27/2/07

Οι λογιστές της ζωής μας [περί "πλουραλισμού" α΄]

Τα Νέα, 20 Σεπτεμβρίου 2003

Το θέμα είναι να κατασιγάσουν τα πάθη χωρίς να αμβλυνθεί η μνήμη. Επειδή άμβλυνση της μνήμης σημαίνει έλλειμμα μνήμης, και έλλειμμα μνήμης σημαίνει έλλειμμα γνώσης. Και με λειψή γνώση δεν υπάρχει Ιστορία, ή υπάρχει νοθευμένη Ιστορία.

το πλήρες κείμενο

Με μεγάλες συναυλίες, με μια μεγάλη γιορτή, τελευταίες μέρες του Αυγούστου, θέλησε να τιμήσει ο Μίκης Θεοδωράκης παλιούς του συναγωνιστές και συνεξόριστους, όσους βασανίστηκαν κι άφησαν άλλοι τα κόκαλά τους άλλοι τα λογικά τους στη Μακρόνησο.

Κι έγιναν οι συναυλίες, με ιδιαίτερη επιτυχία, κι ας απείχαν πολλοί παλιοί και νέοι αριστεροί, που δεν δέχτηκαν να μοιραστούν τις μνήμες τους με το ΠΑΣΟΚ που συνδιοργάνωνε τη γιορτή (Σηφουνάκης). Αντίθετα, στο άλλο άκρο, άλλοι αριστεροί απείχαν επειδή δεν μετείχε η Νέα Δημοκρατία!

Ενάμιση χρόνο πριν, η εθνική συμφιλίωση που έλειψε από τις εκδηλώσεις στη Μακρόνησο είχε εμφανιστεί από σκηνής θεάτρου στην Αθήνα. Στο θέατρο Ακροπόλ στις 21 Ιανουαρίου του 2002 η ΕΔΑ γιόρτασε τα 50 χρόνια από την ίδρυσή της μαζί όχι μόνο με το ΠΑΣΟΚ (Κακλαμάνης, Λαλιώτης) αλλά και με τη Νέα Δημοκρατία, και μάλιστα διά του προέδρου της. Που είπε, απροπό, ο πρόεδρος, με άκρα μεγαθυμία, πως «η ΕΔΑ έδωσε πολλά και πήρε λίγα, επεσήμανε την ανάγκη ενότητας των προσπαθειών, στην αντιμετώπιση προβλημάτων εθνικής διάστασης και σημασίας. Αντί της στείρας αντιπαράθεσης, είπε, μπορούμε και πρέπει να επιδοθούμε σε άμιλλα προσφοράς» (όπως διαβάζω στο περιοδικό Αντί 755, 25.1.02). ΕΔΑ λοιπόν με Νέα Δημοκρατία, το μικρανίψι αν όχι το νόμιμο τέκνο της προδικτατορικής ΕΡΕ, το θύμα μαζί με τον θύτη, για χάρη της εθνικής συμφιλίωσης, της εθνικής ενότητας, της εθνικής ομοψυχίας, και άλλων εθνικών που ίσως μου διαφεύγουν.

Ας μην αναρωτηθούμε ποιοι τάχα μεγάλοι εθνικοί κίνδυνοι, σήμερα ακόμη, ή ειδικά σήμερα, επιβάλλουν εθνική συμφιλίωση-ενότητα-ομοψυχία, κι ας δούμε δύο χαρακτηριστικές αντιδράσεις στις συναυλίες Θεοδωράκη. Η μία προέρχεται από τον παλιό αγωνιστή Τάκη Λαζαρίδη, τον καταδικασμένο σε θάνατο μαζί με τον Μπελογιάννη, που με μακροσκελή ανοιχτή επιστολή στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία της 7ης Σεπτεμβρίου απευθύνει «ειλικρινή συλλυπητήρια» στον Μίκη:

«Γιατί ενώ η πατρίδα μας έχει ζωτική ανάγκη από εθνική ενότητα και ομοψυχία, εσύ και όσοι συνεργάστηκαν μαζί σου επιμένετε να ξύνετε πληγές, επιμένετε να βρικολακιάζετε ένα παρελθόν για το οποίο μόνο ντροπή μπορούμε να νιώθουμε. Πασχίζετε, για λόγους ευτελούς μικροκομματικής σκοπιμότητας, να διαιωνίσετε ανύπαρκτες, πλέον, “διαχωριστικές γραμμές”…»

Τη «ζωτική ανάγκη από εθνική ενότητα» κτλ. η επιστολή δεν μας τη λέει: τη θεωρεί δεδομένη και αυτονόητη· μας λέει όμως για την ντροπή: ντροπή επειδή, «ενώ νομίζαμε ότι πολεμούσαμε για τα ανώτερα ιδανικά της “ελευθερίας”, της “δημοκρατίας” και του “σοσιαλισμού”, στην πραγματικότητα πολεμούσαμε και θυσιαζόμασταν για την επιβολή της στυγνής δικτατορίας των Ζαχαριάδη-Ιωαννίδη, για τη μετατροπή της πατρίδας μας σε σοβιετικό προτεκτοράτο».

Σχετικά με την εκ των υστέρων γνώση και τη μελέτη των ιστορικών γεγονότων, που ερμηνεύει αναδρομικά ακόμα και τα κίνητρα των δρώντων υποκειμένων της Ιστορίας, ας μένει για την ώρα το ακόλουθο ερώτημα: ακόμα κι αν αυτοί που πολεμούσαν, πολεμούσαν για να γίνουμε σοβιετικό προτεκτοράτο, ακόμα κι αν ήξεραν πως πολεμούσαν για να γίνουμε σοβιετικό προτεκτοράτο, ήξεραν άραγε τι και πώς ήταν ή θα ήταν το σοβιετικό προτεκτοράτο; (Ακόμα ακόμα, το ήξεραν έστω οι «στυγνοί δικτάτορες», ο Ζαχαριάδης και ο Ιωαννίδης;)

Σήμερα πάντως, κατά τον Τ. Λαζαρίδη, η απάντηση θεωρείται γνωστή: «μόνοι μας μπήκαμε στο σφαγείο», κι έτσι, «αντί να θρηνούμε για τις αγριότητες του Εμφυλίου και να επιδιώκουμε “ρεβάνς”, αντί να παριστάνουμε τους κήνσορες και τους τιμητές, θα πρέπει να κρύψουμε το πρόσωπο από ντροπή [πάλι η ντροπή!] και να κλάψουμε πικρά για το αδικοχυμένο αίμα των δικών μας αλλά και των αδελφών μας της άλλης πλευράς». Και να οργανώναμε (στη Μακρόνησο;) «μια γιορτή εθνικής συναδέλφωσης και συμφιλίωσης», μαζί με «τα αδέλφια και τα παιδιά όχι μόνο των δικών μας μαχητών αλλά και των χιλιάδων ανδρών και αξιωματικών του ελληνικού στρατού που έπεσαν στο Γράμμο και στο Βίτσι για να παραμείνει η χώρα μας ελεύθερη και δημοκρατική» –αντίθετα δηλαδή από «εμάς», που πέσαμε για να γίνουμε σοβιετικό προτεκτοράτο! Και (στη Μακρόνησο;) «σ’ αυτή τη γιορτή, Μίκη, θα τραγουδούσαμε και θα κλαίγαμε μαζί, θα ταξιδεύαμε σε έναν κόσμο αγάπης και αδελφοσύνης…» λέει καταλήγοντας ο Τ. Λαζαρίδης. Όμως εγώ, προσωπικά, για άλλους λόγους θα έκλαιγα με όλα αυτά.

Ή με τα χειρότερα: τη δεύτερη αντίδραση, όπως ανάγγειλα. Που αν η πρώτη, του Τ. Λαζαρίδη, είναι «εκ των έσω» και θέλει να προσεγγίσει το θέμα με όρους δικαιολογημένα συναισθηματικούς αλλά και πολιτικούς, αυτή η δεύτερη εκφράζει με όρους βαθιά απολιτικούς, άρα εξ αντικειμένου αντιδραστικούς, την ισολογιστική τάση των ιστορικών φαινομένων που μας απασχολεί εδώ:

«“Εθνική μνήμη Μακρονήσου”. Γιατί τάχα οι εκδηλώσεις στη Μακρόνησο είναι γιορτή μνήμης και οι άλλες που κάνουν οι απέναντι, επίσης “κολλημένοι”, για τον Γράμμο-Βίτσι ή το Στρατόπεδο Μακρυγιάννη είναι γιορτές “μίσους”; Πιο ύπουλη συντήρηση του εμφύλιου διχασμού δεν υπάρχει! Όλοι αυτοί που θα τρέξουν στη γιορτή της Μακρονήσου τι θα έλεγαν αν και οι άλλοι γιόρταζαν “Εθνική μνήμη Πηγάδας Μελιγαλά” ή “Μνήμη Παιδομαζώματος”; Δυστυχώς, υπάρχουν και αριστεροί Καρατζαφέρηδες χωρίς καν το μπρίο του προέδρου Γιώργου» (Θέμος Αναστασιάδης, Το Βήμα 31.8.03).

Για τους λογιστές της ζωής μας ο λόγος, όπως είναι ο σημερινός τίτλος. Τους λογιστές που, όσο περνούν τα χρόνια και κατασιγάζουν τα πάθη και αμβλύνεται η μνήμη, σπεύδουν να ισοσκελίσουν: τα εγκλήματα των μεν και των δε, ο μαύρος και ο κόκκινος φασισμός, ένα και το αυτό. Όμως τα χρόνια περνούν, θέλουμε δε θέλουμε· και κατασιγάζουν τα πάθη, αλλά αυτό το θέλουμε· και αμβλύνεται η μνήμη, αλλά αυτό δεν το θέλουμε, απαγορεύεται να το θέλουμε.

Γιατί αυτό είναι το μέγα στοίχημα, ή αυτή είναι η μαγκιά (μπας και καταλάβουν και οι Θέμοι): πώς δηλαδή να κατασιγάσουν τα πάθη χωρίς να αμβλυνθεί η μνήμη. Επειδή άμβλυνση της μνήμης σημαίνει έλλειμμα μνήμης, και έλλειμμα μνήμης σημαίνει έλλειμμα γνώσης. Και με λειψή γνώση δεν υπάρχει Ιστορία, ή υπάρχει νοθευμένη Ιστορία. Γιατί όπου υπάρχει έλλειμμα, άρα κενό, σπεύδει και εγκαθίσταται η «αναθεώρηση», η παραχάραξη της Ιστορίας. Και η παραχαραγμένη Ιστορία δεν είναι Ιστορία. Και χωρίς Ιστορία, ως γνωστόν, δεν είμαστε πια τίποτα εμείς.

Έτσι άρχισε και ευδοκιμεί από καιρό η παραχάραξη ακόμα και της πιο πρόσφατης ευρωπαϊκής Ιστορίας, του ναζισμού και των φρικαλεοτήτων του, που φτάνει σε μικρολογιστική, για να μην πω μπακαλική, π.χ. σχετικά με τον αριθμό των θυμάτων του ολοκαυτώματος. Κι αυτή η παραχάραξη βαδίζει χέρι χέρι, διόλου τυχαία, με την ισοσκέλιση που λέγαμε, εδώ δηλαδή με τις φρικαλεότητες του σταλινισμού.

Όμως, δεν χρειάζεται ισοσκέλιση για να αναγνωρίσουμε τις φρικαλεότητες και τις δικές μας και των άλλων, για να αναλάβουμε δηλαδή το κόστος –γιατί μόνο αν καταβάλλουμε το κόστος αγοράζουμε Ιστορία, την Ιστορία μας, κερδίζουμε αυτοσυνειδησία, αποκτούμε άρα πρόσωπο.

Έτσι λοιπόν η Ιστορία πρέπει να είναι διαρκώς παρούσα στις λεπτομέρειές της κι όχι στην αφυδατωμένη εκδοχή της, που επιτρέπει την ύποπτη ισοσκέλισή της. Αν δηλαδή σκοτώσει κάποιος τη μάνα κάποιου άλλου, και αυτός ο άλλος σκοτώσει έπειτα τη μάνα του πρώτου, δολοφόνος θα είναι κι αυτός. Αλλά στην κρίση και την καταδίκη του, ή στην κρίση και την καταδίκη και του ενός και του άλλου, η Ιστορία, να το ξαναπούμε, πρέπει να είναι πάντοτε παρούσα. Πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι φανερή η διαδρομή, ακόμα κι αν καταλήγει (αλλά καταλήγει όντως;) σε κοινές «πρακτικές».

Θα συνεχίσω στο επόμενο.

buzz it!

Η υποκειμενική αντικειμενικότητα [περί "πλουραλισμού" β΄]

Τα Νέα, 4 Οκτωβρίου 2003

Πρέπει να δεχτούμε πως ούτε η αντικειμενικότητά μας δεν είναι αντικειμενική, απ’ όποια μεριά και με οσοδήποτε ζήλο κι αν επιχειρούμε να τη διακονήσουμε. Αλλά και πώς αλλιώς, όταν βρισκόμαστε ακόμα μέσα εντελώς στην ίδια μας την Ιστορία, στην καλύτερη περίπτωση με απόσταση μόλις μια γενιά;

το πλήρες κείμενο

Για τους λογιστές της ζωής μας έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, αυτούς που ισοσκελίζουν στανικά διαφορετικές φάσεις της Ιστορίας, που συμψηφίζουν, και φτιάχνουν εξισώσεις και ταυτίσεις: π.χ. μαύρος και κόκκινος φασισμός.

Αφορμή μου, ο Μίκης Θεοδωράκης με τις συναυλίες του στη Μακρόνησο, και οι επιθέσεις που δέχτηκε, κυρίως ότι υπονομεύει την εθνική ενότητα και ομοψυχία και συντηρεί τον εθνικό διχασμό.

Με βάση την επιστολή ενός παλιού αγωνιστή και το σχόλιο ενός νεότερου δημοσιογράφου τα οποία παρέθετα στο προηγούμενο, μπορούμε να διακρίνουμε, σχηματικά οπωσδήποτε, τις δύο τάσεις που συγκλίνουν σ’ αυτή την αντίδραση: και τότε μπορούμε να κατανοήσουμε την αγωνία του παλιού αγωνιστή, του παλιού αριστερού εν γένει (και μιλάω γενικά τώρα), που με τα σημάδια του ιδεολογικού και βιολογικού κατατρεγμού επάνω του ζητάει να πάψει να φέρει το στίγμα του μιάσματος, να αναγνωριστεί νόμιμο τέκνο της κοινωνίας και της πατρίδας του. Κι είναι διπλή η αγωνία αυτή, γιατί είναι η αγωνία του διπλά ηττημένου: πρώτα στον εμφύλιο, και έπειτα με την κατάρρευση του «ανατολικού μπλοκ».

Απ’ αυτήν τη σκοπιά ακούγεται σπαραχτικό το αίτημα για εθνική ενότητα, και ακόμα περισσότερο η ομολογία της πλάνης: όχι εκείνη που του ζητούσαν άλλοτε να υπογράψει, η δήλωση που τον έκανε αποσυνάγωγο στους ίδιους τους συντρόφους του, προδότη στα μάτια τα δικά του και τις ιδέες τις δικές του, αλλά η δήλωση που μόνος υπογράφει τώρα, με χέρια και με πόδια, τώρα που νιώθει προδομένος από τις δικές του ακριβώς ιδέες.

Όμως, η δεύτερη τάση, αυτή την οποία εκφράζουν οι νεότεροι, αριστεροί ή αριστερογενείς, από τον αναπαυτικό πια καναπέ της Ιστορίας και της εξασφαλισμένης ιστορικής γνώσης, και συχνά με όρους, όπως είδαμε στο προηγούμενο, απολιτικούς («κολλημένοι» κτλ.), προσωπικά μου προκαλεί ένα ρίγος. Γι’ αυτό και μιλάω για λογιστές της ζωής μας, ή αλλιώς: για υπεράνω, αφ’ υψηλού κριτές, ουδέτερους και «αντικειμενικούς», σαν ίσως από άλλη χώρα φερμένους ή σε άλλη χώρα εγκατεστημένους.

Έτσι κι αλλιώς, στην Ιστορία δεν νοείται συμψηφισμός, στην Ιστορία ο συμψηφισμός απαγορεύεται. Αλλιώς δεν είναι Ιστορία αυτό. Όταν δηλαδή παίρνουμε την απολύτως συγκεκριμένη ιστορικά έννοια του ναζισμού, με όλη τη ζοφερή πραγματικότητα την οποία εκφράζει, και μετρούμε έπειτα τα άλλα τόσα, ή ακόμα και περισσότερα –καμία σημασία δεν έχει αυτό εδώ– εγκλήματα του σταλινισμού, όσο κι αν βρίσκουμε αναλογίες με τον ναζισμό, ο συμψηφισμός που είπα δεν νοείται: η εξίσωση μαύρου και κόκκινου φασισμού θα είναι πάντα ανιστόρητη, θα φεύγει πάντοτε έξω από την Ιστορία. Θα είναι δηλαδή οσοδήποτε σεβαστή και δικαιολογημένη συναισθηματική αντίδραση και στάση, όχι όμως εννοιολογικό εργαλείο, που κυρίως αυτό θα μας επέτρεπε τη μελέτη της Ιστορίας, άρα την άντληση των αναγκαίων συμπερασμάτων για τη ζωή μας.

Ανάλογα και η έννοια της εθνικής ενότητας, για το θέμα μας, είναι απολιτική, συναισθηματική έννοια· και απ’ αυτή την άποψη θα είναι πάντοτε δικαιολογημένοι, όπως είπα και πριν, οι κυνηγημένοι ιδεολογικά-βιολογικά που διατυπώνουν το αίτημα αυτό –αλλά μόνο εκείνοι. Από κει και πέρα, ύποπτη μου φαίνεται η αντίστοιχη στάση, που μυρίζει γιαπισμό, η στάση που όλα αυτά τα βρίσκει αφόρητα μπανάλ, ρετρό, ξεπερασμένα: ύποπτη, γιατί δεν είναι άμοιρη ιδεολογίας, ακόμα κι όταν εμφανίζεται καταστατικά απολιτική. Και όχι απλώς επειδή η απολιτική στάση πηγάζει από ή οπωσδήποτε ανάγεται αντικειμενικά σε συγκεκριμένη πολιτική, σε ιδεολογία: συντηρητική βεβαίως, αν όχι καθαρά αντιδραστική ιδεολογία.

Από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (21.9) αντιγράφω ένα χαρακτηριστικό, όπως πιστεύω, γράμμα, επειδή με την πολιτική αφέλειά του αφήνει να φανούν πολύ περισσότερα απ’ όσα θα ήθελε: «Οι κάτωθι σκέψεις μού εδημιουργήθησαν από το κακόγουστο πασοκικό (δήθεν φιλοαριστερό/εαμογενές) show του ανεκδιηγήτου, ανερματίστου Μίκη Θεοδωράκη, παρούσης της πασοκικής νομενκλατούρας. Αλήθεια, προς τι ο φαρισαϊσμός να θεωρούνται “εορταί μίσους” τα τρισάγια στον Γράμμο-Βίτσι και στον Μελιγαλά, καθ’ ην στιγμήν λατρεύονται ως ιεροί τόποι τα μακρονήσια/ξερονήσια; Έως πότε θα εκμεταλλεύεται, θα χειραγωγή σκαιώς/επιτηδείως την Αριστερά το περιώνυμο κίνημα-κούνημα;…»

Τι στοιχεία μάς δίνει τώρα το γράμμα αυτό, αν μάλιστα συνυπολογίσουμε την κατάληξή του, ότι «χρειάζεται εκ νέου σύμπραξις-συνεργασία της Αριστεράς με την Κεντροδεξιά»; Ότι ο γράφων είναι κατά του Μίκη Θεοδωράκη, που τον ταυτίζει εδώ με τον πασοκισμό: έστω. Από τι θέση η κριτική; Σαφώς αντιπασοκική. Από δεξιά ή από αριστερά; Ουδέτερη θα ήθελε να είναι: νά, δείτε τον πόθο για αντικειμενικότητα, για άρση της ιστορικής «αδικίας» απέναντι στα τρισάγια στον Γράμμο-Βίτσι κτλ. Έπειτα όμως μοιάζει αριστερή, καθώς μιλά για αποτίναξη της πασοκικής κηδεμονίας. Αλλά, ουσιαστικά, προσέξτε: σαν τι ιδεολογία εκφράζεται με τη διατύπωση «μακρονήσια/ξερονήσια», ή με το φαινομενικά απλώς αντιπασοκική «κίνημα-κούνημα»;

Αλλά είναι φυσικό. Μένει να δεχτούμε πως ούτε η αντικειμενικότητά μας δεν είναι αντικειμενική, απ’ όποια μεριά και με οσοδήποτε ζήλο κι αν επιχειρούμε να τη διακονήσουμε. Αλλά και πώς αλλιώς, όταν βρισκόμαστε ακόμα μέσα εντελώς στην ίδια μας την Ιστορία, στην καλύτερη περίπτωση με απόσταση μόλις μια γενιά; Είναι δηλαδή, πιστεύω, αναπόφευκτο –μέσα από προσπάθειες αντικειμενικής προσέγγισης της Ιστορίας– να προσπαθούμε για δικούς μας –άρα υποκειμενικούς– λόγους ο καθένας να αρθούμε πάνω από τα πάθη που σημάδεψαν τη μόλις χτεσινή μας Ιστορία. Αλλά και τι πά’ να πει να αρθούμε; Χαμηλά είναι δηλαδή όποιος διακονεί τη μνήμη και την Ιστορία, την Ιστορία του; Νά δηλαδή που ούτε η παραμικρή λέξη δεν είναι άμοιρη ιδεολογίας και αθώα.

Έτσι, λοιπόν, οι διάφοροι υποκειμενικοί λόγοι μπορεί κάποτε να συγκλίνουν, όπως εδώ η ανάγκη του παλιού αριστερού ν’ αποτινάξει το στίγμα ακριβώς του αριστερού, αυτό για το οποίο πλήρωσε πανάκριβα στον εμφύλιο και κυρίως στα μετεμφυλιακά χρόνια. Και παράλληλα η ανάγκη του νεότερου, που μεγάλωσε μέσα σε από κεκτημένη ταχύτητα αριστεροσύνη, η οποία έγινε όμως ύστερα περίπου υποχρεωτική για τον ίδιο, εξαιτίας της εφτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Αλλά είναι όντως υψηλό το κόστος μιας πολύχρονης καθυστέρησης ή καθήλωσης για μια χώρα και μια κοινωνία: η αλυσίδα πολέμων, στρατιωτικών κινημάτων και δικτατοριών που παρακολούθησε τον πολιτικό μας βίο από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, με κορυφαία για μας τα πιο πρόσφατα μείζονα επεισόδια, τον εμφύλιο και τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, μόλις τις τρεις τελευταίες δεκαετίες μοιάζει να έχει σπάσει.

Όμως, το μεγάλο αυτό για μας διάστημα είναι ελάχιστο σε σχέση με τα μεγέθη της Ιστορίας. Θα αργήσουμε ακόμα να βρούμε τον φυσικό βηματισμό μας –σαν άτομα και σαν κοινωνία. Θα χρειαστεί καιρός ώσπου να μπορέσουμε να διεκδικήσουμε καταρχήν τον υποκειμενισμό μας: πως είμαστε, όσοι είμαστε, αριστεροί, αλλά και πως είναι, όσοι είναι, δεξιοί, βρε αδερφέ. Να ηρεμήσουν έστω οι φωτισμένοι, Ανδριανόπουλος και άλλοι, που όλο για την ασφυκτική «επικράτηση» της αριστεράς μιλάνε, η οποία καταδυναστεύει, λένε, κουλτούρα και δημόσιο βίο.

Στο μεταξύ, η εθνική ενότητα και ομοψυχία ούτε νόημα έχει σήμερα πια, αλλά ούτε και γενικότερα εκβιάζεται: στην ώρα της έρχεται ή δεν έρχεται, σαν γέννημα αντικειμενικών συνθηκών και όχι ευχολογίων. Έτσι ήρθε στην ώρα της η εθνική ομοψυχία, με τη μεταπολίτευση του ’74, όταν έπειτα από εφτάχρονη δικτατορία η χώρα πέρασε σε χρόνο μηδέν σε ομαλή κοινοβουλευτική ζωή χωρίς ν’ ανοίξει μύτη. Έτσι όπως δυστυχώς είχε έρθει στην ώρα του ο εθνικός διχασμός.

Θα συνεχίσω.

buzz it!

Ένα σαλόνι όλοι μας; [περί "πλουραλισμού" γ΄]

Τα Νέα, 18 Οκτωβρίου 2003

Το θέμα είναι να κρατηθούμε πέρα από τη μισαλλοδοξία αλλά και πέρα από τη χαζοχαρούμενη ανεμελιά. Το θέμα είναι να διακρίνουμε τη μνησικακία από την ιδεολογική εγρήγορση και καθαρότητα· την καθαρότητα τώρα από την ακαμψία· τις αποχρώσεις και διαβαθμίσεις από την ισοπέδωση. Τη σούπα από την Ιστορία.

το πλήρες κείμενο

«Το να αποτελούν δύο ή περισσότερα πράγματα ή στοιχεία ένα σύνολο ενιαίο και αδιαίρετο…»: αυτή είναι η πρώτη σημασία την οποία δίνει στο λήμμα «ενότητα» το Λεξικό Κριαρά.

Ώστε για να υπάρξει ενότητα πρέπει να υπάρχουν «δύο ή περισσότερα πράγματα ή στοιχεία» –διαφορετικά ή αντίθετα, εννοείται. Και όσο περισσότερο διακριτά είναι αυτά τα στοιχεία, λέω τώρα εγώ, τόσο περισσότερο θα μπορούμε να μιλούμε για ενότητα, ομοψυχία, ομοθυμία κτλ. –αν και εφόσον υπάρχουν οι αντικειμενικοί όροι και συνθήκες που επιτάσσουν αυτή την ενότητα, αλλά πρωτίστως αν και εφόσον είναι σώνει και καλά αναγκαία. Διαφορετικά, το αποτέλεσμα θα είναι ένας ιδεολογικός χυλός, που θα αποκρύπτει τις καταγωγικές αν μη τι άλλο διαφορές. Όμως ενότητα είναι η σύνθεση και η υπέρβαση των διαφορών, και όχι η ισοπέδωση και κατάργησή τους.

Αναφέρομαι στις δύο προηγούμενες επιφυλλίδες μου (α και β), για τις αντιδράσεις τις οποίες ξεσήκωσαν οι συναυλίες-μνημόσυνο του Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο, αντιδράσεις για την εθνική ενότητα και ομοψυχία που τάχα τορπιλιζόταν από τις συναυλίες αυτές. Και θεωρήθηκε πως τορπιλίστηκε η εθνική ενότητα, κατ’ άλλους επειδή δεν μετείχε και η Νέα Δημοκρατία στις εκδηλώσεις, και κατ’ άλλους επειδή και μόνο έγιναν οι εκδηλώσεις αυτές, υπηρετώντας τη μισή μόνο εθνική μνήμη –μια και η άλλη μισή πετάει, λένε, πάνω από Γράμμο-Βίτσι.

Από τη δική μου τώρα αντίδραση στις αντιδράσεις αυτές, αντιδράσεις που προϋποθέτουν τον ανιστόρητο συμψηφισμό Δεξιάς και Αριστεράς, θύτη και θύματος, επιτιθέμενου και αμυνόμενου, έλειπε η προσωπική τοποθέτηση απέναντι στην πρωτοβουλία καθαυτήν του Μίκη Θεοδωράκη, όπως μου επισήμαναν φίλοι αναγνώστες. Εξηγούμαι τώρα, μολονότι το θέμα μου ήταν η ισοπεδωτική λογιστική που είπα ήδη: αμήχανο έως αδιάφορο με άφησαν προσωπικά οι συναυλίες αυτές, αλλά δύσκολα θα μπορούσα να εκφράσω τους λόγους, πέρα ίσως απ’ τον πιο εύκολο και προφανή: τη συνδιοργάνωση του Πασόκ· τα δύσκολα είναι τα παραπέρα, μια αίσθηση ενδεχομένως άκαιρου και ίσως ίσως άνευ λόγου.

Μα τόσο μόνο. Η άλλη κριτική, τάχα «επί της ουσίας», θα με έβρισκε αντίθετο, καθώς, πίσω από τον καθωσπρεπισμό, πιστεύω πως κρύβονται λόγοι ιδεολογικοί. Έτσι κι αλλιώς, και για τη δική μου αμήχανη στάση, νιώθω αυτομάτως την ανάγκη για αυτοκριτική: κάπως εστετίστικη μου φαίνεται, καθώς μετράει πρώτα τον πόνο, το πένθος, τις όποιες ανάγκες του άλλου, κι έπειτα την οργάνωση ενός μνημόσυνου, αν είναι αρχιερατικό ή μ’ έναν σκέτο, βιαστικό παπά, με χορωδία ή με φάλτσο ψάλτη, και πόσο έκλαιγε η χαροκαμένη μάνα, κι αν έκλαιγε κόσμια ή σκλήριζε υστερικά.

Εννοώ ότι δεν βρίσκω καν το λόγο για τέτοιου είδους κριτική, για κριτική άλλη από αυτήν που άσκησαν με εμφανή ή συγκαλυμμένα ιδεολογικά κριτήρια οι καθωσπρεπιστές λογιστές της ζωής μας. Γι’ αυτό και έλεγα, με μιαν αναφορά στον ανώμαλο πολιτικό βίο του νεοελληνικού κράτους ώς τη μεταπολίτευση του ’74, πως θα αργήσουμε να απαλλαγούμε από τις δουλείες που μας άφησε ακριβώς η ανώμαλη πορεία. Και τέτοια δουλεία είναι η περίπου υποχρεωτική –λόγω δικτατορίας– αριστεροσύνη, που απλώς θολώνει τα νερά, και άμεσα ή έμμεσα διακονεί μιαν αφυδατωμένη, στην καλύτερη περίπτωση, Ιστορία. Και προκειμένου να αποφύγουμε την παραχάραξη της Ιστορίας, προέχει να αναδεχτούμε το κόστος της ρητής ιδεολογικής μας επιλογής, το κόστος τού να είμαστε αριστεροί και το κόστος τού να είμαστε επιτέλους δεξιοί.

Γιατί στην παραχάραξη της Ιστορίας οδηγούν με ασφάλεια ακόμα και οι φαινομενικά ακίνδυνες συγκαλύψεις και αποσιωπήσεις, που είναι ντυμένες με ευγενή ονόματα: εθνική ενότητα, ομοψυχία, σύμπνοια. Και γιατί ο ιδεολογικός χυλός βράζει σε καζάνια μεγάλα: ιδού το κυβερνητικό κόμμα, το κεντροαριστερό ή σοσιαλιστικό ή της ευρείας αριστεράς ή όπως αλλιώς χαρακτηρίζεται, ένα κόμμα που, απ’ τη στιγμή που ο ιδρυτής του γονάτισε στην Παναγία τη Σουμελά, βούλιαξε πια μες στη θρησκοληψία, και τρέχουν έκτοτε οι υπουργοί του και κρατούν στις λιτανείες τις εικόνες, ένα κόμμα με απροκάλυπτα εθνικιστικούς πυρήνες στους κόλπους του απ’ την άλλη· κι έπειτα το κομμουνιστικό κόμμα, κι αυτό με τους εθνικιστές και νεορθόδοξους μπροστάρηδές του.

Κι έτσι, ένα σαλόνι είμαστε όλοι, ένα Ηρώδειο, ένα Μέγαρο, μια Επίδαυρος, με τον Μακαριότατο μαζί, και προπαντός με τον Λυκουρέζο μας. Που θα σηκωθεί να χαιρετήσει λόγου χάρη τους βασιλείς του, κάποιοι θα γιουχάρουν, και θα σηκωθεί βοή την επομένη σ’ όλο το σαλόνι, ότι δεν είναι πράματα αυτά, να γιουχάρουμε τους τέως –που "τι μας φταίνε τώρα πια", που "ακίνδυνοι είναι βρε παιδιά", "τώρα που η δημοκρατία έχει νικήσει", "η δημοκρατία που είναι μεγαλόψυχη και συγχωρεί"...

Είναι αλήθεια δύσκολο, όμως το θέμα είναι να κρατηθούμε πέρα από τη μισαλλοδοξία αλλά και πέρα από τη χαζοχαρούμενη ανεμελιά. Το θέμα είναι να διακρίνουμε τη μνησικακία από την ιδεολογική εγρήγορση και καθαρότητα· την καθαρότητα τώρα από την ακαμψία· τις αποχρώσεις και διαβαθμίσεις από την ισοπέδωση. Τη σούπα από την Ιστορία.

«Δρόμοι μέσα στην ομίχλη»

Στη σούπα της πολιτικής ανεξιθρησκίας, το πιο ανατριχιαστικό για μένα είναι το ύφος των αρχιμαγείρων, αυτών που με την εκ των υστέρων γνώση λύνουν οριζοντίως, διαγωνίως και καθέτως το σταυρόλεξο της Ιστορίας αναδρομικά, και κατά πάγια πλέον τακτική εγκαλούν την Αριστερά, παλιοί και νεόκοποι τιμητές μαζί: γιατί αν, λένε, ΑΝ είχε νικήσει στον εμφύλιο η Αριστερά, θα ήμασταν τώρα Αλβανία, Ουγγαρία, σοβιετική επαρχία.

Στις Προδομένες διαθήκες (Εστία, 1993, σ. 263-64) ο Μίλαν Κούντερα, αναφέρεται στον Τολστόι, κατά τον οποίο η Ιστορία υπακούει στους δικούς της νόμους, που παραμένουν ανεξιχνίαστοι για τον άνθρωπο. Και σχολιάζει ο Κούντερα:

«Με αυτή την αντίληψη της Ιστορίας ο Τολστόι σχεδιάζει τον μεταφυσικό χώρο στον οποίο κινούνται οι ήρωές του. Χωρίς να γνωρίζουν ούτε το νόημα της Ιστορίας ούτε τη μελλοντική πορεία της, [...] προχωρούν στη ζωή τους όπως προχωρεί κανείς μέσα στην ομίχλη. Λέω ομίχλη, όχι σκοτάδι. Στο σκοτάδι δεν βλέπει τίποτα κανείς, είναι τυφλός, είναι στο έλεος των πάντων, δεν είναι ελεύθερος. Μέσα στην ομίχλη είναι ελεύθερος, αλλά με την ελευθερία εκείνου που είναι μέσα στην ομίχλη: βλέπει στα πενήντα μέτρα μπροστά του, μπορεί να διακρίνει καθαρά τα χαρακτηριστικά του συνομιλητή του, [...] ακόμη και να προσέξει αυτό που γίνεται δίπλα του και να αντιδράσει.

»Αυτός που προχωρεί μέσα στην ομίχλη είναι ο άνθρωπος. Όταν όμως κοιτάζει προς τα πίσω, για να κρίνει τους ανθρώπους του παρελθόντος, δεν βλέπει καμιά ομίχλη στο δρόμο τους. Από το δικό του παρόν, που υπήρξε το δικό τους μακρινό μέλλον, ο δρόμος τους του φαίνεται πεντακάθαρος, ορατός σε όλη του την έκταση. Κοιτάζοντας προς τα πίσω, ο άνθρωπος βλέπει το δρόμο, βλέπει τους ανθρώπους που προχωρούν, βλέπει τα λάθη τους, μα η ομίχλη δεν είναι πια εκεί. Κι ωστόσο, όλοι τους, ο Χάιντεγκερ, ο Μαγιακόφσκι, ο Αραγκόν, ο Έζρα Πάουντ, ο Γκόρκι, ο Γκότφριντ Μπεν, ο Σαιν-Τζον Περς, ο Ζιονό, βάδιζαν όλοι μέσα στην ομίχλη, κι αναρωτιέται κανείς: ποιος είναι πιο τυφλός; Ο Μαγιακόφσκι που, όταν έγραφε το ποίημα για τον Λένιν, δεν ήξερε πού θα οδηγήσει ο λενινισμός; Ή εμείς, που τον κρίνουμε από απόσταση δεκαετιών και δεν βλέπουμε την ομίχλη που τον τύλιγε;»

buzz it!

26/2/07

Kαι τα μυαλά με κάγκελα; [α]

Τα Νέα, 9 Αυγούστου 2003

Kάγκελα, το φετίχ πλέον της φοβικής κοινωνίας. Kάγκελα, να ορίσουμε τον χώρο μας, μα πιο πολύ να ξορκίσουμε τον φόβο μας. Τα κάγκελα εκφράζουν κι αυτά μια πολιτική μηδενικής ανοχής απέναντι σε ό,τι μπορεί να διαταράσσει την αρμονία ενός τυποποιημένου ανθρώπινου και οικιστικού τοπίου.

το πλήρες κείμενο

Κάγκελα, το φετίχ πλέον της φοβικής κοινωνίας. Κάγκελα, να ορίσουμε το χώρο μας, μα πιο πολύ να ξορκίσουμε το φόβο μας.

Κάγκελα, να κρατήσουμε καταρχήν δικαιολογημένα τον κλέφτη έξω, έξω από την κλειστή πόρτα, που κλείνει όμως πια και για τον πλασιέ και τον διαφημιστή, τον μεροκαματιάρη δηλαδή. «Απαγορεύεται η είσοδος… θα υποβάλλονται μηνύσεις…», πόσο εύκολα τα γράφουμε! Αρκεί να κρατήσουμε τον κίνδυνο έξω.

Και μέσα; μέσα μας; Κάγκελα. Για να τα ξαναπροβάλουμε έπειτα έξω, να ανακουφίσουμε τα μέσα μας, να τα δικαιώσουμε δηλαδή, και να τα στήσουμε μπροστά μας, να περιφρουρήσουμε πια τα πεζοδρόμια, τις πλατείες, τα πάρκα μας –πιο έπειτα ολόκληρες μιαρές περιοχές, την Ομόνοια ας πούμε, πόλεις ολόκληρες: εδώ οι άλλοι χτίζουν τείχος στη Δυτική Όχθη, να κρατήσουν απέξω ολόκληρο λαό.

Αλλά είναι πόλεμος εκεί. Ενώ εδώ; Μα πόλεμος κι εδώ. Απέναντι στον κλέφτη, αλλά μαζί στον ξένο κι άγνωστο και συνεπώς επίφοβο, στον κάθε λογής αδέσποτο, σκύλο και άνθρωπο, τον πρόσφυγα-μετανάστη («λαθρομετανάστη» δεν τον λέμε;), τον μειονοτικό, τον παραβατικό, τον περιθωριακό. Έτσι ξεκινούσε λίγους μήνες πριν η σελίδα αυτή, έτσι, πιο συγκεκριμένα, τελείωνε η πρώτη επιφυλλίδα της σειράς. Εστίαζα τότε στα αδέσποτα ζώα, κι εξέφραζα το φόβο ότι θα προχωρούσαμε στους αδέσποτους ανθρώπους: δεν έκανα καμιά φοβερή προφητεία δα, ήταν η εποχή που καγκελοφραζόταν το Πεδίο του Άρεως, λίγο πιο πριν είχαν μπει κάγκελα στου Φιλοπάππου, λίγο πιο πριν ακόμα είχαν φυτρώσει τα διάσημα πια κάγκελα του Άρχοντος Ατσαλάκωτου στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας –μαζί με μια γενικότερη εκστρατεία αποστείρωσης της πόλης–, και έτσι λίγο λίγο έμπαιναν στη ζωή μας, στο μυαλό μας.

Πέρασαν μήνες από την αλλαγή δημοτικής αρχής, η νέα δήμαρχος είχε υποσχεθεί, αρκετά αόριστα είν’ η αλήθεια, πως θα αφαιρεθούν από τους δρόμους όσα κάγκελα είναι επικίνδυνα. Μπα, νωρίς θα είναι ακόμα! Στο μεταξύ, τα κάγκελα του Πεδίου του Άρεως καμαρώνουν φρεσκοβαμμένα κιόλας, ενώ ξεκινούν εκεί κατακαλόκαιρο –να αποφύγουμε και τα πολλά πολλά με τους περίοικους και τις επιτροπές τους– τα έργα ανάπλασης.

Ότι είναι επικίνδυνα τα κάγκελα στα πεζοδρόμια έχει επισημανθεί συχνά: με αφορμή το μηχανάκι που έπεσε πάνω τους στην αρχή της Πατησίων και σκοτώθηκε ο οδηγός του, ή τον άγριο ξυλοδαρμό παγιδευμένων ανθρώπων σε κάποια διαδήλωση· είναι γενικότερα φανερός ο κίνδυνος σε κοσμοσυρροή, να προσθέσω και τον κίνδυνο από την ερημιά, τον κίνδυνο π.χ. απ’ τον τσαντάκια, το κλεφτρόνι ή και απλούστερα το καμάκι, που θα στριμώξει μια γυναίκα η οποία δε θα ’χει διαφυγή. Αν σταθώ ενδεικτικά στη γειτονιά μου μόνο, στο Παγκράτι: πόση ασφάλεια –απ’ αυτήν που παρέχουν υποτίθεται εξ ορισμού τα κάγκελα– μπορεί να νιώσει ένας περαστικός στο ατέλειωτο πεζοδρόμιο της Ριζάρη (ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο) πλάι στο Ίδρυμα Ερευνών, ανάμεσα στα κάγκελα του Ιδρύματος απ’ τη μια μεριά και του Άρχοντος Ατσαλάκωτου απ’ την άλλη; Και πιο απλά, στοιχειώδη πράγματα, όπου δεν μπορεί κανείς να βγει απ’ την πολυκατοικία του, π.χ. στη Σπύρου Μερκούρη, και να περάσει απ’ το ένα μέτρο κενό ανάμεσα στην καγκελοσειρά, καθώς θα είναι σίγουρα –και νόμιμα– παρκαρισμένο κάποιο αυτοκίνητο μπροστά. Άπειρα δηλαδή κακά και κίνδυνοι ουσιαστικοί απέναντι στο ένα και μοναδικό καλό, την αποτροπή στάθμευσης των αυτοκινήτων πάνω στα πεζοδρόμια (κάτι που πάντως το πέτυχε απλούστατα, π.χ. ο δήμος Καλλιθέας, εκεί που έβαλε κάγκελα μήκος ένα μόλις μέτρο, με άλλο τόσο κενό ανάμεσά τους!). Τόση έλλειψη κοινής λογικής δηλαδή; Ή μήπως να πάει και στο πονηρό ο νους μας; όταν με την καγκελοφραγή οροθετείται ένα τμήμα του πεζοδρομίου, εξασφαλίζοντας έτσι χώρο που νοικιάζεται για τραπεζοκαθίσματα;

Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες έστω, τεχνικού τύπου οι περισσότερες. Ουσιαστικό είναι ό,τι παρακολουθεί την πρακτική αυτή: απ’ τη μεριά μας, η ανοχή απέναντι σε κάθε είδους απαγορεύσεις, η εξοικείωση, ο εθισμός με τις εικόνες της φυλακής μας· κι απ’ τη μεριά όσων μας καγκελώνουν, η ολοένα και περισσότερο ελεγχόμενη χρήση των δημόσιων χώρων, της πόλης μας –δηλαδή της ζωής μας–, και γενικότερα η πολιτική μηδενικής ανοχής απέναντι σε ό,τι μπορεί να διαταράσσει την αρμονία ενός τυποποιημένου ανθρώπινου και οικιστικού τοπίου. Έτσι βλέπουμε να προχωρεί αργά, αλλά φοβάμαι και μεθοδικά, ο καθαρισμός του τοπίου της πόλης μας π.χ., έτσι όπως κυνηγήθηκαν και κυνηγιούνται οι μικροπωλητές και ό,τι μπορεί να θύμιζε ανατολίτικο παζάρι, ντροπιαστικό της ευρωπαιοσύνης μας· έτσι όπως κυνηγιούνται οι κάθε λογής αργόσχολοι από τις νέου τύπου ανθρωποδιωχτικές πλατείες, με πρώτη την Κοτζιά, μπροστά στο δημαρχείο, και τώρα της Ομόνοιας –αλλά τι λέω, έτσι όπως κυνηγιέται κάθε πράσινο ίχνος απ’ όσα δεν εμπίπτουν στην κάπως προστατευόμενη ακόμα κατηγορία «δέντρο», κάθε θάμνος δηλαδή («δεν θα κοπεί ούτε ένα δέντρο» λένε σοφιστικά, π.χ. για το Πεδίο του Άρεως, και ξεπατώνουν δάφνες δύο με τρία μέτρα ύψος!), άσε πια τα αυτοφυή και ανυπότακτα χόρτα, που όλα ξυρίζονται ή κατακαίγονται, συχνά με τοξικότατα ζιζανιοκτόνα, και μένει μόνο μια νεκρή, γυμνή γη με ορφανά δέντρα, π.χ. στον λόφο της Ακρόπολης, στα δύο πάρκα του Θησείου, οπουδήποτε υπάρχουν πέντε δέντρα (στην Ευελπίδων, πλάι στο Αμόρε· στη Μουσών, στα όρια του Ψυχικού), σε πιο περιορισμένη έκταση στο Ζάππειο και στον Εθνικό Κήπο, ή στο Πεδίο του Άρεως κτλ. Για λόγους ασφάλειας πάντοτε. Και, όπως είπαμε, έπειτα από τη χλωρίδα –συχνά μαζί–, στόχος βασικός αυτής της πολιτικής είναι η πανίδα, τα τετράποδα, εννοείται, και κυρίως τα δίποδα.

Το πρόβλημα όμως είναι εκεί όπου αυτή η πολιτική μηδενικής ανοχής έρχεται να ανταμώσει την ενδιάθετη δική μας, αν όχι ακόμα τη μηδενική, οπωσδήποτε τη μειωμένη δική μας ανοχή.

Το πώς εικονογραφούνται όλα αυτά στην περίπτωση του Πεδίου του Άρεως μπορούμε να το δούμε στην επόμενη επιφυλλίδα.

buzz it!

Kαι τα μυαλά με κάγκελα! [β]

Τα Νέα, 23 Αυγούστου 2003

Ο "εκσυγχρονισμός", έτσι όπως επιχειρείται με τις αναπλάσεις, είναι ίσα ίσα χαρακτηριστικός στις υπό ανάπτυξη χώρες, όπου ο στόχος είναι να εξαλειφθεί το στίγμα του υπανάπτυκτου, να εξαλειφθεί ό,τι μπορεί να χαρακτηρίζει ή να θυμίζει την ταυτότητά του.

το πλήρες κείμενο:

Ένα από τα μέτρα που εκφράζουν αμεσότερα τον αστυνομικού τύπου έλεγχο της πόλης, της ζωής της πόλης, είναι η περίφραξη δημόσιων χώρων με κάγκελα, το κατεξοχήν σύμβολο της απαγόρευσης.

Για τα κάγκελα άρχισα να γράφω στην προηγούμενη επιφυλλίδα, που φύτρωσαν στη ζωή μας, παράλληλα με μια γενικότερη εκστρατεία εξευρωπαϊσμού της πόλης, με την εξάλειψη «ρυπογόνων» εστιών, όπως θεωρούσε ο Άρχων Ατσαλάκωτος τα διάφορα παζάρια ή την κάποτε ολοζώντανη πλατεία μπροστά στο δημαρχείο του. Άντε να εξηγήσεις τώρα στον Άρχοντα πως αυτού του είδους ο εκσυγχρονισμός είναι ίσα ίσα χαρακτηριστικός στις υπό ανάπτυξη ή τις τριτοκοσμικές χώρες, εκεί δηλαδή όπου o στόχος είναι να εξαλειφθεί το στίγμα του υπανάπτυκτου, να εξαλειφθεί ό,τι μπορεί να χαρακτηρίζει ή να θυμίζει την ταυτότητά του. Γιατί ο Ευρωπαίος ή ο μη πλεγματικός το κρατάει –κάποτε μάλιστα και το προβάλλει– το παρελθόν του: το παλιό πάρκο, το παλιό κτίσμα, την παλιά γειτονιά.

Εδώ, αναπλάσεις. Και ας αφήσουμε για την ώρα το καίριο, ότι, εκεί που θα αρκούσε η επιβεβλημένη συντήρηση, οι άλλων φιλοδοξιών αναπλάσεις καταργούν το ιστορικό πρόσωπο και τη μνήμη μιας πόλης· ας αφήσουμε επίσης ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λαϊκισμός, τη βασική ωστόσο ένσταση ότι κυριαρχούν οι αναπλάσεις αντί για έργα πρώτης ανάγκης, νοσοκομεία, σχολεία, γκαράζ. Κι ας πούμε ότι ωραίες και καλές οι αναπλάσεις, όσο κι αν κάποτε υπάρχει και φαίνεται κάποιος παράπλευρος στόχος, π.χ. στα Εξάρχεια, όπου στο πρόσφατο παρελθόν επιχειρήθηκε να απομακρυνθούν τα «θορυβοποιά» αναρχικά στοιχεία.

Αλλά νά που ήδη ξανα-αναπλάθεται η πλατεία Εξαρχείων, όπως θα ξανα-ματα-αναπλαστεί η πλατεία Συντάγματος. Αλήθεια, τον θυμόμαστε ακόμα τον Γιατράκο, που βρέθηκε Άρχων Αθηναίων χάρη στην πολιτική πιρουέτα του Μιλτιάδη Έβερτ, ο οποίος διεκδίκησε ψήφο για δήμαρχος, αλλά παραιτήθηκε για τα μεγαλεία της Βουλής; Και ο κατά τύχη δήμαρχος Γιατράκος είπε να προλάβει την αιωνιότητα, αναπλάθοντας την πλατεία Συντάγματος, παραμονές εργασιών για το μετρό, και διαβεβαιώνοντας πως τίποτα δεν θα ξηλωθεί για το μετρό. Και αναπλάστηκε η πλατεία, και ξηλώθηκε για το μετρό, και ξαναφτιάχτηκε, και τώρα ξαναπαίρνει σειρά.

Αν όμως η ανάπλαση του Συντάγματος είναι υπόθεση βιτρίνας, όπως και τόσα άλλα έργα, κι αν είναι σύμπτωση τα Εξάρχεια, μια ακραία στο κάτω κάτω περίπτωση, τι μοιάζει να ενώνει εντέλει όλες τις συμπτώσεις ή τις περιστασιακές αναπλάσεις, με πιο ενδεικτικές την πλατεία του Δημαρχείου και τώρα της Ομόνοιας, και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το Πεδίο του Άρεως; Τι είναι αυτό που, αν δεν αποτελεί σαφή πολιτική επιλογή, έχει πάντως αποτέλεσμα την όλο και περισσότερο ελεγχόμενη, προκαθορισμένη χρήση; Αυτό που λέει δηλαδή: «εδώ ΘΑ…», και κυρίως: «εδώ ΔΕΝ θα…»;

Χαρακτηριστικό παράδειγμα για όλα αυτά, όπως έγραφα, είναι το Πεδίο του Άρεως. Που, κατά τη γνωστή και διόλου αθώα τακτική, έμεινε να ρημάζει, για να προβάλλει τώρα αναγκαία η ανάπλασή του. Πάλι, αντί για τα αυτονόητα και στοιχειώδη: καθαρισμό και συντήρηση. Αλλά μπορεί, είπαμε, να είναι ωραίες και καλές οι αναπλάσεις, ακόμα και η συγκεκριμένη –μολονότι καταργούνται οι παιδικές χαρές και ανοίγουν δρόμοι και άλλα πολλά, όπως έχει επισημάνει μια δραστήρια επιτροπή περιοίκων.

Έστω ανάπλαση, λοιπόν, η οποία αρχίζει με καγκελόφραξη. Γυρίζω έτσι εκεί απ’ όπου ξεκίνησα την προηγούμενη φορά, στα κάγκελα: γιατί τα κάγκελα αντιπροσωπεύουν μια πολιτική μηδενικής ανοχής απέναντι σε ό,τι διασαλεύει την τάξη· κι έλεγα πως αυτή η πολιτική βρίσκει κρυφή έστω ανταπόκριση στη δική μας μειωμένη ανοχή, όπως διαμορφώνεται από κάθε λογής φοβίες για υπαρκτούς και ανύπαρκτους κινδύνους.

Έτσι τώρα, για τους υπαρκτούς έστω κινδύνους, τη συγκέντρωση ύποπτων στοιχείων στο πάρκο, η συνταγή λέει αυτομάτως «κάγκελα». Κι άρχισε η περίφραξη, κι έκλεισαν οι 11 από τις 15 εισόδους του πάρκου, και μόνο με την κινητοποίηση των περιοίκων «παραχώρησε» η καγκελοθετούσα αρχή άλλες 3. Και ησύχασε κάπως ο κόσμος, γιατί το πρόβλημα φάνηκε να είναι η ελεύθερη πρόσβαση από τις πολλές εισόδους. Διαφορετικά, η περίφραξη θεωρήθηκε καταρχήν σωστή, αφού τα κάγκελα θεωρούνται εξ ορισμού δείκτης ασφάλειας.

Κατεξοχήν ανασφάλειας, όπως ξανάγραφα, αφού εδώ π.χ., για χάρη του ενός ενδεχομένως «κακοποιού» στοιχείου, που θα το στριμώξει έτσι η διωκτική αρχή, υποθηκεύεται μονίμως η ασφάλεια δέκα περιπατητών, οι οποίοι απλώς δεν θα περνούν πια, εφόσον δεν θα υπάρχει δυνατότητα διαφυγής, έτσι και βρεθούν παγιδευμένοι: από τη μια π.χ. ο τσαντάκιας κι από την άλλη κάγκελα.

Και όμως, θα μπορούσε να είναι προϊόν αυτορύθμισης η ασφάλεια ενός πάρκου. Και δεν εννοώ αυτορύθμιση το ότι ο καθένας θα περνάει με δική του ευθύνη, όπως από οποιονδήποτε έρημο δρόμο οπουδήποτε στην πόλη. Εννοώ την παντελώς ανεμπόδιστη πρόσβαση και παραμονή σε ένα –εννοείται– σωστά φωτισμένο πάρκο.* Φωτισμός λοιπόν, άντε και κάνας φύλακας. Εδώ όμως κάγκελα, και σεκιουριτάδες, κατά τη γνωστή και άσφαλτη μέθοδο κολακείας των πιο ευαίσθητων αισθημάτων μας –και τέτοιο αίσθημα είναι π.χ. ο φόβος.

Και τι φοβάται ο φόβος; Ποια είναι τα κακοποιά στοιχεία που μπορεί να μαζεύονται σ’ ένα –ρημαγμένο, προσοχή!– πάρκο; Ή στο συγκεκριμένο, ρημαγμένο τώρα πάρκο; Κλεφτρόνια, τοξικομανείς, μετανάστες, ομοφυλόφιλοι. Και καλά τα κλεφτρόνια, που δεν θα ευδοκιμούσαν στο συντηρημένο, φωτισμένο κτλ. πάρκο. Και καλά οι τοξικομανείς, εφόσον μπορεί να θεωρηθεί ότι η παρουσία τους συνεπάγεται και εμπορία ναρκωτικών (σιγά που το εμπόριο ναρκωτικών γίνεται στο Πεδίο του Άρεως). Οι μετανάστες, παραβατικοί κι αυτοί; Επειδή «λαθραίοι», χωρίς χαρτιά, να εξοριστούν από ’να κομμάτι ήλιο που μοιράζονται μαζί μας; Κι οι ομοφυλόφιλοι, παραβατικοί; Αλλά και πάλι, τι «παράβαση» θα έκαναν στο συντηρημένο, φωτισμένο κτλ. πάρκο;

Ή μήπως δεν πρέπει καν να βλέπουμε μπροστά μας την εξαθλίωση του τοξικομανούς (να περιφράξουμε και την Ομόνοια με τα πέριξ;), τη δυστυχία του μετανάστη (αυτόν, το είπε ήδη ο Μπλαιρ, τον κλείνουμε σε στρατόπεδο), τη μοναξιά του ομοφυλόφιλου (σε στρατόπεδο κι αυτόν; ή σε νοσοκομείο; ή σε γκέτο, σε ελεγχόμενο «σπίτι», όπως π.χ. με τις εκδιδόμενες γυναίκες;);

Στο φως παράβαση δύσκολα υπάρχει. Θα έπρεπε, ξαναλέω, να ενθαρρυνθεί η ελεύθερη πρόσβαση και παραμονή. Να ενισχυθεί ίσα ίσα η ζωντάνια που χαρακτηρίζει ειδικά αυτό το πάρκο –και με τις εκθέσεις, τολμώ να πω και να στενοχωρήσω τους περιοίκους, ακόμα και με μια λαϊκών προδιαγραφών καφετέρια.

Αλλά περίφραξη και, κυρίως, απαγόρευση πρόσβασης τις βραδινές ώρες βλέπει σαν «μια κάποια λύση» συντάκτης οικολογικού περιοδικού (Ο δαίμων της οικολογίας) το οποίο μοιράζεται μαζί με την κυριακάτικη Αυγή κάθε μήνα, σ’ ένα του άρθρο βαθιά περιφρονητικό για τους περιοίκους που ξήλωσαν τα κάγκελα στις κλειστές εισόδους («του κινήματος το κάγκελο», «συλλογική παράκρουση», «χουλιγκανικές πρακτικές» κ.ά.). Και αυτά, σε σελίδα με τον γενικό τίτλο «Τα γραπτά του οικοαιρεσιάρχη».

Απόψεις αιρετικές δηλαδή μόνο και μόνο επειδή φιλοξενούνται σε οικολογικό έντυπο και σε αριστερή εφημερίδα· διαφορετικά, είναι ακριβώς απόψεις Αβραμόπουλου, Καρατζαφέρη, Τράγκα, Καμμένου, Θέμου και λοιπών –αυτά τόλμησα να στείλω με ιμέιλ στο περιοδικό και εξεμάνη ο συντάκτης πως τον βρίζω.

Ας μ’ έβριζαν κι εμένα έτσι, και χειρότερα, παρά να με κλείνουν σε κάγκελα.


* Προσοχή, υπάρχει και αντιπαράδειγμα: ο κήπος του Ζαππείου, που υπερφωτίστηκε σαν πίστα αεροδρομίου, κι έδιωξε ώς και τα πουλιά (οι ειδικοί κατάγγειλαν τότε πως οι προβολείς απορρυθμίζουν το βιολογικό ρολόι των πουλιών, που νομίζουν τη νύχτα μέρα). Αλλά γενικότερα το Ζάππειο αποτελεί πρότυπο «επιτυχημένης» ανάπλασης, σύμφωνα με όσα συζητούμε εδώ: με την όντως καλαίσθητα ανακαινισμένη Αίγλη καταργήθηκε ο μοναδικός τόπος λαϊκής, φτηνής διασκέδασης στο κέντρο της πρωτεύουσας, και ο κήπος του Ζαππείου με τα χλιδάτα κέντρα του έγινε άλλη μια κοσμική πασαρέλα, ένα χλιδάτο πάρκιγκ χλιδάτων αυτοκινήτων (με παρκαδόρους, εννοείται).

buzz it!

Ένας είναι ο εχθρός, ο μανιχαϊσμός [από τον ιρακινό πόλεμο, α]

Τα Νέα, 19 Απριλίου 2003

Ο πόλεμος στο Κόσοβο έγινε για να εξουδετερώσει τον σφαγέα δικτάτορα Μιλόσεβιτς. Ο πόλεμος στο Ιράκ έγινε για να εξουδετερώσει τον σφαγέα δικτάτορα Σαντάμ. Αφού συμφωνούμε πως και ο Μιλόσεβιτς και ο Σαντάμ είναι σφαγείς δικτάτορες, γιατί ο ένας πόλεμος ήταν δίκαιος και ο άλλος άδικος;

το πλήρες κείμενο:

Ο πόλεμος τέλειωσε. Ένας πόλεμος «ψεκάστε, σκουπίστε», όπως τον θέλησαν οι εμπνευστές του Αμερικανοί και οι συνοδοιπόροι, μα άλλο τόσο και οι αντίθετοι εμείς.

Διότι ο πόλεμος αυτός δοκίμασε σκληρά τα ανθρωπιστικά αισθήματα και τις ενοχές μας, και πιο πολύ τα ανακλαστικά μας, μια και αυτά ακριβώς μετρούν και ελέγχουν το μείζον, δηλαδή τις ιδεολογικές αντοχές μας.

Ας ξεκινήσουμε ανάποδα, από τη συμβολική τουλάχιστον λήξη του πολέμου, την είσοδο στη Βαγδάτη, να θυμηθούμε, όσο είναι νωρίς ακόμα, τι είδαμε στις τηλεοράσεις μας, τι νιώσαμε, τη μέρα εκείνη, τις πρώτες ώρες και λίγο μετά: βαθιά ανακούφιση και ευφορία, με επαναλαμβανόμενο, σταθερό σχεδόν φόντο το πλιάτσικο.

Δηλαδή τέλειωσε, ευτυχώς, ο πόλεμος, όχι άλλα αίματα και ζωές χαμένες. Και επίσης όχι άλλα δακρυγόνα, μποτιλιαρίσματα, ξεποδαριάσματα, άνευ λόγου μάλιστα, σιγά μην ιδρώσει το αφτί της Αμερικής. Εξάλλου, γιά δες τους κι αυτούς. Στο πλιάτσικο το ’ριξαν, ε, Άραβες βλέπεις, που το ’βαλαν εξάλλου στα πόδια, οι «Φευγαγίν», όπως το σκαρώσαμε ευθύς το ευφυολόγημα. Υποτίμηση και απαξίωση, εκφρασμένες ρητά αρκετές φορές, έμμεσα τις πιο πολλές, για έναν άγνωστό μας λαό, έτσι συλλήβδην (πόσοι ήταν επιτέλους οι πλιατσικολόγοι;), που ήρθε και θρονιάστηκε στην καλή μας πολυθρόνα, και μας τη γέμισε και αίματα αποπάνω.

Υπεραπλουστεύω, σίγουρα, μια και τα αισθήματα δεν είναι μόνο αυτά. Είναι όμως και αυτά, και υπάρχουν και χειρότερα, πιο ωμά ακόμη. Αλλά εμείς θα μείνουμε στη δική μας γειτονιά: όχι με τους φιλοπόλεμους, τους λίγους ευτυχώς, ούτε με τους παγερά αδιάφορους, αλλά με τους δικούς μας, τους κοντινούς μας, στην παρέα, στη δουλειά, στον ευρύτερα προοδευτικό χώρο, μ’ αυτούς τους πολλούς που μαζί κατεβήκαμε στις πορείες.

Και ήταν άκρως εντυπωσιακό το φαινόμενο: μέσα από το ίδιο το αντιπολεμικό ρεύμα είδαμε να εκφράζεται ένα ολόκληρο ρεπερτόριο καθωσπρεπισμού και σκεπτικισμού έως κυνισμού και ειρωνείας, για το τι νόημα μπορεί να έχουν λόγου χάρη οι πορείες και οι όποιες άλλες αντιδράσεις, και κυρίως μην ακουστεί, σε καιρό πολέμου, κακιά –αντιαμερικανική– κουβέντα. Πλήθος σχόλια και άρθρα έμοιαζε να θέλουν να ξορκίσουν το κακό: ωραία, δεν είμαστε με τον πόλεμο, αλλά ούτε και με τους ακτιβιστές ή τους κνίτες, δεν είμαστε με την επαναστατική γυμναστική τους και με τον χυδαίο αντιαμερικανισμό τους, κυρίως αυτόν τον τελευταίο.

Γιατί εδώ είναι εκείνο που πονάει. Γιατί τον πόλεμο αυτό τον κάνει φίλος εδικός απέναντι σε άγνωστο, σε ξένο, αν μη τι άλλο πολιτισμικά. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, τη σύγκρουση πολιτισμών, όσο κι αν την απορρίπτουμε σαν γενικό ερμηνευτικό σχήμα για τη σύγχρονη ιστορία, τη βιώνουμε βαθιά στο κύτταρό μας. Λέω σύγκρουση πολιτισμών, γιατί αλλιώς θα έμενε μόνο ο πολιτισμικός ρατσισμός να εξηγεί λόγου χάρη τη χρήση δυτικών σχημάτων για την ερμηνεία του πολιτικού συστήματος των αραβικών χωρών –αλλά αυτό είναι άλλη μεγάλη ιστορία, η μόνη όμως που θα μπορούσε να μας πει τι είδους δικτάτορας είναι ακριβώς ο Σαντάμ. Ας γυρίσουμε στο: φίλος ο Αμερικανός, άγνωστος ξένος ο Ιρακινός, που μας προκαλεί τουλάχιστον αμηχανία.

Και εδώ αρχίζει ο θρίαμβος της σχηματοποίησης, σε μια προσπάθεια να τηρηθούν αποστάσεις, και προπαντός ένα περίεργο –ιδίως σε καιρό πολέμου– σαβουάρ βιβρ: πώς είναι, λέει, δυνατόν να είμαστε αντιαμερικανοί όταν, στη χειρότερη περίπτωση, είμαστε διαβρωμένοι από τον αμερικανικό τρόπο ζωής, ή όταν, στην καλύτερη, απολαμβάνουμε τα αγαθά της αμερικανικής αγοράς και παιδείας. Λες και πρέπει να είμαι φιλοαμερικανός επειδή χρησιμοποιώ τηλέφωνο, ή όποια άλλη αμερικανική εφεύρεση· ή λες και είμαι αυτομάτως αντιαμερικανός, επειδή είμαι εναντίον του πολέμου, αυτού ή και άλλων τους, και τότε θα όφειλα να κόψω αμέσως το τηλέφωνο.

Όλα αυτά φαντάζουν ακόμα πιο περίεργα, από τη στιγμή που συμφωνούμε αυτήν τη φορά πως η Αμερική –να συνοψίσουμε–, με την πιο ακροδεξιά και θρησκόληπτη κυβέρνηση στην ιστορία της, αψηφά τον ΟΗΕ, καταπατά το διεθνές δίκαιο, διεξάγει έναν πόλεμο κατά τον οποίο εξοντώνει, προφανώς εμπρόθετα, και αμάχους, παρεμποδίζει την ανθρωπιστική βοήθεια και τη δράση των συναφών οργανώσεων, καταπατά άλλες διεθνείς συνθήκες στο θέμα των αιχμαλώτων, επιτρέπει ή και ενθαρρύνει τη λεηλασία πολιτιστικών θησαυρών, και επιμένει να εγκαταστήσει δικό της καθεστώς στο μεταπολεμικό Ιράκ.

Έπειτα από όλα αυτά, ο αντιαμερικανισμός σαν ενστικτώδης έστω αντίδραση, σαν απελπισμένη έκφραση του παντελώς ανίσχυρου απέναντι στον αλαζόνα ισχυρό, θα έμοιαζε κατανοητός, οσοδήποτε άγονος και ατελέσφορος κι αν είναι κοινωνικοπολιτικά. Έτσι, από την άλλη, μοιάζει τουλάχιστον άτοπη η αφ’ υψηλού αντιμετώπιση και ο καθωσπρεπισμός, που είπα, ή τα μαθήματα πολιτικής ευπρέπειας για τις όποιες ακραίες αντιδράσεις περιθωριακών ομάδων ή και ευρύτερων πολιτικών σχηματισμών. Γιατί σε καιρό πολέμου το μαχαιροπίρουνο και τα γάντια είναι αν μη τι άλλο περιττή πολυτέλεια, γιατί όταν δέχεσαι επίθεση, γιατί όταν σε χτυπάνε, δε λες ποτέ «μα ελάτε τώρα, σας παρακαλώ»!

Είπα ότι όλα αυτά είναι περίεργα, εφόσον συμφωνούμε αυτήν τη φορά πως είναι παντελώς άδικος ο πόλεμος. Αναφερόμουν προφανώς στην «άλλη φορά», όπου ο πόλεμος θεωρήθηκε από πολλούς δίκαιος. Τώρα που τέλειωσε ο τωρινός πόλεμος και οι κοινές διαδηλώσεις και πορείες, ας πάμε λίγο πίσω, μήπως φωτίσουμε έτσι όλα τα παραπάνω τα σημερινά:

Στο Κόσοβο ο πόλεμος έγινε υπό τις ευλογίες μεγάλου μέρους της διεθνούς κοινότητας και λιγότερων δικών μας, πάντως από καλούς μας φίλους και οικείους ιδεολογικά. Τότε ο πόλεμος έγινε για να εξουδετερώσει τον σφαγέα δικτάτορα Μιλόσεβιτς. Σήμερα ο πόλεμος έγινε για να εξουδετερώσει τον σφαγέα δικτάτορα Σαντάμ. Σήμερα όλοι συμφωνούμε πως είναι σφαγέας δικτάτορας ο Σαντάμ, αλλά επίσης συμφωνούμε ότι είναι άδικος ο πόλεμος εναντίον κυρίαρχης χώρας. Τότε που επίσης συμφωνούσαμε –όσοι λίγοι έστω συμφωνούσαμε– πως ο Μιλόσεβιτς είναι δικτάτορας σφαγέας, γιατί τάχα δεν συμφωνούσαμε πως ήταν άδικος ο πόλεμος εναντίον κυρίαρχης χώρας; Και όχι μόνο: εκχωρώντας τη λογική μας στη λογική του ντέρμπι, αυτήν που εξέφρασε ωμότερα σήμερα ο Μπους («όσοι δεν είναι μαζί μας είναι εχθροί μας»), είπαμε, είπαν δηλαδή, ότι όποιος δεν ήταν με την Αμερική ήταν με τον Μιλόσεβιτς.

Σήμερα εγώ τον δέχομαι τον άλλον και κατά του Σαντάμ και κατά του πολέμου· αυτός γιατί δεν με δέχτηκε και κατά του Μιλόσεβιτς και κατά του πολέμου;

Όχι, ούτε ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ούτε ερωτικά καβγαδάκια. Αλλά ούτε και ποδόσφαιρο και μανιχαϊσμός. Και επειδή η Ιστορία, ως γνωστόν, μόνο μέσα από τη σωστή τοποθέτηση του παρελθόντος μπορεί να σχεδιάσει στοιχειωδώς το μέλλον, που σήμερα, με την εγκαθίδρυση του αμερικανικού ιμπέριουμ, μοιάζει άδηλο και σκοτεινό.

buzz it!

Φιλοαμερικανοί, βαθιά αντιαμερικανοί [από τον ιρακινό πόλεμο, β]

Τα Νέα, 3 Μαΐου 2003

Μακριά από το θέατρο του πραγματικού πολέμου, στην ασφάλεια του εξ ορισμού αμέτοχου, και στην ακόμα μεγαλύτερη ασφάλεια που μας χάρισε η διγλωσσία της κυβέρνησής μας (αντίθετα λόγου χάρη με τη Γαλλία, που απειλείται τώρα με κυρώσεις από την Αμερική!), ας σταθούμε στο μικρό θέατρο του δικού μας πολέμου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Για πόλεμο «ψεκάστε, σκουπίστε» έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, και όντως, από τη λήξη του και έπειτα, είναι εντυπωσιακό να βλέπει κανείς τη σπουδή όλων μας να τελειώνουμε μ’ αυτό τον πόλεμο, να κλείσουμε τις πληγές που άνοιξε, όχι εκεί που μάτωσε γη αλλά εδώ, με τις μικροαμυχές μας. Λέω «μικροαμυχές», για να μη χάνουμε, ιδίως μπροστά στο αίμα, τα μεγέθη· όμως, αναλογικά, πληγές είναι κι οι αμυχές, πόλεμο έχουν δηλαδή από πίσω τους κι αυτές, και πόλεμος σημαίνει αντίπαλα στρατόπεδα.

Έτσι κι αλλιώς, δεν είναι λίγο ένας πόλεμος, έστω για μας που βρισκόμαστε μακριά και σε ασφάλεια: γιατί, και από μακριά και σε ασφάλεια, είμαστε πάντοτε στρατευμένοι σ’ έναν πόλεμο, ακόμα και με την ουδετερότητά μας. Μας εμπλέκει από μόνος του ο πόλεμος –ο κάθε πόλεμος, και όχι μόνο τώρα, στην εποχή δηλαδή της παγκοσμιοποίησης, ή της τηλεόρασης, που μας τον φέρνει μες στο σπίτι.

Το θέατρο λοιπόν του δικού μας πολέμου ορίζεται όλο αυτό το διάστημα ως εξής: είμαστε όλοι εναντίον του πολέμου, είμαστε όλοι εναντίον του καθεστώτος του Σαντάμ, κι ωστόσο την ίδια ώρα είμαστε όλοι φιλοαμερικανοί ή αντιαμερικανοί. Εκ πρώτης όψεως φυσικό: άνθρωποι με διαφορετικές καταβολές και από διαφορετικούς χώρους σε συγκεκριμένη στιγμή και για συγκεκριμένο λόγο βρίσκονται συχνά μαζί.

Όταν καίγεται δίπλα σου το δάσος, τρέχεις να σβήσεις τη φωτιά· δεν λες, ή δεν νοείται να λες, εγώ είμαι του Πασόκ κι εγώ της Νέας Δημοκρατίας, ή εγώ είμαι του ΚΚΕ, και θα κατέβω άλλη ώρα: την ώρα της φωτιάς είσαι εναντίον της φωτιάς –κι εκείνου που την άναψε. Την ώρα που ο γείτονας σφάζει τους από κάτω, μπορεί να λες στις κάμερες «Πέφτω απ’ τα σύννεφα! Και ήταν τόσο ήσυχος!», αλλά δεν είσαι πλέον με τον γείτονα, κι ας είχατε πιει μαζί και μπίρες.

Καμία συγγένεια, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, δεν παύει να υπάρχει, κανένας δεσμός, ούτε ο πιο απλά φιλικός, δεν ακυρώνεται, τίποτα δεν απαλλοτριώνεται, ούτε η εξ αποστάσεως σκέτη συμπάθεια· αλλά την ώρα του μακελειού δεν είσαι με τον μακελάρη. Όμως ο συγγενής, το αίμα σου, ο φίλος, ο γνωστός σου, «μακελάρης»; Εδώ λοιπόν δόθηκε και δίνεται ακόμα μάχη, για τη λέξη πια: ακούς εκεί «μακελάρης»! Ολόκληρη η πολιτική ευπρέπεια επιστρατεύτηκε, όπως ξανάγραψα, και την ώρα που με το ένα χέρι γράφουμε για τα όσα ζοφερά του πολέμου, και με τον ζοφερότερο τρόπο, με το άλλο παλεύουμε να διώξουμε τις μύγες: τον κνίτη που ξεμύτισε απ’ τη γωνία, τον άλλο που κατέβηκε αξύριστος κι άλουστος στην πορεία, τον αφελή ή πρωτόγονο στις αντιδράσεις του, λες κι είναι ποτέ δυνατό –την ώρα του πολέμου, το τονίζω– να είναι ομοιογενή τα μέτωπα, με ίδιο χρώμα κάλτσες.

Όμως εδώ δεν είναι πεδίο μάχης, και θα ’λεγε κανείς ότι μπορούμε έτσι να αξιοποιήσουμε αυτήν ακριβώς την πολυτέλεια, να μη χαθούν οι διακρίσεις. Σωστή οπωσδήποτε η άποψη, αλλά, επιτρέψτε μου, την ώρα του πολέμου, μοιάζει αν μη τι άλλο άκομψη. Και πάντως απαιτεί συνθήκες εργαστηρίου· αλλιώς, μοιραία στην πράξη αυτοαναιρείται· γιατί ακριβώς την ώρα του πολέμου, όσο μακριά και σε ασφάλεια κι αν είμαστε, οι αντιδράσεις είναι εν θερμώ· χάνονται δηλαδή οι διακρίσεις, τη στιγμή που αγωνιζόμαστε γι’ αυτές: ακόμα και η υποψία αντιαμερικανισμού ξυπνά έναν αζήτητο και οπωσδήποτε άτοπο –την απολύτως συγκεκριμένη στιγμή, επιμένω– φιλοαμερικανισμό.

Κι όμως, εξ ορισμού δεν είμαστε με αυτόν που βλέπει αποκλειστικά έναν μακελάρη μπαρμπα-Σαμ με λάσο και εξ ορισμού δεν είμαστε με αυτόν που βλέπει αποκλειστικά το μέγα θαύμα τού made in USA. Αλλά τούτη την ώρα του πολέμου πηγαίνουμε μαζί και με τον μονομανή κυνηγό του μακελάρη μπαρμπα-Σαμ. Όπως και την ώρα του άλλου πολέμου, απέναντι στους Μπιν Λάντεν λόγου χάρη, πηγαίνουμε μαζί και με τον χαζοχαρούμενο φετιχιστή τού made in USA. Την ιδεολογική μας καθαρότητα θα την αναζητήσουμε πριν και μετά, χωρίς ποτέ βεβαίως να χάσουμε την ιδεολογική μας ταυτότητα και κατά. Απλώς, το λέω αλλιώς, στον εκάστοτε πόλεμο πολεμάμε τον εκάστοτε εχθρό στο πλευρό του εκάστοτε συμμάχου, συνοδοιπόρου, σύντροφου ή ό,τι άλλο, ακόμα και χτεσινού ή μπορεί κι αυριανού εχθρού.

Τώρα, δείτε: την ώρα –πρέπει να το λέω συνέχεια– του πολέμου, βγήκαν παλιοί και νέοι λογαριασμοί, η Αμερική που μας χαντάκωσε κι η Αμερική που μας ανάστησε, η Αμερική του ιμπεριαλισμού κι η Αμερική ο φάρος της ελευθερίας, και χρωματίζουν τις αντίπαλες εξέδρες.

Τι είμαστε λοιπόν; Φιλοαμερικανοί ή αντιαμερικανοί; Είμαστε και φιλοαμερικανοί και αντιαμερικανοί, σπεύδω να προλάβω. Και προσοχή, όχι ίσες αποστάσεις, όχι αφ’ υψηλού και υπεράνω· όχι «ούτε υπέρ ούτε κατά», αλλά «και υπέρ και κατά» –και με μανία, «δαγκωτό». Αλλιώς, αν όλο το εξαιρετικά περίπλοκο παιχνίδι της πολιτικής και της ιδεολογίας ήταν απλώς θέμα ισολογισμού και συμψηφισμών, θα ήταν εύκολο:

Είμαστε δηλαδή φιλοαμερικανοί: Για την Αμερική του Τζέφερσον και του Λίνκολν, για την Αμερική της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για την Αμερική της σύγχρονης τεχνολογίας και της ιατρικής επιστήμης, για την Αμερική της λογοτεχνίας του Σάλιντζερ, του Φώκνερ και του Χένρι Τζέημς, του Πόε και του Έζρα Πάουντ, του Γουίτμαν και της Ντίκινσον, για την Αμερική του θεάτρου του Ο’Νηλ, του Τεννεσή Ουίλλιαμς και του Άλμπη, για την Αμερική της μουσικής του Γκέρσουιν, του Μπάρμπερ και του Μπέρνσταϊν, του Έλλινγκτον και του Τσάρλι Πάρκερ, του Πρίσλεϊ, του Ντύλαν και του Σπρίνγκστην, για την Αμερική του κινηματογράφου του Ουέλλες, του Σκορσέζε και του Γούντι Άλλεν, για την Αμερική του σύγχρονου χορού της Μάρθας Γκράχαμ, του Κάννινγκαμ και του Αίηλυ, για την Αμερική της ζωγραφικής του Τζάκσον Πόλλοκ και του Ρόθκο, για την Αμερική του Μάικλ Τζόρνταν και του Μάτζικ Τζόνσον.

Και είμαστε αντιαμερικανοί: Για την Αμερική της εξόντωσης των Ινδιάνων, για την Αμερική της Κου Κλουξ Κλαν και των φυλετικών διακρίσεων, για την Αμερική του μακαρθισμού και της αντικομμουνιστικής υστερίας, για την Αμερική του πουριτανισμού και της απαγόρευσης των αμβλώσεων, για την Αμερική της θανατικής ποινής, για την Αμερική της τεράστιας στρατιάς αναλφαβήτων και του τεράστιου ποσοστού ανθρώπων κάτω από τα όρια της φτώχειας, για την Αμερική που καταργεί τη διδασκαλία της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, που λογοκρίνει τον Ροντέν και καίει βιβλία του Σαίξπηρ ή δίσκους του Σπρίνγκστην, για την Αμερική του Βιετνάμ, όλων των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και πολέμων.

Και ο ισολογισμός; Αν επιμείνουμε, αρνητικός θα βγει. Γιά δείτε: οι τέχνες και οι επιστήμες ανθούν ακόμα και στα πιο ανελεύθερα καθεστώτα· άρα, οι ελευθερίες μετρούν τελικά. Θα βαρύνουν δηλαδή στην –υπεραπλουστευτική– ζυγαριά οι φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις, σήμερα ακόμα, ο βαθύς συντηρητισμός, ο πουριτανισμός και η λογοκρισία, και βεβαίως ο ιμπεριαλισμός. Άρα; Είμαστε αντιαμερικανοί; Κι όμως. Απ’ την άλλη, δεν έχουμε καμία μα καμία απολύτως σχέση με τα θεοκρατικά καθεστώτα ή τα προγραμματικά ανελεύθερα και δικτατορικά του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Άρα; Είμαστε φιλοαμερικανοί; Η Αμερική λοιπόν είναι οπωσδήποτε αίμα απ’ το αίμα μας· και σαν ηγετική δύναμη του λεγόμενου δυτικού κόσμου, όπου αυστηρά και μόνο ανήκουμε, αποτελεί πρόμαχο των ατομικών ελευθεριών και της αστικής δημοκρατίας. Άρα; Είμαστε φιλοαμερικανοί; Όμως, αναλογικά, και μέσα ακριβώς στον δυτικό κόσμο, η κατά των αμβλώσεων και υπέρ της θανατικής ποινής Αμερική είναι σήμερα η πιο συντηρητική, η πιο σκοταδιστική χώρα. Άρα; Είμαστε αντιαμερικανοί;

Δεν έχει νόημα αυτό το γαϊτανάκι. Πολιτισμικά είμαστε φιλοαμερικανοί, είμαστε Αμερικανοί. Και η οικογένειά μας είναι πάντοτε οικογένειά μας. Αυτό όμως δεν νοείται να μας εμποδίζει να είμαστε –κατά περίπτωση ή και γενικά, με τους ποδοσφαιρικούς όρους όσων επιμένουν– απερίφραστα αντιαμερικανοί. Δεν είναι αντίφαση αυτό: είναι ή θα έπρεπε να είναι η απλή πραγματικότητα. Έτσι όπως είμαστε και μένουμε, λόγου χάρη, Έλληνες και δεν γινόμαστε αίφνης ανθέλληνες, όπως μας στολίζουν, ξέρετε πάντοτε ποιοι, όταν επισημαίνουμε τα μύρια όσα τρωτά στην ίδια μας τη χώρα, όσα μας βρίσκουν κάποτε ριζικά αντίθετους ιδεολογικοπολιτικά, και που γι’ αυτά άλλοτε άλλοι πολέμησαν και άλλοι, με τον τρόπο τους, πολεμούν ακόμα.

buzz it!

Ο επιμελητής εκδόσεων και η θεά Τζούνο [για την επιμέλεια εκδόσεων, 1]

Τα Νέα, 17 Μαΐου 2003

Τελικά, τι έκαναν τα μάτια των γυναικών στον Ελύτη: «σκαρδαμύσανε» ή «σκαραδαμύσανε»;

Ο λόγος για έναν στίχο από το πεζολογικό Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου: «ώρες πέρασαν ώσπου, κάποια στιγμή, των γυναικών τα μάτια σκαρδαμύσανε», όπως διόρθωσα στη συγκεντρωτική έκδοση του έργου του ποιητή (Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002), ένα αναντίλεκτο τυπογραφικό σφάλμα, όπως πιστεύω εγώ, μία ηθελημένη παράβαση του ποιητή, όπως πιστεύει ο γνωστός φιλόλογος και κριτικός Αντρέας Μπελεζίνης.

διαβάστε τη συνέχεια...

Χρωστώ χάριτες στον κ. Μπελεζίνη που μου δίνει την ευκαιρία, όχι τόσο να εκθέσω την πεποίθησή μου, αυτήν άλλωστε που με οδήγησε σε σιωπηρή διόρθωση (ενώ δηλώνω ρητά, μέσα στην έκδοση, διορθώσεις ακόμα και ορθογραφικών σφαλμάτων), όσο να παρουσιάσω το πολυσυζητημένο αλλά σχεδόν άγνωστο και απροσδιόριστο επάγγελμα του επιμελητή εκδόσεων.

Θα εκμεταλλευτώ λοιπόν αυτή την ευκαιρία να συστήσω πρώτα το επάγγελμά μου, ένα επάγγελμα κρυμμένο πίσω από το τυπωμένο βιβλίο που κρατούμε στα χέρια μας, ένα επάγγελμα υπεύθυνο ώς έναν μεγάλο βαθμό για το τελικό αποτέλεσμα, και το καλό και το κακό. Και έπειτα, μπορούμε να δούμε συγκεκριμένα το εργαστήρι, την κουζίνα του επιμελητή, μέσα από ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, την έκδοση του Ελύτη, μαζί πια και με το επιμέρους αλλά απολύτως χαρακτηριστικό παράδειγμα του «σκαρδαμύσανε».

Τι είναι λοιπόν αυτός ο «επιμελητής εκδόσεων», τι σόι επάγγελμα είναι αυτό, μαζί με το προγονικό και κάποτε ταυτόσημο «διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων», που γεννά στον άλλο απορία και σ’ εσένα αφόρητη αμηχανία, όταν σε βάζει να σκοντάφτεις στα προκαταρκτικά κιόλας μιας γνωριμίας ή μιας συνάντησης έπειτα από χρόνια. «Και τι δουλειά κάνεις;» είναι η αυτόματη ερώτηση, κι άντε να εξηγήσεις τι είναι «τυπογραφικά δοκίμια» και «διόρθωση» και «επιμέλεια» στη θεια σου στο χωριό, στη γνωριμία του μπαρ και μες στην εκκωφαντική μουσική, στον αστυνομικό που σε σταματάει στο δρόμο για έλεγχο στοιχείων, στον άγνωστο που σε κυνηγάει στο τηλέφωνο γιατί σε μπέρδεψε με συνονόματο δικαστικό επιμελητή («επιμελητή επιδόσεων»;). Άντε να εξηγήσεις, ακόμα χειρότερα, στο ΤΕΒΕ, όπου ασφαλίζεσαι υποχρεωτικά σαν «επιμελητής εκδόσεων» κι αυτοί επιμένουν να γράφουν «Εκδόσεις» και να σε κυνηγάν έπειτα για εκδότη. Ή στην Εφορία, όπου φορολογείσαι τριάντα ολόκληρα χρόνια, και ξαφνικά σε αναγκάζουν περίπου να δηλώσεις μόνο «μεταφραστής», για να ξεμπερδεύεις και να γλιτώσεις, όχι φόρους αλλά παραλογισμό και ανώφελα τρεχάματα. Τι λέω όμως τώρα; Άντε να εξηγήσεις σε ανθρώπους του ίδιου του χώρου «των γραμμάτων», όπως λέγεται, και του βιβλίου, που θεωρούν λόγου χάρη πως επιμελητής είναι ο κομπλεξικός που θέλησε να ανέβει από το ταπεινό σκαλί του διορθωτή δοκιμίων στο ψηλότερο του επιμελητή.

Πώς βγαίνει λοιπόν το βιβλίο; Ή πώς έβγαινε παλιά το βιβλίο; Έπαιρνε παλιά ο εκδότης το χειρόγραφο, αποφάσιζε για το σχήμα του βιβλίου, το είδος και το μέγεθος των τυπογραφικών στοιχείων, δηλαδή των γραμμάτων, στο κυρίως κείμενο, στους τίτλους των κεφαλαίων, των υποκεφαλαίων κτλ., πολλές φορές έκανε κι έναν ορθογραφικό έλεγχο, κάποτε και συντακτικό και μεταφραστικό, και το ’στελνε στον τυπογράφο. Άλλοτε πάλι το ’στελνε κατευθείαν στον τυπογράφο της εμπιστοσύνης του, κι έκανε εκείνος μόνος του το σχεδιασμό της έκδοσης κι έπειτα προχωρούσε στη στοιχειοθεσία του κειμένου. Και το κείμενο πήγαινε στον «διορθωτή τυπογραφικών δοκιμίων». Αυτός διόρθωνε όσα λάθη επισήμαινε, λάθη τυπογραφικά αλλά και λάθη του συγγραφέα –όσα είχαν ξεφύγει από τον ίδιο τον τυπογράφο-στοιχειοθέτη. Λάθη, εννοείται, ορθογραφικά, και αναλόγως, έπειτα, λάθη συντακτικά, σε συνεννόηση με τον εκδότη ή με τον συγγραφέα. Η διαδικασία επαναλαμβανόταν (κατά κανόνα δεύτερη και τρίτη διόρθωση), και το βιβλίο τυπωνόταν έπειτα από την ενυπόγραφη «ετυμηγορία» του διορθωτή: Τυπωθήτω.

Είπα ότι ο τυπογράφος διόρθωνε μόνος του: ο παλιός τυπογράφος βεβαίως, που ήξερε γράμματα και που κυρίως ο ρυθμός της δουλειάς του τού επέτρεπε να παρακολουθεί το κείμενο και να διορθώνει: τον συγγραφέα αλλά κάποτε και τον διορθωτή! Δεν έφευγε δοκίμιο για διόρθωση απ’ τους μάστορες στοιχειοθέτες Αδελφούς Παληβογιάννη κι έπειτα βιβλίο απ’ τους μάστορες τυπογράφους Χρίστο Μανουσαρίδη και Νώντα Ταμπακόπουλο –για να αναφέρω πρόχειρα ορισμένους από αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκα εγώ– χωρίς να ’χουν διορθωθεί «αυτομάτως» τα περισσότερα λάθη και χωρίς να ’χουν τουλάχιστον επισημανθεί θέματα αισθητικής του βιβλίου.

Με την αλλαγή στον τρόπο και στο ρυθμό παραγωγής, η δουλειά του εκδότη ως προς τον χαρακτηρισμό του κειμένου άλλοτε πέρασε στον διορθωτή, άλλοτε έμεινε στα χέρια του τυπογράφου, συχνά αφέθηκε στην τύχη. Παράλληλα, οι νέου είδους τυπογράφοι, οι φωτοστοιχειοθέτες για την ακρίβεια κι έπειτα οι χειριστές ειδικών προγραμμάτων σε υπολογιστές, δεν είχαν το χρονικό περιθώριο για διόρθωση, και νομίμως η δουλειά έμεινε αποκλειστικά στα χέρια του διορθωτή.

Με τον καιρό ο διορθωτής που ρητά ανέλαβε το μέρος της δουλειάς του εκδότη ως προς τον σχεδιασμό της έκδοσης και τον έλεγχο του κειμένου ονομάστηκε επιμελητής, επειδή ακριβώς ανέλαβε και τυπικά όλη την επιμέλεια, όλη τη διαδικασία της έκδοσης: ξαναλέω, την επιλογή σχήματος, τυπογραφικών στοιχείων, συχνά και χαρτιού· τον ορθογραφικό έλεγχο του κειμένου πριν παραδοθεί στο τυπογραφείο, αλλά μαζί και τη γενικότερη γλωσσική επιμέλεια του κειμένου, τη διόρθωση δηλαδή και συντακτικών και μεταφραστικών σφαλμάτων· έπειτα, τη γνωστή, «κανονική» διόρθωση των τυπογραφικών σφαλμάτων, μαζί με τη σελιδοποίηση, το «κόψιμο» των σελίδων, και την όλη καλλιτεχνική εμφάνιση του βιβλίου· τέλος, το σχεδιασμό του εξωφύλλου. Αυτά ήταν και είναι η «τυπογραφική επιμέλεια».

Η νεότερη εξέλιξη, και πάλι στον τρόπο παραγωγής, πολλές φορές ξεχωρίζει την «καλλιτεχνική επιμέλεια», ιδίως σε βιβλία με ειδικότερες απαιτήσεις (εικονογραφημένες εκδόσεις, λευκώματα κτλ.), που την αναλαμβάνει γραφίστας, ο οποίος έχει ήδη επιβληθεί στη βιβλιοπαραγωγή, ειδικός πλέον για το εξώφυλλο, καθώς επικράτησε σχεδόν ο τύπος εξωφύλλου με φωτογραφικό ή άλλο εικαστικό υλικό.

Η αταξία, εννοείται, δηλαδή η σύγχυση αρμοδιοτήτων, άρα και ευθυνών, δεν εξέλιπε. Υπάρχει τώρα ο «σκέτος» διορθωτής, που τυπικά είναι υπεύθυνος απλώς για την «πιστή» αναπαραγωγή του χειρογράφου, και που όμως θα ακούσει κάποια στιγμή το γνωστό : «καλά, κι εσύ δεν το ’βλεπες;» Υπάρχει και ο διορθωτής, που, έπειτα από τη στοιχειοθεσία και παρά τις συμβατικές υποχρεώσεις του, ασχολείται, αναγκαστικά κατ’ οικονομίαν, με τη γλωσσική επιμέλεια, και μόνο το τεχνικό μέρος (π.χ. σελιδοποίηση) τον διακρίνει –όχι όμως πάντοτε και εδώ!– από τον επιμελητή –και ο οποίος επίσης θα ακούσει το γνωστό: «καλά, κι εσύ δεν το ’βλεπες;» Και υπάρχει και ο επιμελητής, όπως τον είδαμε, να συγκεντρώνει «επισήμως», «θεσμικά», φιλολογική, τυπογραφική και καλλιτεχνική επιμέλεια, σε δόσεις που κατά περίπτωση αυξομειώνονται.

Σε αυτά τα ασαφή εντέλει όρια πόσο σαφής μπορεί να είναι η ευθύνη και η δικαιοδοσία του επιμελητή; Θα την αποκαταστήσει φερειπείν στην ελληνική της μορφή τη θεά Ήρα ή θα την αφήσει αταύτιστη, με το λατινικό της όνομα Juno, όπως ζητούν πολεμοχαρώς οι αντίθετοι με τη γλωσσική επιμέλεια –για να εκτεθεί τάχα ο μεταφραστής;

Θα συνεχίσουμε.

buzz it!

Tα «ανεύστοχα» και το δικαίωμα του αναγνώστη [για την επιμέλεια εκδόσεων, 2]

Τα Νέα, 31 Μαΐου 2003

Η Τζούνο θα διορθωθεί οπωσδήποτε και θα γίνει Ήρα, και δε θα μείνει το λάθος, να στραβώνει εσαεί τον αναγνώστη, μόνο και μόνο για να εκτεθεί, ενδεχομένως, ο μεταφραστής.

Διατυπώνω τώρα σαν κατηγορηματική θέση αυτό που διατύπωσα σαν –ρητορική προφανώς– ερώτηση στην κατακλείδα της προηγούμενης επιφυλλίδας μου, με θέμα το επάγγελμα του επιμελητή εκδόσεων.

διαβάστε τη συνέχεια...

Είδαμε ότι, με τις εξελίξεις στην παραγωγή του βιβλίου, στην επιμέλεια εκδόσεων συγκεντρώθηκε η φιλολογική, δηλαδή γλωσσική και οιονεί επιστημονική, και η τεχνική, δηλαδή καθαρά τυπογραφική και καλλιτεχνική, επιμέλεια –όλα σε αναπόφευκτα ρευστή δοσολογία. Το αμφισβητούμενο και πλέον επίμαχο στην όλη διαδικασία είναι η φιλολογική, η γλωσσική επιμέλεια.

Αναφέρομαι πάντοτε σε τρέχουσες εκδόσεις, γιατί αλλιώς η φιλολογική επιμέλεια έχει αυστηρότερα ορισμένο χώρο, μιλούμε τότε για την έκδοση παλαιότερων κειμένων, όπου ο ειδικός επιστήμονας, φιλόλογος ή ιστορικός, καλείται να αποκαταστήσει φθαρμένα σημεία του χειρογράφου, να υπομνηματίσει το κείμενο, δηλαδή να το φωτίσει με σημειώσεις, να συντάξει ευρετήρια και άλλα πολλά. Αλλά και από τις τρέχουσες εκδόσεις αναφέρομαι κυρίως στις μεταφράσεις, που αποτελούν ίσως τον κύριο όγκο της βιβλιοπαραγωγής, ή πάντως τον κυρίως χώρο όπου απαιτείται ευρύτερη γλωσσική, φιλολογική και επιστημονική επιμέλεια.

Τι αγγίζει λοιπόν η γλωσσική επιμέλεια σε μια κοινή έκδοση, και ειδικότερα σε μια μετάφραση; Άλλοτε λίγα και άλλοτε πολλά, άλλα αναντίλεκτα και άλλα αμφισβητούμενα. Αν προσπαθήσουμε να ορίσουμε την κλίμακα από τα αναντίλεκτα στα αμφισβητούμενα και από κει στα απαγορευμένα, με πολλά «πάνω-κάτω» μπορούμε να ξεκινήσουμε από την ορθογραφία, να πάμε στη στίξη, έπειτα –ή μήπως πριν;– στη σύνταξη, σολοικισμούς και ακυρολεξίες, έπειτα –μήπως και πάλι πριν;– στο «πραγματολογικό» μέρος, την Τζούνο-Ήρα που είδαμε, τέλος στο ύφος.

Το ύφος λοιπόν, για να κατέβουμε τώρα τη σκάλα, κανονικά δεν το αγγίζουμε. Δεν το αγγίζουμε οπωσδήποτε σε πρωτότυπο κείμενο: αν ο συγγραφέας έβλεπε τους πολεμιστές που «ρογχούσαν», και μάλιστα κάτω απ’ το «ημισέληνο φεγγάρι», δικαίωμά του. Από τις σχέσεις μας και μόνο εξαρτάται αν θα κάνουμε κάποια υπόδειξη, μάλλον ερώτηση πρώτα, να καταλάβουμε τι ακριβώς έκαναν και «ρογχούσαν», κι αν το αλλάξει ο συγγραφέας έχει καλώς –έτσι κι αλλιώς, το υπογράφει και φέρει ακέραιη την ευθύνη. Και δεν τη φέρει δηλαδή ο μεταφραστής; Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί και ο μεταφραστής την υπογράφει τη δουλειά του, και φέρει και αυτός ευθύνη. Ακέραιη όμως; Και τότε ο συγγραφέας, ο ξένος εν προκειμένω, ο μεταφραζόμενος, πού πάει; Εδώ λοιπόν, μπροστά στον συγγραφέα, ο μεταφραστής υποχωρεί· χάνει δηλαδή ώς ένα βαθμό τα δικαιώματά του: γιατί, όσο κι αν είναι δημιουργός ο μεταφραστής, πιο δημιουργός είναι, εννοείται πια, ο μεταφραζόμενος συγγραφέας. Και όπως υποχωρεί μπροστά στον συγγραφέα, έτσι υποχωρεί και μπροστά στον αναγνώστη. Προέχει δηλαδή, καταρχήν θεωρητικά, το δικαίωμα του μεταφραζόμενου συγγραφέα, και πολύ πιο πρακτικά: το δικαίωμα του αναγνώστη. Μπροστά σ’ αυτούς, το ξαναλέω, ο μεταφραστής κάνει πίσω.

Όσο για τον επιμελητή, είναι εξ ορισμού εκτός, τελείως πίσω: όχι γιατί κανείς δεν ξέρει τι δουλειά κάνει, αλλά γιατί, κι αν κανείς την ξέρει, δεν ξέρει ποια και πόση δουλειά έχει κάνει κάθε φορά. Αν δηλαδή η Ήρα ήταν Τζούνο, το ξέρει μόνο αυτός και ο μεταφραστής, ή κι ο εκδότης. Αν διόρθωσε δύο ή χίλια δύο ορθογραφικά λάθη, αν διόρθωσε ένα ή εκατόν ένα συντακτικά λάθη, αν άλλαξε μία πρόταση ή κι όλο σχεδόν το βιβλίο, όλα όσα έκανε και τελικά το έσωσε ή και το χαντάκωσε το βιβλίο, αυτός πάλι το ξέρει –μερικές μάλιστα φορές, ούτε καν ο ίδιος ο μεταφραστής (και εννοώ εδώ ότι συχνά διαβάζει ο μεταφραστής το καταδιορθωμένο κείμενο και μένει ικανοποιημένος με τη μετάφρασή του!). «Άλλοις υπηρετών αναλίσκομαι» ήταν το έμβλημα ενός παλαιότερου επιμελητή, όπως το μετέφερε ο Ε. Χ. Κάσδαγλης, από τους δασκάλους του επαγγέλματος και της τέχνης, μαζί με τον Νάσο Δετζώρτζη, ο οποίος μας μεταδίδει ακόμα τη σοφία του.

Ώστε αλλάζει το ύφος ο επιμελητής; Τη μισή μετάφραση να ξαναγράψει ο επιμελητής, το ύφος δεν αλλάζει. Για να το δούμε ανάποδα, ακόμα και η χειρότερη μετάφραση, που μπορεί να της αλλάξει, όπως λέμε, τα φώτα ο επιμελητής, δεν θα «σωθεί» εντελώς, και σίγουρα θα φέρει μέχρι τέλους τη σφραγίδα του αρχικού χεριού, του μεταφραστή. Έτσι κι αλλιώς, το μεγάλο στοίχημα του επιμελητή είναι να βρει και να υπηρετήσει το ύφος όχι απλώς του εκάστοτε συγγραφέα ή μεταφραστή αλλά και του εκάστοτε κειμένου· και πάντα με γνώμονα αυτό να προτείνει, ακόμα και για πρωτότυπο ποιητικό έργο, αλλαγές και βελτιώσεις.

Είπα «να προτείνει», γιατί σε μια ιδεατή φάση ο επιμελητής θα έπρεπε να συνεργαστεί στενά με τον συγγραφέα ή τον μεταφραστή, και αναλόγως να προχωρήσει –ή πάντως να διαβάσει κάποια στιγμή ο συγγραφέας ή ο μεταφραστής το διορθωμένο κείμενο. Η συνεργασία αυτή, όταν είναι καν εφικτή, ενδέχεται να είναι επίπονη· κατά κανόνα ξεκινά ευλόγως με επιφύλαξη ή και άρνηση από τη μεριά του συγγραφέα/μεταφραστή, και συχνά μπορεί να καταλήξει σε ναυάγιο· συχνότερα όμως κερδισμένοι είναι όλοι, με πρώτο τον αναγνώστη.

Και τάχα είναι πανεπιστήμονας ο επιμελητής; Ή, κι αν ποτέ είναι, είναι και αλάνθαστος; Και ακόμα κι αν έχει –π.χ. από τον εκδότη και εργοδότη του– το τυπικό δικαίωμα, έχει και το ηθικό δικαίωμα; Μπορεί να υποκαταστήσει τον συγγραφέα, τον ειδικό επιστήμονα, τον μελετητή του εκάστοτε γνωστικού αντικειμένου, τον υπεύθυνο μεταφραστή; Καταρχήν, όχι σε όλα. Αλλά και λίγο ναι, θα πω, κι ας μοιάζει παιδικό κρυφτό.

Γιά να παίξουμε όμως λίγο με τα αναντίλεκτα και μη, πλάι στο «ρογχούσαν» που ανάφερα πιο πάνω, και να δούμε τα ασαφή όρια της ίδιας της δουλειάς.

Πρώτα σε πρωτότυπο κείμενο: όταν ο συγγραφέας γράφει «εύστοχα ή ανεύστοχα», τι κάνει ο επιμελητής; Έστω πως το υποδεικνύει, πως ρωτάει. (Ενώ, αν ήταν σε μετάφραση, θα έλεγα πως διορθώνει αμέσως το «ανεύστοχα» σε άστοχα, και τελειώνει.) Το ίδιο και με το ατυχές ζεύγος «ακατάστατη - ευκατάστατη». Αλλά με την «ανισχυρία»; Το «γνωρίζω κάποιον κατ’ όψεως», δε θα το κάνει αμέσως εξ όψεως; Την «αυτοκρατόρισσα του Βυζαντίου» όμως θα την κάνει αυτοκράτειρα, ή όχι; Ψιλά γράμματα τώρα· ή θέμα ύφους; Στο ύφος, όμως, το «καταστρέφεται η φήμη», που δεν είναι στο κάτω κάτω λάθος, θα το κάνει άραγε αμαυρώνεται, ίσα ίσα για να το βελτιώσει, και μάλιστα χωρίς να ρωτήσει; Και τώρα, σε ύφος ή σε σύνταξη εμπίπτει η φράση: «ο Ντε Νίρο ενεδρεύει έναν υποψήφιο για το προεδρικό αξίωμα»; Και τι κάνει τότε κανείς, σε πρωτότυπο –υπενθυμίζω– κείμενο; Και πώς βολεύει την «ανεπιλύσιμη διαλεκτική»;

Ανεπίλυτα τις πιο πολλές φορές προβλήματα. Το ίδιο και στη μετάφραση.

Θα συνεχίσω όμως με τη μετάφραση, αλλά και με τον αντίλογο στην όλη δουλειά της γλωσσικής επιμέλειας, ο οποίος, τουλάχιστον στην αφετηρία του και θεωρητικά, είναι οπωσδήποτε σοβαρός.

buzz it!

Ο Βενέδικτος, το Πάρκο και η Τρέμπιτζοντ [για την επιμέλεια εκδόσεων, 3]

Τα Νέα, 14 Ιουνίου 2003

Δύσκολα επεμβαίνουμε, αν επεμβαίνουμε καν, σε πρωτότυπο κείμενο, ακόμα και αν μπορούμε εύκολα και ανώδυνα να το βελτιώσουμε. Διαφορετικά όμως είναι τα πράγματα με το μεταφρασμένο κείμενο, καθώς νόμος εκεί είναι το δίκιο του ξένου συγγραφέα, και μαζί το δίκιο του αναγνώστη, πολύ περισσότερο από του μεταφραστή.

διαβάστε τη συνέχεια...

Κάπως έτσι θα μπορούσα να συνοψίσω την προηγούμενη επιφυλλίδα, με θέμα πάντοτε την επιμέλεια εκδόσεων. Όπου τέλειωνα με ελάχιστα παραδείγματα από πρωτότυπα κείμενα που επιδέχονταν βελτίωση, σε μια προσπάθεια να δούμε τα αναντίλεκτα ή τα αμφισβητούμενα απ’ όσα μπορεί και διορθώνει ο επιμελητής.

Συνεχίζω με ελάχιστα μεταφραστικά: αν συμφωνήσαμε πως τη γνωστή μας πια «Τζούνο» θα την κάνει ο επιμελητής Ήρα, δεν είναι άραγε εξίσου αυτονόητο πως και ο «Σίντιμπαντ ο Ναύτης» (Sindband the Sailor) θα πάρει την οικεία του στα ελληνικά μορφή Σεβάχ ο Θαλασσινός; Και, αλίμονο, η «Τρέμπιτζοντ», δηλαδή η Τραπεζούντα; Στον επιμελητή πάλι δεν μένει να δείξει, αν πάντα και εφόσον ξέρει, πως η συλλογή του Βαλερύ La Jeune Parque είναι Η Νεαρή Μοίρα κι όχι κάποιο «Νεολαιίστικο Πάρκο», όπως το διέπραξε γνωστότατος συγγραφέας σε μεταφραστική εργασία του; Και μακάρι να τού ’ρθει η «έμπνευση» –γιατί πολλά είναι θέμα τύχης να τα βρει κανείς– πως «ο Βενέδικτος ο οποίος ήρθε στο όνομα της αλήθειας», όπως μεταφράζεται η λατινική επιγραφή Benedictus qui venit in nomine veritatis, είναι απλώς παράφραση τού Benedictus qui venit in nomine Domini, Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, οπότε η απόδοση θα ήταν: Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι της αληθείας! Ή να καταλάβει ότι το «εμπόδιο του μοναστηριού» είναι το άβατο του μοναστηριού. Τι κάνει όμως με τα απλά πταίσματα πλέον, τα φαινομενικώς ανώδυνα και αμφιλεγόμενα θέματα ύφους –εντός ή εκτός εισαγωγικών; Τη φράση: «φυσικά δεν θέλεις μια γυναίκα να σου κεράσει το φαΐ σου», (1ον) θα την ανασυντάξει «ελληνικότερα»: «φυσικά δεν θέλεις να σου κεράσει το φαΐ σου μια γυναίκα»; και (2ον και κυριότατον) θα τη διορθώσει: να [σου] πληρώσει το λογαριασμό, ακόμα καλύτερα: να σου κάνει το τραπέζι; Ή θα τ’ αφήσει ως έχουν;

Γιατί όμως τα θέτω όλα αυτά σε μορφή ερωτήσεων; Για να πει ο αναγνώστης: «μα τι λες τώρα, αλίμονο»; Και προπαντός να θαμπωθεί: «βρε τι τσακάλια που είναι αυτοί οι επιμελητές»; Ή υπάρχει τάχα αντίρρηση πως πρέπει να διορθώνονται όλα αυτά; Υπάρχει.

Λέει λοιπόν ο ιστορικός και αρμόδιος κριτικός εκδότης παλαιών κειμένων Φίλιππος Ηλιού (περ. Τα ιστορικά, τχ. 32, Ιούν. 2000) πως «ο γλωσσικός και ο ορθογραφικός εκσυγχρονισμός παλαιοτέρων κειμένων», π.χ. το μονοτονικό σε κείμενα που είχαν γραφτεί και εκδοθεί με τόνους και πνεύματα, επεμβαίνει στην «ιστορικότητα των κειμένων», αφού «όχι μόνο η γλώσσα αλλά και η γραφή, η ορθογραφία (και ό,τι θεωρούμε ανορθογραφία), η στίξη και τα συμπαρομαρτούντα είναι φαινόμενα ιστορικά». Και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να αναπαράγονται πιστά όλα τα κείμενα στην πρώτη τους μορφή, ακόμα και με την ανορθογραφία τους.

Ο Φ. Ηλιού αναφέρεται κυρίως στην αντιμετώπιση παλαιών κειμένων, και καταφεύγει σκόπιμα σε ακραία παραδείγματα (επειδή «αναδεικνύουν, εναργέστερα, τα αποτελέσματα κάποιων μεθόδων και κάποιων μεθοδεύσεων»), όπου φιλολογικός επιμελητής οδοστρωτήρας εκδημοτίκισε βιαίως κείμενα, με γνώμονα το πώς «θα» είχαν γραφτεί χωρίς την επίδραση της καθαρεύουσας! Πέρα όμως από τα παλαιά κείμενα, έχουν γενικότερη ισχύ οι απόψεις του Φ. Ηλιού, και έτσι χρησιμοποιήθηκαν έκτοτε ασμένως, λόγου χάρη από τον μεταφραστή Άρη Μπερλή, με αναφορά πλέον σε όλα τα κείμενα, ιδιαίτερα στις μεταφράσεις, και με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Το άχθος της γλωσσικής επιμέλειας» (Καθημερινή 3.12.2000): έτσι πήγε να ξεκινήσει μια συζήτηση, που είχε συνέχεια τον σοφό και ακριβοδίκαιο λόγο του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου (29.4.2001), αρμόδιου επίσης κριτικού εκδότη παλαιών κειμένων (εκδοτικός άθλος Παπαδιαμάντη), υπέρ της επιμέλειας τώρα, και έκλεισε μ’ ένα γενικότερο, θεωρητικό κείμενο του Αντώνη Ζέρβα (10.6.2001).

Πλάι στα ακραία παραδείγματα του Φ. Ηλιού, όπου εύκολα συμφωνεί κανείς απέναντι στον «κακό» επιμελητή, μπορούν άραγε τα δικά μου ακραία παραδείγματα να αποσπάσουν εξίσου εύκολα τη συμφωνία, στο πλευρό τώρα του «καλού» επιμελητή; Όχι· ο Φ. Ηλιού (και μαζί ο Α. Μπερλής) θεωρεί πως οι καλοί επιμελητές «καλύπτουν, με τις δικές τους γνώσεις, το κύρος των κακών και ημιαγράμματων συγγραφέων», και έτσι συντελούν σε «μια αισθητή νόθευση της πνευματικής μας ζωής».

Ώστε για να εκτεθεί ο κακός μεταφραστής, εκτός απ’ τον Βενέδικτο και τ’ άλλα που είδαμε και τα μύρια όσα βρίσκει κάθε αναγνώστης, θα ’πρεπε ν’ αφήνουμε π.χ. να μεταφράζονται από ξένες γλώσσες όχι τίποτα δυσεύρετα και δυσκολοταύτιστα αρχαία αλλά ακόμα και τίτλοι ποιημάτων του Σεφέρη και του Ελύτη; Και τάχα να γίνει τι; Γράφουν κατά καιρούς πολλοί για μεταφράσεις· και από τους επαγγελματίες κριτικούς –και μέσα από μεγάλες εφημερίδες– ο Κούρτοβικ λόγου χάρη και ο Μπουκάλας συχνά κάνουν συγκεκριμένες επισημάνσεις σε κρινόμενες μεταφράσεις. Λοιπόν; Άλλος (άλλη, για την ακρίβεια) πήρε βραβείο μετάφρασης, άλλος πήρε και κατέχει έδρα πανεπιστημιακή με αντικείμενο ακριβώς τη μετάφραση!*

Μοιάζει μικρόχαρη, θα έλεγα, η άποψη για το ξεμπρόστιασμα των «κακών και ημιαγράμματων συγγραφέων», ειδικά των μεταφραστών με τους οποίους απασχολείται κυρίως η γλωσσική επιμέλεια, μπροστά στο αδιαπραγμάτευτο, πιστεύω, δικαίωμα του ξένου συγγραφέα και του αναγνώστη. Ας δεχτώ όμως ότι πρόκειται για δικαίως αγανακτισμένη αντίδραση προς τους «ημιαγράμματους» (που σας διαβεβαιώ ότι οι επιμελητές πια την αισθανόμαστε τρεις φορές τη μέρα!) και ας πάμε στην ουσία των απόψεων του κ. Ηλιού. Αλλά εδώ, πρώτα θα εξαιρέσουμε τα ειδικών απαιτήσεων παλαιά κείμενα. Ακόμα πιο πριν, πρέπει να εξαιρέσουμε τους κακούς επιμελητές, που με τη στρεβλή αντίληψή τους μπορεί να καταστρέψουν ανεπανόρθωτα ένα κείμενο. Και μόνο οι κακοί τάχα; Ακόμα και οι καλοί, από αμέλεια ή λάθος. Αυτό ισχύει όμως απαράλλαχτα σε κάθε επάγγελμα· σε άλλα μάλιστα, ένα απλό λάθος ή αμέλεια κοστίζουν ανθρώπινες ζωές. Κι όμως, δεν καταργούμε λ.χ. την ιατρική, όχι μόνο για τους αμελείς αλλά ούτε για τους κακούς γιατρούς της.

Αν λοιπόν δεχτούμε τελικά τη γλωσσική επιμέλεια, και αφού συμφωνούμε προγραμματικά στον απόλυτο σεβασμό απέναντι στο πρωτότυπο κείμενο, και συμφωνούμε επίσης ότι και η γραφή, και η ορθογραφία και η ανορθογραφία αποτελούν μαρτυρίες μιας εποχής, πάμε στην πράξη και στο «διά ταύτα», με ακραία πάλι παραδείγματα:

Δεν μπορεί να μη νιώσει ρίγη συγκίνησης όποιος πάρει στα χέρια του τη μνημειώδη έκδοση του Λίνου Πολίτη με τα αυτόγραφα του Σολωμού· το ίδιο και με τη φωτογραφική ανατύπωση του χειρογράφου του Μακρυγιάννη Οράματα και θάματα. Δεν ζητάει όμως κανείς να κυκλοφορούν έτσι και μόνο, για να μας συγκινούν απεριόριστα με τον αδέξιο γραφικό χαρακτήρα και με την ανορθογραφία τους, αλλά να μην μπορούμε να τα διαβάσουμε. Γράφουν τον Εμπειρίκο με περισπωμένη, επειδή έτσι το έγραφε ο ίδιος, και φίλος ποιητής χαριτολογούσε πως θα ’πρεπε τότε τον Ευριπίδη να τον γράφουμε με κεφαλαία, και για τον Όμηρο να χρειαζόμαστε σφυρί και καλέμι, να χαράζουμε το όνομά του σε πέτρα. Ο Ελύτης, όπως όλοι κάποτε, τυπωνόταν με πολυτονικό, άλλοτε και με βαρεία και άλλοτε χωρίς, ανάλογα με τον εκάστοτε επιμελητή. Και την ίδια εποχή πολλά από τα ποιήματα τα τυπωμένα με βαρεία τυπώνονταν χωρίς βαρεία σε επιλογή του έργου του. Πώς θα τυπώσουμε Ελύτη αύριο ή και σήμερα: με ή χωρίς βαρεία; Και στα «άπαντά» του, έπρεπε οι μισές συλλογές να έχουν βαρεία κι οι άλλες όχι;

Αλλά για τον Ελύτη, που αυτός υπήρξε γενναιόδωρος με τους επιμελητές του, θα τελειώσω στην επόμενη επιφυλλίδα.

buzz it!

H γενναιοδωρία των σοφών [για την επιμέλεια εκδόσεων, 4]

Τα Νέα 28 Ιουνίου 2003

Αν ο επιμελητής δεν επεμβαίνει σε πρωτότυπο κείμενο γενικά, τι μπορεί να κάνει ειδικά στη λογοτεχνία, και ειδικότερα στην ποίηση; Ένας λόγος παραπάνω, στην ποίηση του Ελύτη, και όταν μάλιστα δεν ζει πια ο ποιητής;

διαβάστε τη συνέχεια...

Με μια αναφορά στη συγκεντρωτική έκδοση της ποίησης του Ελύτη με δική μου επιμέλεια οδεύει προς το τέλος της η σειρά επιφυλλίδων για την τυπογραφική επιμέλεια (βλ. εδώ, α, β, γ). Και έπειτα από τις θεωρητικού τύπου επιφυλλίδες για το αμφιλεγόμενο αυτό επάγγελμα, έχει, πιστεύω, ενδιαφέρον μια ματιά στο εργαστήρι, την κουζίνα του επιμελητή, και ιδίως όταν εκεί μαγειρεύεται Ελύτης, μολονότι έτσι γίνομαι περισσότερο λεπτολόγος και αναπόφευκτα προσωπικός.

Ξεκίνησα να μιλάω για ένα επάγγελμα κρυμμένο πίσω από το τυπωμένο βιβλίο, με τη μικρή ή μεγάλη συμβολή του, συμβολή θετική, μπορεί και υπερθετική, αλλά κάποιες φορές και αρνητική, μπορεί και καταστροφική, ένα επάγγελμα που δεν αντιδικεί με το κείμενο ή με το συγγραφέα, αλλά προστρέχει, όσο μπορεί, και υπηρετεί –το συγγραφέα ακριβώς και το κείμενο, και εντέλει και τον αναγνώστη.

Γιατί, ως γνωστόν, η περιπέτεια της γραφής είναι μεγάλη, και της μετάφρασης –για άλλους λόγους– ακόμα μεγαλύτερη, και πάντοτε ένα τρίτο μάτι μπορεί κάτι ή πολλά να πιάσει. Αυτό το ξέρουν όλοι όσοι γράφουν δύο έστω γραμμές, και περισσότερο όσοι μεταφράζουν, γιατί η μετάφραση ιδιαίτερα είναι και τεχνική, μια τεχνική που φτάνει να ξεπερνάει ακόμα και δόκιμους χειριστές του λόγου.

Γίνεται όμως rewriting, όπως λέγεται, δηλαδή «ανασύνταξη», και στη λογοτεχνία; Γενικά, όχι. Ειδικά, μπορεί. Ίσως στην πεζογραφία –και πάντοτε σε συνεργασία με το συγγραφέα. Όχι όμως, πάλι γενικά, στην ποίηση: όχι ανασύνταξη, εννοώ· επειδή διόρθωση, να διορθώσει κανείς κάποια λέξη, έναν γραμματικό τύπο κτλ., ναι, μπορεί –πάντοτε, ξαναγράφω, με την άδεια του ποιητή.

Τι κάνει λοιπόν σ’ αυτό το πολύ περιορισμένο πλέον πεδίο των υποχρεώσεων και των αρμοδιοτήτων του ένας επιμελητής; Και ειδικά στον Ελύτη, όπου δεν γίνεται να είναι πιο περιορισμένο το πεδίο αυτό;

Δεν θα αναφερθώ στην εργασία μου όσο ζούσε ο ποιητής: εκεί τα πράγματα ήταν απλά, και τα αποτελέσματα δεδομένα. Για όποιον πάντως σκύψει στην έκδοση Εν λευκώ, τον δεύτερο τόμο με τα πεζά του, όπου ανατυπώνονται κυρίως παλαιότερα κείμενα, θα δει συγκρίνοντας ότι ο ποιητής, αντίθετα απ’ ό,τι γράφτηκε, ήταν οπωσδήποτε «ευμενής» απέναντι στις διορθώσεις –λέξεων, γραμματικών τύπων, ολόκληρων συντακτικών σχημάτων. Ή γενναιόδωρος, για να το πω αλλιώς. Στην ποίηση, βέβαια, δεν θα μπορούσε να είναι το ίδιο «δεκτικός»:* αλλά και πώς νοείται να υποδείξει κανείς αλλαγές στον Ελύτη, πέρα από μια έκθλιψη, ένα συμφωνικό σύμπλεγμα, ένα ευφωνικό -ν, άντε και κάποιον μεμονωμένο γραμματικό τύπο!

Όταν όμως δεν ζει πια ο ποιητής; Αρκεί τάχα η οσοδήποτε στενή συνεργασία, για να καθοδηγηθεί κανείς σε μια συγκεντρωτική έκδοση 17 συλλογών, που απλώνονται σ’ ένα διάστημα κοντά 50 χρόνων; Οπωσδήποτε όχι, μολονότι στην περίπτωσή μας δεν είναι αδέσποτο το έργο: υπάρχει κληρονόμος του ποιητή, η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, που από «θεσμική» θέση, και όχι μόνο, στηρίζει, παρακολουθεί –δηλαδή ελέγχει, να το πω απλά–, ή και υπαγορεύει βασικές ή επιμέρους επιλογές και κατευθύνσεις.

Ας πάρω τα πράγματα από την αρχή, να δούμε συγκεκριμένα τη δουλειά ενός επιμελητή, υπενθυμίζοντας και συνοψίζοντας κατά κάποιον τρόπο όσα έγραψα στις προηγούμενες επιφυλλίδες. Τώρα, με δεδομένο το μικρό σχήμα του βιβλίου (ρητή επιθυμία του ποιητή), σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις των ποιημάτων (μεγάλο πλάτος στίχων, πολλοί άξονες σε ένα ποίημα κτλ.), ο επιμελητής επιλέγει το είδος και το μέγεθος των γραμμάτων, και στην πορεία προσπαθεί με τη σελιδοποίηση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του βιβλίου και της σκληρής τυπογραφικής πραγματικότητας.

Παράλληλα με την αμιγώς τυπογραφική επιμέλεια, η «φιλολογικότερη»: πρέπει πρώτα να ελεγχθούν οι στίχοι ξένων ποιητών, έργο κατεξοχήν απαιτητικό, όταν πολλές φορές δεν δίνεται καν το όνομα του ποιητή. Διαβάζοντας λ.χ. στα Ετεροθαλή: Juego de luna y arena, πρέπει να μαντέψεις, να βρεις, πως είναι Λόρκα, και έπειτα να βρεις και από ποιο ποίημα· και καλά ο Λόρκα, αλλά στη Μαρία Νεφέλη, άντε να βρεις ότι το en las purpúreas horas είναι του Γκόνγκορα, κ.ο.κ. Έτσι, πρέπει, όσο είναι εφικτό, να ταυτιστούν και να ελεγχθούν στίχοι από Όμηρο, Πίνδαρο και Ρωμανό, Δάντη, Απολλιναίρ, Χαίλντερλιν, Νοβάλις, και πλήθος άλλους.

Μαζί γίνεται και η ορθογραφική ενοποίηση, σύμφωνα τη σχολική γραμματική, όπως έκανε πάντοτε ο ίδιος ο ποιητής, ή όπως άφηνε να κάνουν οι επιμελητές του. Κι εδώ έχει πολλαπλό ενδιαφέρον να δούμε ότι ο ποιητής που έγραψε για τον πολιτισμό τού ωμέγα, του ύψιλον και της υπογεγραμμένης, που από άλλους δρόμους συνέπεσε με απόψεις οι οποίες ταυτίζουν γλώσσα και γραφή, στην πράξη ελάχιστα ασχολήθηκε με την ορθογραφία. Αν και δεν τον έβρισκε σύμφωνο λ.χ. η απλογράφηση των ξένων λέξεων (τρένο με -ε, κτλ.), μόνο σαν χάρη σχεδόν ζητούσε να μείνει το μωβ με -ω· δεν είπε ποτέ ο Ελύτης το τραγικά γνωστό της ημιμάθειας και της ματαιοδοξίας: «έτσι το γράφω εγώ», δεν αναμείχθηκε στο καθαρά ορθογραφικό θέμα, ούτε καν στο ουσιωδέστερο του τελικού -ν, με αποτέλεσμα να τηρείται άλλη αρχή κατά συλλογή ή επιμελητή.

Εδώ είναι η γενναιοδωρία που είπα και παραπάνω και την έκανα και τίτλο της σημερινής επιφυλλίδας: όχι γενναιοδωρία με την έννοια ότι έδινε και στους επιμελητές του κάτι να παίζουν, αλλά με την έννοια ότι δεν ξέφυγε ποτέ και για κανένα εντέλει ωμέγα και ύψιλον και υπογεγραμμένη από την ουσία, τη γλώσσα δηλαδή της ποίησής του, την ποίηση την ίδια και τη γλώσσα την ίδια, κι όχι τη γραφή της –και άφηνε τότε τους επιμελητές να κάνουν τη δική τους τη μικροδουλειά.

Για την ορθογραφική ενοποίηση και τη διόρθωση τυπογραφικών αβλεψιών, η συγκεντρωτική έκδοση επιτρέπει μια συνολική άποψη του έργου και των επιμέρους επιλογών του ποιητή. Έτσι, δε θα μπορέσει να μάθει κανείς αν ο τύπος το φώσφορο είναι αιτιατική του αρσενικού ο φώσφορος ή του δημοτικότερου ουδετέρου το φώσφορο, οπότε ενδεχόμενη προσθήκη του τελικού -ν, με βάση υστερότερες απόψεις του ποιητή, θα άλλαζε το γένος. Θα δει όμως ότι είναι αρσενικό ο στάχυς, και θα σιγουρευτεί ότι η αιτιατική «το Στάχυ» είναι τυπογραφική αβλεψία, καθώς μάλιστα στην ίδια συλλογή έχει προηγηθεί «τον Στάχυ». Θα δει το επαναλαμβανόμενο αφουκράζομαι, και δεν θα το κάνει τότε αφουγκράζομαι, ούτε θα διανοηθεί να διορθώσει το κοινότατο μεγεθυμένο στο γραμματικά σωστό μεγεθυσμένο, που σίγουρα δεν θα το ήθελε ποτέ ο ποιητής –αλλά και επειδή δεν γίνεται διόρθωση στην ποίηση με βάση τη γραμματική!

Σε μεμονωμένες τώρα περιπτώσεις, απαιτείται άλλου είδους σκέψη: στο στίχο λ.χ. από τα τραγούδια του Λόρκα: Παντέρμη λούσε το κορμί σου, λούσ’ τό χελιδονονερό, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ποιητής για να βγάλει τον τόνο από το «το», δηλαδή να δει την εικόνα της Παντέρμης που λούζει το κορμί της με ή στο χελιδονονερό, και όχι ότι βάζει κάτω το χελιδονονερό και το λούζει –άρα διορθώνει την προφανή τυπογραφική αβλεψία, από αυτές που μπορεί να τύχουν στον καθένα.

Θα τελειώσω στο επόμενο.


* Χαρακτηριστικά, στα Ελεγεία της Οξώπετρας διόρθωσε ένα «απ’ ανέκαθεν» (Ίκαρος, α΄ έκδ. 1991, σ. 10): ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ· αλλά επέμεινε να κρατήσει για λόγους ρυθμού ένα άλλο (σ. 34): πάλι βγήκα εκεί / που το κολύμπι μ’ έβγαζε απ’ ανέκαθεν.

buzz it!

H γενναιοδωρία των σοφών (B') [για την επιμέλεια εκδόσεων, 5]

Τα Νέα, 12 Ιουλίου 2003

Με τον επιμελητή της έκδοσης του Ελύτη να προβληματίζεται αν η Παντέρμη του Λόρκα λούζει το κορμί της στο χελιδονονερό ή πιάνει και λούζει το χελιδονονερό έμεινε στη μέση η τελευταία επιφυλλίδα για την τυπογραφική επιμέλεια.

διαβάστε τη συνέχεια...

Καθυστερώ λίγο ακόμα στην εικόνα αυτή, έτσι για να θυμηθούμε το θαυμαστό πάντρεμα του λυρισμού του Ελύτη με τον λυρισμό του Λόρκα, στη μετάφραση των τραγουδιών του Romancero Gitano, που σφραγίστηκε με την επίσης θαυμαστή μελοποίηση του Θεοδωράκη. Ανάμεσα στις δύο επιφυλλίδες αναζήτησα το ισπανικό πρωτότυπο:

Soledad, Μοναξιά, γράφει ο Λόρκα, lava tu cuerpo con agua de las alondras, πλύνε το κορμί σου με νερό κορυδαλλών, μεταφέρω κατά λέξη, και θυμίζω την έξοχη απόδοση του Ελύτη: Παντέρμη λούσε το κορμί σου / λούσ’ το χελιδονονερό

Όπου μια τόση δα οξεία, από απλή αβλεψία (λούσ’ τό χελιδονονερό), αλλάζει το νόημα και καταργεί το ποιητικό θαύμα.

Και μια εξοντωτικά ίσως σχολαστική περίπτωση, όπου ένα τίποτα πάλι, μια απόστροφος, μπορεί να αλλάξει έναν ρηματικό τύπο, τη γλώσσα δηλαδή του ποιητή. Πάλι η Παντέρμη, που ιστορεί τον καημό της: μαύρη πίσσα γίνη’ η λινή μου πουκαμίσα / και μες στο σπίτι σαν τρελή σούρνω το ξέπλεκο μαλλί. Εδώ η απόστροφος στο γίνη σημαίνει έκθλιψη, που σημαίνει ότι ο ακέραιος τύπος είναι «γίνηκε». Αφού όμως η έκθλιψη θα γινόταν για λόγους ρυθμού, θα περιμέναμε: «γίνηκ’ η λινή μου πουκαμίσα», οπότε θα έλειπε και η χασμωδία, που με πάθος την απέφευγε ο ποιητής.

Πρέπει λοιπόν να συνυπολογίσει κανείς τον τύπο φωτίστη στην ίδια συλλογή (Μα τότε πια καμιά φωνή / μόνο φωτίστη ο ουρανός), αλλού το μου δόθη, το θολώθη, και τότε θα βεβαιωθεί ότι η γλώσσα του ποιητή δεν λέει εδώ: γίνηκε, αλλά: εγίνη –και ούτε καν: σκέτα γίνη, που ωστόσο απ’ το εγίνη ακριβώς κατάγεται. Έτσι, καταχρηστικά και εγώ, και για οπτικούς μάλλον λόγους, κατέληξα στο ’γίνη. Ώστε μια τόση δα απόστροφος, μπροστά ή πίσω, χωρίς να αλλάζει κατά τίποτα το ποιητικό αποτέλεσμα, αλλάζει, ελαφρότατα βεβαίως, τη γλώσσα του ποιητή.

Και η επίσης διορθωμένη από μένα αβλεψία που υπήρξε αφορμή για τις επιφυλλίδες αυτές, έπειτα από την παρέμβαση του Ανδρέα Μπελεζίνη: των γυναικών τα μάτια σκαραδαμύσανε, τυπωνόταν στο τυπικά πεζό Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Και ο κ. Μπελεζίνης ασχολήθηκε διά μακρών, παλαιότερα και τώρα, για να δείξει πως είναι σκόπιμο λάθος του ποιητή, που επεκτείνει το -α-, για να ισορροπήσει, όπως πιστεύει, τον συμφωνισμό και τον φωνηεντισμό της λέξης, ή για να εμφανίσει ούτε λίγο ούτε πολύ τον Αδάμ («σκαρΑΔΑΜύσανε»), και τώρα διόρθωσα εγώ στο γραμματικά σωστό σκαρδαμύσανε.

Είναι όμως βασικός νόμος ότι δεν διορθώνουμε ποτέ σε ποιητικό έργο κατά τη γραμματική και μόνο, και έτσι δεν διορθώνονται στον Ελύτη άλλοι «εσφαλμένοι» τύποι, που μάλιστα υπηρετούν το ποιητικό μέτρο, όπως: [οι] ιχθείς, ακριτομύθια, εφηβαίο, ή και το μεγεθυμένο που είδαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα, αντί για τα σωστά ιχθύες, ακριτομυθία, εφήβαιο και μεγεθυσμένο. Ακόμα πιο χαρακτηριστικά, δεν διορθώνονται ούτε τύποι από αυτούς που τελευταία, στη δική μας συνεργασία, τους διόρθωνε συστηματικά ο ποιητής: π.χ. οι «χιλιετηρίδες» (αντί για χιλιετίες, όταν πρόκειται για το διάστημα των χιλίων ετών και όχι για την επέτειο), μένουν αδιόρθωτες, παρόλο που, κατά την αίσθησή μου, δεν ευνοούν και τόσο το ρυθμό (Ετεροθαλή, σ. 348 και 350 στον τόμο Ποίηση):

Πρέπει και ο θάνατος να θανατώνεται και η φθορά
να φθείρεται και το μικρό
τριανταφυλλί που κάποτε
στην παλάμη σου κράτησες, βότσαλο και αυτό
κάπου, χιλιετηρίδες μακριά, ν’ ανασυντίθεται.


Και:

Χιλιετηρίδες ύστερα / που το νερό αναπήδησε

Τι οφείλει να συνεκτιμήσει λοιπόν ο επιμελητής, για να καταλήξει ότι είναι αβλεψία το «σκαραδαμύσανε», και μόνο τότε να διορθώσει: σκαρδαμύσανε; Ένας επιμελητής λοιπόν, και πολύ περισσότερο ένας κριτικός, όπως εδώ ο κ. Μπελεζίνης, με ολόκληρο πλέον το έργο του ποιητή μπροστά του, πρέπει να σκεφτεί πολλά και διάφορα, ουσιώδη και φαινομενικά επουσιώδη:

(α) Ότι ο Ελύτης από τη μια πλάθει λέξεις (από το παιγνιώδες τσιουτσίζω ώς το δραστικότερο ποιητικά ιουλίζω ή το σεντονίζω: σεντόνισε τη θλίψη σου), από την άλλη μεταφέρει, σκόπιμα ή από άγνοια, λάθη κοινά, σχεδόν καθιερωμένα (σαν κι αυτά που σημείωσα παραπάνω, ή το απ’ ανέκαθεν, που επίσης το διόρθωνε τελευταία ο ποιητής, παντού στα πεζά του, αλλά κατά περίπτωση –για λόγους ρυθμού– στην ποίησή του, όπως σημείωσα ήδη), ποτέ όμως δεν αλλοιώνει την εικόνα μιας λέξης. Δεν είναι νόμος βέβαια αυτό, αλλά και πάλι, για ένα τέτοιο ενδεχόμενο:

(β) Πρέπει ο επιμελητής ή ο κριτικός να συνεκτιμήσει το πού και πότε (και πώς, βεβαίως) «παίζει» με τη γλώσσα και με τη φόρμα ο ποιητής. Εννοώ ότι με άλλα προαπαιτούμενα θα καθοδηγούνταν στην εργασία του αν είχε μπροστά του τον Ήλιο τον Πρώτο, με άλλα το Φωτόδεντρο, με άλλα τη Μαρία Νεφέλη, με άλλα το Ημερολόγιο κ.ο.κ.

(γ) Κυρίως όμως πρέπει να συνεκτιμήσει τη λειτουργία του συγκεκριμένου τύπου στη συγκεκριμένη θέση, γιατί ένας τύπος είναι ενεργός ποιητικά όχι καθαυτόν αλλά στα συμφραζόμενά του: ας διαβάσουμε, καλύτερα μεγαλόφωνα: των γυναικών τα μάτια σκαραδαμύσανε, μια-δυο φορές, και τότε το παρέμβλητο -α- θα απαλειφόταν: σκαρδαμύσανε. Αλλά ακόμα και αν δεχτεί κανείς την άποψη Μπελεζίνη, ότι δηλαδή σκόπιμα παραλλάζει τη λέξη ο Ελύτης, θα είχαμε τον τύπο «σκαραδάμυσαν». Αυτό πια είναι καθαρό στον αναγνώστη της ποίησης του Ελύτη, που εύκολα αφουγκράζεται το ρυθμό της, χωρίς να του χρειάζονται μετρικές αναλύσεις (γιατί πάντως έχουμε ένα κατά βάση ιαμβικό μέτρο) ούτε η δική μου τάχα μαρτυρία από τη συνεργασία μας.

Ή σκαρδαμύσανε λοιπόν, ή «σκαραδάμυσαν», για να είναι κι ο όποιος Αδάμ (τι ιδέα κι αυτή!) στη θέση του· όχι όμως «σκαραδαμύσανε».

Τέτοια είναι η περιπέτεια της επιμέλειας, περιπέτεια συναρπαστική, ακόμα κι όταν χάνεται ανάμεσα σε μια απόστροφο, μια οξεία, ένα κόμμα, και κάποτε αυτοχειριάζεται. Ακόμα κι όταν σώζει δύο μόνο πράγματα, και χάνει ενδεχομένως ένα. Μέσα από αυτήν τη μικρολογιστική, πιστεύω ότι κερδισμένοι βγαίνουμε όλοι.


Σημείωση: Η πίστη του Α. Μπελεζίνη για το «σκαραδαμύσανε» βασίζεται και στο ότι ο ποιητής δεν διόρθωσε όσο ζούσε το λάθος, ενώ θα ’πρεπε να είχε διαβάσει σχετική επιφυλλίδα του. Δεν μπορώ να ξέρω αν είχε διαβάσει ο ποιητής την επιφυλλίδα του Α. Μπελεζίνη· ξέρω όμως, και ξέρει και ο Α. Μπελεζίνης, την εκδοτική πρακτική. Και προσωπικά δεν με ξενίζει ότι δεν διορθώθηκε ούτε αυτό το λάθος ούτε τα λάθη π.χ. στους στίχους του Δάντη στην ίδια συλλογή, έτσι όπως δεν διορθώνονται άλλα λάθη και στις άλλες συλλογές, με πρώτες πρώτες αυτές που επιμελήθηκα ο ίδιος.

Ή όπως δεν είχαν γίνει τρεις ουσιαστικές διορθώσεις, που τις σημείωνε ο ίδιος ο ποιητής. Με μία μάλιστα από αυτές διαφωνεί ο Α. Μπελεζίνης και μου καταλογίζει ότι επικαλούμαι «αορίστως» το προσωπικό αντίτυπο του ποιητή. Πόσο πιο συγκεκριμένος να γίνω; Η διόρθωση είναι στο αντίτυπο του ποιητή, το αντίτυπο είναι στο σπίτι του ποιητή, και εκεί είναι η κληρονόμος του ποιητή. Ας απευθυνθεί αρμοδίως ο κ. Μπελεζίνης.



Το τέλος του Αλέξανδρου

Δίπλωσε τις τέσσερις εποχές κι απόμεινε σαν δέντρο που του σώθηκε ο αέρας.

Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό.

Από τ’ άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα κομμάτι θάλασσας, όλο ριπές γαλάζιες.

Ώρες πέρασαν ώσπου, κάποια στιγμή, των γυναικών τα μάτια σκαρδαμύσανε.

Τότε μπήκε η Κερά κι αυτός ξεψύχησε.


(Οδυσσέας Ελύτης, από το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου)



buzz it!

Ο άρχοντας των γραμμάτων

Τα Νέα, 26 Ιουλίου 2003

Ο Νάσος Δετζώρτζης, «από τους δασκάλους του επαγγέλματος και της τέχνης», «μας μεταδίδει ακόμα τη σοφία του», έγραφα εδώ τελευταία, και μάλλον παρεμπιπτόντως, στη σειρά επιφυλλίδων για την επιμέλεια εκδόσεων. Πριν ακόμα τελειώσω, ο Νάσος Δετζώρτζης μας αποχαιρέτησε.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ήταν ο τελευταίος λοιπόν χαιρετισμός που είχα θελήσει να του στείλω νοερά, ξέροντας πως εδώ και λίγον καιρό δεν μας μετέδιδε τη σοφία του στον επαγγελματικό χώρο –και πώς αλλιώς, υπερενενήντα ετών πλέον– αλλά μας μετέδιδε σοφία ζωής: αρνούμενος λόγου χάρη να δει παλιούς του συνεργάτες ή φίλους, για να μην τον δουν, τον ολόρθο, πεσμένο. Ο περήφανος, ο αξιοπρεπής, ο ευπατρίδης.

«Άρχοντας των γραμμάτων» απάντησα αμέσως σε φίλη δημοσιογράφο που με ρώτησε τι ακριβώς να γράψει: συγγραφέας; μεταφραστής; επιμελητής; Και όντως, αυτό ήταν ο ολιγογράφος αισθητής Δετζώρτζης –άρχοντας και στην εμφάνιση άλλωστε, στο ύφος, στο παράστημα, έτσι ψηλός, ολύμπιος, με το κεφάλι Δία.

Ολιγογράφος, είπα, που όμως γέμισε με τη δημιουργική του παρουσία τα γράμματα της εποχής μας, συγκέντρωσε –με αυστηρή, βεβαίως, επιλογή– πεζά, ποιήματα, τις μεταφράσεις Μπέκετ, μια μελέτη για τον Τέλλο Άγρα και μία για την Eroica του Κοσμά Πολίτη, ορισμένες συνεντεύξεις και έρευνές του, σε επτά κομψά τομίδια που τα σχεδίασε ο ίδιος, τελευταίο δείγμα της υψηλής αισθητικής του («Άπαντα τα ελάχιστα ευρισκόμενα», όπως τα ονόμασε, όλα στις εκδόσεις Γαβριηλίδη).

Και είπα «αισθητής», αλλά να μην ντραπώ να το πω: εστέτ. Κι ο χαρακτηρισμός αυτός, μαζί με τις μεταφράσεις Μπέκετ, με πάει ακριβώς 20 χρόνια πίσω, στην ευτυχή συνάντηση δύο κατεξοχήν εστέτ, Νάσου Δετζώρτζη και Λάζαρου Γεωργιάδη, του ιδρυτή της «Λέσχης του δίσκου», φευγάτου χρόνια τώρα –συνάντηση κατά τον ορισμό του Λωτρεαμόν, μου ’ρχεται να πω. Αναφέρομαι στις πρώτες μεταφράσεις Μπέκετ του Δετζώρτζη (ικαι Συντροφιά), που κυκλοφορούν από τη Λέσχη σχεδιασμένες, στοιχειοθετημένες και τυπωμένες από τον Λάζαρο –αυτές κι αν ήταν χειροποίητες εκδόσεις.

Διπλό δηλαδή το μνημόσυνο, κι ας γίνει τότε τριπλό, μαζί και για κείνον τον μικρό φωτεινό κομήτη με το όνομα Πόπη Βουτσινά –να δέσω έτσι και την ιστορία της σχέσης μου με τον Νάσο Δετζώρτζη, αυτήν που δίνει προσωπικό τόνο στην επιφυλλίδα, γιατί για τα άλλα, για το συγγραφικό έργο του Δετζώρτζη, θα μιλήσουν άλλοι, αρμόδιοι.

Τον Νάσο Δετζώρτζη τον πρωτογνώρισα, παρά κάτι εικοσάχρονος, το 1972, κατά τις προεργασίες για την έκδοση της εγκυκλοπαίδειας Ελλάς-Μπριτάνικα, με την εμπνευσμένη διεύθυνση του Κώστα Τριανταφυλλίδη (πόσα μνημόσυνα πια!). Αλλά η ουσιαστικότερη σχέση και συνεργασία μας αρχίζει σε εξίσου σημαδιακές μέρες, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, όταν έρχεται προϊστάμενος στο αρτισύστατο τμήμα διορθωτών-ανασυντακτών του τότε ΕΙΡ, που μεταγράφει τις ειδήσεις στη δημοτική. Να μνημονεύσω τώρα όλη την παρέα, που μαζευτήκαμε λίγοι λίγοι, δεν θυμάμαι καλά τη σειρά, σίγουρα πρώτη η Ρηνιώ Μίσιου, έπειτα η Δώρα Κουλμανδά, έπειτα, νομίζω, η αφεντιά μου, ο Βασίλης Αγγελικόπουλος, ο Λαοκράτης Βάσης, ο Πέτρος Ευθυμίου, η Τζένη Μαστοράκη, τότε έρχεται προϊστάμενος ο Νάσος Δετζώρτζης, και τελευταία αυτή που έφυγε απ’ τη ζωή πρώτη πρώτη, βιαστικά, η Πόπη Βουτσινά: η «μικρή Αντιγόνη», όπως την είχε χαρακτηρίσει σε επιφυλλίδα του ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, για τη στάση της στο πειθαρχικό της σχολής της, απ’ όπου κατέληξε στην ΕΣΑ, το μικρόσωμο κορίτσι, με το γελαστό, όλο μάτια πρόσωπο και την μπάσα φωνή.

Πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης, αποχουντοποίηση, στην κρατική τηλεόραση και στο κρατικό ραδιόφωνο (δεν υπήρχαν κι άλλα τότε), όπου ακόμα κυκλοφορούσαν χουνταίοι που οπλοφορούσαν, τα «κομμούνια», όπως μας χαρακτήριζαν, με το κονσερβοκούτι στην τσέπη, αντιμετωπίζαμε λυσσαλέα αντίδραση, υπονόμευση, υποβολιμαία δημοσιεύματα στον Τύπο, κανονικό σαμποτάζ (ειδήσεις που φεύγαν αδιόρθωτες ή με πλαστογραφημένη τη μονογραφή μας και δημιουργούσαν περίπου διπλωματικό επεισόδιο με τη Βρετανία, ή εθνικό θέμα με την Κύπρο και τον Μακάριο), κρίσεις υστερίας (η εκφωνήτρια που στρίγκλιζε επειδή είχαμε αφαιρέσει το τελικό -ν από το «ΔελτίοΝ ειδήσεων», και είπε από παραδρομή: «Δελτίο ειδήσεΩ», κι αυτό χωρίς -ν), τραμπουκισμούς (ο αρχισυντάκτης που ήταν έτοιμος να χειροδικήσει με τον Νάσο Δετζώρτζη, επειδή διορθώσαμε το «χιλιάδες τόνοι αβγών» σε «χιλιάδες τόνοι αβγά», και ωρυόταν: «δηλαδή εσείς λέτε “κατάστημα πωλήσεως αβγά”;»).

Αλλά, και μ’ όλα αυτά, περνούσαμε ωραία, και μαθαίναμε, πόσα μαθαίναμε, από τον σοφό Νάσο Δετζώρτζη («δεν μπορεί» έλεγε «να εκδημοτικιστεί το “παρεκάθισαν σε γεύμα” και να γίνει “παρακάθισαν”, γιατί τότε θα θυμίζει “αρμένικη βίζιτα”»).

Λίγο κράτησε η ευφρόσυνη εκείνη συνύπαρξη, που η ανάμνησή της όμως μας συντρόφευε έκτοτε σ’ όλες τις αραιές μέσα στα χρόνια συναντήσεις μας. Με τις πρώτες εκλογές και με την πρώτη κυβερνητική επέμβαση που έπαψε τη διοίκηση Χορν-Μπακογιάννη (δεν ξέραμε τότε πως θα γινόταν ρουτίνα αυτό), παραιτούνται διάφοροι προϊστάμενοι τμημάτων, μαζί και ο Νάσος Δετζώρτζης, κι από κοντά οι περισσότεροι από μας. Έμειναν ευτυχώς ορισμένοι, να διασώσουν το έργο της ομάδας από την προκλητική αδαημοσύνη της διάδοχης διεύθυνσης («λέμε “τους καθηγητάς” όταν είναι του πανεπιστημίου, και “τους καθηγητές” όταν είναι του γυμνασίου» έλεγε η νέα προϊσταμένη, όπως το διέσωσε ο Βασ. Αγγελικόπουλος στη στήλη του στην Καθημερινή) και να εδραιώσουν αυτό που σήμερα φαίνεται αυτονόητο μα τότε ήταν σχεδόν κοσμογονικό, οπωσδήποτε ιστορικό: οι ειδήσεις από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση πρώτη φορά στη δημοτική!

Τότε δηλαδή που από άλλη άποψη ήταν αυτονόητο το αίτημα για επικράτηση της δημοτικής, τότε που λεγόταν ακριβώς η γλώσσα «δημοτική», συνοψίζοντας αγώνες και διώξεις και όνειρα και ιδανικά γενεών και γενεών ενώ τώρα θεωρείται περίπου μπανάλ και politically incorrect, από μεταμοντέρνους αναθεωρητές γλωσσολόγους και από αμνήμονες αριστερογενείς νεοκαθαρολόγους, που μας ταΐζουν τελικά -ν και «πώποτε», ενώ οι ειδήσεις ακριβώς, σε τηλεόραση και ραδιόφωνο, αποζητούν ξανά παλαιά κλέη, π.χ. τα «φίλια πυρά», αντί για «φιλικά», και όλο και κάτι καινούριο ακατάληπτο θα βρουν, να ξεχωρίζουν απ’ την πλέμπα, π.χ. τους «όμβρους».

Πού ’ναι εκείνο το αυστηρό σου βλέμμα, που ’βαζε πάγο στους μικρούς, Νάσο Δετζώρτζη;

* * *

«Oh les beaux jours» του Μπέκετ

Ο Νάσος Δετζώρτζης μιλά για το «εκθαμβωτικό εκείνο Τι ωραία που είναι! (Oh les beaux jours / Happy days) με τον κατά βάθος σπαρακτικό του τίτλο», και στη λέξη «σπαρακτικό» υποσημειώνει: «Και κατασπαραγμένον. Κατασπαραγμένον διότι μεταφράζεται, σκηνοθετείται, παίζεται, εκδίδεται, με τα εξαμβλωματικά Ευτυχισμένες μέρες, ή Ω οι ευτυχισμένες μέρες, ή Ω οι ωραίες μέρες –τελευταία μάλιστα με το συμπίλημα: Ευτυχισμένες μέρες· ω οι ωραίες μέρες (!), ενώ, φυσικά, όλ’ αυτά δεν λένε τίποτα. Η Γουίννη που ολοένα θάβεται στον τύμβο της (και όχι στο πλουμιστό κρινολίνο της) όλο και πιο βαθιά, και το ξέρει, παίζει –καμώνεται δηλαδή πως παίζει– με την οδοντόβουρτσα, την ομπρέλα της, το σάκο της κλπ. κλπ., και στην πραγματικότητα οιμώζει. (Αφήνω ότι –εδώ μια παρέκβαση– ελληνικά δεν λέμε Ω η ωραία γυναίκα, λέμε Ω τι ωραία γυναίκα, δεν λέμε Ω οι ωραίες μέρες, λέμε Ω τι ωραίες μέρες, δεν λέμε Ω η ωραία θέα, λέμε Ω τι ωραία θέα κ.ο.κ.) Οιμώζει –ανομολόγητα. Και λέει με τον τρόπο της ό,τι ο δικός μας συνταρακτικός δεκαπεντασύλλαβος: Γιά ιδές καιρό που διάλεξεν ο Χάρος να με πάρει! Δηλαδή –και δεν είναι υπερβολικό το ρήμα– σιωπηρά ολολύζει. Και ψελλίζει, καμουφλάροντας τον ολολυγμό της: Oh les beaux jours / Αχ τι ωραία που είναι! Ή έστω: Τι ωραία που είναι! Ο γαλλικός τίτλος αυτό θα πει.»

(Νάσος Δετζώρτζης, Πέντε κείμενα του Samuel Beckett στα ελληνικά, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 1995, σ. 13-14)

buzz it!