28/1/09

Παραλειπόμενα του πιο άβολου Δεκέμβρη

1. Το πένθος και το δέντρο

«Σε πένθος η χώρα: Χωρίς ψυχαγωγικό και καλλιτεχνικό μέρος η Τελετή Λήξης των Παραολυμπιακών, λόγω της σχολικής τραγωδίας»: κοινοί, πανομοιότυποι οι τίτλοι σ’ όλο τον τύπο, καμία διαφορετική φωνή δεν ακούστηκε, εθνική ομοφωνία δηλαδή ως προς τη συρρίκνωση της τελετής λήξης. Εφτά ζωές, εφτά μικροί μαθητές είχαν χαθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα στον Μαλιακό, καθώς κατευθύνονταν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τους Παραολυμπιακούς Αγώνες του 2004…

διαβάστε τη συνέχεια...

Κι όμως, μ’ όλο τον συγκλονισμό από τον άδικο χαμό εφτά παιδιών, είχα βρει τουλάχιστον άτοπη την κατάργηση ουσιαστικά της τελετής λήξης.

Το πένθος ήταν όντως μεγάλο. Όμως, στον λαϊκό μας πολιτισμό το πένθος ουσιαστικά αποκρύπτεται από τον φιλοξενούμενο, και οπωσδήποτε δεν αναιρεί την υποχρέωση της φιλοξενίας.

Εδώ οι ξένοι φιλοξενούμενοί μας, αθλητές των Παραολυμπιακών, άτομα με αναπηρία, σε μία από τις ελάχιστες στιγμές αναγνώρισης, με την πρόσκαιρη αίσθηση της εξομοίωσης και της ενσωμάτωσης, σε μια κορυφαία στιγμή όχι μόνο της αθλητικής σταδιοδρομίας τους αλλά πιθανότατα της ζωής τους ολόκληρης, στερήθηκαν τη γιορτή.

Ήμουν παρών στη μιζερεμένη τελετή. Θυμόμουν την τελετή λήξης των «κανονικών» Ολυμπιακών, τη λάμψη των αθλητών, νικητών και χαμένων, καθώς έμπαιναν πανηγυρίζοντας σαν μικρά παιδιά στο στάδιο, κι έβλεπα τώρα πώς κλέψαν απ’ τους άλλους τη χαρά. Και ελεεινή λεπτομέρεια: στην ήδη ακυρωμένη τελετή, όταν μπήκε τελευταία η ελληνική αποστολή, η διαδικασία, από κάκιστο προφανώς σχεδιασμό, είχε ήδη προχωρήσει: οι έλληνες αθλητές μπήκαν απαρατήρητοι, κι έμειναν στο βάθος, στα σκοτεινά: ούτε μισό χειροκρότημα δεν εισέπραξαν. Ένιωσα σχεδόν ντροπή. Μα ούτως ή άλλως ένιωθα μόνος. Καμία ένσταση δεν είχα δει να διατυπώνεται πουθενά για την ακύρωση της τελετής.

Τώρα περίσσεψε η χλεύη, η απαξίωση, η οργή για τα παιδιά που απαίτησαν τον ελάχιστο σεβασμό στον δικό τους νεκρό, την ελάχιστη συμμετοχή στο δικό τους, επίσης μεγάλο πένθος -–αν μη τι άλλο, την αναγνώριση επιτέλους του δικαιώματός τους να πενθήσουν, όταν η επίσημη πολιτεία επιδείκνυε προκλητικά την αναλγησία της, όταν δηλαδή δεν υπήρξε όχι η παραμικρή παραίτηση, αλλά επίπληξη έστω προς τον γλεντοκόπο αρμόδιο υπουργό ή τον υπεύθυνο αρχηγό της Αστυνομίας.

Ειρωνεία και πάλι ήταν η απάντηση στο κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου στο Σύνταγμα, ακόμα περισσότερο στις απόπειρες να ξανακαεί το εν μιά νυκτί ξαναστημένο δέντρο. «Παρανοϊκά φασιστοειδή» ήταν ένας από τους αμετροεπείς –και προβοκατόρικους στη λειτουργία τους– χαρακτηρισμούς που αποδόθηκαν στους επίδοξους πυρπολητές του νέου δέντρου.

Δεν έχει και τόση σημασία να σταθούμε εδώ και στα «συμφραζόμενα» της υπόθεσης, λόγου χάρη στην ακροδεξιά ταυτότητα του δημάρχου, του αποτυχημένου πρώτα υπουργού που εκλέχτηκε παραταύτα δήμαρχος χάρη ακριβώς στην πολιτική αλαλία του, που την πρόβαλε μάλιστα σαν αρετή ο ίδιος, του δημάρχου που μέγιστο επίτευγμά του μοιάζει να είναι το ότι θα μας κάνει εντέλει νοσταλγούς του Αβραμόπουλου.

Δεν έχει, λέω, και τόση σημασία αν το δέντρο είναι του άλφα ή βήτα δημάρχου, ούτε οι άκομψοι χειρισμοί. Ας μείνουμε στην ουσία. Που είναι η -–προκλητική–- άρνηση και απαξίωση του πένθους των άλλων.

Ωστόσο, θα μου πείτε, κραυγαλέα αντιφατικό: στη μια περίπτωση παραμερίζω το πένθος, στην άλλη το υπερασπίζομαι -–έως βανδαλισμού και πυρπολήσεων.

Όχι. Επιμένω πως ήταν ατόπημα μέγα η ακύρωση της τελετής λήξης των Παραολυμπιακών του 2004. Και επίσης επιμένω πως έπρεπε να γίνουν οι χριστουγεννιάτικες γιορτές τον φετινό, ταραγμένο Δεκέμβρη, με φωτεινό το δέντρο και με ό,τι άλλο, μοναδική νότα χαράς για μια μερίδα συμπολιτών μας, και προπαντός, όπως και στην περίπτωση των Παραολυμπιακών, των ξένων μας, μόνιμων και ημιμόνιμων –και εννοώ τους μετανάστες.

Όμως αυτό μόνο σαν αποτέλεσμα συγκεκριμένης πολιτικής και, ναι, ηθικής μπορεί να νομιμοποιηθεί, αφού δηλαδή πρώτα συμμεριστούμε τον πόνο και το πένθος των άλλων, αφού το αναγνωρίσουμε ακριβώς, το σεβαστούμε.

Για άλλη μια φορά ο λόγος μας έπρεπε να είναι πολιτικός και όχι αστυνομικός· μάλλον να είναι καταρχήν λόγος απέναντι στο δίκαιο πένθος των παιδιών, αυτό που υπαγόρευε και τη δίκαιη οργή τους. Αυτήν που εντέλει συδαυλίζουμε με την απουσία λόγου και την περίσσεια ίσα ίσα ειρωνείας, απαξίωσης και αμετροέπειας, που έφτασε ώς τον χαρακτηρισμό που ανάφερα και παραπάνω: «παρανοϊκά φασιστοειδή».

Το δέντρο, ούτε λόγος, το κάψαμε και διαρκώς το καίμε εμείς.


ΥΓ. Είτε καμένο είτε κομμένο το δέντρο, δοκίμασε και μέτρησε την πολιτική ηθική του Νικήτα Κακλαμάνη –ο οποίος προτιμάει βεβαίως το κΟμμένο, αφού εκεί μπορεί πιο εύκολα να αναγνωρίσει τον εαυτό του, έτσι που μοιάζει το όμικρον με το μηδέν.



2. Το μαγάρισμα των καθαριστών

«Πήγατε να πέσετε από την Ακρόπολη; [...] Και δεν ντρέπεστε που το λέτε; Σταματήστε να χρησιμοποιείτε πια την Ακρόπολη. Είναι ιερό μέρος. [...] πρέπει να τελειώνει πια η ιστορία με την Ακρόπολη. Όποιος έχει πρόβλημα πάει στην Ακρόπολη. Αυτό το ιερό μέρος. Πρέπει να σταματήσουν να εκμεταλλεύονται αυτό το μέρος…»

Έτσι ελάλησε ο εθνοπατέρας Θανάσης Πλεύρης του Κωνσταντίνου, βουλευτής του ΛΑΟΣ, προς την απολυμένη συμβασιούχο του Υπ. Πολιτισμού, που απειλούσε να πέσει από την Ακρόπολη.

Κάτι μας θυμίζει… κάτι μας θυμίζει… Οπωσδήποτε δεν είναι κατά κανέναν τρόπο συγγενείς οι πηγές, όμως η χρονική σύμπτωση μοιάζει σκανταλιά της Ιστορίας εκεί όπου η λογική και η ορθοφροσύνη δίνουν τη θέση τους σε αμετροεπή ηθοπλαστικό λόγο.

Αναφέρομαι πάλι στη γνωστή ρήση των τριών συγγραφέων, όπου ακριβώς το ρήμα που επιλέχτηκε να χαρακτηρίσει την ανάρτηση του πανό στην Ακρόπολη μαρτυρεί, πολύ πέρα από την απώλεια της ψυχραιμίας, τον ηθοπλαστικής τάξεως, άρα παραπολιτικό, που σημαίνει εντέλει αντιδραστικό λόγο: «μαγαρίζει»:

«Αν εμείς οι άνθρωποί της [= της τέχνης] ανεχόμαστε αγόγγυστα την κάθε ομάδα “επαναστατημένων” νεαρών να μαγαρίζει ανενόχλητη την Ακρόπολη…»

Μια αστοχία στην επιλογή μιας λέξης, ακόμα κι αν προέρχεται από ανθρώπους των γραμμάτων, θα μπορούσε να αποδοθεί απλώς στον ζήλο να υπάρξει πάραυτα κάποια δημόσια παρέμβαση.

Ωστόσο ο ένας απ’ τους τρεις, ο και πιθανότατα συντάκτης του πρώτου κειμένου, επανέρχεται, έπειτα από δέκα-δεκαπέντε μέρες (α, β, γ):

«Όταν λέμε ότι η Ακρόπολη ανήκει στον πολιτισμό μας, εννοούμε αυτό που λέμε. Δεν δικαιούνται να την καταχραστούν ούτε οι αρχαιοφύλακες που την κλειδώνουν ούτε οι μπαχαλάκηδες στους οποίους οι αρχαιοφύλακες, που υποτίθεται πως πληρώνονται για να την προστατεύσουν, δίνουν τη δυνατότητα να την μαγαρίσουν ανεβάζοντας εκείνα τα πανό που έγραφαν “Αντίσταση”».

Ώστε δεν ήταν αστοχία· είναι ιδεολογία.

Διαμετρικά αντίθετη από αυτήν που εκφράστηκε ενδεικτικά από τον Μανόλη Γλέζο, όταν ρωτήθηκε:

– «Πώς αισθανθήκατε που είδατε ένα πανό που γράφει “Αντίσταση” πριν από δυο μέρες πάνω στην Ακρόπολη –από νεολαίους, φοιτητές…»

– «Ένιωσα περήφανος, γιατί είδα ότι οι νέοι αξιοποιούνε ένα σύμβολο που αντιστάθηκε στην πορεία αιώνων, επειδή είναι η έκφραση των ανθρωπιστικών αξιών, γι’ αυτό μπόρεσε και στάθηκε, δεν είναι μονάχα το κάλλος το αισθητικό που αναδίνει – εκείνη η εποχή έχει αναδείξει ορισμένες ανθρωπιστικές αξίες, αυτές τις συμβολίζει η Ακρόπολη, και το ότι αντιστάθηκαν αυτές οι ανθρωπιστικές αξίες μέσα σ’ όλο τον χρόνο, η Ακρόπολη συμβολίζει και την αντίσταση.

»Συνεπώς αυτή την αντίσταση την αξιοποίησαν αυτοί οι νέοι και εγώ ένιωσα περήφανος που την αξιοποίησαν».

Σ’ αυτή λοιπόν την πολύ συγκεκριμένη ιδεολογία την οποία αντιπροσωπεύει η προσεχτικά, καταπώς φαίνεται, επιλεγμένη λέξη «μαγαρίζω» θα ήθελα να σταθώ.

Επειδή πιστεύω ότι ο λόγος που μιλάει για μαγάρισμα της Ακρόπολης, ένας τέτοιος μικρόψυχος, προπάντων απαξιωτικός και ιεροεξεταστικός λόγος, αυτός εντέλει μαγαρίζει αυτόματα τον δημόσιο, τον κοινωνικό βίο, μολύνει δηλαδή τον κοινωνικό ιστό και διαρρηγνύει βίαια και αυτάρεσκα την όποια συνοχή του. Με μαγαρισμένη λοιπόν την κοινωνική ζωή, εάν δηλαδή καλούμαστε να ζούμε μες στην αποφορά, το τελευταίο που θα μπορούσε να μας απασχολεί είναι το ενδεχόμενο «μαγάρισμα» της Ακρόπολης.

Αλλά ποιο μαγάρισμα εντέλει; Και δεν εννοώ αν το πανό ήταν ή δεν ήταν μαγάρισμα. Εννοώ ότι τα όποια και όσο μεγάλα και ιερά σύμβολα δεν παθαίνουν τίποτα, αν τάχα ή και όντως κάποιοι τα μαγαρίζουν. Όπως δεν παθαίνει λ.χ. ο Σταυρός των χριστιανών, το Κοράνι των Μωαμεθανών κ.ο.κ., με οποιαδήποτε παρέμβαση ή σχετικό «ανίερο» λόγο, που προκαλεί σπασμούς στους πάσης φύσεως φονταμενταλιστές.

Δεν παθαίνουν λοιπόν τίποτα τα σύμβολα, δεν μαγαρίζονται, επειδή ακριβώς δεν είναι τόσο μικρά όσο τα φαντάζονται οι διάφοροι Φρουροί τους, καθώς τα βλέπουν κομμένα και ραμμένα στα δικά τους, μεγάλα νομίζουν κι όμως μικρούτσικα, μέτρα. Η κοινωνία όμως παθαίνει με το μαγάρισμα, κι όταν παθαίνει, τότε καμιά φορά και πεθαίνει.



3. Μετεξεταστέος στα μαθηματικά

Στην κυριακάτικη Καθημερινή, 25/1, σ’ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου, καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διαβάζουμε, μεταξύ άλλων:

«Όσοι [...] προσπαθήσαμε να βρούμε τα βαθύτερα αίτια της “εξέγερσης των δεκαεξάρηδων” στις αδράνειες μιας καθηλωμένης κοινωνίας και στην ατολμία ενός πολιτικού προσωπικού ανίκανου να προτείνει ρεαλιστικές διεξόδους από την κρίση, κατηγορηθήκαμε, αν όχι για υποκίνηση, τουλάχιστον για ανοχή της βίας. Κάποιοι μάλιστα, αφού μας χαρακτήρισαν “ενοχικούς μεσήλικες”, μίλησαν και για τις ευθύνες της γενιάς του Πολυτεχνείου, που “παραχάιδεψε” τάχα τα παιδιά της».

Για «ενοχικούς μεσήλικες» είχαν μιλήσει οι Τρεις, όπως είδαμε και εδώ, και όπως σχολιάστηκε έπειτα εκτενώς και ευτυχώς από πολλούς.

Για τις ευθύνες της γενιάς του Πολυτεχνείου μίλησε ειδικότερα ο ένας απ’ τους τρεις, σε επόμενο κείμενό του, ο Απόστολος Δοξιάδης (Τα Νέα 10.1.09, βλ. α, β, γ), και αφού είχε στο μεταξύ ξαναμιλήσει, όπως είδαμε παραπάνω, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος. Ο Απ. Δοξιάδης λοιπόν, σε ένα κείμενο που δεν θα ’θελα να το χαρακτηρίσω κατά τα άλλα, επιχειρεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα και τη στάση των «ενοχικών μεσηλίκων» με ένα πειστικό καταρχήν σχήμα:

τα αντιχουντικά σύνδρομα υπαγόρευσαν μια «ενοχική παιδαγωγική [...] όταν τα χτεσινά παιδιά απέκτησαν παιδιά δικά τους»· αυτή η «ενοχική παιδαγωγική» λοιπόν, ότι δηλαδή οι συνομήλικοι του Α.Δ. θεώρησαν πως «κάθε επιβολή πειθαρχίας [στα παιδιά τους] ή διδασκαλία του σεβασμού [...] είναι έκφανση φασισμού», οδήγησε τους γονείς «σε προβληματικές σχέσεις με τα παιδιά τους, και –ακόμη χειρότερα– εκείνα σε προβληματικές σχέσεις με τους εαυτούς τους αλλά και την κοινωνία…»

καλό το σχήμα αλλά καλύτερα τα μαθηματικά, τα οποία άλλωστε διακονεί, μεταξύ άλλων, ο εν λόγω συγγραφέας:

και δείχνουν τα μαθηματικά πως τα παιδιά του Α.Δ. και των συνομηλίκων του, εν ολίγοις τα παιδιά της γενιάς που ανδρώθηκε στα χρόνια της δικτατορίας, της γενιάς του Πολυτεχνείου κτλ., έχουν πια σήμερα τριανταρίσει: τα παιδιά που κατέβηκαν στους δρόμους τον Δεκέμβρη είναι της αμέσως επόμενης γενιάς

ποια μαθηματικά δηλαδή, ούτε απλή αριθμητική –ατίθαση εντέλει στη φτηνοπολιτική.

buzz it!

24/1/09

Οι προβοκάτορες εμείς (β΄)

Τα Νέα, 24 Ιανουαρίου 2009 [με προσθήκες εδώ]

Εμείς, λέει, «δεν φορούσαμε κουκούλα», «δεν ντρεπόμασταν να δείξουμε το πρόσωπό μας»: Όμως, φορούσαν κουκούλες, μαντίλια πιο παλιά, στα Ιουλιανά, στο Πολυτεχνείο εμείς, ή οι Ζαπατίστας, οι Παλαιστίνιοι κτλ.


Όσο δεν κατανοούμε τους όρους και τους συντελεστές του προβλήματος, μέρος του οποίου είμαστε εμείς οι ίδιοι, κυοφορούμε την επόμενη κρίση. Και η επόμενη κρίση θα ’ναι ακόμα πιο βίαιη, η οργή ακόμα πιο τυφλή, όσο τυφλοί θα παραμένουμε εμείς, ατομικά και σαν κοινωνία.

διαβάστε τη συνέχεια...

Κάπως έτσι τέλειωνα την περασμένη επιφυλλίδα, με μια αίσθηση ματαιότητας, αφού το πρόβλημα δεν είναι αν μπορούμε να συνεννοηθούμε σε αυτονόητα όσο αν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τα βολικά στερεότυπά μας, προκρούστεια κλίνη ή πόρτα κλειστή, διπλομανταλωμένη. Ότι η αγκίστρωση σ’ αυτά (αν όχι αυτά καθαυτά) υποκρύπτει διαφορετικές ιδεολογίες είναι ίσως δεδομένο. Το ζήτημα τότε είναι αν πρόκειται όντως για ιδεολογίες, έστω διαφορετικές, ή για καθήλωση σε ιδεοληπτικά, μανιχαϊστικά σχήματα. Στην πρώτη περίπτωση, με διαφορετικές ιδεολογίες, μπορούμε ωστόσο να καταλήξουμε σε κοινή πολιτική, όπως γίνεται δηλαδή σε κοινωνία πολιτών, και όπως θα δούμε και στο τέλος· στη δεύτερη θα διαιωνίζεται ένας διάλογος κουφών. Ίσως γιατί τότε οι ιδεολογίες, αν και εφόσον, είπαμε, υπάρχουν, δεν είναι απλώς διαφορετικές αλλά διαμετρικά αντίθετες.

Κουφοί λοιπόν; τυφλοί; Το χειρότερο είναι όταν η τυφλότητα γίνεται ιταμός κυνισμός και φτηνή ειρωνεία, επίδειξη πνεύματος και ρητορικών σχημάτων, κουρελάκια να ντύσουν την αδυναμία να αρθρωθεί πολιτικός και όχι ηθοπλαστικός και αστυνομικός λόγος.

Έτσι παρατηρήσαμε και τούτο το αξιοσημείωτο: έπειτα από την αμήχανη ή έμφοβη σιωπή απέναντι στα πρώτα, δραματικά γεγονότα, χύθηκε πολύ περισσότερο μελάνι, απαξίωση και χολή, σημειώθηκε, μόλις τότε, και κοινή εμφάνιση τριών συγγραφέων, απέναντι πλέον σε ήπιας μορφής, κυρίως συμβολικές πρωτοβουλίες, όπως οι παρεμβάσεις σε θέατρα, το πανό στην τηλεόραση, το άλλο στην Ακρόπολη κτλ. "Επίθεση στην καρδιά της δημοκρατίας" χαρακτηρίστηκαν οι παρεμβάσεις στα θέατρα, που σε δύο (μόνο) περιπτώσεις οδήγησαν σε ματαίωση της παράστασης (έπειτα από απόφαση των ίδιων των ηθοποιών), κατάλυση της δημοκρατίας χαρακτηρίστηκε το πανό στην τηλεόραση, με έκτακτο «διάγγελμα» του προέδρου της ΕΡΤ, «μαγάρισμα» του ιερού συμβόλου της Ακρόπολης χαρακτηρίστηκε το πανό με τη λέξη «Αντίσταση» –ενώ οι σχετικές «φωτογραφίες έκαναν το γύρο του κόσμου», ολοφύρονταν άλλοι!

Αλλά τι ήταν επιτέλους αυτό το τόσο δύσκολο να καταλάβουμε; Τι ήταν αυτό που φοβηθήκαμε ή αρνηθήκαμε να καταλάβουμε, ίσως γιατί τότε θα ’πρεπε να δεχτούμε ότι οι νέοι και τα γεγονότα των ημερών, στην αγριότερη και βιαιότερη εκδοχή τους, απλώς παριστάνουν, αν κιόλας δεν αποτελούν, τον καθρέφτη μας, αντιγυρίζοντάς μας δηλαδή το χειρότερό μας πρόσωπο.

Να καταλάβουμε όμως τι;

Τίποτα περισσότερο από το ότι οι νέοι καταλαβαίνουν και βιώνουν αυτό ακριβώς που διαπιστώνουμε και εμείς:

– «την κρίση αυθεντίας των κεντρικών κρατικών-πολιτικών θεσμών»·

– «την ανησυχητική φθορά του δημοκρατικού ήθους, του ορθολογισμού…»·

– ότι η ελληνική κοινωνία «έχοντας καταναλώσει το παρελθόν χωρίς να επενδύσει στο μέλλον, βρίσκεται [...] στο παροντικό κενό άλαλη», σε φάση που συμπίπτει με «το ιστορικό κενό που έχει αφήσει η μεταρρυθμιστική Αριστερά, σοσιαλιστική ή κομμουνιστογενής, από τη δεκαετία του ’90 κι έπειτα».

Ποιο είναι το παράδοξο, ποια αντίδραση είναι παράλογη έπειτα από αυτές τις ευρύτερα κοινές παραδοχές; Παραδοχές που σκόπιμα τις αντλώ από επιφυλλίδα του Γιάννη Βούλγαρη η οποία δημοσιεύτηκε στο ίδιο φύλλο με την προηγούμενη δική μου (10/1). Έγραψα «σκόπιμα», γιατί τα δύο κείμενα, ενώ διαφωνούσαν προγραμματικά, εκκινούσαν δηλαδή από διαφορετικές εκτιμήσεις, κάτι που δεν είναι άμοιρο ίσως ιδεολογίας, ουσιαστικά συνέπιπταν στο «διά ταύτα», ότι ο λόγος δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικός, ότι ο λόγος ανήκει στην πολιτική.

Διαφορετικά, μόνο προβοκατόρικα μπορεί να λειτουργήσει ο λόγος που ευδοκίμησε τις μέρες αυτές, ένας λόγος εγκλωβισμένος στην αυτοαναφορικότητά του, αυτιστικός εντέλει, εστετίστικος και αυτομάτως απολιτικός, και εν πάση περιπτώσει ατελέσφορος.

Ας δοκιμάσουμε να συνοψίσουμε: Με αφορμή τη δολοφονία ενός 15χρονου μαθητή ξεσπούν εκτεταμένα επεισόδια, που εύκολα εκτρέπονται σε βανδαλισμούς, ενώ απλώνονται πέρα από το κέντρο της πρωτεύουσας, σ’ ολόκληρη την πόλη, και σχεδόν ταυτόχρονα σε πλήθος άλλες πόλεις. Μπροστά στον εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό όσων κατέβηκαν στους δρόμους, στην έκταση και την ένταση των επεισοδίων, ξένες εφημερίδες και αναλυτές αρχίζουν να μιλούν για κοινωνική εξέγερση· εμείς ψάχνουμε να βρούμε ποιος είναι κάτω απ’ τις κουκούλες. Οι ταραχές και οι καταστροφές συνεχίζονται· εμείς ψάχνουμε κάτω απ’ τις κουκούλες.

Ανοίγουμε τα παλιά τεφτέρια και εγχειρίδιά μας και διαβάζουμε, όσα λειψά μπορούμε πια ή μας συμφέρει να διαβάσουμε. Ποια είναι τα λειψά, και άρα ψευδή;

1. Εμείς «δεν φορούσαμε κουκούλα», «δεν ντρεπόμασταν να δείξουμε το πρόσωπό μας»: Όμως, φορούσαν κουκούλες, μαντίλια πιο παλιά, στα Ιουλιανά, στο Πολυτεχνείο εμείς, πιο πρόσφατα κράνη μοτοσικλέτας, απ’ την άλλη οι Ζαπατίστας, οι Παλαιστίνιοι κτλ. Αλλά αυτά για να φανεί απλώς το αυταπόδεικτο ψέμα. Διαφορετικά, στην εποχή με το ηλεκτρονικό φακέλωμα, τις κάμερες κτλ., ακόμα κι αν δεν είχε ξαναϋπάρξει η κουκούλα, έπρεπε να εφευρεθεί.

2. Εμείς δεν καίγαμε και δεν καταστρέφαμε, ούτε τράπεζες, και πολύ περισσότερο καταστήματα αθώων πολιτών: Όμως και έκαιγαν και κατέστρεφαν, και τράπεζες και καταστήματα αθώων πολιτών: και πρόπερσι στα προάστια του Παρισιού, και στο Λος Άντζελες κ.α. –άσχετα, στο σημείο αυτό, αν υπάρχουν ακριβείς αντιστοιχίες ή όχι, ποιες ή πόσο, κι αφού έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε καταλήξει ακόμα στο χαρακτήρα των δικών μας γεγονότων.

3. Εμείς είχαμε οράματα, συγκεκριμένα συνθήματα και αιτήματα. Κι όμως, πλάι στο «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» του Πολυτεχνείου, ανάμεσα στα βασικά συνθήματα ήταν ακόμα και το «Λαοκρατία» ή «Αναρχία», κυρίαρχα μάλιστα σε μια πρώτη φάση, και ειδικά το δεύτερο, που εξακολούθησε να έχει δεσπόζουσα θέση και μετά την πτώση της δικτατορίας, τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια.

Ούτως ή άλλως, το κατεξοχήν άτοπο είναι ότι απαιτούμε συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα και ομοιογένεια από τη νεολαία, θαρρείς και πρόκειται για συμπαγή, ενιαία ομάδα ή κοινωνική τάξη, κι όταν, κυρίως, απ’ την άλλη, δεν υπάρχει συνεκτική ιδεολογία και ταυτότητα σε μακρόβιους πολιτικούς λ.χ. σχηματισμούς: από το ΠΑΣΟΚ, που συστεγάζει σοσιαλιστές, κεντρώους, δεξιούς, θρησκόληπτους, εθνικιστές,* από το ΚΚΕ, όπου συναγελάζονται σταλινικοί και εθνικιστές, με πρώτη μάλιστα σε σταυρούς βουλευτίνα του την επιδεικτικά θρησκόληπτη και εθνικίστρια Κανέλλη, ώς τον πολυσυλλεκτικό και ό,τι μας προκύψει Συνασπισμό.

Όμως το μέγα διακύβευμα, ξεκινώντας ίσως ανάποδα, είναι ο ορισμός της ίδιας της κατάστασης, αφού έτσι φωτίζονται και αναλόγως ερμηνεύονται όλα τα παραπάνω: με τι είχαμε να κάνουμε εντέλει; Με απλή αναταραχή, κοινωνική έκρηξη, εξέγερση; Ιδού και πάλι τα λειψά μας:

4. Προπάντων όχι εξέγερση, αποφαίνεται ο καθένας με το εξεγερσιόμετρό του,** μόνο οι φτωχοί και περιθωριοποιημένοι εξεγείρονται, όπως στα προάστια του Παρισιού ή στο Λος Άντζελες, ή –αμηχανία εδώ– στον Μάη του ’68. Ενώ τώρα, «επανάσταση του φραπέ», «αμφισβητιών του γλυκού νερού», «καλομαθημένων χαβαλέδων» και γενικά αστόπαιδων, ερμηνείες όλες απτόητες από τον όγκο λ.χ. των διαδηλωτών, ακόμα και των καταστροφέων, την έκταση και τη διασπορά σε τόσες πόλεις.

Ερμηνείες, κυρίως, που παραγνωρίζουν το νέο, καθοριστικό στοιχείο, πως η γενιά αυτή είναι η πιο αδιέξοδη, καθώς δεν έχει μπροστά της κάποια έκτακτη κατάσταση ή εκτροπή, π.χ. δικτατορία, που θα την πολεμήσει, και θα γυρίσει έπειτα σελίδα: τώρα σελίδα επόμενη δεν υπάρχει, η γη της επαγγελίας, πολιτικοϊδεολογικά αλλά και άμεσα, πρακτικά, δηλαδή οικονομικά, είναι αυτή, άλλη δεν έχει. Τους το λέμε άλλωστε εμείς οι ίδιοι και σε όλους τους τόνους, κι αυτή η επίγνωση μεγαλώνει την απόγνωση, άρα και την οργή.***

Αυτό το νέο στοιχείο, λοιπόν, ακυρώνει από μόνο του όλα τα ερμηνευτικά μας σχήματα και εργαλεία. Κι ωστόσο, επιμένουμε.

Έστω όμως ότι δεν ήταν εξέγερση. Τι ήταν αυτή η γενικευμένη έκρηξη και η εφ’ όλης της ύλης αμφισβήτηση;

Μα ακριβώς αυτό: εφ’ όλης της ύλης αμφισβήτηση. Έπρεπε πια να το παραδεχτούμε πως δεν βρέχει, αλλά μας φτύνουν, εμάς, συλλήβδην, τη γενιά της εξουσίας πια, επικυρώνοντας αυτό που πρώτοι εμείς τους δείχνουμε, ότι δεν είναι παίξε γέλασε αυτό που προαιωνίως αποκαλείται χάσμα των γενεών, νομοτέλεια δηλαδή –απ’ την οποία ούτε εμείς μπορούμε, αλίμονο, να ξεφύγουμε, αν όχι οι διανοούμενοι, διάολε η Αριστερά.

Επειγόντως πολιτική

Και τι βλέπουμε τότε μπροστά μας;

«Ανερμάτιστη νεολαία», «απόστολους του μηδενισμού, του φθόνου και της μνησικακίας», λόγια αυτά πανεπιστημιακών δασκάλων, με όρους εξόχως ηθοπλαστικούς και απολιτικούς, «μέρες του 33 στη Γερμανία», από τον θεολόγο και παραταύτα καθηγητή φιλοσοφίας Χρ. Γιανναρά, που ονειρεύεται σαν λύση έναν Πούτιν, «ελληνική Νύχτα των Κρυστάλλων», ή, σύμφωνα με άλλον φιλόσοφο, τον Κωστή Παπαγιώργη, μια «εναγή [= καταραμένη, αναθεματισμένη] κατάσταση όπου [δρουν] ομάδες ξεκαπίστρωτων νεαρών», «απολίτιστους», «Ταλιμπάν», «παρανοϊκά φασιστοειδή» κτλ.

Το ξαναλέω: οι προβοκάτορες είμαστε εμείς. Εντέλει εκδικητικοί απέναντι σ’ αυτούς που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, ούτε καν να τους καταλάβουμε, να καταλάβουμε, επιμένω, το φαινόμενο, που σημαίνει να το αναγνωρίσουμε, για να μπορέσουμε έπειτα και να το αντιμετωπίσουμε.

Έτσι, επιδιδόμαστε σε ξόρκια, και, αφελείς ταχυδακτυλουργοί, εξαφανίζουμε πίσω από ’να κόκκινο πανί το πρόβλημα, πιστεύοντας πως αυτομάτως παύει τότε και εκείνο να υπάρχει.

Ίσως ησύχασαν τα πράγματα. Ίσως και μείνουν για καιρό κρυμμένα πίσω απ’ το πανί. Μη θριαμβολογούμε γι’ αυτό. Ακόμα κι αν απέτυχε η «ανονόμαστη», για να τελειώνουμε, κατάσταση, δεν σημαίνει πως δεν υπήρξε, ή πως δεν ήταν αυθεντική, και πολύ περισσότερο πως δεν θα ξαναϋπάρξει.

Έτσι, καλείται επειγόντως η πολιτική. Και υπογράφω κάτω από του Βούλγαρη:

«Η πολύπλοκη κρίση που αποκαλύφτηκε σε όλες τις διαστάσεις κινδυνεύει να ισοπεδωθεί και να κλειστεί στο αίτημα του νόμου και της τάξης. Θα ήταν τεράστιο λάθος που θα καθιστούσε ενδημική την άναρθρη βία και την ένοπλη τρομοκρατία. Τον λόγο πρέπει να έχει πλέον, όχι το συντηρητικό ανακλαστικό, αλλά η Πολιτική».

Απόσταση και διαφορά

Στο μεταξύ ας θυμηθούμε Ίταλο Καλβίνο (Πάλομαρ, μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Αθήνα 1985, σ. 120 κ.ε.):

«Η πραγματική απόσταση ανάμεσα στις δυο γενιές δίνεται από τα κοινά στοιχεία τους, τα στοιχεία εκείνα που υποχρεώνουν σε μια κυκλική επανάληψη των ίδιων εμπειριών, όπως παρατηρείται με τη συμπεριφορά των ζώων που μεταδίδεται σαν βιολογική κληρονομιά· ενώ τα στοιχεία που συγκροτούν την πραγματική διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εκείνους είναι το αποτέλεσμα των αναπόφευκτων αλλαγών που η κάθε εποχή φέρνει μαζί της, δηλαδή εξαρτώνται από την ιστορική κληρονομιά που εμείς οι ίδιοι τους μεταβιβάσαμε, την αληθινή κληρονομιά για την οποία μονάχα εμείς είμαστε υπεύθυνοι…»



* Μπορεί να έφυγε ο Παπαθεμελής απ’ το ΠΑΣΟΚ, για τη Νέα Δημοκρατία, αλλά σημασία έχει το πόσο είχε μείνει, και σε υπουργικό θώκο μάλιστα καθισμένος. Έφυγε έστω ο Παπαθεμελής, ήρθε ο Κοντογιαννόπουλος. Ήρθε επίσης, συνεργαζόμενος έστω, ο Στέφανος Μάνος, που ζήτησε τις μέρες του Δεκέμβρη, να κατέβει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο στρατός, αφού το αίμα –της παλιάς παράταξής του εννοώ– νερό δε γίνεται. Συνεργαζόμενος και ο Α. Ανδριανόπουλος, που μας προμήθευσε την ακόλουθη περινούστατη ανάλυση:

«Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται ανυπεράσπιστη στο έλεος των διαθέσεων βίαιων αμφισβητιών του γλυκού νερού. Που αγουροξυπνημένοι κατά το μεσημέρι πίνουν το φραπεδάκι που τους ετοιμάζει η μαμά και σχεδιάζουν μέσω SMS και λογισμικού Vista το επόμενο χτύπημα κατά του κατεστημένου. Ο τόπoς έχει πλημμυρίσει από επαναστάτες με μπλουζάκια Benetton, αθλητικά παπούτσια Nike και κινητά Nokia και Ericsson. Από καλομαθημένους δηλ. χαβαλέδες που κλαίνε για τα αδιέξοδα της γενιάς των 700 ευρώ (νέα επικοινωνιακή αργκώ κι’ αυτή) που ποτέ βέβαια δεν πρόκειται να γνωρίσουν. Γιατί ο μπαμπάς ακουμπάει τόσα περίπου ημερησίως για την πάρτη ορισμένων απ’ αυτούς στα ντόπια και ξένα θέρετρα του χειμώνα. Πάτε στοίχημα πως από την επόμενη εβδομάδα η εξέγερση θα διακοπεί; Διότι οι εξεγερμένοι κοινωνικοί επαναστάτες θα φύγουν για διακοπές…»

** Ενδεικτικά και μόνο: «Oσοι παρομοιάζουν τις ταραχές του Δεκεμβρίου με τις κοινωνικές εξεγέρσεις που παρατηρούνται σε ευρωπαϊκές χώρες δεν λαμβάνουν υπόψη τους μιαν ουσιώδη διαφορά: ότι κύρια πηγή των εξεγέρσεων στις χώρες αυτές είναι η ανέχεια και περιθωριοποίηση ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, ενώ η διεκδίκηση του δικαιώματος της αξιοπρεπούς διαβίωσης κατά τις δικές μας ταραχές υπήρξε γεγονός δευτερεύον και δευτερογενές. Διότι η κύρια αιτία και ο πυρήνας των δικών μας συμβάντων, που είχαν ως αφορμή τον βάρβαρο φόνο του νεαρού μαθητή, ήταν [...] η έξοδος αυτού που ονομάζουμε σήμερα πανεπιστημιακό άσυλο στους δρόμους. Είναι ακριβώς το γεγονός ότι το “άσυλο” βγήκε στους δρόμους εκείνο που καθιστά λανθασμένο τον χαρακτηρισμό εξέγερση για τα συμβάντα του Δεκεμβρίου και που μαγαρίζει τις δίκαιες εκδηλώσεις οργής των νέων για την άθλια ηθική κατάσταση της χώρας μας» (Ν. Βαγενάς, Βήμα, 18.1.09)

«Ορισμένοι προσπαθούν απελπισμένα να βρουν ομοιότητες του πρόσφατου κύματος βίας με το 1965 ή το 1973. Πρώτα απ’ όλα, και οι δύο αυτές εξεγέρσεις είχαν αιτήματα και συνθήματα που έμειναν στην ιστορία. Δεύτερον, οι περισσότεροι πρωταγωνιστές τους σπούδαζαν πραγματικά, μάθαιναν γράμματα και δεν άρθρωναν έναν μηδενιστικό χουλιγκανικό λόγο» (Αλ. Παπαχελάς, Καθημερινή 4.1.09· υπογραμμίζω εγώ).

Σκόπιμα επέλεξα δείγματα νηφάλιου λόγου. Μολαταύτα παραμένω ειλικρινά αμήχανος μπροστά στο συλλογισμό του Ν.Β., όσες φορές κι αν διάβασα το σχετικό απόσπασμα, ενώ στο απόσπασμα του Α.Π. περιορίζομαι να υπογραμμίσω τις εννοιακές κατηγορίες που δύσκολα εντάσσονται σε πολιτική ανάλυση. Το θέμα όμως είναι άλλο, πόσο ασύστατο είναι να επικαλείται κανείς συγκεκριμένο ορισμό και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της εξέγερσης, τη μία και μόνη συνταγή για εξέγερση δηλαδή.

*** «Ας προσθέσουμε σε αυτά τα δεδομένα την ανατροπή των ευκαιριών κοινωνικής ανέλιξης. Από αυτή την άποψη η γενιά των εικοσάρηδων του 1968 εμφανίζεται ευνοημένη. Είχε την τύχη να γνωρίσει την άμεση πρόσβαση στην αγορά εργασίας και μια ταχύτατη άνοδο τόσο ως προς τον επαγγελματικό τομέα όσο και ως προς την αγοραστική δύναμη. Σήμερα η είσοδος των νέων στον επαγγελματικό χώρο πραγματοποιείται σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, ενώ οι προοπτικές ταχείας εξέλιξης είναι πλέον λιγοστές.

»Είναι επίσης γνωστό ότι τα ζητήματα της συνταξιοδότησης και του κρατικού δανεισμού ρίχνουν στις πλάτες των μελλοντικών γενεών βάρη τα οποία αρνούνται να πληρώσουν οι σημερινές και εναποθέτουν στις επόμενες»: γράφει ο Ζαν-Μαρί Κολομπανί, πρώην διευθυντής της γαλλικής Μοντ, στο Βήμα 21.12.08 –αφού δεν πιστεύουμε αυτά που εμείς οι ίδιοι, ξαναλέω, δημοσιογράφοι, αναλυτές, οικονομολόγοι, πολιτικοί, πολίτες, επιτέλους, απλώς και μόνο, καταγράφουμε και προβλέπουμε με τα μελανότερα χρώματα.

buzz it!

20/1/09

Gloria



αν σκάμπαζε γρι από τεχνικά το μπλογκ αυτό, θα φόραγε τα πιο γιορτινά του και θ' αστραφτοκοπούσε

όχι, καμιά ψευδαίσθηση δεν έχει πως ο νέος πρόεδρος δεν θα υπηρετήσει τα συμφέροντα της χώρας του, μπορεί --άπαγε, άπαγε!-- και με πολέμους και σφαγές

ούτε πάλι πιστεύει πως θα εκλείψει λ.χ. ο ρατσισμός με την εκλογή αφροαμερικανού προέδρου

ούτε... ούτε... ούτε... κτλ. κτλ.

έστω και μόνο σε συμβολικό επίπεδο, η εκλογή αυτή, που είναι από μόνη της νίκη περίτρανη, επισφραγισμένη με τη σημερινή ορκωμοσία είναι από τις κοσμοϊστορικές στιγμές που δεν έρχονται πολλές καν στον αιώνα, πόσο μάλλον στη ζωή ενός ανθρώπου: αισθάνομαι τυχερός λοιπόν --και ευγνώμων

αλλά και μίζερος που χρειάστηκε να δώσω τις παραπάνω "διευκρινίσεις"

buzz it!

για να του σκουπίσει το μαγουλάκι



"Όταν ο Άλεξ άρχιζε να κλαίει, ο Έιντζελ σήκωνε το μικροσκοπικό του χέρι για να του σκουπίσει το μαγουλάκι"

[Τα Νέα 19.1.09]*

από κατάλοιπα-ξέφτια αυτού του θαυμαστού ενστίκτου ζούμε και πορευόμαστε: δεν είναι λίγο εντέλει, δεν είν' μικρό το θαύμα


* [απντέιτ, 5.5.2011: επειδή δεν δουλεύει πια το λινκ, αντιγράφω την είδηση:] "Έιντζελ και Άλεξ. Γεννήθηκαν στις 13 Αυγούστου. Έιντζελ και Άλεξ Μεντόζα. Είχαν από μία καρδιά και δύο υγιή πνευμόνια, τον σωστό αριθμό ποδιών και χεριών --αλλά ήταν ενωμένοι από το στήθος μέχρι τους γλουτούς. Ο γιατρός που τους ανέλαβε, ο δρ Στιούαρτ Λέισι, τους λάτρεψε από την πρώτη κιόλας μέρα --κυρίως εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο φρόντιζε ο ένας τον άλλον. Όταν ο Άλεξ άρχιζε να κλαίει, ο Έιντζελ σήκωνε το μικροσκοπικό του χέρι για να του σκουπίσει το μαγουλάκι. Περισσότερες από 12 ώρες διήρκεσε η εγχείρηση για τον διαχωρισμό τους, στο Νοσοκομείο Παίδων του Φοίνιξ στην Αριζόνα. Ενενήντα λεπτά χρειάστηκαν μόνο για να ξεμπερδευτούν τα λεπτά έντερα... Θα χρειαστούν και άλλες επεμβάσεις, αλλά τα δύο αδελφάκια βρίσκονται πια σε καλό δρόμο".

buzz it!

16/1/09

στις επάλξεις [16], γλωσσική πλειστόκαινος

Στάθης έγραψε και don't kiss the frog επισήμανε:

«Ανάμεσα στα άλλα μαργαριτάρια που περιέχουν τα σχολικά βιβλία αλιεύεται και ο “Μέλλοντας” (αντί ο Μέλλων) διότι στη μαλλιαρή (που νομίζει ότι είναι δημοτική) η αιτιατική μπορεί να υπέχει θέση ονομαστικής

διαβάστε τη συνέχεια...

»κατά το ο... διευθύνοντας αντί ο διευθύνων. Εχει άδικο μετά ο μισός δημοσιογραφικός κόσμος να σπηκάρει από ραδιοφώνου και τηλεόρασης “του διευθύνων συμβούλου” αντί του διευθύνοντος τοιούτου; Και γιατί, κατά το έτι δημοκρατικότερο,

»να μη λέμε ο “διευθύνοντας σύμβουλας”!»

και σχολίασε --όσο πιο λιτά τόσο πιο φαρμακερά-- ο μπλόγκερ:

"Συγνώμη τώρα. Αυτός, πότε μίλησε τελευταία φορά με ζωντανό άνθρωπο;"

του έφαγε όμως του ιερομύστη την ευφάνταστη κατακλείδα· αποκαθιστώ:

"Θα είναι κι αυτό ένα λάθος που με τη συχνή και κατ' επανάληψιν χρήση του ντα για ντο θα καταστεί σωστόν"!

no doubt, ένας στάθης την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, για να παραφράσουμε το σοφό λαϊκό ρητό

αφού μας φτιάχνει καινούριο σκώτι ο εν λόγω, κάθε φορά που βάζει στοίχημα με τον εαυτό του πως μπορεί να είναι ακόμα πιο αδαής, ακόμα πιο αστοιχείωτος και μακαρίως ανυποψίαστος από όσο μας απέδειξε την προηγούμενη φορά

να του πεις τώρα πως από τα πιο αρχαία χρόνια των πιο γλυκών γλωσσαμυντορικών ονείρων του, ναι, η αιτιατική έδινε την ονομαστική, κι έτσι ο ανήρ έγινε άνδρας και η γυνή γυναίκα, χαμένος κόπος...

αφού ούτε μόλις δίπλα του δεν πήρε είδηση πώς έγινε Πλάτωνας ο Πλάτων και Ξενοφώντας ο Ξενοφών, κι ας συνυπάρχουν μια χαρά οι δύο τύποι

[μην του τα κάνετε λοιπόν πιο δύσκολα, και του ζητήσετε φερειπείν να καταλάβει γιατί το χαϊδευτικό του Ξενοφώντα είναι μόνο Φώντας κι όχι Φων]


ΥΓ. είδα κατόπιν εορτής ότι είχε προλάβει ο ακαταπόνητος Σαραντάκος: δείτε εδώ μαγειρική, και εφ' όλης της ύλης

buzz it!

12/1/09

Στοχοποιήσεις και δαιμονοποιήσεις

Σιγά μη χρειαζόταν η διαβεβαίωση του Μητσοτάκη προς τους αστυνομικούς: «Εσείς είστε το κράτος», ή ο χαρακτηρισμός «πραίτορες» (praetores urbani) από τον έτσι κι αλλιώς αμετροεπή Πολύδωρα. Γενιές και γενιές έζησαν και ζουν στο πετσί τους την (αυτο)επιβεβαίωση του αστυνομικού σώματος ότι και βέβαια αυτό είναι το κράτος, αυτοί είναι οι πραίτορες.

διαβάστε τη συνέχεια...

Στην εποχή μάλιστα της σύγχρονης τεχνολογίας, με το τελευταίο κινητό τηλέφωνο που βιντεοσκοπεί, μπόρεσε να δει ο κάθε τηλεθεατής τους εξευτελισμούς και τα βασανιστήρια κρατουμένων, τις ζαρντινιέρες που σακατεύουν φοιτητές, τις αδέσποτες σφαίρες που εξοστρακίζονται.

Δηλαδή η αστυνομία πρώτη στοχοποιεί τον εαυτό της, με τη θεσμική σχεδόν αυθαιρεσία και τη βαναυσότητά της. Το ίδιο κάνει και η εκάστοτε πολιτική ηγεσία, με τις παραινέσεις και με την κάλυψη που της παρείχε. Το ίδιο και η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, που έρχεται να επικυρώσει με την ατιμωρησία την εξουσία του σώματος-κράτους.

Και ξαφνικά από τη στοχοποίηση περάσαμε στη δαιμονοποίηση –των ΜΜΕ αυτήν τη φορά. Μ’ ένα τρομοκρατικό ενδεχομένως χτύπημα, υπαγορευμένο από προκατακλυσμιαία, πρωτόγονη πολιτική σκέψη, θεωρήθηκε πως βρέθηκε η συνταγή που θα ενοχοποιήσει κάθε κριτική που ασκείται στην αστυνομική αυθαιρεσία, μ’ έναν ανίερο συμψηφισμό, στα όρια της ύβρεως.

Η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από εντεταλμένο όργανο του κράτους ισοσκελίζεται από τη δολοφονική απόπειρα κατά αστυνομικού από άγνωστους μέχρι στιγμής δράστες!

Η χαρά του ΛΑΟΣ, και όχι μόνο, που συνοψίζεται στην απαίτηση για «περισσότερη αστυνομία». Κι από κοντά όσοι είχαν αποφασίσει να μην εκτεθούν παίρνοντας θέση στη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. «Πού ’ναι τώρα οι διαδηλώσεις για το αθώο θύμα» λένε στις κάμερες νοικοκυραίοι. «Να βγάλουμε την κοινωνία από την παθητικότητά της» φώναζαν οι αστυνομικοί στη συγκέντρωσή τους, λίγο πριν από τις άγριες αποδοκιμασίες στον αρχιεπίσκοπο που επισκεπτόταν τον άτυχο αστυνομικό.

Που τον επισκέφτηκε, και καλά έκανε, όλος ο πολιτικός κόσμος, ενώ στη δολοφονία του μαθητή όχι απλώς δε φάνηκε κανείς, παρά ο αρμόδιος υπουργός δε μαζευόταν από ξενυχτάδικα και γήπεδα.

Περίεργος συμψηφισμός, με μήνυμα ένα, γενικά προς την κοινωνία: τα κεφάλια μέσα, τέρμα η κριτική –ακόμα και η καταγραφή: αυτό κυρίως για τα ΜΜΕ.



σχετικοάσχετη σημείωση: είναι η δεύτερη φορά που ο Κωστής Παπαϊωάννου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, συνεργάτης κι αυτός των Νέων, μού... παίρνει την μπουκιά μέσ' απ' το στόμα :-)
τη μια μέρα γράφω κάτι για την εφημερίδα, άσχετα απ' την τακτική σελίδα μου, την επομένη ετοιμάζομαι να το στείλω, ανοίγω στο μεταξύ την εφημερίδα, νά σου ο Κωστής Παπαϊωάννου, να το 'χει ξεσκίσει το θέμα μου, ενταγμένο σε σφαιρικότερη ανάλυση!
τη μια το 'δωσα παραταύτα το κομμάτι μου (ήταν για τον αρχιεπίσκοπο και τα δημοψηφίσματα), τώρα δεν ξέρω ακόμα, πράσινος απ' τη ζήλια μου :-Ρ
διαβάστε τον, είναι εξαιρετικός (τον μπάζαρα μάλιστα)

buzz it!

10/1/09

Οι προβοκάτορες εμείς (α΄)

Τα Νέα, 10 Ιανουαρίου 2009

στη Μαρία Δημητριάδη

Όσο δεν κατανοούμε τους όρους και τους συντελεστές του προβλήματος, μέρος του οποίου είμαστε, εννοείται, εμείς οι ίδιοι, κυοφορούμε και γεννούμε την επόμενη κρίση

Η τυφλή οργή, και άρα βία, θα είναι όλο και πιο τυφλή όσο τυφλή θα παραμένει η κοινωνία, δηλαδή εμείς


το πλήρες κείμενο:

«Η νεολαία νιώθει όχι μόνο το ασφυκτικό παρόν που φτιάξαμε εμείς οι φυσικοί ή θεσμικοί γονείς τους, αλλά, κυρίως, καταγγέλλει την υποθήκευση, αν όχι την κλοπή, και την καταστροφή του μέλλοντός της.»

Γύρω από αυτό το κεντρικό μοτίβο οργανώνεται μία από τις ουσιαστικότερες τοποθετήσεις, ίσως η μόνη από προσωπικότητες με ευρύτερο θεσμικό ρόλο στον δημόσιο βίο, η παρέμβαση του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, με την οποία ασχολήθηκα εκτενώς στην προηγούμενη επιφυλλίδα, κυρίως επειδή ουσιαστικά λογοκρίθηκε, με την εντυπωσιακά αποσπασματική παρουσίασή της από όλα σχεδόν τα ΜΜΕ, ακόμα και από επίσημο ιστότοπο της Εκκλησίας: κατά κανόνα αναδημοσιεύτηκαν δύο όλες κι όλες παράγραφοι, μία για τους προδομένους νέους και μία για την οικονομική κρίση. Συνεχίζω, δίνοντας επιγραμματικά τα βασικά ερμηνευτικά κλειδιά για τα τραγικά γεγονότα του Δεκεμβρίου, όπως περιέχονται στο κείμενο του αρχιεπισκόπου, που έχει τον ενδεικτικό τίτλο «Η ευθύνη μας». Το κείμενο λοιπόν αυτό μιλά για

– την «παιδεία [που] χρόνια τώρα συρρικνώνεται στα ασφυκτικά στενά και αφυδατωμένα όρια μιας άνευρης εκπαίδευσης, χωρίς ουσιαστική μέριμνα για την κατοχύρωση του επαγγελματικού μέλλοντος»

– «τη σοβούσα οικονομική κρίση, όταν οι εσαεί προτεινόμενες επί δεκαετίες [υπογράμμιση δική μου] λύσεις επαναλαμβάνουν κυνικά σενάρια μονόπλευρης λιτότητας», ενώ «οι περιορισμοί και οι θυσίες επιβάλλονται μονομερώς, εξαιρώντας προκλητικά εκείνους προς τους οποίους θα έπρεπε καταρχήν να απαιτηθεί η συνεισφορά τους στην υπέρβαση της κρίσης»

– «διαφθορά, [...] διαπλοκή, [...] κατασπατάληση των οικονομικών πόρων και [...] ατιμωρησία όσων προς ίδιον όφελος εκμεταλλεύονται τα πόστα τους»

– έλλειψη διαφάνειας, «κοινωνικής λογοδοσίας» και δημιουργία φατριών

– «την κατάσταση που επικρατεί στη δημόσια υγεία εδώ και πολλά χρόνια»

– την εξαθλίωση του συνταξιούχου και την αδυναμία του ανθρώπου του μόχθου «να εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών του».

Μα «είναι λόγια αρχιεπισκόπου αυτά ή του Κύρκου;» σκανδαλίστηκε ένας δημοκρατικών φρονημάτων και ένθερμος (ώς τώρα;) Ιερωνυμικός –πρεσβύτης πάντως, τόσο που να έχει μείνει στον Κύρκο σαν συνώνυμο του απόλυτου (κομμουνιστικού) Κακού.

Δεν άργησε νά ’ρθει και η απάντηση, από ακροδεξιά, εθνικιστικά σάιτ:

«Το άρθρο του κ. Ιερώνυμου [...] δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από ό,τι ακούμε κατά κύριο λόγο αυτές τις ημέρες από τους εκπροσώπους του Συνασπισμού και του Σύριζα. Αναμέναμε περισσότερα από τον Αρχιεπίσκοπό μας και όχι έναν ΝΕΚΡΟ ΛΟΓΟ που ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΙ τα έκτροπα έμμεσα, όπως ακριβώς κάνει το Αλαβανοτσιπρέικο…» [τα κεφαλαία, δικά τους]

Μας θυμίζουν κάτι αυτά τα λόγια;

Κι όμως, πράγματα αυτονόητα περιέχει και συνοψίζει το κείμενο του αρχιεπισκόπου, όπως έγραφα την τελευταία φορά. Πράγματα που, ενώ όλοι τα γνωρίζουμε και γράφουμε και ξαναγράφουμε γι’ αυτά, και γύρω από αυτά οργανώνουν λ.χ. και οι κομματικοί σχηματισμοί την πολεμική τους, τα ξεχνούμε όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τις φυσικές συνέπειές τους, όταν δηλαδή από την καταγραφή και τη θεωρητική ανάλυση βρισκόμαστε μπροστά στην πραγματικότητα.

Και ποια ήταν τώρα η πραγματικότητα; Μια έκρηξη της νεολαίας: το μόνο στο οποίο συμφωνήσαμε όλοι. Αλλά πόσο μπορεί να απέχει στις αναλύσεις μας αυτό από την κοινωνική έκρηξη, άρα την κοινωνική εξέγερση; Όμως ο όρος τώρα, η εξέγερση, όταν μάλιστα είναι στην αυλή τη δικιά μας κι όχι σε άλλες χώρες και σε άλλες εποχές, προξενεί ηθικό πανικό. Γιατί, αν τον υιοθετήσουμε αυτό τον όρο, πρέπει να υιοθετήσουμε και τα ανάλογα ερμηνευτικά εργαλεία.

Και τότε πλέον ξέρουμε, αμέσως αμέσως, πως μια εξέγερση δεν γίνεται με το εγχειρίδιο σαβουάρ βιβρ υπό μάλης. Ξέρουμε δηλαδή, αμέσως αμέσως, πως μια εξέγερση συνοδεύεται από πράξεις ατομικής βίας, από πράξεις συχνά τυφλής βίας, ανεξέλεγκτης, τουλάχιστον σ’ ένα πρώτο διάστημα, σε μια πρώτη φάση. Και παρότι ξέρουμε, καμωνόμαστε τους ανίδεους, είτε επειδή διαφωνούμε –πλέον– γενικά και ιδεολογικά με την εξέγερση καθαυτήν, αφού εν πολλοίς στρέφεται εναντίον μας, κάτι που ισχύει για την καθεστηκυία τάξη, τη γενιά της εξουσίας δηλαδή, είτε επειδή συγχέουμε την ερμηνεία με την αποδοχή, και τότε, με τα κληρονομημένα μετεμφυλιακά ενοχικά μας σύνδρομα, σπεύδουμε να αποκηρύξουμε δημόσια, δίνοντας εξετάσεις καλής συμπεριφοράς, κάτι που αφορά τώρα την Αριστερά.

Όμως, το θέμα δεν είναι να συμφωνήσουμε με την εξέγερση, με τους όρους της και με τα μέσα που χρησιμοποιεί –αν τάχα η εξέγερση, οι εξεγερμένοι πια, είναι ένα συμπαγές, συγκροτημένο σώμα! Το θέμα ήταν και είναι πάντα να ερμηνεύσουμε, να κατανοήσουμε, χωρίς τον υπερβάλλοντα φόβο μη φανεί πως έτσι αποδεχόμαστε. Γιατί, αν δεν κατανοήσουμε, δεν υπάρχει περίπτωση να προχωρήσουμε σε διάλογο. Και χωρίς διάλογο όχι απλώς δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα αλλά εγγράφονται υποθήκες για δυσκολότερες, σκληρότερες μέρες, σε επόμενη ενδεχομένως φάση, σε επόμενη κρίση.

Αλλά, έτσι κι αλλιώς, για να υπάρξει διάλογος, βασική προϋπόθεση είναι να αναγνωρίσουμε τον συνομιλητή μας. Και να τον αναγνωρίσουμε καταρχήν σαν αυτό που θέλει εκείνος, όσο άτσαλα κι αν το εκφράζει, κι όχι σαν αυτό που θέλουμε εμείς και τα στερεοτυπικά ανακλαστικά μας, με τα «εμείς κάποτε…», «η Αριστερά τότε…», «οι εξεγερμένοι εκεί…», με τα τάδε «αιτήματα» και «οράματα» και δε συμμαζεύεται. Γιατί, μόνο αν τον αναγνωρίσουμε, που σημαίνει, ξαναλέω με άλλα λόγια, μόνο αν μετακινηθούμε από τα προκατασκευασμένα ερμηνευτικά σχήματά μας, και κυρίως από την κατά κανόνα μεταπλασμένη και εξωραϊσμένη –άρα παραμορφωμένη, για να μην πω χαλκευμένη– δική μας εποχή, μόνο τότε μπορεί να υπάρξει διάλογος.

Ιδεολογία και όχι ηθικολογία

Χωρίς διάλογο δεν υπάρχει τρόπος να αντιπαραταχτούμε στην αντίπαλη ιδεολογία και τα παρακολουθήματά της, εν προκειμένω στην τυφλή κατά πάντων βία, την προχτεσινή, όπως ασκήθηκε όχι μόνο από εντεταλμένους προβοκάτορες, μην κοροϊδευόμαστε, αλλά και από αντιεξουσιαστές, μας αρέσουν δε μας αρέσουν, καθώς και από νέα παιδιά, μας αρέσει δε μας αρέσει. Έτσι θα αντιμετωπίσουμε και την εγκληματική βία τη χτεσινή, το χτύπημα από συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση, αν επαληθευτούν τα εντυπωσιακά γρήγορα συμπεράσματα που έβγαλε η Αστυνομία (η επιφυλλίδα αυτή γράφεται ημέρα Τρίτη, την επομένη του χτυπήματος).

Με ιδεολογικούς όρους λοιπόν θα αντιμετωπίσουμε και θα εξουδετερώσουμε την αντίπαλη ιδεολογία, και όχι με όρους ηθικολογικούς και με λόγο αστυνομικό –και εννοώ προφανώς τον δικό μας, όχι της Αστυνομίας. Και οι ιδεολογικοί όροι σημαίνουν, προϋποθέτουν, σαφή, ξεκάθαρη ιδεολογία, σαφείς, ξεκάθαρες ιδέες και απόψεις, τέτοιες που με τη σειρά τους να μας εξασφαλίζουν τους συγκεκριμένους όρους με τους οποίους ερμηνεύουμε ιδεολογίες, καταστάσεις και συγκυρίες. Και ερμηνεία σημαίνει κατανόηση –κατά πρώτο και κύριο και τελευταίο λόγο.

Γιατί, όσο δεν κατανοούμε τους όρους και τους συντελεστές του προβλήματος, μέρος του οποίου είμαστε, εννοείται, εμείς οι ίδιοι, όχι απλώς το διαιωνίζουμε, αφού το κουκουλώνουμε όπως όπως, αλλά, το χειρότερο, κυοφορούμε και γεννούμε την επόμενη κρίση.

Γιατί η μη κατανόηση και η μη αναγνώριση του άλλου προκαλεί ακριβώς και επισφραγίζει την αποξένωση, την αποκοπή και αποβολή του από το κοινωνικό σώμα. Κάτι που τον εκθέτει ακόμα περισσότερο στην απελπισία και την οργή.

Και η απελπισία και η οργή μεγαλώνουν όσο η μη κατανόηση και η μη αναγνώριση δεν γίνονται μέσα από ρητή ιδεολογική αντιπαλότητα, αλλά μέσα από πλήρη απαξίωση του άλλου και της φωνής του, με όπλα πλέον τη φτηνή ειρωνεία και τη χλεύη.

Και τότε μοιάζει σίγουρο: η τυφλή οργή, και άρα βία, θα είναι όλο και πιο τυφλή όσο τυφλή θα παραμένει η κοινωνία, δηλαδή εμείς, τυφλοί στ’ αφτιά, στο νου, στα μάτια, σύμφωνα με τον αρχαίο λόγο.

Έτσι, είναι σίγουρο: οι προβοκάτορες είμαστε εμείς.


[συνεχίζεται]

buzz it!

8/1/09

Και νά τι θέλω τώρα να σας πω:



Και νά τι θέλω τώρα να σας πω:

Για τη Μαρία Δημητριάδη, χρόνια δικτατορίας, στον «Λεβέντη» από τα Τραγούδια του αγώνα του Θεοδωράκη, με το αδιανόητο τότε, σχεδόν ποπ ύφος της.

Για τη Μαρία Δημητριάδη στο αμφιθέατρο του Πολυτεχνείου, μέρες του Νοέμβρη, 15, 16, 17, ο Θάνος στο πιάνο, εμείς ξαπλωμένοι στους πάγκους ή κατάχαμα, σιγοτραγουδάμε· μπροστά, εννοείται, η φωνή της Μαρίας.

Για τη Μαρία Δημητριάδη και το «Επέσατε θύματα» στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, πορεία απαγορευμένη για να μη χαλάσει το κλίμα, παραμονές εκλογών, που αποτελούσαν, λέει, «δικαίωση του Πολυτεχνείου», προβοκάτορες μας είπαν ξανά, όπως μας είχαν πει και στο Πολυτεχνείο, κοντά 1.000.000 μαζευτήκαμε πάντως, στην Καισαριανή μάς υποδέχονταν με χειροκροτήματα, λουλούδια και δάκρυα.

Για τη Μαρία Δημητριάδη, ένα χρόνο μετά, όταν βγήκαν και σε δίσκο πια τα Πολιτικά τραγούδια του Θάνου, ύμνοι της γενιάς μας, ποίηση Μπίρμαν και Χικμέτ.

Εκεί, Μαρία, ο «Μικρόκοσμος» του Χικμέτ, μετάφραση Ρίτσου, που ξεκινούσε: Και νά τι θέλω τώρα να σας πω, και τέλειωνε, Μαρία:

Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληχτικό
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο
είν’ ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει
είν’ ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε!


Βαρέθηκες, ακόμα τα ίδια, Μαρία· έφυγες· αντίο.




[δημοσιεύτηκε στα Νέα, 8 Ιαν. 2009]

buzz it!