13/9/12

Η Μιχαήλα άφησε πια τις κούκλες της

(περ. Unfollow 9, Σεπτ. 2012)  


Μέρες του καύσωνα, στα Βοτσαλάκια στην Καστέλλα, λαϊκή, ελεύθερη παραλία, είδος προς εξαφάνιση, ως γνωστόν, μουσειακό οσονούπω, όσο να βάλει μπρος ο Μιχαλολιάκος, ο δήμαρχος, όχι ο άλλος, τα ήδη έτοιμα σχέδια «αξιοποίησης», στα Βοτσαλάκια λοιπόν, μπαμπάς με δύο γιους κι έναν τους φίλο, κάπου μεταξύ 16 και 18 και οι τρεις, λέει ο μεγαλύτερος γιος, και διόλου χαμηλόφωνα, ότι στην τάδε παραλία, όπου είναι όλοι σαν παρέα, «περνάει προχτές ένας Πακιστανός που κάτι πούλαγε, του λέει η Μιχαήλα: “νά σου πω”, γυρνάει εκείνος, και του ρίχνει μια γροθιά…» –μα τι γροθιά! έμοιαζε να ’ναι η συνέχεια, μα η φωνή έμεινε μετέωρη, μάλλον αδιάφορη εντέλει παρά γεμάτη θαυμασμό για την πράξη της Μιχαήλας, σαν να περιέγραφε την πιο τετριμμένη, καθημερινή πράξη.

Κι αυτό είναι το εφιαλτικό, τι Κασιδιάρης και Μιχαλολιάκος, τον άλλο Μιχαλολιάκο λέω τώρα, της Χρυσής Αυγής, τι Κασιδιάρης λοιπόν και Μιχαλολιάκος, η έφηβη Μιχαήλα, που μπορεί κάλλιστα να είναι ένα κοριτσάκι κλαράκι, άλλωστε ούτε το δεκαοχτάρι που έλεγε την ιστορία ήταν κάνα νεάντερταλ χρυσαυγιτάκι, κάθε άλλο, το θέμα είναι λοιπόν ένα κοριτσάκι, που κάθεται αραχτό με τα φιλαράκια του στην παραλία, και μέσα σ’ όλον τον κόσμο, μάλλον με την ασφάλεια όλου του κόσμου, είχε την έμπνευση, σκέφτηκε, να βγάλει τι; ποιο «μίσος», σιγά το μίσος, την πλάκα του έκανε το κοριτσάκι, με δεδομένη τη σιωπηλή έστω επιδοκιμασία του κόσμου.

Ή, ας μην υπερβάλλω: σίγουρα κάποιοι δε θα ήταν με το κοριτσάκι, άλλοι από κάποιου είδους οίκτο, ανοχή, ή σαν μεγαθυμία: «τι φταίει μωρέ κι ο δύστυχος αυτός», άλλοι περίτρομοι, πού να μιλάνε τώρα.

Γιατί, αλήθεια, εγώ, τι θα ’κανα εγώ, αν ήμουν κοντά στη Μιχαήλα, θα τολμούσα να της φωνάξω: «νά σου πω», και να γυρίσει και να της χώσω μια γροθιά ξεγυρισμένη, θα ’βαζα έστω τίποτα φωνές, ή μήπως θα λούφαζα κι εγώ; άλλωστε σάμπως είπα τίποτα στο κωλοπαίδι που αφηγούνταν με το πιο καθημερινό του ύφος το κατόρθωμα της Μιχαήλας;

Και γιά δες, όλο για «μικρά» έγραφα, και μόνο τώρα μου βγήκε το «κωλοπαίδι»: τάχα θυμός για το κωλοπαίδι ή για την αδράνεια τη δική μου; εννοώ «γνήσιος» θυμός για το γεγονός καθαυτό, ή μήπως θυμός που γεννήθηκε όταν έφτασα στην αντίδραση, τη μη αντίδραση εννοώ, τη δική μου; και πάλι, θυμός θυμός, έστω για τη μη αντίδραση, ή ίσα για να βολέψω τις ενοχές μου;

Θα ’χω, φοβάμαι, πολλές ευκαιρίες για να μάθω.

buzz it!