Οι λογιστές της ζωής μας [περί "πλουραλισμού" α΄]
Το θέμα είναι να κατασιγάσουν τα πάθη χωρίς να αμβλυνθεί η μνήμη. Επειδή άμβλυνση της μνήμης σημαίνει έλλειμμα μνήμης, και έλλειμμα μνήμης σημαίνει έλλειμμα γνώσης. Και με λειψή γνώση δεν υπάρχει Ιστορία, ή υπάρχει νοθευμένη Ιστορία.
το πλήρες κείμενο
Με μεγάλες συναυλίες, με μια μεγάλη γιορτή, τελευταίες μέρες του Αυγούστου, θέλησε να τιμήσει ο Μίκης Θεοδωράκης παλιούς του συναγωνιστές και συνεξόριστους, όσους βασανίστηκαν κι άφησαν άλλοι τα κόκαλά τους άλλοι τα λογικά τους στη Μακρόνησο.
Κι έγιναν οι συναυλίες, με ιδιαίτερη επιτυχία, κι ας απείχαν πολλοί παλιοί και νέοι αριστεροί, που δεν δέχτηκαν να μοιραστούν τις μνήμες τους με το ΠΑΣΟΚ που συνδιοργάνωνε τη γιορτή (Σηφουνάκης). Αντίθετα, στο άλλο άκρο, άλλοι αριστεροί απείχαν επειδή δεν μετείχε η Νέα Δημοκρατία!
Ενάμιση χρόνο πριν, η εθνική συμφιλίωση που έλειψε από τις εκδηλώσεις στη Μακρόνησο είχε εμφανιστεί από σκηνής θεάτρου στην Αθήνα. Στο θέατρο Ακροπόλ στις 21 Ιανουαρίου του 2002 η ΕΔΑ γιόρτασε τα 50 χρόνια από την ίδρυσή της μαζί όχι μόνο με το ΠΑΣΟΚ (Κακλαμάνης, Λαλιώτης) αλλά και με τη Νέα Δημοκρατία, και μάλιστα διά του προέδρου της. Που είπε, απροπό, ο πρόεδρος, με άκρα μεγαθυμία, πως «η ΕΔΑ έδωσε πολλά και πήρε λίγα, επεσήμανε την ανάγκη ενότητας των προσπαθειών, στην αντιμετώπιση προβλημάτων εθνικής διάστασης και σημασίας. Αντί της στείρας αντιπαράθεσης, είπε, μπορούμε και πρέπει να επιδοθούμε σε άμιλλα προσφοράς» (όπως διαβάζω στο περιοδικό Αντί 755, 25.1.02). ΕΔΑ λοιπόν με Νέα Δημοκρατία, το μικρανίψι αν όχι το νόμιμο τέκνο της προδικτατορικής ΕΡΕ, το θύμα μαζί με τον θύτη, για χάρη της εθνικής συμφιλίωσης, της εθνικής ενότητας, της εθνικής ομοψυχίας, και άλλων εθνικών που ίσως μου διαφεύγουν.
Ας μην αναρωτηθούμε ποιοι τάχα μεγάλοι εθνικοί κίνδυνοι, σήμερα ακόμη, ή ειδικά σήμερα, επιβάλλουν εθνική συμφιλίωση-ενότητα-ομοψυχία, κι ας δούμε δύο χαρακτηριστικές αντιδράσεις στις συναυλίες Θεοδωράκη. Η μία προέρχεται από τον παλιό αγωνιστή Τάκη Λαζαρίδη, τον καταδικασμένο σε θάνατο μαζί με τον Μπελογιάννη, που με μακροσκελή ανοιχτή επιστολή στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 7ης Σεπτεμβρίου απευθύνει «ειλικρινή συλλυπητήρια» στον Μίκη:
«Γιατί ενώ η πατρίδα μας έχει ζωτική ανάγκη από εθνική ενότητα και ομοψυχία, εσύ και όσοι συνεργάστηκαν μαζί σου επιμένετε να ξύνετε πληγές, επιμένετε να βρικολακιάζετε ένα παρελθόν για το οποίο μόνο ντροπή μπορούμε να νιώθουμε. Πασχίζετε, για λόγους ευτελούς μικροκομματικής σκοπιμότητας, να διαιωνίσετε ανύπαρκτες, πλέον, “διαχωριστικές γραμμές”…»
Τη «ζωτική ανάγκη από εθνική ενότητα» κτλ. η επιστολή δεν μας τη λέει: τη θεωρεί δεδομένη και αυτονόητη· μας λέει όμως για την ντροπή: ντροπή επειδή, «ενώ νομίζαμε ότι πολεμούσαμε για τα ανώτερα ιδανικά της “ελευθερίας”, της “δημοκρατίας” και του “σοσιαλισμού”, στην πραγματικότητα πολεμούσαμε και θυσιαζόμασταν για την επιβολή της στυγνής δικτατορίας των Ζαχαριάδη-Ιωαννίδη, για τη μετατροπή της πατρίδας μας σε σοβιετικό προτεκτοράτο».
Σχετικά με την εκ των υστέρων γνώση και τη μελέτη των ιστορικών γεγονότων, που ερμηνεύει αναδρομικά ακόμα και τα κίνητρα των δρώντων υποκειμένων της Ιστορίας, ας μένει για την ώρα το ακόλουθο ερώτημα: ακόμα κι αν αυτοί που πολεμούσαν, πολεμούσαν για να γίνουμε σοβιετικό προτεκτοράτο, ακόμα κι αν ήξεραν πως πολεμούσαν για να γίνουμε σοβιετικό προτεκτοράτο, ήξεραν άραγε τι και πώς ήταν ή θα ήταν το σοβιετικό προτεκτοράτο; (Ακόμα ακόμα, το ήξεραν έστω οι «στυγνοί δικτάτορες», ο Ζαχαριάδης και ο Ιωαννίδης;)
Σήμερα πάντως, κατά τον Τ. Λαζαρίδη, η απάντηση θεωρείται γνωστή: «μόνοι μας μπήκαμε στο σφαγείο», κι έτσι, «αντί να θρηνούμε για τις αγριότητες του Εμφυλίου και να επιδιώκουμε “ρεβάνς”, αντί να παριστάνουμε τους κήνσορες και τους τιμητές, θα πρέπει να κρύψουμε το πρόσωπο από ντροπή [πάλι η ντροπή!] και να κλάψουμε πικρά για το αδικοχυμένο αίμα των δικών μας αλλά και των αδελφών μας της άλλης πλευράς». Και να οργανώναμε (στη Μακρόνησο;) «μια γιορτή εθνικής συναδέλφωσης και συμφιλίωσης», μαζί με «τα αδέλφια και τα παιδιά όχι μόνο των δικών μας μαχητών αλλά και των χιλιάδων ανδρών και αξιωματικών του ελληνικού στρατού που έπεσαν στο Γράμμο και στο Βίτσι για να παραμείνει η χώρα μας ελεύθερη και δημοκρατική» –αντίθετα δηλαδή από «εμάς», που πέσαμε για να γίνουμε σοβιετικό προτεκτοράτο! Και (στη Μακρόνησο;) «σ’ αυτή τη γιορτή, Μίκη, θα τραγουδούσαμε και θα κλαίγαμε μαζί, θα ταξιδεύαμε σε έναν κόσμο αγάπης και αδελφοσύνης…» λέει καταλήγοντας ο Τ. Λαζαρίδης. Όμως εγώ, προσωπικά, για άλλους λόγους θα έκλαιγα με όλα αυτά.
Ή με τα χειρότερα: τη δεύτερη αντίδραση, όπως ανάγγειλα. Που αν η πρώτη, του Τ. Λαζαρίδη, είναι «εκ των έσω» και θέλει να προσεγγίσει το θέμα με όρους δικαιολογημένα συναισθηματικούς αλλά και πολιτικούς, αυτή η δεύτερη εκφράζει με όρους βαθιά απολιτικούς, άρα εξ αντικειμένου αντιδραστικούς, την ισολογιστική τάση των ιστορικών φαινομένων που μας απασχολεί εδώ:
«“Εθνική μνήμη Μακρονήσου”. Γιατί τάχα οι εκδηλώσεις στη Μακρόνησο είναι γιορτή μνήμης και οι άλλες που κάνουν οι απέναντι, επίσης “κολλημένοι”, για τον Γράμμο-Βίτσι ή το Στρατόπεδο Μακρυγιάννη είναι γιορτές “μίσους”; Πιο ύπουλη συντήρηση του εμφύλιου διχασμού δεν υπάρχει! Όλοι αυτοί που θα τρέξουν στη γιορτή της Μακρονήσου τι θα έλεγαν αν και οι άλλοι γιόρταζαν “Εθνική μνήμη Πηγάδας Μελιγαλά” ή “Μνήμη Παιδομαζώματος”; Δυστυχώς, υπάρχουν και αριστεροί Καρατζαφέρηδες χωρίς καν το μπρίο του προέδρου Γιώργου» (Θέμος Αναστασιάδης, Το Βήμα 31.8.03).
Για τους λογιστές της ζωής μας ο λόγος, όπως είναι ο σημερινός τίτλος. Τους λογιστές που, όσο περνούν τα χρόνια και κατασιγάζουν τα πάθη και αμβλύνεται η μνήμη, σπεύδουν να ισοσκελίσουν: τα εγκλήματα των μεν και των δε, ο μαύρος και ο κόκκινος φασισμός, ένα και το αυτό. Όμως τα χρόνια περνούν, θέλουμε δε θέλουμε· και κατασιγάζουν τα πάθη, αλλά αυτό το θέλουμε· και αμβλύνεται η μνήμη, αλλά αυτό δεν το θέλουμε, απαγορεύεται να το θέλουμε.
Γιατί αυτό είναι το μέγα στοίχημα, ή αυτή είναι η μαγκιά (μπας και καταλάβουν και οι Θέμοι): πώς δηλαδή να κατασιγάσουν τα πάθη χωρίς να αμβλυνθεί η μνήμη. Επειδή άμβλυνση της μνήμης σημαίνει έλλειμμα μνήμης, και έλλειμμα μνήμης σημαίνει έλλειμμα γνώσης. Και με λειψή γνώση δεν υπάρχει Ιστορία, ή υπάρχει νοθευμένη Ιστορία. Γιατί όπου υπάρχει έλλειμμα, άρα κενό, σπεύδει και εγκαθίσταται η «αναθεώρηση», η παραχάραξη της Ιστορίας. Και η παραχαραγμένη Ιστορία δεν είναι Ιστορία. Και χωρίς Ιστορία, ως γνωστόν, δεν είμαστε πια τίποτα εμείς.
Έτσι άρχισε και ευδοκιμεί από καιρό η παραχάραξη ακόμα και της πιο πρόσφατης ευρωπαϊκής Ιστορίας, του ναζισμού και των φρικαλεοτήτων του, που φτάνει σε μικρολογιστική, για να μην πω μπακαλική, π.χ. σχετικά με τον αριθμό των θυμάτων του ολοκαυτώματος. Κι αυτή η παραχάραξη βαδίζει χέρι χέρι, διόλου τυχαία, με την ισοσκέλιση που λέγαμε, εδώ δηλαδή με τις φρικαλεότητες του σταλινισμού.
Όμως, δεν χρειάζεται ισοσκέλιση για να αναγνωρίσουμε τις φρικαλεότητες και τις δικές μας και των άλλων, για να αναλάβουμε δηλαδή το κόστος –γιατί μόνο αν καταβάλλουμε το κόστος αγοράζουμε Ιστορία, την Ιστορία μας, κερδίζουμε αυτοσυνειδησία, αποκτούμε άρα πρόσωπο.
Έτσι λοιπόν η Ιστορία πρέπει να είναι διαρκώς παρούσα στις λεπτομέρειές της κι όχι στην αφυδατωμένη εκδοχή της, που επιτρέπει την ύποπτη ισοσκέλισή της. Αν δηλαδή σκοτώσει κάποιος τη μάνα κάποιου άλλου, και αυτός ο άλλος σκοτώσει έπειτα τη μάνα του πρώτου, δολοφόνος θα είναι κι αυτός. Αλλά στην κρίση και την καταδίκη του, ή στην κρίση και την καταδίκη και του ενός και του άλλου, η Ιστορία, να το ξαναπούμε, πρέπει να είναι πάντοτε παρούσα. Πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι φανερή η διαδρομή, ακόμα κι αν καταλήγει (αλλά καταλήγει όντως;) σε κοινές «πρακτικές».
Θα συνεχίσω στο επόμενο.