27/12/14

Μνήμη Τάσου Χριστίδη, 1946-2004

(Εφημερίδα των συντακτών 27 Δεκ. 2014)


Μνήμη Τάσου Χριστίδη (1946-2004)

Σήμερα η στήλη σκέφτεται έναν σπουδαίο άνθρωπο, έναν κορυφαίο επιστήμονα –και μεγάλο φίλο, ας μου επιτραπεί. Τον Τάσο Χριστίδη, που σαν χτες, επομένη των Χριστουγέννων, πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, έφυγε απροσδόκητα από κοντά μας. Ένας κορυφαίος γλωσσολόγος που, δισυπόστατος θαρρείς, βρισκόταν στο γραφείο και στην καθηγητική έδρα, στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, και ταυτόχρονα στην αγορά, στον δρόμο, αδιάλειπτα παρών στις επάλξεις, επιστημονικές και μαζί πολιτικές και κοινωνικές, αυτός που μότο του είχε ότι δεν μπορεί να μιλάς για τη γλώσσα χωρίς να μιλάς για την κοινωνία, ότι ο λόγος για τη γλώσσα είναι λόγος για την κοινωνία.

Δεν θέλω να πω άλλα, θα αφήσω να μας μιλήσει ο ίδιος από εδώ, με όσο το δυνατόν περισσότερα σπαράγματα από τη σκέψη του. Με την αίσθηση πως κατακρεουργώ, παραθέτω, με εξαίρεση το πρώτο απόσπασμα, από το Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός (εκδ. Πόλις, 1999), μια συλλογή σύντομων κειμένων, πανοραμική εικόνα του πολιτικά ενεργού, μαχητή επιστήμονα, ο οποίος πολέμησε εξίσου την ψευδοεπιστημονικότητα και την ψευδοουδετερότητα που ενδημούν στον ευαίσθητο χώρο της γλώσσας και της γλωσσικής επιστήμης.

Εμείς και τα αρχαία
1. «Η αξιοδότηση των αρχαίων ελληνικών ως ανώτερης μορφής γλώσσας που λειτουργεί σαν “σωστικό του έθνους” (κατά τη διατύπωση της Έλλης Σκοπετέα) και σαν τέτοιο στηρίζει γλωσσικά τους “ανεπαρκείς” χρήστες της νέας ελληνικής και ταυτόχρονα τους “φρονηματίζει” –με ό,τι οπισθοδρομικό σημαίνει παντού και πάντοτε η έννοια αυτή–, η αξιοδότηση αυτή, λοιπόν, δεν στηρίζεται μόνο σε ένα εσφαλμένο γλωσσολογικό και παιδαγωγικό σκεπτικό· υπονοεί –και συνεπάγεται– μέσω του μύθου της ανώτερης, περιούσιας γλώσσας και κατ’ επέκταση του ανώτερου, περιούσιου λαού, ένα ευρύτερο κοινωνικό σκεπτικό, το οποίο –εξ αντικειμένου τουλάχιστον, για όσους δεν το προσυπογράφουν “εξ υποκειμένου”– τροφοδοτεί μεταξύ άλλων την ξενοφοβία, το ρατσισμό, τη μη ανοχή, και κρατά τη νεοελληνική γλωσσική εκπαίδευση των αρχών του 21ου αιώνα όμηρο ενός κοινωνικά επιζήμιου φαντασιακού.» («Χρήσεις της γλώσσας: Οι όροι μιας συζήτησης», στον τόμο Χρήσεις της γλώσσας της Σχολής Μωραΐτη, 2005)

2. «Όλες οι γλώσσες είναι ισότιμα επικοινωνιακά εργαλεία και, [...] αν κάποιες από αυτές –όπως η αρχαία ελληνική– έχουν μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της ανθρωπότητας, αυτό οφείλεται σε ιστορικούς λόγους –στους πολιτισμούς που εκφράστηκαν μέσα από αυτές. Τόσο οι πολιτισμοί αυτοί όσο και οι γλώσσες τους είναι δημιουργήματα της Ιστορίας και έτσι πρέπει να προσεγγίζονται.» (Γλώσσα, πολιτική…, σ. 63)

3. «Όρος για την επάρκεια στη χρήση μιας γλώσσας δεν είναι η γνώση παλαιότερων μορφών της. Το “ξέρω τη γλώσσα μου ” –τόσο στο επίπεδο της απλής όσο και της έντεχνης χρήσης– δεν είναι απόρροια του “ξέρω για τη γλώσσα μου”.» (σ. 63)

Δανεισμός
«Στοιχειώδης γλωσσολογική γνώση [είναι] ότι όλες οι γλώσσες διαμορφώθηκαν και διαμορφώνονται –σε όλα τα επίπεδά τους– από τη συνάντησή τους, ισότιμη ή ανισότιμη, με άλλες γλώσσες.» (σ. 82)

Λάθη
«Τα γλωσσικά λάθη στη χρήση λόγιων τύπων, είτε στον έντυπο λόγο είτε στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, χρεώνονται [...] στην αποκοπή από τις ρίζες και προσάγονται ως τεκμήρια καταστροφής. [...] εδώ εξοβελίζεται η γνώση ότι τα λάθη κινητοποιούνται από γλωσσικούς μηχανισμούς –δεν είναι ποτέ τυχαία– και επομένως μια γλώσσα δεν μπορεί να κινδυνεύει από την ίδια της τη φύση.» (σ. 82)

Γλωσσική πολυμορφία
«Αν και ο σεβασμός για τη γλωσσική πολυμορφία είναι αναντίρρητα τμήμα ενός δημοκρατικού ήθους, αποτελεί μυθική υπερβολή η ταύτιση της πολυγλωσσίας με τη δημοκρατία και τη δημοκρατική αρμονία. [...] δεν είναι τελικά η γλώσσα –είτε ως μονογλωσσία είτε ως πολυγλωσσία– που ενώνει ή χωρίζει, αλλά οι ιδέες. Η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα (το πιο πρόσφατο η πρώην Γιουγκοσλαβία) που υπονομεύουν οποιαδήποτε εξίσωση γλώσσας –είτε στη μονόγλωσση είτε στην πολύγλωσση πρακτική της– και δημοκρατικής ή άλλης αρμονίας. Η δημοκρατική συνείδηση του μελλοντικού Ευρωπαίου θα κριθεί στον χώρο των ιδεών και όχι –άμεσα– στον χώρο των γλωσσών. Η μυθοποίηση του ρόλου της γλώσσας συγκαλύπτει αυτή την ιδιαίτερα κρίσιμη διάσταση.» (σ. 162)

Παγκοσμιοποίηση και γλωσσική ετερότητα
«Στον χώρο της γλωσσικής πολιτικής, η “ετερότητα”, μια “ετερότητα” που θα πρέπει ταυτόχρονα να διακρίνει και να ενώνει, θα διαφυλαχθεί –και, σε κάποιο ποσοστό, θα διαμορφωθεί– όχι μέσα από τη μυθοποίηση της μητρικής γλώσσας και της ιστορίας της αλλά μέσα από την απομυθοποίησή της: μέσα από την αποκάλυψη τόσο των ιστορικών (και όχι μυθικών) ιδιαιτεροτήτων της όσο και της ενότητάς της με τις άλλες γλώσσες· ενότητα που, απώτερα, προκύπτει από την ενότητα της ανθρώπινης νόησης.» (σ. 94-95)

buzz it!

20/12/14

Από τον Μεταξά στον Μεταξά - Αγιογράφος του φαιού

(Εφημερίδα των συντακτών 20 Δεκ. 2014)


Από τον Μεταξά στον Μεταξά

«Η Καθημερινή»: από τον Μεταξά στον Μεταξά· έτσι ολοκληρώνεται, θα μπορούσε να πει κανείς, ο κύκλος μιας εφημερίδας, που εξαγνίζει ξαφνικά τον δικτάτορα της 4ης Αυγούστου, αυτοεξαγνιζόμενη έτσι και αυτή για το φιλομεταξικό παρελθόν της. Αναμενόμενο, ίσως, από τη ναυαρχίδα του αναθεωρητισμού, στην πιο ακραία δεξιά στροφή της, που συνθλίβει και ακυρώνει μέσα στον κύκλο που διαγράφει τώρα και μια φωτεινή, θα έλεγε κανείς, περίοδο της δικής της ιστορίας, από την αναστολή της έκδοσής της επί δικτατορίας και τη μετέπειτα πορεία της στη μεταπολίτευση· την περίοδο που εξέφραζε τη νέα, τη διαφορετική οπωσδήποτε από τη μετεμφυλιακή, δεξιά, όμως παράλληλα, με την εγκυρότητά της και το επίπεδο των συνεργατών της, έβρισκε απήχηση και σε σημαντικό μέρος της κεντροαριστεράς και της ανανεωτικής αριστεράς.

Αυτήν όμως την περίοδο πρώτη η εφημερίδα την αποκήρυξε τα τελευταία χρόνια, καταρχήν με την αποκήρυξη ακριβώς και τη δαιμονοποίηση της Μεταπολίτευσης εν γένει, έπειτα με τη μεθοδική δουλειά του ιερατείου, από τον θεωρητικό της ακροδεξιάς και ευαγγελιστή της καταστροφής έθνους και γλώσσας ώς το καθηγητικό δίδυμο των επαγγελματιών του αναθεωρητισμού (που, παρεμπιπτόντως, μόλις την περασμένη Κυριακή, σε ένθετο για τα Δεκεμβριανά, απέδιδαν όλα τα δεινά στο ΕΑΜ), ενώ ολόκληρο επιτελείο των καθημερινών εργατών του μόχθου, Κασιμάτης, Μανδραβέλης, Παπαδημητρίου, Θεοδωρόπουλος κ.ά., πλαισιώνουν αυτό το τιτάνιο έργο, που κατόρθωσε να ρίξει την έγκριτη κάποτε εφημερίδα στη μεγαλύτερη ανυποληψία –και στη χαμηλότερη βεβαίως κυκλοφορία.

Τελευταία, η εκτεταμένη επιχείρηση αναθεώρησης της Ιστορίας φόρεσε μόνη της κορόνα στο κεφάλι της μια πιο θεαματική και γι’ αυτό πιο καίρια πράξη αποκατάστασης, την αγιοποίηση του δικτάτορα Μεταξά. Εντάσσοντάς τον (με την υπογραφή του καθηγητή Θάνου Βερέμη) σε μια εντυπωσιακά ετερόκλητη σειρά, «Ηγετών» όπως τους χαρακτήρισε, πάντως αδιαμφισβήτητων εν πολλοίς μεγεθών, μια σειρά που ξεκινούσε από τον Περικλή και τον (ηγέτη!) Αριστοτέλη ή τον Ιουστινιανό, και κατέληγε στους νεότερους, Καποδίστρια, Τρικούπη, Βενιζέλο, και –τσουπ– Μεταξά. Ήταν έτσι άκρως εύγλωττη για τις προθέσεις της εφημερίδας η ένταξη και μόνο του Ιωάννη Μεταξά στη σειρά, η αυτόματη αναγόρευσή του σε σύμβολο, ανεξάρτητα από το όποιο περιεχόμενο του βιβλίου –και μόνο από το γεγονός της έκδοσης δηλαδή, ή που τον έβλεπε κανείς στη διαφήμιση.

Ώσπου κυκλοφόρησε και το βιβλίο. Και για όποιον δεν είχε ακόμα καταλάβει, ανέλαβε να του εξηγήσει, στον πρόλογο, ο περίφημος Στέφανος Κασιμάτης ή Φαληρεύς. Καμία απορία πια, σχεδόν δεν χρειαζόταν να διαβάσει κανείς. Αλλά υπάρχει και ο μαζοχισμός. Και διαβάσαμε. Δεν διαψευστήκαμε. Ίσα ίσα.


Αγιογράφος του φαιού

«Ο Ιωάννης Μεταξάς [...] ως ιστορική προσωπικότητα ανήκει σε αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις που είτε προτιμάμε να τις αγνοούμε είτε τις τακτοποιούμε στη σκέψη μας βάσει των επιταγών της ιδεολογικής μόδας» αρχίζει τον πρόλογό του ο Στέφανος Κασιμάτης ή Φαληρεύς, υποδηλώνοντας έτσι εξαρχής ότι ο ίδιος δεν έχει σχέση με «τακτοποιήσεις» και «ιδεολογικές μόδες».

Και σε ύφος καφενείου, πλην σικάτου, πολυτελείας, κουνάει επιτιμητικά το δάχτυλο στον «θεσμό του καφενείου», όπως τον χαρακτηρίζει, στην πλέμπα δηλαδή, που παρεμποδίζει τον «πολιτικό πραγματισμό» διανοητών όπως του ιδίου, λ.χ., να ορίσουν τον Κανόνα, των Ηγετών εν προκειμένω, των αξιών γενικότερα που οφείλουν να διέπουν τη σημερινή εποχή (τους).

«Η κρατούσα αντίληψη θέλει τον Μεταξά “φασίστα”. (Σημειωτέον: σε μια εποχή όπως η σημερινή, όπου ο πολιτικός πραγματισμός εξισώνεται ακρίτως με τον φασισμό...)» γράφει ο πολιτικά πραγματιστής Φαληρεύς, καλύπτοντας τα νώτα του, πάλι απέναντι στην πλέμπα, που σχολάζει στα ταπεινά καφενεία και πολιτικολογεί, και γι’ αυτό εξάλλου εχθρεύεται τον Μεταξά: «αν κάτι δεν μπορούμε οι Έλληνες μέχρι σήμερα να του συγχωρήσουμε ήταν ότι κατέστειλε αυτό που ένας Βρετανός πρεσβευτής χαρακτήρισε “βασιλέα των σπορ στην Ελλάδα”: την πολιτική», πιάνει τη μύτη του μπροστά στην μπόχα ο ντιλετάντε Φαληρεύς. Και φιλοτεχνεί το πορτρέτο του κοινωνικού αναμορφωτή, αναπαράγοντας όλους τους κραταιούς μύθους περί ΙΚΑ και συλλογικών συμβάσεων, πάνω στους οποίους πέφτει απλώς μια τόση δα σκιά, του αντικοινοβουλευτισμού του ανδρός –που ήταν και «σφόδρα αντικομμουνιστής», γελάει κάτω απ’ τα μουστάκια του ο Φαληρεύς, και «διέλυσε το ΚΚΕ».

Αλλά «φασίστας με την έννοια του καφενείου» (ξανά!) δεν ήταν, κουνάει θυμωμένα τώρα τη βεντάλια του ο Φαληρεύς, θυμωμένα που «ο θεσμός του καφενείου, τελικά, πάντα επιβάλλει τις αξίες του (και μαζί τους διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες που συμπορεύονται)» εξανίσταται ο δίχως πολιτικές σκοπιμότητες Στέφανος Κασιμάτης.

Ευχαριστίες στη Χρυσή Αυγή, αγιογραφία Βορίδη, αγιογραφία Μεταξά…, καλό Χίτλερ, κύριε Κασιμάτη, δεν θα δυσκολευτείτε…

buzz it!

14/12/14

Τα νέα εισαγωγικά - Ancient Greeklish

(Εφημερίδα των συντακτών 13 Δεκ. 2014)


Τα νέα εισαγωγικά

Πάλι «την πλήρωσαν» οι βιτρίνες των καταστημάτων· και η κοινότατη και παραστατική έκφραση «την πλήρωσαν» μπήκε σε περιττά, σε λάθος εισαγωγικά, επειδή τάχα οι βιτρίνες δεν είναι έμψυχα όντα με λεφτά που πληρώνουν κάτι·
«τα βρήκαν» κυβέρνηση και εργαζόμενοι: πάλι εισαγωγικά, άγνωστο γιατί, ίσως επειδή μόνο χαμένα αντικείμενα βρίσκει κανείς·
«έπιασαν» δουλειά τα απορριμματοφόρα· και ξανά εισαγωγικά, μάλλον επειδή τα απορριμματοφόρα δεν έχουν χέρια για να πιάσουν κάτι,
και πλήθος άλλες περιπτώσεις με ανάλογα φαιδρές ερμηνείες αποπίσω, πάντοτε για να ξορκιστεί ουσιαστικά μια μεταφορά, μια καθημερινή έκφραση, μια παρομοίωση, ένας ιδιωτισμός κτλ., οτιδήποτε (μοιάζει να) ξεφεύγει από μια στρατιωτική αντίληψη για τη γλώσσα, έξω από κάθε μα κάθε γραμματική, έξω από την ιστορία κάθε μα κάθε γλώσσας.

Γέμισαν έτσι εδώ και μερικά χρόνια τέτοια εισαγωγικά οι εφημερίδες μας, όλες ανεξαιρέτως, οι οθόνες μας, τα καινούρια βιβλία· όσο και να γράφει κανείς (βλ. π.χ. α, β), προχωράει αλματωδώς η παράδοξη αυτή μόδα (διόλου άσχετη, λέω εγώ, από τη γενικότερη καθαριστική τάση στη γλώσσα), να δούμε αν και πότε θα ξεφουσκώσει.

Και ιδού που μια συγγενική, από μιαν άποψη, τάση εξαπλώνεται τελευταία. Μου την επισήμανε πριν από λίγους μήνες ο γείτονας εδώ Δημήτρης Αγγελίδης, δεν θυμάμαι με ποιο παράδειγμα, και έκτοτε την παρακολουθώ με ενδιαφέρον: είναι μια γενικευμένη αναίτια χρήση του επιθέτου πολιτικός-ή-ό, «νέα εισαγωγικά» θα τη λέγαμε, καθώς συχνά χτυπάει το καμπανάκι: «προσοχή, ακολουθεί μεταφορά, μην το πάρετε και τοις μετρητοίς!»:

Πολιτικό σεισμό προκάλεσαν οι δηλώσεις τού Χ, λες και θα νόμιζε κανείς ότι προκλήθηκε κανονικός σεισμός και το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο·
Για εμάς είναι casus belli, αιτία πολιτικού πολέμου… είπε η Παπαρήγα, λες και θα νόμιζε τώρα κανείς πως θα ’παιρνε το ΚΚΕ τα όπλα –ή τα κονσερβοκούτια·
Η Κανέλλη πήγε στη δίκη του Κασιδιάρη και έκανε λόγο για πολιτικό φασισμό, σε διάκριση ποιος ξέρει από ποιον άλλο (καλύτερο άραγε ή χειρότερο;) φασισμό·
Πολιτικά ευφυής θεωρείται η ιδέα του κ. Θεοδωράκη·
Είναι πολιτικά δύσκολο να πέσει η κυβέρνηση εκ των έσω·
Το ψήφισμα του βρετανικού Κοινοβουλίου είναι πολιτικά ιστορικό·
Πολιτική «θύελλα» για τη μη μετάδοση της ομιλίας Τσίπρα στη ΔΕΘ: εδώ νταμπλ, κανονικά εισαγωγικά, σαν αυτά που είπαμε στην αρχή, στη λ. θύελλα, για να μη νομίσει δηλαδή κανείς πως άρχισε να λυσσομανά ο αέρας κι η βροχή, ενισχυμένα από τα νέα εισαγωγικά, το περιττό επίθετο πολιτική, πάλι για να μη νομίσει κανείς… κτλ.

Οχυρωματικά έργα, ξανά, για την «προστασία», με εισαγωγικά, της γλώσσας.


Ancient Greeklish

Διόλου αμφισβητώ ότι φωτεινά πρόσωπα μπορεί να συναντήσει κανείς και αλλού: διόλου ΔΕΝ αμφισβητώ είναι βεβαίως το σωστό, αλλιώς θα λέγαμε και: «καθόλου τον ξέρω αυτόν», «πουθενά πήγα», «τίποτα μου αρέσει» κτλ. Ε ναι, φυσικά, θα πείτε, κανένας δεν τα λέει αυτά. Εκτός κι αν νομίζει, θα πω εγώ, ότι προσεγγίζει έτσι το αρχαίο πνεύμα, ότι μιλάει ολίγον αρχαία, λογιότερα τελοσπάντων. Ιδού και άλλα:

Ούτε πέντε λεπτά χρειάστηκε ο Χ για να «φουσκώσει» τα δίχτυα του Ψ, από αθλητική εφημερίδα, μαζί και με τα μεταφοροκτόνα εισαγωγικά που είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα·
Κανείς απ’ όσο ξέρω μίλησε για απόλυση, από σχόλιο στο φέισμπουκ·
Σε καμία περίπτωση μπορεί να εννοηθεί ως περίληψη…, έγραψε η κ. Φωτεινή Τομαή, αποτυχούσα ευρωβουλεύτρια της ΝΔ, που διαφεντεύει το Ιστορικό Αρχείο του ΥΠΕΞ·
Σε κανένα από τα πεπολιτισμένα [sic] κράτη της ανθρωπότητας σημειώνεται…, γράφει ο πολύς Κ. Γεωργουσόπουλος.

Και καλά ο αθλητικογράφος, ή ο σχολιαστής στο φέισμπουκ, αλλά, γραμματιζούμενοι άνθρωποι οι τελευταίοι, πώς στο καλό, έρχεται εύλογα η ερώτηση. Νά, στα αρχαία που κουτσομάθαμε στο σχολείο κι όμως θαρρούμε πως κυλούν στο αίμα και το DNA μας, η άρνηση ήταν μονή: ουδείς επιθυμεί, ουδένα ή ουδέποτε απήντησα, ουδόλως φρονώ κ.ο.κ., φράσεις που όλες ανεξαιρέτως στα νέα ελληνικά, αιώνες τώρα, στο διαφορετικό, μας αρέσει δε μας αρέσει, σύστημα των νέων ελληνικών, αποδίδονται με διπλή άρνηση: κανένας δεν επιθυμεί, κανέναν ή ποτέ δεν συνάντησα, καθόλου δεν πιστεύω κ.ο.κ.

Το λάθος, διόλου τυχαία εντέλει, είναι όλο και πιο συχνό τα τελευταία χρόνια (όπως και το αντίστροφο εξάλλου: «ουδείς δεν διαμαρτυρήθηκε», κάτι πολύ πιο ανεκτό πάντως, σαν απλός πλεονασμός, αφού το ουδείς λ.χ. υφίσταται και στα νέα ελληνικά). Να φταίει κι εδώ ο νεολογιοτατισμός, η νοερή επιστροφή στη γλωσσική μας Εδέμ, στα αρχαία μας, μαζί τώρα, τι κωμικό, με την επίδραση των κυρίαρχων σήμερα αγγλικών, όπου επίσης η άρνηση εκφράζεται αυστηρώς μονή;

Αυτά κι αν είναι γκρίκλις, ακριβέστερα: αρχαιογκρίκλις.

buzz it!

10/12/14

Αυταπάρνηση και γενναιότητα του μεταφραστή



συνέντευξη στην Τέσυ Μπάιλα, περιοδικό "Κλεψύδρα" 7, Νοέμ. 2014















Από το 1994 μεταφράζετε το συνολικό έργο του Μίλαν Κούντερα και τον έχετε γνωρίσει προσωπικά. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το έργο του «Η γιορτή της ασημαντότητας» από τις εκδόσεις Εστία· πώς νιώθει ένας μεταφραστής απέναντι στο γεγονός ότι μεταφράζει ίσως το τελευταίο βιβλίο ενός τόσο σημαντικού συγγραφέα;

Με βάζετε κατευθείαν στα δύσκολα! Όλο μεγάλα λόγια μου έρχονται, δεν ξέρω πώς να τα ελέγξω… Όταν μου παρέδωσε ο Κούντερα το «χειρόγραφο» (πώς να το πούμε επιτέλους αυτό το «κομπιουτερόγραφο»…) της Γιορτής, που μου το φύλαγε μάλιστα κανονική έκπληξη, αφού δεν είχε ειπωθεί τίποτα σχετικό ώς τότε, όταν λοιπόν συναντηθήκαμε, η Βέρα, η γυναίκα του, είπε κάποια στιγμή πως είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα. Αστειεύτηκα αμήχανα εγώ, πως ποτέ δεν λέμε ποτέ, «Μπα!» επέμεινε αυτή ενώ παρακολουθούσε αμίλητος εκείνος, «εδώ είναι η καταστροφή, το τέλος των πάντων, της Ιστορίας, του έρωτα, του ανθρώπινου είδους…», με κάτι πάλι αμήχανο επέμεινα εγώ, «Δεν γράφω άλλο» παρενέβη τώρα ο Κούντερα, με ύφος εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι λόγου χάρη το 2001, στην πρώτη μας συνάντηση, όταν πάλι μου είχε πει ότι δεν ξαναγράφει, κάτι που δεν το πίστευε όμως τότε κανένας. Κι όμως, δεν έγραψε όλα αυτά τα χρόνια, παρά μόνο δοκίμια, και ξαφνικά (λέω αυθαίρετα τώρα εγώ), ίσως κι επειδή πολλοί θα τον ζάλιζαν: «γράφετε; γιατί δεν γράφετε;» κ.ο.κ., αποφασίζει να γράψει αυτό το ιδιότυπο βιβλίο, να κλείσει μόνος του την αυλαία, συνοψίζοντας και επιλογίζοντας ο ίδιος, με θαυμαστό προσθέτω τρόπο, το μυθιστορηματικό έργο του.

Αυτά όλα τα λέω τώρα· πάλι δεν τα πίστεψα στην τελευταία αυτή συνάντησή μας· άρχισα να τα συνειδητοποιώ, να συνειδητοποιώ πως όντως μπορεί να είναι το τελευταίο έργο του, σιγά σιγά, όσο προχωρούσε η μετάφραση. Και ήταν τραγικό αυτό, μου έκλεβε, μου ακύρωνε συνέχεια την ευφορία της μετάφρασης, αυτή που ένιωθα πάντα μεταφράζοντας Κούντερα. Πρώτα κατάλαβα το νόημα των λόγων της Βέρας: «η κατά Μίλαν Αποκάλυψη» ήταν το πρώτο που τους είπα, μόλις διάβασα το βιβλίο, κι έπειτα, στην πορεία, όταν συνειδητοποίησα, όπως σας είπα, πως μπορεί όντως να είναι το τελευταίο του βιβλίο, έστειλα κι ένα πικρό μέιλ, προσπαθώντας να εκφράσω όσο λιγότερο μελό γινόταν τα συναισθήματά μου. Ποια συναισθήματα, με ρωτάτε: σπαραγμός, θα σας πω με μία μόνο λέξη, τίποτα λιγότερο, σπαραγμός.

Είναι το ίδιο ακριβώς που είχα νιώσει, όταν τέλειωσα το δακτυλόγραφο (εκείνο ήταν δακτυλόγραφο!) των Ελεγείων της Οξώπετρας του Ελύτη, που μου το είχε παραδώσει για τυπογραφική επιμέλεια, τη συγκλονιστική αυτή συλλογή που όλοι πιστεύαμε, κακά τα ψέματα, πως θα ’ναι η τελευταία –ήταν εξάλλου και τόσο διαφορετική από ολόκληρο το έργο του, αυτή η συνομιλία εντέλει με τον θάνατο, μια συνομιλία ωστόσο, ή ένας θάνατος, που λούζεται στο φως. Όμως ξανάγραψε ο Ελύτης, μας έδωσε το Εκ του πλησίον, ένα έργο που ήταν πια απολύτως σαφές πως θα ’ναι το τελευταίο, μου το είχε παραδώσει ενώ το συμπλήρωνε ολοένα, και ήταν το τελευταίο –άλλωστε κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του: Ανθ’ ημών η αγάπη, ήταν η διαθήκη του ποιητή, έτσι έκλεινε το έργο, μ’ αυτόν τον μεγαλειώδη ακροτελεύτιο στίχο. Ο Κούντερα, με τη γλώσσα του μυθιστορήματος, στο οποίο πίστεψε φανατικά και το οποίο υπερασπίστηκε με πείσμα, του είδους που «εξ ορισμού είναι η τέχνη της ειρωνείας», όπως γράφει κάπου, βάζει μια παιδική χορωδία να τραγουδάει τη Μασσαλιώτιδα, και μια μικρή άμαξα, με αμαξά πάλι ένα παιδάκι, μια άμαξα όπου έχει επιβιβαστεί… αυτοπροσώπως το τέλος της Ιστορίας, από μιαν άποψη, η καρικατούρα του Στάλιν, μιας από τις προσωπικότητες που σφράγισαν τον 20ό αιώνα· βάζει λοιπόν αυτήν τη «μικρή άμαξα [να] ξεκινάει, και από μια μεγάλη αλέα [να] βγαίνει από τον Κήπο του Λουξεμβούργου και [να] απομακρύνεται αργά μέσα στους δρόμους του Παρισιού». Δύσκολα μπορώ να φανταστώ κάποιον που να τελειώνει το διάβασμα αυτού του βιβλίου χωρίς έναν κόμπο στον λαιμό, ένα δάκρυ, κάτι… Ένας φίλος μου πάντως, από τους σπουδαίους ποιητές μας, μου είπε πως έκλαιγε με λυγμούς, όταν το τέλειωσε, και έπειτα έμεινε άγρυπνος όλη τη νύχτα.

Ο ίδιος ο Κούντερα έχει πει για εσάς, όπως διάβασα σε μια συνέντευξή σας στη Μικέλα Χαρτουλάρη, στην Εφημερίδα των συντακτών: «Είστε ο καλύτερός μου μεταφραστής!» και η κυρία Καραϊτίδη, των εκδόσεων Εστία, σε μια συνομιλία που είχαμε πρόσφατα, σας χαρακτήρισε ως «απίστευτα προσεκτικό και συγκινητικά καλό μεταφραστή». Ποια χαρακτηριστικά νομίζετε πως πρέπει να έχει ένας μεταφραστής για να είναι καλός;

Όσο κολακευτική κι αν είναι για μένα αυτή η φράση του Κούντερα, πρέπει να ξεκαθαρίσω πως είναι απλώς μια φιλοφρόνηση, ενθουσιώδης αν θέλετε, εξαιρετικά γενναιόδωρη βεβαίως, που συνόδευε ένα συγχαρητήριο μήνυμά του, όταν πήρα το βραβείο του ΕΚΕΜΕΛ για τη μετάφραση της Συνάντησης. Τίποτε άλλο. Γιατί, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ο συγγραφέας δεν είναι εντέλει σε θέση να κρίνει αν είναι καλός ο μεταφραστής του, όσο λαμπρά κι αν συνεργάζεται μαζί του. Ο μεταφραστής κρίνεται στη γλώσσα του. Τελεία.

Να το πω διαφορετικά: Όσο καλά κι αν γνωρίζει ο μεταφραστής την ξένη γλώσσα, τον ξένο συγγραφέα, το έργο του κτλ., η δουλειά του θα κριθεί στη δική του γλώσσα. Εννοώ, πολύ απλά, ότι η γνώση της δικής του γλώσσας παίζει τον καθοριστικότερο ρόλο στη μετάφραση. Και όταν τώρα λέω «γνώση της γλώσσας», εννοώ γνώση των υφολογικών επιπέδων και της αντιστοιχίας τους με το μεταφραζόμενο έργο. Καταρχήν. Γιατί υπάρχουν και οι βασικές προϋποθέσεις, οι βασικοί νόμοι της μετάφρασης, το να ακούς προσεχτικά το κείμενο που μεταφράζεις, το να μην υπερβείς κείμενο και συγγραφέα, έστω και «εξωραΐζοντάς» τους κτλ. Ίσως όμως όλα αυτά να είναι η αντιστοίχιση επιπέδων που είπα, το να βρει κανείς και να τηρήσει τις αναλογίες.

Βασικά λοιπόν, πέρα από τη γνώση, την επιμέλεια κτλ., αυτό που θα ’πρεπε να χαρακτηρίζει τον μεταφραστή είναι η ταπεινοσύνη, ότι ακολουθεί τον συγγραφέα, ούτε καν συμβαδίζει, πόσο μάλλον ξεπερνά, προπορεύεται, προβάλλει δηλαδή, ουσιαστικά επιβάλλει, το δικό του ύφος ή τη δική του ανάγνωση, κάτι που συμβαίνει λ.χ., άλλοτε ασύνειδα και περίπου αναπόφευκτα, άλλοτε εμπρόθετα, όταν μείζονες συγγραφείς καταπιάνονται με μεταφράσεις. Έχω ξαναναφερθεί σε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, τον Ελύτη που, εκτός από τον συγγενικό του Λόρκα, μεταφράζει και Λωτρεαμόν, και τον μετατρέπει τρόπον τινά σε έξοχο Ελύτη (βέβαια, σημειώστε ότι τον τόμο με τις μεταφράσεις του τον τιτλοφορεί: Δεύτερη γραφή!). Ενώ ο Χειμωνάς, πέρα από κάθε νοητό όριο, δηλώνει ρητά πως δεν τον ενδιαφέρει ποιος έγραψε τι, «αν την Ηλέκτρα την έγραψε ο Σοφοκλής ή ο Ευριπίδης, αν τον Άμλετ ή τον Μάκβεθ τον έγραψε ο Σαίξπηρ», και επιβάλλει τη δική του ματιά στο έργο, λέγοντας αίφνης πως διαφωνεί (!) με τον τρόπο που παρουσιάζει ο Σαίξπηρ τη Λαίδη Μάκβεθ σε μια καίρια στιγμή του έργου, στη σκηνή της υπνοβασίας, οπότε της προσθέτει δικά του λόγια, γενικότερα κόβει ή και προσθέτει σκηνές («αυθαιρεσίες» τις χαρακτηρίζει άλλωστε τις επεμβάσεις του ο ίδιος), με αποτέλεσμα ένα άλλο, πάντως προσωπικό έργο. Εμείς όμως μιλούμε για μετάφραση, και τότε ο μεταφραστής ακολουθεί, ξαναλέω, τον συγγραφέα, τον ακολουθεί όσο πιο κοντά γίνεται· τον υπηρετεί, όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται, με αφοσίωση και πραγματική αυταπάρνηση. 

Πώς ακριβώς την εννοείτε την αυταπάρνηση;

Θα έλεγα, πολύ απλά, να έχει ο μεταφραστής επίγνωση του ρόλου του, που όσο δημιουργικός κι αν είναι, και είναι, δεν ανταγωνίζεται τη δημιουργικότητα του συγγραφέα, δεν πάει να υποκαταστήσει τον συγγραφέα. Και τότε, ή και έτσι, πλάι στην ταπεινοσύνη και την αυταπάρνηση, θα πρόσθετα: γενναιότητα. Γενναιότητα να αποδεχτεί ότι η μετάφραση έχει απώλειες, ότι στη μετάφραση θα χάσει, μακάρι τα ολίγιστα, πάντως θα χάσει από το πρωτότυπο –πράγματα που δεν μεταφέρονται από τη μια γλώσσα στην άλλη, από τον ένα κόσμο στον άλλο. Θα χάσει δηλαδή όχι μόνο τα αυτονόητα, λογοπαίγνια κτλ., αλλά και εννοιολογικές αποχρώσεις, σημαντικές κάποτε

Είναι περίεργο! Αποτελεί κοινό τόπο πως υπάρχει σημαντική απώλεια κατά τη μεταφορά ενός έργου από τη γλώσσα του σε μιαν άλλη, ένας κοινός τόπος που φτάνει συχνά στα άκρα, ότι ο τάδε συγγραφέας ή το δείνα έργο δεν μεταφράζεται επουδενί. Κι όμως, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αδυναμία της μεταφοράς, της απόδοσης ενός λογοπαίγνιου, μιας μεταφοράς, ενός υπαινιγμού κτλ., θαρρείς και πεισμώνουμε, σαν να θίγεται η επάρκειά μας, για να μην πω η παντοδυναμία μας· δεν τη δεχόμαστε την απώλεια, μας φαίνεται ήττα.

Μπορείτε να μας δώσετε ένα παράδειγμα απώλειας, πέρα από κάποιο λογοπαίγνιο λόγου χάρη;

Νά, ένα χοντρό παράδειγμα, στο ξένο έργο κάποιο πρόσωπο, ένας χωρικός, μια υπηρέτρια κτλ., μιλάει κάποια τοπική διάλεκτο. Ε, δεν θα βάλουμε, σ’ ένα ξένο, επαναλαμβάνω, έργο, που διαδραματίζεται ακριβώς σε ξένο τόπο, σε ξένη πόλη, όπου έχει ήδη μεταφερθεί νοερά και έχει ήδη εγκλιματιστεί ο αναγνώστης, σε δρόμους δηλαδή και σε πλατείες με ξενικές ονομασίες κτλ., δεν θα βάλουμε λοιπόν την Αντέλ, την Ουλρίκε ή τη Σεζάρια να μιλάει λ.χ. ρουμελιώτικα (ακριβέστερα: ρουμιλιότ’κα). Θα τη χάσουμε αυτήν τη διάκριση, θα αποδεχτούμε να τη χάσουμε. Κι αυτό απαιτεί μεγάλη γενναιότητα εντέλει.
 
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε όλα αυτά τα χρόνια στη μετάφραση του έργου του Κούντερα. Είναι εύκολο να μεταφερθεί το βιωματικό φορτίο των λέξεων που επιλέγει στην ελληνική γλώσσα με πιστότητα; Θέλω να πω, οι συνδηλώσεις των λέξεων, η δυνατότητά τους να παραπέμπουν σε συνειρμούς, είναι εύκολο να περάσουν σε μια γλώσσα όπως είναι η ελληνική, αφήνοντας το ίδιο ηχόχρωμα στον Έλληνα αναγνώστη;

Μόλις είπατε τη λέξη «δυσκολίες», αμέσως σκέφτηκα τον Γολγοθά της ταύτισης, και μάλιστα σε προϊντερνετική περίπου εποχή, πολυάριθμων φράσεων ή και παραγράφων από ξένα έργα που ενσωματώνει ακόμα και στα μυθιστορήματά του, πόσο μάλλον στα δοκίμιά του, ο Κούντερα, αποσπάσματα από διαφορετικά είδη, και φυσικά σε διάφορες γλώσσες, από ποίηση και φιλοσοφία έως λιμπρέτα από όπερες... Αλλά οι δυσκολίες στις οποίες αναφέρεστε, είναι οι δυσκολίες κάθε μετάφρασης, τι περνάει και τι δεν περνάει από τη μία γλώσσα στην άλλη. Στην περίπτωση του Κούντερα ίσως, από μιαν άποψη, να είναι και μικρότερες, με την έννοια ότι ο Κούντερα είναι ο συγγραφέας που αισθητική του πρόθεση είναι το κατά το δυνατόν λιτότερο ύφος (κάτι που από την άλλη συνιστά από μόνο του διαφορετικής τάξεως, διόλου μικρή πάντως δυσκολία), είναι δηλωμένος κατά κάποιον τρόπο εχθρός του λυρισμού και της «ωραιολογίας» –γράφει εξάλλου σε άλλη από τη μητρική του γλώσσα, μεταξύ άλλων ίσως και γι’ αυτόν τον λόγο, το λιτό ύφος (αυθαιρετώ πάλι εγώ), γράφει λέω στα γαλλικά, έχει μάλιστα αναθεωρήσει ο ίδιος τις γαλλικές μεταφράσεις των έργων του που ήταν γραμμένα στα τσέχικα, και έχει συγκροτήσει ένα γαλλικό πια κόρπους, από το οποίο και προτιμά να μεταφράζεται, από το γαλλόγλωσσο δηλαδή.

Χαρακτηριστικό είναι εδώ ότι ο Κούντερα δεν θέλει στοιχεία που μαρτυρούν εντοπιότητα, ας τα πω, κάπου όπου θα σκαλώσει ο αναγνώστης μιας άλλης γλώσσας. Έτσι μπορεί να αλλάξουμε ένα τσέχικο όνομα ιδιαίτερα κακόηχο στα ελληνικά, ή πιθανόν με άλλες ηχητικές συνδηλώσεις, ένα τσέχικο φαγητό κτλ. Στο Η ζωή είναι αλλού λόγου χάρη μια κοπέλα τρώει, και δάκρυα κυλούν απ’ τα μάτια της στα «κνέντλικ με τη σάλτσα»· τι θα γίνουν αυτά, θα μείνουν, και θα μπει σημείωση: «είδος ζυμαρικών»; Όμως ο Κούντερα τις απεχθάνεται τις σημειώσεις, και γενικότερα δεν θέλει τέτοιου είδους λεπτομέρειες, όπως σας είπα. Το θέμα είναι τότε να μάθεις αν πρόκειται για κάποιο περίεργο ή, απ’ ό,τι φαίνεται, συνηθισμένο φαγητό· κι αφού κυλούν τα δάκρυα, να ’ναι λόγου χάρη «σούπα»; «Το πιο κοινό φαγητό· ναι, σούπα· με τίποτα σημείωση» ήταν η απάντηση.

Πως νιώθει ένας μεταφραστής όταν ανακαλύπτει στη μετάφραση ενός έργου του Κούντερα σε μια τρίτη γλώσσα ότι υπάρχουν μεταφραστικά λάθη;

Εδώ κι αν μου βάζετε δύσκολα! Μάλλον τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα… Γιατί το θέμα δεν είναι πώς νιώθει, αλλά τι κάνει… Ωραία, νιώθει περίεργα, αμήχανα· στην αρχή μάλιστα ψάχνει και ξαναματαψάχνει να βεβαιωθεί πως είναι λάθος του άλλου κι όχι δικό του, πως δεν κατάλαβε δηλαδή ο ίδιος κάτι σωστά. Έπειτα… το φιλοσοφεί, πως ουδείς αλάθητος. Ας επανέλθω όμως. Το θέμα, είπα, δεν είναι πώς νιώθει κανείς, αλλά τι κάνει! Δεν θα το επισημάνει, ώστε να διορθωθεί; Είναι εξαιρετικά λεπτό το ζήτημα, γιατί χοντρικά μοιάζει σαν να ρουφιανεύεις, ας πούμε, έναν συνάδελφό σου. Απ’ την άλλη, δεν θα προστατέψεις τον συγγραφέα σου; Ή: δεν θα προστατέψεις τον αναγνώστη, σε τελική ανάλυση;

Ξέρετε, με τον Κούντερα δουλέψαμε πολύ πάνω στο Αστείο, μια βδομάδα ολόκληρη, εξάωρο σωστό κάθε μέρα, ξεκαθαρίζοντας μικρο- ή και μεγαλοδιαφορές, υφολογικές κυρίως, ανάμεσα σε διαφορετικές εκδόσεις και μεταφράσεις: ανάμεσα στην αγγλική μετάφραση και τη γαλλική, που ήταν και οι δύο αναθεωρημένες από τον ίδιο τον συγγραφέα, σε αντιπαραβολή με την πρώτη και τη δεύτερη, αναθεωρημένη τσέχικη έκδοση, στην αρχική μετάφραση του Α. Τσάκαλη. Παράλληλα, οριστικοποιούνταν οι (ελάχιστες) προσθήκες και οι (πολύ περισσότερες, κάποτε αρκετά εκτεταμένες) διαγραφές του Κούντερα, που δεν ήταν ίδιες, κοινές, σε όλες τις εκδόσεις: δηλαδή, κάτι που διέγραφε σε μία έκδοση, παρέμενε (ή επανερχόταν;) σε άλλη, μεταγενέστερη κ.ο.κ. Έπειτα από μια τέτοια εργασία, θεωρητικά δεν ήταν νοητό να μην του επισημάνω κάποιο μεταφραστικό λάθος. Ε, ανάλογα με τη σοβαρότητα του λάθους, εννοείται, άλλοτε το επισήμαινα, άλλοτε όχι.

Πιστεύετε ότι υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία του Κούντερα μέσα στο τελευταίο του βιβλίο; Γενικότερα ο Κούντερα είναι από τους συγγραφείς που αυτοβιογραφούνται;

Έχω την αίσθηση πως κάθε συγγραφέας περνάει προσωπικά του στοιχεία, βιωματικά εννοώ, στο έργο του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτοβιογραφείται σώνει και καλά. Είναι, τολμώ να πω, ποσοτικό εντέλει το θέμα: πόσα στοιχεία δηλαδή από τον προσωπικό του κόσμο, τη ζωή του, τον χαρακτήρα του, περνούν στο έργο, κυρίως αν ένα πρόσωπο του έργου, κατά κανόνα πρωταγωνιστικό, αποτελεί περσόνα του συγγραφέα. Από αυτή την άποψη, υποθέτω πως γενικά υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία του Κούντερα στο έργο του· ειδικά στο τελευταίο του; πάλι δεν μπορώ να ξέρω, πάντως δύσκολα μπορώ να τον διακρίνω. Τώρα,  αν γενικότερα ο Κούντερα είναι από τους συγγραφείς που αυτοβιογραφούνται, χωρίς και πάλι να μπορώ να πω με βεβαιότητα, μάλλον όχι θα έλεγα. Θα σας πω μάλιστα κάτι πολύ χαρακτηριστικό, το έλεγα και στην άλλη συνέντευξη που αναφέρατε, κατά σύμπτωση σχετικά με το Αστείο

Το κεντρικό πρόσωπο του Αστείου, του πρώτου μεγάλου μυθιστορήματος του Κούντερα, που συμπίπτει με την Άνοιξη της Πράγας, την καταστολή της και αργότερα την αυτοεξορία του Κούντερα, είναι ένας μέγας γυναικοκατακτητής, που θεωρήθηκε περσόνα του Κούντερα, καθώς μάλιστα τον ίδιο τον συνόδευε μια τέτοια φήμη, του γυναικοκατακτητή, όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Ομολογώ πως κάτι τέτοιο υπέθετα κι εγώ, ότι αυτός βρίσκεται πίσω από τον πρωταγωνιστή του Αστείου, ώσπου, χρόνια μετά την ανάγνωση του βιβλίου, έμαθα πως είχε γυριστεί ταινία στην τότε Τσεχοσλοβακία, με σενάριο του ίδιου του Κούντερα. Εξασφάλισα μια βιντεοκασέτα από την ΕΡΤ, που είχε προβάλει πιο παλιά την ταινία, και έτρεξα με αδημονία να δω την ανάγνωση του ίδιου του συγγραφέα, τι είχε κόψει και τι είχε κρατήσει στην ταινία –που δεν ήταν μάλιστα μεγάλη, μία ώρα και κάτι κρατούσε, αν θυμάμαι καλά. Αυτό λοιπόν που με άφησε εμβρόντητο ήταν η εικόνα, η εμφάνιση του κεντρικού προσώπου. Ο φοβερός γυναικάς ήταν ένας μάλλον μίζερος τύπος γραφειοκράτη υπαλλήλου, με καμία ακτινοβολία, καθόλου όμορφος, μέτριο μπόι, και επιπλέον καραφλός! Καμία σχέση με γόη που πλανεύει τις γυναίκες, καμία σχέση και με τον ίδιο τον Κούντερα, τον ψηλό και όντως γόη. Στέκομαι πολύ σ’ αυτό το σημείο, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ πως ο συγγραφέας του έργου, που έγραψε ο ίδιος το σενάριο, δεν είχε κανέναν λόγο στο καστ.

Ο Κούντερα γράφει πως το «να φωτίζεις τα σοβαρότερα προβλήματα και ταυτόχρονα να μη γράφεις ούτε μία σοβαρή φράση, να γοητεύεσαι από την πραγματικότητα του σημερινού κόσμου και ταυτόχρονα να αποφεύγεις κάθε ρεαλισμό, αυτό είναι η “Γιορτή της ασημαντότητας”». Για εσάς τι ακριβώς σηματοδοτεί αυτό το βιβλίο; Πιστεύετε ότι πρόκειται για ένα «αστείο» του Κούντερα, μια φάρσα που στήνει στους αναγνώστες του με πολύ χιούμορ, για να μπορέσει να τους δείξει πόση σοφία κρύβεται μέσα στο ασήμαντο;

Δεν θα μπορούσα να σας πω κάτι περισσότερο ή διαφορετικό απ’ ό,τι λέει ο ίδιος. Που δηλώνει ότι «πραγματοποιεί επιτέλους στο ακέραιο το παλιό αισθητικό όραμά του», να γράψει «κάποτε ένα μυθιστόρημα όπου καμία λέξη δεν θα είναι σοβαρή». Και υπονομεύει έτσι κάθε βεβαιότητά μας, αν κάποια σοβαρά, σοβαρότατα πράγματα που διαβάζουμε, είναι εντέλει ασόβαρα, αν δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα σοβαρό εν γένει, ή τίποτα σοβαρό που να μην είναι μαζί και ασόβαρο, ή αν το ασόβαρο, το ασήμαντο, είναι η μόνη μας βεβαιότητα, η «ανθρώπινη συνθήκη», όπως λέμε. Ίσως όλα μαζί ισχύουν, ίσως είναι φάρσα που στήνει στους αναγνώστες του, όπως λέτε –ή μήπως μας λέει ότι τα πάντα είναι μια γιγάντια φάρσα; Αυτά ακριβώς τα τεράστια ερωτήματα είναι αυτό το βιβλίο, πολλά μαζί και όλα μαζί ένα, κατάφαση μαζί και άρνηση, ή βεβαιότητα και αμφιβολία, «η Αποκάλυψη του Μίλαν», όπως ξαναείπα: αυτό, αυτό το μείζον και μαζί καίριο, αυτό σαν ρητώς δηλωμένη σύνοψη και επίλογος του έργου του, και όχι, οπωσδήποτε όχι άλλο ένα «τυπικό» μυθιστόρημα, σαν τα άλλα όπου μας έχει δείξει πόσο μάστορας είναι ο Κούντερα.

Τον γνωρίζετε προσωπικά και διατηρείτε μαζί του φιλικές σχέσεις, μάλιστα έχετε δηλώσει ότι δεν είστε μόνο ο μεταφραστής του αλλά είστε ο εκπρόσωπός του και ο προστάτης του. Πώς είναι ο άνθρωπος Κούντερα και ποια η καθημερινότητά του;

Όχι εγώ ειδικά, αλλά ο μεταφραστής, κάθε μεταφραστής, είναι τρόπον τινά εκπρόσωπος του συγγραφέα σε μια ξένη χώρα, αυτό εξ ορισμού, και προστάτης του, αυτό σαν ευχή το λέω περισσότερο, ή σαν χρέος, πως οφείλει δηλαδή, με τη δουλειά του εννοείται, να τον προστατεύει.
Τώρα, για τον άνθρωπο και την καθημερινότητά του, όσο κι αν με τρώει η γλώσσα μου, να αρχίσω και να μιλάω ακατάσχετα με ενθουσιασμό, πέρα από τον συγγραφέα, για τον άνθρωπο και την προσωπικότητά του, την ιδιαίτερη γοητεία του κτλ., επιτρέψτε μου να… συγκρατηθώ. Θα ξέρετε πως, από ένα σημείο και πέρα, ο Κούντερα αρνείται συστηματικά να δώσει συνεντεύξεις, επιμένοντας ότι πρέπει να περιορίζεται κανείς αυστηρά στο ίδιο το έργο, κι αυτή η άρνηση του έχει κοστίσει κατά κάποιον τρόπο, καθώς εισέπραξε ξινισμένες αντιδράσεις από τα μίντια, που δεν έπαιξε το παιχνίδι τους, ας πούμε. Έτσι, νομίζω πως θα παραβίαζα αυτή του την επιθυμία –αν δεν την παραβίασα κιόλας με διάφορα που ήδη είπα…

Είναι η μετάφραση η τέχνη της διαγλωσσικής και διαλογοτεχνικής επικοινωνίας ή ένας ανειρήνευτος αγώνας να μεταφέρει κανείς στη γλώσσα στόχο τον λόγο και το πνεύμα ενός έργου με ακρίβεια;

Είναι· είναι όλα αυτά μαζί, θα έλεγα: Η μετάφραση διευκολύνει, προάγει, είναι πάντως το μέσο για τη διαγλωσσική και διαλογοτεχνική επικοινωνία· αλλά θα πρόσθετα: εκ των πραγμάτων, όχι εμπρόθετα: δεν ξεκινάει δηλαδή κανείς με στόχο, αυτοσκοπό μάλιστα, τη διαγλωσσική και διαλογοτεχνική επικοινωνία: γενικά την επικοινωνία, ναι· την επικοινωνία ανάμεσα σε δύο ξένα σύμπαντα, άρα και γλώσσες και λογοτεχνίες. Και τότε η μετάφραση είναι οπωσδήποτε το μέσο, ο δίαυλος: λέω «μέσο», γιατί η «τέχνη της επικοινωνίας» κάπως με πάει στον αυτοσκοπό που σας είπα. Κι εκεί, πίσω από τη μεγάλη λέξη «τέχνη», βλέπω να σπεύδουν να στοιχηθούν οι ματαιόδοξοι μεταφραστές που βλέπουν τη μετάφραση, τον ξένο συγγραφέα και το έργο του κάτι σαν πασαρέλα καλλιστείων, σκηνή όπου επιδεικνύουν τα κάλλη τους, τις γνώσεις τους. Αν επιστρέψουμε όμως στην αναζήτηση της επικοινωνίας, και με τους όρους που φλύαρα εξέθεσα σε μία από τις πρώτες ερωτήσεις σας, για τα προαπαιτούμενα του καλού μεταφραστή, τότε προφανώς είναι αυτομάτως, εξ ορισμού, και ένας ανειρήνευτος αγώνας να μεταφέρει λόγο και πνεύμα του ξένου συγγραφέα.

Αν η μετάφραση είναι πρώτιστα μια «πράξη ανάγνωσης» όπως λέει ο Connοly, πιστεύετε ότι μπορεί να λειτουργήσει ως το μεγαλύτερο μέσο πρόσβασης σε έναν πολιτισμό;

Μεγαλύτερο μέσο πρόσβασης σε έναν πολιτισμό θα χαρακτήριζα εγώ τη μουσική –για να πω τον καημό μου και το μέγα απωθημένο μου. Σίγουρα όμως η μετάφραση, καθώς ξεκλειδώνει την πρόζα ή/και την ποίηση αυτού του πολιτισμού, συντελεί στη ρηματοποίησή του, αν δεν είναι, αναπόφευκτα, εκ των πραγμάτων, το μοναδικό μέσο ρηματοποίησής του.

buzz it!

6/12/14

Οι Κέρβεροι της Νομιμότητας, Ένα = τα πάντα όλα

(Εφημερίδα των συντακτών 6 Δεκ. 2014)



Οι Κέρβεροι της Νομιμότητας

Ημέρα Τετάρτη που γράφεται το κομμάτι αυτό δεν έχει κριθεί οριστικά η τύχη του Νίκου Ρωμανού. Έχει όμως κριθεί, άλλη μία, πολλοστή φορά, η πολιτική έστω ηθική που διέπει την εν γένει κοινωνική στάση των Κέρβερων της Νομιμότητας. Μιας άκαμπτης, φετιχιστικής νομιμότητας, αποστεγνωμένης από οποιαδήποτε έννοια ανθρωπισμού –τον οποίο έτσι κι αλλιώς όχι μόνο χλευάζουν αλλά σχεδόν ρητά ποινικοποιούν!

Σκέφτομαι λόγου χάρη έναν, τον Ηλία Κανέλλη, που επικροτούσε την τιμωρία ενός ποδοσφαιριστή της ομάδας εφήβων του ΠΑΟΚ, ο οποίος αφιέρωσε το γκολ του σ’ έναν πρόσφατα χαμένο 16χρονο παίκτη τής (παραδοσιακά εχθρικής!) ομάδας του Άρη, σηκώνοντας την μπλούζα του, να φανεί αποκάτω η φωτογραφία του νεκρού παιδιού (την ίδια στιγμή που άλλοι έκριναν υπερβολική την τήρηση ακριβώς της νομιμότητας, όταν είχε τιμωρηθεί ποδοσφαιριστής που πανηγύρισε το δικό του γκολ χαιρετώντας ναζιστικά: «Έλεος, υποκριτές!» τιτλοφορούσε άρθρο του ο Σταύρος Θεοδωράκης).

Και σκέφτομαι και τον άλλο, τον Στέφανο Κασιμάτη της Καθημερινής, που είχε φωτογραφία να περνούν μπροστά από αστυνομικούς δύο μετανάστες ρακοσυλλέκτες, με το ξέχειλο από χαρτόνια καρότσι τους, στον απελπισμένο αγώνα τους για μισό, ούτε καν ένα, κομμάτι ψωμί· και εξανέστη ο Κασιμάτης: «Τι λειτουργεί σωστά στην Ελλάδα, για να περιμένουμε ότι κάποια στιγμή η αστυνομία θα καταλάβει πως οι ρακοσυλλέκτες με τα καροτσάκια του σούπερ μάρκετ δεν είναι οχήματα με άδεια κυκλοφορίας, ώστε να επιτρέπεται η ελεύθερη κυκλοφορία τους στις λωρίδες των κεντρικών οδών της πρωτεύουσας;»

Τώρα ο ίδιος Κέρβερος και, στο ίδιο φύλλο, καμία σύμπτωση, ο απ’ το ίδιο έργο Πάσχος Μανδραβέλης εμφανίζονται μπόσικοι στην τήρηση της νομιμότητας, αμφισβητώντας το νόμιμο δικαίωμα του Ρωμανού, σχετικοποιώντας δηλαδή πρόθυμα αυτήν τη φορά τη νομιμότητα-τοτέμ τους, εξαιτίας του αναρχικού προφίλ του κρατουμένου.

Ώστε η νομιμότητα μπορεί να σχετικοποιείται όχι από τον αιφνίδιο θάνατο ενός 16χρονου ποδοσφαιριστή (ή τη δολοφονία ενός 15χρονου μαθητή, του Γρηγορόπουλου, που σήμερα τιμούμε τη μνήμη του) ή από την εξαθλίωση μεταναστών ρακοσυλλεκτών, αλλά από την ιδεολογία, νέτα σκέτα, που απειλεί την ιδεολογία των Κέρβερων της Νομιμότητας.

Σαν πόσο θέλει τάχα για να ταυτιστούν απόλυτα όλοι αυτοί μ’ αυτούς με τους οποίους πάντως έχουν επίσημα συμπεθεριάσει, Γεωργιάδηδες και Πλεύρηδες, που κι αυτοί κάποιου είδους νομιμότητα επικαλούνται όταν ζητούν να καθαρίσει η πλατεία Συντάγματος από τους Σύρους πρόσφυγες-ικέτες;


Ένα = τα πάντα όλα

Μπήκαμε στον μήνα των γιορτών, σίγουρα ετοιμάζονται πυρετωδώς οι λίστες με τα βιβλία της χρονιάς, με τις γνώμες προσωπικοτήτων για τα βιβλία που ξεχωρίζουν κάθε χρονιά. Παλιό το έργο, το κάνω χάζι κάθε φορά, φετινά βιβλία τούς λες, Όμηρο διάβασαν αυτοί, τρία βιβλία τούς ζητάς, πέντε έως δέκα θα πουν αυτοί, καθώς προέχουν τα βιβλία φίλων, κάτι καταρχήν σεβαστό, έπειτα η ευρυμάθεια, ο Όμηρος που είπα, η Αγία Γραφή, ο Δάντης, κάτι ηχηρό οπωσδήποτε.

Πρόγευση, συμπτωματικά: στη LifO (19.11.14) καλούνται 15 συγγραφείς, ως επί το πλείστον, να ανταποκριθούν στο θέμα: «Το βιβλίο που μου άλλαξε τη ζωή», το βιβλίο, το ένα (αριθμητικώς: 1) βιβλίο που τους καθόρισε.

Τομ Σόγιερ, Δράκουλας, ένα βιβλίο για Αρειανούς που το διάβασε κάποιος παιδί αλλά ούτε που θυμάται τον τίτλο του, το αλφαβητάρι της Α΄ δημοτικού, είναι οι πιο συγκινητικές αναφορές, βιβλία που σφράγισαν τα παιδικά ή τα πρώτα εφηβικά χρόνια ορισμένων, κι έπειτα, σε κατοπινότερα χρόνια, βιβλία όπως: Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, Μαντάμ Μποβαρί, Αιολική Γη, Άσμα Ασμάτων κ.ά.

Δύο όμως έστησαν ολόκληρη βιτρίνα· ο ένας με: Κόκκινο και μαύρο του Σταντάλ, συν τα ποιήματα του Ελύτη, συν τα διηγήματα του Θεοτόκη, συν τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, συν τα διηγήματα του Γκι ντε Μοπασάν, συν Όμηρο, συν το (βιβλίο;) Τη Υπερμάχω, συν Ροΐδη, συν Γυναίκα της Ζάκυθος!

Ο άλλος, με Μιχαήλ Στρογκώφ και Κόμη Μοντεχρίστο και Έγκλημα και τιμωρία και Δαιμονισμένους και Γραμμή του ορίζοντος του Χρήστου Βακαλόπουλου και Χαμένο Κέντρο του Λορεντζάτου και τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και τα διηγήματα του Χατζή και τις Μνήμες του Αδριανού της Γιουρσενάρ (προβληματικές θα τις έλεγα τις μεταφράσεις της Ιωάννας Χατζηνικολή, όμως τον τίτλο, να πάρει η ευχή, σωστά τον είχε: Αδριανού Απομνημονεύματα!), και τα Αποσπάσματα ερωτικού λόγου του Μπαρτ!

Στη στήλη πάλι «500 λέξεις με τον Χ» της Καθημερινής, κάτι σαν το ερωτηματολόγιο του Προυστ, υπάρχει η ερώτηση: «Με ποιον συγγραφέα θα ήθελες να δειπνήσεις;», όλοι συνήθως επιλέγουν έναν, υπήρξε όμως και ένας που θα ήθελε να δειπνήσει «με τον Τόμας Πίντσον, που θα του είχε καλεσμένο-έκπληξη τον Τόμας Μπέρνχαρντ, ο οποίος θα είχε φέρει μαζί του τον Τόμας Μαν, συνοδευόμενο από τον Τόμας ντε Κουίνσι. Και με τον Σαίξπηρ, φυσικά»!

Ιδιόρρυθμη αριθμητική!

buzz it!