20/11/16

Ο Κούντερα, το είναι, η ύπαρξη, η ζωή

(Εφημερίδα των συντακτών 19 Νοεμ. 2016)


Ρενέ Μαγκρίτ, Γκολκόντα, 1953

«Εάν δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ευγενές και στο ποταπό» γράφει σ’ ένα σημείο της Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι ο Κούντερα, «η ανθρώπινη ύπαρξη (existence) χάνει τις διαστάσεις της και αποκτά μιαν αβάσταχτη ελαφρότητα»: Και έτσι μας δίνει, μέσα στο ίδιο το βιβλίο, μιαν άλλη, προφανώς ισότιμη, εκδοχή του τίτλου: Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης. Έτσι κι αλλιώς, ένα προσεχτικό διάβασμα αναδεικνύει την εναλλαγή των όρων είναι (l’être) και ύπαρξη (l’existence), αλλά και ζωή (la vie), πάντα εκεί όπου ο συγγραφέας πραγματεύεται την ιδέα του για την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι / της ύπαρξης / της ζωής.

Ισότιμη χρήση λοιπόν τριών όρων, που και στα λεξικά εμφανίζονται καταρχήν συνώνυμοι, για να διαφοροποιηθούν έπειτα υφολογικά, ιδίως το εκ φύσεως αφηρημένο απαρέμφατο είναι σε σχέση πρώτα με την ύπαρξη, έπειτα με τη ζωή, αλλά και ως προς το φιλοσοφικό φορτίο τους, όπου πάλι το απαρέμφατο έχει τον πρώτο λόγο.

Αν όμως ο συγγραφέας εναλλάσσει τους τρεις όρους κατά την ανάπτυξη πάντοτε της ίδιας ιδέας, βρισκόμαστε θεωρητικά πριν από οποιαδήποτε διαφοροποίηση. Και τότε δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί για τι πράγμα ακριβώς μιλάει ο συγγραφέας, για κάτι αφηρημένο, όπως υποβάλλει (στα ελληνικά!) το απαρέμφατο, ή για κάτι πιο συγκεκριμένο;

Το κλειδί, διόλου κρυμμένο, βρίσκεται εκεί όπου ο Κούντερα παραφράζει τη Γένεση και γράφει πως ο Θεός είδε ότι το είναι (l’être) είναι καλό πράγμα (ότι καλόν), και άρα είναι καλό και να τεκνοποιούμε: έχουμε δηλαδή ξεκάθαρη αναφορά στη δημιουργία της ζωής: όταν λοιπόν ο Θεός δημιούργησε τη ζωή, είδε πως η ζωή είναι καλό πράγμα…, η ζωή και όχι αφηρημένα το είναι ή η ιδιότητα του υπάρχειν, αν μείνουμε σε μια αυστηρά φιλοσοφική ανάγνωση τού είναι.

Έτσι κι αλλιώς, όταν φτάσει κανείς μεταφράζοντας να πει ότι «το είναι είναι καλό», μάλλον πρέπει να αναθεωρήσει, να αναζητήσει άλλη λύση. Και η λύση φυσικά πρέπει να βασίζεται στην ερμηνεία την οποία υποβάλλει, ή και επιβάλλει, το ίδιο το κείμενο –ή αλλού ο ίδιος ο συγγραφέας. Που σε μια συνέντευξή του στη Λόις Οππενχάιμ (Review of Contemporary Fiction, 1989), αναφερόμενος ειδικά στην Αβάσταχτη ελαφρότητα, μιλάει για τη βασική «αισθητική παρανόηση» κατά την οποία συγχέεται ο «μυθιστορηματικός στοχασμός» με το «φιλοσοφικό μυθιστόρημα»: «αυτά που λέω για τον Νίτσε και την αιώνια επιστροφή [σ.σ. και που συνδέονται στο βιβλίο με τον Παρμενίδη και τα ζεύγη αντιθέτων φως-σκοτάδι, θερμό-ψυχρό, είναι-μη είναι… κ.ά.] δεν έχουν καμία σχέση με φιλοσοφικό λόγο· είναι μάλλον διάφορες παραδοξολογίες εξίσου μυθιστορηματικές (που ανταποκρίνονται δηλαδή εξίσου στην ουσία του μυθιστορήματος) με την περιγραφή της δράσης ή μ’ έναν διάλογο».

Οφείλουμε να απομακρυνθούμε δηλαδή από ό,τι μπορεί να προσδίδει αφηρημένο φιλοσοφικό χαρακτήρα στον λόγο του Κούντερα –τουλάχιστον στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Άρα, όχι απαρέμφατο, που μάλιστα θεωρείται πως γέννησε την αφηρημένη σκέψη, ενώ στα γαλλικά π.χ. το απαρέμφατο (être) ή στα αγγλικά το γερούνδιο (being) είναι ό,τι κοινότερο γραμματικά στη γλώσσα και στον κοινό λόγο.

Αν χρειάζεται να σταθούμε λίγο εδώ (κυρίως επειδή το είναι εμφανίζεται ελαφρώς παραπλανητικό, καθώς απαντά και σε καθημερινές εκφράσεις: «αναστατώθηκε όλο μου το είναι»), ας δούμε την αμεσότητα που χάνεται με το απαρέμφατο:

Η δύναμη του σιωπάν – Η δύναμη της σιωπής· Το δώρο του ομιλείν – Το δώρο της ομιλίας· Η αναγκαιότητα του τρώγειν – Η αναγκαιότητα του φαγητού· Η δυσκολία του βαδίζειν – του βαδίσματος· Η αναγκαιότητα του πενθείν – του πένθους· O πειρασμός του υπάρχειν (όπως έχει μεταφραστεί π.χ. ο Σιοράν) ­– Ο πειρασμός της ύπαρξης κτλ.

Αν δεν μοιάζει άκυρη η χρήση του απαρεμφάτου στη νέα ελληνική, μοιάζει μάλλον εξεζητημένη, ό,τι πιο αντικουντερικό δηλαδή, και οπωσδήποτε με αφηρημένο φιλοσοφικό χαρακτήρα, ό,τι πιο αντικουντερικό και πάλι, όπως είδαμε πιο πάνω.

Μένει η ύπαρξη, ή η ζωή, σύμφωνα με το κλειδί που επίσης είδαμε, στο απόσπασμα με τη Γένεση. Όμως η ζωή συνιστά ακόμα μεγαλύτερη ανατροπή ως προς τον από δεκαετίες καθιερωμένο τίτλο. Επιλέχτηκε έτσι η ύπαρξη, έπειτα από συζήτηση, εννοείται, με τον συγγραφέα (ενώ ειδικά στην αναφορά στη Γένεση δόθηκαν σε παράθεση και οι δύο όροι: «ο Θεός είδε ότι η ύπαρξη, η ζωή, είναι καλό πράγμα…»).

Ώστε η αλλαγή, η μικρότερη δυνατή, υπαγορεύεται από το ίδιο το έργο, και είναι η μικρότερη δυνατή καθώς αφήνει απέξω το κυρίως στερεότυπο, την «αβάσταχτη ελαφρότητα», που έχει διαποτίσει και γονιμοποιήσει τον λόγο μας: μια πρόχειρη περιήγηση στο διαδίκτυο μας δίνει πλήθος χρήσεις: η αβάσταχτη ελαφρότητα της επανάληψης· της πίστης· της μετανάστευσης· του ίντερνετ· του καιροσκοπισμού· των πόκεμον· του ΣΥΡΙΖΑ· τού να μη νοιάζεσαι· των ντιμπέιτ κτλ.

Δύσκολα πάντα συνηθίζεται, αν συνηθίζεται καν, η αλλαγή ενός καθιερωμένου τίτλου. Όμως ένα κλασικό έργο έχει σίγουρα ζωή πολύ μετά από τη δική μας –και μάλιστα με την αβάσταχτη ελαφρότητά της.

buzz it!

17/11/16

O «αντιλογοτεχνικός» Κούντερα

περ. ο αναγνώστης (http://www.oanagnostis.gr)

Γιάννης Η. Χάρης: ο «αντιλογοτεχνικός» Κούντερα

(συνέντευξη στον Β. Χατζηβασιλείου)
    
Ο Γιάννης Η. Χάρης συζητάει με τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για την καινούρια μετάφραση της "Αβάσταχτης ελαφρότητας" αλλά και για την πολύχρονη μεταφραστική του εμπειρία με τον Μίλαν Κούντερα.

Επιμελητής εκδόσεων και παρεμβατικός αρθρογράφος (πρώτα στα Νέα και σήμερα στην Εφημερίδα των Συντακτών) για γλωσσικά και ευρύτερα πολιτιστικά ζητήματα, ο Γιάννης Η. Χάρης μεταφράζει από το 1994 τον Μίλαν Κούντερα, ξαναμεταφράζοντας και τα παλαιότερα μυθιστορήματά του, ύστερα από επιθυμία του ίδιου, με βάση  τις αναθεωρημένες γαλλικές μεταφράσεις, που επέχουν θέση πρωτοτύπου. Ο Γ. Η. Χάρης μιλάει στον Αναγνώστη για την καινούρια  μετάφραση της Αβάσταχτης ελαφρότητας: για το τι ήταν εκείνο που τον παρακίνησε να τροποποιήσει τον τίτλο, για το τι απήχηση μπορεί να έχει στο κοινό το βιβλίο ύστερα από την καινούρια  του μετάφραση, για το τι σημαίνει να μεταφράζεις τον Κούντερα επί δεκαετίες (αν μη τι άλλο το να έρθεις σε επαφή με έναν συγγραφέα που απολαμβάνει τις απορίες τού μεταφραστή του), αλλά και για το πώς ένα μυθιστόρημα μπορεί να υπερβεί τον τόπο του και την εποχή του.
                       
ΕΡ: Η συζήτησή μας για την καινούργια μετάφραση του διασημότερου ίσως μυθιστορήματος του Μίλαν Κούντερα δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από μια διά γυμνού οφθαλμού ορατή αλλαγή – την αλλαγή του τίτλου, με τον οποίο είμαστε επί πολλά χρόνια εξοικειωμένοι: Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι έγινε Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης. Θα μας εξηγήσετε τους λόγους που σας οδήγησαν σε αυτή την επιλογή;

ΑΠ: Πιστέψτε με, είμαι αφάνταστα συντηρητικός σε αλλαγή τίτλου, πολύ περισσότερο σε έργα με μακρά πορεία πίσω τους. Θέλω όμως να πιστεύω ότι το συγκεκριμένο έργο, που θεωρείται κλασικό πια, θα έχει εξίσου μακρά πορεία και έπειτα από εμάς, με όποιον τίτλο κι αν το θυμάται ο καθένας.

Αλλά τότε; Αλλά τότε ο Κούντερα, το συγκεκριμένο έργο του, μιλάει για τη ζωή, για την ύπαρξη. Απλώς, η λ. ζωή στον τίτλο, Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ζωής, μού φάνηκε πολύ πιο τολμηρή –αλλά και, από μιαν άποψη, ίσως και πεζολογική. Όταν όμως ο Κούντερα παραφράζει τη Γένεση και γράφει πως ο Θεός είδε πως l’être, το είναι, είναι καλό πράγμα, και γι’ αυτό είναι καλό και να τεκνοποιούμε, έχουμε ξεκάθαρη αναφορά στη δημιουργία της ζωής· όταν λοιπόν ο Θεός δημιούργησε τη ζωή, είδε πως η ζωή είναι καλό πράγμα…, η ζωή και όχι «η ιδιότητα του υπάρχειν», αν μείνουμε σε μια αυστηρά φιλοσοφική μετάφραση τού είναι.

Έτσι κι αλλιώς, όταν φτάσει κανείς μεταφράζοντας να πει πως ο Θεός «είδε ότι το είναι είναι καλό», μάλλον πρέπει να αναθεωρήσει, να αναζητήσει άλλη λύση.

Επίσης, σε άλλο σημείο, διαβάζουμε: «εάν δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ευγενές και στο ποταπό, […] η ανθρώπινη ύπαρξη (existence) χάνει τις διαστάσεις της και αποκτά μιαν αβάσταχτη ελαφρότητα»: Ιδού, δηλαδή: ο καινούριος τίτλος υπάρχει εξαρχής μέσα στο βιβλίο, δίνεται από τον ίδιο τον συγγραφέα. Ο οποίος εναλλάσσει σε όλο το βιβλίο τους όρους ύπαρξη (l’existence) και είναι (l’être), ενώ δεν λείπει και η ίδια η ζωή (la vie), σε σημείο ακριβώς όπου πραγματεύεται την ιδέα του για την αβάσταχτη ελαφρότητά της.

Και εννοείται πως η αλλαγή έγινε σε συνεννόηση με τον συγγραφέα.

ΕΡ: Ποιες ανάγκες έπρεπε να αντιμετωπίσετε και ποια προβλήματα χρειάστηκε να λύσετε ως μεταφραστής, πλησιάζοντας το έργο σε μιαν εποχή αρκετά διαφορετική από εκείνην κατά την οποία πρωτομεταφράστηκε;

ΑΠ: Όχι κάποια ιδιαίτερα προβλήματα· ίσως μάλιστα λιγότερα απ’ ό,τι αν ήταν ένα βιβλίο που διαδραματίζεται π.χ. στις αρχές του περασμένου αιώνα, ή και ακόμα πιο παλιά. Εννοώ πως το βιβλίο είναι περίπου σύγχρονό μου· εντάξει, ήμουν αρκετά νέος, για την ακρίβεια στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, όταν ήρθε το βίαιο τέλος της Άνοιξης της Πράγας, η εποχή δηλαδή του βιβλίου, των όσων διαδραματίζονται στο βιβλίο, αλλά τριαντάριζα πια την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε και σχεδόν αμέσως μεταφράστηκε το βιβλίο. Μεγάλωσα δηλαδή μαζί με την εποχή εκείνη, και παράλληλα με τα βιβλία του Κούντερα.

ΕΡ: Ποια απήχηση πιστεύετε ότι θα έχει στο ελληνικό κοινό η καινούργια μετάφραση της Αβάσταχτης ελαφρότητας της ύπαρξης, που, όπως κι αν τη λογαριάσουμε, σημαίνει μια καινούργια υποδοχή (πρόσληψη αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε πιο σύγχρονο λεξιλόγιο) του βιβλίου;

ΑΠ: Αυτό δεν το ξέρω, δεν μπορώ να το ξέρω –να το ευχηθώ μόνο μπορώ. Να ευχηθώ η όποια δημοσιότητα γύρω από την καινούρια μετάφραση να σταθεί αφορμή για περαιτέρω διάδοση αυτού του σπουδαίου έργου· ή καλύτερα, ναι, για μια καινούρια υποδοχή, όπως είπατε, στον βαθμό που μια καινούρια μετάφραση μπορεί εξ αντικειμένου να λειτουργήσει όπως η συντήρηση των έργων τέχνης, που καθαρίζει τους ρύπους που με τα χρόνια επικάθονται πάνω σ’ ένα έργο και θαμπώνουν την όψη του, ξεθωριάζουν, αλλοιώνουν τα χρώματά του, τη συνολική εικόνα του ίσως.

ΕΡ: Αυτό πώς ακριβώς το εννοείτε, στη συγκεκριμένη ιδίως περίπτωση.

ΑΠ: Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι καταρχήν οι ρύποι του μπεστ σέλερ, η μοίρα όλων γενικά των μπεστ σέλερ, τα κακά που συνοδεύουν τα αναμφισβήτητα καλά της μεγάλης διασημότητας –και κυκλοφορίας, όταν μιλάμε για βιβλία. Δημιουργείται ένας μύθος, ένα νεφέλωμα καλύτερα, με όρους εφημεριδογραφίας, διαφήμισης και μάρκετιγκ, που περιβάλλει το έργο, μια θολούρα που συσκοτίζει το έργο στις πραγματικές του διαστάσεις και ευνοεί μια αποσπασματική και επιφανειακή προσέγγιση, νά, σαν το «Ένα το χελιδόνι», στη μοναδική, στην εξαιρετική συνάντηση Ελύτη-Θεοδωράκη, σπουδαίο, σπουδαιότατο τραγούδι από μόνο του, που ωστόσο επισκιάζει το συνολικό έργο, το Άξιον εστί, και του ποιητή και του συνθέτη.

Ειδικότερα όμως στην περίπτωσή μας, στην Αβάσταχτη ελαφρότητα, υπάρχει κάτι περισσότερο από σκιά, που πέφτει βαρύ πάνω στο έργο: αναφέρομαι στην ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν που βγήκε λίγα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου, με σπουδαίους ηθοποιούς, τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, τη Ζυλιέτ Μπινός και την Λένα Όλιν. Όμως η ταινία αυτή, ή μάλλον: μια κινηματογραφική ταινία, κάθε κινηματογραφική ταινία, εστιάζει, αναπόφευκτα ίσως, σε ένα από τα επίπεδα του έργου, σε μία ανάγνωση· και έτσι, εδώ, ένα ιδιαίτερα πολυεπίπεδο έργο συρρικνώνεται σε μια τετριμμένη ιστορία ενός ερωτικού τρίο: ο ερωτύλος σύζυγος, η ζηλιάρα σύζυγος και η ανέμελη ερωμένη του συζύγου. Αυτή η μονοσήμαντη προσέγγιση, χάρη στην τεράστια δύναμη του μέσου, του κινηματογράφου εννοώ, επικάθισε στο μυθιστόρημα σαν γλίτσα, επιτρέψτε μου τη λέξη, σχηματίζοντας κάτι σαν κρούστα, ή πάντως ένα πυκνοϋφασμένο πέπλο που μας κρύβει εντέλει την ουσία του έργου.

ΕΡ: Μιλήστε μας γενικότερα για τα ζητήματα που θέτει στον μεταφραστή του το μυθιστορηματικό και δοκιμιακό έργο του Κούντερα.

ΑΠ: Είχα την τύχη να καταπιαστώ με μετάφραση έργου του Κούντερα, το γραμμένο κατευθείαν στα γαλλικά δοκίμιο Προδομένες διαθήκες, έργο του 1993, όταν είχε ολοκληρώσει τον κύκλο των εφτά πρώτων μυθιστορημάτων του, της «τσέχικης» τρόπον τινά περιόδου του, από το Αστείο και τους Κωμικούς έρωτες ώς την Αθανασία, και είχε επίσης γράψει, πρώτη φορά στα γαλλικά, το άλλο δοκίμιο, την Τέχνη του μυθιστορήματος. Είχα έτσι όλα τα κλειδιά, αν θέλετε, στο χέρι –χωρίς αυτό να είναι όσο απλό ακούγεται, είναι όμως κάτι πολύ σημαντικό, καθώς μάλιστα ήμουν φανατικός αναγνώστης και λάτρης του Κούντερα.

Επίσης είχα την τύχη, την ευλογία ουσιαστικά, να μεταφράζω συγγραφέα που απολαμβάνει, κατά κάποιον τρόπο, τις μεταφραστικές απορίες, που είναι πολύ πρόθυμος να συζητάει, ώρες ολόκληρες καμιά φορά, μια λεπτομέρεια δευτερεύουσας σημασίας.

Με ακούω, και σαν να εξωραΐζω, να εξιδανικεύω, τη δύσκολη, την πανδύσκολη συνθήκη του μεταφραστή, αλλά, αλήθεια, το ’χω ξαναπεί, μεταφραστής έγινα ουσιαστικά για τον Κούντερα, και δεν θα ’θελα, δεν έχω την παραμικρή φιλοδοξία να μεταφράσω κάποιον άλλον συγγραφέα, ελπίζω μάλιστα να μη χρειαστεί, για καθαρά βιοποριστικούς σήμερα λόγους, να μεταφράσω άλλον συγγραφέα.

Αλλιώς, δεν είναι εύκολος ο Κούντερα, με τα δοκιμιακά μυθιστορήματά του και τα μυθιστορηματικά δοκίμιά του, ή με το τεράστιο πλήθος αναφορών σε συγκεκριμένους συγγραφείς και έργα, λογοτεχνικά έως φιλοσοφικά (όχι πως δεν υπάρχουν άλλοι, δυσκολότεροι ίσως ως προς αυτό)· έπειτα είναι η μουσική, η δεύτερη μεγάλη δεξαμενή απ’ όπου αντλεί, καθώς εξάλλου από τη μουσική ξεκίνησε ο ίδιος, όπου κι εδώ πάντως με βοήθησε μια εξοικείωση που έτυχε να έχω με το αντικείμενο.

Ίσως όμως το δυσκολότερο στον Κούντερα είναι ο προγραμματικός αντιλυρισμός και το «αντιλογοτεχνικό» ύφος του, γενικότερα αυτή η άκρα απλότητά του, που ωστόσο ακολουθεί μιαν αυστηρά μελετημένη αρχιτεκτονική, κατά κανόνα μια μουσική φόρμα, σονάτα ή φούγκα.


ΕΡ: Οι εποχές αλλάζουν, αλλά τα έργα τέχνης, τουλάχιστον εκείνα που έχουν την ικανότητα να υπερβαίνουν τα τείχη του χρόνου, παραμένουν και δίνουν καινούργιες μάχες. Πώς βλέπετε την Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση – ποιες μάχες καλείται να δώσει σήμερα;

ΑΠ: Να αποδείξει ακριβώς ότι έχει υπερβεί τα τείχη του χρόνου, όπως είπατε. Να αποδείξει ότι ο καταρχήν απολύτως συγκεκριμένος τόπος και ο απολύτως συγκεκριμένος χρόνος της είναι ουσιαστικά προσχηματικός, ένα συμβατικό πλαίσιο μέσα από το οποίο, ή και με τη βοήθεια –γιατί όχι– του οποίου, ο συγγραφέας μιλάει για κάτι διαφορετικά ουσιώδες, την ανθρώπινη ύπαρξη εν προκειμένω, που υπερβαίνει τόπο και χρόνο, για αιώνια δηλαδή αλλά διόλου μεταφυσικά προβλήματα που καθορίζουν τον βηματισμό του ανθρώπου –και των καιρών.



buzz it!

13/11/16

Ο δικός μας Άδωνης

(Εφημερίδα των συντακτών 12 Νοεμ. 2016)


Δικός μας από πού κι ώς πού, ντροπή και να το λέει κανείς. Όμως έτσι είναι, για την ακρίβεια: ντροπή πάνω στην ντροπή, που θαρρείς και έτσι ανάγεται στη νιοστή, μέσα από κάποια περίπλοκα μαθηματικά, ιδεολογικά μαζί και, τι να γίνει, συναισθηματικά. Δικός μας, και δεν πά’ να βάλετε όσα θέλετε εισαγωγικά, την ευθύνη του καθενός μας, ουσιαστικά, μαζί με την ντροπή, ξανά, δεν την ακυρώνουν, ούτε καν τη μετριάζουν, δικός μας λοιπόν ήδη σαν μέλος της συγκυβέρνησης, της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ, που πάει, το καταλάβαμε  (όσοι, εννοείται) και το δεχτήκαμε, με όλη πάντως την ντροπή, το ξαναματαλέω, και τώρα πια, το αποκορύφωμα, μέλος της ίδιας της κυβέρνησης, σημαίνον μάλιστα, υφυπουργός, ω ναι, παιδείας. Έτσι λοιπόν δικός, ολοδικός μας, να δοκιμάζει, και δι’ αυτού ο ίδιος φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ, να δοκιμάζουνε λοιπόν τις αντοχές μας, με τον σαδιστικότερο μάλιστα τρόπο.

Και γιατί Άδωνης; Όχι, όχι για την ιδεολογία τους και ας μην είναι λίγα ή μικρά κι ασήμαντα όσα τους ενώνουν, ο εθνικισμός προπάντων και η πατριδολαγνεία, μα για τον τρόπο τους, το ύφος. Και πάλι όχι για το τσαμπουκαλίκι, δεν λείψαν δα τα συγγενή λουλούδια, από Πάγκαλο και Κανέλλη έως Ψαριανό, μα για τον τρόπο, ξαναλέω, τον καθαρά και επιθετικά θεατρινίστικο, το καραγκιοζιλίκι πιο απλά, την αυτοκαραγκιοζοποίηση, καθώς καλά το ξέρουν, και η πραγματικότητα δεν παύει να τους επιβεβαιώνει, πως όσο πιο θεατρινίστικα γελοίοι τόσο πιο αποτελεσματικά χτίζουν τη δημόσια εικόνα τους, και βέβαια την καριέρα τους: αντιπρόεδρος συντηρητικής μεν αλλά φιλελεύθερης, διάολε, παράταξης ο ένας, και αφού πρώτα διατέλεσε υπουργός κυβέρνησης με σοσιαλιστική καταγωγή, και ο άλλος υφυπουργός μιας όσο αριστερής, πάντως αυτοπροσδιοριζόμενης αριστερής κυβέρνησης, με συντριπτική πάντως πλειοψηφία των αριστερογενών δυνάμεων απέναντι στους ακροδεξιάς κοπής ΑΝΕΛ.

Απ’ τη στιγμή που γράφεται το κομμάτι αυτό ώσπου να δημοσιευτεί, είναι σίγουρο πως άλλα τόσα ή και πιο πολλά θα έχουν γραφτεί. Όμως, ματαιότητα ξεματαιότητα, είναι πράγματα που πρέπει να λέγονται και να ξαναλέγονται, είναι κυρίως περιστάσεις όπου όσοι έχουμε το οσοδήποτε μικρό δημόσιο βήμα οφείλουμε να παίρνουμε τον λόγο, κάπως σαν να ψηφίζουμε εντέλει, δημόσια πάλι, ώστε να εκτιθέμεθα κιόλας.

Έτσι ανέβαλα και τη συνέχεια περί Κούντερα, για την αλλαγή του εμβληματικού τίτλου του μυθιστορήματός του Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι σε Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης, έπειτα από συζήτηση, όπως έγραφα, με τον ίδιο. Φτάσαμε όμως στην αβάσταχτη ελαφρότητα του γελοίου, στην αβάσταχτη γελοιότητα του γελοίου. Που πρέπει ωστόσο να τη δούμε στο πολιτικό της πλαίσιο, στην πολιτική πραγματικότητα:

Έναν ανασχηματισμό όπου δεσπόζει η αποπομπή Φίλη από το Παιδείας, έπειτα από τον στυγνό εκβιασμό του “προβληματικού” αρχιεπισκόπου, που άλλα έλεγε χτες και άλλα, πολύ άλλα, σήμερα, έπειτα από τον θρίαμβο της εκκλησίας στη σκοταδιστικότερη εκδοχή της, για να μην πω της σκοταδιστικής κάθε που πρέπει ή που θέλει εκκλησίας. Έπειτα από τον θρίαμβο λοιπόν της εκκλησίας, που σημαίνει ήττα της πολιτείας, ειδικότερα της κυβέρνησης, ειδικότατα του ΣΥΡΙΖΑ.

Βέβαια, είναι γνωστό και το ’χω ξαναγράψει, και με ήττες κάποτε προχωράει κανείς, χωρίς αυτό να μας εφησυχάζει ή κυρίως να προάγει τον πολιτικό αμοραλισμό. Μπορεί λοιπόν να προχωράει κανείς και με ήττες, μόνο που κάποιες είναι ήττες επονείδιστες. Όπως αυτή.

Κι αν έπρεπε να υποκύψει τώρα η κυβέρνηση, αν μ’ άλλα λόγια δεν υπήρχε περιθώριο για σύγκρουση με την εκκλησία, και έπρεπε να θυσιαστεί ο Φίλης, από τους λίγους υπουργούς με ιδέες και ήδη έργο, προς τι Ζουράρις; Κι αν πάντως έχουμε στη θέση Φίλη την επιλογή Γαβρόγλου, ενός ανθρώπου μια ζωή στην εκπαίδευση και τα προβλήματά της, προς τι Ζουράρις αποδίπλα, ένας επιδειξίας τουρίστας των γραμμάτων και απλώς ημιμαθής, με τις παντελώς άκυρες και ανελλήνιστες πομφόλυγές του, που θαμπώνουν τους καλόπιστους και έτοιμους να θαμπωθούν: αρχαία, σου λέει, μοιάζουν, σωστά θα είναι, ο πάντως σταθμευμένος στις παιδαγωγικές αντιλήψεις του 19ου αιώνα, με τις πιο κραυγαλέα αντιεπιστημονικές απόψεις στο γλωσσικό, στη θέση των αρχαίων κ.ά.

Αν μόνο ανοίγαμε ποτέ ένα λεξικό, όλοι εμείς και όσοι τον όρισαν υφυπουργό, τέτοιο καιρικό φαινόμενο Ζουράρις απλούστατα δεν θα υπήρχε. Ας το παίξουμε έστω τώρα το παιχνίδι, ιδού η πρόκληση προς όλους τους φιλομαθείς, ελάχιστα από όσα έχω σημειώσει: μεταφράστε, βρείτε το κενό: «καλλίπυγος μαγωδία», «θυρανοίξια που εγκαινιάζουν οι Ισχυροί», «κυρία πρόεδρε, την ευωχία μου προς εσάς», «καλλιεπή αγοράκια ώστε να τα πηδάνε οι Τούρκοι», «τα καθ’ ημάς μέζεα του κατωτέρου στεατοπυγικού μας υποσυστήματος», «τετραηχία τεσσάρων φθόγγων».

Φτάνουν αυτά, εξ όνυχος ο… λέων, κι ας μένει έπειτα ο εθνικιστής και μακεδονομάχος, μαζί κι ο κοπρολόγος και ο γελωτοποιός.

buzz it!

5/11/16

O Κούντερα και οι μεταφράσεις του

(Εφημερίδα των συντακτών 5 Νοεμ. 2016)



Την πονεμένη ιστορία των μεταφράσεών του, ειδικότερα του Αστείου, την έχει πει ο ίδιος ο Κούντερα: πέντε σελίδες με μικρά τυπογραφικά στοιχεία στο τέλος της «οριστικής γαλλικής μετάφρασης» του 1985, δεκαεφτά χρόνια από την πρώτη γαλλική έκδοση, ιστορούν τη γαλλική μεταφραστική περιπέτεια· ενώ τεσσερισήμισι πυκνοτυπωμένες σελίδες στην αρχή της πέμπτης (!) αγγλικής εκδοχής του Αστείου, το 1992 πια, ιστορούν τα σαράντα κύματα από τα οποία πέρασε η αγγλική μετάφραση.

Μια σύντομη αλλά ιδιαίτερα εύγλωττη αναφορά στη μεταφραστική τύχη πάντα του Αστείου μας δίνει και το 1986, στην Τέχνη του μυθιστορήματος (μετ. Φ. Δ. Δρακονταειδής, Εστία, 1988, σ. 133): «Το 1968 και 1969 το Αστείο μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες της Δύσης. Τι εκπλήξεις όμως! Στη Γαλλία ο μεταφραστής είχε ξαναγράψει το μυθιστόρημα στολίζοντας το ύφος μου. Στην Αγγλία ο εκδότης είχε κόψει όλα τα περάσματα με τους στοχασμούς, είχε απαλείψει τα μουσικολογικά κεφάλαια, είχε αλλάξει τη σειρά των μερών, είχε ανασυνθέσει το μυθιστόρημα. Σε μιαν άλλη χώρα: Συναντάω τον μεταφραστή μου: δεν ξέρει ούτε μια τσέχικη λέξη. “Πώς μεταφράσατε;” Απαντάει: “Με την καρδιά μου” και μου δείχνει τη φωτογραφία μου, που τη βγάζει από το πορτοφόλι του. Ήταν τόσο συμπαθητικός, ώστε λίγο ακόμα και θα πίστευα πως θα μπορούσε κανείς στ’ αλήθεια να μεταφράσει χάρη σε μια τηλεπάθεια της καρδιάς. Βέβαια, το πράγμα ήταν απλούστερο: είχε μεταφράσει ξεκινώντας από το γαλλικό rewriting, όπως ακριβώς κι ο μεταφραστής στην Αργεντινή…» Στην Αμερική επίσης το Αστείο εκδίδεται με συστηματικές συντομεύσεις, και τα τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας του συγγραφέα προς τον εκδότη μένουν αναπάντητα: «Ο Αμερικανός εκδότης ήταν έτοιμος να δείξει τη συμπάθειά του στους λογοκριμένους συγγραφείς στις κομμουνιστικές χώρες, αλλά μόνο υπό τον όρο ότι θα υποκύψουν στη λογοκρισία που επέβαλλε ο ίδιος για εμπορικούς λόγους» γράφει ο Κούντερα στον αγγλικό πρόλογο του 1992.

Το καίριο πλήγμα είχε έρθει το 1979, όταν ο Αλαίν Φινκελκρώτ, σε συνέντευξη για την Corriere della sera, τον ρωτάει: «Το ανθηρό και μπαρόκ ύφος σας στο Αστείο έγινε απέριττο και διαυγές στα επόμενα βιβλία σας. Γιατί αυτή η αλλαγή;» «Τι; Το ανθηρό και μπαρόκ ύφος μου;» μένει ενεός ο Κούντερα, και πιάνει και διαβάζει τη γαλλική μετάφραση: το λιτό, προγραμματικά αντιλυρικό ύφος του έχει παραφορτωθεί με μεταφορές και «καλολογικά στοιχεία», έχει αλλοιωθεί η γλώσσα, άρα και ο χαρακτήρας, των προσώπων του έργου, π.χ. ο αυστηρά λιτός λόγος του κεντρικού ήρωα, που κυριαρχεί σαν αφηγητής στα δύο τρίτα του βιβλίου, γίνεται ένα μείγμα αργκό και εξεζητημένων λέξεων· γενικότερα, πλείστες όσες αδυναμίες και αυθαιρεσίες κάνουν τον Κούντερα να γράφει το 1985: «Ναι, ακόμα και σήμερα νιώθω δυστυχής μ’ αυτή την ιστορία. Να σκέφτομαι ότι επί δώδεκα χρόνια, σε πλήθος ανατυπώσεις, το Αστείο κυκλοφορούσε στη Γαλλία μασκαρεμένο κατ’ αυτό τον τρόπο!...»

«Το σοκ που μου προκάλεσαν οι μεταφράσεις του Αστείου με σημάδεψε για πάντα. [...] Για μένα, που έχω ουσιαστικά χάσει το τσέχικο κοινό, οι μεταφράσεις αντιπροσωπεύουν το παν» γράφει στην Τέχνη του μυθιστορήματος. Έτσι, προχωρεί εσπευσμένα στον έλεγχο και την αναθεώρηση των μεταφράσεων των έργων του «στις τρεις-τέσσερις γλώσσες που μπορ[εί] να διαβάζ[ει]» (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά), ένα «σισύφειο έργο [στο οποίο] αφιερών[ει] περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι στο ίδιο το γράψιμο».

Οι γαλλικές ειδικά μεταφράσεις, «μεταξύ 1985 και 1987 [...] αναθεωρήθηκαν πλήρως από τον ίδιο τον συγγραφέα και έχουν έκτοτε την ίδια ισχύ πρωτοτύπου με το τσέχικο κείμενο», όπως σημειώνεται σε εμφανή θέση στις πρώτες σελίδες των γαλλικών εκδόσεων. Έτσι, και με τα έργα πια που είναι γραμμένα κατευθείαν στα γαλλικά, δοκίμια και μυθιστορήματα, ο Κούντερα σχηματίζει εντέλει ένα γαλλικό corpus, το οποίο φτάνει να είναι περισσότερο ενημερωμένο από το τσέχικο, με επιμέρους μικροδιορθώσεις και αλλαγές που επιφέρει κάθε τόσο, αφήνοντας τις λιγοστές τσέχικες εκδόσεις να ακολουθούν τον μοναχικό τους δρόμο στην παρανομία, καθώς στη χώρα του εξακολουθούσε να είναι απαγορευμένος. Χαρακτηριστικά, η Αβάσταχτη ελαφρότητα πρωτοκυκλοφορεί και αυτή στη Γαλλία το 1984, αναθεωρείται αμέσως μετά, μαζί με τις άλλες μεταφράσεις, και ξανακυκλοφορεί το 1987, ενώ στη χώρα του εκδίδεται μόλις το 2006!

Από αυτό το γαλλικό corpus προτιμά να μεταφράζεται πια, θεωρώντας εύλογα πως διατηρεί ευκολότερα τον έλεγχο των μεταφράσεων, με την έννοια π.χ. ότι ευκολότερα βρίσκονται γαλλομαθείς παρά τσεχομαθείς μεταφραστές. 

Και εδώ μπαίνει στην ιστορία η αφεντιά μου, όταν το 1995, έπειτα από τη μετάφραση του δοκιμίου του Προδομένες διαθήκες και τη στενή συνεργασία μας, προτείνει να ξαναμεταφραστούν και τα παλαιότερα μυθιστορήματά του με βάση τις αναθεωρημένες πια γαλλικές μεταφράσεις, σχέδιο που έφτασε αισίως, χάρη και στη συνεχή, γενναιόδωρη συνδρομή του, στην Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, που μόλις κυκλοφόρησε με ελαφρά αλλαγμένο τον τίτλο, έπειτα από συζήτηση φυσικά με τον ίδιο, σε Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης· για την αλλαγή αυτή αξίζει να γίνει εκτενέστερος λόγος: την επόμενη φορά.

buzz it!