19/1/20

Οι Μενουμευρώπηδες κι οι ευαίσθητοι

(Εφημερίδα των συντακτών 18 Ιαν. 2020)



* Men only. Πρώτες μέρες του χρόνου κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο φωτογραφίες από την πρωτοχρονιάτικη γιορτή στο Σύνταγμα. Χαρούμενα πρόσωπα συνωστίζονταν μπροστά στον φακό με το πιο λαμπερό χαμόγελό τους, άλλοι χαιρετώντας κι άλλοι κάνοντας το σήμα της νίκης.

Όμως, προσοχή, ήταν όλοι μετανάστες, και, ακόμα πιο προσοχή, ήταν μόνο άντρες. «Πού είναι οι γυναίκες» ολόλυζαν προοδευτικές οπωσδήποτε φωνές, «Να μου λείπει τέτοια πολυπολιτισμικότητα» τραβούσαν άλλες το μαχαίρι, «Να μου λείπει μια πλατεία γεμάτη πλατιά χαμόγελα που φωτογραφίζονται και φωτογραφίζουν την παντελή γυναικεία απουσία απ’ τη Γιορτή, απ’ τη Χαρά κι απ’ τη Ζωή…» –ενώ άλλες προφήτευαν τα δεινά που έρχονται στον τόπο μας, όπου όχι μόνο Ελληνίδες μα ούτε Έλληνες δεν θα υπάρχουν πια…

Ότι οι πρόσφυγες είναι στο μεγαλύτερο, στο μέγιστο ποσοστό τους άντρες θέλει απλούστατα μάτια ανοιχτά να το δει και απειροελάχιστο νου να το σκεφτεί κανείς, εν προκειμένω οι Μενουμευρώπηδες: αίφνης, στο πρόσφατο ναυάγιο στους Παξούς, από τα 50-53 άτομα, έχασαν τη ζωή τους 10 άντρες και 2 γυναίκες και διασώθηκαν 20 άντρες και 1 γυναίκα –προφανώς ίδια θα είναι η αναλογία και στους αγνοούμενους!

Φαίνεται όμως και πως οι Μενουμευρώπηδες, μεγαλωμένοι σε Παρίσια και σε Βιέννες, δεν πέρασαν ούτε τουρίστες από ελληνική επαρχία και χωριό, ώς λίγα μόλις χρόνια πριν, απέξω έστω από καφενείο, να δουν τη γυναικεία παρουσία να συμμετέχει, λέει, με τον άντρα, στη Χαρά και στη Ζωή!

* Μα πού είναι πια αυτό το Ιράν; Ζήτησαν από 2.000 Αμερικανούς να εντοπίσουν σ’ έναν κενό χάρτη το Ιράν (Infowar 13.1.2020), τη χώρα δηλαδή που θα ’ναι πρώτη στις ειδήσεις τους, με τον επαπειλούμενο πόλεμο ανάμεσά τους. Και δεν έμεινε γωνιά του πλανήτη όπου να μην εντόπισαν κι από ένα Ιράν: Ρωσία, Ρουμανία, Αυστραλία, Αλγερία, φυσικά και Ελλάδα κ.ο.κ. Μόνο ένα 20 τόσο στους εκατό το πέτυχε.

Σαν τους δικούς μας στον «Αδύναμο κρίκο», στο «Ρουκ Ζουκ» και σε άλλα τηλεπαιχνίδια, που με την άγνοιά τους τροφοδοτούν με άφθονο γέλιο την καθημερινότητα ημών των πολυμαθεστάτων (δεν εξαιρώ την αφεντιά μου). Τάλε κουάλε λοιπόν κι οι Αμερικάνοι (αλλά κι οι Βρετανοί κι οι Γάλλοι κτλ., σε ανάλογες έρευνες).

Άρα, φως φανάρι, τα λένε εξάλλου μέρα παρά μέρα, Μπαμπινιώτης, Τάκης, Γιανναράς, ιδού οι συνέπειες απ’ την κατάργηση αρχαίων και πολυτονικού –τα Αμερικανάκια, απροπό, να δείτε δυσλεξία!

* Οι ευαισθητότατοι! Σκηνές από τη σχέση του με την υπέροχη Τζένη Καρέζη μοιράστηκε τούτες τις μέρες μαζί μας ο Σταμάτης Κραουνάκης. Που όταν όμως έμαθε πως είναι άρρωστη, «φρίκαρε πολύ», ούτε ένα τηλεφώνημα δεν της έκανε, τι να της έλεγε…

Λίγες μέρες πιο πριν, ο Γιάννης Ζουγανέλης, σε συνέντευξή του σε μεσημεριανάδικο, όταν ήρθε η κουβέντα στον θάνατο του Μικρούτσικου: «Ήμασταν φίλοι με τον Μικρούτσικο» είπε, «κάναμε παρέα». (Περίμενα, ομολογώ, να πει ειδικότερα πως ο Μικρούτσικος τού άνοιξε τον δρόμο στο τραγούδι, μα δεν βαριέσαι.)

Φίλοι λοιπόν, που έκαναν παρέα, όταν όμως κάποιος του είπε τα τελευταία χρόνια τα της υγείας του φίλου του, δεν μπόρεσε να κάνει ούτε ένα τηλεφώνημα ή να πάει να τον δει: του είναι αδύνατον, είπε, να αντικρίσει κάποιον που πρόκειται να πεθάνει.

Ευαίσθητες ψυχές, άνθη-νότα ομορφιάς στον βάρβαρο τούτο κόσμο, με όλους τους αναίσθητους εμάς.

* Χρωστώ όμως και τον καλό λόγο, με την ευκαιρία. Ημέρες των Χριστουγέννων έπεσα τυχαία στην ΕΡΤ 2, προς το τέλος δυστυχώς μιας συναυλίας του Κραουνάκη (το ’χω ξαναγράψει πως σαν συνθέτη τον βρίσκω εξαιρετικό), με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης στο εκεί Μέγαρο.

Ερμηνευτής, σπουδαίος όπως πάντα ο Κραουνάκης, ασυνήθιστα χαμηλότονος πάντως, σε εντυπωσιακές ενορχηστρώσεις, όπως είδα έπειτα στο διαδίκτυο, του (άγνωστού μου) Αθανάσιου Κολαλά, ο οποίος αξιοποίησε τις δυνατότητες μιας συμφωνικής ορχήστρας χωρίς όμως το μπούγιο της.

Η συναυλία τέλειωσε με την υπέροχη «Σωτηρία της ψυχής», την οποία μοιράστηκε ο συνθέτης με το κοινό, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά την τελευταία στροφή, ώσπου έδωσε σήμα προς το μέρος της ορχήστρας το αρχικά ακατάληπτο: «Συνέχεια, ώσπου να τους πω όλους». Έπειτα κάθισε σε μια καρέκλα, έβγαλε ένα χαρτί, και όπως παρουσιάζουν κατά κανόνα τα μέλη του συγκροτήματος, ενός μικρού πάντως σχήματος, άρχισε να καλεί ονομαστικά όλους τους μουσικούς της ορχήστρας, κατά ομάδα οργάνων: Πρώτα βιολιά, Τάδε και Τάδε και Τάδε, Δεύτερα βιολιά…, Βιόλες… κ.ο.κ., επιμένοντας να σηκώνονται όρθιοι να τους χειροκροτήσει το κοινό.

Εξαιρετική έμπνευση. Σπάνια σκηνή. Χειροκροτούμε.

buzz it!

13/1/20

Για τον Θάνο, τότε (β΄)

(Εφημερίδα των συντακτών 11 Ιαν. 2020 –εδώ με μικροπροσθήκες)


Θάνος Μικρούτσικος, Μαρία Δημητριάδη και Αντρέας Μικρούτσικος νεόνυμφοι, Κοραλία Σωτηριάδου

* Χάρη στη λογοκρισία της χούντας, έλεγε ο Θάνος Μικρούτσικος (συνέντευξη στην Τασούλα Επτακοίλη, τώρα στην Καθημερινή 5.1.20), δεν κυκλοφόρησαν τραγούδια του σε ποίηση Σινόπουλου, Ρίτσου και Βάρναλη, που ήταν ώς έναν μεγάλο βαθμό «μίμηση του Μίκη Θεοδωράκη»· έτσι, απέφυγε να εμφανιστεί σαν «επίγονός του» και είχε «την ευκαιρία να αποκτήσει τον προσωπικό του ήχο».

Όντως, ο Θάνος, την ίδια εποχή που ήταν βυθισμένος όσο κανένας άλλος στο έργο του Μίκη, παρουσιάζοντας γνωστά αλλά και παντελώς άγνωστα τραγούδια του στις μπουάτ, όπως έγραφα την περασμένη φορά, την ίδια εκείνη εποχή διαμόρφωνε τον προσωπικό του ήχο. Που ήταν τόσο δυνατός, ώστε να περάσει μέσα από την απέραντη θάλασσα του Μίκη και να αναδυθεί κρυστάλλινα καθαρός –με εξαίρεση προφανώς τα ελάχιστα αδισκογράφητα τραγούδια του, όπως μας λέει ο ίδιος.

* Ήδη το ’72-’73 ο Θάνος παρουσιάζει καινούρια τραγούδια του σε ποίηση Ρίτσου, τον «Στρατώνα» ή το ιδιαίτερα απαιτητικό «Δελτίο ειδήσεων» κ.ά., τραγούδια που αναμετριούνται εντέλει επί ίσοις όροις με τα τόσο φορτισμένα του Μίκη.

Κι έτσι αποκτήσαμε, όπως ξανάγραφα, τα «δικά μας» τραγούδια, όπως τα βλέπαμε να γεννιούνται πλάι μας, σαν «μέσα στον δικό μας κόσμο», όπως λέει η «Πιο όμορφη θάλασσα» από τα τόσο αστραφτερά Πολιτικά Τραγούδια.

Και μαζί τους περάσαμε μέσα από τα χρόνια της χούντας, και βαδίσαμε έπειτα στις αναρίθμητες πορείες, διαδηλώσεις, συναυλίες. Με τέτοιον δηλαδή πλούτο πλάι μας μεγαλώσαμε, με τέτοια πλούτη μας εφοδίασε ο Θάνος, πώς να του πούμε πόσα ευχαριστώ.

* Δεν θυμάμαι πότε τον γνώρισα τον Θάνο, μας είχε συστήσει η επίσης δεν θυμάμαι από πού και πότε φίλη (όπως δεν θυμάται, φευ, ούτε αυτή!) Κοραλία Σωτηριάδου, σύζυγός του τότε. Θα ’ταν το ’72 ή σίγουρα το ’73, αφού είναι η πρώτη μου θητεία στην μπουάτ όπου εμφανιζόταν, μάλλον στο υπόγειο «Χνάρι», πίσω απ’ την πλατεία Κυδαθηναίων, και οπωσδήποτε πριν από το Πολυτεχνείο, όταν έπαιζε εκείνος πιάνο στο αμφιθέατρο και τραγουδούσαμε όλοι εμείς, ξαπλωμένοι στους πάγκους και στα σκαλοπάτια, με πρώτη φυσικά την αξέχαστη Μαρία, τη Μαρία Δημητριάδη.

Κι ήταν πολλά έτσι όσα μας έδεναν, δημόσια ή πιο προσωπικά, σε εποχή λόγου χάρη που τρέχαμε, όχι λίγοι, στην Κρατική Ορχήστρα κι αποδοκιμάζαμε, να το πω κομψά, τον Πίκουλα, έναν χουντικό και άθλιο αρχιμουσικό εξ Αμερικής, που ώς κι οι μουσικοί τον σαμποτάριζαν με τρόπο. Εκεί, ομολογώ, δεν τον θυμάμαι με σιγουριά τον Θάνο, σαν τώρα όμως τον βλέπω στο Βρετανικό Συμβούλιο, σε μια συναυλία σύγχρονης μουσικής κάποιου νέου Έλληνα συνθέτη, όπου ήδη στο τέλος του πρώτου μέρους ακούστηκαν κάποιες αποδοκιμασίες, με ηχηρότερη ίσως τη δική μου, βλέπω λοιπόν στο διάλειμμα τον Θάνο, καθώς κατέβαινα απ’ τον εξώστη: «Κωλόπαιδο, εσύ ήσουν!» μου λέει, «έρχομαι κι εγώ επάνω», και το πανηγυρίσαμε κατάλληλα στο δεύτερο μέρος.

* Έτσι όμως δεν θα τελείωνα ποτέ, με τόσα που ακολούθησαν, με την ακριβή μου Καντάτα για τη Μακρόνησο, ιδίως αν μπορούσα να αγνοήσω όλα τα προζαϊκά της στοιχεία, και να ξεχάσω και το καπέλο του ΚΚΕ στην πρώτη παρουσίασή της στο Σπόρτιγκ, με την «επίσημη», ας πούμε, προσχώρηση του Θάνου στο κόμμα, έπειτα τα Τροπάρια για φονιάδες, όλα με τόσες ιστορίες, στις συναυλίες, στις πρόβες, στις ηχογραφήσεις... Έπειτα, ιδίως με το τέλος των μπουάτ, αραιώσαμε.

Και ήρθε ο Σταυρός του Νότου, με την απρόσμενη επιτυχία, ίσως γιατί, πέρα από την αξία του καθαυτή, ο κόσμος είχε αρχίσει να κουράζεται από τη μεταπολιτευτική παγκυριαρχία του πολιτικού τραγουδιού. Πολύ περισσότερο οι νεότεροι, και οι ολοένα νεότεροι, που είχαν βρει κι αυτοί τον δικό τους συνθέτη. Όμως ο δίσκος αυτός θαρρείς και επισκίασε και το παλαιότερο και το μετέπειτα, πλούσιο έργο του Θάνου.

«Πότε θα βγάλεις πια τον Ρίτσο σου» επέμενα όποτε τον έβλεπα, γιατί ο «Στρατώνας» π.χ. είχε χαθεί σ’ έναν δίσκο ετερόκλητο αν και με πολλά θαυμάσια τραγούδια, τα Τραγούδια της λευτεριάς, ενώ το «Δελτίο Ειδήσεων» του ’73 έφτασε τελικά να κυκλοφορήσει έπειτα από 30 ολόκληρα χρόνια, το 2004, μαζί με ορισμένα παλιά και κάποια νεότερα του Ρίτσου, στον Σχοινοβάτη,[1] σε εξαιρετική ερμηνεία της Γεωργίας Συλλαίου –για να ξαναχαθεί, μαζί με ολόκληρο το σιντί! Είναι εντυπωσιακό, αλλά στα πάμπολλα που γράφτηκαν για τον Θάνο Μικρούτσικο αυτές τις μέρες, δεν έτυχε να δω ούτε αναφορά έστω στο σιντί αυτό.

* Ακούστε το οπωσδήποτε αυτό το σχεδόν άγνωστο σιντί, ελάχιστο μνημόσυνο στον Θάνο. Μέσα σε λίγα τραγούδια είναι όλη του η διαδρομή, καθώς περιέχει ακριβώς τραγούδια από το ’73 ώς το 2003, από τα διόλου πρωτόλεια, ίσα ίσα απολύτως ώριμα και τολμηρά στη γραφή τους, με τον από νωρίς διαμορφωμένο προσωπικό του ήχο, ώς τα νεότατα.

Από αυτά, θέλω να ξεχωρίσω το «Καθόλου λίγο», ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια του Θάνου, από τα σπουδαιότερα των τελευταίων δεκαετιών.

Καθόλου λίγο, Θάνο; Αστειεύεσαι: πολύ! τεράστιο!


[1] Ένα από τα παλιά τραγούδια, η «Αμφίβολη προφύλαξη», έκλεινε ένα έργο σύγχρονης μουσικής του Θάνου, το Κιγκλίδωμα Ι, σε ποίηση Ρίτσου, για υψίφωνο, αφηγητή, πιάνο και μαγνητοταινία, ατονικό σε όλη του την έκταση· και στο τέλος, έπειτα από διάφορους λαρυγγισμούς, η υψίφωνος (η Καίτη Κοπανίτσα, αν θυμάμαι καλά) τραγουδούσε ένα απολύτως κλασικό στη γραφή του, λυρικότατο κομμάτι, που αιφνιδίασε, ακόμα και σκανδάλισε τότε πολλούς. Και εδώ υπήρξε πρωτοπόρος ο Θάνος Μικρούτσικος, καθώς ήταν από τους πρώτους που εξέφρασε τόσο παραστατικά, προκλητικά σχεδόν, το αδιέξοδο της πειραματικής μουσικής.

buzz it!

5/1/20

Για τον Θάνο, τότε

(Εφημερίδα των συντακτών 4 Δεκ. 2020)



Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν
εάν είναι αλήθεια…

Εντελώς συμπτωματικά μου ήρθαν στον νου αυτοί οι στίχοι από το Μονόγραμμα του Ελύτη, όταν σκεφτόμουν πώς να ξεκινήσω έναν αποχαιρετισμό στον Θάνο Μικρούτσικο, και δεν μπόρεσα έπειτα να ξεκολλήσω, εκβιάζοντας μάλιστα, κατά κάποιον τρόπο, την ερμηνεία που ήθελα για την περίσταση. Ας με συγχωρέσει έτσι πρώτα ο ποιητής κι έπειτα ο Θάνος, που θα θυμόταν τα πειράγματά μας, ποιος είναι ο μεγαλύτερος ποιητής, ο Ρίτσος του ή ο δικός μου Ελύτης.

Πενθώ λοιπόν τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς, και σ’ αυτό το καθαρά ερωτικό «εμάς» του ποιητή βάζω εγώ, αυθαίρετα εννοείται, όλους όσους μεγαλώσαμε μαζί, όσους περάσαμε τα μετεφηβικά και πρώτα νεανικά μας χρόνια μέσα στη δικτατορία.

* Πενθώ τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς, έτσι όπως φυλλορροούμε ολοένα, νά, πριν από λίγους μόλις μήνες χάσαμε τον ακριβό μας Χριστόφορο Λιοντάκη, που δεν ανήκει ακριβώς στην παρέα της εποχής εκείνης, όμως αργότερα ο Θάνος μελοποίησε εξαιρετικά μερικά ποιήματά του κι έγιναν έτσι κι αυτοί φίλοι.

Κι ο Θάνος είναι από τα καίρια σημεία αναφοράς της εποχής εκείνης, με τον διπλό ρόλο του συνοδοιπόρου αλλά και, ας το πω έτσι, του οδηγού, με την έννοια της πρωτοπόρας τέχνης του –και πάλι με την έννοια της τέχνης που είναι εξ ορισμού πρωτοπόρα, άσχετα αν πρωτοποριακή η ίδια ή όχι. Όμως κι αυτό ακόμα το ανοιχτό θέμα ήταν λυμένο στην περίπτωση του Θάνου, καθώς ήταν σπουδαίος μουσικός, φαινόταν ήδη τότε, πρωτοπόρος λοιπόν, ο οποίος μάλιστα υπηρέτησε και την πρωτοποριακή μουσική, όχι μόνο με την πειραματική σύγχρονη τέχνη αλλά ακόμα και με τα τραγούδια του, ιδίως της πρώτης εποχής.

* Συνοδοιπόρος, είπα, ο Θάνος, καταρχήν όπως ανήκαμε όλοι, με όσες διαφοροποιήσεις, στην αριστερά, και έπειτα σαν μουσικός πιστός στον κοινό πατέρα που μας μεγάλωνε την εποχή εκείνη με το έργο του, τον Μίκη Θεοδωράκη.

Με τον Θάνο και τις εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις του, με την αξέχαστη Μαρία Δημητριάδη αλλά και την Αφροδίτη Μάνου μόνιμες στο σχήμα, ακούσαμε Θεοδωράκη στις μπουάτ της Πλάκας όσο δεν άκουγαν ελεύθερα οι έξω, στο εξωτερικό, τραγούδια τότε άγνωστα, το «Μιλώ» του Αναγνωστάκη («στον Τρότσκι αναφέρεται, το διάβασα σε κάποια παλιά συνέντευξη του Αναγνωστάκη» τερατολόγησα μια μέρα, στο πνεύμα της παρέας, και χλόμιασαν ξαφνικά όλοι τους και ξεψάχνιζαν μία μία τις λέξεις), τη συγκλονιστική «Αδερφή μας Αθηνά», παντελώς άγνωστη τότε αλλά δυστυχώς ακόμη τώρα.

Κι έπειτα πια από το Πολυτεχνείο, α τότε, μυσταγωγία θεία, σχεδόν ολόκληρο το πρόγραμμα Θεοδωράκης, με τα «Λιανοτράγουδα» που λες και τα πρωτακούγαμε, καθώς με το Πολυτεχνείο ακριβώς είχαν βρει το νόημά τους: «Το παλικάρι που ’πεσε μ’ ορθή την κεφαλή του», σπαραχτικό ζεϊμπέκικο από την Αφροδίτη Μάνου (αλήθεια, πολυαγαπημένη, δεν βρήκες τώρα ούτε μία, έστω μία λέξη, ένα «γεια» για τον Θάνο;), κι έπειτα το «Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά» και «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις», σε ενορχήστρωση του Θάνου και ερμηνεία της Μαρίας που δεν τα χωράει στο ελάχιστο κανένας χαρακτηρισμός. Και άλλα και άλλα.

* Κάθε βράδυ στην μπουάτ, ήταν η ζωή μας, στην τελευταία σειρά με τον Σεραφείμ, μ’ ένα μπουκάλι μπράντι στο σακίδιο, άδειο στο τέλος, όπως και τα μάτια μας από το κλάμα. Όσο να ’ρθει, κι ας μην το θέλαμε, το τέλος, ν’ αρχίσουμε τα καλαμπούρια μας, πρώτος σ’ αυτά ο Θάνος, τα πειράγματα, άλλοτε τις φάρσες, να πάρουμε τα πάνω μας. Ως την επόμενη βραδιά.

Κι από τον Θεοδωράκη, χωρίς να χρειαστεί καμία πατροκτονία, προχώρησε ο Θάνος στη δική του μουσική. Λίγο λίγο έπαιζε και δικά του τραγούδια, πού να φανταστούμε ακόμα πού θα φτάσει, πλήθυναν τα τραγούδια, άλλη μαγεία πια, οι πρόβες κι οι ηχογραφήσεις των Πολιτικών τραγουδιών, των νέων ύμνων, που από μιαν άποψη τα νιώθαμε ακόμα πιο δικά μας: είχανε βγει σιγά σιγά από κάποιον από μας, όσο και να ξεχώριζε, σαν να ήταν όμως από μας, τόσο οικείος, δικός μας.

* «Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη», τραγουδούσε Μπίρμαν η Μαρία στην κεφαλή της πρώτης πορείας για το Πολυτεχνείο, καθώς ανεβαίναμε εκατοντάδες χιλιάδες την Αλεξάνδρας για την Καισαριανή, στην «παράνομη» πορεία, αφού την είχαν κυνηγήσει αμείλικτα όλα τα κόμματα, κατά τες προσταγές του Εθνάρχη, που είχε ορίσει ακριβώς στην επέτειο του Πολυτεχνείου εκλογές, να ζήσει τον ρωμαϊκό του θρίαμβο. (Να θυμίσω, μωρέ Θάνο, σε κάποια πρόβα ή πριν απ’ το πρόγραμμα, στο υπόγειο «Χνάρι», αν θυμάμαι καλά, που έστειλε μήνυμα ο Μίκης πως, «έτσι και κατεβείτε στην πορεία, θα στείλω τους οικοδόμους του ΚΚΕ να σας λιανίσουν»; Κάπως έτσι, μπορεί και χειρότερα.)

Φτάσαμε όμως στα πικρά, και στα πικρά δυστυχώς θα σταματήσουμε τώρα. Την άλλη φορά.

buzz it!

1/1/20

Κουστωδία· ο κουστωδός; Κομπανία· ο κομπανός;

(Εφημερίδα των συντακτών 28 Δεκ. 2019 --εδώ με εκτενή Προσθήκη, στο τέλος)


Αντρέα Μαντένια, "Ο Χριστός στο Όρος των Ελαιών"

Έκλεινα την περασμένη επιφυλλίδα μ’ ένα δώρο άδωρο για ερωτευμένους, έναν στίχο του Νερούδα όπου μιλάει ο άντρας στη γυναίκα για τα «σαν τρούφες τρυφερά της χέρια». Λέω άδωρο, αν φανταστούμε την αντίδραση μιας γυναίκας που θα της πει ο καλός της πως η επιδερμίδα της είναι σαν γεμάτη σπυριά και αναδίδει βαριά μυρωδιά (όσο εκλεκτό έδεσμα κι αν αποτελεί η σπάνια και γι’ αυτό πανάκριβη τρούφα).

Έτσι όμως εννοούσε την τρυφερότητα, την απαλότητα, την αβρότητα των χεριών, όχι ο ποιητής, που μιλάει για χέρια suaves como las uvas (απαλά σαν ρώγες σταφυλιού), αλλά ο μεταφραστής. Που, με τα χίλια δίκια του, θα δυσκολεύτηκε να βρει παρήχηση για το απαλά ή το αβρά, και διανοήθηκε έτσι να κάνει τα τρυφερά χέρια να μοιάζουν με τρούφες!

Δεν σημείωνα όνομα μεταφραστή (όπως και μιαν άλλη φορά με αποσπάσματα από πρωτότυπο μυθιστόρημα), για να διαβάσει και να κρίνει ανεπηρέαστος ο αναγνώστης το κατ’ εμέ αδιανόητο. Το όνομα τώρα: Γιώργος Κεντρωτής.

* Σατανική αλήθεια σύμπτωση, στο ίδιο φύλλο φιλοξενήθηκε υμνητική κριτική για τη μετάφραση της μπωντλαιρικής συλλογής Άνθη του κακού από τον ίδιο (Κυριακή Μπεϊόγλου, «Ο ποιητής, ο μεταφραστής και τα άνθη τους», 21/12). Είχα ξανασχοληθεί με την ίδια μετάφραση (24/11 και 1/12/18), και δεν θα σταθώ τώρα παρά μόνο σε δύο σημεία από τις δύο στροφές της «Άρνησης του αγίου Πέτρου» με τις οποίες ανοίγει το κείμενό της η κριτικός:

«Αχ, Ιησού, των Ελαιών θυμήσου το Όρος, ναι, θυμήσου»: χωρίς το γαλλικό, στέκεται κανείς στην καμπανιστή επανάληψη «ναι, θυμήσου!», επανάληψη γοητευτική καθαυτήν, που κουρδίζει όμως το μετάφρασμα σε σαφώς διαφορετικό τόνο από του πρωτοτύπου. Όπου, απλούστατα, δεν υπάρχει αυτή η επανάληψη: Ah! Jésus, souviens-toi du Jardin des Olives!

Προς τι η ποιητικίζουσα προσθήκη, η παντελώς ξένη στην άκρα λιτότητα του γαλλικού; Για να εξοικονομηθεί, παναπεί να εκβιαστεί, η ομοιοκαταληξία του τέλους της στροφής: «στη σάρκα σου τη ζωντανή σου»: Στη σάρκα σου τη ζωντανή σου; Σωστή ύβρις πια! τα πιο παλιομοδίτικα ποιητικά σουσούμια, με αποτέλεσμα έναν «γραφικό βουκόλο» Μπωντλαίρ, όπως ξανάγραφα.

* Και από τη δεύτερη στροφή: «αφού είδες να σου φτύνει τη θεότητά σου ο κάθε πότης, / ο υπόκοσμος των κουστωδών και η βρόμια πλέμπα των μαγείρων…» Στα γαλλικά, τα τρία: (1) ο πότης, (2) ο υπόκοσμος των κουστωδών και (3) η βρόμια πλέμπα… είναι μόνο ένα: la crapule du corps de garde et des cuisines, με έναν και μόνο χαρακτηρισμό, la crapule: το σκυλολόι, ο συρφετός, έστω κι ο υπόκοσμος. Ενώ, επιπλέον, corps de garde είναι η φρουρά. (Η αυθαίρετη προσθήκη πάντως του «κάθε πότη» έγινε κι αυτή για να προοικονομηθεί ομοιοκαταληξία: πότης-ανθρωπότης!)

Ώστε: το σκυλολόι της φρουράς, ή ο υπόκοσμος των φρουρών και των μαγείρων. Τίποτα παραπάνω.

Έμειναν οι «κουστωδοί». Γιατί ο υπόκοσμος των φρουρών, έστω της κουστωδίας, θεωρήθηκε λίγος. Φτιάχτηκε λοιπόν από την κουστωδία ο «κουστωδός». Όπως από τη λιτανεία ο «λιτανός»; Ή από την κομπανία ο «κομπανός»;

* Το χειρότερο είναι πως όλα αυτά, αυθαίρετα παραγεμίδια και προπάντων λέξεις φτιαχτές ή άλλοτε ανεύρετες στα λεξικά, στη θέση της προφανέστατης του πρωτοτύπου, που είναι οικεία όχι απλώς στον μέσο αναγνώστη αλλά, θα λέγαμε, σε κάθε φυσικό ομιλητή της γλώσσας του πρωτοτύπου, όλα αυτά λοιπόν δεν αποτελούν «αστοχίες» του μεταφραστή, αλλά καταστατικές αρχές της μετάφρασής του. Τις οποίες τηρεί, όπως είναι πια φυσικό, σε κάθε μετάφρασή του.

Που σημαίνει, εξ ορισμού, ισοπεδωτικά για τα διαφορετικά είδη κειμένων: «τσούρμο» λ.χ. έκανε το πλήρωμα του πλοίου, τους ναύτες, στον Μπωντλαίρ, επειδή το «τσούρμο» είναι (και) ναυτική λέξη και λες κι ο Μπωντλαίρ είναι Καββαδίας, «τσούρμο» όμως και στον Μπροχ, στη σπαραχτική μάλιστα εικόνα ενός ανθρώπου που η μοίρα του τον εξόρισε «στην πιο άγρια μοναξιά του ανθρώπινου τσούρμου».

Και αυτό ακριβώς είναι το επικίνδυνο, ή που καθιστά εντέλει και ενσυνόλω εσφαλμένη μια μετάφραση, όσο γοητευτικό, συναρπαστικό ή ό,τι άλλο θέλετε μπορεί να εμφανίζεται το μεταφρασμένο κείμενο.

Η γλώσσα δηλαδή του μεταφραστή, γλώσσα κάποτε αυστηρά προσωπική –δικαίωμά του. Όμως «δημιουργική μεταγραφή», όπως τη λένε; Όχι, αν αυτό σημαίνει αλλοίωση του προσώπου του ποιητή, ή αλλιώς: όταν ο μεταφραστής επιβάλλει, βίαια, τη δική του άποψη περί ποιητικής στον ποιητή. Ασεβές, ασεβέστατο, θα έλεγα.

* Παρ’ όλα αυτά, ας αποχαιρετήσουμε αισιόδοξα τη χρονιά που φεύγει. Πάντα μπορεί να είναι καλύτερη μια νέα χρονιά. Μας το εύχομαι ολόψυχα.




ΠΡΟΣΘΗΚΗ
Κι όσα δεν θα μπορούσαν, ούτε θα είχε νόημα, να χωρέσουν σε μια επιφυλλίδα, πάντα από τις δύο στροφές που προτάσσονται στην κριτική της κ. Μπεϊόγλου. Και πάντα με στόχο να φανεί πώς ένα σπουδαίο ποίημα, που χτίζει τη δύναμή του με τα απλούστερα δυνατά υλικά, λεξιλογικά, συντακτικά κτλ., μεταμορφώνεται σε ένα άλλο «ποίημα», αν το θέλετε, βαρυφορτωμένο με παράταιρα στοιχεία και παρωχημένα ποιητικά σχήματα, ώστε να εκβιαστεί π.χ. η ρίμα, που τόσο αβίαστα προκύπτει στο πρωτότυπο.

Διαβάστε πρώτα το «ποίημα» και έπειτα το ποίημα, ακόμα και με ολίγα ή και καθόλου γαλλικά:



1              Αχ, Ιησού, των Ελαιών θυμήσου το Όρος, ναι, θυμήσου!
2              Γονατισμένος με όλη την αφέλειά σου προσερχόσουν
3              σ’ Αυτόν που εγέλαγε με τα καρφιά που επρόκειτο να χώσουν
4              Πανάθλιοι δήμιοι χαμερπείς στη σάρκα σου τη ζωντανή σου:

5              Και αφού είδες να σου φτύνει τη θεότητά σου ο κάθε πότης,
6              Ο υπόκοσμος των κουστωδών και η βρομιά πλέμπα των μαγείρων
7              Και αφού ένιωσες να σου τρυπάν τ’ αγκάθια, συνοδεία λήρων,
8              Την κεφαλή, όπου μέσα εζούσε όλη η τεράστια η Ανθρωπότης·


1              Ah ! Jésus, souviens-toi du Jardin des Olives !
2              Dans ta simplicité tu priais à genoux
3              Celui qui dans son ciel riait au bruit des clous
4              Que d’ignobles bourreaux plantaient dans tes chairs vives,

5              Lorsque tu vis cracher sur ta divinité
6              La crapule du corps de garde et des cuisines,
7              Et lorsque tu sentis s’enfoncer les épines
8              Dans ton crâne où vivait l’immense Humanité

1. εκτός από την προσθήκη «ναι, θυμήσου» που είδαμε και που υπερβαίνει σε ποιητικότητα το πρωτότυπο, έχουμε την καθαρά ποιητικίζουσα πια αντιστροφή: «των Ελαιών το Όρος»: «των Ελαιών θυμήσου το Όρος», στη θέση του «απολύτως πεζού»: «θυμήσου το Όρος των Ελαιών», του πρωτοτύπου.
Γιά να δοκιμάσουμε: θυμήσου το Τείχος των Δακρύων: των Δακρύων θυμήσου το Τείχος· θυμήσου το Κάστρο της Ωριάς: της Ωριάς θυμήσου το Κάστρο· θυμήσου τη Γη του Πυρός: του Πυρός θυμήσου τη Γη κ.ο.κ. Περιττό όποιο άλλο σχόλιο.

2. αφέλεια· στο πρωτότυπο, simplicité= απλότητα, απλοϊκότητα. Η «αφέλεια», παρόλο που απέχει από το γαλλικό, δεν είναι ακριβώς εσφαλμένη επιλογή· όμως, χρωματίζει, για να μην πω στιγματίζει, πολύ αμεσότερα και εντονότερα τη στάση του Ιησού απ’ όσο μοιάζει να θέλει ο ποιητής. Αν παρ’ όλα αυτά ήθελε κανείς να κάνει έτσι αμεσότερο τον υπαινιγμό, προτιμότερη θα ήταν, νομίζω, η «αγαθότητα».
[το «προσερχόσουν», αντί «προσευχόσουν», υποθέτω πως είναι τυπογραφικό λάθος] 

3. στα γαλλικά η φράση «Celui qui dans son ciel»= Αυτός που πάνω στον ουρανό του, στους ουρανούς του, πάνω απ’ τον ουρανό του κτλ. δίνει άμεσα, απερίφραστα, την τρομερή εικόνα του Θεού που γελάει με τα καρφιά που χώνουν στις ζωντανές σάρκες του γιου του· στα ελληνικά μένει μόνο το κεφαλαίο Α (Αυτόν) να σηκώσει το βάρος αυτής της ιδιαίτερα τολμηρής μπωντλαιρικής ιδέας. Σημαντική δηλαδή η παράλειψη του «dans son ciel».

4. «πανάθλιοι» οι δήμιοι, αλλά το «χαμερπείς» δεν υπάρχει –κι είναι το τελευταίο εξάλλου με το οποίο θα χαρακτήριζε ποτέ κανείς έναν δήμιο!
Εδώ είναι κι η «σάρκα η ζωντανή σου» που είδαμε, άλλη ποιητικίζουσα αντιστροφή: «στις ζωντανές σου σάρκες», κατά λέξη, στο πρωτότυπο, «στη ζωντανή σου σάρκα», που κι εδώ γίνεται «στη σάρκα σου τη ζωντανή»: έστω· επαναλαμβάνεται όμως και το κτητικό, και η σύνταξη δύσκολα επιδέχεται πια χαρακτηρισμό.
Αν δοκιμάσουμε κι εδώ, το αποτέλεσμα θα είναι απλώς ιλαρό: το υπέροχο γραπτό σου: το γραπτό σου το υπέροχό σου· στον όμορφο λαιμό σου: στον λαιμό σου τον όμορφό σου!!! κ.ο.κ.

5. ψιλά γράμματα η διαφορά του «φτύνω τη θεότητά σου» και «σου φτύνω τη θεότητά σου», όμως ο «κάθε πότης», όπως ξανάπαμε, είναι προσθήκη αυθαίρετη, ή μάλλον κουτοπόνηρη, για να βρει να ομοιοκαταλακτήσει η «Ανθρωπότης» του στ. 8·

6. βλ. κυρίως κείμενο, γι’ αυτή την αλυσίδα πρόσθετων χαρακτηρισμών (η «βρομιά», αντί για την υπέροχη αλλά λαϊκή λέξη «βρόμια», υποθέτω πως είναι επίσης τυπογραφικό λάθος της εφημερίδας)·

7. ότι τα αγκάθια τρυπάνε την κεφαλή του Ιησού «συνοδεία λήρων» αποτελεί επίσης εικόνα του Κεντρωτή, αφού το «συνοδεία λήρων», με τους λήρους, πλουμιστή λέξη και άσχετη έτσι κι αλλιώς με την περίσταση, δεν υπάρχει στο πρωτότυπο· επινοήθηκε για ρίμα στο «μαγείρων»·

8. «η τεράστια Ανθρωπότης» κεντρωτίζεται με τον απλούστερο κι όμως αποτελεσματικότερο τρόπο: «όλη η τεράστια η Ανθρωπότης», εδώ κι αν είναι ψύλλοι στ’ άχυρα.

Παρότι ανήκουν στα στοιχειώδη μαθήματα προκαταρκτικού μαθήματος σε σχολή μετάφρασης.

buzz it!