29/12/13

Πρετεντέρης, είναι και φαίνεται! - Για τον Πέτρο Μάρκαρη, παραπονεμένα λόγια


(Εφημερίδα των συντακτών 28 Δεκ. 2013)


Πρετεντέρης, είναι και φαίνεται!

Τρεις νίκες κατά της τρόικας, κι ας μην τον τσιγκουνευόμαστε τον καλό λόγο. Τα λέει όμως άλλος, καλύτερα από μας:

«Πρώτα είχαμε τον προϋπολογισμό, που χωρίς να συμφωνεί η τρόικα, ο προϋπολογισμός κατατέθηκε μονομερώς, δεύτερον αμυντικά συστήματα, και τρίτο τώρα οι πλειστηριασμοί, όπου η κυβέρνηση δεν αίρει την απαγόρευση των πλειστηριασμών, […] και κυρίως προστατεύει και τα μεσαία, όχι μόνο τα μικρά, αλλά και τα μεσαία νοικοκυριά. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, και δείχνει και ένα πράγμα τελικά, ότι, όταν επιμείνεις και δεν κάνεις πίσω και διαπραγματευτείς σοβαρά, αρέσει δεν αρέσει στην τρόικα, αφρίζει ξαφρίζει, το τρώει [...].

»Αν είχαμε δείξει μια τέτοια στάση και όλα τα προηγούμενα χρόνια, κυρίως τον Μάιο του ’10, όταν μπήκαμε στο μνημόνιο, αν είχε υπάρξει τέτοιου τύπου διαπραγμάτευση τότε, νομίζω ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ ευνοϊκότερα στη συνέχεια».

Ας μην αρχίσουμε το παιχνίδι με τα μαντέματα, άλλωστε το καταλάβατε απ’ τον τίτλο: Γιάννης Πρετεντέρης (18/12).

Ο ίδιος που «κυρίως τον Μάιο του ’10» και έκτοτε συνέχεια έλεγε… Αλλά ούτε αυτό το παιχνίδι να τ’ αρχίσουμε. Κι όχι για να μην τάχα παρεκτραπούμε. Μα γιατί δεν θα βρούμε αντάξιά του λόγια και χαρακτηρισμούς.

Ας θυμηθούμε μόνο το πιο πρόσφατο, την κυνική ομολογία του πως ήξεραν, αυτός και οι όμοιοί του, ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, άρα η πολιτική που ακολουθούνταν για τη σωτηρία της χώρας ήταν λανθασμένη, δηλαδή επιζήμια για τη χώρα, όμως δεν μας το είπαν, λέει, γιατί θα ήταν επιζήμιο για τη χώρα!

Τι άλλος χαρακτηρισμός; Πρετεντέρης!


Για τον Πέτρο Μάρκαρη, παραπονεμένα λόγια

«Τι θα πεις τώρα στον νεαρό των Εξαρχείων για την πολιτική τάξη της χώρας; Πώς θα τον πείσεις να είναι συνετός, υπομονετικός, να μην οργίζεται, να μην καταφεύγει σε βίαιες ενέργειες, ότι υπάρχει κράτος δικαίου και ότι λειτουργεί;» Λόγια του Πέτρου Μάρκαρη στο ραδιόφωνο του «Αθήνα 9,84», με αφορμή την υπόθεση Λιάπη, όπως τα μετέφερε από μνήμης εδώ ο Τάσος Παππάς (22/12).

Δεκέμβριος 2008 - Δεκέμβριος 2013, ειλικρινά χαίρομαι που ακούω αυτά τα λόγια από τον Πέτρο Μάρκαρη, έστω έπειτα από πέντε ολόκληρα χρόνια. Και λέω «παραπονεμένα» τα δικά μου λόγια, γιατί ακριβώς από τον συγγραφέα και διανοούμενο της αριστεράς Πέτρο Μάρκαρη περίμενα την ίδια ακριβώς σκέψη-εξήγηση και το 2008. Όταν ήδη τότε έβγαιναν συνέχεια στο φως περιστατικά Λιάπηδων, π.χ. η βίλα του Μαγγίνα που είχε δηλωθεί σαν υπαίθρια καντίνα, πλάι στα πολυάριθμα περιστατικά σοβαρής ρεμούλας. Και άρα ήδη τότε δεν είχε τίποτα να πει κανείς στον «νεαρό των Εξαρχείων», τίποτα για να τον αποτρέψει λ.χ. από «βίαιες ενέργειες», ενέργειες ουσιαστικά απόγνωσης παρά μεθοδευμένες και ενταγμένες σε κάποια στρατηγική. Απόγνωσης που την ενέτεινε ώς έναν μεγάλο, πιστεύω, βαθμό η απουσία ακριβώς μιας τέτοιας εξήγησης (όχι δικαιολόγησης, αν τάχα πρέπει να το επαναλαμβάνουμε κάθε φορά αυτό)· και ίσα ίσα, στη θέση της όποιας εξήγησης, ερμηνείας, ανάλυσης, περίσσεψε η χλεύη απέναντι όχι μόνο στον «νεαρό των Εξαρχείων» αλλά συλλήβδην στα μόλις δεκαπεντάχρονα παιδιά. Όταν μάλιστα, μαζί με την έκπτωση του πολιτικού συστήματος και του κράτους δικαίου, έτυχε να βιώσουν και τη δραματική ούτως ή άλλως αφαίρεση της ζωής ενός συνομηλίκου τους –από το ίδιο το κράτος.

Και σ’ αυτή την εκστρατεία καταδίκης και μαζί κατειρώνευσης εναρκτήριο σάλπισμα είχε σταθεί η περιλάλητη διακήρυξη των τριών, Μάρκαρη-Δοξιάδη-Θεοδωρόπουλου, όπου η ιδεολογική ταυτότητα του πρεσβύτη συγγραφέα Μάρκαρη προσέδιδε προοδευτικό άλλοθι και κύρος σε δύο νεότερούς του συγγραφείς, με μιντιακή συν τοις άλλοις αίγλη και συντηρητικές γενικά θέσεις, από τη νεορθοδοξία του ενός ώς την ενόχληση του άλλου για την κατάργηση λ.χ. της καθαρεύουσας.

Και το προοδευτικό σήμα της πρόδρομης αυτής διακήρυξης έδωσε, πιστεύω, τον τόνο στην εν γένει πορεία των πραγμάτων, ειδικά όσον αφορά την άνευ όρων στήριξη μεγάλου μέρους των διανοουμένων και των ΜΜΕ στην επίσης προοδευτικού σήματος κυβέρνηση που κλήθηκε αμέσως μετά να διαχειριστεί την κρίση.

Τη συνέχεια την ξέρουμε, τη ζήσαμε όλοι, και δυστυχώς σε τίποτα δεν ωφελεί αν τάχα νιώθει τώρα κανείς να δικαιώνεται, βλέποντας τους πάσης φύσεως υποστηρικτές (και εντέλει διαχειριστές της κρίσης) να ανακαλύπτουν, να κατανοούν, να αναδιπλώνονται, να ανακαλούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καληώρα ο ήρωας της διπλανής ιστορίας στη σημερινή στήλη.

Που αυτός κι αν είναι κακή παρέα, να σταθεί πλάι π.χ. στον Πέτρο Μάρκαρη.

buzz it!

22/12/13

«Για το καλό!»


Στο σαλονάκι έξω από την Κλινική Παθολογικής Φυσιολογίας, ούτε ξέρεις ούτε φρόντισες να μάθεις τι ακριβώς σημαίνει αυτό, πάντως αιματολογικά, αναιμίες, δυσπλασίες, λευχαιμίες… Ανάμεσα στους επισκέπτες κι ένας ασθενής, με το στατό (λέξη κι αυτή!) με τη χημειοθεραπεία του, τα μαλλιά ήδη πεσμένα, ποια μαλλιά, ως γνωστόν κάθε τρίχα, φρύδια, βλέφαρα… Γυμνό κρανίο, κατακίτρινο, σχεδόν χαλκοπράσινο δέρμα, σου παίρνει ώρα να ξεπεράσεις το προφανές, να προχωρήσεις, να μπορέσεις να δεις, να φανταστείς ότι είναι, ότι ήταν, μακάρι ότι θα ξανάναι όμορφος πολύ: ωραία μάτια, ωραία χαρακτηριστικά, κι ας πνίγονται στο θανατερό κίτρινο. Καμιά τριανταριά ίσως, λίγο πάνω, λίγο κάτω, δεν καταλαβαίνεις ηλικία έτσι … Καλοντυμένος επίσης, κάποια στιγμή μιλάει αρκετή ώρα στο κινητό, φωνή κανονική, τόνος κανονικός, εμ τι φαντάστηκες, τόσον καιρό στη χώρα του κίτρινου, θα ’χει πάρει τις αποφάσεις του, συνεχίζει… Δεν προσέχεις τι λέει, μάλλον από αφηρημάδα παρά από διακριτικότητα, έτσι κι αλλιώς έχεις πετρώσει στο θέαμα, δεν μπορείς να ξεκολλήσεις τα μάτια, καθώς μάλιστα κάθεσαι σε σειρά καθισμάτων κάθετη στη δική του, μόνο λίγο πιο πίσω, δεν μπορεί έτσι να δει πως τον κοιτάζεις, επιπλέον μπροστά του είναι η πόρτα που περιμένεις ν’ ανοίξει: θες δε θες, είναι στο υποχρεωτικό οπτικό σου πεδίο.

Κάποια στιγμή ανεβαίνει το βλέμμα, προσέχεις ψηλά στο στατό, στο ένα τσιγκέλι κρέμεται ο ορός, στα άλλα δυο απ’ τα τρία, από ένα μικρό χριστουγεννιάτικο στολίδι: μια χρυσή μπαλίτσα κι ένα κουκουνάρι. «Έτσι για το καλό, αγόρι μου» θα του είπε η μάνα του, όταν θα είπε εκείνος: «Έλα τώρα, ρε μάνα, τι ’ν’ αυτά…» Ή η αδερφή του; «Κάτσε ρε συ, τι ρεζιλίκια κρεμάς εκεί» θα της είπε. Μπορεί η κοπέλα του: «Άντε, του χρόνου μαζί» του είπε και τον φίλησε. Ή, πιο χλομό, και κάνας φίλος. «Καρνάβαλο θα με κάνεις, ρε πούστη!» αντιστάθηκε ο ασθενής.  «Έλα, μωρέ μαλάκα μου, έτσι για την πλάκα» είπε ο άλλος, δίνοντάς του μια στην πλάτη· «για το γούρι!»

Θυμήθηκα το γούρι της αδερφής μου. Το ’χα κρεμασμένο στον καθρέφτη του οδηγού, μου  το ’χε χαρίσει στο προηγούμενο αυτοκίνητο . Μια ψιλή ασημένια αλυσιδίτσα, μ’ ένα τόσο δα ασημί αυτοκινητάκι, στιλ αμερικάνικη «κούρσα» που λέγαμε, μπέντλεϊ ή κάτι τέτοιο, και ένα μικρό γαλάζιο ματάκι. Τα ματάκια μού φέρνουν σωματική αποστροφή· είπα, α, τι ωραίο, εξαφάνισα μετά το ματάκι, κρέμασα όμως το αυτοκινητάκι, που ήταν πανέμορφο και πάντα το καμάρωνα. Τώρα με το καινούριο αυτοκίνητο, πάλευα ώρα να το βγάλω, σφήνωσε η αλυσιδίτσα στο μπράτσο του καθρέφτη, αδύνατον να βγει, κάποια στιγμή τα κατάφερε ο Αντωνάκης, ο χρυσός πωλητής, ενθουσιάστηκα, πήγα αργότερα να το βάλω, είδα πως είχε σπάσει η αλυσιδίτσα. Το άφησα σε μια θηκούλα πλάι στο κάθισμα του οδηγού, κάποια στιγμή θα δω αν φτιάχνει· λες όμως να ’σπασε το γούρι, λέω, κι ας μην πιστεύω στα γούρια.

buzz it!

Ούτε «επαναπίνω» ούτε «ξαναένταξη» - Διακήρυξη των Πολλών

(Εφημερίδα των συντακτών 21 Δεκ. 2013, εδώ με μικροπροσθήκες)


Ούτε «επαναπίνω» ούτε «ξαναένταξη» 

«Επαναπίνω» ή «ξαναπίνω»; Ξαναπίνω, ούτε λόγος. «Επανένταξη» ή «ξαναένταξη»; Επανένταξη, ούτε λόγος. Ξέρει δηλαδή η γλώσσα πότε έτσι και πότε αλλιώς, ξέρουμε δηλαδή εμείς οι χρήστες και φυσικοί ομιλητές ––ή πάντως ξέραμε. Τι;

Ότι τα ρήματα κυρίως, τα πιο τριμμένα στη χρήση, σχηματίζονταν με το «ξανα-»: ξανατρώω, ξαναβλέπω, ξαναδίνω κτλ., χωρίς να λείπουν βεβαίως τα λογιότερα ρήματα, με το «επανα-»: επαναπροσδιορίζω, επαναφέρω (αλλά: ξαναφέρνω) κτλ. Αντίθετα, τα ουσιαστικά πιο πολύ, καθώς μάλιστα χαρακτηρίζουν την καθαρεύουσα (αφηρημένη σύνταξη), λογιότερα κατά κανόνα, σχηματίζονταν με το «επανα-»: επανάκτηση, επαναπροσδιορισμός, επανασύνδεση κτλ. Ελάχιστα είναι τα ουσιαστικά με το «ξανα-», π.χ. ξαναντάμωμα ή ξανακύλισμα. Παράλληλα, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ουσιαστικά που συντίθενται μόνο με το «επανα-», ενώ το οικείο ρήμα απαντά, ισότιμα, και με τους δύο τύπους: επανέκδοση, αλλά επανεκδίδω και ξαναεκδίδω· επανεκλογή, αλλά επανεκλέγω και ξαναεκλέγω. Θέμα γλωσσικού αισθήματος προφανώς. Που όμως χάνει ξαφνικά τον μπούσουλα.

Έτσι, επειδή μιλήσαμε για «επαναγορά ομολόγων» κάναμε και το ρήμα «επαναγοράζω», κάτι που δεν θα ’χε σημασία αν περιοριζόταν σε οικεία συμφραζόμενα. Όμως, πήραμε φόρα: «Επαναγεμίζονται με πόσιμο νερό», ή «Θα μετέτρεπαν τους Αγώνες σε εικαστικό αριστούργημα, επαναδίδοντάς τους τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα τους»: εδώ η επιθυμητή λογιοσύνη θα μπορούσε να υπηρετηθεί κάλλιστα από το «επαναπροσδίδοντας»· αλλιώς, θα επέμενα: «ξαναδίνοντας».

Όμως η αλλαγή έρχεται απ’ αλλού. Όλο και πιο συχνά καταλύεται η σύνθεση, ακολουθώντας ενδεχομένως το εν γένει κυρίαρχο αγγλικό πρότυπο: στη θέση τού ξανακάνω έχουμε χώρια τις δυο λέξεις: «κάνω ξανά».

Αποδελτιώνω πρόχειρα από μία ταινία:

«Δεν κάνω ξανά τίποτα για χάρη σου», «Μη μου τηλεφωνήσεις ξανά», «Τους υποσχέθηκα ότι δε θα δουλέψω ξανά μαζί σου», «Δε λέω ξανά ψέματα για χάρη σου», «Μην κάνεις ξανά τίποτα για μένα», «Έβγαλε τις φωτογραφίες από τη θέση τους [...] και μετά τις έβαλε ξανά πίσω» (= τις ξανάβαλε· και όχι «πίσω»: στη θέση τους) κ.ά. Ή το συναφές: «Το καμάρι του Λόουελ γύρισε πίσω» (= ξαναγύρισε). Τη μία φορά που είχε σύνθετο ήταν με το «επανα-»: «Νόμιζα ότι θα επανερχόταν και θα μας έκανε περήφανους», αντί για «ξαναρχόταν» ή «ξαναγύριζε…»*

Από αλλού, στα όρια του φαιδρού: «[το φάρμακο] πρέπει να το επαναλείψετε σε μία εβδομάδα».
  
Ίσως πρέπει να «επαναβρούμε» την εμπιστοσύνη μας στο γλωσσικό μας αίσθημα.


* Και βέβαια είναι απολύτως ενεργό το ρ. επανέρχομαι, π.χ. με τη σημασία «ανακτώ τις δυνάμεις μου», «συνέρχομαι», ή «επανέρχομαι στο θέμα που συζητούσαμε» κ.ά., όχι όμως, κατά την αίσθησή μου, εδώ: «θα επανερχόταν», δηλαδή «στην πόλη μας». 


Διακήρυξη των Πολλών

Επανασύνδεση ρεύματος σε 2.000 νοικοκυριά ανάγγειλε η κυβέρνηση, με αφορμή τον θάνατο 13χρονης μαθήτριας από μαγκάλι, 500.000 οικογένειες έχουν ενταχτεί στο κοινωνικό τιμολόγιο της ΔΕΗ, ενώ κάπου 600.000 οικογένειες δικαιούνται επίδομα θέρμανσης.

Οι υπογράφοντες παρατηρούμε με ανησυχία την κυβέρνηση να τείνει ευήκοον ους στη «δημοσιογραφία της συγκινησιθηρίας» και να διολισθαίνει σε μέτρα ακραίου λαϊκισμού, που υπονομεύουν το ίδιο της το έργο, επαναφέροντας το λεγόμενο κοινωνικό κράτος που με τις λαϊκίστικες παροχές του οδήγησε τη χώρα σε χρεοκοπία. Επιχειρήματα όπως ότι το ρεύμα είναι κοινωνικό αγαθό απηχούν τις ανεύθυνες παροχολογίες του «Τσυριζοτσιπρίξ» και των λεγόμενων αντιμνημονιακών, «Πονεμένων, Βαρεμένων και Καμένων».

Πριν από τον θάνατο της 13χρονης, είχαμε στιγματίσει την απαράδεκτη άγνοια των κινδύνων του μονοξειδίου του άνθρακος με αφορμή τον θάνατο των φοιτητών, άγνοια που οφείλεται πρωτίστως στα διαλυμένα από το «φαύλο πρυταναριό» πανεπιστήμια και το εν γένει πνεύμα της επάρατης Μεταπολίτευσης, την εποχή της ιδεολογικής κυριαρχίας της «θεοπάλαβης αριστεράς». Και μολονότι καταδικάζουμε τον θάνατο απ’ όπου κι αν προέρχεται, δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε πώς, παρά τις τότε επισημάνσεις τις δικές μας αλλά και μεγάλης μερίδας του Τύπου, επαναλήφθηκε η τραγωδία, με θύμα μια άριστη, λέγεται, μαθήτρια, που παραταύτα αγνοούσε και αυτή τους κινδύνους του μονοξειδίου του άνθρακος. Οι ευθύνες βαρύνουν βεβαίως και την (αλλοδαπή) μητέρα της, που ενώ ορθώς συνελήφθη αρχικά, αφέθηκε ελεύθερη, έπειτα από τις «ανθρωπιστικές οιμωγές» της «ψυχοψαγμένης αριστεράς», που «θεωρεί, για παράδειγμα, πιο ανθρωπιστικό να μετατραπούν οι μεγάλες πόλεις σε χωματερές της ανθρώπινης απελπισίας παρά να προστατευθεί ο δημόσιος χώρος» και προπαντός οι κατακτήσεις της κυβερνητικής πολιτικής.

Διότι ο κίνδυνος, ορατός περισσότερο παρά ποτέ, είναι να ακολουθήσει η κυβέρνηση το «επάγγελμα ανθρωπιστής» των «Συριζαυγιτών», να ασκεί δηλαδή «το συμπαθές επιτήδευμα του “κοινωνικώς ευαίσθητου”», ακολουθώντας μια «εκδοχή ανθρωπισμού» από την οποία «πολλοί σιτίζονται».

Και όλα αυτά ενώ οι «ουγκ» της «παλαβής αριστεράς» εξακολουθούν τον «προοδευτικό λυρισμό» και το «επικολυρικό παραλήρημα» με τον «περισπούδαστο, προοδευτικό νταλκά τους», κηρύσσοντας τα «μηνύματα της ανομίας».

Είναι ώρα να τους πούμε, όλοι μαζί: «Βουλώστε το πια!»


Υπογραφές: Τάκης, Πάσχος, Ηλίας, Θανάσης και άλλα παιδιά

buzz it!

14/12/13

Καινούριο μου πλυντήριο - Αρχοντοχωριάτες και Μανταμσουσούδες


(Εφημερίδα των συντακτών 14 Δεκ. 2013)

Καινούριο μου πλυντήριο

Η καλή μέρα απ’ το πρωί φάνηκε. Πρώτη πρώτη εκπομπή, συνέντευξη με τον Μιχαλολιάκο! «Ευθέως» η σειρά στον Σκάι, Κωνσταντίνος Μπογδάνος ο δημοσιογράφος, γνωστός πια, ιδίως έπειτα από τη (δεύτερη!) εκπομπή του με τον Σφακιανάκη, που έπαιξε σε πρωινάδικα και μεσημεριανάδικα και σε δελτία ειδήσεων. Την ξέρει τη δουλειά ο δημοσιογράφος, ξέρει δηλαδή τον χρυσό κανόνα για τη διαφήμιση, που δεν πά’ να ’ναι αρνητική, πάλι διαφήμιση είναι. Έτσι και τα βιντεάκια στον Θέμο, άλλα στην Ελληνοφρένεια, ιδίως αυτά με τον Πολύδωρα («Μπήκε ο Πολύδωρας μέσα του» ήταν ο τίτλος, καθώς τον έδειχνε να ρητορεύει χειρονομώντας), διαφήμιση κι αυτό μου το σημείωμα, δώρα όλα στα πόδια του.

Κι ας τον γελοιοποίησε λοιπόν ο Μιχαλολιάκος, κι ας τον πρόγκηξε ο Σφακιανάκης. Ακόμα κι ο Πολύδωρας: «Να σας πω, να τελειώσω», έλεγε κάθε τόσο, αφού ο Μπ. τον διέκοπτε συνέχεια ή μιλούσε αποπάνω του, ή «Διαμαρτύρομαι διατί τη θέσατε διά μακρών…» του είπε άλλη στιγμή για κάποια ερώτησή του.

Πλατιές, ασυμμάζευτες χειρονομίες, στόμφος και πάλι στόμφος, καταιγισμός ξένων τσιτάτων και ονομάτων, εξεζητημένες λέξεις, εκφράσεις και πόζες, μια σοφιστικέ εκδοχή Τράγκα –με τον Τράγκα, ω τι θα πει το στόμα μου, να βγαίνει από τη σύγκριση κερδισμένος.

Αγωνίζεται πάντως ο Μπογδάνος, μπορεί μια μέρα να τα καταφέρει, τόσος αγώνας να ανταμειφθεί. Θα πλένει, θα ξεπλένει ώς τότε, Μιχαλολιάκο είπαμε, και Σφακιανάκη, δις, Καρατζαφέρη, Άδωνη, Φαήλο… Και βέβαια έχει κι άλλους, απ’ όλες τις κατηγορίες, σοβαρούς και μη: Βερέμη, Λάλα, Τζήμερο, Ρεπούση, Λυκουρέζο, Μηλιό, Χατζησωκράτη, Κραουνάκη, Κούγια, Γιανναρά, όμως έτσι δουλεύουν πάντα τα πλυντήρια, μόνο έτσι είναι αποτελεσματικά.


Αρχοντοχωριάτες και Μανταμσουσούδες

«Οι άντρες εξάγουν κραυγές», «χάρη στη διατροφή, δεν έλαβαν βάρος», «έλαβε τη στήριξη των οπαδών», και άλλοι τέτοιοι «ευπρεπισμοί» ή απλώς ελληνικούρες·

«η τιμωρία αρμόζει του εγκλήματος», «δεν ευτύχησε σπουδαίων συνεργασιών»,  και άλλες τέτοιες εκφραστικές ακροβασίες·

«διέφυγε του κινδύνου», «απεκδύεται των ευθυνών», «μετέρχεται όλων των μέσων», και άλλα τέτοια συντακτικά λάθη, αφού αυτά τα ρήματα δεν συντάσσονταν ποτέ με γενική, ούτε στη λογιότερη γλώσσα εννοώ·

«δι’ ο», «εξ απίνης», «εξ άπαντος», «από βραδίς», και άλλα τέτοια ορθογραφικά λάθη, αφού μία λέξη ήταν πάντοτε και γράφονταν όλα αυτά, ποτέ δύο·

«μας έχει εξεπλήξει», «να ενεχειρίσει το ποσό αυτό», ή ο νόστος με τη σημασία της νοσταλγίας, και τόσα άλλα, που τα ’χουμε χιλιοπεί…

Είδε ποτέ κανείς να επισημαίνονται τέτοιες αστοχίες ή λάθη από τους θρηνωδούς της γλώσσας, την ίδια στιγμή που τρέμουν μην παραπέσει κανένα τελικό -ν, που κυνηγούν το χειρούργος αντί τάχα χειρουργός και θέλουν το αγόρι «αγώρι»; Όχι, ποτέ, γιατί είναι αστοχίες ή λάθη λογιόστροφα, που μάλιστα πολλοί αγνοούν πως είναι καν λάθη και τα διαπράττουν και οι ίδιοι, εγγράμματοι και αρχαιοσπουδαγμένοι, σας διαβεβαιώ.

Κι όμως, θα δείτε τόνους ειρωνεία και χλεύη από τους ίδιους, μόλις ακούσουν κάποιον λαϊκό, διαλεκτικό, ιδιωματικό τύπο. Ολόκληρο βιντεάκι είδα προχτές στην εκπομπή του Θέμου Αναστασιάδη, ένα γκροπλάν όλο κι όλο, στο πρόσωπο ενός νεαρού αγρότη, με μία του λέξη μόνο: «Ήμαν…» Και το ’χε με μεγάλα γράμματα αποκάτω, στην οθόνη, μπας και δεν το προσέξουμε: ΗΜΑΝ.

Παλιά, στερεότυπη είναι η απαξίωση λ.χ. του Σημίτη, που προφέρει «πχοιότητα», αντί ποιότητα, «εμερήσια», αντί ημερήσια, ό,τι ανθρωπινότερο δηλαδή, απόηχος ντοπιολαλιάς, στον λόγο ενός κατά τα άλλα άκαμπτου, σιδερωμένου ανθρώπου.

Από τους επιφανέστερους τιμητές, ο Στέφανος Κασιμάτης της Καθημερινής, συχνά πυκνά παραδίδει μαθήματα υψηλών ελληνικών· και την Κυριακή 8/12 κρέμασε μέσα σε πλαίσιο έναν πάλι παρακατιανό του, που χρησιμοποίησε τον λαϊκό ρηματικό τύπο «ήντουσαν».

Ναι, η πρότυπη γλώσσα λέει «ήμουν», «ποι-ότητα» (ασυνίζητη) και «ήταν». Είναι όμως αρχοντοχωριατιά και σουσουδισμός να στιγματίζονται οι λαϊκοί τύποι (και άνθρωποι, όπως ο αγρότης του Αναστασιάδη!), κυρίως όταν καταπίνουμε, από την άλλη, μαργαριτάρια σαν κι αυτά που σημείωσα προλογικά εδώ.

Ακόμα χειρότερα, όταν διαπράττουμε, πάντα με το πιο περισπούδαστο ύφος και την πιο ντιστεγκέ τάχα ειρωνεία, τα δικά μας. Νά, ο Κασιμάτης που λέγαμε, θρηνούσε πρόσφατα για το «ζη» («Το Πολυτεχνείο ζη»), που η «γλωσσική μεταρρύθμιση με την καθιέρωση της δημοτικής» (!) του στέρησε, λέει, την περισπωμένη και την υπογεγραμμένη (!) και το έκανε: ζει, μπερδεύοντάς το, λέει πάλι, με το γ΄ πρόσωπο του ρήματος ζέω!

Που όμως, ξέρετε, κύριε Κασιμάτη, δεν είναι «ζει» αλλά ζέει, παναπεί βρομάει, ζέχνει –όπως καληώρα η αδαημοσύνη, όταν παντρεύεται με την αλαζονεία!

buzz it!

10/12/13

Ηθικός πανικός στην Ελλάδα της κρίσης (Καταγωγικά)







Ηθικός πανικός στην Ελλάδα της κρίσης (Καταγωγικά)

Σε σχέση με το κεντρικό θέμα της ημερίδας, τον ηθικό πανικό, και καθυστερώντας στα όσα μας είπε ο κ. Δοξιάδης για την εμπόλεμη κατάσταση στη σφαίρα του πολιτικού πάντως λόγου ––του δημόσιου λόγου, θα γενίκευα εγώ––, θα ήθελα να δούμε τα καταγωγικά του ηθικού πανικού στην Ελλάδα της κρίσης.

Ψυχολογική είναι από μιαν άποψη η προσέγγισή μου, αφού όμως ψυχολογικής τάξεως φαινόμενο είναι ο πανικός.

Πάω λοιπόν πίσω, στη γραφική εικόνα του Καστελόριζου, που ήταν το φόντο για την εξαγγελία ουσιαστικά της χρεοκοπίας της χώρας από τον τότε πρωθυπουργό. Τον Γιώργο Παπανδρέου. Πρωθυπουργό μιας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος, του οποίου ήταν και πρόεδρος ––όπως και της Σοσιαλιστικής Διεθνούς (έχουν σημασία όλα αυτά).

Και με την όντως άγονη διαδικασία τού «αν», ας προσπαθήσουμε να σκεφτούμε πώς μπορεί να είχαν εξελιχτεί τα πράγματα, αν στη θέση του Παπανδρέου ήταν αίφνης ο Καραμανλής, αν εν πάση περιπτώσει την κρίση καλούνταν να τη διαχειριστεί μια κυβέρνηση της Δεξιάς.

Προσωπικά δεν έχω καμία αμφιβολία ότι τα πράγματα θα ήταν καταρχήν, καταρχάς και καταρχήν, διαφορετικά. Λόγου χάρη σε επίπεδο κινητοποιήσεων, λαϊκών και άλλων, και, σε ό,τι μας αφορά, σχετικά με το θέμα μας εννοώ, σε επίπεδο αντιμετώπισης αυτών των κινητοποιήσεων: της αντιμετώπισης από τα ΜΜΕ εννοώ ––γιατί αναφορικά με την αντιμετώπιση από τον κρατικό μηχανισμό και τις δυνάμεις καταστολής δεν νομίζω να υπήρχε ουσιώδης διαφορά (αυτό είναι όμως άλλο θέμα).

Λέω λοιπόν ότι η διαχείριση της κρίσης, ακριβέστερα: των συνεπειών της κρίσης, θα ήταν διαφορετική αν δεν βρισκόταν στην εξουσία μια κυβέρνηση σοσιαλιστική, έστω κατ’ όνομα, με προοδευτικό πάντως πρόσημο, αν τα ΜΜΕ λοιπόν και ο κύριος όγκος της διανόησης, των πνευματικών ανθρώπων, δεν βρίσκονταν στα χέρια, δηλαδή στην υπηρεσία, μιας προοδευτικής κυβέρνησης.

Όμως, για να δούμε καλύτερα τα καταγωγικά του ηθικού πανικού στα ΜΜΕ, χρειάζεται να πάμε πιο πίσω κι απ’ το Καστελόριζο, στην Αθήνα του Δεκέμβρη του 2008. Αναφέρομαι στις ταραχές που ξέσπασαν στην Αθήνα και απλώθηκαν και στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας, έπειτα από τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από ειδικό φρουρό της Αστυνομίας.

Η περίοδος αυτή, οι ταραχές αυτές, όπως κι αν τις δούμε ή τις ονομάσουμε, σαν εξέγερση ή σαν πράξεις απλώς «ανομίας», ο Δεκέμβρης του 2008 είναι μια βαθιά τομή στην ελληνική κοινωνία γενικά, στις πολιτικές δυνάμεις και τα κόμματα, στα ΜΜΕ, στη διανόηση.

Ένα μόνο παράδειγμα, ειδικά από τον χώρο της διανόησης, το θυμήθηκα χτες, που ήταν η επέτειος από τη δολοφονία του μικρού Αλέξη. Είπα «μικρού Αλέξη» και δεν ξέρω αν είχε πέσει στην αντίληψή σας ολόκληρο άρθρο νέου, σχετικά, συγγραφέα, που κατακεραύνωνε όσους έκαναν το έγκλημα να πουν «Αλέξη» τον «Αλέξανδρο» ––ένδειξη, κατά τη γνώμη του, ακραίου λαϊκισμού! Όμως το παράδειγμα που ξεκίνησα να λέω δεν είναι από μεμονωμένο πρόσωπο, ή πρόσωπα, π.χ. από τους περίφημους Τρεις που εστίαζαν αποκλειστικά στη διακοπή κάποιων θεατρικών παραστάσεων· είναι από συλλογικό πρόσωπο, από κατεξοχήν πνευματικό φορέα, το ΕΚΕΒΙ, το Ελληνικό Κέντρο Βιβλίου, που έβγαλε τότε μια αξιοθρήνητα, θα έλεγα, συντεχνιακή διαμαρτυρία για τον εμπρησμό βιβλιοπωλείων, για να βρει τον μάστορή του από τον πρόεδρο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου, που δήλωσε στην τηλεόραση ότι «δεν είναι ακόμα ώρα να μιλήσουμε για ζημιές, τώρα σκοτώθηκε ένα παιδί»!

Η πόλωση λοιπόν είναι ακραία. Ο ηθικός στιγματισμός, το λεκτικό-ηθικό λιντσάρισμα κάθε αντίθετης άποψης, η λεκτική εντέλει βία, ξεπερνά κατά πολύ την υλική βία. Που είναι στο κάτω κάτω περιστασιακή, οσοδήποτε άγρια, αλλά περιοδική, ενώ η λεκτική έχει εγκατασταθεί μόνιμα στα κανάλια μας, στα ερτζιανά, στις εφημερίδες, παντού όπου εκφέρεται δημόσιος λόγος.

Ο Δεκέμβρης του 2008 σηματοδοτεί εντέλει έναν νέο εμφύλιο, τον δικό μας εμφύλιο, με απολύτως διακριτά τα στρατόπεδα, στον προοδευτικό πλέον χώρο, στην ίδια την Αριστερά, τον χώρο που μας αφορά κυρίως.

Εφεξής, και καθώς η περίοδος αυτή εκβάλλει, κατά χρονική σύμπτωση, στα χρόνια της κρίσης, ο ηθικός πανικός, παλιά, πανάρχαιη τεχνική και τέχνη μας, αν σκεφτούμε λόγου χάρη την από αιώνων στάση μας σε ό,τι μοιάζει να απειλεί ή και απλώς να αμφισβητεί τη μοναδικότητα του έθνους και της γλώσσας, της ταυτότητάς μας, ο ηθικός πανικός, λέω, στα χρόνια της κρίσης ολοένα και διογκώνεται. Προπάντων, πιστεύω, επειδή στα πράγματα είναι μια κεντροαριστερή, προοδευτική εν πάση περιπτώσει κυβέρνηση. Είτε αυτόνομα, στην αρχή, είτε σαν συνεργαζόμενη δύναμη, αργότερα και έως τώρα, εταίρος ενός δεξιού κόμματος. Του κόμματος του Σαμαρά και του Φαήλου Κρανιδιώτη, μην το ξεχνούμε αυτό, έχει τη σημασία του.

Όπου δηλαδή η λαϊκή δυσαρέσκεια στην αρχή, η αγανάκτηση έπειτα, δεν έχει όχημα να εκφραστεί, αν μάλιστα το πω κυνικά: διέξοδο να εκτονωθεί· ίσα ίσα, έχει απέναντί της το σύνολο των ΜΜΕ και της διανόησης, των πνευματικών ανθρώπων, να απαξιώνει και να στιγματίζει ηθικά την παραμικρότερη κίνηση διαμαρτυρίας, διεκδίκησης, μια διαδήλωση, μια απεργία κτλ.

Ακόμα χειρότερη ήταν η στάση απέναντι στην παραμικρότερη εκδήλωση της αγανάκτησης και της απόγνωσης πια ––κι ας είχε πει πρώτος ο υπεύθυνος πρωθυπουργός, και όχι μία φορά, πως «θα μας (=θα τους) πάρουν με τις πέτρες», κι ας είχε πει κορυφαίος υπουργός της υπεύθυνης κυβέρνησης (του ΠΑΣΟΚ) πως τέτοια μέτρα αλλού μόνο με επανάσταση θα περνούσαν. Τώρα η παραμικρότερη, ξαναλέω, εκδήλωση της λαϊκής δυσαρέσκειας, η διακοπή μιας ομιλίας του Παπανδρέου στο εξωτερικό, ένα γιαούρτι στον Πάγκαλο κτλ., στιγματίζονται από ΜΜΕ και διανόηση όλων των χρωμάτων (αλλά εμάς, ξανατονίζω, μας ενδιαφέρει πρωτίστως ο στιγματισμός αυτός από τα προοδευτικά μέσα και την προοδευτική διανόηση).

Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική απ’ τη μια η αδρανοποίηση της κοινωνίας, απ’ την άλλη η νομιμοποίηση της δράσης των δυνάμεων καταστολής ––που, φαύλος κύκλος, οδηγεί ξανά στην αδρανοποίηση: δείτε τις φτωχές εδώ και καιρό διαδηλώσεις λόγου χάρη, έπειτα από την άγρια καταστολή κάποιων μαζικών στην αρχή (με αγριότητα, επισημαίνω, που την κατάγγειλαν ανώτατοι αξιωματούχοι της Αστυνομίας, όχι όμως τα ΜΜΕ και οι δημοσιολογούντες διανοούμενοι!).

Γιατί όταν την κρίση τη διαχειρίζεται ––μόνο του ή αργότερα στηρίζοντας τη Δεξιά, την πιο ακραία Δεξιά–– το κατά τεκμήριο έστω προοδευτικό στρατόπεδο, σε επίπεδο κυβέρνησης, ΜΜΕ και διανόησης, όταν το προοδευτικό στρατόπεδο λειτουργεί, αναπόφευκτα πια, σαν κατασταλτικός μηχανισμός, πλάι στους κλασικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, αλλά με την πρόσθετη αίγλη, το κύρος, την ισχή κτλ. που του προσδίδει αυτομάτως η προοδευτική ακριβώς ταυτότητά του, τότε η φιμωμένη κατ’ αυτό τον τρόπο αντίδραση, όταν βρει την παραμικρή χαραμάδα, θα είναι ιδιαίτερα βίαιη, τότε η φιμωμένη κατ’ αυτό τον τρόπο αντίδραση θα ψάξει να βρει διεξόδους άλλες: τρομοκρατία λόγου χάρη: έχουμε δηλαδή τότε την καλύτερη συνταγή για τη δημιουργία τρομοκρατών…

Η επίγνωση τώρα των κινδύνων που εγκυμονεί η φίμωση αυτή και η επισφαλής ίσως αδρανοποίηση, μαζί με την πρόοδο της κρίσης, διογκώνει, όπως είπα, τον ηθικό πανικό. Που εκφράζει πια, από ένα σημείο και πέρα, τον κοινό τρόμο και πανικό μπροστά στις πιθανές συνέπειες της ταύτισης των ΜΜΕ και της διανόησης με την εξουσία και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Ας θυμηθούμε λ.χ. την όχι πολύ παλιά αφίσα που στοχοποιούσε συγκεκριμένους, όχι λίγους, δημοσιο­γράφους.

Δύσκολα μπορώ να σκεφτώ άλλη περίοδο, στα νεότερα χρόνια, που το χάσμα των γενεών εκφράστηκε με τόσο δραματικό τρόπο, όσο αρχικά τον Δεκέμβρη του 2008. Η παραδοσιακή αμφισβήτηση της εξουσίας, της γενιάς της εξουσίας, της δικής μας πλέον, της δικής μου εν πάση περιπτώσει, γενιάς, σε κρίσιμες καμπές όπως τον Δεκέμβρη πρώτα, τα χρόνια της κρίσης έπειτα, έπαιρνε εκρηκτικές διαστάσεις, τόσο περισσότερο όσο προοδευτικότερη ήταν/είναι η ταυτότητα ακριβώς της γενιάς της εξουσίας, της εξουσίας νέτα σκέτα.

Ο τρόμος απέναντι στον άλλο, τέτοιες κρίσιμες μέρες, αποκαλύπτει, διαμορφώνει, ρηματοποιεί ––σπανιότερα δημιουργεί εκ του μηδενός–– λανθάνουσες ίσως ιδεολογικές στάσεις και συμπεριφορές. «Άστραψε φως και γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του…» Διπλός τότε ο τρόμος. Απέναντι στον άλλον αλλά και στον εαυτό μας. Αυτή η βίαιη τώρα «αποκάλυψη» του εαυτού μας θα έχει, μοιραία θα έλεγα, βίαιη εκδήλωση προς τα έξω. Ο ηθικός πανικός και οι συναφείς στάσεις που όλοι βλέπουμε και ζούμε είναι πια το λιγότερο, είναι η στοιχειωδέστερη μέθοδος αυτοπροστασίας απέναντι στον πολιτικοϊδεολογικό αντίπαλο, αυτόν που απειλεί, που αμφισβητεί ή και απλώς χλευάζει την εξουσία μου, τις επιλογές μου κτλ.


 Ίσως στάθηκα πολύ στην ψυχολογική, όπως είπα απ’ την αρχή, προσέγγιση του φαινομένου. Που μπορεί να ισχύει, όπως πιστεύω· από ένα σημείο όμως και πέρα είναι προφανές ότι η στάση αυτή καλλιεργείται (γι’ αυτό και είπα κάποια στιγμή πως ο ηθικός πανικός είναι πανάρχαιη τεχνική και τέχνη μας), καθώς ανακαλύπτει ο φορέας τη δύναμη του εργαλείου που έχει πια στα χέρια του για να ασκήσει εξουσία, να υπηρετήσει την εξουσία, να σώσει απ’ την άλλη το τομάρι του…

Ηθικός πανικός λοιπόν; Και λίγο, και λίγος είναι!

buzz it!