23/10/08

στις επάλξεις [13], ή Κι από πούθε κατεβαίνει, η Καλλίστη η παινεμένη

Πόπο, τόσον καιρό κάνει τα πάντα για να την προσέξουμε, το τι φρουφρού κι αρώματα, περισπωμένες δηλαδή και υπογεγραμμένες και δασείες και κορωνίδες και δασυνόμενα ρο, κι ελληνικούρες κι αγραμματοσύνες, με το φρυδάκι όμως ψηλά και το δαχτυλάκι σηκωμένο (ποιον μας θυμίζει, αχ, και μας μαραίνει ο πόνος!), το τι φρουφρού κι αρώματα λοιπόν, κάτι σαν τα αρώματα που παστώνονταν παλιά οι Φράγκοι για να καλύψουνε την μπόχα από την απλυσιά, και με τα τακούνια της μαμάς, όλο νάζι και πόζες στον καθρέφτη, κι εμείς, χαμπάρι!

Πέρα από μια αναφορά σε άρθρο για την ιδεολογία του χαβαλέ και τον θεμαναστασιαδισμό,* σαν να την ξεχάσαμε την Καλλίστη ντε λα Γραμμάτικα, που έγινε πιο σεμνή στο μεταξύ, σκέτα Καλλίστη, την ορθοτομούσα τον λόγον της αρχαιογλωσσικής αληθείας από την περίλαμπρη εφημερίδα Πρώτο θέμα.

Ιδού τώρα ψήγματα της πιο πρόσφατης σοφίας της:

Η ελληνική γλώσσα, αναγνώστη, είναι όμορφη, πλούσια και ακριβής. Για να μην κουράζεσαι, λοιπόν, λέγοντας «Πότε φτάνει το πλοίο στο λιμάνι;» και «Πότε φεύγει το πλοίο από το λιμάνι;», μπορείς απλά να ρωτήσεις «Πότε ελλιμενίζεται το πλοίο;» και «Τι ώρα είναι ο απόπλους;» (5.10.08)

Και ένας από τους 5 λόγους για τους οποίους πρέπει να γράφει κανείς με πολυτονικό:

Για νοητική ενδυνάμωση. Διότι, πολύ απλά, όποιος γράφει σε πολυτονικό κάνει σε κλάσματα του δευτερολέπτου περισσότερους και πιο σύνθετους γλωσσικούς συσχετισμούς. Δεν είναι υπερβολή, είναι φυσικός νόμος. (21.9.08)

Τσέγκο, κουνήσου, σου τρώνε το ψωμί σου!


* Μ’ είχε κατατροπώσει τότε, οφείλω να ομολογήσω, γεμάτος καταισχύνη…

buzz it!

19/10/08

"Λυπάμαι, κοπήκατε!" ή Οι "πανελλαδικές" των μεταναστών

[αναπτυγμένη μορφή του κειμένου που είχε αναρτηθεί αρχικά εδώ δημοσιεύτηκε στα Νέα, 29/11/08· σ' αυτή πλέον τη μορφή αναδημοσιεύεται εδώ]

buzz it!

18/10/08

Αρχαϊστικές τάσεις; Ε και; (β΄)

συντομευμένη μορφή στα Νέα, 18 Οκτωβρίου 2008

Λέμε βεβαίως «η οδός Ερμού»· αλλά κανείς δεν μίλησε ούτε καν για το –αρχαίο!– άγαλμα του «Ερμού» του Πραξιτέλη


Αν αποφασίσουμε να μιλάμε ακόμα και σκέτη καθαρεύουσα, ας μιλάμε καθαρεύουσα: να το ξέρουμε όμως ότι πρόκειται για καθαρεύουσα, ότι θέλουμε καθαρεύουσα –και κυρίως γιατί τη θέλουμε

το πλήρες κείμενο…

Με τύπους όπως «του πολυπραγμονήσαντος» και «εσχηκότες» και «επιλαγχάνουν», τι γλώσσα ακριβώς μιλάμε; Αλλά, ακόμα και έτσι, έχει αυτό κάποια ιδιαίτερη σημασία για τη γλώσσα την ίδια;

Κάπως έτσι τέλειωνα την προηγούμενη επιφυλλίδα, συνοψίζοντας πράγματα που τα είπαμε πολλές φορές, μα είμαστε αναγκασμένοι κάθε τόσο να τα ξαναλέμε.

Μεμονωμένα κρούσματα, θα πείτε, θέμα ύφους στο κάτω κάτω, κι όπως κι αν το χαρακτηρίσει κανείς το ύφος αυτό, υπάρχει πάντοτε μια υπογραφή, και κανέναν κανόνα ή καμία πλειονότητα δεν αντιπροσωπεύει. Μόνο που άντλησα και πάλι από συγγραφείς ή δημοσιογράφους που κανένας τους δεν αυτοχαρακτηρίζεται λ.χ. καθαρευουσιάνος, και από έγκυρα επίσης και προοδευτικά έντυπα.

Επιπλέον, η σχέση ανάμεσα σε παλαιότερες εποχές παγκυριαρχίας της καθαρεύουσας με τη σημερινή κάνει ακόμα πιο κραυγαλέες, νομίζω, τέτοιου τύπου υφολογικές ακροβασίες και κατασκευές.

Αλλά, αφού έφτασα στην αντιπαράθεση παλαιότερων εποχών με τη σημερινή, τι σημαίνει τάχα πια καθαρευουσιάνος και δημοτικιστής; Τότε να δούμε τι σήμαινε κάποτε αυτό, για τη στάση απέναντι στη γλώσσα εντέλει –κι ας τα αφήσουμε έστω τα όποια, σημαντικότατα πάντως, ιδεολογικά. Διαλέγω, όχι τυχαία ούτε αυθαίρετα, μια περίοδο που εκτείνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 –και λίγο πιο πριν– ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’70 –και λίγο μετά. Όπου έχουμε: τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση Παπανδρέου-Παπανούτσου-Ακρίτα,* με τη διδασκαλία της δημοτικής, αλλά και με την καθαρεύουσα να διατηρεί όλα σχεδόν τα κεκτημένα της στον δημόσιο βίο· τη δικτατορία της 21ης Απριλίου του ’67, που σημαίνει το βίαιο τέλος της σύντομης εκπαιδευτικής άνοιξης· υπερενίσχυση της καθαρεύουσας, στροφή από την απλή καθαρεύουσα στην αρχαΐζουσα, με ευτυχές αποτέλεσμα τη γελοιογράφησή της στον λόγο των δικτατόρων· πτώση της δικτατορίας και πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, όπου και εύλογα παρατηρείται ένας βεβιασμένος εκδημοτικισμός· μεταρρύθμιση Ράλλη το 1976, με επίσημη αναγνώριση και καθιέρωση της δημοτικής από την κυβέρνηση Καραμανλή.

Δεν είναι και τόσο μακρινή η περίοδος αυτή, έτσι όπως την όρισα, πολλοί έχουμε άμεση εμπειρία της, μπορούμε έτσι εύκολα να προσδιορίσουμε τις τομές και τη διαφορά ανάμεσα σε δύο συνεχόμενες πάντως εποχές: (α) εποχή «διγλωσσίας» η μια, τέλη του ’60 με αρχές του ’70, με παράλληλη χρήση καθαρεύουσας και δημοτικής, υποχρεωτική η μεν, απαγορευμένη η δε, και πάντως αποκλεισμένη από τον δημόσιο βίο, (β) εποχή με επίσημα αναγνωρισμένη τη δημοτική/νεοελληνική η άλλη, η σημερινή εποχή.

Εκείνη λοιπόν τη διόλου μακρινή εποχή, όταν ήταν σαφής η διάκριση των στρατοπέδων καθαρεύουσας-δημοτικής, ο τότε δημοτικιστής δεν θεωρούσε άλυτα ή εκκρεμή πλείστα όσα ζητήματα εμφανίζονται ξάφνου τώρα σαν καινούρια, σαν καινούριος δηλαδή προβληματισμός, ή θεωρούνται ακόμη ανοιχτά και αποτελούν αντικείμενο επανα(δια)πραγμάτευσης. Κανένας (δημοτικιστής) δεν θα έγραφε τότε ότι «στα αυτιά μου ήρχοντο οι σειρήνες ασθενοφόρου», δεν υπήρχε πουθενά, όπως έχω ξαναπεί, αύλειος χώρος, κανένας δεν θα χρησιμοποιούσε το ρήμα λαμβάνω σε κάποια από τις πάμπολλες, καθημερινές χρήσεις που επισήμανα εδώ, ήταν αυτονόητο πως δεν έχουν θέση στη δημοτική τα αφικνούμαι και αναγιγνώσκω, ή και τα εξέρχομαι και εισέρχομαι, σε καθημερινές επαναλαμβάνω χρήσεις: ήταν λυμένα αυτά τα θέματα, παρά την ισχυρότατη επίδραση τής –νόμω επιβεβλημένης– καθαρεύουσας. Δεν υπήρχαν οι γενικές σε -ιδος και -εως, δεν έθαλλαν όχι τα ηρνείτο και συνεπήγετο αλλά ούτε τα (πιο δικαιολογημένα, προκειμένου για τα ασυμμόρφωτα ρήματα σε -ούμαι) «χρησιμοποιείτο» κ.τ.ό.

Από αυτή λοιπόν την άποψη έχουμε σαφή οπισθοχώρηση, που χαρακτηρίζεται από αναβίωση πλήθους λόγιων στοιχείων και χρήσεων –από το συντακτικό μάλιστα επίπεδο και το λεξιλογικό, έως το καθαρά ορθογραφικό, το ουσιαστικά έσχατο και παραταύτα προνομιακό πεδίο στο οποίο διαλάμπει ανέκαθεν η γλωσσική συντήρηση. Δεν πρόκειται δηλαδή για τα πλήθος λόγια στοιχεία που διατήρησε η γλώσσα στην πορεία της, αλλά για επανεισαγωγή προ πολλού αδρανών και νεκρών τύπων.

Αναβίωση είναι δηλαδή, για να επιστρέψω στο εμβληματικό σημείο εκκίνησης, η γενική σε -ούς, «της Σαπφούς», ουσιαστικά έχουμε επανεμφάνιση τύπου της αρχαίας που είχε περιπέσει σε αχρηστία, μολονότι ακούω ήδη την ένσταση ότι, πώς, αλίμονο, αφού δίπλα μας είναι η οδός Σαπφούς, παραδίπλα η οδός Ηούς, η Λητούς κτλ. Είναι όμως και η οδός Σοφοκλέους, κι ωστόσο κανένας δεν αναφέρθηκε στις λαμπρές επιδόσεις του μπασκετμπολίστα «Σοφοκλέους» Σχορτσιανίτη (όπως σημείωνα στη λεζάντα της φωτογραφίας της προηγούμενης επιφυλλίδας)· είναι και η οδός Ερμού, αλλά κανείς δεν μίλησε ούτε καν για το –αρχαίο!– άγαλμα του «Ερμού» του Πραξιτέλη, ή, κατ’ αναλογία πια προς το Σαπφώ / Γωγώ, κανείς ποτέ δεν έκανε τον Διαμαντή στη γενική: «του Διαμαντού» ή τον Παναγή - «του Παναγού»! Ολόκληρη η Θεσσαλονίκη ζει γύρω απ’ την οδό Αριστοτέλους, κανείς όμως δεν είπε: του «Αριστοτέλους» Νικολαΐδη π.χ., ή μάλλον «Νικολαΐδου», κι ας ήταν απ’ τους ιδρυτές του περιβόητου Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου, ούτε, ήμαρτον Θεέ μου, είπε ποτέ κανείς «το μπριζολάδικο του Τέλους», προκειμένου για τον διάσημο Τέλη της Ευριπίδου, στην Κουμουνδούρου –τουλάχιστον όχι ακόμα.

Κάποτε δηλαδή τα απολιθώματα ήταν απολιθώματα, πολύτιμα στοιχεία και αυτά στη γλώσσα, «μη παραγωγικά» ωστόσο, αδρανή, χωρίς να επηρεάζουν παραπέρα το ζωντανό σώμα της γλώσσας (και χωρίς, προπάντων, να ακυρώνουν με τη χρήση αυτή ή να φρενάρουν την εξέλιξη της γλώσσας): αυτό άλλωστε δεν είναι το γλωσσικό αισθητήριο, η αίσθηση της γλώσσας;

Το ’70 λοιπόν δεν συζητούσε κανείς αν είναι δόκιμο ή τάχα μαλλιαρό π.χ. το εγκαταλειμμένος, αντί για εγκαταλελειμμένος, για τον απλούστατο λόγο πως ήμασταν ήδη εξοικειωμένοι με το εγκαταλειμμένος, και ούτε κατά διάνοια θα έγραφε κανείς τον τύπο πεπολιτισμένος! Δεν αναφερόταν κανένας στο ρόλο του Δικαιοπόλιδος, και ακόμα περισσότερο δεν θα χρησιμοποιούσε τις γενικές Αλκήστιδος και Πάριδος, και μάλιστα για σύγχρονα πρόσωπα. Τέλη του ’60 με αρχές του ’70 (πάντα ενδεικτικά), ο έφηβος κιόλας, ο μαθητής, μ’ όλη την καθαρεύουσα την οποία διδασκόταν στο σχολείο αλλά και η οποία τον περιέβαλλε γενικότερα, διέκρινε σαφώς τις δύο γλωσσικές μορφές, κι έτσι, στη δημοτική, δεν το ’χε «παραλάβει» το λαμβάνω, αντίθετα με τα σημερινά παιδιά, που εύλογα το εντάσσουν στον πιο καθημερινό τους λόγο: «μπορώ να το λαμβάνω όπως θέλω», όπως σημείωνα εδώ.

Τώρα ο καθαρισμός, σε όλη του τη μικρόλογη σχολαστικότητα, ξαναπιάνει ακόμα και τη συζήτηση για ευγενή και μη ευγενή συμφωνικά συμπλέγματα, μιλάει για φθήνια αντί για φτήνια, κι όταν αρχίζει εκπομπή τηλεοπτική που λέγεται «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου», και φτάνει στις εφημερίδες το δελτίο τύπου, βρίσκεται δημοσιογράφος, διορθωτής, δεν ξέρω, που ευπρεπίζει το «επίσημο» όνομα, στο κάτω κάτω, και το κάνει «Καθρέπτη, καθρεπτάκι μου», και όταν γράφει ο Κριαράς στα Νέα «να διδαχτούν τα αρχαία ως ξένη γλώσσα», τον διορθώνουν: «να διδαχθούν». Ώστε μαζί και με τις άλλες διορθώσεις και επιταγές, για την αποκλειστική χρήση συγκεκριμένων λόγιων ή αρχαϊκών τύπων, μπορούμε να μιλούμε για βίαιο εντέλει εξαρχαϊσμό.

Έτσι διαμορφώνεται ένας ευπρεπισμένος λόγος, αδιανόητος –επιμένω στην οπτική γωνία μου– λίγες δεκαετίες πριν, όπου κανένας, προσθέτω λίγα ακόμα, δεν θα σκεφτόταν καν να γράψει για «αναζήσασα όπερα», κανένας δεν θα τόνιζε «του ντελιρίου» ή «του χαμογέλου», δεν θα ’λεγε πως «εισερχόμαστε στην αποψινή μετάδοση», ή «η εκκίνηση του δείπνου» και «η επίσημη ώρα εκκίνησης της συναυλίας», δεν θα μιλούσε για «φορτηγάκι έμφορτο με πορτοκάλια», για τα «ύδατα που υπερχείλισαν» και τις «υπέρχειλες πιστωτικές κάρτες», ή για την «απεργία που εκσπά».

Ξαναδιαβάζω αυτά τα εξωφρενικά που αντιγράφω τώρα εδώ και σκέφτομαι ότι δεν έχουμε ξεκολλήσει από συζητήσεις του ’70, του ’50, του ’30, των αρχών του (περασμένου) αιώνα. Ας το δούμε τότε αυτό και σαν παρήγορο σημάδι, ότι όλο με μπρος και πίσω προχωράει η γλώσσα, και σίγουρα τραβάει το δρόμο τον δικό της. Ας ξέρουμε όμως ανά πάσα στιγμή, όσον αφορά έστω τα καθ’ ημάς, την εποχή μας, ποιο είναι το μπρος, ποιο και πότε είναι το πίσω.

* * *

Αλλά εδώ ο λόγος των λαλίστατων κάποτε γλωσσονόμων είναι ανύπαρκτος. Επιδεικτική, θαρρείς, σιγή είναι η απάντηση στη νέα στροφή της γλώσσας. Για να το πω αλλιώς, και μια και αναφερθήκαμε στις τελευταίες δεκαετίες: αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, και ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ανθεί ο διορθωτικός λόγος που στηλιτεύει τις «δημοτικιστικές ακρότητες», σε εποχή στο κάτω κάτω γλωσσικής απελευθέρωσης, κι ενώ, αν μη τι άλλο, κανείς δεν έχει διδαχτεί ώς τότε συστηματικά τη δημοτική. Ατέλειωτες ιερεμιάδες γράφονται για την αποκοπή του τελικού -ν, για τον «πουπουισμό», την αλυσιδωτή χρήση τού που, και τη «σανίτιδα», την κατάχρηση, λέει, τού σαν, και πλείστα όσα. Είναι η εποχή του Μπαμπινιώτη, που τότε, πριν από τη σημερινή δηλαδή μεταστροφή του, στηλιτεύει τη γλώσσα των νέων, η εποχή του Γιανναρά με το «Finis Graeciae» του, που το περιφέρει έκτοτε από επιφυλλίδα σε επιφυλλίδα κι από βιβλίο σε βιβλίο, ή του Γιάννη Καλιόρη που κατακεραυνώνει τη «δογματοκομματοπαγή στρεβλή και βαρβαρόπλαστη δημοτική», είναι η γέννηση και η ακμή του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου, η εποχή του ενορχηστρωμένου αγώνα για την απαξίωση των νέων ελληνικών.

Τώρα η σιωπή απέναντι στα καινούρια αλλά λογιόστροφα λάθη, συντακτικά και άλλα, είναι εκκωφαντική. Δεν χρειάζονται παραδείγματα, ένα μόνο, καθώς αναφέρθηκα στη «σανίτιδα» και όσα της έσουραν τότε: είδε ποτέ κανείς να σχολιαστεί με μία έστω λεξούλα η «αντισανίτιδα», η πλήρης δηλαδή επικράτηση τού ως, ακόμα και σε χρήσεις που δεν υπακούουν σε όποιους κανόνες επικαλούνταν τότε οι «αντισανιστές»;

Και βέβαια υπάρχουν εξηγήσεις γιατί δεν επισημαίνονται ποτέ τα λογιόστροφα λάθη, ακόμα και τα πιο κραυγαλέα. Καταρχήν, το λέω απερίφραστα, είναι η αγαλλίαση πολλών από τη στροφή αυτή καθαυτήν, αγαλλίαση που παραβλέπει, ανέχεται, για να μην πω και καλοδέχεται τέτοια και άλλα ακόμα λάθη. Παραπέρα, και πιο σοβαρά τώρα: το πλήθος των επαγρυπνούντων, λ.χ. των αποστράτων-επιστολογράφων της Καθημερινής, ακόμα και επιστήμονες ειδικοί, φιλόλογοι, απλούστατα αγνοούν πως δεν συντάσσεται ούτε και συντασσόταν ποτέ με γενική το διαφεύγω ή το μετέρχομαι και πως δεν γράφεται ούτε και γραφόταν ποτέ σαν δύο λέξεις το διό ήτο εξαπίνης, και ίσα ίσα σπεύδουν να ενστερνιστούν τέτοια λόγια μπιχλιμπίδια που νοστιμεύουνε τον γλωσσικό χυλό τους.

Ώστε, τουλάχιστον με τη σιωπηρή επιδοκιμασία πολλών, υπάρχουν σήμερα, εντονότερα προφανώς από ό,τι την περασμένη μόλις δεκαετία, αρχαϊστικές τάσεις, παιδιά της απαξίωσης της γλώσσας απ’ τη μια, της αναζήτησης μιας «επίσημης», κουστουμαρισμένης γλώσσας απ’ την άλλη.

Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο

Υπάρχουν λοιπόν αρχαϊστικές τάσεις, ένας βίαιος ή όχι, πάντως εξαρχαϊσμός. Και τύποι λόγιοι ή και αρχαϊστικοί ευδοκιμούν σε όλο και ευρύτερα στρώματα, και κληροδοτούνται έτσι στις νεότερες γενιές σαν αυτονόητοι και μόνοι σωστοί.

Είτε σκέτα λόγιοι είτε, ακόμα χειρότερα, και λόγιοι και λανθασμένοι (σύμφωνα και με τους νόμους δηλαδή της αρχαίας), αυτή είναι για την ώρα η γλωσσική πραγματικότητα, χωρίς τίποτα να αποκλείει να είναι αυτή και αύριο, άγνωστο αν οριστικά ή οπωσδήποτε για μεγάλο διάστημα.

Αν όμως έτσι αποφασίσει η γλωσσική κοινότητα, και αφού από την άλλη λέμε –το λέει δηλαδή η ιστορία των γλωσσών και το λέει η ειδική επιστήμη, η γλωσσολογία– ότι το λάθος με τη χρήση απολανθάνεται και πια καθιερώνεται, προς τι όλος αυτός ο έλεγχος, ή και ο στιγματισμός, αυτών των φαινομένων.

Αν δηλαδή αποφασίσει η γλωσσική κοινότητα να μιλάει ακόμα και σκέτη καθαρεύουσα ή έστω ένα αρχαΐζον υβριδικό γλωσσικό ιδίωμα, ας μιλάει καθαρεύουσα: να το ξέρουμε όμως ότι πρόκειται για καθαρεύουσα, να ξέρουμε ότι θέλουμε καθαρεύουσα –και φυσικά γιατί τη θέλουμε.

Αλλά ώσπου να αποφασίσει η γλωσσική κοινότητα, θέση δική μας, αφού άλλωστε μέλη της γλωσσικής κοινότητας είμαστε και εμείς, δουλειά δική μας, για να μην πω τη λέξη χρέος, είναι να επισημαίνουμε πρώτα το όποιο και όσο λάθος, και έπειτα, κυρίως, την κινητήρια ιδεολογία της όποιας αλλαγής, τον κοινωνικό της λόγο.


* Η μεταρρύθμιση αυτή, μείζων σταθμός στην ιστορία του γλωσσικού, ο τελευταίος εξάλλου πριν από την ιστορική κατάληξη του 1976, όλως παραδόξως δεν μνημονεύεται καν στο οικείο κεφάλαιο («Γλωσσικό ζήτημα», σ. 24 κ.ε.) της εκτενούς εισαγωγής στο μεγάλο Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη.

buzz it!

15/10/08

Ο Κούντερα καταδότης;

Δεν διανοούμαι ότι θα δικάσω εγώ τον Κούντερα, ακόμα κι αν είναι για να τον αθωώσω.

Δύο σχόλια μόνο:

1. το πρώτο αφορά την απουσία ιστορικής προοπτικής, ιστορικής ματιάς, από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε και διαβάζουμε την Ιστορία, συνολικά ή στα καθέκαστά της.

2. το δεύτερο αφορά το γνωστό κυνήγι μαγισσών, που «απομυθοποιεί» τον Χάιντεγκερ και τον Πάουντ (μα τάχα τι; ακυρώνει και το έργο τους;), και που, λόγω ακριβώς της έλλειψης ιστορικής προοπτικής, φτάνει να συναντά την ιστοριογραφία της κλειδαρότρυπας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ας μιλήσει όμως ο Κούντερα: Στις Προδομένες διαθήκες (Εστία, 1993), στο κεφάλαιο «Δρόμοι μέσα στην ομίχλη», ένα κεφάλαιο που εμένα με έχει βαθιά σημαδέψει, αναφέρεται στον Τολστόι, κατά τον οποίο η Ιστορία υπακούει στους δικούς της νόμους, που παραμένουν ανεξιχνίαστοι για τον άνθρωπο. Και σχολιάζει ο Κούντερα (σ. 263-264):

«Με αυτή την αντίληψη της Ιστορίας ο Τολστόι σχεδιάζει τον μεταφυσικό χώρο στον οποίο κινούνται οι ήρωές του. Χωρίς να γνωρίζουν ούτε το νόημα της Ιστορίας ούτε τη μελλοντική πορεία της, [...] προχωρούν στη ζωή τους όπως προχωρεί κανείς μέσα στην ομίχλη. Λέω ομίχλη, όχι σκοτάδι. Στο σκοτάδι δεν βλέπει τίποτα κανείς, είναι τυφλός, είναι στο έλεος των πάντων, δεν είναι ελεύθερος. Μέσα στην ομίχλη είναι ελεύθερος, αλλά με την ελευθερία εκείνου που είναι μέσα στην ομίχλη: βλέπει στα πενήντα μέτρα μπροστά του, μπορεί να διακρίνει καθαρά τα χαρακτηριστικά του συνομιλητή του, [...] ακόμη και να προσέξει αυτό που γίνεται δίπλα του και να αντιδράσει.

»Αυτός που προχωρεί μέσα στην ομίχλη είναι ο άνθρωπος. Όταν όμως κοιτάζει προς τα πίσω, για να κρίνει τους ανθρώπους του παρελθόντος, δεν βλέπει καμιά ομίχλη στο δρόμο τους. Από το δικό του παρόν, που υπήρξε το δικό τους μακρινό μέλλον, ο δρόμος τους του φαίνεται πεντακάθαρος, ορατός σε όλη του την έκταση. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, ο άνθρωπος βλέπει το δρόμο, βλέπει τους ανθρώπους που προχωρούν, βλέπει τα λάθη τους, μα η ομίχλη δεν είναι πια εκεί. Κι ωστόσο, όλοι τους, ο Χάιντεγκερ, ο Μαγιακόφσκι, ο Αραγκόν, ο Έζρα Πάουντ, ο Γκόρκι, ο Γκότφριντ Μπεν, ο Σαιν-Τζον Περς, ο Ζιονό, βάδιζαν όλοι μέσα στην ομίχλη, κι αναρωτιέται κανείς: ποιος είναι πιο τυφλός; Ο Μαγιακόφσκι που, όταν έγραφε το ποίημα για τον Λένιν, δεν ήξερε πού θα οδηγήσει ο λενινισμός; Ή εμείς, που τον κρίνουμε από απόσταση δεκαετιών και δεν βλέπουμε την ομίχλη που τον τύλιγε;»


Υστερόγραφο: Τι βλέπουμε ωστόσο εμείς, κοιτώντας πίσω, από απόσταση δεκαετιών; Πως είναι έτος 1950, ο «υπαρκτός» δεν έχει δείξει ακόμα το πρόσωπό του, δεν έχουμε εν πάση περιπτώσει μάθει ακόμα, στην προχρουτσοφική εποχή, τις θηριωδίες του, π.χ. τις «δίκες της Μόσχας». Στην Τσεχοσλοβακία οι κομμουνιστές είναι μόλις δύο χρόνια στην εξουσία. Ο Κούντερα είναι 21 χρονών, είναι ακόμα κομμουνιστής, και, αν αληθεύει η εν λόγω ιστορία, καταδίδει έναν πράκτορα των δυτικών.


δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, 15 Οκτ. 2008

buzz it!

4/10/08

Αρχαϊστικές τάσεις; Ε και; (α΄)

Τα Νέα, 4 Οκτωβρίου 2008

Και βέβαια οδός Σαπφούς, αλλά όχι «της Σαπφούς», έλεος, Νοταρά! Οδός Σοφοκλέους, αλλά όχι οι επιδόσεις «του Σοφοκλέους» Σχορτσιανίτη! Οδός Αριστοτέλους, αλλά όχι το μπριζολάδικο, ήμαρτον, «του Τέλους» στην Ευριπίδου ("Ο Τέλης")!


«Η θαυμάσια αιωνιοτυπία τού πλέκειν και πίειν τον καφέ», έτσι, για να μην γκρινιάζουν μερικοί πως η «βροντερή απουσία του απαρεμφάτου στη νεοελληνική μάς έχει γεμίσει “να” και “να”»


Τα πεπολιτισμένα έργα του πολυπραγμονήσαντος επιλαγχάνουν ή λαγχάνουν· από την άλλη, η χρήση μιας δημιουργίας υπερεβάθη εν ήματι χειμερίω, κρύβδην και απλέτως.

Και παίρνω όρκο, ω αναγνώστα, ότι καμία από τις ψηφίδες του (εκ)τυφλωτικού αυτού μωσαϊκού δεν προέρχεται από αρχαϊστή ή καθαρευουσιάνο, ή από κανένα ακροδεξιό έντυπο, κανάλι κτλ.

διαβάστε τη συνέχεια...

Είπα να μαζέψω όλες τις τελευταίες γλωσσικές επιφυλλίδες σ’ ένα βιβλιαράκι ακόμα, τα ίδια και τα ίδια δηλαδή, απέναντι όμως, δυστυχώς, στα ίδια, τα ολόιδια και ψυχαναγκαστικώς απαράλλαχτα. Με τα ίδια λοιπόν θα ήταν κι ο επίλογος που σκέφτηκα να γράψω, με κεντρικό άξονα το δίδυμο σχήμα που το μαρτύρησα από τον τίτλο κιόλας: αν δηλαδή υπάρχουν σήμερα αρχαϊστικές τάσεις και αν αυτό σημαίνει κάτι ιδιαίτερο για την ίδια τη γλώσσα.

Τρεις παραλλαγές σ’ ένα απελπιστικά γνωστό θέμα

1. Ένας φίλος μετέφρασε πρόσφατα ένα σύγχρονο θεατρικό έργο που θα παιχτεί οσονούπω, κι εκεί γίνεται λόγος για τη Σαπφώ, οπότε εμφανίζεται συχνά η γενική: της Σαπφώς. «Της Σαπφούς» έλεγε συνέχεια μια νεαρή ηθοποιός, κατά τη συζήτηση μετά την ανάγνωση του έργου. «Επ, της Σαπφώς» την επανέφερε στην τάξη ο μεταφραστής, ξανά «της Σαπφούς» εκείνη, την επόμενη φορά. Και προσοχή: δεν είχε τίποτα γλωσσικές ανησυχίες ή εμμονές η ίδια, ώστε να θέλει να αποκαταστήσει τον «ορθό» αρχαϊκό τύπο, ή, πολύ περισσότερο, να διορθώσει τον μεταφραστή, με τον οποίο άλλωστε γνωρίζονταν από πριν και συμπαθιόνταν. Απλώς, όσο κι αν έβλεπε γραμμένο: της Σαπφώς, στον λόγο τον δικό της εκφωνούσε ενστικτωδώς τον τύπο που αποτελούσε ήδη κτήμα της.

2. Κοντά δέκα χρόνια τώρα πίσω, τον πρώτο καιρό της συνεργασίας μου με την εφημερίδα, που άρχισε ακριβώς με κείμενο για τη γενική «Σαπφούς», μια καλή μου φίλη, όχι και τόσο πολύ νεαρή αυτή, μου ζήτησε τον αριθμό του κινητού μιας άλλης φίλης, με την οποία περνούσαμε τότε μαζί τις καλοκαιρινές διακοπές: «Έχεις το κινητό της Λητούς;» μου είπε. «Κι εσύ, Βρούτε;» έκανα εμβρόντητος, καθώς μάλιστα κι αυτή διόλου δεν σκότιζε το -–πανέμορφο–- κεφάλι της με τα γλωσσικά. «Μα έτσι δεν είναι το σωστό;» με ρώτησε αθώα, για το όνομα, ξαναλέω, μιας φίλης που άπειρες φορές ώς τότε το είχε χρησιμοποιήσει στη «μαλλιαρή», θου Κύριε, εκδοχή του, «της Λητώς» δηλαδή.

3. Και πάνε επίσης αρκετά χρόνια που άλλη Λητώ, κόρη παλιάς φίλης, κοτζάμ κοπέλα πάντως, καβατζαρισμένα τα είκοσι, ζήτησε ξαφνικά, έπειτα από εικοσιτόσα χρόνια δηλαδή, να λένε το όνομά της στη γενική: «της Λητούς».

Και περίσσευμα στο 1: στο ιλουστρασιόν διαφημιστικό φυλλάδιο της εταιρείας που είναι παραγωγός, μεταξύ άλλων, και της θεατρικής παράστασης για την οποία έγινε η μετάφραση που λέγαμε, δημοσιεύεται ένα σχετικό κειμενάκι: δύο φορές υπήρχε ο τύπος: της Σαπφώς, και τις δύο φορές διορθώθηκε σε «Σαπφούς». Έτσι είναι το σωστό, είπε η φιλόλογος διορθώτρια.

Σημαδιακό, είπα, καθώς το περιστατικό με την ανάγνωση της θεατρικής μετάφρασης συνέβη ακριβώς την εποχή που σκεφτόμουν τον κεντρικό άξονα του επιλόγου, όπως τον όρισα πιο πάνω.

Ποιο χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από το «Σαπφώ-Σαπφούς» δηλαδή, όπου κάποια στιγμή (επειδή στιγμή είναι στην ιστορία της γλώσσας τα δέκα-δεκαπέντε χρόνια που μετρά η συγκεκριμένη μόδα), θαρρείς μ’ ένα κλικ, με το γύρισμα ενός διακόπτη, εξαπλώνεται αστραπιαία ένας τύπος που μόνο σαν απολίθωμα υπήρχε ώς τότε. Και τότε, ξαφνικά, έπιασαν οι ενήλικοι να διορθώνουν τον εαυτό τους, θεωρώντας λαθεμένο τον τύπο που χρησιμοποιούσαν μόλις την προηγουμένη (και ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ., όπως μας λέει ο Γ. Ν. Χατζιδάκις), δηλαδή θεωρούν «μαλλιαριστή» αίφνης, ποιον, τον Ελύτη, που έγραφε «της Σαπφώς», και πλέον (α) διορθώνουν αναδρομικά όλους τους σχετικούς τύπους, ακόμα και σε δημοτικά τραγούδια λ.χ., ενώ (β) επεκτείνουν τη χρήση αυτή και φοράνε τον αρχαίο τύπο ακόμα και σε κοινά και λαϊκά ονόματα, όπως Αργυρώ, Γωγώ κ.ά. Εύλογα πια οι νεότεροι κληρονομούν σαν μόνο σωστό τον αρχαϊκό τύπο.

Αν όμως αυτή η πλευρά, η αποδοχή από τους νεοτέρους των οσοδήποτε ακραίων γλωσσικών τύπων τούς κληροδοτούνται, είναι, όπως είπα, εύλογη ή αναπόφευκτη, αλλιώς ονομάζεται η απόρριψη τύπων της καθημερινής, νεοελληνικής γλώσσας από εμάς, τους μεγαλυτέρους, και η καταφυγή σε παλαιότερους, συχνά αρχαίους τύπους, γενικότερα η αναζήτηση μιας όλο και πιο λόγιας γλώσσας.

Ώστε υπάρχουν σήμερα αρχαϊστικές τάσεις;

Απέδωσαν δηλαδή καρπούς, και τόσο πλούσιους, οι αγώνες για την απαξίωση και την υπονόμευση της νεοελληνικής από δηλωμένους ή κυρίως κρυφούς εχθρούς της, ή από τους απαράλλαχτους ανά τους αιώνες θρηνωδούς για το μαρασμό κτλ. της γλώσσας; Απέδωσε τόσο πλούσιους καρπούς η αφομοίωση από τους χρήστες αυτού του κατεδαφιστικού λόγου, η εσωτερίκευση της υποτίμησης της νεοελληνικής γλώσσας, που τους κάνει να στρέφονται όλο και περισσότερο προς τα πίσω, στην ασφάλεια της μόνης αποδεκτής λοιπόν γλώσσας, της αρχαίας; Προφανώς, ώς έναν μεγάλο βαθμό.

Ώς έναν άλλο, επίσης μεγάλο βαθμό, το φαινόμενο πρέπει να αποδοθεί, όπως είπαμε συχνά, στην αναζήτηση μιας νέας καθαρεύουσας, μιας επισημότερης γλώσσας –αλλά όχι μόνο, και έχει σημασία αυτό, για επισημότερες περιστάσεις.

Αυτό όμως το θέμα, η αναζήτηση επίσημου ύφους, έχει να κάνει με τον μέσο χρήστη. Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, τους επιστήμονες, γλωσσολόγους, φιλολόγους και διανοουμένους, τους επαγγελματίες του λόγου, της γραφής κτλ., τους διαβασμένους και ξεσκολισμένους, δεν ισχύει ο όρος «αναζήτηση»: δεν αναζητούν αυτοί· αυτοί, και πάντως οι περισσότεροι, ξέρουν τι θέλουν και ξέρουν και πού να το βρουν, και προπαντός πώς λέγεται αυτό. Αν λέγεται τώρα ξάφνου «ευρύχωρη δημοτική» ή «γλώσσα μία, ενιαία και συνεχής» ή όπως αλλιώς, ανεξάρτητα λοιπόν από την όποια ονομασία, το φαινόμενο είναι εξαρχαϊσμός, παναπεί γλωσσική συντήρηση και οπισθοδρόμηση –εμπρόθετη βεβαίως, σε επιτελικό επίπεδο.

Τι γλώσσα ακριβώς μιλάμε;

Στο μεταξύ ποια είναι η πραμάτεια μας; Πέρα από την εμβληματική αλλαγή ακόμα και της Γωγώς σε «Γωγούς», είδαμε την επιστροφή αρχαϊκών καταλήξεων: του Πάριδος, του Έκτορος και της Αλκήστιδος· την επιστροφή αρχαϊστικών ρηματικών τύπων: ηρνείτο, συνεπήγετο, ακόμα και την επιστροφή της άτονης αύξησης σε κοινότατα ρήματα: απεφάσισε, διεπίστωσε κτλ.· γενικότερα την επιστροφή λόγιων ρημάτων, όπως αναγιγνώσκω, αφικνούμαι, εξέρχομαι κτλ., και μάλιστα τη χρήση τους ακόμα και σε καθημερινές εκφράσεις, όπως «η ταινία εξέρχεται στους κινηματογράφους», «οι γυναίκες εξάγουν κραυγές» κτλ.· την πληθωρική, άτοπη και συχνότατα λαθεμένη χρήση της γενικής, ιδίως στον πληθυντικό: «των καταρών» και «των σουπών», ή μαζί με ρήματα που ποτέ δεν συντάσσονταν έτσι: «αποποιούμαι των ευθυνών», «διέφυγε της προσοχής»· και όλο και ξεπετιούνται κάτι αύλειοι χώροι, ανύπαρκτοι ακόμα και στην καθαρεύουσα, όμβροι κτλ.

Γενικότερα «καλλωπίζεται» η γλώσσα, ακόμα και εκεί όπου δεν υπάρχει κανένας προφανής λόγος: το λόγιο επιτέλους αποκομίζω γίνεται ξαφνικά κομίζω, που ως γνωστόν σημαίνει φέρνω, κουβαλάω: «από την ανάγνωση του έργου αυτού κόμισα το εξής συμπέρασμα» (κι όχι πως είναι καλύτερη ακόμα και η σωστή χρήση τού κομίζω: «από το ταξίδι της» διαβάζω «κόμισε ένα κολιέ»!)· αλλά προπάντων γίνεται, έγινε, η νοσταλγία: νόστος, που όμως νόστος σημαίνει επιστροφή –-διστάζω να πω τώρα «ως γνωστόν», γιατί είναι εντυπωσιακή η χρήση του νόστου με την έννοια της νοσταλγίας, ακόμα και από δόκιμους γραφιάδες, πολλούς, τι ειρωνεία, από τη χορεία των θρηνωδών που είπαμε πιο πάνω.

Από τα απλά, αλλά και γι’ αυτό παντελώς ανεξήγητα: του γεωμέτρου Μέτωνος, την πυρκαϊά, επιβεβλημένη μάλιστα σ’ ολόκληρη εφημερίδα, ώς τα -–διόλου ειρωνικά, και πάλι παίρνω όρκο–- πώποτε, οψέποτε, αρχολίπαρα, ισχνέγχυλα, ο νήδυμος της Αριστεράς, οι αγγλοσαξονική παιδεία εσχηκότες, η χρήση μιας δημιουργίας υπερεβάθη και ανήχθη σε δημιουργία, τα όσα εκτυλίσσονται κρύβδην και απλέτως, η θαυμάσια αιωνιοτυπία τού πλέκειν και πίειν τον καφέ, και ώς το τετρωμένο και πεπληγμένο κύρος της αστυνομίας -–ύψιστε Κύριε, τι γλώσσα ακριβώς μιλάμε;

Αν όμως πάλι θέλουμε τέτοια γλώσσα, σημαίνει άραγε αυτό κάτι ουσιαστικό για την ίδια τη γλώσσα, που κάποτε περνάει πλάι ή και πάνω από μας; Στο επόμενο.

* * *

εξωεφημεριδικό ΥΓ: απ' την κουζίνα του κειμένου

Το κείμενο αυτό, ελαφρά προσαρμοσμένο, είναι ο επίλογος σ’ έναν δεύτερο τόμο στη Γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη, έναν τόμο που συγκεντρώνει τις γλωσσικές επιφυλλίδες μετά το 2003 (εδώ τα «γλωσσικά Β»), ξαναδουλεμένες εννοείται, με μπόλικες προσθήκες, σημειώσεις κτλ. -–άρχισε η διαφήμιση, βαράτε καμπάνες και κανόνια του Λυκαβηττού, ο τόμος θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο, κι ενώ μόλις βγήκε και η τρίτη έκδοση του πρώτου. Ο επίλογος τώρα αυτός βασίζεται, πού αλλού, στα χιλιοματαειπωμένα μέσα στο βιβλίο, στις επιφυλλίδες δηλαδή, σε ορισμένες από τις οποίες δόθηκε συνέχεια από εδώ, και ιδιαίτερα με μια συζήτηση στα λογοράμματα κι ένα τελικό κείμενο στο δικό μου μπλογκ, με τίτλο «Υπάρχουν σήμερα αρχαϊστικές τάσεις;» (από αυτό ειδικά το κείμενο μεταφέρονται αυτούσια κομμάτια στη συνέχεια του επιλόγου, όπως θα μπει στην επόμενη επιφυλλίδα).

Ήταν απολύτως φυσικό, έτσι γίνεται με τους επιλόγους, είχα όμως ορισμένες αναστολές, αν έπρεπε να δημοσιευτεί το κείμενο του επιλόγου και σαν επιφυλλίδες στην εφημερίδα, να ειπωθούν δηλαδή για πολλοστή φορά τα ίδια πράγματα εκεί, και ειδικά πια με τη «Σαπφώ - της Σαπφούς». Βέβαια, πάντα πιστεύω, και πολύ συχνά το γράφω, ότι οφείλουμε να επαναλαμβάνουμε συνέχεια τα ίδια πράγματα απέναντι σε ίδια συνέχεια φαινόμενα. Και πολύ περισσότερο αυτό σε εφημερίδα, όπου δεν πρέπει να προϋποθέτει κανείς το ίδιο πάντοτε κοινό, τους ίδιους αναγνώστες κτλ. Παραταύτα, την ίδια πάντοτε στιγμή νιώθει βαριά τη «μομφή» τού «ωχ αμάν, πάλι τα ίδια» –άσε που πολύ συχνά μπαφιάζεις ο ίδιος που τα (ξαναματα)γράφεις.

Οποία ανακούφισις όμως: με μια απλή ερώτηση εξαφανίστηκαν όλες μου οι αναστολές, για να μην πω πως σκέφτομαι πώς να γινόταν να επανερχόμουν κάθε δύο μήνες, κάθε μήνα, κάθε δεκαπενθήμερο, σε κάθε επιφυλλίδα -–νά, μήπως να έβαζα κάτι σαν τα διαφημιστικά μπάνερ; Στο πάνω μέρος της επιφυλλίδας ή στο κάτω; ή κάτω απ’ τ’ όνομά μου; Ή, εύρηκα εύρηκα, να το βάζω στα ξεκούδουνα μέσα σε άσχετο κείμενο, στα μισά μιας φράσης, να περνάει σαν τα κρυφά διαφημιστικά μηνύματα στη μουσική των σούπερ μάρκετ, ή τ’ άλλα τα χειρότερα: τα σατανιστικά στους στίχους αθώων τραγουδιών; Ή καλύτερα να τύπωνα φέιγ βολάν, να σκόρπιζα στους δρόμους, ή να μοιράζω έξω από τις συναυλίες στο Μέγαρο και τις εκδηλώσεις στο Γκάζι, που ’χει και πιο μικρές ηλικίες; Αλλά πώς θα τα προλαβαίνω όλα μόνος μου; Ζητούνται εθελοντές: οι Ανορθόγραφοι μήπως; ο Σαραντάκος βλέπεις είναι Λουξεμβούργο, Καναδά ο Τιπούκειτος... Κάνας άλλος; Στείλτε παρακαλώ ηλεμήνυμα.

Α, η ερώτηση: μπαίνω Πέμπτη βράδυ στην εφημερίδα, τη μία φορά που περνάω κάθε 15ήμερο, να δω στημένη τη σελίδα, να πω και καμιά κουβέντα με τα μόνιμα εκεί παιδιά. Κι ένα απ’ τα «παιδιά», από τα πιο καλά, νεαρότατη και συμπαθέστατη δημοσιογράφος, με την οποία στήνουμε κουβεντούλα και πού και πού με ψιλορωτάει κανένα ψιλογλωσσικό, μου έκανε τούτη τη φορά την εξής λυτρωτική ερώτηση: «Μπορούμε, εκτός από τον σωστό τύπο: της Αργυρούς, να χρησιμοποιούμε και τον “άλλο”: της Αργυρώς

Την επέπληξα, εννοείται, σφόδρα, πως δεν διαβάζει Γιαννηχάρη, της είπα πως επιφυλάσσομαι για την τιμωρία της, και επίτηδες δεν της φανέρωσα πόσο καλό μού έκανε, απ’ την άλλη.

Και επειδή είπα για την εφημερίδα, μια τέταρτη παραλλαγή στις αρχικές τρεις του κειμένου εδώ: κάποιος συνάδελφος έγραψε στη στήλη του ότι μου κάνει «δώρο» το δελτίο τύπου για την παρουσίαση ενός βιβλίου της Αργυρούς Πιπίνη. Και πήγαν κατάπληκτοι από τη Διόρθωση, ή μάλλον απορημένοι, και τον ρώτησαν ειλικρινώς αθώα τι ακριβώς εννοεί, αφού έτσι είναι το σωστό.

Εθελοντές, είπα, παρακαλώ!

buzz it!