21/10/18

Νυμφευοπαντρευόμαστε; - Η εθνική ανορθογραφία

(Εφημερίδα των συντακτών 20 Οκτ. 2018)


Νυμφευοπαντρευόμαστε;

λέμε νιόπαντροι αλλά νεόνυμφοι: το σωστό: νιοπαντρόνυμφοι ή νιονυμφόπαντροι


«Κάποια στιγμή νυμφεύεστε την τάδε...», άκουσα ξαφνικά, και ευχήθηκα να ήταν η βαρηκοΐα μου, να παράκουσα, όμως, αλίμονο, ήμουν σίγουρος, η λίγη μου ακοή δεν με γελούσε, ποιος θα το ’λεγε άλλωστε το νυμφεύομαι αν όχι η Βίκυ Φλέσσα –αυτή κι ο Νότης Σφακιανάκης, θυμήθηκα αμέσως μετά!

Ναι: «Κάποια στιγμή νυμφεύεστε τη Ράια Μουζενίδου» είπε η Βίκυ Φλέσσα, με το μονίμως λάγνο βλέμμα, στον Λευτέρη Παπαδόπουλο (ΕΡΤ 1, 19/20.9.18, πιθανότατα σε επανάληψη), που ήταν εξάλλου και ο μόνος λόγος που δεν είχα αλλάξει κανάλι ώς τότε.

Δεν είναι λίγες οι καθαρευουσιανιές της Βίκυς Φλέσσα, μέσα στην όλη της εκζήτηση, αλλά και νυμφεύομαι; Εδώ πια βρισκόμαστε μπροστά στον ανθηρό γλωσσικό μεγαλοϊδεατισμό, σε μία από τις πολλές εκφάνσεις του, όπου ξανάρχονται στο προσκήνιο περίπου βίαια, εν πάση περιπτώσει με άκρο φανατισμό και απολυτότητα, λεπτές διακρίσεις που έτεινε να τις υπερβεί η γλωσσική πραγματικότητα, όπως πλειονότητα-πλειοψηφία και (λιγότερο) μειονότητα-μειοψηφία. Ακόμα περισσότερο η διάκριση καταρχήν-καταρχάς, που σχεδόν ανασυστάθηκε τις τελευταίες δεκαετίες: τώρα το «λάθος» επισημαίνεται και στιγματίζεται με ιδιαίτερο ζήλο και σφοδρότητα, κατά τον απαράβατο κανόνα του καινούριου κοσκινακίου –αστεράκι μάλιστα των πρωινάδικων δήλωνε σε συνέντευξή του ότι χώρισε την κοπέλα του, επειδή έλεγε καταρχήν αντί για καταρχάς!

Αν τώρα η πλειονότητα και το καταρχάς έτειναν να υποχωρήσουν, όμως παρέμεναν σε χρήση, περιορισμένη έστω, το νυμφεύομαι είχε απορροφηθεί οριστικά και προ πολλού από το παντρεύομαι. Ναι, «κανονικά» ο άντρας νυμφεύεται, αποκτά δηλαδή μια νύμφη, και η γυναίκα υπο-ανδρεύεται, βάζει δηλαδή άντρα πάνω απ’ το κεφάλι της, παντρεύεται. Όπως, στα ίδια χωράφια, ο άντρας γεννά ενώ η γυναίκα τίκτει –πώς τους ξέφυγε αυτό; Νοείται σήμερα η τήρηση αυτών των διακρίσεων; Ανοήτως μόνο.

Ανέφερα όμως και τον Νότη Σφακιανάκη, με τις γλωσσικές του ανησυχίες, που είπε κάποτε ότι το πρώτο από τα δύο μεγάλα κακά του Αντρέα Παπανδρέου ήταν «η αφαίρεση της ελληνικής γλώσσας απ’ τα σχολεία». Εμφανίστηκε λοιπόν ο Σφακιανάκης σε ραδιοφωνική εκπομπή του Αντώνη Ρέμου, και κάποια στιγμή τον ρωτάει: «Δεν έχεις…» – «…παντρευτεί» τον διέκοψε ο Ρέμος, που είχε καταλάβει την ερώτηση· ανατρίχιασε ο Σφακιανάκης: «Νυμφευτεί! Όχι παντρευτεί, ρε συ! Τι είσαι, γκέης; Νυμφευτεί ο άντρας· υπ-ανδρεύεται η νύμφη· νυμφεύεται ο άντρας!»

Γιά φανταστείτε, το ζευγάρι να καλεί στον γάμο του: «Νυμφευοπαντρευόμαστε / Παντρευονυμφευόμαστε την τάδε του μηνός». Ή τη μάνα να ζαλίζει τον γιο της: «Άντε, γιόκα μου, να νυμφευτείς! Να βρεις ένα καλό κορίτσι, μια νυμφούλα!» Γιατί όχι; Όπισθεν ολοταχώς, δεν έλεγε ο Χριστόδουλός μας; Νότης και Βίκυ δείχνουνε τον δρόμο!

Ανόητα, ψεύτικα ελληνικά.



Η εθνική ανορθογραφία

Μα τι μου φταίει στον Σολωμό, που τόσο μ’ αρέσει η ποίησή του, όμως δεν βρίσκω τίποτα, ας πούμε, ερωτικό επάνω του; Μήπως αυτό το μαύρο ρούχο με την άσπρη πουκαμίσα και το κολάρο απομέσα, σαν να ’ναι κρυωμένος, ή εκείνο το μαλλί προς τα πάνω και πίσω, σαν απ’ τους ανεμιστήρες των φωτογράφων; Και στον Μακρυγιάννη, που ’ναι στο κάτω κάτω ομορφάντρας; Μήπως εκείνο το σαρίκι, και η μαλλούρα αποκάτω, όπως φαντάζεται κανείς, σήμερα που το ξυρισμένο κρανίο ορίζει τον άντρα τον μάτσο τον σωστό;

Έσπαγα το κεφάλι μου, ώσπου σαν κάτι να ψυλλιάστηκα: «ακρα του ταφου σiοπi στο καμπο βασiλεβi· λαλi πουλί, περνi σπiρί, κ i μανα το ζiλεβi» θυμήθηκα το χειρόγραφο του Σολωμού, «ηςτινδοξα υςτινδοξα ηςτινδοξα τοθεο τιςαυατριαδος τις θεοτοκος τοαγιανι τοβαφτιστι…» (= Εις την δόξα, εις την δόξα, εις την δόξα του Θεού, της αϊα-Τριάδος, της Θεοτόκος, του α-Γιάννη του Βαφτιστή…) του Μακρυγιάννη. Διάβασα έπειτα και τον συγγραφέα-στιχουργό Οδυσσέα Ιωάννου (Το Βήμα 23.9.18), και βεβαιώθηκα: «Ένας ανορθόγραφος είναι αντιερωτικός»!

Αυτά τα ρημάδια τα sms, λέει, με τη μαζική χρήση τους, μας ξεμπρόστιασαν: είμαστε λαός ανορθόγραφος. Και «υπάρχουν γραπτά μηνύματα που έσκασαν πάνω μας σαν βία. Λέξεις που μας χτύπησαν στα μούτρα και μας ζάλισαν. Από ανθρώπους που δεν πήγαινε το μυαλό σου», «σκληρές εικόνες κακοποιημένων λέξεων»... Ε, ναι, «είναι εντελώς αντιερωτικό. Ένας ανορθόγραφος είναι αντιερωτικός»! Γιατί «το να μιλάς και να γράφεις σωστά τη γλώσσα σου [...] σχετίζεται και με τη σωματική έλξη, και αν θέλετε να το ξεχειλώσω, ακόμη και με την ηδονή, την απόλαυση»!

Νά τη, ολοτσίτσιδη μπροστά μας, μια και μιλάμε για ερωτισμό, η κλασική πλην ανεπίτρεπτη σύγχυση γλώσσας και γραφής («το να μιλάς και να γράφεις σωστά τη γλώσσα σου…»), η σύγχυση της γλώσσας, του λόγου, της ουσίας, με την απλή εικόνα της, τη σκέτη σύμβαση και τίποτ’ άλλο!

Προσοχή λοιπόν: πλειονότητα, νυμφεύομαι και τίκτω, και μάλιστα επουδενί: «πλυονότιτα», «νημφέβομε» και «τήκτο», γιατί πάει, ανέραστοι θα μείνουμε εσαεί.

buzz it!

18/10/18

Θα μας πει τώρα ο εμπρηστής αστυνομικός; - Αρχαία από μετάφραση, είπαν κι οι άλλοι

(Εφημερίδα των συντακτών 13 Οκτ. 2018)


Θα μας πει τώρα ο εμπρηστής αστυνομικός;


Σχολιάστηκαν εξαντλητικά τα όσα είπε ο προέδρος της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αθηνών, ονόματι Δημοσθένης Πάκος, στον Ν. Χατζηνικολάου, στις ειδήσεις του Αντένα (27/9), σχετικά με το μερίδιο των αστυνομικών στη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Εγώ όμως έχω μείνει με μια απορία.

Θυμίζω πρώτα τα λόγια του προέδρου για τον τρόπο με τον οποίο πέρασαν χειροπέδες οι συνάδελφοί του σ’ έναν ημιθανή:

«Αυτή είναι η πρακτική. Σε όποιον αρέσει. Σε όποιον δεν αρέσει, γιατί σε μένα δεν αρέσει κάτι άλλο…» και ακολουθούσε η πολιτική τοποθέτηση του προέδρου, που δεν μας ενδιαφέρει εδώ. Εδώ μας ενδιαφέρει η ξεκρέμαστη, λειψή φράση: «Σε όποιον δεν αρέσει»: Γιατί ξεστράτισε μες στην ορμή του λόγου του ο πρόεδρος, λέγοντάς μας τι δεν αρέσει σ’ εκείνον, και δεν μας είπε τι να κάνουμε εμείς, εάν δεν μας αρέσει.

Ό,τι και να φανταστούμε σαν συνέχεια, και αφού βεβαίως λάβουμε υπόψη τον μετά βίας συγκρατημένο απειλητικό τόνο της φωνής, ό,τι και να φανταστούμε λοιπόν, αυθαίρετο θα ’ναι. Ας δοκιμάσουμε όμως: «Σε όποιον δεν αρέσει, να σηκωθεί να φύγει, να πάει σ’ άλλη χώρα»: η ήπια εκδοχή. «Σε όποιον δεν αρέσει, να κόψει τον λαιμό του»: κάπως καλύτερα, πιο ταιριαστά πάντως με το ύφος. «Σε όποιον δεν αρέσει, να ’ρθει να μας τα κλάσει»: καλυτερότερα, ταμάμ νομίζω με το ύφος.

Σ’ αυτήν όμως την περίπτωση, ας σκεφτεί ο πρόεδρος πως υπήρξαν και υπάρχουν και κάποιοι που πάνε κάποιες φορές και, μετά συγχωρήσεως, τους τα κλάνουν. Να μην ολοφύρεται τότε αυτός και μαζί οι γνωστοί παραστάτες πως άλλοι στοχοποιούν τους αστυνομικούς, που «κι αυτοί έχουν μανάδες» κτλ. Γιατί τους αστυνομικούς τους στοχοποιεί ο πρόεδρός τους! Γιατί πόλεμο κήρυξε ο πρόεδρος! Γάντι πέταξε ο πρόεδρος!

Ας το ’χουμε όλοι πάντα κατά νου, για τον καταλογισμό των ευθυνών εννοείται, έτσι και βρεθεί και το σηκώσει κανένας.


ΥΓ. Και μία ερώτηση προς την υπηρεσία του προέδρου και το αρμόδιο υπουργείο: Ο κ. Πάκος έχει άραγε υποβληθεί στα τακτά (;) ψυχολογικά τεστ που προβλέπονται για τα όργανα της τάξης; και με τι αποτελέσματα; Γιατί, όποιος τον είδε στην τηλεόραση, θα αναρωτήθηκε σίγουρα πως, αν ήταν θέμα λίγων δευτερολέπτων ακόμα να χιμήξει στον λαιμό του Χατζηνικολάου, τι θα κάνει τότε στον κάθε πολίτη στον δρόμο, Ζακ ή μη Ζακ;


Αρχαία από μετάφραση, είπαν κι οι άλλοι

«Στα Μαθήματα Πολέμου του Δημήτρη Λιγνάδη [σ.σ. σύνθεση αποσπασμάτων Θουκυδίδη] ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα να ζωντανεύει πραγματικά ο πολύτιμος αρχαίος λόγος» γράφει αρχή αρχή στην κριτική της η Ματίνα Καλτάκη (Καθημερινή 30/9) και νομίζεις, μάλλον είσαι σίγουρος, πως ο Θουκυδίδης ακούγεται στο πρωτότυπο.

Όμως όχι· αρκετά αργότερα μαθαίνεις πως «η επιτυχία των Μαθημάτων Πολέμου εκκινεί [σικ] από τον τρόπο που απέδωσε σε σύγχρονη, δυνατή και καθαρή, γλώσσα το αρχαίο κείμενο ο φιλόλογος Γιάννης Λιγνάδης…»

Ώστε χρειαζόταν μετάφραση, απόδοση, σε σύγχρονη γλώσσα, για να ζωντανέψει «ο πολύτιμος αρχαίος λόγος»: αυτό ακριβώς που πρέσβευαν ανέκαθεν οι δημοτικιστές και πρεσβεύουν και σήμερα όσοι προτάσσουν την αρχαιομάθεια, την επαφή του μαθητή με τον πλούτο της αρχαίας γραμματείας, των κειμένων, απέναντι στην άγονη αρχαιογλωσσία, που με την εμμονή σε γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα και κανόνες αφυδατώνει τα ξέφτια των αρχαίων κειμένων, τα ελάχιστα δηλαδή αποσπάσματα που χωρούν έτσι στο σχολικό πρόγραμμα.

Χάρηκα, πρέπει να πω, με την απερίφραστη αυτή ομολογία-διαπίστωση της κριτικού, διαπίστωση μάλιστα που γίνεται στην πράξη, με βάση συγκεκριμένο εγχείρημα, και όχι αόριστα και θεωρητικά.

Όμως, διαβάζω στον επίλογο (και αφού έχει μεσολαβήσει μια παρεμπίπτουσα αναφορά ότι «με το μονοτονικό τραυματίστηκε σοβαρά η σχέση με την αρχαία μορφή της γλώσσας»!) πως

«Τα Μαθήματα Πολέμου παρακολουθούνται με αμείωτη προσοχή, απαντώντας σε όλους αυτούς που θέλουν να εξαφανίσουν, ως μη χρήσιμα, τα μαθήματα των αρχαίων ελληνικών (και των λατινικών) από τα σχολεία»!

Εδώ τα πράγματα ξαφνικά αλλάζουν, αντιστρέφονται· τα όσα είχε γράψει αρχικά η κριτικός ακυρώνονται και εξαφανίζονται πίσω από την αείζωη ιδεογλωσσική σύγχυση, που (με τις υπεραπλουστεύσεις αλλά και τις ανακρίβειές της: εξαφάνιση, κατάργηση κτλ.) παγιδεύει την κριτικό, η οποία μοιάζει να μην καταλαβαίνει ότι «τα Μαθήματα Πολέμου παρακολουθούνται με αμείωτη προσοχή» ακριβώς επειδή ο θεατής έρχεται σε επαφή με κείμενο –και το κείμενο σήμερα υπάρχει μόνο μέσα απ’ τη μετάφρασή του.

Η συνέχεια, αναμενόμενη: «Εδώ και τριάντα, αν όχι σαράντα, χρόνια η πολιτική τάξη αποδεικνύεται ανίκανη να υπερασπισθεί την ελληνική παιδεία. Οι νέοι δεν μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα, την Ιστορία, την Ιστορία της σκέψης και τη λογοτεχνία – όλα αυτά που συναποτελούν την “ελληνική ταυτότητα”».

Και τα λοιπά. Τα παλιά και γνωστά.

buzz it!

7/10/18

Χειμωνάς κατά βούληση (β΄)

(Εφημερίδα των συντακτών 6 Οκτ. 2018)


Μπορεί ένας συγγραφέας να αφήσει αδημοσίευτα κείμενα, ημιτελή ή και όχι, και να τα δημοσιεύσει μετά τον θάνατό του ένας φιλολογικός επιμελητής, εκδότης κτλ.; Μπορεί - δεν μπορεί, αυτό συμβαίνει, και είναι θέμα που ξεπερνά τα όρια αυτής της στήλης. Ο Κούντερα πάντως έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο, με τον εύγλωττο τίτλο Προδομένες διαθήκες, για την παραβίαση της καλλιτεχνικής, της αισθητικής διαθήκης, της βούλησης εντέλει του δημιουργού. Ενώ ο Ελύτης, ακριβώς για να προστατέψει το έργο του και να προστατευτεί, φρόντιζε επιμελέστατα να μην αφήσει κατάλοιπα, και για τον ίδιο λόγο παρότρυνε τους νέους ποιητές, όπως έγραφα την περασμένη φορά, να σκίζουν, να σκίζουν, να μην αφήσουν τίποτα ημιτελές.

Ώστε λοιπόν, καλώς ή κακώς, δημοσιεύονται τα κατάλοιπα των συγγραφέων. Αυτό που βρίσκω όμως αδιανόητο είναι να δημοσιευτούν τέτοια κείμενα χωρίς να ληφθούν υπόψη αλλαγές του ίδιου του συγγραφέα.

Είναι η περίπτωση του Χειμωνά, που επιλέγει να μη δημοσιεύσει ένα κειμενάκι για μια τέταρτη «συνάντησή» του με τον Σεφέρη, στην κηδεία πια του Σεφέρη, ενώ δημοσιεύει τις άλλες τρεις. Για κάποιον λόγο το αφήνει στην μπάντα. Προσωπικά θέλω να πιστεύω ότι το έβλεπε πως είναι αδύναμο. Ωστόσο δεν το σκίζει. Αντίθετα, κάποια στιγμή το διορθώνει, το βελτιώνει αισθητά, το σώζει, θα έλεγα, από μιαν άποψη –και πιθανότατα σκοπεύει κάπως κάποτε να το αξιοποιήσει.

Το κείμενο αυτό (που το δημοσίευσε, Βήμα 26/8, ο Ευριπίδης Γαραντούδης, διευθυντής του Εργαστηρίου Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου παραχωρήθηκε το αρχείο του Χειμωνά) μας δίνει στιγμιότυπα απ’ την κηδεία, το μέγα πλήθος και τα συνθήματα «Ελευθερία!», και τη διαδρομή ανάμεσα στους τάφους, όπου κάποιος φώναξε: «Δημοκρατία! Δημοκρατία!», χωρίς να ανταποκριθεί κανείς: «Όμως κανείς δεν πήρε τη φωνή του και η κραυγή του πήγε χαμένη» έγραψε αρχικά ο Χειμωνάς, αλλά το διόρθωσε έπειτα, σβήνοντας το πλεοναστικό «και η κραυγή του», διόρθωση που ο εκδότης ευτυχώς (!) τη «δέχτηκε» –ντρέπομαι και που το γράφω αυτό το ρήμα, πως κάποιος δηλαδή μπορεί και να αποφασίσει διαφορετικά από τον συγγραφέα.

Με τη φράση λοιπόν: «Όμως κανείς δεν πήρε τη φωνή του, πήγε χαμένη» θέλησε να τελειώσει, άκρως λιτά, ο συγγραφέας το κείμενό του. Το οποίο όμως, στην πρώτη γραφή, το συνέχιζε, άστοχα και άτοπα, τολμώ να πω, με τις φράσεις: «Την αισθάνθηκα γελοία [τη φωνή: Δημοκρατία! Δημοκρατία!], θύμωσα, αγρίεψα. Ποια φωνή, ποιος κρότος, ποια βοή μπορεί ποτέ να σκεπάσει, πώς να διακόψει τον ακατάπαυστο ψίθυρο των νεκρών, να παραβγεί με την ατέλειωτη σιωπή τους».

Αλλά την είδε την αστοχία, κυρίως το άτοπο· με χέρι σταθερό διέγραψε τις δύο φράσεις, που θα τον εξέθεταν, λέω εγώ, πάντως τις διέγραψε, τελεία και παύλα. Όμως, αλλιώς έκρινε ο εκδότης του, και παρά πάσα λογική, δεοντολογία, ηθική κτλ. κτλ. τις διατηρεί.

Χειμωνάς κατά βούληση δηλαδή, όπως θέλουμε και όπως μας αρέσει.

Δεν χρειάζονται άλλα σχόλια. Ακολουθεί για τον φιλέρευνο αναγνώστη το κείμενο, όπου σημειώνονται όλες οι αλλαγές του συγγραφέα (όπως τις βλέπουμε σε φωτογραφία του χειρογράφου, στο Βήμα), με την επισήμανση ποιες «δέχτηκε» (εδώ με έντονα στοιχεία) και ποιες «δεν δέχτηκε» ο πιο συγγραφέας εκδότης του:

4. Υπήρξε και μία τέταρτη, που δεν μπορείς να την πεις συνάντηση. Πήγα στην κηδεία τέσσερις ώρες νωρίτερα για να βρω θέση μέσα στην εκκλησία. Ήρθε όλος ο κόσμος. Η λειτουργία τελείωσε κι ένας βίαιος συνωστισμός τάραξε [αρχικά: άρπαξε] το πλήθος. Σε μια πλαϊνή θύρα του ναού είδα την Ζωή Νάσιουτζικ να γέρνει, να καταποντίζεται. «Θα την ποδοπατήσουν» σκέφθηκα αδιάφορα. Το πλήθος γέμισε τους δρόμους, αργά έρρεε προς το νεκροταφείο, με σιωπή. Αραιά συνθήματα Ελευθερία! [το «Ελευθερία!» με πλαγιαστά γράμματα!] ξεσπούσαν σαν λυγμοί. Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, η ζωή του, ο θάνατός του, όλα τα είχε παραλάβει εκείνο το αναρίθμητο [αρχικά: απέραντο] πλήθος και πήγαινε με πλατειούς ταραγμένους κυματισμούς πήγαινε [διαγραφή· δεν τηρήθηκε] όλα [μουντζουρωμένη εντελώς η λ., όχι απλώς διαγραφή· δεν τηρήθηκε] να τα παραχώσει. Στο νεκροταφείο φθάσαμε λίγοι, επειδή οι χωροφύλακες έκοψαν την πορεία. Σκορπίσαμε ανάμεσα στους αλαζονικούς [διαγραφή· δεν τηρήθηκε] τάφους. Σαν μέσα από τη γη ερχόταν ο ψαλμός του ιερέα [αρχικό: Ερχόταν κι έφευγε σαν από πολύ μακρυά ο ψαλμός του ιερέα.]. Ξαφνικά πετάχθηκε ένας κοντός άνθρωπος, μεσόκοπος, και φώναξε δυνατά Δημοκρατία! Δημοκρατία! [το «Δημοκρατία! Δημοκρατία!» με πλαγιαστά γράμματα!] Το πρόσωπό του αλλοιωμένο, πρησμένο, παραπατούσε και φώναζε. Όμως κανείς δεν πήρε τη φωνή του, [και η κραυγή του: διαγραφή· τηρήθηκε] πήγε χαμένη. Την αισθάνθηκα γελοία, θύμωσα, αγρίεψα. Ποια φωνή, ποιος κρότος, ποια βοή μπορεί ποτέ να σκεπάσει, πώς να διακόψει τον ακατάπαυστο ψίθυρο των νεκρών, να παραβγεί με την ατέλειωτη σιωπή τους. [διαγραφή· δεν τηρήθηκε]

buzz it!