη λογοτεχνία: αυτός είναι άλλωστε ένας από τους λόγους για τους οποίους υποστηρίζεται όλο και πιο συχνά πως η λογοτεχνία δεν προσφέρεται εντέλει για γλωσσική διδασκαλία. Ανεξάρτητα από τη γενικότερη πνοή του εκάστοτε έργου, οι παραβατικοί τύποι θα εξακολουθούν να συνιστούν παράβαση, είτε απογειώνουν τη γλώσσα, όπως στα παραδείγματα του Σολωμού και του Ελύτη που ανέφερα πιο πριν, είτε την προσγειώνουν ανώμαλα, όπως στα σημερινά παραδείγματα τού «που... και που...»

Τη χρωστούσα αυτήν τη μεγάλη παρένθεση, επειδή και άλλοτε έχω καταφύγει στη λογοτεχνία, και ο χαρακτηρισμός «σημαντικότατη λογοτεχνία» δεν αποτελεί κενή φιλοφρόνηση προς τον συγγραφέα, που ενδέχεται να αναγνωρίσει σπαράγματα του λόγου του, τα οποία κρίνονται εδώ με αυστηρώς γλωσσικά κριτήρια. Παρουσιάζει όμως ενδιαφέρον η διείσδυση ξένων συντακτικών τρόπων στον πρωτότυπο λόγο, και όχι μόνο στον δημοσιογραφικό, που αυτός τουλάχιστον έχει τη δικαιολογία ότι λειτουργεί κάτω από ασφυκτική χρονική πίεση. Το παρήγορο είναι ότι το συντακτικό σχήμα που εξετάσαμε σήμερα, είτε πρόκειται για μετάφραση είτε για πρωτότυπο, δημοσιογραφικό αλλά και λογοτεχνικό λόγο, παραμένει στα όρια του γραπτού λόγου.

Δικαιούμαστε ωστόσο και ομαλότερο γραπτό λόγο.

buzz it!

30/10/07

"Έλληνας φοιτητής": ένα ανέκδοτο, για να μην παρασοβαρεύουμε

Δίνει διάλεξη ένας φιλόλογος, και μεταξύ άλλων λέει τα εξής:

-Σε πολλές γλώσσες δύο αρνήσεις μας κάνουν μια κατάφαση. Σε άλλες γλώσσες δύο αρνήσεις δίνουν άρνηση. Δεν υπάρχουν όμως γλώσσες που δύο καταφάσεις να δίνουν άρνηση.

Οπότε ακούγεται από το ακροατήριο μια φωνή:

«Ναι, καλά...»

buzz it!

28/10/07

Φοβάμαι πως δεν τα λέμε εντέλει σωστά! [β΄]

Tα Νέα, 26 Οκτωβρίου 2007

«Πρόσεχε, όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος!» Κοτζάμ επιστήμονας και δεν άνοιξε «Μ. Αποστόλιο Βυζάντιο, ΧΙΙ, 77, σ. 563, Leutsch, E., Scheudewin, F.G., Georg OLMS, Verlagsbuchhandlung, Hildesheim, 1965», να μάθει το "σωστό": "ον ου τύπτει λόγος πίπτει ράβδος"!

Αν φτάνουμε να διορθώνουμε τη λαϊκή πια περιουσία, το «είπα και ελάλησα», το «όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος» κ.ά., φεύγουμε πια κι από τον υπερκαθαρισμό, φεύγουμε κι από την πραγματικότητα

το πλήρες κείμενο:

Ένας σημερινός γλωσσικός οδηγός οφείλει να αντιμετωπίζει σημερινά προβλήματα, να υποδεικνύει λύσεις σε σημερινά προβλήματα. Να μου πει πώς θα γράψω το «κτίριο» και πώς θα συντάξω το «αφορώ».

Είχα αρχίσει να γράφω για το βιβλίο Το λέμε σωστά; Το γράφουμε σωστά; της Ίνας Αναγνωστοπούλου και της Λίας Μπουσούνη-Γκέσουρα, που προγραμματικά παραβιάζει αυτήν τη βασική προϋπόθεση, καθώς δηλώνει, υπενθυμίζω, ότι «επειδή είναι καθαρά χρηστικό και δεν έχει ρυθμιστικό χαρακτήρα, δεν περιλαμβάνει λέξεις με προβλήματα ορθογραφίας, π.χ. κτίριο / κτήριο, αυγό / αβγό, ξενιτιά / ξενιτειά κ.ά.»

Τα μαύρα γράμματα είναι των συγγραφέων και αποτυπώνουν μια στοιχειώδη αντίφαση: γιατί, για να μην είναι ρυθμιστικό ένα τέτοιο βοήθημα, θα όφειλε να επιχειρηματολογεί, να παραπέμπει σε πηγές και να τις σχολιάζει, κάτι ανέφικτο σ’ έναν ολιγοσέλιδο οδηγό (187 σ.), που τότε απλούστατα δεν θα ήταν χρηστικός. Άρα αναπόφευκτα θα είναι –και είναι– ρυθμιστικός, δηλαδή απλώς θα καταγράφει. Αλλά τότε, λέω εγώ, δεν πρέπει να είναι αυτοσχεδιαστικός, να σταχυολογεί από δω κι από κει, με κριτήρια μοιραίως άδηλα, και γι’ αυτό, θα έλεγε τότε κανείς, αυθαίρετα.

Ψιλά γράμματα όμως μοιάζουν αυτά, και χαλάλι η όποια δεοντολογία, προκειμένου να έχουμε ένα χρηστικό βοήθημα. Το έχουμε; Θα το δούμε. Πριν όμως από χρηστικό, προέχει να δούμε αν είναι χρήσιμο. Και πώς νοείται, έγραφα, να μη δίνει αυτό ακριβώς που καίει τον σημερινό χρήστη, αν κτίριο δηλαδή ή κτήριο, αν χνότο ή χνώτο, συμπλήρωνα· αν αφορώ κάτι ή αφορώ σε κάτι, συνεχίζω τώρα, αν της Σαπφούς ή της Σαπφώς κτλ.

Έχουμε δηλαδή ουσιαστική αναίρεση των εξαγγελιών των ίδιων των συγγραφέων. Αλλά και μια αντίφαση, όπως φάνηκε ήδη. Που γίνεται όμως παραπέρα ασυνέπεια:

Αν δηλαδή ένας οδηγός δεν λημματογραφεί το κτίριο / κτήριο, κι αν όχι προκρίνοντας μία από τις δύο γραφές, παρουσιάζοντάς τες έστω ισότιμα, πώς, απ’ την άλλη δίνει το έωλος / αίολος, και παίρνει μάλιστα θέση, την μπαμπινιωτική εν προκειμένω: αίολος; Ή θεωρεί δεδομένη την ορθογραφία "ορθοπαιδική", και ούτε καν σε λήμμα παρά σε υποσημείωση: «Τα επίθετα εποχικός, μετεξεταστέος, ορθοπαιδικός απαντούν και ως εποχιακός, μεταξεταστέος, ορθοπεδικός» (τώρα τα μαύρα είναι δικά μου· και ασχολίαστη –ειδικά σ’ έναν τόσο σχολαστικό οδηγό, όπως θα δούμε παρακάτω– η σύμφυρση ορθογραφικών και μορφοφωνολογικών προβλημάτων)! Ώστε η «ορθοπαιδική», ή αλλού το πρόσφατα νεκραναστημένο «πόσω μάλλον», αντί για το εξίσου παλαιότατο πόσο μάλλον, από τους ελληνιστικούς χρόνους κι αυτό, όπως το έωλος, δεν είναι «λέξεις με προβλήματα ορθογραφίας»;

Είπα όμως ότι, αν κατανάγκην ένα τέτοιο βοήθημα θα είναι ρυθμιστικό (παρ’ όσα λένε οι συγγραφείς του), θα χρειαστεί δηλαδή κάθε φορά να προκρίνει μία γραφή, δεν πρέπει να είναι αυτοσχεδιαστικό. Και αφού το συγκεκριμένο βοήθημα θέλησε να λύσει όσα αναγνώρισε σαν «προβλήματα ορθογραφίας» με βάση την ορθογραφία Μπαμπινιώτη, γιατί άραγε και αυτήν ακόμα την ακολουθεί επιλεκτικά;

Έχω διατυπώσει πάμπολλες φορές την ίδια απορία και από εδώ, λ.χ. προς συναδέλφους διορθωτές: δηλαδή (μπορεί και) ελέγχει ο καθένας την ορθογραφία την οποία εισηγείται ο Μπαμπινιώτης, ο Τριανταφυλλίδης, ο Χ, ο Ψ, και λέει: «σωστή αυτή, θα την κρατήσω· με την άλλη διαφωνώ, την απορρίπτω»; Ελέγχει, συγκεκριμένα τώρα, τη γραφή «αίολος» του Μπαμπινιώτη, επικροτεί και την υιοθετεί, ενώ από την άλλη βάζει κάτω το «αγώρι» και το «τσηρώτο», ελέγχει και πάλι την ετυμολογία, και αποφαίνεται πως «αχ, εδώ την πάτησε ο Μπαμπινιώτης, θα κρατήσω αγόρι και τσιρότο»;

Ας μη μείνουμε άλλο εδώ. Πέρα λοιπόν και από αυτήν τη δεοντολογική - επιστημονική ασυνέπεια, ας σταθούμε στη χρηστικότητα, που αν δε σημαίνει αυτομάτως, φτάνει πάντως πολλές φορές να σημαίνει και χρησιμότητα.

Το υλικό οργανώνεται σε 28 κατηγορίες, που πολλές από αυτές έχουν διάφορες υποκατηγορίες. Για χρηστικό βιβλίο ο αριθμός αυτός είναι εξ ορισμού, θα έλεγα, απαγορευτικός. Δεν είναι δυνατόν να προτείνω τώρα και από εδώ έναν ριζικό ανασχεδιασμό του έργου, δηλώνω όμως εν πάση ειλικρινεία τον πολύ μεγάλο κόπο με τον οποίο το διατρέχω κάθε φορά.

Παραταύτα, θα έλεγα πρόχειρα ότι σε έναν ολιγοσέλιδο οδηγό θα μπορούσαν να γίνουν παραχωρήσεις στην αυστηρά επιστημονική κατάτμηση της ύλης και (με δυο εισαγωγικές φράσεις, εννοείται, ή μια συντομογραφημένη ένδειξη, όπως π.χ. σε λεξικό) να ενωθούν διαφορετικές κατηγορίες, συγγενείς όμως αν όχι όμοιες για τον χρήστη. Π.χ. τα «συνηθισμένα ορθογραφικά λάθη»: αλαζονεία και όχι αλαζονία, ενεός και όχι ενεώς, θα μπορούσαν να συγχωνευτούν με τα «λάθη στη φωνολογική, κυρίως, απόδοση λέξεων»: αγορανομία και όχι αγορονομία, άρδευση και όχι άρδρευση. (Και είναι όντως συνηθισμένα λάθη τα «ενεώς» και «άρδρευση»;) Αντίστοιχα, θα έβλεπα να ενώνονται οι δύο κατηγορίες (5η και 8η), που έχουν να κάνουν με σημασιολογική διαφορά, και αποτελούν και την ουσιαστικότερη προσφορά του βιβλίου (αίσθημα / συναίσθημα, ατύχημα / δυστύχημα, και ανακάλυψη / εφεύρεση, επήρεια / επιρροή κτλ.).

Ας μη σκανδαλίσω όμως άλλο τους επιστήμονες και τις συγγραφείς, αφού έτσι το θέλησαν οργανωμένο το υλικό τους. Το θέμα είναι ότι κάθε κατηγορία, έστω μ’ αυτό τον τρόπο αυστηρά προσδιορισμένη, χωρίζεται παραπέρα, χωρίς κανέναν απολύτως πλέον λόγο, σε ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα, αντωνυμίες, άκλιτα! Όπου βρίσκεται έτσι αλλού η κοινοτοπία (στα ουσιαστικά) και αλλού ο κοινότοπος (στα επίθετα). Αυτός ο άνευ λόγου κατακερματισμός δεν μπορεί να θεραπευτεί με το ευρετήριο, που καλώς προτάσσεται στο βιβλίο.

Γιατί, όταν κάθε φορά ανατρέχει κανείς (βοήθημα είναι αυτό, και όχι μυθιστόρημα που διαβάζεται άπαξ και με κάθε κεφάλαιο στη σειρά), δεν μπορεί να έχει κατά νου αυτή την κατάτμηση. Έτσι, όταν πάει να δει το ανδριάντας και όχι αδριάντας, ή την αποστρατιωτικοποίηση και όχι αποστρατικοποίηση (όντως, τυπικά λανθασμένη η «αποστρατικοποίηση», αλλά τίποτα διαφορετικό από τον αμφιφορέα που έγινε αμφορέας, στα αρχαία κιόλας χρόνια), και σκεφτεί με την ευκαιρία: παλιρροϊκός ή «παλιρροιακός», δεν θα το βρει, γιατί αυτό είναι «φυσικά» στα επίθετα! Και ίσως κοιτάξει και το απαθανατίζω· και ούτε αυτό θα το βρει. Γιατί είναι στα ρήματα, θα πει τώρα ο ειδοποιημένος αναγνώστης –όχι όμως ο χρήστης! Ε, δεν είναι ούτε στα ρήματα! Αν σκεφτεί (αλλά γιατί να το σκεφτεί;) ο χρήστης να ξεφυλλίσει παρακάτω, θα το ξετρυπώσει σε μια «Παρατήρηση», με ψιλά γράμματα: «Τα ρήματα απαθανατίζω, αποτίνω (φόρο τιμής), εκτίνω (ποινή φυλάκισης) απαντούν και ως αποθανατίζω, αποτίω, εκτίω»!

Αν παρ’ όλα αυτά δεχτούμε το ευρετήριο σαν πανάκεια, παραμένει ο –παρά τις εξαγγελίες των συγγραφέων– εξόχως και επιλεκτικά ρυθμιστικός χαρακτήρας του οδηγού. Ο οποίος δεν ξεφεύγει από τον τρέχοντα νεοκαθαρισμό, που πραγματοποιεί ένα τεράστιο άλμα προς τα πίσω, ίσαμε είκοσι αιώνες πολλές φορές, πετάει δηλαδή στον κάλαθο των αχρήστων υπερχιλιετή εξέλιξη της γλώσσας, και επανέρχεται, διαιωνίζει ή και νεκρανασταίνει τον θεόθεν δοσμένο και θεωρούμενο αειπάρθενο τύπο.

Εδώ οι φετιχοποιημένοι πια «Ιππής», εδώ, ακόμα χειρότερα, η «αποκατάσταση» της λαϊκότατης πια έκφρασης είπα και ελάλησα (συντομευμένη μορφή τού κοινόχρηστου είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω), που ακόμα ακούω τη μάνα μου να μου το λέει, χωρίς ν’ ανοίγει η αφιλότιμη, παρότι θρήσκα, το Κατά Ιωάννην, για να με προειδοποιήσει με το «σωστό», σύμφωνα με τον οδηγό: ει μη ήλθον και ελάλησα αυτοίς, αμαρτίαν ουκ είχον!

Αλλά αυτό δεν είναι αμαρτία πια. Είναι ύβρις.

Ωστόσο ο καθένας έχει την ιδεολογία του, και την αποτυπώνει ακόμα και σ’ έναν ολιγοσέλιδο οδηγό. Θα παραμείνω τότε στην ασυνέπεια, στη μη χρηστικότητα, που γίνεται, όπως ξανάπα, μη χρησιμότητα. Και γυρίζω εκεί απ’ όπου ξεκίνησα, στο ελάχιστο που περιμένω από έναν σημερινό οδηγό, να σταθεί σε σημερινά προβλήματα, και να μου πει πώς γράφεται το κτίριο· πώς συντάσσεται το αφορώ· να μη μείνει στους παλιούς, άχρηστους πια κανόνες για το ως/σαν· να μην ξεπετάξει με τρία παραδείγματα το θέμα της γενικής, του πληθυντικού ιδίως (των λακκουβών κτλ.)· ή, στο θέμα αίφνης του ενωτικού, την εποχή τού «πολυ-μιλάω» και του «αντι-φασιστικός», να μη μένει, με μια αραιοτυπωμένη σελιδούλα, στην κυρα-Μάρω και τον μπαρμπα-Γιώργο.

Έπειτα από τους «Ιππής» λ.χ., αλλού μας πάει πια ο μπαρμπα-Γιώργος, πολύ μακριά από την περιλάλητη συνέχεια της γλώσσας. Και με όλα τα «σκουπίδια» σκουπισμένα έξω απ’ την πόρτα τη δικιά μας.

buzz it!

27/10/07

35. Οι αναθυμιάσεις των ημερών και το οστεοφυλάκιο της γλώσσας

Τα Νέα, 1 Ιουλίου 2000

Διάλειμμα, υποχρεωτικό. Σε μαύρες ώρες ανορθολογιστικής κατρακύλας,* τα συντακτικά παραπατήματα ας περιμένουν. Δεν καίγονται βέβαια τα σπίτια μας, σίγουρα όμως εμπαίζεται η κοινή λογική και το δημόσιο ήθος. Γιατί σε ήθος, αλήθεια, εξαλλάσσεται τελικά αυτό που μοιάζει γραφικό· σε έλλειμμα ήθους –να το πω αλλιώς– μεταφράζεται αντικειμενικά αυτό που φαίνεται φαιδρό, μα είναι άκρως επικίνδυνο. Λέω «ήθος», επειδή πίσω από τη φανταχτερή κουρτίνα, την υφασμένη με τους λογής γραφικούς αλλά και τους άλλους, από την κυρία Λουκά ώς τη Λιάνα Κανέλλη, όταν παραμερίσουμε το όποιο ποσοστό ολιγοφρενίας ή άλλων, ψυχοπαθολογικών κατηγοριών, έχουμε οπωσδήποτε λόγο μετά γνώσεως πλήρους, άρα φενακισμό συνειδήσεων, εκμαυλισμό ψυχών, κοινώς εξαπάτηση, απάτη.

διαβάστε τη συνέχεια...

Το σκηνικό μέσα στο οποίο κινούμαστε κατανάγκην όλοι, όποιο τηλεοπτικό κανάλι ή ραδιοφωνικό σταθμό κι αν ανοίξουμε, και πια στο κέντρο της πόλης όπου ζούμε, μοιάζει να στήθηκε για να γυριστούν ταινία, βιντεοταινία, οι αρχικά ανομολόγητες φιλοδοξίες ενός και μόνο προσώπου. Tίτλος: «Το πονηρό χαμόγελο “θα σας δείξω εγώ”». Κι αυτό ακριβώς ήθελα τώρα να επισημάνω, το ανοίκειο για ποιμενάρχη μισογελάκι, το «θα σας δείξω εγώ», το «τώρα θα δείτε», που το προσέξαμε πρώτη φορά τη μέρα της ενθρόνισης του Αθηνών και πάσης Ελλάδος –κι από τότε όντως μας δείχνει αυτός και βλέπουμε εμείς.

Τι βλέπουμε; Καταγράφω απλώς όσα έχουν μαρτυρηθεί και σχολιαστεί, ακόμη και μέσα από τον εκκλησιαστικό χώρο: βλέπουμε λοιπόν έναν χριστιανό, και μάλιστα ιερωμένο, και μάλιστα αρχιεπίσκοπο, μισαλλόδοξο και εμπαθή, ματαιόδοξο και ματαιόσπουδο, αμετροεπή, που αλλάζει άποψη και εγκύκλιο τρεις φορές τη μέρα, λαϊκιστή, δημαγωγό, που όταν ξεφύγει στο ελάχιστο από τον σκανδαλωδώς κενό λόγο, από την απόλυτη κοινοτοπία, βρίσκεται αμέσως στα βαθιά του ρατσιστικού και του εθνικιστικού λόγου –αυτός, άλλωστε, ο επιστολογράφος του ακροδεξιού Στόχου. Κι όλα αυτά με το ίδιο αυτάρεσκο, μισοειρωνικό χαμόγελο, το υψωμένο φρύδι, αποξεχασμένος και αυτοηδονιζόμενος στη γοητεία της κάμερας και του μικροφώνου, εκεί που –μόνο εκεί– λογοδοτεί αυτός, ο λειτουργός του Υψίστου. Το τονίζω το τελευταίο, γιατί θα επέμενα ότι τα πάντα, ας πούμε, μπορεί να είναι κανείς, όλα τα παραπάνω κι άλλα τόσα. Γιατί μπορεί, ας πούμε πάλι, ένας χριστιανός να είναι και ρατσιστής και εθνικιστής, και ό,τι άλλο νομίζει ο ίδιος πως εκφράζει ή υπηρετεί την πίστη και την ιδεολογία του. Επηρμένος όμως, αλαζόνας, όχι, δεν μπορεί. Γιατί η έπαρση (το πρώτο, μάλιστα, σε σειρά βαρύτητας από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα!) είναι δείκτης άλλου ήθους, για την ακρίβεια μη ήθους.

Πορεύεται όμως μακάριος ο μακαριότατος («καμεριότατος», μου ’ρχεται να πω), μακάριος πάνω στα υψηλά ποσοστά των δημοσκοπήσεων, μακάριος αυτοδιορισμένος διαχειριστής της πλειοψηφίας, λέει, του ελληνικού λαού –όπως θα το ’δειχνε, λέει, κι ένα δημοψήφισμα. Απέναντι στο λαϊκισμό και τη φενάκη της «πλειοψηφίας» και του δημοψηφίσματος, ας τελειώνουμε επιτέλους με τον ίδιο λόγο, με το δικό του νόμισμα: υψηλά ποσοστά έχει και ο Λε Πα, αυτόν ακολουθεί η πλειοψηφία κι όχι τον Χατζιδάκι, πλειοψηφία ακολούθησε επίσης τον Χίτλερ, αλλά και πλειοψηφία επίσης θα αποφάσιζε λόγου χάρη τη διανομή της εκκλησιαστικής περιουσίας στους ακτήμονες –εμπρός λοιπόν για ένα τέτοιο δημοψήφισμα!

Από το ίδιο φενακιστικό ρεπερτόριο, από το ίδιο μυθολόγιο, είναι και η αφορμή για τη σημερινή επιφυλλίδα –για να μην ξεφύγουμε απ’ τα χωράφια τα δικά μας–, κάτι που συχνά ακούστηκε απ’ τα τηλεοπτικά παράθυρα των ημερών, ότι η Εκκλησία έσωσε ή πάντως διαφύλαξε τη γλώσσα, έτσι γενικά και μαξιμαλιστικά, ή, μετριοπαθέστερα, μέσα απ’ το Κρυφό Σχολειό. Όσο για το Κρυφό Σχολειό, η Ιστορία έχει μιλήσει αρμοδίως και επανειλημμένα: από όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας δεν διαθέτουμε καμία ιστορική μαρτυρία, κανένας επίσημος ιστορικός δεν κάνει την παραμικρή μνεία, ούτε τότε ούτε μετά –χωρίς βεβαίως αυτό να πτοεί τους επαγγελματίες μυθογράφους και μεταπωλητές των μύθων. Οι όποιες αναφορές αρχίζουν μόνο μετά τον Αγώνα, και κυρίως στο τέλος του 19ου αιώνα, οπότε και σφραγίζεται ο μύθος, με τον περίφημο πίνακα του Νικολάου Γύζη και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι την ανυπαρξία του Κρυφού Σχολειού, πέρα από έγκυρους μελετητές όπως ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Άλκης Αγγέλου, ο Αλέξης Πολίτης, παλαιότερα ο Δημ. Γρ. Καμπούρογλου, ο Γιάννης Βλαχογιάννης κ.ά., την τεκμηριώνουν ακόμα και γνωστοί πρόμαχοι της ορθοδοξίας και αντίπαλοι των νεοτεριστών, όπως ο Μανουήλ Γεδεών και ο Π. Πουλίτσας.

Γενικότερα όμως για τη διάσωση της γλώσσας, πρέπει να δούμε άλλη μια φορά πόσους αιώνες πίσω την πήγε ή μάλλον την καθήλωσε τη γλώσσα, ακριβώς η Εκκλησία.

Η γέννηση του χριστιανισμού συμπίπτει περίπου με τη γέννηση του αττικισμού, του κινήματος που πολεμάει λυσσαλέα τη γλώσσα της εποχής, την Κοινή, επιχειρώντας να αναβιώσει την περικλεή αττική γλώσσα. Ο χριστιανισμός, στον αγώνα για την εξάπλωσή του, χρησιμοποιεί τη ζωντανή γλώσσα του λαού, γεγονός που δυναμώνει την αντίδραση των αττικιστών, οι οποίοι, με την εμφάνιση μιας κοσμοθεωρίας ριζικά αντίθετης με τον αρχαίο ειδωλολατρικό κόσμο, βλέπουν να απειλούνται τα ιερά και τα όσιά τους. Έχω ξαναγράψει για τους αφορισμούς του Φρύνιχου: «σκίμπους λέγε αλλά μη κράββατος», σε αντιπαραβολή με το ευαγγελικό «άρον τον κράββατόν σου», και άλλα πολλά «μη», συνοδευμένα με τους χαρακτηρισμούς αηδής η λέξις, βάρβαρον, έκφυλον πάνυ, που δείχνουν την αντίθεση των λογίων της εποχής στην καθομιλουμένη, στη γλώσσα που προτίμησαν τα Ευαγγέλια, οι απόστολοι και οι πρώτοι πατέρες της Εκκλησίας.**

Αλλά η ελληνική παιδεία, κυρίως με τους τρεις ιεράρχες, τον Βασίλειο, τον Γρηγόριο και τον Ιωάννη, θα κερδίσει τελικά τον χριστιανικό κόσμο: από τις αρνητικές συνέπειες της γόνιμης αυτής συνάντησης ήταν η εγκατάλειψη της λαϊκής γλώσσας. Ο Νικόλαος Π. Ανδριώτης μεταφέρει τη μαρτυρία πως, όταν κήρυσσε στην Αντιόχεια ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «η εκκλησία βούιζε σαν κυψέλη από το κουβεντολόι του εκκλησιάσματος, που δεν εννοούσε τη γλώσσα του κηρύγματος». Και σημειώνει χαρακτηριστικά: «Από τότε η Εκκλησία γίνεται λογιότερη και αποστομώνει τους λίγους πια ειδωλολάτρες αρχαϊστές, αλλά τη νίκη αυτή την πληρώνει ακριβά με την οριστική αποξένωσή της από το γλωσσικό αίσθημα και την κατανοητική ικανότητα του λαού».***

Από τότε λοιπόν η Εκκλησία παραμένει ταυτισμένη με τον αττικισμό, αργότερα με τον λογιοτατισμό, αμετακίνητη στη γλώσσα αυτή, πάντα σε διαρκή αντιπαλότητα, κάποτε και σε πόλεμο ανοιχτό, με τη ζωντανή λαϊκή γλώσσα που προχωρούσε μέσα στους αιώνες –που προχωρούσε, παρ’ όλα τα εμπόδια, αποκλεισμένη όμως από το χώρο της επιστήμης, της διανόησης, της εξουσίας, χωρίς δηλαδή τη δυνατότητα να εξελιχθεί ομαλά, να αναπτυχθεί και να καλλιεργηθεί ευρύτερα, όπως κάθε φυσική γλώσσα. Σ’ αυτόν το λυσσαλέο αγώνα καταστολής η Εκκλησία, ταυτισμένη πάντοτε με την εξουσία, δεν έλειψε ποτέ από την πρώτη γραμμή, διαθέτοντας όλες της τις δυνάμεις, εκμεταλλευόμενη την απήχησή της σε ευρύτερες λαϊκές μάζες –καλή ώρα. Η τελευταία δυναμική εμφάνισή της «στον αγώνα τον καλό» είναι τα Ευαγγελικά στις αρχές του 20ού αιώνα, που σημάδεψαν την ιστορία του Γλωσσικού με νεκρούς.

Δεν ξέρω αν είναι παρακινδυνευμένο να σκεφτεί κανείς ότι η νέα θρησκεία, από τη στιγμή που κερδίζει τη μάχη της επιβίωσης, δεν τα χρειάζεται πια τα όπλα που τη βοήθησαν, τη γλώσσα τη λαϊκή εν προκειμένω· κι ότι, απ’ τη στιγμή που η νέα θρησκεία εδραιώνεται και γίνεται κατεστημένο, σκόπιμα κρατά, όπως κάθε εξουσία, τον λαό αποκομμένο, να αποθαυμάζει από μακριά το μεγαλείο του ιερατείου. Το γνωστό αυτό παιχνίδι παίχτηκε και στη χώρα μας, με πρόσθετο, καθοριστικό στοιχείο τη γλώσσα, μέσα από τη διγλωσσία, τη διμορφία, ή όπως αλλιώς ονομάζεται. Την αποξένωση του λαού από τους θεσμούς με μέσο ακριβώς τη γλώσσα τη ζήσαμε και την ξέρουμε όλοι από πρώτο χέρι. Την αποξένωση του λαού από την εκκλησιαστική γλώσσα τη βλέπουμε ακόμα, τη ζούμε εμείς οι ίδιοι, όσοι τολμούμε επιτέλους να ομολογήσουμε πως μέσα από μετάφραση και μόνο καταλαβαίνουμε τα όσα καταλαβαίνουμε στις τελετές και τις ακολουθίες: και εννοώ τουλάχιστον μια «έμμεση» μετάφραση, μέσα από την εξοικείωση, την επανάληψη, το μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο, τον εκκλησιασμό, το κατηχητικό... Διαφορετικά, κάποια κατά προσέγγιση νοήματα φτάνουν στ’ αφτιά, ακόμα και των μορφωμένων.

Οι άλλοι, οι πολλοί, περιμένουν το κήρυγμα, όταν γίνεται σε γλώσσα κοινή, να τους εξηγήσει αυτά που θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να τα προσπελάσουν μόνοι. Κι ώσπου να ’ρθει το κήρυγμα, τα πνιχτά γελάκια και, βεβαίως, ο σκανδαλισμός απαντούν στον «βωμολόχο» λόγο του Ευαγγελίου: Ήσαν δε παρ’ ημίν επτά αδελφοί, και ο πρώτος γαμήσας ετελεύτησε...· εν γαρ τη αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται...· ή το ευρύτερα γνωστό: θεραπεύων πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν... Εδώ, άλαλα τα χείλη των ευσεβών! (βλ. και κεφ. 18)

Υπάρχουν όμως ηπιότερα: λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς... Εδώ, η ανταπόκριση είναι γνωστή πανελληνίως· κρατώ μία από τις πολλές παραλλαγές, από τη Χίο, όπως την αναδημοσιεύει ο καθηγητής Δημ. Σ. Λουκάτος: «Μια Αηγιωργούσαινα τη μεγάλη Πέφτη, [...] έκαμε το σταυρό της κι έλεγε κιόλας: “Μυρισμένο (ή μόσκος) το πορδάκι σου, Χριστέ μου!”».****

Άλλο: Σύμφωνα με μαρτυρία της φίλης και δασκάλας μου στη βυζαντινή μουσική, της Δώρας Βάρσου, στην αναστάσιμη λειτουργία, όταν ο ιερέας διαβάζει τον «Κατηχητικό λόγο» του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, όπου το εκκλησίασμα επαναλαμβάνει με βροντερή φωνή κάποιες λέξεις που επανέρχονται (ο Άδης [...] επικράνθη· και γαρ κατηργήθη –«Επικράνθη!», απαντά το εκκλησίασμα· Επικράνθη· και γαρ ενεπαίχθη –«Επικράνθη!», κ.ο.κ.· και παρακάτω: Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι –«Ανέστη!» κ.ο.κ.), κάποιες γερόντισσες, συνεπαρμένες προφανώς από αυτού του είδους τη συμμετοχή, στα λόγια: Πού σου, Άδη, το νείκος; απαντούν: «πού σου, Άδη!», με ένα παχύ -π στο «πού» και εκβάλλοντας αέρα από τα χείλη, με την έννοια «φτου», δηλαδή «φτου σου, Άδη!»

Το ρίξαμε στ’ ανέκδοτα... Μα πρώτος ο Πρώτος των ημερών θα μας έλεγε πόση αλήθεια κρύβουν πάντοτε και τι μαρτυρούν, μέσα και από την υπερβολή ή τον μονόπλευρο κάποτε χαρακτήρα τους. Κι ας διατρέχουμε τον κίνδυνο εμείς, σύμφωνα με τη –χριστιανικότατη– απειλή του, «να μας ξεραθεί το χέρι».


* Ήταν οι μέρες με τα συλλαλητήρια που οργάνωνε η επίσημη Εκκλησία υπό τον αρχιεπίσκοπο, απαιτώντας να αναγράφεται το θρήσκευμα και στις νέες αστυνομικές ταυτότητες.
** Για τον Φρύνιχο, βλ. παραπάνω, κεφ. 9.
*** Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 60 (υπογράμμιση δική μου).
**** «Γλωσσικές ευτράπελες διηγήσεις», στο Αφιέρωμα στη μνήμη του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1960, σ. 237.

buzz it!

36. Νοσταλγία και ακρισία

Τα Νέα, 15 Ιουλίου 2000

Η αναθεώρηση της ιστορίας κερδίζει έδαφος και στον γλωσσικό χώρο, ανακατώνοντας τον ιδεολογικό χυλό ενός δήθεν πλουραλισμού και μιας τάχα ανεξιθρησκίας

"Κάποια τρελή βραδιά χορού
αυτό συνέβη προ καιρού
την είδα κι ήτανε πνιγμένη στα γκερλαίν
κι άκουγα γύρω τα σαξόφωνα να κλαιν..."


το πλήρες κείμενο:

Στο προηγούμενο ασχολήθηκα με ένα γνωστό στερεότυπο που ακούστηκε συχνά αυτές τις μέρες, ότι η Εκκλησία έσωσε τη γλώσσα, και κατέληγα ότι η Εκκλησία, ταυτισμένη πάντα με την εξουσία, ουσιαστικά καθήλωσε τη γλώσσα και έκανε τα πάντα για να εμποδίσει τη φυσική εξέλιξή της. Έμοιαζε απόλυτη η θέση μου αυτή, και με τη σημερινή επιφυλλίδα θέλω να προκαταλάβω τον αντίλογο, αν και φοβούμαι ότι δεν θα είμαι λιγότερο κατηγορηματικός.

Ένας πιθανός αντίλογος θα έλεγε ότι, ωστόσο, από μιαν άποψη, η Εκκλησία βοήθησε να διατηρηθεί η γλώσσα, έστω και μόνο επειδή τα εκκλησιαστικά βιβλία είναι γραμμένα στα ελληνικά. Εδώ ο σκεπτικισμός απέναντι σ’ αυτό το ελαστικό «από μιαν άποψη» μπορεί να φτάσει να γίνει πρόκληση: όλα τα ελληνικά δεν είναι πάντοτε ελληνικά. Εξηγώ αυτό που ακούγεται σαν παραδοξολογία, σαν λογοπαίγνιο: τα διάφορα στάδια της γλώσσας, οι διάφορες μορφές της ίδιας γλώσσας, όταν αποσπώνται από το ιστορικό τους πλαίσιο και αντιπαραβάλλονται οι μεν προς τις δε με όρους αντιπαλότητας, σύμφωνα με το σχήμα κυρίαρχος-υποτελής, ανώτερος-κατώτερος κτλ., ορίζουν τελικά σχέση θύτη και θύματος. Και δεν μπορεί ποτέ να ταυτίζεται ανιστόρητα ο θύτης με το θύμα.

Αρχή γι’ αυτή την εκβιασμένη αντιπαλότητα αποτελεί, ως γνωστόν, η προσπάθεια των αττικιστών να νεκραναστήσουν την αττική γλώσσα και να την επιβάλουν στην εποχή τους, αποβάλλοντας ή εκτοπίζοντας την ελληνιστική κοινή. Θεωρώ πως είναι εξαιρετικά κρίσιμο να τον θυμόμαστε πάντοτε αυτό τον αγώνα επιβολής της αττικής στην ελληνιστική κοινή και, αργότερα, στη μεσαιωνική ελληνική, έπειτα της αρχαΐζουσας ή της όποιας καθαρεύουσας στη δημοτική. Και, ειδικότερα για την καθαρεύουσα, είναι εξαιρετικά κρίσιμο να θυμόμαστε ότι δεν αποτελεί καν στάδιο της ελληνικής γλώσσας. Αποτελεί γλωσσικό υβρίδιο, που δεν μπόρεσε ποτέ να αυτοκαθοριστεί και άρα να υπάρξει αυτοτελώς, να υπάρξει σαν γλώσσα, αλλά προπάντων να μιληθεί –και έτσι και μόνο έτσι να αξιωθεί το χαρακτηρισμό της γλώσσας.

Τελευταία υπάρχει η τάση να ξαναγραφτεί η ιστορία και στον γλωσσικό χώρο. Η αναθεώρηση της ιστορίας –έτσι όπως μετράνε λ.χ. τα θύματα του Ολοκαυτώματος, αν ήταν λιγότερα και πόσα, ή αν υπήρξε καν Ολοκαύτωμα– κερδίζει κι εδώ έδαφος, ανακατώνοντας τον ιδεολογικό χυλό ενός δήθεν πλουραλισμού και μιας τάχα ανεξιθρησκίας, νηφαλιότητας, ουδετερότητας. Πρωτοστατούν άνθρωποι που έχουν κάθε λόγο να συσκοτίσουν την ιστορία και να ισοπεδώσουν βασικές έννοιες και στοιχειώδεις διακρίσεις. Παλιοί καθαρευουσιάνοι που μεταμφιέστηκαν ή όντως μεταστράφηκαν σε δημοτικιστές μιλούν τώρα για συγκερασμό καθαρεύουσας και δημοτικής, που είχε σαν αποτέλεσμα τη «νεοελληνική». Η αλήθεια όμως είναι ότι η καθαρεύουσα υπήρξε θύμα ακριβώς του τεχνητού χαρακτήρα της· καθώς δεν μιλήθηκε ποτέ, και με την πίεση της ζωντανής γλώσσας, υποχρεώθηκε σε σταδιακή αναδίπλωση ή μετατόπιση, από μιαν ακραία αρχαΐζουσα μορφή στην «απλή» καθαρεύουσα, ώσπου έφτασε να συναντήσει την καθομιλουμένη, η οποία ακολουθούσε τη δική της πορεία μέσα στους αιώνες, με όλα τα εμπόδια που της δημιουργούσε η λόγια γλώσσα αλλά και με όλες τις επιρροές που δεχόταν –και– από αυτήν.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι στην αναθεωρητική τάση εμπλέκονται, παγιδεύονται ή με άφατη χαρά συμμετέχουν άνθρωποι που έζησαν οι ίδιοι τον γλωσσικό βιασμό από την καθαρεύουσα. Ουσιαστικά, εκτός από ελάχιστες νεότερες γενιές, όλοι μας, όλοι οι κάπως μεγαλύτεροι, φάγαμε το κνούτο της καθαρεύουσας από τα πρώτα μας χρόνια στο σχολείο, μαστιγωθήκαμε αλύπητα από τα ία και τα ωά, και μαζί στερηθήκαμε τη διδασκαλία της γλώσσας την οποία μιλούσαμε και μιλούμε, για να πληρώνουμε έκτοτε συνεχώς αυτήν τη στέρηση με λάθη, που κάνουν τους προφήτες να μιλούν για αφανισμό της ελληνικής γλώσσας. Έπειτα από όλα αυτά, μου είναι σχεδόν ακατανόητη η νοσταλγία που εκφράζεται συχνά για την καθαρεύουσα. Αδυνατώ να συλλάβω αυτήν τη «μεγαθυμία», που παραχαράσσει την ιστορία. Και με τρομάζει η τόσο εύκολη λήθη, με τρομάζει η νοσταλγία η ίδια.

Σκέφτομαι πώς μεταλλάσσεται ο συναισθηματισμός σε νόθευση κριτηρίων, κάποτε και σε ακρισία. Σκέφτομαι πόσο εύκολα η νοσταλγία για τα νιάτα που πέρασαν μας κάνει να ακούμε με αγαλλίαση και να ανακυκλώνουμε τραγούδια, λόγου χάρη, που οι ίδιοι τα χλευάζαμε στην εποχή τους. Αναγορεύουμε σε έργο υψηλής τέχνης το «Κάποια τρελή βραδιά χορού», συγχέοντας διαφορετικά είδη («αυτά είναι κλασική μουσική!» θύμωσε σχεδόν μια εξαιρετική φλαουτίστρια που έπαιζε τέτοια παλιά τραγούδια σε γιορτή πολιτικού περιοδικού, επειδή ο κόσμος συμπεριφερόταν ακριβώς σαν σε γιορτή κι όχι σαν σε συναυλία), έργο τέχνης το «Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο», ακόμα και η «Κυρα-Γιώργαινα», έργα τέχνης όλες ανεξαιρέτως οι ταινίες του «παλιού ελληνικού κινηματογράφου» –και καλύτερα να ξεχάσω τι γράφτηκε στο θάνατο της Αλίκης Βουγιουκλάκη· βγάζουμε και στο Ηρώδειο τη Μαρινέλα και το λέμε «ιστορία του ελληνικού τραγουδιού», και είναι ιστορία βεβαίως, όλα, όλοι, τότε όμως και ο Βοσκόπουλος, κι ο Πανταζής κι η Άντζελα Δημητρίου. Έτσι, τα όντως καλά, τα μέτρια, τα κακά, τα άθλια και τα απαράδεκτα, όλα μαζί γίνονται ένα, με μοναδικό κριτήριο την παλαιότητα.

Ξεστράτισα, μα ήθελα να την τονίσω αυτήν τη νοσταλγία, που εξωραΐζει συστηματικά καθετί το περασμένο και, από νοσταλγία για την «παλιά καλή εποχή» (πάντοτε τη δική μας εποχή), γίνεται νοσταλγία για τα συστατικά της εποχής εκείνης αδιακρίτως.

Το χειμώνα που μας πέρασε παρουσιάστηκε σε αθηναϊκό θέατρο ένας μονόλογος του Ροΐδη. Κι άκουσα βασικό συντελεστή της παράστασης να μιλά στην τηλεόραση για την απολαυστική γλώσσα του Ροΐδη, αρχίζοντας με την απαραίτητη πια αναγνωριστική φράση: «σήμερα που η γλώσσα βρίσκεται σε αφασία», ή κάπως έτσι. Από την ηλικία του συντελεστή έβλεπες πως ήταν κι αυτός από τα «κακοποιημένα παιδιά» της καθαρεύουσας. Κι ωστόσο τη γλώσσα νοσταλγούσε, όχι την ιδιοφυΐα του Ροΐδη. Του Ροΐδη που, αν άκουγε τον θαυμαστή του, θα τον έστελνε αμέσως να διαβάσει την έξοχη μελέτη του Τα είδωλα, του 1893, με την ανελέητη κριτική στην καθαρεύουσα και σ’ όλους τους γλωσσικούς μύθους (για την «ανωτερότητα» της αρχαίας ελληνικής, για τις «πλούσιες» και τις «φτωχές» γλώσσες κτλ.) –αλλά προπάντων θα τον έβαζε για τιμωρία να αντιγράψει δέκα φορές τη μία ολόκληρη σελίδα όπου εξηγεί και ουσιαστικά απολογείται γιατί αυτός ο δημοτικιστής γράφει εξ ανάγκης στην καθαρεύουσα, που τόσο την πολεμά.

Αλλά δεν ξεμπερδεύουμε εύκολα με την καθαρεύουσα. Θα συνεχίσουμε στο επόμενο.

buzz it!

25/10/07

37. Ο νοικοκύρης του σπιτιού

Τα Νέα, 29 Ιουλίου 2000

Στο προηγούμενο αναφέρθηκα στη νοσταλγική αντιμετώπιση της καθαρεύουσας, μια αντιμετώπιση που αγνοεί την Ιστορία, μέσα από μια «ανεξίθρησκη» στάση ίσων αποστάσεων. Η ψευδοεπιστημονική στήριξη της στάσης αυτής μιλά για συγκερασμό καθαρεύουσας και δημοτικής, και προϋποθέτει ένα πλέγμα –σκόπιμων ή μη– συγχύσεων:

διαβάστε τη συνέχεια...

Πρώτα η σύγχυση ότι η δημοτική είναι περίπου η γλώσσα του Ψυχάρη ή αυτή που κατά την τότε προβοκατόρικη άποψη μεταφράζει τον Παλαιολόγο σε «Παλιοκουβέντα», μια γλώσσα «βουκολική» η οποία απορρίπτει κάθε λόγια λέξη.*

Άλλη σύγχυση αφορά τον ενιαίο χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας: αυτή τονίζει τις (ελάχιστες) κοινές πλευρές και αγνοεί ή αποσιωπά τις (πολύ περισσότερες και απολύτως καθοριστικές) διαφορές, υποβάλλοντας έτσι την άποψη ότι μπορεί να υπάρξει ελεύθερη διακίνηση ανάμεσα στις φάσεις της μιας και ενιαίας γλώσσας. Εδώ η ιδεολογική χρήση της επιστήμης έχει δράσει αποφασιστικά: σκόπιμη επιλογή λέξεων –σχεδόν αποκλειστικά, να τονιστεί αυτό– ή σύντομων φράσεων «τεκμηριώνει» την «αδιάσπαστη συνέχεια» κτλ., κολακεύοντας τον αναγνώστη και τον χρήστη της γλώσσας ότι μπορεί να διαπλέει το απέραντο πέλαγος της ελληνικής, όλα τα «παλιότερα» –όπως λένε– ελληνικά, με κύριο εφόδιο ένα άθροισμα λέξεων, «αναλλοίωτων από την εποχή του Ομήρου».

Η επιλογή λέξεων βασίζεται με τη σειρά της στη σύγχυση ως προς τη φύση της γλώσσας: υποβάλλει δηλαδή την απλοϊκή άποψη φροντιστηρίων ξένων γλωσσών ότι η γλώσσα είναι συλλογή λέξεων, κάτι σαν τα βιβλιαράκια με λέξεις και φράσεις πρώτης ανάγκης για τουρίστες, και όχι το σύστημα, η δομή, η γραμματική δηλαδή και το συντακτικό. Λέξεις όμως χωρίς δομή να τις ενσωματώνει δεν απαρτίζουν γλώσσα, δεν φτιάχνουν κώδικα.** Ή, αλλιώς: οι λέξεις μόνες τους δεν αποκαθιστούν επικοινωνία με το γλωσσικό σύστημα στο οποίο ανήκουν. Κι όμως, πιστεύουμε ότι αρκεί να βάλουμε το χέρι μας στην τσέπη, και ανασύρουμε Όμηρο λόγου χάρη: Άνδρα μοι έννεπε..., ιδού: άνδρα=η ίδια λέξη και σήμερα, έννεπε=νά, εδώ το ’χω, θα το θυμηθώ..., μούσα, πολύτροπον..., νά κι η μούσα, ίδια κι αυτή, πολύτροπον=με πολλούς τρόπους, ο πολυμήχανος δηλαδή, ος μάλα πολλά πλάγχθη, επεί Τροίης..., ος=ο οποίος, μάλα πολλά=το πολλά πάντως είναι το ίδιο, επεί Τροίης=νά κι η Τροία, έμεινε το πλάγχθη, κάποιον θα ρωτήσω...

Εδώ είναι αυτό το άκακο οπωσδήποτε ψέμα, απέναντι στον εαυτό μας πρώτα, ένα ψέμα που βαδίζει χέρι χέρι με τη νοσταλγία από την οποία ξεκινήσαμε: έτσι όπως γενικά εξωραΐζουμε το παρελθόν, με την επιλεκτική και παραμορφωτική μνήμη μας, έτσι ξεχνούμε και τον γλωσσικό εξανδραποδισμό του σχολείου πρώτα, του δημόσιου βίου έπειτα· κι ό,τι μας βάραινε τότε αφόρητα, τώρα το νοσταλγούμε, και προπαντός θεωρούμε πως το κατέχουμε. Ρωτήστε τώρα, και δύσκολα θα βρείτε κάποιον που να μη σας διαβεβαιώσει ότι αυτός πάντως έμαθε αρχαία ελληνικά, και φυσικά καθαρεύουσα, πάντα χάρη σ’ έναν φωτισμένο φιλόλογο κτλ. Από τις επαίσχυντες εξαιρέσεις θα είναι η περίπτωση η δική μου, που ούτε τον Παπαδιαμάντη δεν κατάφερα ποτέ να διαβάσω χωρίς γλωσσάρι –κι είναι γνωστό πως λογοτεχνία με γλωσσάρι δεν διαβάζεται, κι ακόμα πως ο Παπαδιαμάντης είναι περισσότερο ιδιωματικός παρά καθαρευουσιάνος.

Κατά καιρούς έχω δώσει από τη σελίδα αυτή παραδείγματα που φανερώνουν ότι η επιβίωση λέξεων από παλαιότερες μορφές της ελληνικής γλώσσας δεν πρέπει και να μας αφήνει να σουλατσάρουμε ανέμελα και να κορφολογούμε κατά την κρίση μας. Θυμίζω την περιπέτεια του κρίματος=κρίση, τώρα όμως «αμαρτία»· του νεοελληνιστί άσεμνου γαμώ=νυμφεύομαι, κ.ά.*** Θα τελειώσω με δύο άλλα παραδείγματα, περισσότερο χαρακτηριστικά για τη διαδρομή της γλώσσας:

(α) Το ένα, για όσους γράφουν με μελάνι, και εκτός από το μαύρο χρησιμοποιούν κι άλλα χρώματα: κόκκινο, γαλάζιο κτλ. Εδώ οι καθαρολόγοι μύστες της ενιαίας θα έπρεπε να ανατριχιάσουν: Πώς γίνεται κόκκινο μελάνι; Πώς γίνεται δηλαδή να είναι κόκκινο το μαύρο; Πού πήγε ο μέλας ζωμός, πού το ρήμα μελανιάζω, πού το μελανούρι; Πώς δεν αναγνωρίζουμε τη λέξη μέλας=μαύρος, μέσα στο μελάνι, και έτσι το εξ ορισμού μαύρο το κάνουμε και κόκκινο μαζί ή γαλάζιο;****

(β) Το άλλο παράδειγμα, κλασικό στη γλωσσολογία, είναι η λέξη σπιτονοικοκύρης. Ρωτήστε πρώτα όλους αυτούς που σας ρωτούν αν «ομιλείτε ελληνικά», αν κανείς τους λέει αλλιώς αυτόν που μας νοικιάζει το σπίτι του: λέμε –και δεν θα τ’ αλλάξουμε βεβαίως πια– «έδωσα το νοίκι στον σπιτονοικοκύρη μου», «η σπιτονοικοκυρά μου στην Πάτμο» κτλ. Ή, σύμφωνα με τα κάλαντα: «ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει». Όμως ο νοικοκύρης, σκέτα, είναι ο κύρης του οίκου, δηλαδή του σπιτιού. Μπα, ωραία συνέχεια της γλώσσας, να μην αναγνωρίζουμε, ολόκληρος λαός, την έννοια της λέξης οίκος! Ούτε έννεπε ούτε πλάγχθη: ο οίκος είναι λέξη κοινότατη, που χρησιμοποιείται ακόμη: οίκος του Θεού, και οικογένεια, και οικοτροφείο –ή μήπως ούτε μ’ αυτά καταλαβαίνουμε τι λέμε;

Αν όλα αυτά ακούγονται ειρωνικά, παραλήπτες είναι, εννοείται, όσοι παράγουν ή διακινούν τον φενακιστικό λόγο περί απόλυτης εξάρτησης της νέας ελληνικής από την αρχαία, ότι χωρίς την αρχαία δεν υπάρχει καν η νέα, ότι χωρίς την κατανόηση της λέξης ύδωρ δεν θα μπορούμε τάχα να λέμε υδραγωγείο, χωρίς τον οίκο, καλή ώρα, θα μείνουμε στο δρόμο, χωρίς οικογένεια· παραλήπτες είναι όσοι παράγουν ή διακινούν τον ύποπτα δημαγωγικό λόγο περί γλωσσικής ισοτιμίας, καθαρεύουσας-δημοτικής εν προκειμένω, άλλοι για να κρατήσουν άσβεστη την ελπίδα πως «πάλι με χρόνους με καιρούς...», άλλοι, περισσότερο πραγματιστές, για να παραγράψουν ανομίες παλιές.

Το θέμα δεν είναι απλώς (!) θεωρητικό ή ιδεολογικό· είναι καταρχήν πρακτικό, και αφορά τις συνέπειες που έχει για τη σημερινή γλώσσα η ανιστόρητη αντιμετώπιση και αποτίμηση της καθαρεύουσας. Συνεχίζω στο επόμενο.


* Μοναδική απάντηση σ’ αυτά αποτελεί η λεγόμενη Μεγάλη Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, έργο που είναι γραμμένο 60 ολόκληρα χρόνια πριν, την εποχή του μαχόμενου δημοτικισμού, κι ωστόσο διαπνέεται από εξαιρετικά ευρύ πνεύμα στην οροθέτηση της δημοτικής γλώσσας. Ο καθηγητής Μιχ. Σετάτος («Τα γλωσσικά λάθη και η αντιμετώπισή τους», στο περ. Φιλόλογος 63, 1991, 17-39) αποδελτιώνει ακριβώς τα σημεία που δίνουν την «εικόνα μιας (προδρομικής) γραμματικής ποικιλιών και λειτουργικών χρήσεών τους»: οι σχετικές παραπομπές καταλαμβάνουν σχεδόν τρεις σελίδες!

** Βλ. και παραπάνω, κεφ. 30: "Γλώσσα= λέξεις; και πόσες;"

*** Βλ. παραπάνω, κεφ. 18.

**** Σε όλα αυτά έχουμε να κάνουμε με μεταλλαγές αρχαίων λέξεων και με την αδιαφάνεια πια του ετύμου. Σχετική είναι π.χ. η περίπτωση με την αρχαία υποκοριστική κατάληξη -ιον, που έκανε το ρύαξ - ρυάκ-ιον, το παις - παιδ-ίον και το νήσος - νησ-ίον, απ’ όπου χάθηκε στα νέα ελληνικά το -ον και έμεινε μόνο το γιώτα: ρυάκι, παιδί, νησί· όμως «οι λέξεις αυτές έχασαν την υποκοριστική τους σημασία κι έτσι χρειάστηκε να υποκορισθούν από την αρχή (αυτή τη φορά με την κατάληξη -άκι): ρυακάκι, παιδάκι, νησάκι» (Δημ. Λυπουρλής, Γλωσσικές παρατηρήσεις, όπ. παρ., τόμ. β΄, σ. 33).

buzz it!

Γλωσσικοί οδηγοί ή άτεγκτοι τροχονόμοι; [α΄]

Τα Νέα, 13 Οκτωβρίου 2007

Η αυξημένη ζήτηση γλωσσικών οδηγών μαρτυρεί έγνοια για τη γλώσσα, αλλά και ανασφάλεια –που οφείλεται κυρίως στην κινδυνολογία, η οποία κλονίζει την εμπιστοσύνη στη Νεοελληνική αφενός, στο γλωσσικό αίσθημα αφετέρου


Από τον οδηγό, αυτόν που σου δείχνει το δρόμο, ώς τον τροχονόμο υπάρχει απόσταση· κι ακόμα μεγαλύτερη είναι η απόσταση από τον άτεγκτο έστω τροχονόμο ώς τον αναχρονιστικό, που ρυθμίζει την κυκλοφορία με βάση κάποιον παλιό ΚΟΚ

το πλήρες κείμενο:

«Επειδή η ελληνική είναι μια δύσκολη γλώσσα, είναι φυσικό να κάνουμε ορισμένα λάθη, όταν μιλάμε ή γράφουμε. Τα λάθη αυτά αφορούν συνήθως την ορθογραφία, τη φωνολογική απόδοση των λέξεων και τη σύνταξη.»

Δεν ξέρω ποιος δε θα ’γραφε τα ίδια για τη γλώσσα του, ποιος δε θα προσυπέγραφε, εν πάση περιπτώσει, τη διαπίστωση αυτή, κι ας είναι τώρα περιορισμένη στα ελληνικά, όπου όντως υπάρχει το επιπλέον βάρος της μακράς ιστορίας τους και των ποικίλων φάσεών τους –και προπαντός της άκριτης πρόσμειξης των φάσεών τους, θα πρόσθετα εγώ.

Ας μείνουμε ωστόσο στην απλή διαπίστωση, με την οποία προλογίζεται το βιβλίο Το λέμε σωστά; Το γράφουμε σωστά; της Ίνας Αναγνωστοπούλου και της Λίας Μπουσούνη-Γκέσουρα, που εκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και εμφανιζόταν για εξαιρετικά μεγάλο διάστημα σε καταλόγους μπεστ σέλερ, π.χ. της Καθημερινής.

Άλλος ένας λοιπόν οδηγός «για καλά ελληνικά», από αυτούς που ανατριχιάζουν τους ιδεοληπτικά «αντιρυθμιστές» γλωσσολόγους; Ναι, και πολλά υποσχόμενος, όταν μάλιστα διαβάζουμε στη συνέχεια, στον πρόλογο: «Επίσης, κάνουμε λάθη και από άστοχη επιλογή λέξεων ή φράσεων των οποίων δε γνωρίζουμε την ακριβή σημασία, αλλά και στις περιπτώσεις χρήσης λέξεων που μοιάζουν φωνολογικά, μορφολογικά ή σημασιολογικά, π.χ. [...] πρότυπο / πρωτότυπο, τεχνητός / τεχνικός, [...] εξασθενίζω / εξασθενώ, ανακάλυψη / εφεύρεση…»

Γλωσσικοί οδηγοί υπάρχουν πολλοί, που σημαίνει δηλαδή ότι υπάρχει ανάλογη ζήτηση, ένδειξη αγάπης για τη γλώσσα, θα έλεγε κανείς καταρχήν, ανασφάλειας έπειτα –κι εδώ αρχίζει ίσως το ανησυχητικό, αφού η ανασφάλεια οφείλεται κυρίως στην κινδυνολογία που κλονίζει την εμπιστοσύνη του χρήστη στη νεοελληνική γλώσσα αφενός, στο γλωσσικό του αίσθημα απ’ την άλλη.

Από τους πολλούς οδηγούς σαφώς ξεχωρίζουν τα Πεντάλεπτα του σοφού δασκάλου Εμμ. Κριαρά, που πήραν τον τίτλο τους από σειρά πεντάλεπτων ακριβώς εκπομπών στην ΕΡΤ: Τα πεντάλεπτά μου στην ΕΡΤ και άλλα γλωσσικά, 2η έκδ. με προσθήκες, Θεσσαλονίκη 1988.

Από σειρά εκπομπών στο «Ράδιο Παρατηρητής» της Θεσσαλονίκης γεννήθηκαν και οι δύο πλούσιοι τόμοι του καθηγητή Δημήτρη Λυπουρλή, Γλωσσικές παρατηρήσεις, Θεσσαλονίκη 1994.

Πλάι στα δύο αυτά βασικά έργα, ευρύτατη απήχηση είχαν και τα Λάθη στη χρήση της γλώσσας μας της Ιωάννας Παπαζαφείρη, Αθήνα, α΄ τόμ., 1η έκδ. 1988, 17η έκδ. 1996, β΄ τόμ. 7η έκδ. 1997.

Δεν είναι απλώς ενδεικτική η μνεία των τριών έργων: τα δύο πρώτα προέρχονται από κατεξοχήν αρμόδιους πανεπιστημιακούς δασκάλους, με το κύρος της υπογραφής τους αλλά και με κατατεθειμένη στα συγκεκριμένα έργα την επιχειρηματολογία και την τεκμηρίωση. «Λαϊκής κατανάλωσης» –και δεν το λέω διόλου για κακό αυτό– είναι το τρίτο έργο, της φιλολόγου Ιω. Παπαζαφείρη, γραμμένο με τον απλό τρόπο της «παλιάς δασκάλας» –κι αυτό για καλό το λέω!– και εστιασμένο ειδικότερα στα «λάθη στη χρήση της γλώσσας μας», όπως είναι και ο τραβηχτικός τίτλος του, γεγονός που το έκανε εύλογα μπεστ σέλερ, με αλλεπάλληλες εκδόσεις.

Φοβούμαι, ότι το καινούριο τώρα μπεστ σέλερ, Το λέμε σωστά…, με όλον το μόχθο που είναι κατατεθειμένος σ’ αυτό και με την πλούσια ύλη του, ιδίως στο σημασιολογικό μέρος του, δεν μπορεί να σταθεί δίπλα στα άλλα έργα, καθώς πάσχει από τεκμηρίωση και προπάντων από μια ανεξήγητα σχολαστική κατάτμηση της ύλης του, που το κάνει ιδιαίτερα δύσχρηστο, και εντέλει το αδικεί.

Άφησα σκόπιμα να περάσει καιρός από την έκδοση του βιβλίου, θέλοντας να ασχοληθώ εκτενέστερα, σε μια προσπάθεια να μην το αδικήσω με σκέτους χαρακτηρισμούς, από τη μια, αλλά και επειδή, από την άλλη, τέτοια έργα, πέρα βεβαίως από τις προθέσεις τους, ενδέχεται να αποβούν επιζήμια, σ’ έναν τομέα τόσο ευαίσθητο όσο το γλωσσικό και σε εποχή εντέλει μεταβατική ακόμα, γλωσσικά, όπου το έδαφος είναι ιδιαίτερα πρόσφορο για θεμελιώδεις παρανοήσεις.

Ξαναπιάνω όμως το θέμα των οδηγών, γενικά: Αν αφήσουμε προς στιγμήν τις διογκωμένες ή και πλαστές ανάγκες που γεννιούνται, όπως είπα, από την κινδυνολογία, θετικό στοιχείο μπορεί να θεωρηθεί πάντοτε η αναζήτηση από τη μεριά του χρήστη εργαλείων που θα τον βοηθήσουν να καλλιεργήσει το εκφραστικό του όργανο. Και από την άποψη αυτή, η περίφημη «ρύθμιση» είναι αναπόφευκτη, ή αυτονόητη.

Εξίσου αυτονόητο όμως είναι ότι η ρύθμιση γίνεται με βάση τα εκάστοτε στάνταρ της γλώσσας κάθε εποχής, όπως κωδικοποιούνται στη γραμματική κάθε εποχής, από το ορθογραφικό ώς το μορφοφωνολογικό και παραπέρα το συντακτικό επίπεδο.

Ήδη εδώ εντοπίζεται η διαφωνία με τον καινούριο οδηγό, αφού αφίσταται από την τρέχουσα, «επίσημη» ορθογραφία λόγου χάρη, καθώς ακολουθεί ώς ένα σημείο το (ασυνεπές και ως προς τον εαυτό του, όπως έχουμε δει από τη σελίδα αυτή!) ορθογραφικό σύστημα του Γ. Μπαμπινιώτη. Κι όμως, σπεύδω να δηλώσω, δεν είναι διόλου αυτό το βασικό.

Είπα ότι «ακολουθεί ώς ένα σημείο», αλλά υπάρχει το χειρότερο, φοβούμαι: ότι ένα βιβλίο που τιτλοφορείται «… το γράφουμε σωστά;» απλούστατα δεν μας λέει πώς πρέπει να γράψουμε τα κρισιμότερα και πιο ακανθώδη, εντέλει –κάτι που πάντως το δηλώνει ευθαρσώς στον πρόλογό του κιόλας:

«Το βιβλίο αυτό, επειδή είναι καθαρά χρηστικό και δεν έχει ρυθμιστικό χαρακτήρα, δεν περιλαμβάνει λέξεις με προβλήματα ορθογραφίας, π.χ. κτίριο / κτήριο, αυγό / αβγό, ξενιτιά / ξενιτειά κ.ά.» (τα έντονα στοιχεία, των συγγραφέων).

Αυτό κι αν είναι πια παράδοξο, και άτοπο. Που ακυρώνει ακριβώς το χαρακτήρα του χρηστικού. Γιατί γι’ αυτά τα αμφιλεγόμενα θα καταφύγει σ’ έναν τέτοιο οδηγό ο αναγνώστης, για το κτίριο / κτήριο δηλαδή και τα άλλα παραδείγματα που δίνουν οι συγγραφείς, ή, σκέφτομαι πρόχειρα, για τα χλωμός / χλομός, χνώτο / χνότο, αυτί / αφτί, βρωμιά / βρομιά κτλ. Κι εδώ πια περιμένει μια άποψη έγκυρη, την άποψη έστω του Μπαμπινιώτη, έτσι όπως υιοθετείται αλλού μέσα στο βιβλίο, με τον «αίολο» αντί για έωλο, την «ορθοπαιδική», το «πόσω μάλλον» κ.ά.
Δεν είναι δηλαδή εντέλει χρηστικό, από τη μια, ενώ από την άλλη είναι εξόχως ρυθμιστικό.

Θα ξαναπώ όμως ότι μικρή σημασία θα είχε το ορθογραφικό, αν δεν εντασσόταν σε μια γενικότερη αντίληψη περί ρύθμισης, η οποία σχεδιάζεται ερήμην της σημερινής πραγματικότητας της γλώσσας, όπου και μόνο θα ήταν όχι απλώς ευκταία, με βάση όσα είδαμε παραπάνω, αλλά και αναγκαία.

Αλλά –προχωρώ παραπέρα– έστω και έτσι, ας πούμε προς στιγμήν ότι, ακόμα και μια ακραία και εκτός τόπου ρύθμιση, δεν είναι εδώ το βασικό. Ισχυρίζομαι ότι η συστατική σχεδόν αδυναμία του βιβλίου έχει να κάνει με την οργάνωση και την παρουσίαση της ύλης, άρα με τη χρηστικότητα. Και εδώ έρχεται να προστεθεί η ατεκμηρίωτη παράθεση του υλικού που αφορά ορθογραφικά και φωνολογικά θέματα: «ως διορθωτής, που πέντε ή και δέκα φορές τη μέρα πέφτω σε μπελά, για το ποιο είναι το σωστό ή το σημερινό “σωστό”, έχω την “απαίτηση” να εξηγούν γιατί προτείνουν κάτι όσοι το προτείνουν» γράφει ο Παντελής Μπουκάλας σε (αρνητική) κριτική του για το συγκεκριμένο βιβλίο (Καθημερινή 15.5.07).

Εδώ βέβαια θα επικαλεστεί κανείς το θέμα του όγκου του βιβλίου, που θα γινόταν τότε απαγορευτικός, με άμεσο αντίκτυπο στη χρηστικότητα του έργου. Όμως, έστω κι αν περιοριστούμε στο θέμα αυτό, αν παραβλέψουμε δηλαδή προς στιγμήν τις νόμιμες επιστημονικές-τεκμηριωτικές απαιτήσεις μας από ένα τέτοιο έργο, η χρηστικότητα εδώ συνθλίβεται και εξαφανίζεται μέσα στον θανάσιμο εναγκαλισμό της από μια σχολαστική, από την άλλη, άκρα επιστημοσύνη στην κατάτμηση του υλικού –που δεν τη σώζει, δυστυχώς, ο πολύ φροντισμένος τυπογραφικός σχεδιασμός του βιβλίου.

Μένει όμως να τα δούμε αυτά την επόμενη φορά, επιμένοντας, σε έκταση δυσανάλογη με τον μικρό όγκο του βιβλίου, όχι όμως με το εγχείρημα καθαυτό, ή γενικότερα με εγχειρήματα αυτού του είδους.

buzz it!

23/10/07

38. Φουστανέλα με γραβάτα

Τα Νέα, 12 Αυγούστου 2000

Η καθαρεύουσα χρησιμοποιείται σαν σήμα κοινωνικής αναγνώρισης, κάτι σαν την «πόρτα» την οποία υφίσταται κανείς για να γίνει δεκτός στα κυριλέ μαγαζιά

το πλήρες κείμενο:

Συνεχίζουμε, με τις συνέπειες που έχει για τη σημερινή γλώσσα η ανιστόρητη αντιμετώπιση της καθαρεύουσας, η αναπόλησή της και η νοσταλγική χρήση της. Εννοώ προφανώς την αταξία που προκαλεί αυτή η χρήση στο τυπικό της γλώσσας, γιατί στο επίπεδο του λεξιλογίου τα πράγματα είναι μάλλον απλά: Λέξεις δανειζόμαστε από παντού, από οποιαδήποτε ξένη γλώσσα, πολύ περισσότερο από την παλαιότερη δική μας, εφόσον προσαρμόζονται στο τυπικό της σημερινής γλώσσας· δεν μεταφέρουμε όμως έτσι απλά, κατά την κρίση μας, γραμματικούς τύπους ή συντακτικούς τρόπους από άλλο γλωσσικό σύστημα.

Βασική διευκρίνιση, ότι δεν γίνεται λόγος εδώ για εκείνους που χρησιμοποιούν την καθαρεύουσα σαν σήμα κοινωνικής περισσότερο παρά ιδεολογικής πλέον αναγνώρισης, κάτι σαν την «πόρτα» την οποία ευφρόσυνα υφίσταται κανείς για να γίνει δεκτός στα κυριλέ μαγαζιά. Υπάρχουν, αντίθετα, πολλοί, με αγάπη για τη γλώσσα και μόνο, που νοσταλγικά, όπως έλεγα, επιστρέφουν στη νιότη τους, εν προκειμένω στην καθαρεύουσα, τη μοναδική στο κάτω κάτω γλωσσική μορφή με την οποία εξοικειώθηκαν στα σχολικά τους χρόνια. Λέω «εξοικειώθηκαν» και όχι «διδάχτηκαν», επειδή στο σχολείο ποτέ δεν διδάχτηκε συστηματικά η καθαρεύουσα, παρά μόνο γραμματική και συντακτικό της αρχαίας.

Η πραγματικότητα ωστόσο είναι ότι αρχαία μπορεί να έμαθαν πολλοί, καθαρεύουσα όμως ουσιαστικά δεν έμαθε κανένας. Είναι παροιμιώδεις οι μάχες μεταξύ ακραιφνών καθαρευουσιάνων, που καταμετρούσαν οι μεν τα λάθη των δε. Δεν έφταιγε κανένα κύτταρο ζαβό, παρά ο τεχνητός χαρακτήρας της καθαρεύουσας, η οποία ανθολογούσε στοιχεία από διαφορετικές περιόδους της γλώσσας, χωρίς να δημιουργήσει σύστημα δικό της. Γι’ αυτό και ισχυρίστηκα ότι η καθαρεύουσα, καθώς επιπλέον δεν μιλήθηκε ποτέ, δεν μπορεί να θεωρείται στάδιο της ελληνικής γλώσσας. Σε αντίθεση λ.χ. με το πρότυπό της, την αττική γλώσσα, δεν επικράτησε ποτέ, σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίοδο, αλλά παρακολουθούσε πάντα από δίπλα (μάλλον, από πάνω) τη ζωντανή γλώσσα. Ακόμα και τις ελάχιστες φορές που έδωσε έργο υψηλό (Ροΐδης, Βιζυηνός, Παπαρρηγόπουλος), δεν ξέφυγε από την εγγενή αντίφασή της, να είναι γλώσσα νεκρή, ακόμα και στην ακμή της. Αυτή η αντίφαση δεν της επέτρεψε να αρτιωθεί σε σύστημα και προδίκασε τον αργό θάνατό της, παρ’ όλο τον γιγάντιο μηχανισμό που τη στήριζε και την επέβαλλε, συχνά και με τη βία.

Για την ανυπαρξία «συστήματος» της καθαρεύουσας, ο λόγος στον Ελισαίο Γιανίδη. Παραθέτω από την πάντα επίκαιρη μελέτη του Γλώσσα και ζωή (1908, επανέκδ. Κάλβος, 1969, σ. 74-77):

«Μια γλώσσα που δεν έχει κανόνες είναι η καθαρεύουσα. Μάλιστα! Επειδή δεν είναι μια γλώσσα, επειδή δεν είναι καμωμένη απάνω σ’ ένα ορισμένο σχέδιο. Λέει π.χ. τοις δίδω, σοι το δίδω, μοι το δίδεις, αλλά ποιος τολμά να πει τω το δίδω, θα ταις τας δώσω, δός τω το; Καταφεύγει τότε σε μιαν άλλη καθαρεύουσα λιγάκι πιο αρχαία και λέει θα τας δώσω εις αυτάς, δος αυτώ τούτο. Βλέπουσά με, βλέποντές τον, αλλά όχι βλέπων τον, βλέπουσαί τας. Γράφε το, αλλά όχι γράψον το. [...] Η παράστασις άρξεται..., αλλά όχι δεν άρξεται. Η τελετή γενήσεται..., αλλά όχι δεν γνωρίζω αν γενήσεται. [...]

»Υπάρχει μια καθαρεύουσα που λέει: η προθυμία μεθ’ ης εδέχθη, υπάρχει και μια άλλη, πιο συγκαταβατική καθαρεύουσα, που λέει: η προθυμία με την οποίαν εδέχθη· με άλλα λόγια, η μια έχει μετά και ος-η-ο, η άλλη με και ο οποίος. Δεν αμφιβάλλω ότι ώς τώρα είχατε την πεποίθηση ότι αυτά όλα τα στοιχεία ανήκουνε σε μια γλώσσα. Λυπούμαι. Αν ήταν έτσι, θα μπορούσατε να τα συνδυάσετε μεταξύ τους αδιακρίτως και να πείτε: η προθυμία με ην εδέχθη. [...]

»Όποιος ξέρει τους κανόνες της καθαρεύουσας θα μας κάμει τη χάρη να μας πει πώς πρέπει να λέμε: Να ελαττούται ή να ελαττώται ή να ελαττώνηται ή να ελαττώνεται; Να στέκηται ή να ίσταται ή να ιστήται; [...] Πρέπει με πολλή προσοχή να κάμετε την εκλογή σας, ο καθένας ανάλογα με τη μόρφωσή του, και κατά το μέρος όπου μιλεί, και κατά το σύγγραμμα που γράφει, και προπάντων κατά τη βαθμίδα όπου βρίσκεται στη θεωρία της επιστροφής στην αρχαία γλώσσα».

Σήμερα πια δεν τίθεται από κανέναν θέμα επιστροφής, ούτε καν στην καθαρεύουσα. Επιστρέφουν ωστόσο, όλο και πιο συχνά θαρρώ, τύποι γραμματικοί, πλάι σε όσους μοιραία επιβιώνουν. Δεν πιστεύω ότι το φαινόμενο συνιστά ουσιαστικό κίνδυνο για τη γλώσσα, δεν παύει όμως να αποτελεί αταξία, κατά τη γνώμη μου αδικαιολόγητη. Υπάρχουν ρήματα αζύμωτα στον κοινό, καθημερινό λόγο, δύσκαμπτα λοιπόν μέσα στο τυπικό της γλώσσας: τα ρήματα σε -ούμαι λόγου χάρη, θεωρούμαι: εντάξει θεωρούνταν, αλλά θεωρούμουν; (βλ. εκτενέστερα, κεφ. 95) Άλυτο πρόβλημα, γιατί πλάι στο κοινολεκτούμενο τρίτο πρόσωπο: (ε)θεωρείτο, (ε)θεωρούντο (η παράλειψη του έψιλον είναι τυπικά λάθος), δεν μπορεί να θεωρείται λύση η διατήρηση αυτούσιου του λόγιου ρηματικού χρόνου. Θα πούμε τάχα: εθεωρούμην; «εσύ εθεωρείσο ο καλύτερος μαθητής»; εθεωρούμεθα; «εθεωρείσθε πρότυπο για τους μαθητές»; Δεν σας φαίνεται ότι τότε θα ακουγόταν «καλύτερα»: πρότυπον διά τους μαθητάς; Οπότε;

Ωστόσο, πλάι στα ούτως ή άλλως δύσκαμπτα, υπάρχουν και τα άλλα, τα πολλά, που επιστρέφουν, όπως είπα, ή στην καλύτερη περίπτωση επιμένουν. Αποδελτιώνω σκόπιμα από δόκιμους χρήστες της γλώσσας, έγκυρους δημοσιογράφους που μόνο για καθαρευουσιανισμό δεν μπορεί να κατηγορηθούν. Είναι όλα στο τρίτο ενικό ή πληθυντικό πρόσωπο, το πρόσωπο που χαρακτηρίζει τον δημοσιογραφικό λόγο και άρα αμβλύνει τα ανακλαστικά μας: προορίζετο, απεστρέφετο, απεχθάνετο (το σωστό: απηχθάνετο), αντιμάχετο (=αντεμάχετο), κατεφέροντο, απεδεικνύοντο, αποπειρώντο (=απεπειρώντο). Πόσο «βάρβαρα» τάχα ηχούν τα: προοριζόταν, αποστρεφόταν, απεχθανόταν, αντιμαχόταν, καταφέρονταν, αποδεικνύονταν, αποπειρώνταν; Σκεφτείτε τώρα όλα τα λογιόμορφα, να κουβαλήσουν, όπως είναι λογικό, και το σόι τους: απεστρέφεσο, κατεφέρεσθε, απεδεικνυόμην κ.ο.κ. Οπότε: «πάντα, θυμάμαι, αντεμάχεσο τις απόψεις του και απηχθάνεσο τον τρόπο με τον οποίο τις διατύπωνε»! Αμέσως χρειαζόμαστε και το νοικοκυριό τους: ενθυμούμαι..., τας απόψεις..., τον τρόπον με τον οποίον τας διετύπωνε... Καθαρή καθαρεύουσα δηλαδή.

Περισσότερο κραυγαλέα γίνεται η ανάμειξη αυτή στη μεταφορά συντακτικών τρόπων. Σε βιβλίο που φιλοδοξεί να διδάξει ακριβώς «λόγο ελληνικό» σε δημοσιογράφους διαβάζω: «αν επιμεληθούμε κάπως της διατύπωσης...» Μονά ζυγά δικά μας, δεν γίνεται: επιμελούμαι+γενική και κατάληξη -ης είναι κακόγουστο αστείο. Το γνωστό: φουστανέλα με γραβάτα.

Με αυτή την ουσιαστική αλλοίωση του τυπικού θα τελειώσω στο επόμενο.

buzz it!

39. Η χλιδάτη κουρελού

Τα Νέα, 26 Αυγούστου 2000

Πού να το φανταζόταν πόσους μιμητές θα 'βρισκε σήμερα ο Μποστ -αλλά στα σοβαρά αυτοί! (Σκίτσα και κείμενα, Καστανιώτης, 1996)

Το σίγουρο είναι ένα, πως ο καημός της πολυτυπίας και του πλουραλισμού αλληθωρίζει προς μία πάντοτε πλευρά, την καθαρεύουσα

το πλήρες κείμενο:

Αρκετά μακριά μάς τράβηξε σ’ αυτήν τη σειρά η νεοκαθαρεύουσα, για την ακρίβεια ο αφρόντιστος λόγος που κορφολογάει από δω κι από κει γραμματικούς κυρίως τύπους, εν ονόματι της μιας και ενιαίας γλώσσας, που το ιδεολόγημα για τη μοναδικότητά της διεκδικεί και μιαν άλλη μοναδικότητα στο χώρο των γλωσσών: την ανυπαρξία κανόνων. Πράγματι, μόνο στην ελληνική γλώσσα προβάλλει σαν διεκδίκηση η ανυπαρξία κανόνων, την ίδια μάλιστα στιγμή που μας βασανίζει, υποτίθεται, το ότι δεν υπάρχουν, τάχα, κανόνες. Μετρώ πρόχειρα: γραμματική Τριανταφυλλίδη, γραμματική Τσοπανάκη, γραμματική Holton-Mackridge-Φιλιππάκη Warburton, και άλλες, συν το συντακτικό Τζαρτζάνου. Τι έχουν μέσα; Κανόνες, φυσικά.

Και καλά, δεν διδαχτήκαμε τέτοιες γραμματικές στο σχολείο, αλλά ούτε και έπειτα τις ανοίξαμε ποτέ, ακόμα κι εμείς, οι επαγγελματίες χρήστες, δημοσιογράφοι, διορθωτές, μεταφραστές, και φυσικά συγγραφείς. «Δυστυχώς, δεν υπάρχουν κανόνες» αναστενάζουμε, μα μόλις μας υποδείξουν κάποιον κανόνα, φοράμε την αντιεξουσιαστική μάσκα και πιάνουμε τον αντιρυθμιστικό σκοπό: η γλώσσα δεν επιδέχεται κανόνες, και ποιος θα μας τους επιβάλει τάχα τους κανόνες, και δεν νοείται ρυθμιστική γραμματική. Άντε τώρα να διδάξεις, λ.χ., «μη ρυθμιστική» γραμματική στο σχολείο: κάθονταν και καθόντουσαν και καθόσαντε και καθόντουσταν. Εδώ, ο οίστρος της πολυτυπίας και του πλουραλισμού φρενάρει απότομα: κάθονταν μόνο, θα σας πουν, κι άλλοι καθόντουσαν· τα άλλα, γρήγορα να τα κρύψουμε, που μας ντροπιάζουν, τα βλαχαδερά· αλλά να μην ξεχάσουμε, λέει, το εκάθηντο: διότι αυτό –κι εδώ γυαλίζει πια το μάτι– «ποιος θα το αποβάλει από τη γλώσσα, τη μία και ενιαία, ποιος θα μας το στερήσει, και γιατί»...

Νά ο καημός, νά ο πλουραλισμός, εντέλει γλωσσικός σουρεαλισμός. Το σίγουρο είναι ένα, πως ο καημός της πολυτυπίας και του πλουραλισμού αλληθωρίζει προς μία πάντοτε πλευρά. Ελευθερία, λέει, να λέμε εργαζόταν αλλά κατειργάζετο, δεχόταν αλλά υπεδέχετο, και γιατί όχι και εδέχετο! Και όλα τ’ άλλα επιγράφονται ανέξοδα δικτατορία, και φασισμός, και ακρωτηριασμός ή αφυδάτωση της γλώσσας...

Κι όμως. Υπάρχουν όρια στη χρήση λόγιων τύπων. Υπάρχουν όρια ανάμεσα στα διαφορετικά στάδια της γλώσσας. Κάποτε ασαφή, δυσδιάκριτα. Αλλά υπάρχουν. Επιπλέον –για να περάσουμε στο σημερινό θέμα–, απομακρυνθήκαμε πια αισθητά, απομακρυνόμαστε ολοένα και περισσότερο από την καθαρεύουσα, από την εποχή που κάτι σήμαινε, κάτι αντιπροσώπευε η καθαρεύουσα στην καθημερινή μας ζωή: σαν κυρίαρχη, καταπιεστική δύναμη καταρχήν, που γεννούσε αυτόματα την αντίδραση αλλά και την ανατρεπτική σάτιρα, η οποία βρήκε τη μνημειώδη έκφρασή της στο πρόσωπο του Μποστ. Σήμερα, το ιδιοφυές έργο του Μποστ δεν μπορεί να βρει μιμητές, δεν μπορεί καν να έχει την απήχηση που είχε στην εποχή του. Όποιος δεν βόγκηξε πάνω στο η αηδών - της αηδόνος καθώς και στην οδό Μαιζώνος, δεν θα εκτιμήσει την έξοχα ευρηματική γενική της σαλόνος. Σήμερα δεν έχει νόημα να σατιρίσεις την καθαρεύουσα της εξουσίας, του στρατού, της άρχουσας τάξης, απλούστατα επειδή ούτε η εξουσία ούτε ο στρατός ούτε η άρχουσα τάξη μιλούν καθαρεύουσα. Σήμερα, η ίδια η καθαρεύουσα δεν αποτελεί εξουσία, δεν μας επιβάλλεται σε κανέναν δημόσιο τομέα, στην εκπαίδευση ή αλλού, άρα η σάτιρα δεν μπορεί να έχει πλέον στόχο, δεν έχει λόγο γενέσεως, και θα είναι, όλο και περισσότερο, άσφαιρα τα πυρά της.

Το χειρότερο: είπαμε ότι ποτέ δεν διδάχτηκε και δεν μαθεύτηκε σωστά η καθαρεύουσα, για λόγους που έχουν να κάνουν περισσότερο με την ίδια παρά με την αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος, λ.χ., ή του χρήστη της γλώσσας· σήμερα, και όσο απομακρυνόμαστε από αυτήν, η πάντα λειψή γνώση μας θα μας εκθέτει όλο και πιο πολύ, κι αυτό είναι η πιο γλυκιά εκδίκηση της γλώσσας. Οπωσδήποτε, είναι ακόμη αυτόματη, σχεδόν ανακλαστική, η χρήση της καθαρεύουσας, σε ειρωνικό π.χ. λόγο. Πρέπει όμως κι αυτό, με τον καιρό, να το ξανασκεφτούμε, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από λόγο πια ναρκισσιστικό και βαθμιαία αυτιστικό, που θα κλείνει το μάτι σε όλο και πιο λίγους –και, όλο και πιο συχνά, μάλλον θα μας στραβώνει, με τη σωρεία λαθών στη χρήση ακριβώς μιας πάντα αναφομοίωτης και πλέον ξεχασμένης μορφής της γλώσσας.

Από τους κριτικούς, ο Παντελής Μπουκάλας έχει συχνά επισημάνει τέτοια εσφαλμένη χρήση σε λογοτεχνικά κείμενα, που φιλοδοξούν να αποτυπώσουν τα «διαφορετικά γλωσσικά επίπεδα», την καθαρεύουσα κάποιου ήρωα του βιβλίου: εσφαλμένοι τύποι όπως αι ακτίναι, απρόβλεπται αντιδράσεις, ένδοξαι μάχαι, την σάρκαν κ.ά. (αντί: αι ακτίνες, απρόβλεπτοι αντιδράσεις, ένδοξοι μάχαι, την σάρκα) κυκλοφορούν ανέμελα, φορώντας μια one size κατάληξη -αι κι ένα τελικό -ν μαϊντανό, και μάλιστα κυκλοφορούν σαν αυταξίες, λέξεις σκέτες που λησμόνησαν ότι θα έπρεπε να υπάρχει και τυπικό να τις στηρίξει, εν προκειμένω να τις κάνει καθαρεύουσα της προκοπής.

Τυχαία επιλέγω δύο κείμενα, που τα διάβασα πρόσφατα. Είναι από αυτά όπου η χρήση «ολίγης από καθαρεύουσα» εκφράζει, κατά την προφανή βούληση του συντάκτη, ειρωνεία. Το πρώτο κείμενο:

«Αι γυναίκες ροδοκόκκιναι από το πασχαλινόν μακιγιάζ των μεγάλων οίκων κοσμετολογίας, ξαναμμέναι εκ της οδοιπορίας, [...] αενάως κελαδούσαι και καγχάζουσαι με την κινητή τηλεφωνία τους, ετίναξαν τη σκόνην των βεγγαλικών από τα παντελόνια αυθεντικού πύθωνος...» κτλ. Είναι οπωσδήποτε άδικο αλλά και άτοπο να κρίνει κανείς ένα παιγνιώδες κείμενο με όρους αυστηρά γλωσσικούς· ήθελα όμως να σημειώσω πού καταλήγει η διαμεσολαβημένη εντέλει έκφραση, η έκφραση που παραιτείται από τη φυσικότητα και τον αυτοματισμό της, πιστεύοντας ότι εξίσου άνετα βαδίζει και στ’ αγκάθια, χωρίς να δει πως είναι από καιρό –και όχι, όπως είπα, από δικό της σφάλμα– ξυπόλυτη. Και νά: αι ροδοκόκκιναι και ξαναμμέναι, με τη σκόνην και, παρακάτω, στη Μύκονον, όπου παρέθεσαν parties, και όπως ηκούσθη και περί την δείλην και επί εικοσιτετραώρου βάσης και άλλα πολλά, προκαλούν το μοιραίο, που πιστεύω ακράδαντα ότι δεν θα είχε συντελεστεί σε πορεία επί ομαλού εδάφους: στη λεζάντα μιας φωτογραφίας που συνοδεύει το κείμενο αυτό η γλώσσα παίρνει το αίμα της πίσω: «Εξήλθον όλοι εις την ύπαιθρον των γραφικών πλακόστρωτων της Μυκόνου. Κεχαριτωμέναι οικογένειαι σαν αυτήν του καλαθοσφαιριστή του ΠΑΟΚ Κλαούντιο Κολντεμπέλα και της συζύγου του ενζενί Χριστίνας Παππά μετά του υιού της από πρωθύστερο γάμο της». Θεωρώ εντελώς απίθανο να αγνοεί ο συντάκτης τη σημασία της λέξης πρωθύστερος. Αλλά θεωρώ εντελώς φυσικό να γλιστρήσει κανείς και να γκρεμοτσακιστεί, έτσι και χειρότερα ακόμα, εάν βαδίζει ξαφνικά με ψηλοτάκουνα, γόβα στιλέτο, σε δρόμο πλακόστρωτο, Μυκόνου ή μη.

Το δεύτερο κείμενο, με τον εύγλωττο για τις προθέσεις του τίτλο «Ιστορίες φεστιβαλικής τρέλας», ασφυκτιά κάτω από τόνους καθαρευουσιανισμό, από λέξεις πάλι και τύπους ατάκτως ερριμμένους: κατέστη, ήτοι σε δύο μόλις μήνες, υπεδέχθη, ως αντιλαμβάνεσθε ουδέν πρόβλημα..., θα ενθυμείσθε, εξ ου και δεν ηδύνατο να φαντασθεί, όπερ και έπραξε... μετά πάσης φροντίδος, ενεθυμήθησαν, απεφάνθη, επελέγη, καθ’ ομολογίαν απάντων των κριτικών, του σκηνοθέτου, έτερός τις, πολλάκις επεσκέφθη, και πλείστα άλλα, πλάι στα μπλόκαρε, ασορτί και στάνταρ, σε άνομη και απροσδιόνυση οπωσδήποτε συνάντηση: «με το που ετοιμάστηκαν μακέτες..., ευρέθη ο θίασος», «παζάρι ολκής» κ.ά.

Κατάληξη: «Και εκείνη, όπως οιοσδήποτε θα έπραττε, φρόντισε να κλείσει το πρόγραμμά της με άλλες εκδηλώσεις, μακράν φερεγγυοτέρων φορέων εξ αυτών της ημεδαπής...» Νά το κοκτέιλ φαρμάκι: όπως οιοσδήποτε θα έπραττε: πρώτα, ο οιοσδήποτε και το έπραττε θα ήθελαν ως, και όχι όπως, καθώς μάλιστα το ως χρησιμοποιείται κατά κόρον στο κείμενο· μα προπαντός, σε «οιανδήποτε» μορφή της ελληνικής γλώσσας, αντίθετα λ.χ. από την αγγλική, το υποκείμενο εδώ θα έμπαινε μετά το ρήμα· δηλαδή: όπως θα έπραττε οιοσδήποτε.* Και τι να πρωτοπεί κανείς για το «κερασάκι», αυτό το «μακράν φερεγγυοτέρων φορέων εξ αυτών της ημεδαπής», όπου καμαρώνει και το επίσης αγγλικό μακράν, και θέλει κιόλας να συνταχτεί με το εξ αυτών: ασύντακτο απλώς. Κι άλλα αγγλικά: «το ΔΣ επιθυμούσε μεν η Μενανδρέα να πραγματοποιηθεί, δεν επιθυμούσε όμως...» κτλ. (=επιθυμούσε μεν να πραγματοποιηθεί η Μενανδρέα...).

Είναι, πιστεύω, φανερό ότι κοινός παρονομαστής των δύο κειμένων είναι η εκζήτηση. Και εδώ θα ήθελα να επανέλθω σ’ αυτά που έγραψα στην αρχή για τη θέση της καθαρεύουσας, έστω στον σατιρικό και ειρωνικό λόγο: Λίγο πιο παλιά, κάποια σκόπιμη «ελληνικούρα» ή εμβόλιμη χρήση κάποιου καθαρεύοντος τύπου ήταν ένα νεύμα που απευθυνόταν σε όλους μας, που λειτουργούσε ανακλαστικά ή κινούσε ακριβώς τα ανακλαστικά όλων μας. Σήμερα –που καταρχήν δεν ξέρει πια κανείς αν η «ελληνικούρα» είναι εμπρόθετη ή όχι– η χρήση αυτή τείνει να αποτελέσει ιδιόλεκτο, ένα άλλο είδος γλώσσας λάιφστάιλ. Αντίθετα όμως από το γνωστό έως τώρα «ελληνοαγγλικό» λάιφστάιλ, που μεγαλώνει τον κύκλο των αποδεκτών του χάρη στην ευρύτερη διάδοση των αγγλικών, αυτό το καινούριο, το «νεοκαθαρεύον», θα καταντήσει γραφικό ιδίωμα, κάπως σαν τα γαλλικά, παλιά, των κυριών με τα φασαμαίν στα φιλανθρωπικά τέια: «ω, ma chère, είναι très chic, μ’ αυτή την écharpe σε vert-amande και gris argent...» Και η θυμηδία μας θα μεταφέρεται από τα σατιριζόμενα στους σατιρίζοντες...

Διότι, «ως ήταν φυσικό», σύμφωνα με το δεύτερο κείμενο, «τελικώς ο κόμπος έφθασε στη δυστυχή συνάντησή του με το χτένι»: αμήν αμήν. Γιατί έχει και το κοκτέιλ νόμους αυστηρούς, ακόμα και η κουρελού.

Και καταρχήν, αν θέλουμε καθαρεύουσα, πότε και πού και πόση, αν θέλουμε αρχαία, πότε και πού και πόσα, πρέπει ανά πάσα στιγμή να είμαστε σε θέση να το υπερασπίσουμε, μέσα στο κείμενό μας και στον λόγο μας, και πρώτα πρώτα, απαραιτήτως, με τη γνώση: δεν είναι σέικερ η γλώσσα, να φτιάχνουμε, αραχτοί στην παραλία, φραπεδιά. Το ουσιώδες όμως είναι να διακρίνουμε το κατανοητό και σεβαστό, από μιαν άποψη, «γιατί έτσι μ’ αρέσει» από το αβασάνιστο «δεν μπορώ να το διατυπώσω αλλιώς». Νεαρότατος φίλος μού έλεγε πως δεν μπορεί να εκφράσει πάντοτε αυτό που θέλει στη δημοτική. Σκέφτομαι τότε ότι με τη δημοτική ο Ελύτης και ο Σεφέρης πήραν Νόμπελ, ότι εν πάση περιπτώσει σε δημοτική έδωσαν και το ογκωδέστερο δοκιμιακό έργο τους, μπόρεσαν δηλαδή να ανταποκριθούν και στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του δοκιμιακού λόγου, χωρίς κανένα αντελήφθην και άλλα παρόμοια, και προπαντός χωρίς καμία παρέκκλιση από το τυπικό –αυτό και πάντοτε αυτό– της γλώσσας.


* Για τη θέση του υποκειμένου στις δευτερεύουσες προτάσεις βλ. κεφ. 40.

buzz it!

14/10/07

40. "Θέλω αυτόν να έρθει" [θέση του υποκειμένου, α΄]

Τα Νέα, 9 Σεπτεμβρίου 2000

Με τα καμώματα της καθαρεύουσας (κεφ. 35-39) και των λάιφστάιλ καθαρευόντων τέλειωσαν κι οι καλοκαιρινές διακοπές. Με την επιστροφή στα θρανία, ας γυρίσουμε κι εμείς στα συντακτικά μας. Είχαμε μείνει σε ορισμένους αγγλισμούς και γαλλισμούς που αλλοιώνουν τη δομή της γλώσσας χωρίς να μας φέρνουν τίποτα ουσιαστικό, ενώ κάποτε μπορεί και να συσκοτίζουν το νόημα.

διαβάστε τη συνέχεια...

Δυο από τα παραδείγματα που χρησιμοποιούσα στην τελευταία επιφυλλίδα δείχνουν το σημερινό θέμα: «όπως οιοσδήποτε θα έπραττε» (=όπως θα έπραττε οιοσδήποτε) και «το ΔΣ επιθυμούσε η Μενανδρέα να πραγματοποιηθεί...» (=επιθυμούσε να πραγματοποιηθεί η Μενανδρέα...). Πρόκειται για τη θέση του υποκειμένου, ειδικά στις δευτερεύουσες προτάσεις, όπου –αντίθετα από τον βασικό και απαράβατο κανόνα που ισχύει στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά κτλ.– εμείς συχνότατα προτάσσουμε το ρήμα. Στα αγγλικά, που θεωρούνται πλέον πρώτη πηγή «δανεισμού» μας, το υποκείμενο δηλώνεται πάντοτε, αυστηρώς, από τη θέση του και μόνο (υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο), καθώς δεν υπάρχουν πτώσεις για να εκφράσουν τη σχέση των διαφορετικών όρων (ονομαστική-αιτιατική, εν προκειμένω)· δηλώνεται επίσης από τις προσωπικές αντωνυμίες I, you, he, she κτλ. (subject pronouns, μάλιστα τις λένε, κατά λέξη: «αντωνυμίες του υποκειμένου»), καθώς οι καταλήξεις του ρήματος είναι ίδιες, εκτός από το τρίτο ενικό. Γι’ αυτό και δεν στέκει ποτέ το ρήμα χωρίς την αντωνυμία του· στοιχειώδεις λόγοι σαφήνειας επιβάλλουν να δηλωθεί πρώτα το υποκείμενο, αυτός δηλαδή που ενεργεί ή πάσχει. Αντίθετα, στα ελληνικά, όπου το υποκείμενο και το αντικείμενο δηλώνονται από την πτώση του ονόματος και από την κατάληξη του ρήματος, προτάσσεται το όνομα ή χρησιμοποιείται η αντωνυμία για έμφαση, κυρίως, ή για διάκριση:

-ο Νίκος ήταν στο τηλέφωνο
-ώστε εσύ έσπασες το ποτήρι!
-αυτός με χτύπησε!»


Γράφω πια πράγματα πασίγνωστα· για να πω την αλήθεια, μεταφέρω εδώ το μάθημά μου σε κολέγιο για αμερικανούς φοιτητές που έρχονται σε πρώτη επαφή με τα ελληνικά. Και μεταφράζουν το δικό τους: I want him to come σε: «θέλω αυτόν να έρθει». Εμείς, όμως, θα πει ο αναγνώστης, δεν είμαστε αμερικανάκια. Είμαστε, όμως! Γι’ αυτό και χάφτουμε τη σύνταξη αυτή και τη μεταφέρουμε αβασάνιστα. Τι διαφορετικό τάχα από το αμερικανάκι λέει ο συντάκτης του παραδείγματος: «το ΔΣ επιθυμούσε η Μενανδρέα...»; Σ’ εμάς είναι περίπου αδιανόητο να κόβεται το βοηθητικό ρήμα από το κυρίως ρήμα. Ή να κόβεται το «που» από το ρήμα: «αυτό που η Μαρία ήθελε να πει», αντί για: αυτό που ήθελε να πει η Μαρία. Γι’ αυτό και, όποια φράση κι αν ανακαλέσουμε από τον προφορικό, τον καθημερινό μας λόγο, θα δούμε την αβίαστη σύνταξη:

-έμαθα αυτά που σου είπε ο Νίκος για μένα
-έτσι όπως το ’φερε η κουβέντα
-όπως έλεγε ο Αριστοτέλης κ.ο.κ.

Μήπως όμως στον γραπτό λόγο έχουμε ειδικότερες ανάγκες, άρα και διαφορετική σύνταξη; Ίσα ίσα. Στον γραπτό λόγο, που συχνά είναι μακροπερίοδος και περισσότερο σύνθετος, η ανάγκη για αβίαστη, ομαλή σύνταξη προβάλλει εντονότερα. Παράδειγμα:

-"έκανε τους δικαστές να αθωώσουν έναν ένοχο που ο Χ, στην προσπάθειά του να μεθοδεύσει την εκλογή τού Ψ και να εδραιώσει έτσι τη θέση του, τον είχε κατηγορήσει για απάτη":

Εδώ, με την παρεμβολή και της παρενθετικής πρότασης, μένει τελείως μετέωρο το «που», από το οποίο περιμένουμε να μας δείξει το ρήμα, την καρδιά δηλαδή της φράσης· κι έτσι, ώσπου να φτάσουμε στο συμπλήρωμα του ασώματου «που», διαβάζουμε κατά κανόνα βιαστικά και σχετικώς ανυπόμονα όσα μοιάζουν παραγεμίσματα, ενώ μπορεί ίσα ίσα να είναι τα πιο ουσιώδη. Ας διαβάσουμε με το υποκείμενο στη θέση του:

έκανε τους δικαστές να αθωώσουν έναν ένοχο που τον είχε κατηγορήσει ο Χ για απάτη, στην προσπάθειά του να μεθοδεύσει την εκλογή τού Ψ και να εδραιώσει έτσι τη θέση του…

Άλλα παραδείγματα:

«να επιτρέψει μια κατηγορία εναντίον του να έρθει στη σύγκλητο»: να επιτρέψει να έρθει στη σύγκλητο μια κατηγορία εναντίον του·

«σε πόσα μέρη πρέπει ολόκληρη η θεωρία του ρητορικού λόγου να διαιρεθεί»: σε πόσα μέρη πρέπει να διαιρεθεί ολόκληρη η θεωρία

«“όχι” των Γάλλων στο Μάαστριχτ δεν θα ήταν ήττα της Ευρώπης, αλλά του τρόπου με τον οποίο οικοδομείται. Θα εξαναγκάσει ο τρόπος αυτός να αναθεωρηθεί εις βάθος»: …Θα εξαναγκάσει να αναθεωρηθεί εις βάθος ο τρόπος αυτός.

Κι αν οι παγίδες είναι ίσως μεγάλες στον δοκιμιακό-θεωρητικό και δημοσιογραφικό λόγο, είναι απορίας άξιο πώς μεταφέρεται έτσι κατά λέξη η σύνταξη αυτή σε απλούστερες περιπτώσεις, σε μετάφραση λογοτεχνικού κειμένου π.χ.:

«τέτοιες ήσαν οι συγκινησιακές ακρότητες που ο Χ διέγειρε με την απλή παρουσία του...»: που διέγειρε ο Χ με την απλή παρουσία του, ή: που διέγειρε με την απλή παρουσία του ο Χ·

«η υπηρέτρια σκούπιζε πάντα μ’ ένα φαράσι την άμμο που ο παπαγάλος σκόρπιζε»: …την άμμο που σκόρπιζε ο παπαγάλος·

«γιατί την ένοιαζε λοιπόν ό,τι κι αν αυτός έλεγε;»: γιατί την ένοιαζε λοιπόν ό,τι κι αν έλεγε αυτός;

«οι σκιές των δέντρων [...] σκοτείνιαζαν τη λιμνούλα όπου το φως καθρεφτίζονταν»: όπου καθρεφτίζονταν [καθρεφτιζόταν] το φως.

Η ξενική αυτή σύνταξη έχει διαδοθεί ευρέως στον γραπτό λόγο: πλημμυρίζει, φυσικά, τις μεταφράσεις, εξαπλώνεται στη δημοσιογραφία, αλλά πάτησε το ποδαράκι της και στην πρωτότυπη λογοτεχνία. Μερικά παραδείγματα:

«όσο η αφήγηση κρατούσε», «απ’ ό,τι η ματιά μου μπόρεσε να πιάσει», «θα δουν πώς ένα παιδί θα την κοίταζε», «προτού όμως ακόμη οι γυναίκες πάρουν την απόφασή τους», «δεν ήξερα ακόμη πόσο η γη μπορεί να είναι ευγενική», «η τουρίστρια παραμένει έτοιμη για όσα ο ευκαιριακός εραστής της τής υπόσχεται» (εδώ η Μούσα θα έκοψε τις φλέβες της, μ’ αυτό το «εραστής-της-της»).

Δείτε πόσο πιο φυσικά ηχούν στα… ελληνικά:

όσο κρατούσε η αφήγηση· απ’ ό,τι μπόρεσε να πιάσει η ματιά μου· θα δουν πώς θα την κοίταζε ένα παιδί· προτού όμως ακόμη πάρουν την απόφασή τους οι γυναίκεςπροτού όμως ακόμη πάρουν οι γυναίκες την απόφασή τουςδεν ήξερα ακόμη πόσο ευγενική μπορεί να είναι η γη· η τουρίστρια παραμένει έτοιμη για όσα τής υπόσχεται ο ευκαιριακός εραστής της.

Και μια πρόταση τελείως ξεχαρβαλωμένη: «η μαρκησία, αντίθετα, ήταν της γνώμης, οι δυο γονείς, μαζί κι ο αδερφός, να είναι παρόντες»: η μαρκησία, αντίθετα, ήταν της γνώμης [ότι έπρεπε] να είναι παρόντες οι δύο γονείς, μαζί κι ο αδερφός.

Τέλος, ορισμένα παραδείγματα όπου τεμαχίζεται η μία και αδιαίρετη έκφραση σαν να:*

«σαν το σύμπαν ολόκληρο να σειόταν»: σαν να σειόταν ολόκληρο το σύμπαν·

«ως οι Αδελφοί Μαρξ να φόρεσαν φουστάνια και να μετεμψυχώθηκαν»: λες και φόρεσαν φουστάνια…

«ήταν σαν οι ψυχές των ανθρώπων, μετά από το φριχτό χτύπημα που τις είχε συγκλονίσει, να είχαν όλες εξιλεωθεί»: εδώ, με βάση το σαν να του μεταφραστή, μπορεί να ισχύσει η «κλασική» σύνταξη: σαν να είχαν εξιλεωθεί οι ψυχές των ανθρώπων, μετά από το φριχτό χτύπημα…, ίσως όμως είναι καλύτερα με τη φράση λες και…, θαρρείς και…: θαρρείς κι οι ψυχές των ανθρώπων, μετά από το φριχτό χτύπημα που τις είχε συγκλονίσει, είχαν όλες εξιλεωθεί. Το «λες και» θα ήταν η ενδεδειγμένη λύση και στο ακόλουθο παράδειγμα:

«ως η ανθρωπότητα να μην έκανε ούτε ένα βήμα από την εποχή των θεών του Ολύμπου»: λες και η ανθρωπότητα δεν έκανε ούτε ένα βήμα

Και το πιο επικίνδυνο:

«νιώθω σαν ένα σκουλήκι, με τον καιρό, αργά και βασανιστικά, να τρώει την καρδιά μου»: όχι, ο ήρωας δεν νιώθει σαν [να είναι] σκουλήκι, δεν οικτίρει δηλαδή τον εαυτό του, ούτε αυτομαστιγώνεται λ.χ. για τα ελληνικά του, όπως διαβάζουμε προς στιγμήν, ώσπου να φτάσουμε στο τέλος της φράσης του και να καταλάβουμε πως ένιωθε σαν να του ’τρωγε την καρδιά ένα σκουλήκι.

Εξίσου τερατώδες με τον τεμαχισμό τού σαν να… είναι το ακόλουθο: «Δεν πάνε οι κριτικοί να χαρακτηρίζουν τα βιβλία της ασήμαντα; Τα μυθιστορήματά της αγοράζονται περισσότερο απ’ ό,τι οποιουδήποτε άλλου…» Χρειάστηκε να αντιγράψω και τη δεύτερη πρόταση, για να μπορέσει να καταλάβει ο αναγνώστης την πρώτη: ότι έχουμε δηλαδή το γνωστό εκφραστικό σχήμα: «δεν πά’ να λες εσύ…, δεν πά’ να λεν όλοι οι άλλοι…, αυτός θα κάνει το δικό του». Εδώ, όπως είναι ολοφάνερο, το ρήμα πάω δεν χρησιμοποιείται κυριολεκτικά, αποτελεί μέρος στερεότυπης έκφρασης και εμφανίζεται πάντοτε με τη μορφή «πά’» –με αποκοπή δηλαδή της κατάληξης του τρίτου ενικού, που φαίνεται πως επεκτάθηκε και στα άλλα πρόσωπα. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα· το δικό μας τώρα θέμα είναι ότι ο συντάκτης, ακολουθώντας εδώ την καθαρά ξενική σύνταξη και όχι την προσωπική του γλωσσική περιουσία, χρειάστηκε να κάνει άλλο ένα βήμα κατά κάτω: δεν γινόταν να γράψει «δεν πά’ οι κριτικοί να λένε», και «αποκατέστησε» σε «δεν πάνε οι κριτικοί να λένε...»

Έμεινα λίγο παραπάνω στο παράδειγμα αυτό, που όμως εικονογραφεί την αλλοίωση της δομής της γλώσσας, όπως έλεγα στην αρχή. Για την πρόταξη του υποκειμένου, που αντιστρατεύεται τον καθημερινό ιδίως λόγο, όχι μόνο στις δευτερεύουσες προτάσεις αλλά ακόμα και στις κύριες, θα συνεχίσω στο επόμενο.


* Για τη γενικευόμενη αντικατάσταση του σαν με το ως βλ. κεφ. 66, 67, 68· εδώ παρατηρούμε ότι το ίδιο το σαν να εξαφάνισε το λες και... ή το θαρρείς και..., που αυτά εισάγουν δευτερεύουσα η οποία μπορεί να ξεκινά και με το υποκείμενο: λες και δεν τον άγγιξαν καθόλου τα χρόνια / λες και τα χρόνια δεν τον άγγιξαν καθόλου, όχι όμως και «σαν τα χρόνια να μην τον άγγιξαν», όπως βλέπουμε στα αμέσως επόμενα παραδείγματα.

buzz it!

12/10/07

41. Ναι, το κάρο μπροστά απ’ τ’ άλογο [θέση του υποκειμένου, β΄]

Τα Νέα, 23 Σεπτεμβρίου 2000

Λέμε: «Παίζει ο Ολυμπιακός σήμερα και θα μείνω να δω τηλεόραση», και όχι: "Ο Ολυμπιακός παίζει σήμερα και θα μείνω να δω τηλεόραση"

Στην ιστορία των γλωσσών τα λάθη, που με τον καιρό επικρατούν, γίνονται από μια τάση για απλοποίηση και για βραχυλογία· εμείς, συχνά, βαδίζουμε ανάποδα

το πλήρες κείμενο:

Στο προηγούμενο είδαμε την ξενική σύνταξη που προτάσσει το υποκείμενο, αντί για το ρήμα, στις δευτερεύουσες προτάσεις: «διάβασα το βιβλίο που ο Νίκος έγραψε», αντί για το ομαλότερο: διάβασα το βιβλίο που έγραψε ο Νίκος. Πράγματι, στη γλώσσα τη δική μας, από την κοινότερη φράση ώς την πιο σύνθετη, από τον προφορικό, τον καθημερινό λόγο ώς τον γραπτό και περισσότερο «επίσημο», στις δευτερεύουσες προτάσεις η πρόταξη του ρήματος αποτελεί σχεδόν κανόνα. Από το «γιά ρώτα πού πάει το λεωφορείο αυτό» ώς «τα προβλήματα που δημιουργεί η αδιαλλαξία της τουρκικής πλευράς» (ενεργητική σύνταξη), και από το «πώς φτιάχνεται αυτή η σαλάτα» ώς «τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύτηκε η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας» (παθητική σύνταξη), προτάσσεται το ρήμα και ακολουθεί το υποκείμενο. Η αντεστραμμένη σειρά, που μερικές φορές αποδίδει έμφαση αλλά συχνότερα αναπαράγει την αγγλική, γαλλική κτλ. σύνταξη, οπωσδήποτε δεν είναι λάθος· όμως, στα παραδείγματα από τον καθημερινό λόγο, δείχνει τα όριά της· δεν θα λέγαμε: «γιά ρώτα πού το λεωφορείο αυτό πάει», ή «πώς αυτή η σαλάτα φτιάχνεται»!

Είναι όντως φυσικότερη η σειρά ρήμα-υποκείμενο στις δευτερεύουσες προτάσεις, καθώς πλαγιάζει ο λόγος, και εισάγεται με το που/πού, με το πως/πώς (που δημιουργεί..., πού πάει..., πώς φτιάχνεται...), κι αυτά θέλουν πλάι τους το ρήμα, ή πάλι έχουμε βοηθητικό και κυρίως ρήμα (περίμενε να έρθει ο πατέρας σου, και όχι: «περίμενε ο πατέρας σου να έρθει...»), όπου το ένα ρήμα θέλει το άλλο, οπότε, σ’ όλες τις περιπτώσεις, το υποκείμενο έρχεται δεύτερο. Δεν συμβαίνει το ίδιο στις κύριες προτάσεις. Εδώ έχουμε την «κλασική» σειρά: υποκείμενο-ρήμα κτλ. Λέμε λοιπόν ότι η Μαρία πότισε τα λουλούδια και ότι ο Χριστόδουλος θα μιλήσει στο Σύνταγμα. Όμως, λέμε επίσης και ότι πότισε η Μαρία, μην ασχολείσαι εσύ, και λέμε επίσης ότι θα μιλήσει ο Χριστόδουλος, κλείσε την τηλεόραση!

Το μισό μυστικό, που δεν θα μας απασχολήσει όμως τώρα, είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση έχουμε προτάσεις με υποκείμενο και ρήμα, χωρίς αντικείμενο ή εμπρόθετο κτλ. Εδώ, σημασία έχει να δούμε ότι, πολύ συχνά, ακόμα και στις κύριες προτάσεις έχουμε πρώτα το ρήμα και έπειτα το υποκείμενο:

-ήρθε χτες ο Νίκος και πήγαμε σινεμά
-τηλεφώνησε η μητέρα σου και σε ζητούσε
-παίζει ο Ολυμπιακός σήμερα και θα μείνω να δω τηλεόραση
-αρρώστησε η φίλη μου κι έτρεχα στο φαρμακείο
...

Και δηλαδή, μόνο έτσι τα λέμε; Όχι. Τα λέμε και έτσι, τα λέμε και αλλιώς. Πάντως, εκεί που ο Άγγλος θα πει το απλούστατο: Ann has died, και ο Γάλλος: Anne est morte, εμείς θα πούμε: πέθανε η Άννα. Τώρα, ανάμεσα στα φαινομενικώς όμοια

(α) τα ’μαθες; πέθανε η Άννα! και
(β) τα ’μαθες; η Άννα πέθανε!

μπορεί να εκφράζω τη διαφορά ανάμεσα σε

(α) θάνατο αιφνίδιο, που μόλις τώρα μαθαίνει γι’ αυτόν ο συνομιλητής μου, και σε
(β) θάνατο αναμενόμενο, για τον οποίο είναι προετοιμασμένος.*

Στο (α) έχουμε τη συνηθισμένη σύνταξη, άρα δεν συνυποδηλώνεται τίποτα, ενώ στο (β), με τη σχετικά ασυνήθιστη πρόταξη του υποκειμένου, απευθύνομαι στον συνομιλητή μου που γνωρίζει ότι η Άννα ήταν άρρωστη εδώ και καιρό, και περιμέναμε να πεθάνει: έτσι, η λογική σειρά που έχω μέσα στο κεφάλι μου ακολουθείται και κατά την ανακοίνωσή μου: «[λοιπόν,] η Άννα [που όπως ξέρεις ήταν βαριά άρρωστη] πέθανε [τελικά]». Αυτή η μικρή διάκριση δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί στα αγγλικά ή τα γαλλικά: εκεί, θα έχουμε την αδιαφοροποίητη, στοιχειώδη και υποχρεωτική σύνταξη υποκείμενο-ρήμα: Ann has died κτλ., «η Άννα πέθανε», και τίποτ’ άλλο.

Μένει η έμφαση/διάκριση: με το η Άννα πέθανε θα διευκρινίσουμε, σε άλλη περίσταση, πως, όχι μωρέ, δεν πέθανε η Μαρία, η Άννα πέθανε! Την έμφαση τη χρειάζεται, φυσικά, και ο Άγγλος και ο Γάλλος. Και γι’ αυτό θα πουν: it’s Ann who died και c’est Anne qui est morte, δηλαδή «είναι η Άννα που πέθανε»!**

Για να φύγουμε από το μακάβριο παράδειγμα με την Άννα: σε ψάχνει ο Νίκος, λέμε κατά κανόνα· ο Νίκος σε ψάχνει λέμε, πάλι, αυτήν τη φορά τονίζοντας ελαφρά το Νίκος, όταν θέλουμε έμφαση. Αλλά αυτό το απλό και βασικό σχήμα το ξεχνούμε όταν μεταφράζουμε ή γενικότερα γράφουμε, και μαϊμουδίζουμε το «είναι ο Νίκος που σε ψάχνει»!

Συναφές με το θέμα μας, την πρόταξη του υποκειμένου, είναι η εντελώς περιττή χρήση υποκειμένου σε φράσεις που μιμούνται την ξένη σύνταξη και μεταφέρουν την αναγκαία για τον ξένο αντωνυμία-υποκείμενο. Διαβάστε, παραλείποντας το περιττό υποκείμενο, που τυπώνεται με πλάγια:

«πόσο χρονοβόρα είναι η διαδικασία υποβολής μιας μήνυσης μέχρι αυτή να φτάσει στο ακροατήριο», «αναφέρεται στις απόψεις του Χ, όπως αυτές διαμορφώνονται στο βιβλίο του», «του ανταπέδωσε την υπόκλιση και πέρασε από την πόρτα που αυτός της είχε ανοίξει», «του υποσχέθηκε το ελεύθερο να πάει όπου αυτός ήθελε», «είχε μετανιώσει για την αδράνειά του σ’ αυτή την τραγωδία, μολονότι αυτή ήταν δικαιολογημένη από τις περιστάσεις», «ακολούθησε τις κηλίδες του αίματος και ψάχνοντας μέσα στον κάδο των απορριμμάτων όπου αυτές κατέληγαν, βρήκε το μωρό».

Κάποτε μάλιστα πρόκειται για το ίδιο υποκείμενο: «Ο Τζιμ αρνήθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, πέρα από μια υπόσχεση που ’δωσε μέσα του, να πετάξει κάποια μέρα ένα πιάτο σ’ αυτό τον πικρόχολο γέρο με τον οποίο ήταν υποχρεωμένος να ζει. Στο μεταξύ, ο Τζιμ συνέχισε να μελετάει...», λες και εισάγεται άλλο πια πρόσωπο, διαφορετικό από αυτό για το οποίο μιλούσαμε τόση ώρα.

Όπως έχω ξαναπεί, μπορεί κάποτε και αυτά να επικρατήσουν, κι ό,τι μας ξενίζει σήμερα να είναι αύριο φυσικό. Αξίζει όμως να παρατηρήσουμε ότι, στην ιστορία των γλωσσών, οι αλλαγές –τα λάθη, δηλαδή, που με τον καιρό επικρατούν– γίνονται κατά κανόνα από μια τάση για απλοποίηση και για βραχυλογία· εμείς, στο συγκεκριμένο, βαδίζουμε ανάποδα: στη φράση είναι ο Νίκος στο τηλέφωνο, εκεί που αλλάζουμε απλώς τη σειρά και λέμε για έμφαση: ο Νίκος είναι στο τηλέφωνο, θα λέμε: «είναι ο Νίκος που είναι στο τηλέφωνο»!


* Με την προϋπόθεση ότι θα τονίσω όλους τους όρους το ίδιο· διαφορετικά, με αλλαγή τονισμού (=επιτόνιση), μπορεί να αλλάξει και η σχέση που κατέγραψα προηγουμένως: αν λόγου χάρη τονίσω το ρήμα και πω: «τα ’μαθες; πέθανε η Άννα» αποδίδω τον αναμενόμενο θάνατο, ό,τι δηλαδή εξέφραζα με το (β) «η Άννα πέθανε»!

** Αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το σχήμα «είναι… που…» εκφράζει πάντοτε έμφαση· βλ. σχετικά παραπάνω, κεφ. 32.

buzz it!