Τα Νέα, 4 Απριλίου 2009
Ο ανάπηρος, με όσα τραυματικά έχει βιώσει, έχει γίνει ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι σε κάθε χειρονομία που θα θεωρήσει ότι δηλώνει διάκριση, με άλλα λόγια οίκτο. Όμως ο οίκτος, η συμ-πάθεια εντέλει, δεν σημαίνει σώνει και καλά υποτίμηση
Δεν νοείται να υπαγορεύσουμε στον άλλον, εν προκειμένω σε άτομο με αναπηρία, πώς πρέπει να αισθάνεται! Χρειάζεται όμως ίσως να του εξηγήσουμε πώς αισθανόμαστε οι ίδιοι
το πλήρες κείμενο:
στη Μαρία, στη Λίλα, στην Ελεωνόρα, στον Θάνο, στη Σωτηρία,
στον Χαράλαμπο, στον Βασίλη, στη Σοφία, στον Βαγγέλη
«Δεν δέχομαι ότι είμαι αθλητής “της ζωής και της ψυχής”. Ούτε είμαστε αθλητές με ειδικές ανάγκες. Είμαστε άτομα με αναπηρία. Όλοι έχουμε ανάγκες. Και βέβαια δεν ντρεπόμαστε για την αναπηρία μας.»
Μήπως όμως ντρέπεται η κοινωνία για κείνους; Και εμφανίζεται έτσι από αδιάφορη έως εχθρική, και πάντοτε ανάλγητη στην πράξη; Και πώς τότε διαχωρίζονται στάσεις και συμπεριφορές διαφορετικές· και κυρίως: πώς μπορεί να φτάσει αυτό, αν φτάνει, ώς τον ανάπηρο;
Διόλου εύκολο εντέλει. Οι συσσωρευμένες τραυματικές εμπειρίες από μια ζωή γεμάτη διακρίσεις, από το αδιάκριτο βλέμμα στο δρόμο ώς τον απάνθρωπο γραφειοκρατικό μηχανισμό, των ασφαλιστικών ταμείων, του δημοσίου εν γένει, δύσκολα θα επιτρέψουν στον ανάπηρο να αφεθεί, τουλάχιστον σε πρώτη επαφή, σε μια χειρονομία αγάπης, σ’ ένα βλέμμα ενθαρρυντικό, ή και θαυμαστικό, πόσο μάλλον συμπονετικό.
Συμπονετικό; Όμως τη συμπόνια κατά κανόνα δεν θα τη δεχτεί, ίσως ποτέ, ακόμα και μετά την πρώτη και την πολλοστή επαφή. Κάτι ασύμπτωτο υπάρχει εδώ: απ’ τη μια η δικαιολογημένη άρνηση του ανάπηρου να δεχτεί τη συμπόνια κι από την άλλη η επίσης δικαιολογημένη συμπόνια απέναντι στον ανάπηρο, η οποία αυτόματα υποβάλλει συμπεριφορές μη ελεγχόμενες, έστω και μόνο γιατί υπακούνε σε στερεότυπα. Και τότε πια αυτό το ασύμπτωτο θα διαιωνίζει, τρόπον τινά, και θα επαυξάνει τη δυσπιστία και κατά συνέπεια την άρνηση απ’ τη μεριά του ανάπηρου, κάτι που με τη σειρά του θα επαυξάνει τη δυσκολία να βρει τη σωστή στάση και συμπεριφορά ο άλλος, με αποτέλεσμα έναν φαύλο κύκλο. Το μείον στον λογαριασμό θα είναι πάντοτε, πολύ απλά, ο πόνος τον οποίο θα εισπράττει ο ανάπηρος εκεί που του προσφέρεται αγάπη.
Ξεκίνησα με τα λόγια του Χαράλαμπου Ταϊγανίδη, πολυνίκη στην κολύμβηση στους Παραολυμπιακούς του Πεκίνου, λόγια από συνέντευξή στου στον Μάνο Χαραλαμπάκη (Νέα 23.9.08), λίγες μέρες μετά τη λήξη των αγώνων.
Μίλησα αργότερα μαζί του κι εγώ εν εκτάσει, αλλά προηγουμένως είχα μιλήσει σχετικά με τη φίλη μου τη Λίλα. «ΑΜΕΑ» μου είπε, «Άτομα Με Ειδικές Ανάγκες, είναι χαρακτηρισμός που τον υιοθετούν κυρίως άτομα που δεν έχουν συμφιλιωθεί με την αναπηρία τους. Εμείς, λέμε πως είμαστε “άτομα με αναπηρία”.» Τη Λίλα την ξέρω απ’ το γυμνάσιο, είχε έρθει στα μισά της χρονιάς με το αναπηρικό της καροτσάκι, από πολιομυελίτιδα, μάθαμε, ένα πανέμορφο κορίτσι με δαιμονικό κέφι και χιούμορ. Μας περνούσε δύο χρόνια, χαμένα στα νοσοκομεία, αμέσως δέσαμε όλοι, στα χέρια την παίρναμε για κοπάνα, εγώ πηδούσα τη μάντρα με το καροτσάκι της, μου θυμίζει τώρα η ίδια, έπειτα ήρθε το καλοκαίρι, με καινούριες χειρουργικές επεμβάσεις, όμως: «Πιο γρήγορα» φώναζε η Λίλα όταν την έτρεχα με το καροτσάκι σαν σε ράλι στον παραλιακό στο Καλαμάκι -–τόσο μυαλό είχαμε κι οι δυο...
Χαθήκαμε με τα χρόνια, ξαναβρεθήκαμε πέρσι, η Λίλα ίδια, γελαστή και φωτεινή, παρά τα χρόνια, παρά τους πόνους που μεγαλώνουν, δεν ξέρει πόσο θα περπατάει ακόμα, έτσι κι αλλιώς με το μπαστούνι πάει και με κάτι σιδερένιες κατασκευές που της κρατούν από πάνω ώς κάτω τα πόδια· στο μεταξύ γυρνάει ακατάβλητη τα σχολεία και μιλάει στα παιδιά, την καλούν στα μουσεία να δει τις ράμπες κτλ., γράφει παιδικά βιβλία. Το καλοκαίρι ήρθε στο σπίτι μου, ήταν τις μέρες με τον μίνι καύσωνα, έφτασε κουρασμένη, είχε πάει και στο κολυμβητήριο το πρωί, ξέρει πως μόνο με τη συστηματική άσκηση θα παραμείνει όρθια, μπαίνει λοιπόν στο σπίτι, «είμαι πτώμα» λέει, «και έξαλλη αποπάνω, με έναν στην πισίνα το πρωί, που μου είπε τη χοντράδα του»· «τι σου είπε, Λίλα;», «ότι θαυμάζει το κουράγιο μου, να πάω για κολύμπι μ’ αυτό τον καύσωνα».
Γιατί πειράχτηκε, σχεδόν θύμωσε η Λίλα;
Γιατί πειράχτηκε ο Μιχάλης, όπως έγραφα στο προηγούμενο; Ο Μιχάλης, υπενθυμίζω, είναι μαύρος γεννημένος στην Ελλάδα, που τον ακούνε να μιλάει άψογα ελληνικά και ξαφνιάζονται· τους εξηγεί ότι γεννήθηκε εδώ: «παρ’ όλα αυτά, μιλάς εξαιρετικά ελληνικά» του λένε. Έγραφα ότι, εκτός από το ότι δεν είμαστε ακόμα εξοικειωμένοι με το θέμα των μεταναστών δεύτερης γενιάς, ειδικά στην περίπτωση του Μιχάλη το διαφορετικό χρώμα θα απορυθμίζει πάντοτε τον άλλον, θα γεννά σύγχυση και αμηχανία· θα λέει έτσι ο άλλος την αστόχαστη κουβέντα του, θα πληγώνεται ο -–εκάστοτε–- Μιχάλης. Βέβαια, δεν είναι έτσι απλά τα πράγματα, γιατί ο Μιχάλης διαβάζει αποπίσω, όχι αδίκως, και συμπόνια, συμπόνια για τον μαύρο, για τον μετανάστη, όπως τον νομίζουν, για τον και μαύρο και μετανάστη. Έγραφα για το δίκιο οπωσδήποτε του Μιχάλη, που ενοχλούνταν, αλλά και του άλλου που ξενίζεται και οδηγείται σε γκάφα. Πολυτέλεια περίπου ανάρμοστη το «δικαίωμα» στην αμηχανία, πόσο μάλλον στον οίκτο, στη συμπόνια, γι’ αυτό και με δυσκολία μεγάλη γυρόφερνα μήνες τώρα το θέμα, και ιδίως τη συνέχειά του.
Ποια όμως η συνέχεια και γιατί· τι ενώνει τις δύο τόσο ανόμοιες περιπτώσεις, τον μαύρο Μιχάλη και την ανάπηρη Λίλα. Και οι δύο αρνούνται τη στάση που ξεκινάει από συμπόνια, ή που έχει μέσα της σίγουρα και συμπόνια. Δεν θέλουν να τους συμπονούν, λιγότερο τώρα ο μαύρος Μιχάλης, περισσότερο η ανάπηρη Λίλα.
Κι όμως, εγώ λόγου χάρη θέλω να με λυπούνται, ακόμα και σε μια γρίπη, ή για τη μέση μου που με ταλαιπωρεί κοντά δυόμισι δεκαετίες. «Εσύ το θέλεις, επειδή η αδυναμία σου ή και αναπηρία σου είναι παροδική· όταν όμως είναι κάτι μόνιμο, δεν είναι δυνατόν να σε λυπούνται συνέχεια» αντέτεινε ο Βαγγέλης, φίλος σε αναπηρικό αυτός. Όπως και ο Βασίλης, που ασχολείται με τον αθλητισμό: «Δεν ζήτησα βοήθεια· αν χρειαστώ, θα ζητήσω» είπε σχεδόν θυμωμένα σε κάποιον που έτρεξε να τον σηκώσει, όταν τον είδε που έπεσε με το αμαξίδιό του -–και μάλιστα όχι κάπου στο δρόμο, αλλά σε κάποια αθλητική διοργάνωση, σε οικείο δηλαδή περιβάλλον, και ανάμεσα σε άλλους αναπήρους.
Όμως, αυτό που έκανε τον γλυκύτατο και πράο Βασίλη να θυμώσει είναι κάτι που θα το ’κανα αυθόρμητα κι εγώ, αν έβλεπα οποιονδήποτε να πέφτει στο δρόμο. Κι αυτό που θα έκανα εγώ θα ήθελα πάρα πολύ, εννοείται, να το έκαναν, σε αντίστοιχη περίσταση, και σ’ εμένα. Υπάρχει βέβαια διαφορά: ο ανάπηρος, με όσα τραυματικά έχει βιώσει, έχει γίνει ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι σε κάθε χειρονομία που (θα θεωρήσει αυτός ότι) δηλώνει διάκριση, με άλλα λόγια ότι τον λυπούνται.
Συμπόνια και υποτίμηση
Ωστόσο, όλη η γνώση του κόσμου πως ο ανάπηρος δεν θέλει να τον λυπούνται, άρα δεν πρέπει να εκδηλώσουμε καθόλου οίκτο κτλ., μοιραία είναι γνώση εγκεφαλική, που δεν συναντιέται δηλαδή με δικά μας συναισθήματα, που βρίσκεται δηλαδή μονίμως σε δυσαρμονία με τα συναισθήματα και τις πράξεις μας, γενικότερα με τη στάση μας απέναντι στον ανάπηρο. Που ξέρουμε ότι τον οίκτο τον διαβάζει και με τις δυο του σημασίες, και σαν συμπόνια και σαν υποτίμηση· ακόμα χειρότερα, τις δύο σημασίες τις κάνει, όχι άδικα πολλές φορές, μία: υποτίμηση. Και πλέον δεν τη θέλει τη συμπόνια, γενικά.
Οφείλουμε τότε -–και ιδιαίτερα όταν αγαπάμε–- να ελέγξουμε, και αισθήματα και στάση, να μη δείξουμε με κάποια μας πράξη οίκτο· όμως ο έλεγχος, αν είναι πάντοτε εφικτός, οδηγεί συχνά σε αδεξιότητα, σε μικρότερη ή μεγαλύτερη γκάφα, που θα πληγώνει το άτομο ακριβώς που θελήσαμε λ.χ. να συνδράμουμε, ή απλούστατα να επικοινωνήσουμε μαζί του.
Σαν τελικό αποτέλεσμα μοιάζει να ανακυκλώνεται μια βεβιασμένη συμπεριφορά, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Γιατί και από τις δύο πλευρές έχει καταργηθεί ο αυθορμητισμός, με τον έλεγχο συναισθημάτων που έχει ενεργοποιηθεί εκατέρωθεν, στο δώσε και στο πάρε.
Μοιάζει αδιέξοδο όλο αυτό, γιατί είναι πάντα σαν να λέμε εμείς στον άλλον πώς πρέπει να αισθάνεται, πράγμα άτοπο! Περιορίζομαι έτσι, και τότε επιμένω, να εξηγήσω πώς αισθάνομαι εγώ ο ίδιος, ώστε κατά το δυνατόν να μην πληγώνεται, να πάρει η ευχή, ο άλλος, ακόμα και από την αγάπη.