28/1/17

Τρέχω, τρέχοντας ένα πρόγραμμα

(Εφημερίδα των συντακτών 28 Ιαν. 2017)


«Τραμπουκίζει την Ευρώπη» ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος εδώ τις προάλλες (17/1), απολύτως εύγλωττος, καθώς τυπωνόταν πλάι σε φωτογραφία του νέου πλανητάρχη, αλλά και με το όνομά του: «Τραμπ», μέσα στο «Τραμπουκίζει», τυπωμένο με διαφορετικό χρώμα από τον υπόλοιπο τίτλο. Μολονότι δεν είναι απολύτως του γούστου μου αυτοί οι λογοπαικτικοί τίτλοι, με ενθουσίασε, θα έλεγα, η μεταβατικοποίηση του νεότατου, έτσι κι αλλιώς, ρήματος τραμπουκίζω. Γιατί παλιός είναι ο τραμπούκος και ο τραμπουκισμός, νεότερο όμως το ρήμα, που σχηματίστηκε θαρρείς για να χρησιμοποιηθεί αμέσως σαν μεταβατικό: «τραμπούκισαν τον βουλευτή τάδε», παραστατικότατο συνώνυμο του λόγιου προπηλακίζω.

Ανάλογα θα λέγαμε για το επίσης νεότερο βανδαλίζω, που ήρθε να πλουτίσει την οικογένεια των παλαιών βάνδαλος και βανδαλισμός, πάλι σαν μεταβατικό: «οι γνωστοί άγνωστοι βανδάλισαν τα αγάλματα…»

Κι όμως, είναι εντυπωσιακή η συχνότητα με την οποία καταγγέλλεται, σαν επιτομή της αγραμματοσύνης, της κακοποίησης της γλώσσας κτλ., η μεταβατικοποίηση λ.χ. τού διαρρέω: «διαρρέει/διέρρευσε την είδηση», αντί: άφησε να διαρρεύσει η είδηση, ή διέρρευσε η είδηση. Είναι όμως παμπάλαιη η τάση να γίνεται μεταβατικό ένα αμετάβατο ρήμα, η ίδια που έκανε μεταβατικό το αμετάβατο ανεβαίνω: ανεβαίνω τη σκάλα, ή το κατεβαίνω: κατεβαίνω το ποτάμι. Στο διαρρέω μάλιστα, πέρα από την ισχυρή αυτή τάση, μπορούμε επιπλέον να εντοπίσουμε έναν βασικό λόγο που οδηγεί στην απόκλιση/αλλαγή και την υποστηρίζει: η διαρροή μιας είδησης, αντίθετα από τη διαρροή νερού από την τρύπια σωλήνα, κρύβει σκοπιμότητα, υπάρχει δηλαδή δρων υποκείμενο, υπάρχει δράστης: ιδού: ο ορισμός του μεταβατικού ρήματος.

Άλλο παράδειγμα, ακόμα πιο φρέσκο, όπου ένας καθαρός αγγλισμός, η μετάφραση της φράσης to run a business: «τρέχω μια επιχείρηση», με την έννοια προφανώς τού διευθύνω, με μεταβατικό τώρα το αμετάβατο τρέχω, βρήκε απροσδόκητα ισχυρό σύμμαχο από τη γλώσσα των υπολογιστών: σήμερα ακόμα κι ένα μικρό παιδί «τρέχει ένα πρόγραμμα». Θεωρώ και εδώ αρκετά πιθανό να επικρατήσει ο παραστατικός αγγλισμός, όπως σημείωνα πιο παλιά, σε κείμενο για τους ξενισμούς, και το τρέχω να γίνει μεταβατικό, καθώς μάλιστα προσφέρεται και σε συναφείς χρήσεις: «τρέχει την υπόθεση»· «ο Χ. τρέχει τα πράγματα όσο καλύτερα γίνεται»· «γιατί δεν το τρέξατε αυτό το θέμα;» κτλ.

Ταχύτατα μοιάζει να μετατρέπεται σε μεταβατικό και το επικοινωνώ: «ένα είναι σίγουρο, και το λέω, και το επικοινωνώ στον κόσμο» είχα ακούσει να λέει εμφατικά ο Καραμανλής ο νεότερος. Από τότε βαρέθηκα να το σημειώνω, και στον ίδιο μάλιστα: ήταν το αγαπημένο του –του λογογράφου του, προφανώς. Σήμερα διάφοροι «επικοινωνούν τις απόψεις τους», ενώ άκουσα και για «τραγούδια που πρέπει να επικοινωνηθούν» κ.ά.

Προφανώς το ρ. επικοινωνώ έχει μεγαλύτερη εκφραστική δύναμη από το μεταφέρω, διαδίδω, κοινοποιώ κτλ., εμπεριέχει το λογιότερο: κοινωνώ, που αυτό είναι και αμετάβατο («την Κυριακή θα κοινωνήσω») και μεταβατικό («τον κοινώνησε ο παπάς»), και βοηθά έτσι στην παραπέρα μεταβατικοποίηση, και του επικοινωνώ αλλά και του ίδιου, με την ίδια ακριβώς σημασία: «είναι απαραίτητο να κοινωνήσουμε τις απόψεις μας». Ενώ κάποιο ρόλο πρέπει να παίζει και η πλούσια και λόγια προίκα τού κοινωνώ: κοινωνός των ιδεών, κοινωνός των απόψεών του κτλ.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δίπλα ιδίως στο διαρρέω, παρουσιάζει η απολύτως σιωπηρή μεταβατικοποίηση του απαντώ! Το οποίο δηλαδή έχει γίνει επί των ημερών μας μεταβατικό, δίχως ν’ ανοίξει ρουθούνι, δίχως να το πάρει είδηση κανείς απ’ όσους έμαθαν και στηλιτεύουν το διαρρέω την είδηση: στη φράση απαντώ την ερώτηση, βλέπετε, είναι ασήμαντη η διαφορά από το στην στο την, όταν μάλιστα αποπίσω είναι το πανίσχυρο αγγλικό to answer the question, απαντώ λοιπόν «την ερώτηση» και κυρίως: «να απαντηθεί / δεν απαντήθηκε η ερώτηση» κτλ., αντί: να δοθεί απάντηση / δεν δόθηκε απάντηση: άλλος ένας ξενισμός, που πατάει στην ισχυρή τάση της μεταβατικοποίησης, συν άλλος ισχυρός μηχανισμός της γλώσσας, η βραχυλογία, και η αλλαγή είναι γεγονός –στάθηκα ελάχιστα εδώ, ενώ είναι τεράστιο το θέμα τι και πότε συνειδητοποιούμε σαν απόκλιση/αλλαγή και κυρίως πώς (ή πού, πότε και γιατί) διαβαθμίζεται η αντίδρασή μας απέναντι στην απόκλιση και έπειτα στην αλλαγή.

Γενικότερα, η γλωσσική κυρίως αλλαγή συναντούσε πάντα και εύλογα αντιδράσεις. Αρκεί ωστόσο να αναλογιστούμε τις αντιδράσεις τις οποίες θα γέννησε η αλλαγή λόγου χάρη από το ανήρ στο άνδρας, ή, στο θέμα μας και ανατρέχοντας στα πρώτα παραδείγματά μας, το ανεβαίνω τη σκάλα και κατεβαίνω το ποτάμι:

Όπου τώρα ούτε το αρχικά λάθος, δηλαδή η μεταβατικοποίηση ενός αμετάβατου ρήματος, ανιχνεύεται πια, ούτε καν έχουμε συνείδηση πως αυτές οι εκφράσεις αποτελούν προϊόν ακριβώς γλωσσικής αλλαγής –και φυσικά ούτε την αλλαγή από το αναβαίνω στο ανεβαίνω και από το καταβαίνω στο κατεβαίνω αντιλαμβανόμαστε!

Μένει να κατέβουμε τη σκάλα της λαθολογίας και της συναφούς κινδυνολογίας.

buzz it!

21/1/17

Τραγούδια στη σωστή τους ώρα

(Εφημερίδα των συντακτών 21 Ιαν. 2017)

Στη βόλτα στο Πασαλιμάνι, με καλό καιρό, στα φαρδιά πεζούλια, παρέες ολόκληρες, πιτσιρικάδες με τα σουβλάκια και κυρίως τις μπίρες τους, ζευγάρια μ’ ένα κουτί πίτσα ανάμεσά τους, κι έπειτα παρέες ξένων, μεταναστών, με σκέτη, στεγνή κουβέντα, αλλά και άλλοι ξένοι, μοναχοί, σκυμμένοι πάνω από ένα κινητό, σπανιότερα ένα τάμπλετ ή και λάπτοπ, σερφάρουν χάρη στο αναιμικό γουάι-φάι του λιμανιού, ψάχνοντας νέα της πατρίδας, υποθέτω, ή, πιο λίγοι αυτοί, μιλώντας στο Σκάιπ, σίγουρα τώρα με δικούς τους στην πατρίδα, μιλώντας και βλέποντάς τους μαζί. Με το Σκάιπ λοιπόν κάποιοι, αλλά όλοι τηλεφωνώντας με το κινητό, επικοινωνούν σήμερα οι ξεριζωμένοι –ποιος γράφει γράμμα πια…

Πώς λοιπόν Γράμματα από τη Γερμανία, τώρα πίσω πίσω –αναφέρομαι στον κύκλο τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη (στίχοι Φώντα Λάδη), που από το καλοκαίρι που μας πέρασε κάνει μια δεύτερη, λαμπρή καριέρα, αν τάχα έκανε ποτέ του πρώτη. Έχει η τέχνη τους δικούς της δρόμους και προπάντων νόμους, ας μείνουμε για την ώρα σ’ αυτή την τετριμμένη απάντηση, όμως η αλήθεια είναι, πιστεύω, άλλη.

Τώρα πάω στο 1973, λίγο πριν από το Πολυτεχνείο, στα τότε γραφεία του τότε Ολκού, το έμψυχο υλικό σε πλήρη σύνθεση, ο από χρόνια φευγάτος εκδότης Αντώνης Καρκαγιάννης και ο πρωτόπειρος διορθωτής, η αφεντιά μου, έχουμε βάλει στη μέση τη γλυκιά Νινέτα και τη σταυρώνουμε. Είχε έρθει η καλή μας Νινέτα Μακρυνικόλα, η Νινέτα «του Κέδρου» τότε, έπειτα βιβλιογράφος του Ρίτσου, κρατώντας τα άγια των αγίων, τα ανέκδοτα ακόμα 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, μια κασέτα που είχε στείλει ο Μίκης στον ποιητή τους τον Ρίτσο, φίλο και θεό της Νινέτας: ο λόγος που πάντα την πειράζαμε, μα εκείνη πάντα χαμογελούσε, με κάτι σαν εγκαρτέρηση. Δεν θυμάμαι αν η κασέτα ήταν από συναυλία ή τραγουδούσε παίζοντας στο πιάνο ο ίδιος ο Μίκης, η αλήθεια είναι ότι, πέρα από το πείραγμα, δεν μας φάνηκαν διόλου σπουδαία τα τραγούδια εκείνα –και πάλι η αλήθεια είναι ότι αρκετά όντως δεν είναι.

Έπειτα από λίγο, το Πολυτεχνείο. Όπου κάποια μέρα κάνω τρεχάτος τρεις και τέσσερις φορές τη διαδρομή Πολυτεχνείο-Δεριγνύ, στο εργαστήρι του μακαρίτη αρχιτέκτονα Κώστα Φινέ, που έχει φτιάξει μήτρες από ξύλο ή φελλό και μαζί με τη γυναίκα του τη Μαρία, αδερφή της Νινέτας, τυπώνει αυτοσχέδια τρικάκια με τα συνθήματα των ημερών. Παίρνω τη μία δόση, την πάω στο Πολυτεχνείο, και γυρίζω για την επόμενη. Στο γραφείο η Νινέτα παίζει ασταμάτητα τα Λιανοτράγουδά της. Φυσικά την πειράζω, όχι με ζήλο όμως πια.

Δεν ξέρω αν είχα αρχίσει ήδη να τα ακούω μ’ άλλο αφτί, όμως σίγουρα, λίγο μετά, στην μπουάτ όπου ο Θάνος Μικρούτσικος παρουσίαζε πρόγραμμα αποκλειστικά με Θεοδωράκη, «Το παλικάρι που ’πεσε μ’ ορθή την κεφαλή του», με την υπέροχη Αφροδίτη Μάνου, και το «Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν οι καμπάνες, σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του», με την αξεπέραστη Μαρία Δημητριάδη, μας κάνουν να κλαίμε κάθε βράδυ με αναφιλητά. Είχαν βρει την ώρα τους τα τραγούδια αυτά, είχαν βρει και είχαν εκφράσει μια νέα, δραματική πραγματικότητα, όπως παλιότερα τα βαριά όπλα του Θεοδωράκη, η Ρωμιοσύνη, ο Επιτάφιος κ.ά., έπειτα τα Τραγούδια του αγώνα, γέννημα καθαυτό της εποχής της δικτατορίας, μπροστά στα οποία τα εκτός τόπου, παλιομοδίτικα θα ’λεγες, Λιανοτράγουδα έμοιαζαν φτωχικά, δίχως αντίκρισμα. Τώρα όμως ήταν το παλικάρι που ’πεσε· και είχε το δικό του τραγούδι. Και το τραγούδι είχε εφεξής το δικό του συγκεκριμένο, πραγματικό νόημα, όπως είχαμε κι εμείς πια, οι νεότεροι, τους δικούς μας νεκρούς.

Έτσι σκέφτομαι βρήκαν την ώρα τους τα μάλλον αδύναμα Γράμματα απ’ τη Γερμανία, που πρωτοπαρουσιάστηκαν το 1966, και μετά τα κατάπιε η δικτατορία –και δεν εννοώ την απαγόρευση, που ίσχυε για όλον τον Θεοδωράκη, αλλά ότι ακριβώς τα βαριά όπλα που είπα παραπάνω εξέφραζαν με πολύ μεγαλύτερη δύναμη τη συγκεκριμένη εποχή. Το μεταναστευτικό ήταν ήδη πίσω. Και όταν με τη μεταπολίτευση κυκλοφόρησαν σε δίσκο, το 1975, πάλι χάθηκαν στην ευφορία της ελεύθερης κυκλοφορίας όλων των μεγάλων έργων του Θεοδωράκη. Ενώ συμπτωματικά, έναν χρόνο πριν,  οι Μετανάστες του Μαρκόπουλου, στίχοι Γ. Σκούρτη, είχαν σημειώσει τεράστια εμπορική επιτυχία και προπάντων καλλιτεχνική, χάρη στη μοναδική ερμηνεία της Μοσχολιού («Μιλώ για τα παιδιά μου», «Μη μου μιλήσεις πάλι για ταξίδια» κ.ά.).

Βρήκαν λοιπόν την ώρα τους τα Γράμματα, τώρα που η μετανάστευση δεν ήρθε απλώς στην επικαιρότητα αλλά ξανάγινε πραγματικότητα, έστω κι αν τώρα φεύγουν κυρίως νέοι επιστήμονες, που «δεν δουλεύουν κάτω στη στοά τη σκοτεινή».

Γράμματα, ταχυδρομικά δελτάρια, τηλεγραφήματα, τότε, ιμέιλ, Σκάιπ, Μέσεντζερ, κινητή τηλεφωνία, τώρα, απόσταση όχι δεκαετιών αλλά θαρρείς αιώνων, μοιάζει να γεφυρώνεται από τον πόνο των ανθρώπων, ανεξάρτητα από τα επιμέρους δεδομένα της «αντικειμενικής» πραγματικότητας· και τότε ίσως περιττεύουν οι όποιες αισθητικές αποτιμήσεις.


buzz it!

18/1/17

Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω, σίκουελ

η ελαχιστότης και αναξιότης του, o άγιος Πειραιώς, απαντά στην ελαχιστότητα και αναξιότητά μου

- το "Ανακοινωθέν" του Σεραφείμ 

- και η ανταπάντησή μου (ΕφΣυν 11.1.17):

Φαίνεται πως το τελευταίο που διανοείται ότι θα του καταλογίσουν ο άγιος Πειραιώς είναι τα ελληνικά του, κι έτσι βλέπει επιθέσεις στον προστάτη άγιό του ή κρίσεις για την οικονομία της χώρας κ.ά., εκεί που στόχος των ελάχιστων επισημάνσεών μου ήταν το υπεραρχαΐζον ύφος του με την παραπαίουσα σύνταξη, την προβληματική στίξη κ.ά.

Έτσι, σ’ ένα εξίσου αφρόντιστο κείμενο («Ανακοινωθέν» το ονομάζει), με πάσης φύσεως αβλεψίες («διαδύκτιο», «συνομοσιολογούντα» κ.ά.), επιμένει, την εποχή μάλιστα του γκουγκλ, να μας ενημερώνει «φιλικά» για το νόημα του τάδε όρου, εκεί που το πρόβλημα ήταν ακριβώς η σύνταξή του και η στίξη του, να μιλάει για τις υπεύθυνες για την κρίση εταιρείες εκεί που το πρόβλημα ήταν πως θέλει να γράψει: «του χειμαζομένου λαού», αρχίζει: «του χειμαζομένου», ξεστρατίζει με 65 λέξεις υπερβατό, και έπειτα ξεχνά να κλείσει με τη λ. «λαού» (!) κ.ά.

Ή, στα όρια του κωμικού πλέον, για να στηρίξει τη χρήση του επιρρήματος εναύλως, αντιγράφει από το Μεγάλο Λεξικό του Δημητράκου το λ. έναυλος, και διαπράττει κατά την αντιγραφή σαράντα δύο (42!) λάθη (το οιονεί με ψιλή, δις· «εντυπωσιακός» αντί για εντυπωτικός· «αυτή», δίχως νόημα, αντί για αυλή κ.ά.). Ε, αν έτσι αντιγράφει, ας αναλογιστεί πώς γράφει. Και τότε, αν μάλιστα θελήσει να μας πει απλώς αλλά νεοελληνιστί πώς το εννοεί το εναύλως στο επίμαχο κείμενό του, του υπόσχομαι να του φροντίζω αμισθί όσα κείμενά του θέλει.

Τέλος, λυπάμαι που στο κείμενό μου που δημοσιεύτηκε στις 23/12 δεν αναφέρθηκα στα 5.000 δέματα και τα λοιπά αγαθά που διένειμε «η ελαχιστότης του» την ίδια εκείνη μέρα, στις 23/12!

Γιάννης Η. Χάρης

buzz it!

14/1/17

Ω έλατο, ω έλατο, κι άγιε μου Βαλεντίνε!

(Εφημερίδα των συντακτών 14 Ιαν. 2017)

  
Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών Νοσοκόμων, με τον μεγαλύτερο αδερφό

«Σαν τρελή θα ’θελα να πάω στη Βαρκελώνη, είναι και όλα πληρωμένα, αλλά, μωρέ, πέφτει του αγίου Βαλεντίνου!» είπε μία στη φίλη της, και κόντεψα να πνιγώ στα δύο μέτρα νερό της πισίνας.

Την κρατάω κοντά δέκα χρόνια αυτή την ιστορία, αυτό το θέμα, πώς ενσωματώνεται ένα ξενόφερτο έθιμο, πώς σχηματίζεται εντέλει η παράδοση, κάτι που ιδίως αρχικά λοιδορείται και αμφισβητείται, όμως για τις επόμενες γενιές έχει χαθεί, ή πάντως είναι άδηλη η καταγωγή του, και αποτελεί κάτι δεδομένο, παραδεδομένο, τη δική τους δηλαδή παράδοση –και από ένα σημείο και έπειτα, ίσως και τη δική μας, όχι ακριβώς παράδοση, όμως πραγματικότητα.

Την κρατάω χρόνια, λέω, αυτή την ιστορία, ήρθε η ώρα της, όχι επειδή τάχα κοντοζυγώνει του αγίου Βαλεντίνου αλλά επειδή μόλις χτες, με τα Χριστούγεννα, ξανακούστηκε, κάποτε εμφατικά, η ένσταση πως το χριστουγεννιάτικο έλατο είναι ξενόφερτο έθιμο ενώ το πατροπαράδοτο «δικό μας» είναι το καραβάκι, γι’ αυτό και καλά έκανε ο δήμος και έστησε στο Σύνταγμα καραβάκι –«μπα, για να μην κακοκαρδίσει τους λαθρομετανάστες», ακούστηκαν και κάποιες ξενοφαγικές φωνές, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Κι ακούγεται όλο και πιο συχνά η «ένσταση» αυτή τα τελευταία χρόνια, διόλου τυχαία, ίσως, σε εποχή έξαρσης των εθνικισμών, συντονισμένη με την εθιμική μίρλα που της φταίνε οι στολισμένες με λαμπάκια μπαλκονόπορτες και βεράντες –που της φταίει η χαρά, θα πω εγώ, μπορεί κάποτε επιδεικτική, όμως χαρά· έστω η αναζήτηση της χαράς, λέω και σκέφτομαι την κουβέντα της φίλης μου της Βάσως, που πέρασε τις γιορτές κοντά στη μάνα της στους Μολάους: «τα πιο στολισμένα σπίτια ήταν των ξένων που ζουν εκεί, των μεταναστών».

Πίσω όμως στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, το έλατο, την πιο οικεία εικόνα μου από τα καλοκαίρια στο ορεινό χωριό του πατέρα μου, την πιο μαγική από το στολισμένο τα Χριστούγεννα, και ιδίως εκείνο, το μεγάλο, στη σχολή νοσοκόμων όπου δίδασκε η μάνα μου –στον παράδεισο, με τις μαθήτριες άλλωστε ντυμένες αγγέλους: γιατί στο χριστιανικό μας σπίτι εμείς δέντρο δεν στολίζαμε, όχι επειδή ήταν ξενόφερτο, αλλά επειδή ήταν τάχα ειδωλολατρικό.

Κι έτσι όπως βρέθηκα στα παιδικά μου χρόνια, να πω ότι τότε τα γενέθλια ήταν περίπου άγνωστα σαν γιορτή. Η μόνη γνωστή και «αποδεκτή» προσωπική γιορτή ήταν η ονομαστική. Λίγο λίγο τα μάθαμε όλοι τα γενέθλια και τα γιορτάζαμε, με τον καιρό συνήθισαν κι οι δικοί μου να τους γιορτάζουμε, κι ας μην το νιώθαν, μόνο η μάνα μου έκανε πάντα την κατάπληκτη: «Καλέ πού το θυμηθήκατε;» αναφωνούσε, όταν της χτυπούσαμε την πόρτα με μια τούρτα με αναμμένα κεράκια στα χέρια.

Ξεμάκρυνα όμως απ’ την αρχική μου ιστορία. Πάνε κοντά δέκα χρόνια, όπως είπα, και μια προπονήτρια στο κολυμβητήριο, γύρω στα τριάντα, λέει στη φίλη της πως μάλλον δεν θα πάει σε μια συνάντηση συγχρονισμένης κολύμβησης στη Βαρκελώνη, επειδή πέφτει του αγίου Βαλεντίνου! Έμεινα ενεός, γιατί δεν ήμασταν δα και τόσο μακριά από τη χλεύη και την κριτική που συνόδευε την εγκατάσταση του καθολικού συν τοις άλλοις αγίου στα μέρη μας, εκεί, δεκαετία του ’80 με δεκαετία του ’90. Δεν πά’ να κοροϊδεύαμε την ανούσια γιορτή, τον άγιο κυρίως ζαχαροπλαστών και ανθοπωλών, ο άγιος κέρδιζε έδαφος, τώρα χλεύαζε αυτός τις αντιδράσεις π.χ. της εκκλησίας ή τις αντιπροτάσεις να γιορτάζεται το ορθόδοξο ζεύγος Ακύλα και Πρισκίλλης, που θεωρούνται προστάτες των συζύγων, ή ο «Έλληνας άγιος της αγάπης», ο Υάκινθος. Και πια ο Βαλεντίνος αποτελεί παράδοση για τους νεότερους: έτσι τον βρήκαν, δεν είχαν να «επιλέξουν», όπως άλλοι πριν, ενώ εγώ, ίσως την ίδια εποχή που έμενα ενεός με την τριαντάχρονη προπονήτρια, έπιανα τον εαυτό μου να συγκινείται βλέποντας ένα εφηβάκι στη στάση του λεωφορείου, ανήμερα του αγίου Βαλεντίνου, να περιμένει την καλή του μ’ ένα τριαντάφυλλο στο χέρι.

Ώστε δεν την ορίζουμε εμείς κατά τα γούστα μας και με διατάγματα την παράδοση, μόνη της φτιάχνεται, με τον χρόνο, που είναι βεβαίως πάντα σχετικός, και οπωσδήποτε διαφορετικός, με τις διαφορετικές γενιές. Άντε να πείτε τώρα σε οποιονδήποτε Έλληνα, ιδίως της ηπειρωτικής Ελλάδας, οποιασδήποτε ηλικίας, πως το παραδοσιακότατο κλαρίνο δεν είναι παραδοσιακό, ελληνικό, παρά το φέραν ίσως στην Ελλάδα περιοδεύοντες Τούρκοι, άπαπα, μουσικοί, κατά την Τουρκοκρατία και διαδόθηκε κυρίως από στρατιωτικές, άπαπα και πάλι, μπάντες.

Όμως το κλαρίνο, ακούω τον αντίλογο, μετράει εδώ αιώνες, ενώ ο Βαλεντίνος είναι μόλις χτεσινός, και προχτεσινό το έλατό σου. Ναι, αλλά στο χτεσινό παιδί το έλατο και στο σημερινό ο Βαλεντίνος τούς παραδόθηκαν, αποτελούν δηλαδή τη δική τους παράδοση.

Όπως για τα αυριανά παιδιά, πιστεύω, όσο κι αν προσωπικά το βρίσκω κωμικό, παράδοση θα αποτελεί η ξενότροπη πρόταση γάμου που έχει αρχίσει να διαδίδεται, με το γνωστό στιλ, δαχτυλίδι, γονάτισμα κτλ.

Και το χειρότερο; Μπορεί και να μου αρέσει· και, μελό όπως είμαι, να συγκινούμαι πάλι.

buzz it!

8/1/17

Τα διαόλια οι καλικαντζάροι

(Εφημερίδα των συντακτών 6 Ιαν. 2017)


«Την άφησε κωφάλαλη και παράλυτη ο άγιος, διά να μετανοήσουν με το θαύμα οι αμαρτωλοί», ο τίτλος της είδησης, Κόρινθος 25.4.1955 τα στοιχεία, από το ημερολόγιο που κυκλοφόρησε με το πρωτοχρονιάτικο Βήμα: Σαν άλλοτε, σαν τώρα – Στοιχεία της δεκαετίας του 1950 από το Βήμα. Η είδηση:

Πάει ένας στον παπά και του λέει πως η 15χρονη κόρη του η Μαίρη είδε στον ύπνο της, 3 Απριλίου, τον άγιο Γεώργιο, ο οποίος της είπε να μιλήσει στους χριστιανούς, να μετανοήσουν. Σε λίγες μέρες, το ίδιο, οπότε και η Μαίρη το λέει στον πατέρα της κι εκείνος στον παπά. Μεγάλη Τρίτη, ξανά ο άγιος, τη φορά αυτή λέει στη Μαίρη να ανάψει τας κανδήλας του ναού. Την επομένη πάει η Μαίρη με τον πατέρα της στην εκκλησία του αγίου, προσεύχεται, ανάβει τα καντήλια, και καθώς βγαίνει μία αόρατος χειρ την τραβάει απ’ το παλτό. Ξανά ο πατέρας στον παπά. 20 Απριλίου η Μαίρη βλέπει τέταρτη φορά τον άγιο, που της λέει ότι ξέρει πως οι χριστιανοί δεν πιστεύουν στον Θεό, και για να πιστέψουν θα κάνει ένα θαύμα: «Θα σε αφήσω κωφάλαλη και παράλυτη την παραμονήν της εορτής μου, και την άλλη μέρα θα σε κάνω καλά». Όντως, την παραμονή, 8 το πρωί, μένει κωφάλαλη η Μαίρη και παραλύει και το δεξί της χέρι. Αλλά τη μέρα της γιορτής την ξαναβρίσκει τη φωνή της. Τέλος καλό, όλα καλά, τα ανωτέρω «κρατούν εις βαθυτάτην συγκίνησιν τους κατοίκους», ενώ για την εξακρίβωσή τους «θα διενεργηθή έρευνα υπό της Μητροπόλεως Κορινθίας».

– Άλλο θαύμα, σ’ ένα χωριό του Πύργου, σύμφωνα με λιγόλογη είδηση της ίδιας μέρας: Ένας χωρικός, «ενώ εκαλλιέργει τον αγρόν του δι’ ιπποκινήτου αρότρου, έπαθεν απολίθωσιν και παρέμεινεν ακίνητος ως στήλη άλατος, με τας χείρας τεταμένας προς τα εμπρός». Έτσι τον βρήκαν έπειτα από δύο ώρες οι συχωριανοί του, που ανησύχησαν όταν είδαν να γυρίζουν μόνα τους τ’ άλογα στο χωριό: θαύμα, είπαν, και «το γεγονός παραμένει μέχρι στιγμής ανεξήγητον», καταλήγει το ειδησάριο, που δεν μας λέει καν πότε και πώς επήλθε η ξεαπολίθωσις.

Το Βήμα τα φταίει· μέρες που αλωνίζουν τα διαόλια οι καλικαντζάροι γράφονται οι γραμμές αυτές, δεν θέλει και πολύ να τσιμπήσεις, το θέμα σ’ το υποβάλλει ο τίτλος κιόλας της είδησης, σκέφτεσαι πού αρχίζει και πού τελειώνει η θρησκοληψία, μήπως, λέω μήπως, και η θεομπαιξία –εξ αντικειμένου ή εξ υποκειμένου, λίγη σημασία έχει εντέλει.

– Μα είναι κι άλλη σύμπτωση: σ’ ένα τηλεοπτικό περιοδικό της βδομάδας που τρέχει, στην επετειακή στήλη «Πώς να ξεχάσω… πώς…», με χαρακτηριστικές στιγμές του 2016, διάβασα ένα εντυπωσιακό παραμιλητό του Πέτρου Γαϊτάνου στη νυχτερινή εκπομπή του Αρναούτογλου. Εντάξει, Γαϊτάνος, Αρναούτογλου, κλέβω εκκλησία, όμως τον φιλοχρυσαυγίτη Γαϊτάνο ξεπλένει ο καθωσπρέπει και υπεράνω Χατζηνικολάου, μοιράζοντας συνέχεια τα άγευστα ψαλτικά του –μαζί με τα εθνοπατριωτικά ιστορικά πονήματα του Σαράντου Καργάκου, βεβαίως.

Αναζητήστε το στο διαδίκτυο, ελάχιστα μπορώ να βάλω εδώ:

«Ακόμα και η τεκνογονία και ο γάμος είναι αμαρτωλές καταστάσεις. Νομίζουμε ότι ο γάμος είναι απάγκιο και προορισμός. Ο προορισμός μας δεν είναι ο γάμος, ούτε η τεκνογονία. Το μυστήριο του γάμου είναι μια συγκατάβαση Θεού. Είναι αμαρτία και αυτό. [...] Δεν χρειάζεται να υπάρχει ο ανθρώπινος πληθυσμός. Ο ανθρώπινος πληθυσμός υπάρχει, γιατί αυτή είναι η αμαρτία του. [...] Η ανθρωπότητα όπως υπάρχει τη στιγμή αυτή, που γεννιέται και πεθαίνει, είναι απόδειξη της ατέλειάς της, δεν είναι κάτι υγιές, είναι αρρωστημένο. [...] Εδώ σε αυτή τη ζωή το ότι πεθαίνουμε δείχνει την κατάντια μας. Ο θάνατος δεν ταιριάζει στον άνθρωπο, ούτε ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να πεθαίνει, τον έπλασε αθάνατο».

– Όμως ο θάνατος είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο, μου θύμισαν τα διαόλια οι καλικαντζάροι –μου θύμισαν πως τέτοια έλεγε ο Παΐσιος, τα ’χω γράψει και ξαναγράψει, τώρα όμως μου θύμισαν τον πολυδοκτοράτο άγιο Μεσογαίας, με τα Χάρβαρντ και τα ΜΙΤ του, τις αστροφυσικές και τις βιοϊατρικές τεχνολογίες του. Ο οποίος άγιος, σε διεθνές συνέδριο πρόπερσι στη Χάλκη, με θέμα τον άνθρωπο μπροστά στον θάνατο από καρκίνο, είπε αυτό ακριβώς, ότι ο θάνατος είναι δώρο Θεού, και όσο νεότερος πεθαίνει κανείς τόσο μεγαλύτερο το δώρο. Και γύρισε και τον ρώτησε ο Παντελής Μπουκάλας πώς τότε έγραψε πενήντα τόσα επιτάφια επιγράμματα ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός για τη μητέρα του τη Νόννα και ουκ ολίγα για τον αδερφό του τον Καισάριο, που πέθανε νέος, στα 38 του.

Όντως: «Τι σόι δικαιοσύνη είναι αυτή;» ποία δίκη; αναρωτιέται ο άγιος Γρηγόριος (επίγρ. 75), να δέχεται ο τάφος το παιδί πριν από τους γονείς του; «Ποιος νόμος, ποια δικαιοσύνη», επαναλαμβάνει αλλού (80), και «βλασφημεί» κιόλας: «Πώς το δέχτηκες αυτό, βασιλιά των θνητών;»

Διαφωνίες αγίων, διαολιές των καλικαντζάρων. Χρόνια πολλά και πάλι.

buzz it!