συνέντευξη στην Τέσυ Μπάιλα, περιοδικό "Κλεψύδρα" 7, Νοέμ. 2014
Από το 1994 μεταφράζετε το συνολικό έργο του Μίλαν Κούντερα και τον
έχετε γνωρίσει προσωπικά. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το έργο του «Η γιορτή της
ασημαντότητας» από τις εκδόσεις Εστία· πώς νιώθει ένας μεταφραστής απέναντι στο
γεγονός ότι μεταφράζει ίσως το τελευταίο βιβλίο ενός τόσο σημαντικού συγγραφέα;
Με βάζετε κατευθείαν στα δύσκολα! Όλο
μεγάλα λόγια μου έρχονται, δεν ξέρω πώς να τα ελέγξω… Όταν μου παρέδωσε ο
Κούντερα το «χειρόγραφο» (πώς να το πούμε επιτέλους αυτό το
«κομπιουτερόγραφο»…) της Γιορτής, που
μου το φύλαγε μάλιστα κανονική έκπληξη, αφού δεν είχε ειπωθεί τίποτα σχετικό ώς
τότε, όταν λοιπόν συναντηθήκαμε, η Βέρα, η γυναίκα του, είπε κάποια στιγμή πως
είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα. Αστειεύτηκα αμήχανα εγώ, πως ποτέ δεν λέμε
ποτέ, «Μπα!» επέμεινε αυτή ενώ παρακολουθούσε αμίλητος εκείνος, «εδώ είναι η
καταστροφή, το τέλος των πάντων, της Ιστορίας, του έρωτα, του ανθρώπινου
είδους…», με κάτι πάλι αμήχανο επέμεινα εγώ, «Δεν γράφω άλλο» παρενέβη τώρα ο Κούντερα,
με ύφος εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι λόγου χάρη το 2001, στην πρώτη μας
συνάντηση, όταν πάλι μου είχε πει ότι δεν ξαναγράφει, κάτι που δεν το πίστευε
όμως τότε κανένας. Κι όμως, δεν έγραψε όλα αυτά τα χρόνια, παρά μόνο δοκίμια,
και ξαφνικά (λέω αυθαίρετα τώρα εγώ), ίσως κι επειδή πολλοί θα τον ζάλιζαν:
«γράφετε; γιατί δεν γράφετε;» κ.ο.κ., αποφασίζει να γράψει αυτό το ιδιότυπο
βιβλίο, να κλείσει μόνος του την αυλαία, συνοψίζοντας και επιλογίζοντας ο
ίδιος, με θαυμαστό προσθέτω τρόπο, το μυθιστορηματικό έργο του.
Αυτά όλα τα λέω τώρα· πάλι δεν τα
πίστεψα στην τελευταία αυτή συνάντησή μας· άρχισα να τα συνειδητοποιώ, να
συνειδητοποιώ πως όντως μπορεί να είναι το τελευταίο έργο του, σιγά σιγά, όσο
προχωρούσε η μετάφραση. Και ήταν τραγικό αυτό, μου έκλεβε, μου ακύρωνε συνέχεια
την ευφορία της μετάφρασης, αυτή που ένιωθα πάντα μεταφράζοντας Κούντερα. Πρώτα
κατάλαβα το νόημα των λόγων της Βέρας: «η κατά Μίλαν Αποκάλυψη» ήταν το πρώτο
που τους είπα, μόλις διάβασα το βιβλίο, κι έπειτα, στην πορεία, όταν συνειδητοποίησα,
όπως σας είπα, πως μπορεί όντως να είναι το τελευταίο του βιβλίο, έστειλα κι
ένα πικρό μέιλ, προσπαθώντας να εκφράσω όσο λιγότερο μελό γινόταν τα
συναισθήματά μου. Ποια συναισθήματα, με ρωτάτε: σπαραγμός, θα σας πω με μία
μόνο λέξη, τίποτα λιγότερο, σπαραγμός.
Είναι το ίδιο ακριβώς που είχα
νιώσει, όταν τέλειωσα το δακτυλόγραφο (εκείνο ήταν δακτυλόγραφο!) των Ελεγείων
της Οξώπετρας του Ελύτη, που μου το είχε παραδώσει για τυπογραφική
επιμέλεια, τη συγκλονιστική αυτή συλλογή που όλοι πιστεύαμε, κακά τα ψέματα,
πως θα ’ναι η τελευταία –ήταν εξάλλου και τόσο διαφορετική από ολόκληρο το έργο
του, αυτή η συνομιλία εντέλει με τον θάνατο, μια συνομιλία ωστόσο, ή ένας
θάνατος, που λούζεται στο φως. Όμως ξανάγραψε ο Ελύτης, μας έδωσε το Εκ του πλησίον, ένα έργο που ήταν πια
απολύτως σαφές πως θα ’ναι το τελευταίο, μου το είχε παραδώσει ενώ το
συμπλήρωνε ολοένα, και ήταν το
τελευταίο –άλλωστε κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του: Ανθ’ ημών η αγάπη, ήταν η διαθήκη του ποιητή, έτσι έκλεινε το έργο,
μ’ αυτόν τον μεγαλειώδη ακροτελεύτιο στίχο. Ο Κούντερα, με τη γλώσσα του
μυθιστορήματος, στο οποίο πίστεψε φανατικά και το οποίο υπερασπίστηκε με
πείσμα, του είδους που «εξ ορισμού είναι η τέχνη της ειρωνείας», όπως γράφει
κάπου, βάζει μια παιδική χορωδία να τραγουδάει τη Μασσαλιώτιδα, και μια μικρή
άμαξα, με αμαξά πάλι ένα παιδάκι, μια άμαξα όπου έχει επιβιβαστεί… αυτοπροσώπως
το τέλος της Ιστορίας, από μιαν άποψη, η καρικατούρα του Στάλιν, μιας από τις
προσωπικότητες που σφράγισαν τον 20ό αιώνα· βάζει λοιπόν αυτήν τη «μικρή άμαξα
[να] ξεκινάει, και από μια μεγάλη αλέα [να] βγαίνει από τον Κήπο του
Λουξεμβούργου και [να] απομακρύνεται αργά μέσα στους δρόμους του Παρισιού».
Δύσκολα μπορώ να φανταστώ κάποιον που να τελειώνει το διάβασμα αυτού του
βιβλίου χωρίς έναν κόμπο στον λαιμό, ένα δάκρυ, κάτι… Ένας φίλος μου πάντως,
από τους σπουδαίους ποιητές μας, μου είπε πως έκλαιγε με λυγμούς, όταν το
τέλειωσε, και έπειτα έμεινε άγρυπνος όλη τη νύχτα.
Ο ίδιος ο Κούντερα έχει πει για εσάς, όπως διάβασα σε μια συνέντευξή σας στη Μικέλα Χαρτουλάρη, στην Εφημερίδα
των συντακτών: «Είστε ο καλύτερός μου μεταφραστής!» και η κυρία Καραϊτίδη,
των εκδόσεων Εστία, σε μια συνομιλία που είχαμε πρόσφατα, σας χαρακτήρισε ως «απίστευτα
προσεκτικό και συγκινητικά καλό μεταφραστή». Ποια χαρακτηριστικά νομίζετε πως
πρέπει να έχει ένας μεταφραστής για να είναι καλός;
Όσο κολακευτική κι αν είναι για
μένα αυτή η φράση του Κούντερα, πρέπει να ξεκαθαρίσω πως είναι απλώς μια φιλοφρόνηση,
ενθουσιώδης αν θέλετε, εξαιρετικά γενναιόδωρη βεβαίως, που συνόδευε ένα συγχαρητήριο
μήνυμά του, όταν πήρα το βραβείο του ΕΚΕΜΕΛ για τη μετάφραση της Συνάντησης. Τίποτε άλλο. Γιατί, όσο παράδοξο
κι αν ακούγεται, ο συγγραφέας δεν είναι εντέλει σε θέση να κρίνει αν είναι καλός
ο μεταφραστής του, όσο λαμπρά κι αν συνεργάζεται μαζί του. Ο μεταφραστής
κρίνεται στη γλώσσα του. Τελεία.
Να το πω διαφορετικά: Όσο καλά κι
αν γνωρίζει ο μεταφραστής την ξένη γλώσσα, τον ξένο συγγραφέα, το έργο του
κτλ., η δουλειά του θα κριθεί στη δική
του γλώσσα. Εννοώ, πολύ απλά, ότι η γνώση της δικής του γλώσσας παίζει τον
καθοριστικότερο ρόλο στη μετάφραση. Και όταν τώρα λέω «γνώση της γλώσσας»,
εννοώ γνώση των υφολογικών επιπέδων και της αντιστοιχίας τους με το
μεταφραζόμενο έργο. Καταρχήν. Γιατί υπάρχουν και οι βασικές προϋποθέσεις, οι
βασικοί νόμοι της μετάφρασης, το να ακούς προσεχτικά το κείμενο που
μεταφράζεις, το να μην υπερβείς κείμενο και συγγραφέα, έστω και «εξωραΐζοντάς»
τους κτλ. Ίσως όμως όλα αυτά να είναι η αντιστοίχιση επιπέδων που είπα, το να
βρει κανείς και να τηρήσει τις αναλογίες.
Βασικά λοιπόν, πέρα από τη γνώση,
την επιμέλεια κτλ., αυτό που θα ’πρεπε να χαρακτηρίζει τον μεταφραστή είναι η ταπεινοσύνη, ότι ακολουθεί τον
συγγραφέα, ούτε καν συμβαδίζει, πόσο μάλλον ξεπερνά, προπορεύεται, προβάλλει
δηλαδή, ουσιαστικά επιβάλλει, το δικό του ύφος ή τη δική του ανάγνωση, κάτι που
συμβαίνει λ.χ., άλλοτε ασύνειδα και περίπου αναπόφευκτα, άλλοτε εμπρόθετα, όταν
μείζονες συγγραφείς καταπιάνονται με μεταφράσεις. Έχω ξαναναφερθεί σε δύο
χαρακτηριστικά παραδείγματα, τον Ελύτη που, εκτός από τον συγγενικό του Λόρκα,
μεταφράζει και Λωτρεαμόν, και τον μετατρέπει τρόπον τινά σε έξοχο Ελύτη
(βέβαια, σημειώστε ότι τον τόμο με τις μεταφράσεις του τον τιτλοφορεί: Δεύτερη γραφή!). Ενώ ο Χειμωνάς, πέρα
από κάθε νοητό όριο, δηλώνει ρητά πως δεν τον ενδιαφέρει ποιος έγραψε τι, «αν
την Ηλέκτρα την έγραψε ο Σοφοκλής ή ο
Ευριπίδης, αν τον Άμλετ ή τον Μάκβεθ τον έγραψε ο Σαίξπηρ», και
επιβάλλει τη δική του ματιά στο έργο, λέγοντας αίφνης πως διαφωνεί (!) με τον
τρόπο που παρουσιάζει ο Σαίξπηρ τη Λαίδη Μάκβεθ σε μια καίρια στιγμή του έργου,
στη σκηνή της υπνοβασίας, οπότε της προσθέτει δικά του λόγια, γενικότερα κόβει
ή και προσθέτει σκηνές («αυθαιρεσίες» τις χαρακτηρίζει άλλωστε τις επεμβάσεις
του ο ίδιος), με αποτέλεσμα ένα άλλο, πάντως προσωπικό έργο. Εμείς όμως μιλούμε
για μετάφραση, και τότε ο μεταφραστής ακολουθεί, ξαναλέω, τον συγγραφέα, τον
ακολουθεί όσο πιο κοντά γίνεται· τον υπηρετεί, όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται,
με αφοσίωση και πραγματική αυταπάρνηση.
Πώς ακριβώς την εννοείτε την αυταπάρνηση;
Θα έλεγα, πολύ απλά, να έχει ο
μεταφραστής επίγνωση του ρόλου του, που όσο δημιουργικός κι αν είναι, και
είναι, δεν ανταγωνίζεται τη δημιουργικότητα του συγγραφέα, δεν πάει να
υποκαταστήσει τον συγγραφέα. Και τότε, ή και έτσι, πλάι στην ταπεινοσύνη και
την αυταπάρνηση, θα πρόσθετα: γενναιότητα.
Γενναιότητα να αποδεχτεί ότι η μετάφραση έχει απώλειες, ότι στη μετάφραση θα
χάσει, μακάρι τα ολίγιστα, πάντως θα χάσει από το πρωτότυπο –πράγματα που δεν
μεταφέρονται από τη μια γλώσσα στην άλλη, από τον ένα κόσμο στον άλλο. Θα χάσει
δηλαδή όχι μόνο τα αυτονόητα, λογοπαίγνια κτλ., αλλά και εννοιολογικές
αποχρώσεις, σημαντικές κάποτε
Είναι περίεργο! Αποτελεί κοινό τόπο
πως υπάρχει σημαντική απώλεια κατά τη μεταφορά ενός έργου από τη γλώσσα του σε
μιαν άλλη, ένας κοινός τόπος που φτάνει συχνά στα άκρα, ότι ο τάδε συγγραφέας ή
το δείνα έργο δεν μεταφράζεται επουδενί. Κι όμως, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με
την αδυναμία της μεταφοράς, της απόδοσης ενός λογοπαίγνιου, μιας μεταφοράς,
ενός υπαινιγμού κτλ., θαρρείς και πεισμώνουμε, σαν να θίγεται η επάρκειά μας,
για να μην πω η παντοδυναμία μας· δεν τη δεχόμαστε την απώλεια, μας φαίνεται
ήττα.
Μπορείτε να μας δώσετε ένα παράδειγμα απώλειας, πέρα από κάποιο
λογοπαίγνιο λόγου χάρη;
Νά, ένα χοντρό παράδειγμα, στο ξένο
έργο κάποιο πρόσωπο, ένας χωρικός, μια υπηρέτρια κτλ., μιλάει κάποια τοπική
διάλεκτο. Ε, δεν θα βάλουμε, σ’ ένα ξένο, επαναλαμβάνω, έργο, που
διαδραματίζεται ακριβώς σε ξένο τόπο, σε ξένη πόλη, όπου έχει ήδη μεταφερθεί νοερά
και έχει ήδη εγκλιματιστεί ο αναγνώστης, σε δρόμους δηλαδή και σε πλατείες με
ξενικές ονομασίες κτλ., δεν θα βάλουμε λοιπόν την Αντέλ, την Ουλρίκε ή τη
Σεζάρια να μιλάει λ.χ. ρουμελιώτικα (ακριβέστερα: ρουμιλιότ’κα). Θα τη χάσουμε αυτήν
τη διάκριση, θα αποδεχτούμε να τη χάσουμε. Κι αυτό απαιτεί μεγάλη γενναιότητα
εντέλει.
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε όλα αυτά τα χρόνια στη μετάφραση του
έργου του Κούντερα. Είναι εύκολο να μεταφερθεί το βιωματικό φορτίο των λέξεων
που επιλέγει στην ελληνική γλώσσα με πιστότητα; Θέλω να πω, οι συνδηλώσεις των
λέξεων, η δυνατότητά τους να παραπέμπουν σε συνειρμούς, είναι εύκολο να
περάσουν σε μια γλώσσα όπως είναι η ελληνική, αφήνοντας το ίδιο ηχόχρωμα στον
Έλληνα αναγνώστη;
Μόλις είπατε τη λέξη «δυσκολίες»,
αμέσως σκέφτηκα τον Γολγοθά της ταύτισης, και μάλιστα σε προϊντερνετική περίπου
εποχή, πολυάριθμων φράσεων ή και παραγράφων από ξένα έργα που ενσωματώνει ακόμα
και στα μυθιστορήματά του, πόσο μάλλον στα δοκίμιά του, ο Κούντερα, αποσπάσματα
από διαφορετικά είδη, και φυσικά σε διάφορες γλώσσες, από ποίηση και φιλοσοφία έως
λιμπρέτα από όπερες... Αλλά οι δυσκολίες στις οποίες αναφέρεστε, είναι οι
δυσκολίες κάθε μετάφρασης, τι περνάει και τι δεν περνάει από τη μία γλώσσα στην
άλλη. Στην περίπτωση του Κούντερα ίσως, από μιαν άποψη, να είναι και
μικρότερες, με την έννοια ότι ο Κούντερα είναι ο συγγραφέας που αισθητική του
πρόθεση είναι το κατά το δυνατόν λιτότερο ύφος (κάτι που από την άλλη συνιστά
από μόνο του διαφορετικής τάξεως, διόλου μικρή πάντως δυσκολία), είναι
δηλωμένος κατά κάποιον τρόπο εχθρός του λυρισμού και της «ωραιολογίας» –γράφει
εξάλλου σε άλλη από τη μητρική του γλώσσα, μεταξύ άλλων ίσως και γι’ αυτόν τον
λόγο, το λιτό ύφος (αυθαιρετώ πάλι εγώ), γράφει λέω στα γαλλικά, έχει μάλιστα
αναθεωρήσει ο ίδιος τις γαλλικές μεταφράσεις των έργων του που ήταν γραμμένα
στα τσέχικα, και έχει συγκροτήσει ένα γαλλικό πια κόρπους, από το οποίο και
προτιμά να μεταφράζεται, από το γαλλόγλωσσο δηλαδή.
Χαρακτηριστικό είναι εδώ ότι ο
Κούντερα δεν θέλει στοιχεία που μαρτυρούν εντοπιότητα, ας τα πω, κάπου όπου θα
σκαλώσει ο αναγνώστης μιας άλλης γλώσσας. Έτσι μπορεί να αλλάξουμε ένα τσέχικο
όνομα ιδιαίτερα κακόηχο στα ελληνικά, ή πιθανόν με άλλες ηχητικές συνδηλώσεις,
ένα τσέχικο φαγητό κτλ. Στο Η ζωή είναι
αλλού λόγου χάρη μια κοπέλα τρώει, και δάκρυα κυλούν απ’ τα μάτια της στα
«κνέντλικ με τη σάλτσα»· τι θα γίνουν αυτά, θα μείνουν, και θα μπει σημείωση:
«είδος ζυμαρικών»; Όμως ο Κούντερα τις απεχθάνεται τις σημειώσεις, και
γενικότερα δεν θέλει τέτοιου είδους λεπτομέρειες, όπως σας είπα. Το θέμα είναι
τότε να μάθεις αν πρόκειται για κάποιο περίεργο ή, απ’ ό,τι φαίνεται,
συνηθισμένο φαγητό· κι αφού κυλούν τα δάκρυα, να ’ναι λόγου χάρη «σούπα»; «Το
πιο κοινό φαγητό· ναι, σούπα· με τίποτα σημείωση» ήταν η απάντηση.
Πως νιώθει ένας μεταφραστής όταν ανακαλύπτει στη μετάφραση ενός έργου
του Κούντερα σε μια τρίτη γλώσσα ότι υπάρχουν μεταφραστικά λάθη;
Εδώ κι αν μου βάζετε δύσκολα!
Μάλλον τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα… Γιατί το θέμα δεν είναι πώς νιώθει, αλλά
τι κάνει… Ωραία, νιώθει περίεργα, αμήχανα· στην αρχή μάλιστα ψάχνει και
ξαναματαψάχνει να βεβαιωθεί πως είναι λάθος του άλλου κι όχι δικό του, πως δεν
κατάλαβε δηλαδή ο ίδιος κάτι σωστά. Έπειτα… το φιλοσοφεί, πως ουδείς αλάθητος.
Ας επανέλθω όμως. Το θέμα, είπα, δεν είναι πώς νιώθει κανείς, αλλά τι κάνει!
Δεν θα το επισημάνει, ώστε να διορθωθεί; Είναι εξαιρετικά λεπτό το ζήτημα,
γιατί χοντρικά μοιάζει σαν να ρουφιανεύεις, ας πούμε, έναν συνάδελφό σου. Απ’
την άλλη, δεν θα προστατέψεις τον συγγραφέα σου; Ή: δεν θα προστατέψεις τον
αναγνώστη, σε τελική ανάλυση;
Ξέρετε, με τον Κούντερα δουλέψαμε
πολύ πάνω στο Αστείο, μια βδομάδα
ολόκληρη, εξάωρο σωστό κάθε μέρα, ξεκαθαρίζοντας μικρο- ή και μεγαλοδιαφορές,
υφολογικές κυρίως, ανάμεσα σε διαφορετικές εκδόσεις και μεταφράσεις: ανάμεσα
στην αγγλική μετάφραση και τη γαλλική, που ήταν και οι δύο αναθεωρημένες από
τον ίδιο τον συγγραφέα, σε αντιπαραβολή με την πρώτη και τη δεύτερη,
αναθεωρημένη τσέχικη έκδοση, στην αρχική μετάφραση του Α. Τσάκαλη. Παράλληλα,
οριστικοποιούνταν οι (ελάχιστες) προσθήκες και οι (πολύ περισσότερες, κάποτε
αρκετά εκτεταμένες) διαγραφές του Κούντερα, που δεν ήταν ίδιες, κοινές, σε όλες
τις εκδόσεις: δηλαδή, κάτι που διέγραφε σε μία έκδοση, παρέμενε (ή
επανερχόταν;) σε άλλη, μεταγενέστερη κ.ο.κ. Έπειτα από μια τέτοια εργασία,
θεωρητικά δεν ήταν νοητό να μην του επισημάνω κάποιο μεταφραστικό λάθος. Ε,
ανάλογα με τη σοβαρότητα του λάθους, εννοείται, άλλοτε το επισήμαινα, άλλοτε
όχι.
Πιστεύετε ότι υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία του Κούντερα μέσα στο
τελευταίο του βιβλίο; Γενικότερα ο Κούντερα είναι από τους συγγραφείς που
αυτοβιογραφούνται;
Έχω την αίσθηση πως κάθε συγγραφέας
περνάει προσωπικά του στοιχεία, βιωματικά εννοώ, στο έργο του, χωρίς αυτό να
σημαίνει πως αυτοβιογραφείται σώνει και καλά. Είναι, τολμώ να πω, ποσοτικό
εντέλει το θέμα: πόσα στοιχεία δηλαδή από τον προσωπικό του κόσμο, τη ζωή του,
τον χαρακτήρα του, περνούν στο έργο, κυρίως αν ένα πρόσωπο του έργου, κατά
κανόνα πρωταγωνιστικό, αποτελεί περσόνα του συγγραφέα. Από αυτή την άποψη,
υποθέτω πως γενικά υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία του Κούντερα στο έργο του·
ειδικά στο τελευταίο του; πάλι δεν μπορώ να ξέρω, πάντως δύσκολα μπορώ να τον
διακρίνω. Τώρα, αν γενικότερα ο Κούντερα
είναι από τους συγγραφείς που αυτοβιογραφούνται, χωρίς και πάλι να μπορώ να πω
με βεβαιότητα, μάλλον όχι θα έλεγα. Θα σας πω μάλιστα κάτι πολύ χαρακτηριστικό,
το έλεγα και στην άλλη συνέντευξη που αναφέρατε, κατά σύμπτωση σχετικά με το Αστείο.
Το κεντρικό πρόσωπο του Αστείου, του πρώτου μεγάλου
μυθιστορήματος του Κούντερα, που συμπίπτει με την Άνοιξη της Πράγας, την
καταστολή της και αργότερα την αυτοεξορία του Κούντερα, είναι ένας μέγας
γυναικοκατακτητής, που θεωρήθηκε περσόνα του Κούντερα, καθώς μάλιστα τον ίδιο
τον συνόδευε μια τέτοια φήμη, του γυναικοκατακτητή, όταν εγκαταστάθηκε στο
Παρίσι. Ομολογώ πως κάτι τέτοιο υπέθετα κι εγώ, ότι αυτός βρίσκεται πίσω από
τον πρωταγωνιστή του Αστείου, ώσπου,
χρόνια μετά την ανάγνωση του βιβλίου, έμαθα πως είχε γυριστεί ταινία στην τότε
Τσεχοσλοβακία, με σενάριο του ίδιου του Κούντερα. Εξασφάλισα μια βιντεοκασέτα από
την ΕΡΤ, που είχε προβάλει πιο παλιά την ταινία, και έτρεξα με αδημονία να δω
την ανάγνωση του ίδιου του συγγραφέα, τι είχε κόψει και τι είχε κρατήσει στην
ταινία –που δεν ήταν μάλιστα μεγάλη, μία ώρα και κάτι κρατούσε, αν θυμάμαι
καλά. Αυτό λοιπόν που με άφησε εμβρόντητο ήταν η εικόνα, η εμφάνιση του
κεντρικού προσώπου. Ο φοβερός γυναικάς ήταν ένας μάλλον μίζερος τύπος γραφειοκράτη
υπαλλήλου, με καμία ακτινοβολία, καθόλου όμορφος, μέτριο μπόι, και επιπλέον
καραφλός! Καμία σχέση με γόη που πλανεύει τις γυναίκες, καμία σχέση και με τον
ίδιο τον Κούντερα, τον ψηλό και όντως γόη. Στέκομαι πολύ σ’ αυτό το σημείο,
γιατί δεν μπορώ να φανταστώ πως ο συγγραφέας του έργου, που έγραψε ο ίδιος το
σενάριο, δεν είχε κανέναν λόγο στο καστ.
Ο Κούντερα γράφει πως το «να φωτίζεις τα σοβαρότερα προβλήματα και
ταυτόχρονα να μη γράφεις ούτε μία σοβαρή φράση, να γοητεύεσαι από την
πραγματικότητα του σημερινού κόσμου και ταυτόχρονα να αποφεύγεις κάθε ρεαλισμό,
αυτό είναι η “Γιορτή της ασημαντότητας”». Για εσάς τι ακριβώς σηματοδοτεί αυτό
το βιβλίο; Πιστεύετε ότι πρόκειται για ένα «αστείο» του Κούντερα, μια φάρσα που
στήνει στους αναγνώστες του με πολύ χιούμορ, για να μπορέσει να τους δείξει
πόση σοφία κρύβεται μέσα στο ασήμαντο;
Δεν θα μπορούσα να σας πω κάτι
περισσότερο ή διαφορετικό απ’ ό,τι λέει ο ίδιος. Που δηλώνει ότι «πραγματοποιεί
επιτέλους στο ακέραιο το παλιό αισθητικό όραμά του», να γράψει «κάποτε ένα
μυθιστόρημα όπου καμία λέξη δεν θα είναι σοβαρή». Και υπονομεύει έτσι κάθε
βεβαιότητά μας, αν κάποια σοβαρά, σοβαρότατα πράγματα που διαβάζουμε, είναι
εντέλει ασόβαρα, αν δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα σοβαρό εν γένει, ή τίποτα σοβαρό
που να μην είναι μαζί και ασόβαρο, ή αν το ασόβαρο, το ασήμαντο, είναι η μόνη
μας βεβαιότητα, η «ανθρώπινη συνθήκη», όπως λέμε. Ίσως όλα μαζί ισχύουν, ίσως
είναι φάρσα που στήνει στους αναγνώστες του, όπως λέτε –ή μήπως μας λέει ότι τα
πάντα είναι μια γιγάντια φάρσα; Αυτά ακριβώς τα τεράστια ερωτήματα είναι αυτό
το βιβλίο, πολλά μαζί και όλα μαζί ένα, κατάφαση μαζί και άρνηση, ή βεβαιότητα
και αμφιβολία, «η Αποκάλυψη του Μίλαν», όπως ξαναείπα: αυτό, αυτό το μείζον και
μαζί καίριο, αυτό σαν ρητώς δηλωμένη
σύνοψη και επίλογος του έργου του, και όχι, οπωσδήποτε όχι άλλο ένα «τυπικό»
μυθιστόρημα, σαν τα άλλα όπου μας έχει δείξει πόσο μάστορας είναι ο Κούντερα.
Τον γνωρίζετε προσωπικά και διατηρείτε μαζί του φιλικές σχέσεις,
μάλιστα έχετε δηλώσει ότι δεν είστε μόνο ο μεταφραστής του αλλά είστε ο
εκπρόσωπός του και ο προστάτης του. Πώς είναι ο άνθρωπος Κούντερα και ποια η
καθημερινότητά του;
Όχι εγώ ειδικά, αλλά ο μεταφραστής,
κάθε μεταφραστής, είναι τρόπον τινά εκπρόσωπος του συγγραφέα σε μια ξένη χώρα,
αυτό εξ ορισμού, και προστάτης του, αυτό σαν ευχή το λέω περισσότερο, ή σαν
χρέος, πως οφείλει δηλαδή, με τη δουλειά του εννοείται, να τον προστατεύει.
Τώρα, για τον άνθρωπο και την
καθημερινότητά του, όσο κι αν με τρώει η γλώσσα μου, να αρχίσω και να μιλάω
ακατάσχετα με ενθουσιασμό, πέρα από τον συγγραφέα, για τον άνθρωπο και την
προσωπικότητά του, την ιδιαίτερη γοητεία του κτλ., επιτρέψτε μου να…
συγκρατηθώ. Θα ξέρετε πως, από ένα σημείο και πέρα, ο Κούντερα αρνείται
συστηματικά να δώσει συνεντεύξεις, επιμένοντας ότι πρέπει να περιορίζεται
κανείς αυστηρά στο ίδιο το έργο, κι αυτή η άρνηση του έχει κοστίσει κατά
κάποιον τρόπο, καθώς εισέπραξε ξινισμένες αντιδράσεις από τα μίντια, που δεν
έπαιξε το παιχνίδι τους, ας πούμε. Έτσι, νομίζω πως θα παραβίαζα αυτή του την
επιθυμία –αν δεν την παραβίασα κιόλας με διάφορα που ήδη είπα…
Είναι η μετάφραση η τέχνη της διαγλωσσικής και διαλογοτεχνικής
επικοινωνίας ή ένας ανειρήνευτος αγώνας να μεταφέρει κανείς στη γλώσσα στόχο τον
λόγο και το πνεύμα ενός έργου με ακρίβεια;
Είναι· είναι όλα αυτά μαζί, θα
έλεγα: Η μετάφραση διευκολύνει, προάγει, είναι πάντως το μέσο για τη διαγλωσσική
και διαλογοτεχνική επικοινωνία· αλλά θα πρόσθετα: εκ των πραγμάτων, όχι
εμπρόθετα: δεν ξεκινάει δηλαδή κανείς με στόχο, αυτοσκοπό μάλιστα, τη
διαγλωσσική και διαλογοτεχνική επικοινωνία: γενικά την επικοινωνία, ναι· την
επικοινωνία ανάμεσα σε δύο ξένα σύμπαντα, άρα και γλώσσες και λογοτεχνίες. Και
τότε η μετάφραση είναι οπωσδήποτε το μέσο, ο δίαυλος: λέω «μέσο», γιατί η «τέχνη
της επικοινωνίας» κάπως με πάει στον αυτοσκοπό που σας είπα. Κι εκεί, πίσω από
τη μεγάλη λέξη «τέχνη», βλέπω να σπεύδουν να στοιχηθούν οι ματαιόδοξοι
μεταφραστές που βλέπουν τη μετάφραση, τον ξένο συγγραφέα και το έργο του κάτι
σαν πασαρέλα καλλιστείων, σκηνή όπου επιδεικνύουν τα κάλλη τους, τις γνώσεις
τους. Αν επιστρέψουμε όμως στην αναζήτηση της επικοινωνίας, και με τους όρους
που φλύαρα εξέθεσα σε μία από τις πρώτες ερωτήσεις σας, για τα προαπαιτούμενα
του καλού μεταφραστή, τότε προφανώς είναι αυτομάτως, εξ ορισμού, και ένας ανειρήνευτος αγώνας να
μεταφέρει λόγο και πνεύμα του ξένου συγγραφέα.
Αν η μετάφραση είναι πρώτιστα μια «πράξη ανάγνωσης» όπως λέει ο
Connοly, πιστεύετε ότι μπορεί να λειτουργήσει ως το μεγαλύτερο μέσο πρόσβασης
σε έναν πολιτισμό;
Μεγαλύτερο μέσο πρόσβασης σε έναν
πολιτισμό θα χαρακτήριζα εγώ τη μουσική –για να πω τον καημό μου και το μέγα
απωθημένο μου. Σίγουρα όμως η μετάφραση, καθώς ξεκλειδώνει την πρόζα ή/και την
ποίηση αυτού του πολιτισμού, συντελεί στη ρηματοποίησή του, αν δεν είναι,
αναπόφευκτα, εκ των πραγμάτων, το μοναδικό μέσο ρηματοποίησής του.