30/4/22

Αντίο; Τα ξαναλέμε; Ή και τα δυο;

 (Εφημερίδα των συντακτών 29 Απρ. 2022)

[1971-2021, πλάκα πλάκα 50 χρόνια --η μουτρωμένη φωτό, του 1970]

 

* Πενήντα χρόνια, λίγα δεν τα λες ποτέ· μ’ όλη τη σχετικότητα του κόσμου, είναι πολλά· οπότε αρκετά: αρκετά, με την έννοια πως φτάνει πια, αρκεί.

Και αλήθεια δεν ξέρω αν πρέπει να πω αντίο, οριστικά δηλαδή· ή να πω ότι τα ξαναλέμε, στο επανιδείν· ή μήπως αντίο, γεια σας, μα θα τα ξαναλέμε. Η ουσία είναι πως η μόνιμη στήλη «Ασκήσεις μνήμης», που γνώρισε απλόχερη φιλοξενία από τα πρώτα βήματα της εφημερίδας, σταματάει. Τα 50 χρόνια δουλειά, που είπα, η ηλικία, η δύσκολη πια υγεία, μαζί όμως και μια αίσθηση χορτασμού, όχι πλησμονής μα σίγουρα ικανοποίησης, ότι καλά πήγε ώς εδώ, κάτι μοιάζει να κάναμε –καιρός επέστη.

Για να μη φανώ όμως σαν κάτι τραγουδιστές που όλο αποσύρονται και όλο επανέρχονται, δεν αποχαιρετώ οριστικά: μπορεί, αραιά και πού, κάτι να ξαναλέμε. Για την ώρα, και με δεδομένο το τέλος της τακτικής πάντως συνεργασίας, ευχαριστώ την εφημερίδα, που από μιας αρχής αγκάλιασε την ιδέα μου για μια σαββατιάτικη ευέλικτη, πολυθεματική στήλη, 450-500 λέξεις, κάτι που ελάχιστα το τήρησα, πολλές φορές νόμισα πως χρειάστηκε να είναι μονοθεματική, να μην καίγονται θέματα εντέλει, και οι 500 λέξεις έφτασε να ξεπερνούν μόνιμα τις 700: ποτέ δεν επενέβη στο παραμικρό η εφημερίδα, εδώ έχει όνομα: ο φίλος διευθυντής Νικόλας Βουλέλης, ευχαριστώ και πάλι –το ίδιο και τους αναγνώστες, που με τον νοερό κατά κανόνα διάλογό μας έσπαζαν τον μονόλογο.

* Όχι, δεν μοιάζει σαν να ήταν χτες. 50 χρόνια είναι ολόκληρη ζωή, έχω την αίσθηση πως ανατρέχω πίσω σε ομιχλώδεις αιώνες. Έτος 1971 λοιπόν, στα 18, βρίσκομαι στην εγκυκλοπαίδεια Ελλάς-Μπριτάνικα, που δεν εκδόθηκε ποτέ, άντρο αντιστασιακών και το πρώτο μου μεγάλο σχολείο, μια και το κανονικό το είχα εγκαταλείψει, χωρίς να το τελειώσω: δάσκαλός μου, ο Μαρωνίτης.

Έπειτα, εκδόσεις Ολκός, με τον Αντώνη Καρκαγιάννη και αργότερα τον Δήμο Μαυρομάτη, στα βαθιά, διορθώσεις, επιμέλεια μετάφρασης, μετάφραση, και το βραχύβιο, τολμηρό περιοδικάκι Τώρα.

Μέρες Νομικής σε λίγο, μετά Πολυτεχνείο, μεταπολίτευση. Τον πρώτο κιόλας μήνα, ομάδα ανασυντακτών στο τότε ΕΙΡ: μεταγραφή των ειδήσεων από την καθαρεύουσα στη δημοτική: ιστορική απόφαση, ιστορικές στιγμές, μετά βίας πιστευτές τώρα. Με την πρώτη κυβερνητική παρέμβαση την επομένη των εκλογών, που παύει τη διοίκηση Χορν-Μπακογιάννη, παραιτούνται διάφοροι διευθυντές διαφόρων τμημάτων, μαζί κι ο δικός μας Νάσος Δετζώρτζης, από κοντά κι οι περισσότεροι από μας, στο τσακ γλιτώσαμε την επείσακτη Άννα Παναγιωταρέα, γνωστή πλέον Εκπρόσωπο Τάφου.

Στο μεταξύ, συνεργαζόμαστε με τον Ε. Χ. Κάσδαγλη στα πρώτα Ανθολόγια του Δημοτικού, στον Ολκό έρχεται ο Άγγελος Ελεφάντης, αρχίζει η ωραία περιπέτεια του περιοδικού Ο Πολίτης, έρχεται και ο Σύγχρονος κινηματογράφος. Ο κόσμος όλο και μεγαλώνει.

Η συνεργασία με τον Κάσδαγλη γίνεται μονιμότερη από το 1978, με το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας. Σταθμός για μένα, τα Οράματα και θάματα του Μακρυγιάννη, έκδοση, όπως επιγράφεται, Άγγελου Παπακώστα, του κατόχου του χειρογράφου, για την οποία δουλέψαμε εξαντλητικά, αναθεωρώντας τα πάντα, ο κορυφαίος νεοελληνιστής Λίνος Πολίτης, ο παλαιογράφος Αγαμέμνων Τσελίκας και η αφεντιά μου, αυτοσχέδιος… παλαιογράφος εντέλει, δίνοντας μορφή σ’ ένα «ασυνάρτητο» κείμενο, «κείμενο τρελού», όπως είχε χαρακτηριστεί, διόλου άδικα από μιαν άποψη, στην κατάσταση που είχε βρεθεί το χειρόγραφο.

Αρχές της δεκαετίας του ’80, περιοδικό Αντί, κείμενα για τη γλώσσα, για μεταφράσεις κ.ά.: δεν έγραφαν πολλοί την εποχή εκείνη, αλλά και αργότερα, για τον πανίσχυρο τότε –και σήμερα αυτογελοιοποιούμενο– Μπαμπινιώτη, ούτε για μεγαλόσχημους μεταφραστές με στρεβλή αίσθηση της γλώσσας.

Προς τα τέλη της δεκαετίας, μαζί μ’ ένα συναρπαστικό δεκάχρονο ταξίδι στον κόσμο της βυζαντινής μουσικής, δεκαπέντε χρόνια διδασκαλία ελληνικών σε αμερικανικά κολεγιακά προγράμματα τύπου «Έρασμος» –άλλη σαγηνευτική εμπειρία.

* Παράλληλα, τύχη ανέλπιστη, ο Ελύτης: σε στενή συνεργασία, ο δεύτερος τόμος με τα πεζά του, τα τελευταία έργα του, ποιητικά και άλλα, ενώ σχεδιάζαμε καταλεπτώς τη συγκεντρωτική έκδοση της ποίησής του, που μπήκε όμως μπροστά και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.

Και μαζί ο Κούντερα, δεν ξέρω πώς να την πω κι αυτή την τύχη: μετάφραση όλων των καινούριων του βιβλίων και αναμετάφραση των παλιών, πάντα με την πολύτιμη βοήθειά του: 13 συνολικά έργα, ένα, η Συνάντηση, βραβεύτηκε από το ΕΚΕΜΕΛ.

Απροσδόκητα βρέθηκα και στα Νέα με τη στήλη «Μικρά Γλωσσικά», απ’ όπου οι δύο τόμοι Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη· ακολούθησε, στην ίδια εφημερίδα, η στήλη «Τα αδέσποτα», με ελεύθερη θεματολογία, απ’ όπου τέσσερα τομίδια, με γενικό τίτλο Στοιχήματα. 12 χρόνια συνολικά, τέλειωσαν με λογοκριτικά κρούσματα από τη νέα διεύθυνση, έπειτα από τη 10χρονη ανέφελη συνεργασία με τον Παντελή Καψή.

Ήταν η ώρα της Εφημερίδας των Συντακτών, με την οποία κλείνω τυπικά τον κύκλο των εργασιών μου (που προφανώς δεν τις κατέγραψα όλες), αυτό που λέγεται καριέρα. Δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω, να ευχηθώ. Δούλεψα σκληρά, αλλά υπήρξα και τυχερός, φεύγω γεμάτος.

Αποχαιρετώ λοιπόν φίλες και φίλους, αναγνώστριες και αναγνώστες. Αντίο; τα ξαναλέμε καμιά φορά; ποιος ξέρει…

buzz it!

23/4/22

Τα βαρίδι-α και ο Κυρι-άκος

 (Εφημερίδα των συντακτών 22 Απρ. 2022, εδώ με προσθήκες)

[κρα-σιά (κρασχιά) θα είναι καμνιά ρετσίνα ή κοκκινέλι --τα περιωπής θα είναι κρασι-ά (κρασϊά)]

 

* Όταν γράφουμε «μισό φαγωμένο», χωρίζοντας τη σύνθετη λέξη «μισοφαγωμένο» σε δύο, ακόμα και «τα παράθυρο φύλλα» ή «κατά σκοπεύω» κ.ά. –όπως σημείωνα σε πρόσφατη επιφυλλίδα–, είμαστε μπροστά σε μια ενδεχόμενη ορθογραφική αλλαγή, μια τάση ουσιαστικά που μπορεί να οδηγήσει σε ορθογραφική αλλαγή, αλλαγή έτσι κι αλλιώς ήσσονος σημασίας, αν όχι ασήμαντη, όπως πάντα οι ορθογραφικές αλλαγές. Αν όμως η «αποσύνθεση» αυτή περάσει στον προφορικό λόγο, και προφέρουμε τις «δύο» λέξεις χωριστά, σε δύο χρόνους (ανεξάρτητα δηλαδή από εμφατικό τονισμό, όπως π.χ. «πρέπει να ξάναμαζεύω όλα τα δικαιολογητικά και να ξάνατρέχω…», τονίζοντας την πρώτη συλλαβή του α΄ συνθετικού), τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια πιθανή μορφοφωνολογική αλλαγή.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθούμε μια γλωσσική αλλαγή εν τω γίγνεσθαι, όχι για να την αναχαιτίσουμε, ακόμα κι αν καμιά φορά το θέλουμε, αφού ξέρουμε πως η γλώσσα δεν υπακούει σε εντολές (αντίθετα απ’ ό,τι νομίζουν επιφανείς [αντι]γλωσσολόγοι), όσο γιατί μιλώντας για τη γλώσσα μιλάμε για την κοινωνία, για μας τους ίδιους, την ιδεολογία μας εντέλει, όπως μας έμαθε ο μεγάλος Τάσος Χριστίδης.

Σήμερα θέλω να ασχοληθώ με μια ενδεχόμενη αλλαγή πιο σοβαρή –εάν φυσικά επικρατήσει η σχετική τάση–, αλλαγή στη φωνητική αυτήν τη φορά, αλλαγή με σαφές ιδεολογικό πρόσημο, με ειδικό δηλαδή ιδεολογικό βάρος: την όλο και πιο συχνή παραβίαση της συνίζησης.

* Συνίζηση, χωρίς πολλά πολλά, είναι το παλαιότατο φαινόμενο να συμπροφέρονται σε μία συλλαβή δύο γειτονικά φωνήεντα, αναπτύσσοντας συνήθως ένα ημίφωνο ανάμεσά τους: μιλάμε για τον κύρι-ο (ή κύρϊο), αλλά η μέρα του Κυρί-ου (εδώ βεβαίως ο τόνος καταργεί τη συνίζηση) είναι η Κυ-ρια-κή [= Κυργιακή], το ίδιο και ο Κυ-ριά-κος [Κυργιάκος], που μόνο η Ντόρα, ποιος [πχοιος] άλλος, τον λέει Κυρι-άκο [Κυρϊάκο]. Σαφής η ιδεολογία, λοιπόν, ένας συνειδητός ή ασύνειδος, δεν έχει σημασία, καθαρισμός, μια λογιοφροσύνη που θεωρεί λαϊκές, παρακατιανές, τις συνιζημένες λέξεις.

Είπα: «ποιος [πχοιος] άλλος» για την Ντόρα, και ιδού: ποιος, ποια, ποιο, και πιο [πχοιος, πχοια, πχοιο…], έτσι μονοσύλλαβα προφέρουμε όλοι, αλλά λέμε: το ποι-όν και η ποι-ότητα.

Όλοι οι φαντάροι φυλάνε σκο-πιά [σκοπχιά], και Σκό-πια [Σκόπχια] είναι η πρωτεύουσα της Βόρειας Μακεδονίας, και συνεκδοχικά η ίδια η ακατονόμαστη γειτονική χώρα.

Λέμε ατό-φια, φοράμε κο-λιέ, βάζουμε κρα-γιόν στα χείλη. Τα οποία χείλη τα λέμε και χεί-λια, όπως χί-λια, χι-λιάρικο, χι-λιόμετρο· αλλά συνήθως χιλι-οστός, και χιλι-αστές.

Λέμε κανονικά, ασυνίζητο δηλαδή, λόγω τόνου, Ηλί-ας, αλλά Λιά-κος και Άι-Λιας, όπως τσο-λιάς και τσο-λια-δίστικο.

Καθόμαστε στη λια-κάδα, λια-ζόμαστε στον ή-λιο, μιλούμε όμως για το ηλι-ακό ρολόι και το ηλι-ακό σύστημα, μαζί με το κανονικό ασυνίζητο: ηλί-αση. Τρώμε κο-χλιούς, μύ-δια και στρεί-δια, και βόσκουμε τα γί-δια.

Λέμε το βαρίδι, τα βαρί-δια· το σκουπίδι, τα σκουπί-δια, το στασίδι, τα στασί-δια· αλλά το σφαιρίδι-ο, τα σφαιρίδι-α. Κι όμως, συχνά ακούμε τα βαρίδι-α, δύο φορές το είπε πα-λιά σε μια ομιλία του ο τότε αρχηγός της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς, κι έτσι οδηγηθήκαμε και στο βαρίδι-ο: αυτή κι αν είναι αλλαγή-καραμπόλα ή ντόμινο. Το ίδιο και τα στασίδι-α, που υπονοούν πως ο ενικός είναι: στασίδι-ο. Σκουπίδι-α και σκουπίδι-ο δεν έτυχε ν’ ακούσω, μα δεν φαντάζομαι ν’ αργήσω.

Λέμε και μία και μια, και καμί-α και κα-μιά, με σημασιολογική κατά κανόνα διαφορά (χωρίς βεβαίως να γράφουμε το ανύπαρκτο και κωμικό «’νια», από το μια-μνια, ενός μεταφραστή!).

Παίρνουμε άδει-α το καλοκαίρι, αλλά η τσέπη μας είναι ά-δεια, α-δειανή.

«Τώρα βάζουμε τα σπαράγγι-α», λέει ο τηλεμάγειρας, ενώ συνάδελφός του απευθύνεται στα «κορίτσι-α».

Λέμε Κά-τια, Ά-ντεια και Νά-ντια. Κι όμως, άκουσα τελευταία την παρουσιάστρια ενός τηλεπαιχνιδιού («τηλέ παιχνιδιού»;) να απευθύνεται σε μια παίκτρια με το Νάντι-α και πάλι Νάντι-α: το ξάφνιασμα ολοκληρώθηκε όταν η ίδια η παίκτρια είπε το όνομά της Νάντι-α· ευτυχώς η ανιψιά μου παραμένει σταθερά Νά-ντια. Η ίδια παρουσιάστρια επέμενε σε κάποιον παίκτη (ή παίκτρια;): «Θέλω να βι-αστείς πιο πολύ» (αφού βεβαίως άλλο το βιά-ζω κάποιον, τον ζορίζω, και το βιά-ζομαι να φύγω, κι άλλο, αλίμονο, το βι-άζω κάποιον/α ή βι-άζομαι). Αξίζει να σημειωθεί, για την έκταση της αλλαγής, πως η συγκεκριμένη παρουσιάστρια είναι μια μάλλον αυθόρμητη λαϊκή νεαρή γυναίκα, χωρίς γλωσσικές ιδεοληψίες κτλ.

* Για να τελειώνουμε, για να συνειδητοποιήσουμε την έκταση αυτού του φαινομένου, λέμε νιά-τα, ζά-ρια, ψά-ρια, μα-λλιά κουβά-ρια, καρά-βια, πά-πια, κουκουνά-ρια, κατά-ντια, κεσά-τια, μά-τια, μα-τιά-ζω, γυα-λιά –δεν έχουν μετρημό. Σαν πόσα θα αναθεωρήσουμε;

Εννοείται πως ο φυσικός ομιλητής –και εδώ– μιλάει έτσι αυθόρμητα, ενστικτωδώς, από μόνος του, από φυσικού του, χωρίς να ξέρει πώς το λένε το φαινόμενο, συνίζηση ή πορτοκάλι, χωρίς να ξέρει θεωρίες και κανόνες –χωρίς να ξέρει καν ότι υπάρχουν θεωρίες και κανόνες, όπως συμβαίνει πάντα με τον φυσικό ομιλητή σε κάθε γλώσσα. Είναι ο αυτοματισμός της γλώσσας, εν προκειμένω οι λεγόμενες αρθρωτικές συνήθειες, που τις αποκτά αυθόρμητα και αβίαστα από παιδί, μαθαίνοντας τη γλώσσα στο φυσικό του περιβάλλον.

Υπάρχει και «αφύσικος» ομιλητής, θα πείτε; Μισοαστεία μισοσοβαρά, θα πω πως ναι. Για την ακρίβεια, υπάρχει ο ομιλητής που επηρεάζεται, άμεσα ή έμμεσα, από τις πλείστες όσες απόψεις για ένδεια, συρρίκνωση, εκφυλισμό, έως και θάνατο, της γλώσσας (κι αυτά, σημειωτέον, πανομοιότυπα από αρχαιοτάτων χρόνων!), για κατώτερη γλώσσα σε σχέση με τη γλώσσα-πρότυπο, την αρχαία, κ.ο.κ. Έτσι, και αφού έχει εσωτερικεύσει αυτή την απαξίωση, την υποτίμηση, της σύγχρονης κατά κανόνα γλώσσας, αναζητεί, συνειδητά ή ασύνειδα, ακολουθεί, μιμείται, ή και προσαρμόζει και δημιουργεί, τον «σωστότερο», τον «ευπρεπέστερο», δηλαδή τον λογιότερο τύπο, τον σπανιότερο, τον πιο εξεζητημένο, τον «ποιοτικότερο» και «απαιτητικό», όπως νομίζει, σύμφωνα με όλο και νεότερες ταξινομήσεις αντιεπιστημονικών εντέλει, και σίγουρα αντιγλωσσολογικών, κύκλων.

Τα αποτελέσματα τέτοιων τάσεων και εγχειρημάτων, προφανή· και κατά κανόνα, στο θέμα μας ιδίως, κωμικά. Μένει να δούμε αν, πού ή ώς πού θα φτάσει η συγκεκριμένη τώρα τάση, και αν θα έχουμε εντέλει κάποια αλλαγή, όπου το νυν αφύσικο θα γίνει φυσικό και νόμιμο για τους επόμενους –κατά τα γνωστά.

* Για την ώρα, συντελεσμένη μοιάζει η αλλαγή π.χ. στη βάρ-δια: βάρδι-α και βάρδι-ες ακούμε κατά κανόνα, αν όχι πάντα, από τους ίδιους τους εργαζόμενους, ίσως γιατί έχουμε εδώ και το δυσπρόφερτο -ρδγ- [οι βά-ρδγιες].

Το ίδιο και ή έ-γνοια, η φροντίδα, που από παλιά συγχέεται, διόλου τυχαία πιστεύω, με βάση όσα είπαμε παραπάνω, με την έννοι-α, λέξεις με μεγάλη σημασιολογική διαφορά: «ο κλιματισμός είναι δική μας έννοι-α» γράφει και λέει μια διαφήμιση.

Αρκεί όμως τόσο. Καλή η ψαρι-ά μας –ή καλά κρασι-ά!

Καλό Πάσχα.

buzz it!

Κρυμμένοι μουσικοί θησαυροί τη Μεγαλοβδομάδα

 (Εφημερίδα των συντακτών 16 Απρ. 2022: παλιά ανάρτηση, του 2013, με μικροδιορθώσεις)

Κρυμμένοι μουσικοί θησαυροί τη Μεγαλοβδομάδα

buzz it!

10/4/22

Το ξύλο φόρτωμα του καθ’ ηγητή

 (Εφημερίδα των συντακτών 9 Απρ. 2022)

* Εν αρχή ην το ενωτικό, ένα χωριστικό ενωτικό, όπως το είχα ονομάσει, που χώριζε λέξεις σύνθετες με μακρά ιστορία και όχι ευκαιριακές κατασκευές: π.χ. «σοσιαλ-δημοκρατία». Πάνε δεκαπέντε χρόνια, είχα μάλιστα καταγράψει, διόλου συστηματικά, κοντά 200 λέξεις, που δεν ήταν βέβαια εκείνης της στιγμής, είχαν κι αυτές κάποια ζωή πίσω τους: δεν ήταν δηλαδή λίγος συνολικά ο χρόνος, είχαμε μια σχετικά σταθερή τάση, ούτε όμως και πολύς, στην ιστορία μιας γλώσσας, ώστε να μιλούμε για ενδεχόμενη αλλαγή –ορθογραφική έτσι κι αλλιώς.

Είχαμε λοιπόν: ακρο-δεξιός λόγος, αντι-φρονούντες, αντι-λαϊκά μέτρα, παν-ανθρώπινος, ενδο-κομματικός, αλληλο-σεβασμός, ηλεκτρο-σόκ·

λέξεις καθημερινές, λαϊκές: κουτσο-πίνω, παλιο-σκύλα, παρα-είναι, κακο-συνηθίζω, χαφιεδό-τσουρμο, στρογγυλο-καθισμένος·

λέξεις που δεν υπήρχαν χωριστά: χαζο-παίχνιδο, ρακο-κάζανο, αγριο-κάτσικο, ετσι-θελισμός, αλαφρο-ίσκιωτος, αφού ούτε «παίχνιδο» ούτε «κάζανο» ούτε «κάτσικο» ούτε «θελισμός» ούτε «ίσκιωτος».

Τότε τι; Απλή παρανόηση καταρχήν, επίδραση από ξένες γλώσσες, μα πιο πολύ, πιστεύω, ένα ασύνειδο καθαριστικό πνεύμα, σε εποχή λογιότροπη, που τακτοποιεί τα πάντα στη θέση τους, μη μολυνθούν στον συγχρωτισμό τους, μη μολυνθεί η γλώσσα εντέλει:

Έτσι, ξαναστέλνουμε τα ξένα στα ξένα, οπότε γράφουμε με λατινικά στοιχεία λέξεις κοινόχρηστες, παλαιότατα δάνεια: mini καύσωνας, φωτογραφικό album, γενναίο prim των παικτών, ακριβά accessoires, τον κυρίευσε το stress·

τα αρχαία στα αρχαία: του Πάριδος, της Αρτέμιδος, της Αλκήστιδος, του Αδώνιδος (μετά συγχωρήσεως), της Κλειούς (αλλά και της Γωγούς και της Ζωζούς!)·

χωρίζουμε παλαιά σύνθετα ή όσα νομίζουμε σύνθετα: «άλλως τε», «με μιας», «κι όλας», «δι ο», «εξ απίνης»· αλλά και, σπανιότερα, είν’ η αλήθεια: «κατ’ επείγον», «κατ’ όπιν» κ.ά.

Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε το ενωτικό, το χωριστικό ενωτικό.

Η ελληνική, ξανάγραφα, έχει την ευκολία να δημιουργεί σύνθετα (όχι σαν τη γερμανική βεβαίως), να λέει π.χ. μονόδρομος αντί one way road, να λέει πηγαινοέρχομαι, ανεβοκατεβαίνω, ξαναλέω. Θαρρείς και το μετανιώσαμε…

* Αυτή όμως ήταν η πρώτη πράξη. Η συνέχεια, εντυπωσιακή καθαυτή, υπήρξε ίσως αναπόφευκτη. Εξαφανίστηκε το ενωτικό, και οι σύνθετες λέξεις γράφονται χωρισμένες στα δύο. Βρισκόμαστε πάντα μέσα στα όρια μιας ορθογραφικής αλλαγής, με μία ίσως εξαίρεση: τη χρήση, τη θέση της λέξης «ξανά». Που αυτονομήθηκε, και πια τη συνηθίσαμε χωριστά, επηρεασμένοι και εδώ από τα αγγλικά: «δεν θα πάμε ξανά ποτέ», αντί «δεν θα ξαναπάμε ποτέ»· «μην πεις ξανά αυτήν τη λέξη», αντί «μην ξαναπείς αυτήν τη λέξη». Φυσικά και δεν είναι λάθος, φυσικά και υπήρχαν πάντοτε και οι δύο εναλλακτικοί τρόποι, όμως το σύνθετο είναι πλέον όλο και πιο σπάνιο. Και τότε, κατά τη νέα τάση, γράφεται χωριστά: «δεν θα ξανά πάμε…», «μην ξανά πεις…» κτλ.

Το διόλου μυστικό είναι ότι στην τάση αυτή σημαντικό ρόλο παίζει το «έξυπνο πληκτρολόγιο» στα κινητά τηλέφωνα, όπου πληκτρολογείς: αγ-, και σου προτείνει: αγάπη, αγορά κτλ. Έτσι, πληκτρολογείς: ξαναπή-, και σου προτείνει: ξανά πήγα. Λίγο από νωχέλεια, περισσότερο από την πεποίθηση ότι αυτό θα είναι το σωστό, προάγεται η χωριστή γραφή.

Ενδεικτικά παραδείγματα (με τονισμένες άλλοτε και τις δύο λέξεις, άλλοτε τη δεύτερη): οι κλαρίνο γαμπροί· βρε παλιό σειρά· άσε τον παλιό κόσμο να λέει· παλιο χαρακτήρας· διπλό βάρδιες· ο από βιώσας· αμάν, ο τρελό καιρός· η καρά μπογιά· η απεργό σπαστική δραστηριότητα· χαμηλό συνταξιούχοι· το κέντρο δεξιό κόμμα· δεν πολύ κάπνιζε· τα παράθυρο φύλλα· με κατά σκοπεύει· ήμουν ψιλό down· το ίσο κράτημα στη βυζαντινή μουσική· αντί ισταμινική ένωση· να μην ξανά προδοθεί η αριστερά· δουλεύει παρά ’κει· η ψεύτο κανονικότητα.

Ορθογραφική αλλαγή, και πάλι. Μήπως ωστόσο το πανίσχυρο οπτικό πρότυπο (εξού και η κλασική σύγχυση γραφής και γλώσσας, οι σφοδρές αντιστάσεις στην παραμικρή ορθογραφική αλλαγή, την ίδια στιγμή που γεροί ξενισμοί, που σχετίζονται ακριβώς με τη δομή της γλώσσας, την καθαυτό γλώσσα, υιοθετούνται ταχύτατα και αθόρυβα), μήπως λέω αυτό το γραπτό τοτέμ υποβάλει κάποια στιγμή και διαφορετικό επιτονισμό πρώτα πρώτα; Μπορεί τάχα να προοιωνίζεται κάποια μικροαλλαγή;

«Όταν ψιλό στριμώχτηκε» είπε για τον Χατζηδάκη ο παρουσιαστής μιας εκπομπής, με ελαφρότατη παύση ανάμεσα στις δύο λέξεις· «σαν ένα μισό φαγωμένο κομμάτι σπανακόπιτα» είπε σε λίγο ο συμπαρουσιαστής, με καθαρότερη εδώ την παύση! Αναζήτησα την εκπομπή στο διαδίκτυο, την άκουσα και την ξανάκουσα, να βεβαιωθώ γι’ αυτό το αξιοπερίεργο.

Σύμπτωση, αυτές τις μέρες τηλεφωνάει στην ίδια εκπομπή μια ακροάτρια, εξοργισμένη με τους πολιτικούς: «να γκρεμό τσακιστούνε» φωνάζει, τονίζοντας εντονότατα την πρώτη λέξη, τόσο που το σχολίαζαν έπειτα ξαφνιασμένοι οι ίδιοι παρουσιαστές.

Τα παιχνίδια της γλώσσας και πάλι, μας αρέσουν – δεν μας αρέσουν.

 

ΥΓ.Το «ξύλο φόρτωμα» του τίτλου είναι από το επεισόδιο με τον καθηγητή στην ΑΣΟΕΕ. Το «καθ’ ηγητή» είναι δική μου συνδρομή στη νέα μόδα. Ή μήπως «καθ ηγητή»; Καλύ τερα;

buzz it!