Από μακριά ακούγονται τα χάλκινα, πλησιά-ζοντας στην Αριστο-τέλους, τα είχα συναντήσει και πιο πριν στη βόλτα μου σ’ άλλο σημείο, είχα σταθεί ελάχιστα, δεν αντέχεται ο βαρδάρης της συμπρωτεύουσας, μα τώρα που πήρε να βραδιάζει έκοψε, πλησιάζω, κόσμος αρκετός, ωραία μπάντα, Ρουμάνοι άραγε; Βούλγαροι; πάντως Ρομά, τσιγγάνοι, πάντα με συνεπαίρνανε τα χάλκινα, στέκομαι κι ακούω, ένα ημικύκλιο εκείνοι, ένα ημικύκλιο, πιο μεγάλο, εμείς, κάποια στιγμή αμήχανος πάω κοντά, ρίχνω το δίευρό μου, γυρίζω έπειτα στην ασφάλεια του ημικύκλιού μου, βγάζω δειλά και καμιά φωτογραφία, σκέφτομαι ν’ αγοράσω το σιντί που πουλάνε, έπειτα θυμάμαι εκείνους τους άλλους πιο παλιά στην Αθήνα, στο Θησείο, πολύ ωραίοι ήταν κι εκείνοι, πήρα ενθουσιασμένος το σιντί τους και μετά άκουσα κάτι ξενέρωτες διασκευές κλασικών κομματιών, το ανεξήγητο κόμπλεξ των λαϊκών οργανοπαιχτών που θέλουν να παίξουν σώνει και καλά και κλασική, σαν κάτι λαμπρούς παραδοσιακούς δικούς μας, ας τ’ αφήσω όμως αυτά τώρα, τι θα κάνω λοιπόν με το σιντί, θα το αγοράσω ή όχι, με πιάνουνε και οι τσιγκουνιές «της κρίσης», άντε, με τα πολλά ξαναπήγα κοντά τους, το πήρα επιτέλους, το κρατάω κάπως να φαίνεται στο χέρι, έτσι βγάζω πιο άνετα και τις φωτογραφίες μου, αλλά σιγά μη βγούνε τίποτα της προκοπής με τη μηχανή που έχω και με το σκοτάδι πια, μένω όμως κι ακούω, ψηλώνοντας μια σταλιά, όπως πάντα, με τη μουσική, φυσικά και παίξαν και το «Εντερλέτσι» και το «Καλασνίκοφ, καλασνίκοφ», ακούω και μαζί χαζεύω κυρίως τον κόσμο, το ξανθό ζευγάρι με το καροτσάκι, κι άλλο ζευγάρι με καροτσάκι, κι ο μελαψός ξένος, μετανάστης, και η ψηλή κοπέλα που κουνιέται στο ρυθμό, χαζεύω, με τι συχνότητα ξεκόβουνε και παν και ρίχνουν τα ψιλά τους, και ξαφνικά, αυτήν δεν την είχα προσέξει πριν, μια μεγαλόσωμη γυναικεία φιγούρα, που σκύβει και ρίχνει χαρτονόμισμα, γιά δες, και χωρίς να αγοράσει το σιντί, κι ούτε καν πεντάευρο, δεκάευρο μου φάνηκε, την κοιτάω που ισιώνει το κορμί της, έρχεται φεύγοντας κατά τη μεριά μου, έχω όλον το χρόνο να παρατηρήσω, την ψηλή, εύσωμη γυναίκα, πενηντάρα, πενηνταπεντάρα, μακρύ μαύρο παλτό, άσπρο ξέξασπρο δέρμα, κοντοκουρεμένα σγουρά ξανθά μαλλιά, Βουλγάρα αποφάσισα, σίγουρα από τις «συνοδούς ηλικιωμένων», που βαδίζει κοιτώντας μπροστά και λίγο ψηλά, βλέμμα ευθύ, μπορεί κενό, έκφραση κάποιας, θα έλεγες, απαντοχής, σαν τι να σκέφτεται τώρα, ίσως πως, δείτε, κάποιοι είμαστε κι εμείς, δεν είμαστε μόνο για να ξεσκατίζουμε τους γέρους σας, έχουμε τόπο, έχουμε μουσική, κι αυτήν τη μουσική άκουσε τώρα και, δεν μπορεί, θα συγκινήθηκε, όμως τα μάτια τα δικά της, αντίθετα απ’ τα δικά μου, είναι αδάκρυτα, γιατί το δάκρυ είναι ανεπίτρεπτη πολυτέλεια, δηλαδή, γιά σκέψου, σκέψου να δάκρυζες κάθε που νιώθεις ή σου δείχνουν ότι είσαι ξένος, πώς θ’ άντεχες μετά λεπτό να μείνεις στα σκατά τους…
Την κοιτάζω που ξεμακραίνει ανηφορίζοντας στη σκοτεινή Αριστοτέλους, με το βήμα αργό και σταθερό, πες το βαρύ, το κεφάλι πάντα ψηλά, κρατάει μέσα του τη μουσική του τόπου της, δεν το χρειάζεται το σιντί, και πού να τ’ ακούσει εξάλλου, στο ξένο σπίτι, στον ξένο τόπο, στα ξένα σκατά, όχι, δεν τη λερώνει αυτή, δεν της λερώνεται η μουσική, ούτε καν από δάκρυ.