18/10/20

Το κλεμμένο βραβείο του Κούντερα

 (Εφημερίδα των συντακτών 17 Οκτ. 2020)

 

Μίλαν και Βέρα Κούντερα

 

* Κλεμμένο βραβείο; Υπερβολικό! Τότε θαμμένο; Καλύτερα. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, σαν να μη γράφω επιφυλλίδα αυτήν τη φορά. Ρεπορτάζ, θα το έλεγα, υποπίπτοντας στο κολάσιμο αδίκημα της αντιποίησης αρχής.

Κατά τους νόμους λοιπόν του ρεπορτάζ, και όπως θα έκανε έτσι κι αλλιώς ο συντάκτης ύλης, κοινώς υλατζής, βάζω έναν τίτλο όσο πιο πιασάρικο γίνεται, να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη. Τα κατάφερα; Ελπίζω.

Αλλά τάχα γιατί, από πού κι ώς πού ρεπορτάζ; Ας πούμε από υπερβάλλοντα ζήλο, επειδή η είδηση αφορά τον Μίλαν Κούντερα, έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς των ημερών μας, που είχα και την τύχη, ευλογία το ’χω πει άλλη φορά, να μεταφράσω τα μυθιστορήματά του.

Έστω λοιπόν υποκειμενικός ο τόνος και ο μεγαλόστομος και αστυνομικού τύπου τίτλος για μια κοινή είδηση, όσο κοινή μπορεί να είναι μια είδηση σχετικά με τον Κούντερα. Όμως αυτή την όποια είδηση ο αναγνώστης των περισσότερων, σχεδόν όλων των εφημερίδων δεν την είδε, δεν την ξέρει. Δεν την έμαθε, ούτε στην ώρα της ούτε αργότερα, μέσα σε τρεισήμισι βδομάδες ώς τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.

* Το «ρεπορτάζ» λοιπόν: 20 Σεπτεμβρίου απονέμεται στον Μίλαν Κούντερα το μεγαλύτερο σήμερα τσέχικο λογοτεχνικό βραβείο, το βραβείο Φραντς Κάφκα, που απονέμεται εδώ και 20 χρόνια από την 30χρονη Εταιρεία Φραντς Κάφκα, σε συνεργασία με τον Δήμο της Πράγας και με διεθνή κριτική επιτροπή.

Δεν είναι δηλαδή το αυστηρά οικογενειακό-συντεχνιακό βραβείο του τάδε περιοδικού, νεόκοπου ή άγνωστου τις περισσότερες φορές, ή το προκάτ βραβείο της τάδε αλυσίδας μεγαλοκαταστημάτων. Φίλιπ Ροθ, Άμος Οζ, Χαρούκι Μουρακάμι, Μάργκαρετ Άτγουντ, Χάρολντ Πίντερ, Ελφρίντε Γέλινεκ, Πέτερ Χάντκε είναι από τους κορυφαίους συγγραφείς που έχουν ήδη τιμηθεί με το συγκεκριμένο βραβείο, που συνοδεύεται και από σεβαστό χρηματικό ποσό.

«Η απονομή του Βραβείου Φραντς Κάφκα στον Μίλαν Κούντερα» γράφει το δελτίο τύπου της Εταιρείας «έχει μια ισχυρή συμβολική διάσταση. Γιατί ακριβώς ο Μίλαν Κούντερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, έβαλε την Κεντρική Ευρώπη, που την εποχή εκείνη ήταν πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, στον ευρωπαϊκό πολιτιστικό χάρτη· αυτός καθόρισε τα σύνορα της σημερινής Ευρώπης, μέσα στην οποία η Πράγα του Κάφκα διατηρεί ώς τις μέρες μας τη μνήμη από διασταυρούμενα ατομικά ερεθίσματα, τσέχικα, γερμανικά και εβραϊκά, που αλληλοεπηρεάζονται στη διάρκεια της πολυτάραχης ιστορίας της περιοχής…»

Αυτά τα ελάχιστα για το βραβείο και τη βράβευση. Που δεν βρήκε θέση ούτε σε μονόστηλο στις εφημερίδες μας –κι ας μη μιλάμε για τα τηλεοπτικά κανάλια.

Υπάρχει λόγος; συγκεκριμένος; Δεν θα το ’λεγα ακριβώς. Αλλά νά, 91 χρονών πια ο Κούντερα, ήδη το 2001 έλεγε ότι δεν ξαναγράφει πια, τουλάχιστον, ή κυρίως, μυθιστόρημα. Και όντως, έπειτα από τη σπαραχτική Άγνοια, το 2000, ακολουθούν δοκίμια: Ο πέπλος το 2005 και η Συνάντηση το 2009.

Και εντελώς απρόσμενα, το 2013, ένα διαφορετικό, από μιαν άποψη, μυθιστόρημα, Η γιορτή της ασημαντότητας, ένα «μυθιστόρημα όπου καμία λέξη δεν [...] είναι σοβαρή», όπου ο συγγραφέας «πραγματοποιεί επιτέλους στο ακέραιο [ένα] παλιό αισθητικό όραμά του», «που μπορεί κανείς να το δει και σαν θαυμαστή σύνοψη ολόκληρου του έργου του» –όπως σημείωσε ο ίδιος για το οπισθόφυλλο.

* Από τότε τίποτα. Τι να τον κάνουν πια τα μίντια! Πολύ περισσότερο που από το 1985 ήδη τους είχε γυρίσει την πλάτη: έπειτα από δύο συνεντεύξεις του σε αμερικανικά έντυπα όπου παραποιήθηκαν τα λόγια του, έκοψε ουσιαστικά τις συνεντεύξεις, γενικότερα τις δημόσιες εμφανίσεις (τηλεόραση, συνέδρια κτλ.).

Το χειρότερο; άρχισε να γράφει στα γαλλικά. Και να γράφει ακριβώς όσο πιο λιτά γινόταν, «αντιλυρικά», όπως πάντοτε ήθελε, «αντιλογοτεχνικά», «επεμβαίνοντας» γι’ αυτό και στη στίξη, με δύο και τρεις διπλές τελείες (άνω και κάτω στιγμή) στην ίδια πρόταση: έγκλημα καθοσιώσεως για τους Γάλλους: πώς τολμά, με ποιο δικαίωμα κ.ά.

Ο πόλεμος που του είχαν στήσει από μιας αρχής οι ίδιοι οι αυτοεξόριστοι συμπατριώτες του, γιατί ο τάδε ήρωάς του δεν ήταν θετικό πρότυπο διαφωνούντος κ.ά., θαρρείς κι απλώθηκε, άτυπα πάντα, εννοείται, και στους Γάλλους. Οι αποθεωτικές παρουσιάσεις αλλά και οι κριτικές έγιναν κάποια στιγμή μικρόψυχες έως εχθρικές, λιγότερο για τα βιβλία του και περισσότερο για τον άνθρωπο, τον άνθρωπο, είπαμε, που τους πείραξε τη γλώσσα, που αφού λάδωσε το άντερό του (ναι, γράφτηκε κι αυτό!) τους σνομπάρει κι αποπάνω και άλλα αδιανόητα.

Εμ δε θα ’ρχονταν και κατά δω; Τι Ευρώπη είμαστε εξάλλου;

buzz it!

11/10/20

Η ιστορική απόφαση κι ένα κάποιο κενό

(Εφημερίδα των συντακτών 10 Οκτ. 2020)

 



* «Με δικαστές τη Βιάννο,
τα Καλάβρυτα, το Δίστομο» καταδικάζεται ο φασισμός στην Ελλάδα –συνεχίζω αυθαίρετα και απλουστευτικά τον ιδιοφυή τίτλο του Παντελή Μπουκάλα, παραμονή της απόφασης (Καθημερινή 6/10).

Και γράφω αργά Τετάρτη προς Πέμπτη, έπειτα από την όντως ιστορική απόφαση, που βεβαιώνει πως η ΧΑ ήταν/είναι εγκληματική οργάνωση.

Για λόγους υγείας δεν μπόρεσα να είμαι έξω από το Εφετείο κι εγώ, μαζί με τους άλλους –για να «πιέσουμε» τη δικαιοσύνη λέει, ποιος, ο Ανδρέας Λοβέρδος, και να της «υποδείξουμε» πώς να κάνει το έργο της! Έμεινα έτσι να βλέπω στην τηλεόραση τα πλάνα με τον ενθουσιασμό και τα χειροκροτήματα, κι έπειτα τα επεισόδια (που τάχα ευθύνονταν αποκλειστικά για την επέμβαση της αστυνομίας, όπως με έπεισαν αρχικά κι εμένα τα άθλια κανάλια).

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, σαν κατανάγκην θεατής, δεν αφέθηκα στη χαρά. Λυπάμαι και σχεδόν ντρέπομαι και που το γράφω, όμως μιζερεύτηκα, καθώς σκέφτηκα αμέσως:

Πεντέμισι χρόνια, με ανυπολόγιστο κόστος, σε χαμένες ζωές, ανοιγμένα κεφάλια και τσακισμένα κορμιά, κι έπειτα υλικό απλούστατα κόστος, δάση ολόκληρα για τα χιλιάδες έγγραφα κτλ. κτλ., πεντέμισι χρόνια κι ακόμα και την προηγουμένη να τρέμει το φυλλοκάρδι μας για την απόφαση, για να αποδειχτεί δηλαδή το πασιφανέστατο και αυτονόητο χρόνια ολόκληρα πριν κι από τα πεντέμισι της δίκης, πριν κι από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, κι άλλο, κι άλλο πριν, πως η νεοναζιστική αυτή οργάνωση ήταν καθαρά εγκληματική.

Κι όμως, πάλι καλά, λέω και προσπαθώ να βρω τη χαρά, ας μπούνε μερικοί έστω στη φυλακή… Κι ας μείνουμε, ξαναβουλιάζω αμέσως στον λάκκο μου, με ατσαλάκωτους τους γεννήτορες και οπωσδήποτε καλλιεργητές και εκτροφείς τους, μεγάλο μέρος των μίντια, των βουλευτών και τόσων διανοουμένων, παρακαλώ, και δημοσιολογούντων.

Και αφού προηγουμένως έχει εκφασιστεί και αναντίλεκτα εκρατσιστεί μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ασύγκριτα μεγαλύτερο από το ήδη τεράστιο, σχετικά, ποσοστό αυτών που χρυσαυγίτισαν ευθέως, που ψήφισαν κάποια στιγμή, κι αν κάποιαν άλλη στιγμή δεν ψήφισαν, μια χαρά καλοβολεύτηκαν οι περισσότεροι και εκφράστηκαν και εκφράζονται από την παραδοσιακή Δεξιά.

Νιώθω σαν να οφείλω μια συγνώμη για τη μεμψιμοιρία μου. Που σαν να δηλητηριάζω τη γενική χαρά, μια γενική χαρά και ευφορία που σίγουρα την οφείλουμε στους γνωστούς και άγνωστους συγγενείς και φίλους των άγνωστων και γνωστών θυμάτων. Μαζί με τις ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη μας αλλά και την ελάχιστη –καθότι ατελέσφορη– συγνώμη μας.

* Όσα δε φτάνει η αλεπού… Έβαλα στο χαρτί τη μεμψιμοιρία μου, σαν για να την ξορκίσω. Κι ακόμα δεν κατάλαβα τι με κράτησε και με κρατάει ακόμα έξω απ’ τη χαρά. Λέω τότε, πιο πολύ για να ξεμπερδεύω νομίζω, πως μπορεί και να ’ναι απλώς η αίσθηση του αδύναμου να βρίσκεται εκεί, του απέξω. Αυτού που, όσα δε φτάνει, τα κάνει κρεμαστάρια.

Έτσι θυμάμαι, πάλι με ελαφρά ντροπή, 23 Ιουλίου του 1974, στην κατάμεστη αίθουσα του Μαροκινού Περιπτέρου στην Πανεπιστημιούπολη του Παρισιού, με τους εξαντλημένους Μαροκινούς απεργούς πείνας στο πάτωμα γύρω γύρω, να περιμένουμε τον Μίκη Θεοδωράκη, που θα ’δινε συναυλία συμπαράστασης. Η ώρα περνάει και ο Μίκης πουθενά, ζέστη, ιδρώτας, αποπνικτική ατμόσφαιρα, ανυπομονησία, έως σχετικός εκνευρισμός… Ώσπου νά τος ο Μίκης, «Με συγχωρείτε» λέει στα γαλλικά, «αλλά απόψε η Δημοκρατία γύρισε στη χώρα μου». Και σείστηκε η αίθουσα! «Τα παιδιά» συνέχισε με δυσκολία (ο Πανδής νομίζω και η Φαραντούρη) «θα παίξουν για σας, αλλά εγώ ψάχνω με τον Καραμανλή ένα αεροπλάνο να κατέβουμε στην Ελλάδα» –κάπως έτσι.

Και βγήκε απ’ τη σκηνή. Πετώντας στον αέρα βγήκαμε κι εμείς, μέσα στο πανδαιμόνιο από ζητωκραυγές και χειροκροτήματα των Μαροκινών. Στο χολ πέσαμε όλοι επάνω του, δεν ήξερε πολλά κι αυτός ακόμα, έλαμπε μόνο. Και έφυγε, ο ευτυχής.

Μείναμε εμείς, να τα λέμε ξαναμμένοι, οδεύοντας προς το Ελληνικό Περίπτερο, όπου έδιναν κι έπαιρναν οι συνελεύσεις, ήδη από το πραξικόπημα στην Κύπρο και την επιστράτευση. Κι εκεί, εμείς που δεν μπορούσαμε να βρούμε μαζί με τον Καραμανλή αεροπλάνο για να κατέβουμε στην Ελλάδα, πιάσαμε τον φαγωμό, και νά σου η νατοϊκή αλλαγή, και δώσ’ του τι Πλαστήρας τι Παπάγος…

Ντροπής πράγματα δηλαδή, κι ας ειπώθηκαν έπειτα από πολλούς στα σοβαρά, κι αποτελούν ακόμα και σήμερα ημιεπίσημη ερμηνεία συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων και κομμάτων.

Για μας ήταν κανονικά τα κρεμαστάρια που δε φτάνει η αλεπού… Ιδίως μετά, που βλέπαμε (σκέτες φωτογραφίες, τι άλλο!) τη μεγαλειώδη υποδοχή, πρώτα, εννοείται, του Καραμανλή, έπειτα της Μελίνας κ.ά.

Άλλη μια κορυφαία, ιστορική στιγμή, λοιπόν, κι εγώ πάλι απέξω. Αυτό θα φταίει μάλλον, και τι χρωστάτε οι αναγνώστες... Συμπαθάτε με τότε.

buzz it!

4/10/20

Καθυστερημένος νέος ενιαυτός

 (Εφημερίδα των συντακτών 3 Οκτ. 2020)

 


Δύο μήνες αποχή από τη στήλη, έναν Αύγουστο γεμάτο συμβάντα και ειδήσεις, χώρια άλλα, περισσευάμενα από πριν, κι έπειτα ένας εξίσου πλούσιος Σεπτέμβρης, και βρίσκεσαι με ολόκληρες σελίδες σημειώσεις για θέματα, μπαγιάτικα πολλά, άλλα όμως που δεν χάνουν ποτέ τη σημασία τους. Τι θα αγνοήσεις λοιπόν, τι θα πετάξεις, πού θα χρειαστεί, ή σχεδόν οφείλεις, να σταθείς, να επανέλθεις, να επιμείνεις. Και βασικά από πού και πώς θ’ αρχίσεις, για σήμερα, για τη νέα σεζόν.

Λέω με αγιασμό:

* Δεκαπενταύγουστο έφυγε η Ειρήνη Ιγγλέση, μέρες της Παναγίας, Μαντόνα σωστή η ίδια, όμορφη, λαμπερή, γλυκιά, ολόκληρη ένα χαμόγελο. Ολόκληρη μια ζεστασιά. Και τα μάτια της. Πελώρια, ολοφώτεινα και γελαστά, κι όμως μαζί βαθιά μελαγχολικά. Όπως μελαγχολικό ακουγόταν και το πλούσιο γέλιο της, μαζί με το σπάνιο μέταλλο της γεμάτης, βαθιάς φωνής της –α, κομμάτι ολόκληρο θα μπορούσα να γράψω μόνο για τη φωνή της!

Σπουδαία ηθοποιός, αν και πολλοί έδωσαν προτεραιότητα στην ιδιότητα της πρώην συζύγου του Θάνου Μικρούτσικου. Που πάντως τους ξαναένωσε στο τέλος μοίρα κακή, ο καρκίνος, που τους βασάνισε γερά, την Ειρήνη ίσως περισσότερα χρόνια.

Ξεκουράστηκες Ειρήνη, θα ξαναγαλήνεψε το πρόσωπό σου, μακάρι να ’φυγε κι αυτή η μελαγχολία. Να ’μεινε μόνο το φως. Σκέπη και βοηθός μας.

* Ο φτωχοχαφιές. Δεν θα ’πρεπε να μας εκπλήσσει. Όσες φορές κι αν έχει επανεφεύρει τον πάτο. Κι όμως τα καταφέρνει ακόμα. «Χαφιές» ξαφνικά, ας πούμε σε εισαγωγικά, ο Σαββόπουλος.

Οι λόγοι άγνωστοι. Άλλο ένα «απεταξάμην»; Σαν να μη φτάναν τόσα και τόσα, χρόνια τώρα; Με ηχηρότερο, αλλά και στα όρια του φαιδρού, την περιοδεία με τις συναυλίες στα στρατόπεδα, αγκαζέ με τον Βαρβιτσιώτη, τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας.

Άραγε δίνει ακόμα εξετάσεις, πως ανένηψε, έγινε καλό παιδί, ή μας λέει πόσο κουλ τύπος ήταν, που όλα τα έκανε κι όλα τα ξέρει, εξού και η υπερχειλίζουσα σοφία με την οποία ξεστομίζει πάντοτε Μεγάλες Αλήθειες, π.χ. για το ωραίο ντύσιμο του Μητσοτάκη;

Αδιάφορο εντέλει, ποιος ο λόγος δηλαδή. Αρκεί η πράξη. Απαντάει λοιπόν ο Σαββόπουλος σε ερώτηση για τη σχέση του με ναρκωτικά:

«Εκεί το ’66-’67 έκανα λίγο χόρτο με τον [τάδε] και με την παρέα του. Ήταν νομίζω ο [τάδε], ο [τάδε], ο [τάδε]. Δεν θυμάμαι ποιοι άλλοι. Συναντηθήκαμε μερικές φορές έτσι για μερικούς μπάφους. Και κάποια χρόνια αργότερα πάλι με τον [τάδε], αυτήν τη φορά και με τον [τάδε], τον [τάδε], νομίζω και με τον μακαρίτη τον [τάδε]. Έχω πάρει επίσης από μια φίλη εξ Αμερικής μια φορά LSD».

Απολογισμός: 7 κατονομασμένοι, από τους 7 οι πέντε νεκροί, με δικούς τους ωστόσο πίσω· συν η «παρέα» αυτού που κατονομάζεται δις, φίλες και φίλοι ανώνυμα εδώ, εύκολα όμως αναγνωρίσιμοι από τους γνώστες της εποχής, και η «φίλη εξ Αμερικής», κι αυτή το ίδιο ίσως, αναγνωρίσιμη εννοώ από κάποιους.

Οι 7 όμως, στην ψύχρα, ξεδιάντροπα, χωρίς κουκούλα.

* Ο Αντρέας και τα σκατά. Πολλοί τον πονέσαμε τον Αντρέα Μικρούτσικο, ιδίως όσοι έτυχε να τον γνωρίζουμε από πολύ παλιά, προ τηλεοράσεως, κι όταν αργότερα, έπειτα από τα μεγαλεία γνώρισε την οικονομική συντριβή. Τον πονέσαμε κι όταν έχασε τον μεγαλύτερο αδερφό του, τον μεγάλο Θάνο όλων μας. Τον πονέσαμε κι όταν κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του.

Όμως ξανά με τα σκατά ο Αντρέας. Δικαίωμά του απόλυτο, αν ίσως είναι ο μόνος τρόπος να βγάζει το ψωμί του, κάτι απολύτως σεβαστό καθεαυτό. Όχι όμως και να τραβάει τον νεκρό αδερφό του μέσα σ’ αυτά, όπως έκανε με σχετικό βίντεο στην πρεμιέρα του Μπιγκ Μπράδερ, αφορμή να συγκινηθεί αυτός από τη μια –και να συγκινηθεί ειλικρινά, δεν αμφιβάλλω ούτε στιγμή–, να γίνει από την άλλη ο Θάνος διαφημιστικό του Αντρέα και του ριάλιτι μαζί.

Ψύλλοι στ’ άχυρα, θα λέγαμε, όμως δεν έχουμε άχυρα εδώ, έχουμε σκατά. Ελάχιστη απόδειξη, ο πραγματικός θυμός, παρέα με το πάντα ιταμό και αλαζονικό υφάκι, όταν «άστραψε και βρόντηξε», όπως έγραψαν, για να στηρίξει το ριάλιτί του, ξεπλένοντας τον παίκτη που προέκρινε τον βιασμό σαν λύση για τις ανάγκες του:

«Ήταν μια λεξούλα. [...]. Καταδικαστέο και συμφωνώ απόλυτα [με την εκδίωξη του παίκτη], αλλά μη μου κοκορεύονται ηθικολογώντας κάποιοι που πετάνε την μπάλα έξω για καθυστέρηση»· «άνθρωποι που δεν έχουν τέτοια ηθική, ηθικολογούν ασύστολα», και άλλα τέτοια ο Αντρέας.

Εκ των υστέρων τάχα ξεκαθάρισε κάποια πράγματα ο παίκτης, και τα ’κανε πλέον παντιέρα ο Αντρέας, σημασία έχει όμως η πρώτη αντίδρασή του, όταν πίστευε κι αυτός ότι ο παίκτης είχε μιλήσει κανονικά για βιασμό.

Μια λεξούλα!

buzz it!