31/7/16

Στη θάλασσα! Για τη θάλασσα…

(Εφημερίδα των συντακτών 30 Ιουλ. 2016)


Πετάμε διάφορα στη θάλασσα, για να φύγουμε για τη θάλασσα. Διακοπές ενόψει, απαραίτητο ν’ αφήσουμε πίσω όσο πιο πολλά γίνεται, απ’ αυτά που πάντα μαζεύονται, βάρη μεγάλα και μικρά, κάποια μπορεί ασήμαντα, ζιζάνια που σου χαλάνε όμως τη διάθεση. Έτσι, στη θάλασσα, συμβολικά· όχι ότι θα πάψουν να υπάρχουν, ότι θα εξαλειφθεί το στίγμα, ο λεκές· απλώς νά, να φύγουν κάπως από πάνω σου...

1. Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος, λόγου χάρη, θεολόγος κιόλας, ο κύριος Γιανναράς. Που έγραψε τελευταία πως το «ευθέως ανάλογο» της ανάθεσης της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στον Αντώνη Λιάκο «θα ήταν να αναθέσει η όποια “Δεξιά” την προεδρία Eπιτροπής Eθνικού Διαλόγου για την Παιδεία στον κ. Kασιδιάρη»!

Και προτρέπει «να καταψηφίζεται με συνειδητή αποστροφή ο ΣYPIZA», και «στο διηνεκές, […] επειδή ο μηδενιστικός του αμοραλισμός και ο μικρονοϊκός διεθνισμός του αποδείχνεται ανίατος. Eπωάζει Λιάκους»!

2. Άλλος πανεπιστημιακός δάσκαλος, κλασικής φιλολογίας μάλιστα, και συγγραφέας, ο κύριος Γιατρομανωλάκης, διανοήθηκε να παραφράσει Ελύτη για να ανυμνολογήσει το Μέγκα (Βήμα 24/7): «Αυτός ο κόσμος ο μικρός. Το Mega»! Άσ’ τον όμως τον Ελύτη. Ξαναπάμε: Πανεπιστημιακός δάσκαλος, κλασικής φιλολογίας μάλιστα, και συγγραφέας, και να ανυμνολογεί το Μέγκα: «την ορθοφροσύνη», λέει, «και την αταλάντευτη παρρησία του»! (Και μαζί να πετάει στα ξεκούδουνα και τη νενομισμένη σπόντα των αδιάβαστων π.χ. Θέμων, για τον «συνωστισμό» της Ρεπούση.)

3. Και ήταν και η ετήσια Έκθεση Μικρομεγαλισμού και Συντηρητισμού, η Βουλή των Εφήβων, που πρώτα πρώτα δυσφημεί ακριβώς τους εφήβους, με τους δοτούς, τους άνωθεν επιλεγμένους, και όχι λ.χ. εκλεγμένους από συνομηλίκους τους, ψευδοεκπροσώπους λοιπόν· ή, για την ακρίβεια, εκπροσώπους των δασκάλων τους και του συστήματος, που σκαρφίστηκε έναν καταστατικά αντιδημοκρατικό θεσμό, για να προβάλλει (αλλά και να υποδαυλίζει, να προκαλεί!) ό,τι πιο συντηρητικό, αντιδραστικό, εθνικιστικό και ξενοφοβικό υπάρχει στους κόλπους της νεολαίας: να λογοκριθούν βιβλία του Χάρβαρντ, τάχα «σκοπιανής προέλευσης», ζητούσαν παλιότερα, να απαγορευτεί το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μειονοτήτων, να «εξελληνιστούν» οι Πομάκοι, να μειωθεί ο αριθμός των μεταναστών στη χώρα μας στις 300.000, και άλλα· σήμερα μιλούν για «πολιτικές αμφισβήτησης της εθνικής μας ταυτότητας, όπως η αμφισβήτηση της ανάγκης τόσο της πρωινής προσευχής στα σχολεία όσο και της διδασκαλίας των Θρησκευτικών αλλά και των παρελάσεων...» –απόψεις που εκπροσωπούνται πληθωρικότατα στη Βουλή από Βορίδηδες κι Αδώνηδες και πλείστους άλλους, δεν χρειάζεται να μας τα λένε και οι γι’ αυτό επιλεγμένοι βλαστοί του έθνους, δυσφημώντας, ξαναλέω, το σύνολο της νεολαίας.

4. Στο μεταξύ, όσο να αποφασίσει (το ξέρω, ονειρεύομαι) μια αριστερών επιτέλους καταβολών κυβέρνηση να καταργήσει αυτόν τον αντιδημοκρατικό θεσμό, ας μάθει κάποιος στον έφηβο βουλευτή που με ιταμό ύφος φιλοδόξησε να κατατροπώσει τον Φίλη στο θέμα των αρχαίων, ρητορεύοντας (και καταχειροκροτούμενος από όλους τους υπόλοιπους ομοίους του) πως «Δεν έχω δει ποτέ μου δέντρο και φυτό να επιβιώνει χωρίς τις ρίζες του, κι έτσι η νέα ελληνική γλώσσα δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τα αρχαία», ας του μάθει, λοιπόν, ή ας του πει απλώς να κοιτάξει πώς επιβιώνουν χωρίς τις ρίζες τους (με την έννοια που το θέτει ο ίδιος) οι λατινογενείς γλώσσες, τα ισπανικά, τα πορτογαλικά, τα ιταλικά, ή τα γαλλικά, που κυριαρχούσαν πριν από έναν αιώνα, χωρίς δεκανίκι τα αρχαία γαλλικά, ούτε καν τα γαλλικά του Ραμπελαί· ας κοιτάξει τα κυρίαρχα σήμερα αγγλικά, που επιβιώνουν, όχι μόνο χωρίς τα αρχαία αγγλικά αλλά ούτε καν του Σαίξπηρ, επιβιώνουν και ακριβώς κυριαρχούν, και απειλούν να εξαφανίσουν άλλες, ασθενέστερες γλώσσες, με πρώτη τη δική μας, όπως θα λέει σίγουρα αλλού ο ίδιος έφηβος βουλευτής!

5. Ζόφος! «Να υπάρχει κανείς ή να μην υπάρχει;» διάβασα στους υπέρτιτλους μιας πολύ ενδιαφέρουσας παράστασης Άμλετ στο φεστιβάλ (σκηνοθεσία Οσκάρας Κορσουνόβας). Ήταν προφανώς η «αναθεωρημένη» μετάφραση του περίφημου to be or not to be? Που έχει κλασικά και δόκιμα μεταφραστεί: «Να ζει κανείς ή να μη ζει;» Ακόμα καλύτερα: «Να ζεις ή να μη ζεις;» σύμφωνα με την καινούρια, σοφή μετάφραση του Διονύση Καψάλη. Που πέρσι την «αναθεώρησε» ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς σ’ έναν δικό του Άμλετ: «Να είσαι ή να μην είσαι;» ήταν η δική του εκδοχή-επέμβαση στη μετάφραση που μόνος του στο κάτω κάτω επέλεξε. Πρόκειται για το γνωστό σύνδρομο «του λεξικού», που προσβάλλει από σκηνοθέτες έως ηθοποιούς: με το λεξικό στο χέρι ψάχνουν ό,τι μπορεί επί μέρες και μήνες και παραπάνω να βασάνισε έναν μεταφραστή, κοιτούν και λένε, φαντάζομαι, εν προκειμένω: to be= είμαι, ενώ ζω= to live. Αλλά αν ήταν: to live or not to live? θα σήμαινε: «να ζήσω ή να μη ζήσω;», δηλαδή να αυτοκτονήσω, όπως παρατηρούσε εύστοχα σε κάποια συνέντευξή του ο μεταφραστής.

Όμως κοντά είναι οι απαρεμφατολάγνοι, στοίχημα πως όπου να ’ναι θα το δούμε: «Είναι ή μη είναι;», «Υπάρχειν ή μη υπάρχειν;»

Στο μεταξύ, καλές μας διακοπές.

buzz it!

24/7/16

Περί αγιοσύνης ασεβή

(Εφημερίδα των συντακτών 23 Ιουλ. 2016)



Θείος Ιούλιος μήνας, ημέρα Κυριακή, την προπερασμένη Κυριακή, λίγο πριν απ’ το σούρουπο, βόλτα στο Πασαλιμάνι, που τα κατάφερε, απροπό, και κράτησε το παλιό του όνομα, λίγοι το λένε με το αρχαιοελληνικό του: Ζέα, ενώ, απ’ την άλλη, ελάχιστοι κρατούν το Τουρκολίμανο, ίσως γιατί το «τουρκο-» δείχνει αμεσότερα την επικατάρατη καταγωγή του, επικράτησε έτσι το Μικρολίμανο, όπως το είπαν επί Σκυλίτση, μια και στην περίπτωσή του το αρχαίο Μουνιχία χλεύαζε τον εθνογλωσσικό μεγαλοϊδεατισμό· περίπου την ίδια εποχή, στο ίδιο πνεύμα της πατριωτικής αναβάπτισης, έκαναν «ελληνικό» ή «βυζαντινό» τον παραδοσιακά τούρκικο καφέ: εννοείται· μόνο όπου μας βολεύει τις ευλαβούμαστε τις παραδόσεις!

Ξεστρατίσαμε με τις ιδεοληψίες· πίσω στη βόλτα στο Πασαλιμάνι, Κυριακή πριν απ’ τον θάνατο του Μαρωνίτη, που άλλαξε την επικαιρότητα –όμως το θέμα μας, φευ, πάει πάντα πέρα από επικαιρότητες. Στο έμπα στο Πασαλιμάνι, λοιπόν, και κάτι ψαλμωδίες έρχονται απ’ την απέναντι μεριά. Την επομένη, Δευτέρα 11 του μηνός, ήταν της αγίας Όλγας, θυμήθηκα, κι απέναντι, στο Ναυτικό Νοσοκομείο του Πειραιά, χωνεμένο θαρρείς στον εξωτερικό τοίχο είναι ένα παρεκκλήσι στο όνομά της, που ίσα που το προσέχεις πάνω στη στροφή· μπαίνεις σ’ ένα καμαράκι δύο επί τρία: καναδυό εικονίσματα κι ένα μανουάλι με κεριά, ενώ μια στενή μαρμάρινη σκάλα οδηγεί σ’ ένα άλλο καμαράκι, τρία επί τέσσερα, άντε πέντε, αυτό είναι το εκκλησάκι, με το τέμπλο του, ένα στασίδι για τους ψάλτες και κάτι λίγες καρέκλες.

Καθώς πλησίαζα, απ’ τα μεγάφωνα άρχισε να ακούγεται πια κήρυγμα, ατέλειωτο, όχι, δεν ήταν η φωνή του Πειραιώς, ίσως και να μην καταδέχεται τοσαδά εκκλησάκια, απέξω κόσμος στα πεζοδρόμια, μουσικοί της φιλαρμονικής περίμεναν, ασύντακτοι ακόμα, για τη λιτανεία, το κήρυγμα δεν έλεγε να τελειώσει, συνέχισα λίγο τη βόλτα, γύρισα, ακόμα το κήρυγμα, κάποτε τέλειωσε, στριμώχτηκα και μπήκα μέσα, ο μεγάλος εσπερινός ήταν στα τελειώματα, άκουσα να ψέλνουν για την Όλγα εκ Ρωσίας, δεν είχα ιδέα, τη βασιλίδα, μπα! Έπειτα βγήκαν εξαπτέρυγα, παπάδες κι ένας ολόξανθος γαλανομάτης διάκος, ξενόφερνε, δεν ήταν ιδέα μου, σίγουρα Ρώσος, είπα, οι ψάλτες με μίνι ντουντούκα όλο παράσιτα, να σου τρυπάν τ’ αφτιά, κατεβήκαμε τα σκαλιά, στο πεζοδρόμιο έγινε η αρτοκλασία, ξεκίνησε η λιτανεία, άρχισε η μπάντα να παίζει έναν γρήγορο, σχεδόν χορευτικό, σκοπό, σκανδαλωδώς μη θρησκευτικό, θα έλεγα. Έστριψε η πομπή, εγώ πήρα το Πασαλιμάνι προς τα πίσω πια.

Κι αμέσως μπήκα όλο περιέργεια στο ίντερνετ, να δω ποια ήταν η εκ Ρωσίας και βασιλίς:

Αρχές του 10ου αιώνα, η ευγενούς καταγωγής Όλγα παντρεύεται τον Ιγκόρ, μετέπειτα αρχηγό του κράτους των Ρως, προγόνων των σημερινών Ρώσων.  Αργότερα,  Δρεβλιανοί,  μέλη μιας άλλης σλάβικης φυλής, δολοφονούν τον Ιγκόρ, ο θρόνος περνάει στον γιο τους, που είναι βρέφος, η Όλγα αναλαμβάνει την επιτροπεία, και βασιλεύει έτσι για δύο δεκαετίες. Πρώτο της έργο, να εκδικηθεί τον χαμό του άντρα της. Αποκεφαλίζει Δρεβλιανούς, άλλους τους καίει ζωντανούς, φορτώνει άλλους σε καράβια και τους βυθίζει στη θάλασσα, καλεί τάχα σε γεύμα κι άλλους, τους περνάει κι αυτούς από μαχαίρι, 3 με 5.000! Εξακολουθώ να διαβάζω, περίεργος να δω πώς άγιασε, μαρτύρησε ή τι. Στην πολιορκία μιας πόλης ζητάει, για να τους χαριστεί, να της δώσουν από κάθε σπίτι ένα οικόσιτο περιστέρι, κι αφού απομακρύνεται με τα δώρα της, βάζει φωτιά στα πόδια των περιστεριών (τους δένει αναμμένα κάρβουνα, σύμφωνα με άλλη πηγή), κι αυτά αλλόφρονα γυρνούν ενστικτωδώς στα σπίτια τους, παίρνουν φωτιά οι ξύλινες στέγες, καίγεται όλη η πόλη!

Ε, μετά, η Όλγα έγινε χριστιανή, εργάστηκε για τη διάδοση του χριστιανισμού, κι έτσι ανακηρύχτηκε αγία και ισαπόστολος –τόσο απλά!

Μια νοερή ταινία σπλάτερ ήταν εντέλει η βόλτα μου, που τύφλα να ’χουν όλοι οι Ταραντίνο· στο σπίτι πια, διάβασα πως κάπου εκτίθενται για προσκύνημα τα ομματοϋάλια του καινούριου αγίου, του Παΐσιου –πάλι καλά, είπα, σε σχέση με τις πλαστικές παντόφλες του που είχαν εκτεθεί τώρα κοντά σε κάποια εκκλησία στην Κύπρο! Και θυμήθηκα πως μόλις πριν, στην απόλυση του εσπερινού, ανάμεσα στους δέκα-δώδεκα οσίους, αγίους, ιερομάρτυρες κτλ. που μνημονεύονται, από τους χιλιάδες που υπάρχουν, ήταν και ο Παΐσιος!

Και βέβαια, όχι· ο Παΐσιος δεν έχει σχέση με την αγριότητα, τη νοσηρότητα καλύτερα, της Όλγας. Είναι όμως ο γέρων με τις περίφημες διδαχές, άσε τις (ψευδο)προφητείες που μας ταΐζει σχεδόν καθημερινά μια ακροδεξιά φυλλάδα, πως ο Θεός παίρνει κοντά του ακόμα και μικρά παιδιά, απ’ τη μια «γιατί ο παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια», απ’ την άλλη γιατί μπορεί να γίνονταν κακοί άνθρωποι όταν μεγαλώναν, και άλλα, εξίσου ανατριχιαστικά.

Και σκέφτομαι πως άγιοι θα ’ναι μάλλον όσοι εξακολουθούν, με όλα αυτά, και πιστεύουν.

buzz it!

17/7/16

Στο καλό, Δ. Ν. Μαρωνίτη!

(Εφημερίδα των συντακτών 16 Ιουλ. 2016)


Τον Μαρωνίτη τον διάλεξα δάσκαλό μου, ερήμην του, πολύ θα ’θελα να πιστέψω πως όχι άθελά του, κι έχει νομίζω κάποια σημασία αυτό που διαλέγει κανείς παρά αυτό που απλώς του κληρώνει, π.χ. στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο: σημασία έχει δηλαδή πού θ’ ακουμπήσεις, τι θα διαλέξεις, όπως διαλέγεις γενικότερα στη ζωή σου, τους συγγραφείς που σου μαθαίνουν τα μεγάλα και σημαντικά, τους συνθέτες που σου ανοίγουν τον κόσμο κ.ο.κ.

Έτσι διάλεξα κι εγώ, σε πολύ νεαρή ηλικία, δάσκαλο τον Μαρωνίτη, και δεν μπορώ να μην πω ότι κάπως ξιπάζομαι γι’ αυτό, γι’ αυτή μου την εκλογή, ή γι’ αυτή μου την τύχη· τον γνώρισα τέλη του ’71 ή αρχές του ’72, στα γραφεία μιας εγκυκλοπαίδειας που δεν εκδόθηκε τελικά κι όπου, χάρη στο σθένος του διευθυντή Κώστα Τριανταφυλλίδη, είχε συγκεντρωθεί ο ανθός της διανόησης και της επιστήμης, αλλά κατά πρώτο λόγο της αντίστασης: εκεί έβρισκαν φιλόξενη στέγη όσοι είχαν χάσει τη δουλειά τους απ’ τη χούντα, κυρίως όσοι βγαίναν από φυλακές και εξορίες –από τον επιστημονικό συνεργάτη ώς τον κλητήρα ή τον λογιστή.

Εγώ δεν ανήκα σε καμία από αυτές τις κατηγορίες, και στα 18 μου βρέθηκα ξαφνικά σ’ έναν εκθαμβωτικό, πραγματικά μαγικό κόσμο.

Εκεί μπήκα μια μέρα στο γραφείο όπου είχε εγκατασταθεί, δεν θυμάμαι με ποιον μαζί, ο Μαρωνίτης, καινούριος στην εγκυκλοπαίδεια, αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, θρυλική ήδη μορφή, από τις πρώτες του κιόλας επιφυλλίδες, από τον Ηρόδοτό του και τον Φόβο της Ελευθερίας, από το τελευταίο του μάθημα στο πανεπιστήμιο προτού τον απολύσει η χούντα, τέλος από τη φυλάκισή του, μπήκα λοιπόν, μ’ όλο το θράσος της ηλικίας –αλλά με την κατάσταση της τωρινής ηλικίας ξεχνώ πώς του μίλησα και τι του είπα. Έτσι ξεκίνησε μια γνωριμία που πέρασε από σαράντα κύματα, μέσα εκεί όπου σ’ έριχνε ο Μαρωνίτης, και με τα δυο του χέρια. Το πώς περιέσωζες τη σχέση σου, αν την περιέσωζες καν, δεν έχει σημασία.

Τώρα απλώς μετράω τον χρόνο, καθώς καλπάζω κι εγώ μέσα στην τρίτη ηλικία, κι εδώ σταματώ, αφού πω ότι οι πρώτες τρεις παράγραφοί μου είναι μεταφερμένες σχεδόν αυτούσιες από ομιλία μου για τον Μαρωνίτη, όταν γιορτάσαμε τα ογδοντάχρονά του στη Ρόδο το 2009: «Δ. Ν. Μαρωνίτης: Ένας δάσκαλος τα χρόνια της δικτατορίας» ήταν ο τίτλος της, τη δημοσίευσα έπειτα σε δύο συνέχειες στα Νέα, μπήκε και σ’ έναν τιμητικό τόμο, άλλο δεν έχω να προσθέσω κι ούτε έχει ίσως νόημα.

Να τον αποχαιρετήσω ήθελα μόνο, με λόγια πια άλλων, που δεν χωράνε δυστυχώς εδώ, πρώτα πρώτα με του φευγάτου χρόνια τώρα Τάσου Χριστίδη, του μαθητή ον ηγάπα, ένα σύντομο, αστραφτερό κείμενο, δημοσιευμένο στο Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός (1999), με το οποίο και είχα κλείσει τη δική μου ομιλία στη Ρόδο· έπειτα μ’ ένα επίσης σύντομο κείμενο, που όμως πιο πλήρες και ευθύβολο δε γίνεται, φρέσκο αυτό, του Παντελή Μπουκάλα, στην Καθημερινή 13/7 («Ο δάσκαλος Δ. Ν. Μαρωνίτης»).

Εδώ, ο καλύτερος, νομίζω, αποχαιρετισμός, ένα ποίημα της Ανθής ην ηγάπα, και που όχι απλώς θαύμαζε αλλά και ζήλευε την ποίησή της· ένα άτιτλο ποίημα, αφιερωμένο όμως «του Τάσου», του Χριστίδη δηλαδή, πιο ευτυχής παρότι μακάβρια συνάντηση δε γινόταν, ιδιαίτερα καθώς το ποίημα ταιριάζει εκπληκτικά, μεταφυσικά θα έλεγα πια, και στον Μαρωνίτη (Το ακόντιο, 2006):

Τώρα ποτέ πια τόπος

Βουναλάκι από σπόρους
καρποί καθαρισμένοι
άχνη σαν χιόνι
Αυτό δεν είσαι εσύ

Σώμα σταθερό αεικίνητο
τσιγάρο νευρικό άπληστοι καφέδες
Ανάμεσα στα φρύδια νοητή γραμμή:
το γέλιο ο λόγος

Από τη γλώσσα, ένας κόσμος
Αυτός είναι τόπος
ο τόπος σου για μας· εσύ;

Δεν υπολόγισες την ύπουλη μεταφορά
άγρια επίθετα τρόπους της γλώσσας φονικούς
Λόγος προφητικός, δεν ήταν για παρηγοριά
αλλού έδειχνε αιτίες και απειλές
Ασύνετη λαλιά, εκδικητική
ξεκούρδισε πρόωρα το ρυθμό
Αυτός δεν είναι χρόνος

Να πεθαίνεις την ηθελημένη στιγμή
Αυτός είναι

Πρόλαβες, άραγε, να κοιτάξεις πίσω;
Γιατί μπρος, μετά,
τα επιρρήματα τώρα δεν ωφελούν
Μάταιη η έλξη των αναμνήσεων

Στο καλό, Μίμη!

buzz it!

13/7/16

Μίμης Μαρωνίτης; Παρών!


"πόνος φόβος
τα όμικρον σε πνίγουν
όπως θηλιά"

γράφει η Ανθή, που τόσο ζήλεψες την ποίησή της!

στο καλό, Μίμη, στο καλό!




εγώ, αν (πρέπει να) ξαναγράψω, δεν ξέρω τι διαφορετικό να πω από αυτά τα λόγια, όταν γιορτάζαμε τα ογδόντα σου χρόνια...

στο καλό, Μίμη...

buzz it!

9/7/16

Γλωσσικός τουρισμός και επήλυδες - Πάντσερ και ιστορική μνήμη

(Εφημερίδα των συντακτών 9 Ιουλ. 2016)


Γλωσσικός τουρισμός και επήλυδες

Όταν «ο εκπρόσωπος των εργαζομένων ενεχείρισε επιστολή στη Διεύθυνση», γιατί, βλέπεις, αν την έδινε ή την παρέδιδε, ακόμα ακόμα και επέδιδε, δεν θα στεκόταν στο ύψος των περιστάσεων και κυρίως της Τρισχιλιετούς, τότε φυσικό είναι να έρθει κι άλλος και να διεκδικήσει τα ίδια γλωσσικά μεγαλεία, «ενεχειρίζοντας» τώρα χρήματα: «άφησα στον φίλο μου 20 ευρώ, λέγοντάς του να τα ενεχειρίσει ατόφια [;] στον οδηγό» έγραψε έμπειρος δημοσιογράφος (σκεφτείτε όμως και το σωστό: «να τα εγχειρίσει»!).

Ανάλογα, όταν ο ασθενής δεν μεταφέρεται στο νοσοκομείο αλλά διακομίζεται, φτάνουμε στην «επείγουσα διαμετακόμιση του ασθενούς»· και όταν «τα σκουπίδια περισυνελέγησαν από τα συνεργεία του δήμου», αντί απλώς να μαζευτούν, τότε άλλα συνεργεία, άλλη φορά, μετά την απεργία, «άρχισαν να περισυνελέγουν τα σκουπίδια».

Πικρή η αλήθεια, αλλά αν είναι να το ρίξουμε στη λαθολογία, η συντριπτική, πιστεύω, πλειονότητα λαθών αποτελείται από καλοσιδερωμένα, μεν, ράκη δε, κουρέλια, που τα «περισυνελέγουμε» από τα «παλιότερα», λέει, ελληνικά μας. Απλώς δεν επισημαίνονται τα λάθη αυτά, απλούστατα επειδή δεν γίνονται αντιληπτά σαν λάθη (ή επειδή εξέχοντες λαθολόγοι επιλέγουν να μην τα σχολιάσουν, για ιδεολογικούς καθαρά λόγους, καθώς ηχούν «λόγια», και πάντως αποκαθιστούν ή διαμορφώνουν ένα πλαίσιο λογιοσύνης): παράδειγμα τα όλο και περισσότερα ρήματα που ξαφνικά συντάσσονται λανθασμένα με γενική: διαφεύγω, μετέρχομαι, αποποιούμαι κτλ.

Γραμματικοσυντακτικά λοιπόν λάθη, και φυσικά λεξιλογικά, εκεί όπου, τουρίστες πια της γλώσσας, περιδιαβάζουμε ανέμελοι τα αχανή γλωσσικά εδάφη, και ό,τι μας γυαλίσει το φοράμε όπως μας έρθει, ακριβώς σαν τους τουρίστες με το τσολιαδίστικο φέσι που αγόρασαν στο Μοναστηράκι. Μόνη διαφορά ότι εκείνοι έχουν συναίσθηση πως παίζουν, εμείς κορδωνόμαστε και βγάζουμε και σέλφι αποπάνω!

Τελευταίο που διάβασα, τίτλος για τα «Πρωτόγνωρα επίπεδα κινδύνου για τα 65,3 εκατομμύρια επήλυδων». Ο λόγος ήταν για το σύνολο των ξεριζωμένων, των εκπατρισμένων κτλ. Επήλυδων; Εξαρτάται από ποια σκοπιά το βλέπει κανείς!

Ο έπηλυς, λοιπόν, γενική του επήλυδος, αρχαιοπρεπής, σύμφωνα με όλα τα λεξικά, κι αφού έτσι τον ποθεί η καρδιά μας, είναι ο ξένος-στα-μέρη-μας, ο αλλοδαπός: «οι ντόπιοι τον θεωρούσαν πάντοτε έπηλυ στο χωριό, ξένο σώμα» είναι χαρακτηριστικά το παράδειγμα του Λεξικού Μπαμπινιώτη, που αποδίδει ξεκάθαρα το αρνητικό φορτίο του όρου. Έχει δηλαδή ιδεολογικό πρόσημο ο όρος, κυρίως στους ξενοφοβικούς καιρούς μας, και ανεξάρτητα από τις προθέσεις μας. Πιο απλά: Επήλυδες είναι αυτοί που ήρθαν, ας πούμε, στον τόπο αυτού που μιλάει, αυτοί που ήρθαν σε ξένο τόπο, όχι αυτοί που πήγαν, που έφυγαν σε ξένο τόπο· είναι οι ξένοι, οι αλλοδαποί, οι ετερόχθονες, οι έποικοι κτλ.

Η διαφορά μοιάζει λεπτή, είναι όμως τεράστια και κεφαλαιώδους σημασίας. Έχει διαφορά αν βλέπουμε ανθρώπους ξένους στον τόπο μας, ή ανθρώπους μακριά απ’ τον τόπο τον δικό τους, που άφησαν τον τόπο τους, και μετακινήθηκαν, αναγκάστηκαν να μετακινηθούν, είτε μέσα στην ίδια τους τη χώρα είτε σε ξένη χώρα, αυτοεξόριστοι, φυγάδες, (οικονομικοί) μετανάστες, (πολιτικοί) πρόσφυγες κ.ο.κ.

Ψιλά γράμματα για μας, ανθρώπινα δράματα για άλλους.


Πάντσερ και ιστορική μνήμη

«Τα Τάγματα Εφόδου, τα φοβερά και τρομερά SA, τσάκισαν την άμυνα του εχθρού. Οι αετοί της Λουφτβάφφε βομβάρδισαν τα δίχτυα των αντιπάλων και στέφθηκαν νικητές. Τα Βάφεν Ες-Ες ισοπέδωσαν τα πάντα και ανέβηκαν άξια στην κορυφή. Τα Πάντσερ της Βέρμαχτ έλιωσαν όποιον βρέθηκε στο διάβα τους και πέτυχαν την Τελική Λύση»: έτσι αυτοσχεδίαζα τίτλους που θα περιέγραφαν νίκη της Εθνικής Γερμανίας πριν από δύο ακριβώς χρόνια, με το Μουντιάλ, σχολιάζοντας αυτούς που έγραφαν και ξανάγραφαν για Πάντσερ, νομίζοντας πως είναι κάποιο αθώο παρωνύμιο της Εθνικής Γερμανίας, όπως Λα Φούρια Ρόχα (Κόκκινη Οργή) της Ισπανίας, Σκουάντρα Ατζούρα (Μπλε Ομάδα) της Ιταλίας, ή απλώς περιπαικτικό, όπως οι Γαύροι και οι Βάζελοι στα καθ’ ημάς. Και αγνοώντας, θέλω να πιστεύω, πως Πάντσερ ήταν τα υπερσύγχρονα γερμανικά τεθωρακισμένα στον Β΄ Παγκόσμιο, αυτά που μπήκαν και στη δική μας χώρα, συνώνυμο εντέλει της βαρβαρότητας του πολέμου.

Οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν τον χρησιμοποιούν στο ποδόσφαιρο αυτόν τον όρο, που σκαλίζει το εθνικό συλλογικό τους τραύμα. Ούτε είχε εμφανιστεί π.χ. σε πρωτοσέλιδα των μεγάλων ξένων εφημερίδων και ειδησεογραφικών οργανισμών που είχα δει τότε. Σ’ εμάς έδινε κι έπαιρνε, από την κρατική τηλεόραση ώς τις πιο σοβαρές πολιτικές εφημερίδες. Το ίδιο και τώρα, τα Πάντσερ προελαύνουν στα ΜΜΕ.

Δεν ξέρω την έκβαση του Γιούρο, έρχονται και οι Ολυμπιακοί του Ρίο, δεν ξέρω αν τη διατηρήσουμε την πρωτιά αυτή, πρωτιά σε άγνοια, στην καλύτερη περίπτωση, σε ιστορική αμνησία και ιδεολογική ισοπέδωση έτσι κι αλλιώς, εκ των πραγμάτων.

buzz it!

3/7/16

Επανάληψις, μήτηρ πάσης ανίας μεν, αλλά…

(Εφημερίδα των συντακτών 2 Ιουλ. 2016)




Τύφλα να ’χει η διαχρονία της γλώσσας μπροστά στη διαχρονία της συζήτησης για τη γλώσσα. Και όταν λέμε συζήτηση, εννοούμε κυρίως διαγνώσεις για την παρακμή, τη φθορά, και συνεπώς τον επικείμενο θάνατο της γλώσσας. Έργα ολόκληρα, από τους αρχαίους ακόμα χρόνους, συνεχής, πλουσιότατη αρθρογραφία και επιστολογραφία, με την πληθωρική έπειτα συνδρομή της τηλεόρασης και τώρα του διαδικτύου, παντού, από παντού, ο ίδιος θρηνητικός λόγος. Και τίποτα δεν μας δίδαξε αυτή η αέναη ανακύκλωση των ίδιων διαγνώσεων περί φθοράς, πως αν λόγου χάρη η γλώσσα φθείρεται αδιαλείπτως, επί χιλιετίες ουσιαστικά, σε ποια γλώσσα εκφράζονται αυτές ακριβώς οι ιερεμιάδες, ή αλλιώς σε ποια γλώσσα μεγαλούργησαν ο Ρωμανός, ο Σολωμός, ο Σεφέρης, ο Ελύτης.

Εντέλει, οποιαδήποτε στιγμή κι αν γράψεις οτιδήποτε για τη γλώσσα είναι σχεδόν μαθηματικά βέβαιο ότι τουλάχιστον ένας αρθρογράφος, επιστολογράφος κτλ. θα θεωρήσει πως απαντάς σ’ αυτόν προσωπικά, επειδή, απλούστατα, πριν από λίγες μέρες έγραψε κάτι σχετικό –άσε αυτόν που γράφει την ίδια ακριβώς στιγμή μ’ εσένα αυτό στο οποίο εσύ θα μοιάζει ν’ απαντάς προδρομικά κ.ο.κ.

Για τα αρχαία ο λόγος τελευταία, είπα θ’ αντισταθώ, όσο μπορώ· ξέρω, δεν θα γλιτώσω, απλώς σπρώχνω όσο πιο μακριά γίνεται το πικρό ποτήρι. Στο μεταξύ, λέω μπας και γλιτώναμε από μερικές έστω σταγόνες –τι σταγόνες, σωστούς ποταμούς, που κάθε τόσο κατακλύζουν τα πάντα, τώρα εμφανίζονται δορυφορικά στο κυρίως θέμα, των αρχαίων.

Ένα, η καθιέρωση του μονοτονικού, το οποίο προξενεί μύρια όσα δεινά, έως και δυσλεξία, λένε τάχα ειδικές μελέτες τάχα ειδικών. Περί τού τάχα λοιπόν ο λόγος, έστω για μυριοστή φορά. Το πολυτονικό λοιπόν, όπως ομοφωνούν όλοι οι ειδικοί επιστήμονες (ακόμα και ο Μπαμπινιώτης), δεν στέκει στα νέα ελληνικά. Τελεία και παύλα –αν και εφόσον μας ενδιαφέρει τελικά η επιστήμη, αν όχι απλώς και μόνο η ιστορία.

Από κει και πέρα, είναι απολύτως κατανοητοί οι συναισθηματικοί ή όποιοι άλλοι δεσμοί με το πολυτονικό. Μπορεί δηλαδή κάλλιστα να αρέσει το πολυτονικό, να αναγνωρίζει κάποιος σ’ αυτό την παράδοσή του, παράδοση αιώνων, κακά τα ψέματα, και όχι στην αρχαία γραφή, την άτονη και απνευμάτιστη (ακόμα κι αν μοιάζει ανακόλουθο αυτό με τις γενικότερες ιδεογλωσσικές πεποιθήσεις του). Ο ίδιος άλλωστε ο Μπαμπινιώτης, μια και τον αναφέραμε, ανεξάρτητα από την επιστημονική του θέση, δέχεται π.χ. αισθητικούς λόγους για τη χρήση του πολυτονικού, και τα «προσωπικά» του βιβλία, μελέτες που δεν απευθύνονται ιδίως στη σχολική αγορά (όπως τα λεξικά του), τα τυπώνει σε πολυτονικό.

Ας χρησιμοποιεί λοιπόν ο καθένας το όποιο πολυτονικό του, με ή χωρίς βαρείες κτλ., της δημοτικής ή κατευθείαν της αρχαΐζουσας, με περισπωμένη π.χ. στη λ. γλώσσα, ή στον μύθο («επί του μύθου σύνθεσις» προσδιοριζόταν λογιοπρεπέστατα κάποια θεατρική παράσταση εσχάτως, με μια μεγαλοπρεπή περισπωμένη στη γενική «του μύθου»!), για όποιον λόγο κρίνει ο καθένας, με όποια κριτήρια νομίζει, όχι όμως, όχι πάντως, επιστημονικά. Γιατί «επιστημονικά» κριτήρια για την ισχύ του πολυτονικού, και συναφώς των μακρών-βραχέων κτλ., εκπορεύονται μόνο από παραεπιστημονικά κέντρα και «σχολές».

Άλλο στερεότυπο που συνδέεται με τον εξοβελισμό του πολυτονικού είναι το πλήγμα στην ιστορική ορθογραφία. Η οποία δέχεται, υποτίθεται, γενικότερα επεμβάσεις: για «φρενήρεις όσο και ωμές επεμβάσεις στην ιστορική ορθογραφία των ελληνικών λέξεων» διάβασα τελευταία εδώ, επεμβάσεις λοιπόν που δρομολογούν, υποτίθεται, την πλήρη κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας.

Ούτε φρενήρεις ούτε ωμές, ούτε καν επεμβάσεις, για την ακρίβεια. Εβδομήντα τόσα χρόνια από τη Μεγάλη Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, όπου συστηματοποιούνται ορισμένες αλλαγές, π.χ. η απλογράφηση λέξεων ξενικής καταγωγής, όπως πίτα, τρένο, στιλ κτλ., μαζί μ’ έναν (περιορισμένο) εξορθολογισμό της ορθογραφίας, όπως πάντα γινόταν και γίνεται μέσα στους αιώνες, δεν μπορεί να μιλήσει κανείς ουσιαστικά για επεμβάσεις: ούτε τα διαφορετικά [i] πειράχτηκαν ποτέ ούτε τα διαφορετικά [ο], ούτε η θάλασσα έχασε τα δυο της σίγμα ούτε το εναλλάσσω τα δυο του λάμδα και τα δυο του σίγμα ούτε ο άρρωστος τα δυο του ρο ούτε ο παππούς τα δυο του πι. Αλλά, όπως είναι φυσικό, δεν γράφουμε «ο δράκως» (από το δράκων), «’υρίσκω» (από το ευρίσκω), «Βασίλεις» (από το Βασίλειος) κ.ά. Ή μήπως δεν το βρίσκουμε πια «φυσικό»;

Κοιτάζω στα χαρτιά μου, μόλις τέσσερις μήνες πάνε που τα ξανάγραφα όλα αυτά, για πολλοστή και τότε φορά. Σαν χτες μού φαίνεται! Και το χειρότερο είναι πως αύριο-μεθαύριο πάλι τα ίδια θα ξαναγράφω –κι άντε μετά να δικαιολογήσω και την αμοιβή μου στην εφημερίδα… Το χειροτερότερο; Θα ’πρεπε να τα γράφω, κάποιος εν πάση περιπτώσει να τα γράφει, πιο συχνά ακόμα. Ακολουθώντας, όσο άχαρο και ψυχοφθόρο κι αν είναι, τον ρυθμό των άλλων. Άχαρο, αλλά μακάρι όχι τελείως άσκοπο!

buzz it!