31/3/18

Κωφάλαλος, κωφός ή κουφός, την κουφή βδομάδα

(Εφημερίδα των συντακτών 31 Μαρτ. 2018)


Η ίαση του κωφάλαλου από τον Ιησού (δυστυχώς, δεν μπόρεσα να ταυτίσω τον ζωγράφο)


Σχεδόν κωμική σύμπτωση, που τη συνειδητοποίησα τελευταία στιγμή, ότι το κομμάτι αυτό γράφεται και δημοσιεύεται μέσα στην «κουφή βδομάδα» –σύμπτωση κουφή, με την αργκοτική χρήση της λέξης.

Κουφή (ή και βουβή, πάντως ποτέ κωφή) ονομάζεται, ως γνωστόν, η έκτη και τελευταία βδομάδα της Σαρακοστής, μια βδομάδα περίπου οικονομίας, ανάπαυλας, έπειτα από τις βδομάδες με τους Χαιρετισμούς, που κορυφώνονται την πέμπτη βδομάδα, μαζί και με τον Μεγάλο Κανόνα, και πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα, που είναι γεμάτη υποβλητικές ακολουθίες, διπλές και τριπλές κάθε μέρα.

Αφορμή για το θέμα μου, μια «διένεξη» του Κώστα Ζουράρι με την Ομοσπονδία Κωφών Ελλάδος. Ότι ο Ζουράρις είναι από τους τελευταίους που θα ’θελα ποτέ να υπερασπίσω είναι, πιστεύω, γνωστό τοις πάσι. Όμως το μικροεπεισόδιο αυτό σχετίζεται με ένα θέμα γλωσσικό και μαζί, όπως πάντα, κοινωνικό.

Η ιστορία είναι πως ο Ζουράρις, για να δικαιολογήσει την εισβολή τού (κουμπουροφόρου) Ιβάν Σαββίδη στο γήπεδο, είπε πως ο πρόεδρος της καρδιάς του δεν μιλάει καθόλου ελληνικά, «ουσιαστικά λειτουργεί ως κωφάλαλος», δεν καταλάβαινε λοιπόν τι γινόταν, και μπούκαρε. Και ήρθε οργισμένη η αντίδραση της Ομοσπονδίας Κωφών Ελλάδος (ΟΚΕ), που δημοσιεύτηκε με τα ακόμα πιο οργισμένα σχόλια πολλών μίντια, που τάχα ήξεραν όσα κατάγγελλε η Ομοσπονδία, πως δηλαδή δεν λέμε πια κωφάλαλος, αφότου αποδείχτηκε πως ο κουφός δεν μιλάει, αποκλειστικά και μόνο επειδή δεν ακούει· άρα δεν πάσχει από αλαλία, πόσο μάλλον που έχει γλώσσα αναγνωρισμένη, τη νοηματική. Οπότε, μόνο τον όρο «κωφός» δέχονται, και το «κωφάλαλος» το θεωρούν «υβριστικά σχόλια για την αναπηρία [τους]» –ρατσιστικό, σύμφωνα με άλλους σχολιαστές.

Βεβαιότατα και είναι σωστά όσα λέει η ΟΚΕ, πως είναι άκυρος ο όρος «κωφάλαλος»· όχι όμως πως είναι υβριστικός. Ή ρατσιστικός. Και έχει δίκιο η ΟΚΕ να αποβάλει το β΄ συνθετικό, όμως με το «κωφός» μάλλον το χάνει το παιχνίδι –παρά το αυτονόητο δικαίωμά της στον αυτοπροσδιορισμό.

Ποιο είναι όμως το θέμα μου, που το ξεκίνησα έτσι ανορθόδοξα; Η εναλλαγή των όρων κωφάλαλος-κωφός-κουφός για τα άτομα που δεν ακούνε, που δεν μπορούν να ακούσουν, άσχετα αν γεννήθηκαν χωρίς την αίσθηση της ακοής, ή την έχασαν αργότερα, από διάφορες, παθολογικές κατά κανόνα, αιτίες.

Πάνε κοντά 40 χρόνια, στο πλοίο για την Πάτμο γνωρίστηκα με μια Γαλλίδα ψυχολόγο, που ετοίμαζε τότε τη διατριβή της: «Ο λόγος του κουφού παιδιού» λεγόταν, κι έτσι έμαθα, εντελώς συμπτωματικά, την επιστημονική αυτή αλήθεια, πως μόνο όταν δεν ακούει κανείς, δεν μπορεί να μιλήσει. Πάλι συμπτωματικά, πριν από δέκα χρόνια, γνώρισα διαδικτυακά μια «μεταγλωσσικά κωφή», που άρχισε να χάνει την ακοή της στην παιδική της ηλικία, αφού είχε ήδη μάθει και μιλούσε. Ονομάζεται Σοφία Κολοτούρου, είναι γιατρός κυτταρολόγος, η ποίησή της τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο του 2016, και με την άδειά της μεταφέρω όσα της έγραφα τότε, όταν κάποιος αναγνώστης τη χαρακτήρισε «κωφάλαλη». Δεν έχει αλλάξει, πιστεύω, η κατάσταση, τα ίδια ισχύουν και σήμερα, και χαίρομαι που συμφωνούμε μ’ έναν άνθρωπο που είναι μέσα στο πρόβλημα και όχι παρατηρητής όπως εγώ.

Έλεγα λοιπόν ότι, ακόμα και όταν γνωρίζει κανείς την επιστημονική διάσταση του θέματος, γιατί δηλαδή δεν είναι σωστό το «κωφΑΛΑΛΟΣ», δύσκολα θα χρησιμοποιήσει το «κωφός»: ο τύπος αυτός, κακά τα ψέματα, όσο γνώριμος κι αν μας είναι, βρίσκεται αρκετά έξω από το γλωσσικό μας αισθητήριο, μοιάζει προϊόν αρχαϊστικής τάσης· ακόμα περισσότερο, μοιάζει εξεζητημένος όρος μεταξύ ειδικών, κάτι σαν το ιατρικό «φιλομόφυλος», που μολονότι πιο εύχρηστο από τον γλωσσοδέτη «ομοφυλόφιλος», δεν υιοθετήθηκε ποτέ από τη γλωσσική κοινότητα. Έτσι, τολμώ να πω ότι μάλλον αποξενώνει τον χρήστη από το πρόβλημα, παρά τον εξοικειώνει· και αναλόγως, «γκετοποιεί», κατά κάποιον τρόπον, τον πάσχοντα, τον απομονώνει γλωσσικά και κοινωνικά.

Από την άλλη, το «κουφός» έχει συχνά επιτιμητική/υποτιμητική χρήση: «καλά, κουφάθηκες, δεν ακούς τι σου λέω;», «κουφάλογο», αλλά και εκφραστικότατη στην αργκό: «πόπο, με κούφανες», «κουφάθηκα, σου λέω», «πολύ κουφό αυτό», «κουφή γκόμενα» κ.ο.κ.

Έτσι, ανάμεσα στον «κουφό» με τις αρνητικές συνδηλώσεις του και στον αντισηπτικό, θαρρείς, «κωφό», ο χρήστης θα τείνει ενστικτωδώς να παραμείνει στην πεπατημένη του επίσης λόγιου, στο κάτω κάτω, όμως ιδιαίτερα οικείου «κωφάλαλος».

Βέβαια, με τον καιρό, όπως παρατήρησε η φίλη γλωσσολόγος Μάρω Κακριδή, είναι πολύ πιθανό το «κωφός» να χάσει τον αντισηπτικό, απομονωτικό χαρακτήρα του και να γίνει ουδέτερος, τεχνικός όρος, για τη συγκεκριμένη χρήση, σχηματίζοντας ένα ετυμολογικό ζεύγος κωφός-κουφός, όπως πτέρυγα-φτερούγα, δουλεία-δουλειά κτλ., οπότε και θα υποχωρήσει το άκυρο «κωφάλαλος».

Υπάρχει δρόμος ακόμα. Ώς τότε, καθόλου δεν βοηθούν εξίσου άκυροι χαρακτηρισμοί όπως: «υβριστικά σχόλια», «ρατσιστικοί όροι» και τα τοιαύτα.

buzz it!

24/3/18

Η αθώωση αλλά όχι νίκη του Αμβρόσιου

(Εφημερίδα των συντακτών 23 Μαρτ. 2018)


Αθώος ο Αμβρόσιος για το ένα εκατοστό από τα ιταμότατα έργα και ημέρες του, την προτροπή να φτύνει ο κόσμος του τους ομοφυλόφιλους, την προτροπή δηλαδή σε πράξεις μίσους και βίας· αθώος, όμως όχι «νικητής». Η νίκη, χωρίς εισαγωγικά αυτή, μικρή από μιαν άποψη, μεγάλη από μιαν άλλη, σε συμβολικό δηλαδή επίπεδο, είναι δική μας –όσο κι αν όλο και δυσκολότερα προσδιορίζεται πλέον αυτό το «μας», το «εμείς».

Άρα ηττημένος, πάντα από μιαν άποψη, ο Αμβρόσιος;

Ναι, ηττημένος ο πανίσχυρος και ασύδοτος, που βρέθηκαν όχι τόσο άνθρωποι να τον μηνύσουν, κοτζάμ μητροπολίτη, όσο εισαγγελέας να τον παραπέμψει σε δίκη, κοτζάμ μητροπολίτη.

Και κάθισε ο πανίσχυρος και ασύδοτος εννιά ολόκληρες ώρες στο εδώλιο του κατηγορουμένου.

Και αναδιπλώθηκε ο πανίσχυρος και όχι απλώς ασύδοτος αλλά κοινό θρασίμι, ισχυριζόμενος πως, όταν έλεγε «φτύστε τους», δεν εννοούσε τους ομοφυλόφιλους αλλά τους πολιτικούς που νομοθετούν υπέρ τους: μεγαλειώδης «πουστιά», στη γλώσσα του Αγίου, που βοήθησε ωστόσο τις νομικές πιρουέτες ώστε να παρακαμφθεί το κατηγορητήριο στην ουσία του· κι αφού είδε πως τα κατάφερε, ύψωσε και πάλι το ανάστημά του, το κοινό θρασίμι, και δήλωσε πως, αν είχε όπλο και τον άφηνε ο νόμος, θα το χρησιμοποιούσε, «να ξεμπερδεύουμε»!

Η υπόθεση δεν έχει κλείσει· θα φτάσει, φαίνεται, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αφού εξαντληθούν όλα τα μέσα στη χώρα μας, υπάρχει δηλαδή ελπίδα η νίκη η μικρή να είναι από κάθε άποψη πια μεγάλη. Αλλά έτσι κι αλλιώς, όποια κι αν είναι η τελική έκβαση, η εικόνα του πανίσχυρου και ασύδοτου έχει δεχτεί ήδη καίριο πλήγμα, έχει αμετάκλητα ξεθωριάσει.

Γενικότερα, όσα έγιναν στη δίκη αυτή, όσα έγιναν με τη δίκη αυτή, «δείχνουν ότι κάτι αλλάζει στον κόσμο των “Αγιατολάχ”», γράφει ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος, μάρτυρας κατηγορίας στο Αίγιο (Βήμα 18.3.18): «Ο χιτλερικός, μισαλλόδοξος λόγος ορισμένων ιεραρχών εφεξής δεν θα έχει την ίδια απήχηση» συμπληρώνει –ή πάντως δεν θα είναι το ίδιο ασύδοτος, θα πρόσθετα εγώ.

Νίκη είναι όλα αυτά, ή εν πάση περιπτώσει παράπλευρες ωφέλειες, παράπλευρα κέρδη, όπως:

– το ξεγύμνωμα, άλλη μια φορά, της Δικαιοσύνης, που όχι τυφλή, μα με τα μάτια ορθάνοιχτα και όλο δέος δικάζει, ιδίως στην περιφέρεια·

– το ξεγύμνωμα των αρχόντων της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας, των δημάρχων Καλαβρύτων και Αιγίου εδώ, που προτάσσουν τα στήθη τους υπερασπίζοντας τους άλλους αρχόντους, αν είναι μάλιστα και του Θεού, καληώρα, κι ας είναι οι ίδιοι του δημοκρατικού ΠΑΣΟΚ ·

– το ξεγύμνωμα της Νέας Δημοκρατίας, με τη σιγή της, που μαρτυρεί, άλλη μια φορά, την ιδεολογία και τις θέσεις της (αλλά και τι να πεις για το νεοσύστατο Κίνημα Αλλαγής, που πρώτη του αλλαγή ήταν να εξαφανίσει τελευταία στιγμή από τη διακήρυξή του τη θέση για χωρισμό Εκκλησίας-Κράτους και να την αντικαταστήσει με την αποβουτυρωμένη θέση για διακριτούς ρόλους)·

– το ξεγύμνωμα της Ιεραρχίας, επίσης με τη σιγή της, και αφού, πέρα από τους άλλους «Αγιατολάχ», με πρώτο τον Πειραιώς, που έσπευσε ξανά να στηλιτεύσει την «παράχρηση των Θεοσδώτων [sic!] ανθρωπίνων οργάνων», ανήσυχος πως του αμφισβητείται η αρχηγία στην αντιομοφυλόφιλη σταυροφορία, πέρα λοιπόν από τους άλλους «Αγιατολάχ», ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος, τα τελευταία χρόνια, έχει καλύψει επανειλημμένα τις ακρότητες των εν λόγω, με την προκλητική μάλιστα δήλωση πως υπάρχει και κόσμος που αυτά θέλει ν’ ακούει, άρα, ούτε λίγο ούτε πολύ, η Εκκλησία οφείλει να του εξασφαλίσει τους ανάλογους ποιμενάρχες! Της ίδιας Ιεραρχίας που, από παράλληλο σύμπαν θαρρείς, απείλησε με εξώδικο τον Γιάννη Ραγκούση, ότι, αν δεν τους πάει αποδείξεις για την αναφορά του σε ομοφυλόφιλους μητροπολίτες, «θα υποστεί την ανάλογη δικαστική βάσανο»!

Κέρδος δηλαδή η στάση της Ιεραρχίας, που μαρτυρεί το σκοτεινό πρόσωπο της Εκκλησίας, αν όχι της ίδιας της θρησκείας, σε ευθεία, θα έλεγα, συνεπαγωγή. Γιατί σκέφτεται εδώ κανείς πως ο κατάφωρα αντιχριστιανικός μισαλλόδοξος λόγος και τα αντίστοιχα έργα ανώτατων αξιωματούχων της Εκκλησίας μοιάζει να συνιστούν, έστω έμμεσα, ομολογία όχι πίστεως, αλλά απιστίας –αν μη τι άλλο, απέναντι στη μετά θάνατον ζωή, την οποία πρεσβεύουν και μέσω της οποίας διαφεντεύουν ανθρώπινες ψυχές. Γιατί δεν νοείται να πιστεύεις σε θεία δίκη και σε μετά θάνατον ζωή και να παραβαίνεις με κάθε σου λόγο και κάθε σου έργο τα όσα διδάχτηκες, πίστεψες και διδάσκεις.

Ας τ’ αφήσουμε όμως αυτά τα ασεβή: οι πύλες της Κολάσεως μόνο για μας είν’ ανοιχτές· οι Άγιοι, δεν μπορεί, άλλους λογαριασμούς θα έχουν κάνει.

Κι ας χαρούμε τη νίκη που είπα απ’ την αρχή, νίκη που τη χρωστούμε εντέλει στον Αμβρόσιο, και ακριβώς στις ακρότητές του. Τον ευχαριστούμε κιόλας.

buzz it!

17/3/18

Χάρισμα στην Τροχαία

(Εφημερίδα των συντακτών 17 Μαρτ. 2018)


ακινητοποιημένες μηχανές και αυτοκίνητο, κατάλληλα τοποθετημένα, φυλάνε θέσεις πάρκιν για την ελληνική οικογένεια






«Αρκετά νομιμόφρων» είναι ίσως κάτι αντίστοιχο με το «ολίγον έγκυος», θα ’λεγα όμως ότι είμαι αρκετά, παραλίγο: πολύ, νομιμόφρων οδηγός. Κάνω καθημερινά έναν μεγάλο κύκλο γύρω στα 2 χιλιόμετρα για να φτάσω σπίτι μου, ενώ θα μπορούσα να φτάσω με 100-150 μέτρα, το πολύ, αν έμπαινα ανάποδα στον μονόδρομο, με την πολύ αραιή μάλιστα κίνηση· ή κάνω ένα σωρό μανούβρες και υπολογισμούς για να παρκάρω όσο πιο κολλητά γίνεται στο πεζοδρόμιο και κοντά στον μπροστινό ή τον πίσω, ανάλογα, για να μην πιάνω τζάμπα χώρο, κ.ά.· μόνες μου αμαρτίες, καμιά απαγορευμένη αναστροφή, αλλά πάντα σε σημεία με φανάρι, άρα απολύτως ασφαλή διάβαση, άντε και καμιά μικροϋπέρβαση του ορίου ταχύτητας, πάντα όμως σε εθνική, και πάντα χωρίς κίνηση, αφού ταξιδεύω μόνο καθημερινές, ποτέ σαββατοκύριακα και αργίες, και πάλι όχι σε ώρες αιχμής.

Έχω έτσι ιδιαίτερα αυξημένη ευαισθησία στις απειράριθμες παραβάσεις, άλλοτε στα φανάρια κουνούσα ένα μπλουτούθ στον διπλανό που μιλούσε στο κινητό, φώναζα: «κάτι σας έπεσε» στον άλλο που πετούσε κάποιο σκουπίδι ή τσιγάρο απ’ το παράθυρο, ενώ πολύ θα ’θελα να ’χα τη δύναμη να βγω, να μαζέψω από κάτω τη γόπα και να του την πετάξω μέσα στο αυτοκίνητό του –βαρέθηκα πια. Αλλά πάντα σκέφτομαι το ελαφρώς αμπελοφιλοσοφικό, πως μια βδομάδα μόνο, για να μην πω δυο-τρία 24ωρα, βεβαίωση όλων ανεξαιρέτως των παραβάσεων, από τη φύλαξη δηλαδή θέσεων πάρκιν ώς το παρκάρισμα σε πεζόδρομους, ή τα παντού και πάντα όπου και όπως θέλουν μηχανάκια και μηχανές, θα έλυνε ίσως το οικονομικό πρόβλημα της χώρας.

Πού να βρεθούν όμως τροχονόμοι, θα πείτε, όχι τώρα με την κρίση, αλλά εξαπανέκαθεν –ή σιγά που θα κάθονταν να βεβαιώνουν παραβάσεις οι περισσότεροι, ακόμα κι αν υπήρχαν, θα πω εγώ.

Στην παλιά μου «πόλη», το Παγκράτι, περνούσα σχεδόν καθημερινά από την πλατεία Πλαστήρα και την πλατεία Βαρνάβα, στα όρια σχεδόν του δακτυλίου: ήταν τα δύο σημεία όπου έκαναν μπλόκο εναλλάξ οι άντρες της Τροχαίας. Όταν ήμουν πεζός, στεκόμουν πολλές φορές λίγο παράμερα και τους χάζευα, επιβεβαιώνοντας τις πρώτες μου παρατηρήσεις, που είχαν να κάνουν με τη γραφειοκρατικοποίηση της αστυνομίας: όταν το μπλόκο σχετιζόταν με τον δακτύλιο, έβλεπες να περνούν αβέρτα από μπροστά τους μηχανάκια χωρίς κράνος, αυτοκίνητα να έρχονται από το αντίθετο ρεύμα και να παρκάρουν άνετα μπρος στα μάτια τους και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους σας· και το αντίστροφο: όταν έγραφαν μηχανάκια, περνούσαν από μπροστά τους όσα μονά ή ζυγά παράνομα, ανάλογα τη μέρα, ανενόχλητα. Κωμικό πια.

Από δικές μου πάντα εμπειρίες, θα μπορούσα να γεμίσω σελίδες με διάφορες ιστορίες, π.χ. με σπαρταριστές ατάκες τις ουκ ολίγες φορές που έβρισκα μπλοκαρισμένη την είσοδο στο πάρκιν μιας κοντινής πολυκατοικίας, όπου νοίκιαζα μια θέση, και δεν μπορούσα να βγω, ή άλλοτε να μπω: «Θέλετε να του δώσω κλήση; Οι πιο πολλοί τις σβήνουν» με ρωτούσαν, όταν έρχονταν οι αστυνομικοί, κατά κανόνα έπειτα από πολλή ώρα ή και ώρες. Κάποια μάλιστα φορά, αφού επέμεναν στο τηλέφωνο: «Μα τι να έρθουμε; δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», ήρθαν με τα πολλά, και μ’ ένα απλό τηλεφώνημά τους βρήκαν τα στοιχεία του οδηγού, και μου είπαν: «Μπείτε καλύτερα στο αυτοκίνητό σας, γείτονες είστε, μη γίνουν επεισόδια, κι εμείς θα τον γράψουμε», και μπήκα εγώ στο αυτοκίνητό μου, κι έκαναν αυτοί πως γράφουν, και μπήκαν αστραπιαία στο περιπολικό κι εξαφανίστηκαν!

Εδώ πρέπει να σημειώσω τη στάση των άγνωστών μου περιοίκων που έβγαιναν και διαμαρτύρονταν, ώρα ούτε καν 10 το βράδυ: «Μα γιατί κορνάρετε επιτέλους!» Ή θυμάμαι μια δημοσιογράφο που ειρωνευόταν τους αστυνομικούς που έγραψαν κάποτε («Θαύμα! Θαύμα!») κάποιους από αυτούς τους κάγκουρες που περνάν με τέρμα τα ηχεία και τρέμει ο σύμπας κόσμος. Είναι προφανές, είμαστε πάντα με τον «αδύναμο», με το «θύμα» –όχι μόνο εμείς, μα και τα όργανα της τάξης.

Γενικότερα, όλοι κατακλυζόμαστε από εικόνες παραβατικότητας, από οδήγηση με το κινητό στο χέρι ώς τις πινακίδες με τον σβησμένο αριθμό, και όλοι έχουμε έτσι την πεποίθηση πως δεν βεβαιώνονται ποτέ παραβάσεις· κι όμως, κάποτε κάποιες, οσοδήποτε λίγες, βεβαιώνονται. Και πάντοτε σκεφτόμουν, κι ιδίως τώρα που γίνεται πολύς λόγος για τα νέα πρόστιμα, πως ένα ισχυρό ίσως προληπτικό μέτρο θα ήταν το εξής: Να υπήρχε καθημερινά στο δελτίο ειδήσεων ένα εμβόλιμο δελτίο της τροχαίας, ένας πίνακας που θα έδειχνε πόσοι έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν, πόσα πρόστιμα και άλλες κυρώσεις επιβλήθηκαν για ποιες παραβάσεις. Είναι γνωστό πως η γνώση ότι υπάρχει κάποιος έλεγχος λειτουργεί αποτρεπτικά.

Χάρισμα στην Τροχαία η ιδέα μου, αν και ο νους μου σκαλώνει σ’ ένα ας το πούμε λογοπαίγνιο, που βγαίνει από μόνο του και μοιάζει άγευστο, έχει όμως, αναπάντεχα, ουσία: ΚΟΚ ή εντέλει κ.ο.κ., δηλαδή και ούτω καθεξής, με άλλα λόγια: από δω παν κι άλλοι; Ίδωμεν.

buzz it!

10/3/18

Μνημείο για τη «Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου»: Η ασέβεια της ευσεβούς μνήμης

(Εφημερίδα των συντακτών 10 Μαρτ. 2018)


«Το Πυρρίχιο Πέταγμα» του Παν. Τανιμανίδη, πλατεία Αλεξάνδρας, στην είσοδο του Πασαλιμανιού [φωτογραφίες Βασίλη Μαθιουδάκη]
Η εξαφάνιση ή πάντως η αλλοίωση του ιστορικού προσώπου και της ιστορικής μνήμης μιας πόλης είναι από τις σημαντικότερες συνέπειες που έχουν κατά κανόνα, αν όχι εξ ορισμού, εκ των πραγμάτων, οι αναπλάσεις πλατειών και δημόσιων χώρων, όποιες ανάγκες κι αν υπηρετούν.

Θυμηθήκαμε έτσι στην προηγούμενη επιφυλλίδα την πλατεία Κοτζιά, πρότυπο κάποτε κέντρου κοινωνικής ζωής, τώρα πρότυπο ανθρωποδιώχτη· ας θυμηθούμε τώρα μια σκανδαλωδώς τζάμπα ανάπλαση, όπως της πλατείας Συντάγματος, από τον κατά τύχη δήμαρχο Νίκο Γιατράκο, όταν ο ψηφισμένος δήμαρχος Έβερτ προτίμησε τους θώκους της Βουλής, και αμέσως πριν αρχίσουν τα έργα για το μετρό, οπότε και ξαναξηλώθηκε η πλατεία, παρά τις απατηλές διαβεβαιώσεις του κατά τύχη δημάρχου· τέλος, ας θυμηθούμε μια καλαίσθητη ανάπλαση, όπως της πλατείας Κολωνακίου, από τους σπουδαίους Αντωνακάκηδες, που ωστόσο δεν ξεπέρασε τα όρια της ωραίας μακέτας, για λόγους ουσιαστικά κλίμακας: ήθελε διπλάσιο ή και τριπλάσιο χώρο για να αναπτυχτεί η μακέτα σε πλατεία όπου θα χωρούσαν, θα ανάπνεαν και θα λειτουργούσαν τα πλήθος ενδιαφέροντα στοιχεία.

Η κλίμακα, ο περιβάλλων χώρος, μπορεί ως γνωστόν να αναδείξει ή να χαντακώσει ένα έργο τέχνης. Ενδεικτικά, ο γυάλινος Δρομέας του Βαρώτσου που ασφυκτιούσε στον περιμετρικό κλοιό των κτιρίων της Ομόνοιας και αδικούνταν από ορισμένες γωνίες, ενώ τώρα τρέχει ελεύθερος στην ανοιχτωσιά απέναντι απ’ το Χίλτον. Άλλο παράδειγμα, ο περίφημος Έφηβος του Απάρτη, που φυτεύτηκε κάποια στιγμή σ’ ένα τριγωνάκι μπροστά απ’ την Αγία Φωτεινή, στη συμβολή Καλλιρρόης και Βουλιαγμένης, κι έτσι όπως τον έβλεπες κατηφορίζοντας, ο περήφανος Έφηβος γινόταν ένα κακόμοιρο παιδάκι δίχως ρουχαλάκια.

Στην προνομιακή πλατεία Αλεξάνδρας στο Πασαλιμάνι τώρα, από τα πρώτα στοιχεία που με έδεσαν με την καινούρια μου πόλη πριν από έντεκα κιόλας χρόνια, μια συμβατικά καλαίσθητη, στα όρια της ωραιοπαθούς, σχεδιαστική παρέμβαση μοιάζει να κατάργησε τον ελεύθερο, χαλαρό χαρακτήρα της πλατείας, υποτάσσοντας όλα τα νέα στοιχεία και ουσιαστικά ολόκληρη την πλατεία στην ανάδειξη ενός μνημείου για τη «Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου».

Ρουμελιώτης από πατέρα, Πόντιος απ’ τη μάνα μου, μολονότι όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια τα πέρασα στο ελατόφυτο χωριό του πατέρα, συναισθηματικοί λόγοι έβαζαν μπροστά τον Πόντο, τα τραγούδια του και τους χορούς του. Περίμενα έτσι με αυξημένη περιέργεια, αν και απ’ την άλλη καχύποπτα, ομολογώ, την ανάπλαση της πλατείας και κυρίως το μνημείο.

Όσα διάβαζα από δω κι από κει ηχούσαν ενδιαφέροντα και υποσχετικά: Μια σύνθεση από μεταλλικούς κυλίνδρους, με τριακόσιες τόσες χιλιάδες ελάσματα, όσα οι νεκροί, και αυτοί οι κύλινδροι σχηματίζουν ένα τόξο, που δείχνει την πορεία των ξεριζωμένων Ποντίων από τον έναν τόπο σε άλλον, και μέσα στους κυλίνδρους επιμέρους γλυπτά, πράγματα που άφησαν πίσω ή άλλα που πήραν μαζί τους, το λουκέτο απ’ το σπίτι που έκλεισαν οριστικά, το προσφυγοπούλι με μια λύρα, κιάλια, αργαλειός, και άλλα, ίσως δυσνόητα μα καταρχήν ερεθιστικά, όπως «η ξύστρα της άγραφης Ιστορίας», ή «τα γόρδια δεμένα πλοία των συμμάχων…» κ.ά.

Όμως ένα έργο τέχνης, και ιδίως σε υπαίθριο, δημόσιο χώρο, δεν λειτουργεί με λυσάρι από κοντά· είναι ή δεν είναι, δείχνει ή δεν δείχνει, δίνει ή δεν δίνει ερεθίσματα για δικές σου προβολές και ερμηνείες. Κι από κει και πέρα, οι αναλύσεις των ειδικών και πρώτα πρώτα ο λόγος του δημιουργού, εδώ του Παναγιώτη Τανιμανίδη, σίγουρα παίζουν καθοριστικό ρόλο, παρέχουν ερμηνευτικά κλειδιά, αλλά πάντα «από κει και πέρα». Ο οποίος λόγος του δημιουργού, ένα μάλλον λυρικό κείμενο με αναμνήσεις από τον πατέρα του, περιγραφή του έργου και πλήρη κατάλογο των επιμέρους γλυπτών, παρουσιάζεται ελληνικά και αγγλικά σε ένα αναλόγιο μπροστά από τον ειδικά διαμορφωμένο χώρο-πλαίσιο του μνημείου, κάτι που δύσκολα μπορώ να θυμηθώ σε δημόσια εκτεθειμένο έργο.

Το μνημείο από την απέναντι άκρη του λιμανιού
Δυστυχώς, πάλι ο θεατής, ο περαστικός, ακόμα κι από μακριά, κι από την αντίπερα άκρη του Πασαλιμανιού, το έργο θα δει, δεν θα διαβάσει την ανάλυση. Κι αυτό που βλέπει, υπερμέγεθες, εκτός κλίμακας, κυρίως, κυριότατα: που φράζει, κατά μία έννοια, μπουκώνει τον ορίζοντα, στα όρια της ύβρεως, τολμώ να πω, μοιάζει, κατά την αίσθησή μου, σαν μια αψίδα από αστραφτερούς, με το συμπάθιο, σκουπιδοντενεκέδες, στην καλύτερη περίπτωση –γιατί υπάρχει και η χειρότερη: υπό γωνία, από το πλάι, όπου παρουσιάζεται μια σκέτη μουτζούρα. Προσωπική οπωσδήποτε η αίσθηση, αυθαίρετη, αν θέλετε, αίσθηση ενός απλού φιλότεχνου και πιο πολύ χρήστη της πλατείας.

Έτσι κι αλλιώς, πέρα από την υποκειμενική και ό,τι άλλο θέλετε να την πείτε αίσθησή μου, ακόμα κι αριστούργημα, όπως θα το θεωρούν πολλοί το έργο, το κύριο είναι η αναλογία και η κλίμακα, το έργο που καβαλάει ολόκληρο το τοπίο, που επιβάλλεται στανικά στο τοπίο και στον χρήστη, θεατή, περαστικό κτλ.

Μου φαίνεται αλήθεια ασέβεια, όσο ευγενής κι αν είναι η μνήμη, και φυσικά οι προθέσεις.


ΥΓ. Και ένα ανέκδοτο. Τα εγκαίνια της πλατείας και τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν με ιδιαίτερη λαμπρότητα τέλη Μαΐου του 2017. Έπειτα από εφτά ολόκληρους μήνες, στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο του μαρινάκειου πλέον Βήματος αφιερώθηκε στο έργο ένα δισέλιδο με τις γνώμες τεσσάρων ειδικών, χωρίς την παραμικρή μνεία στο γεγονός, πότε δηλαδή έγινε κτλ. Μόνο πως «αποτελεί χορηγία του Βαγγέλη Μαρινάκη» –«της οικογένειας των Υψηλαντών», σύμφωνα και με επιγραφή στον χώρο του μνημείου. Του ενός μάλιστα από τους τέσσερις ειδικούς δημοσίευσαν γράμμα του στον γλύπτη, που αρχίζει: «Αγαπητέ φίλε Παναγιώτη, χθες, την Κυριακή το μεσημέρι, ήμουν και εγώ εκεί…», δηλαδή στα αποκαλυπτήρια, και θα νομίζει ο αναγνώστης πως έγιναν κάπου μέσα στον Δεκέμβρη. Η ταπείνωση της δημοσιογραφίας. Έπειτα από έναν μήνα, στις 4 Φεβρουαρίου, πάλι στο Βήμα, μία σελίδα παρουσιάζει γλαφυρά το έργο και δίνει τον λόγο στον γλύπτη, πάλι για ένα έργο κι ένα γεγονός που συνέβη άγνωστο πότε. Θα έχουμε και συνέχεια;







buzz it!

4/3/18

Αναπλάσεις και αρχοντοχωριατισμός

(Εφημερίδα των συντακτών 3 Μαρτ. 2018)



η πλατεία Αλεξάνδρας, πριν από την ανάπλαση
Ανθρωποδιώχτης, αποστείρωση και επαρχιωτισμός είναι κατά κανόνα το τρίδυμο που διέπει τις αναπλάσεις πλατειών και άλλων κοινόχρηστων χώρων.

Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα, η πλατεία Κοτζιά, για όποιον θυμάται την πλατεία π.Α., προ Αβραμοπούλου, γεμάτη κόσμο, λαϊκό όμως κόσμο, ντροπιαστικό κοντράστ στα μπλέιζερ του τότε Άρχοντα της πόλης. Σχεδιάστηκε έτσι η πιο άφιλη πλατεία, πλάκες στρωμένες, ίσα για να κόβεις δρόμο, χωρίς πουθενά να σταθείς, ίσως το πρώτο καθοριστικό βήμα να καταργηθούν τα παγκάκια, πριν ακόμα κοιμίσουν κάναν άστεγο ή μετανάστη, όπως άρχισε δηλαδή να γίνεται αργότερα –απλώς να καταργηθούν, μην τύχει και καθίσει άνθρωπος να χαλαρώσει, και λερώσει έτσι, με την εικόνα του αργόσχολου, το προαύλιο μπροστά στον ναό του δημάρχου. (Είχε και κάτι ελεεινές προτομές αρχαίων στη μέση του πουθενά, τις μάζεψε ευτυχώς κάποια στιγμή η Ντόρα.)

Ήταν μια «γενικότερη εκστρατεία εξευρωπαϊσμού της πόλης» έγραφα πιο παλιά (Τα Νέα 23.8.2003· βλ. και 30.10.2004),  «με την εξάλειψη “ρυπογόνων” εστιών, όπως θεωρούσε ο Άρχων Ατσαλάκωτος τα διάφορα παζάρια ή την κάποτε ολοζώντανη πλατεία μπροστά στο δημαρχείο του. Άντε να εξηγήσεις τώρα στον Άρχοντα πως αυτού του είδους ο εκσυγχρονισμός είναι ίσα ίσα χαρακτηριστικός στις υπό ανάπτυξη ή τις τριτοκοσμικές χώρες, εκεί δηλαδή όπου o στόχος είναι να εξαλειφθεί το στίγμα του υπανάπτυκτου, να εξαλειφθεί ό,τι μπορεί να χαρακτηρίζει ή να θυμίζει την ταυτότητά του. Γιατί ο Ευρωπαίος ή ο μη πλεγματικός το κρατάει –κάποτε μάλιστα και το προβάλλει– το παρελθόν του: το παλιό πάρκο, το παλιό κτίσμα, την παλιά γειτονιά».

Ιστορικό πρόσωπο και μνήμη της πόλης; Άγνωστες έννοιες, αστεία πράματα. Έτσι κι αλλιώς, τα κάγκελα σε πεζοδρόμια και σε πάρκα (π.χ. Πεδίο του Άρεως, στο τσακ τη γλίτωσε ο λόφος του Φιλοπάππου), τα ξυρισμένα από κάθε είδους χαμηλή βλάστηση πάρκα, για να μην κρύβονται οι απόβλητοι, ο πόλεμος στα παγκάκια, για να μη φιλοξενούνται πάλι οι απόβλητοι, όλα αυτά μοιάζουν περίπου αυτονόητα, στην καλύτερη περίπτωση: αναγκαία κακά. Και οι αναπλάσεις καλά κρατούν, ακόμα και σε εποχή άγριας οικονομικής κρίσης, θα πω, κι ας μοιάζει λαϊκίστικο. Κοινοτικά προγράμματα, σου λέει, ή δωρεά του τάδε, που θέλει ακριβώς πλατεία, κι όχι να μαζευτούνε, μπλιαχ, τα σκουπίδια της πόλης του:

Ο λόγος για την ανάπλαση της πλατείας Αλεξάνδρας, που ορίζει τη μία άκρη στην είσοδο του Πασαλιμανιού, στον Πειραιά, ανάπλαση-δωρεά Μαρινάκη.

Απ’ την αρχή: πέρσι, ακριβώς όταν τέλειωνε ο βαρύς χειμώνας και άρχισε να βγαίνει ο κόσμος έξω, η πλατεία περιφράχτηκε. Έφτασε και το Πάσχα, πέρασε και το Πάσχα, κλειστή η πλατεία. Η τεράστια πλατεία, σε προνομιακή θέση, πάνω απ’ τα νερά του λιμανιού, που έμοιαζε να μην της λείπει τίποτα, ενώ χωρούσε ίσα ίσα τα πάντα: τους μεγάλους ημιυπαίθριους χώρους τεσσάρων (!) καταστημάτων, τραπεζοκαθίσματα έξω, μεγάλα παρτέρια με μεγάλα δέντρα και χαμηλή βλάστηση, παγκάκια «κλασικά», και παρ’ όλα αυτά πολύς ελεύθερος χώρος για πιτσιρίκια με τα ποδηλατάκια τους –α, κι ένα γλυπτό στη μέση, που σχεδόν δεν το πρόσεχες.

Αυτό το γλυπτό όμως έπρεπε να αλλάξει. Ή μάλλον: για να στηθεί ένα άλλο γλυπτό, έπρεπε να αλλάξει η πλατεία, για να αναδειχτεί η δωρεά του Ευεργέτη της πόλης. Και μπήκε μπροστά το μέγα έργο, γιατί ποιος τα προσέχει τα μικρά και όμως στοιχειώδη, δίπλα ακριβώς, στα υπέροχα φαρδιά πεζοδρόμια του Πασαλιμανιού, όπου παραμονεύουν ξεσκέπαστα ή με σπασμένο κάλυμμα τα φρεάτια, ή εξέχουν, ακόμα πιο επικίνδυνες καθότι δυσδιάκριτες, βίδες από καλάθια αχρήστων που ξηλώθηκαν πριν από χρόνια, χώρια άλλες εστίες μόνιμης μπόχας. Πάλι όμως λαϊκίζω· ας γυρίσω στα μεγάλα.

η καινούρια πλατεία, τη μέρα των αποκαλυπτηρίων του μνημείου
Στην απαστράπτουσα τώρα πλατεία, όπου ακριβώς, κατά τα κελεύσματα της εποχής, τα μεγάλα παρτέρια γεγόνασι τόσα δα, να μείνει το ελάχιστο δυνατό χώμα, και πάλι όλο πλάκες, άφαντα τα παγκάκια, στον ρόλο τους κάτι στρογγυλοί όγκοι, όχι ακαλαίσθητοι, ομολογώ, και όλα να οδηγούν στο νέο μνημείο, επιφάνειες ανισοϋψείς, όχι με καμιά μεγάλη διαφορά, όσο όμως να περδικλώνονται και να μπήγουν έπειτα τα κλάματα τα πιτσιρίκια. Ωραία ίσως μακέτα, όμως άλλο η εικονική πραγματικότητα, άλλο η πραγματική πραγματικότητα, η ζωή.

Για το μνημείο, την επόμενη φορά.

buzz it!