Η ιστορική απόφαση κι ένα κάποιο κενό
(Εφημερίδα των συντακτών 10 Οκτ. 2020)
* «Με δικαστές τη Βιάννο, τα Καλάβρυτα, το Δίστομο» καταδικάζεται ο φασισμός στην Ελλάδα –συνεχίζω αυθαίρετα και απλουστευτικά τον ιδιοφυή τίτλο του Παντελή Μπουκάλα, παραμονή της απόφασης (Καθημερινή 6/10).
Και γράφω αργά Τετάρτη προς Πέμπτη, έπειτα από την όντως ιστορική απόφαση, που βεβαιώνει πως η ΧΑ ήταν/είναι εγκληματική οργάνωση.
Για λόγους υγείας δεν μπόρεσα να είμαι έξω από το Εφετείο κι εγώ, μαζί με τους άλλους –για να «πιέσουμε» τη δικαιοσύνη λέει, ποιος, ο Ανδρέας Λοβέρδος, και να της «υποδείξουμε» πώς να κάνει το έργο της! Έμεινα έτσι να βλέπω στην τηλεόραση τα πλάνα με τον ενθουσιασμό και τα χειροκροτήματα, κι έπειτα τα επεισόδια (που τάχα ευθύνονταν αποκλειστικά για την επέμβαση της αστυνομίας, όπως με έπεισαν αρχικά κι εμένα τα άθλια κανάλια).
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, σαν κατανάγκην θεατής, δεν αφέθηκα στη χαρά. Λυπάμαι και σχεδόν ντρέπομαι και που το γράφω, όμως μιζερεύτηκα, καθώς σκέφτηκα αμέσως:
Πεντέμισι χρόνια, με ανυπολόγιστο κόστος, σε χαμένες ζωές, ανοιγμένα κεφάλια και τσακισμένα κορμιά, κι έπειτα υλικό απλούστατα κόστος, δάση ολόκληρα για τα χιλιάδες έγγραφα κτλ. κτλ., πεντέμισι χρόνια κι ακόμα και την προηγουμένη να τρέμει το φυλλοκάρδι μας για την απόφαση, για να αποδειχτεί δηλαδή το πασιφανέστατο και αυτονόητο χρόνια ολόκληρα πριν κι από τα πεντέμισι της δίκης, πριν κι από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, κι άλλο, κι άλλο πριν, πως η νεοναζιστική αυτή οργάνωση ήταν καθαρά εγκληματική.
Κι όμως, πάλι καλά, λέω και προσπαθώ να βρω τη χαρά, ας μπούνε μερικοί έστω στη φυλακή… Κι ας μείνουμε, ξαναβουλιάζω αμέσως στον λάκκο μου, με ατσαλάκωτους τους γεννήτορες και οπωσδήποτε καλλιεργητές και εκτροφείς τους, μεγάλο μέρος των μίντια, των βουλευτών και τόσων διανοουμένων, παρακαλώ, και δημοσιολογούντων.
Και αφού προηγουμένως έχει εκφασιστεί και αναντίλεκτα εκρατσιστεί μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ασύγκριτα μεγαλύτερο από το ήδη τεράστιο, σχετικά, ποσοστό αυτών που χρυσαυγίτισαν ευθέως, που ψήφισαν κάποια στιγμή, κι αν κάποιαν άλλη στιγμή δεν ψήφισαν, μια χαρά καλοβολεύτηκαν οι περισσότεροι και εκφράστηκαν και εκφράζονται από την παραδοσιακή Δεξιά.
Νιώθω σαν να οφείλω μια συγνώμη για τη μεμψιμοιρία μου. Που σαν να δηλητηριάζω τη γενική χαρά, μια γενική χαρά και ευφορία που σίγουρα την οφείλουμε στους γνωστούς και άγνωστους συγγενείς και φίλους των άγνωστων και γνωστών θυμάτων. Μαζί με τις ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη μας αλλά και την ελάχιστη –καθότι ατελέσφορη– συγνώμη μας.
* Όσα δε φτάνει η αλεπού… Έβαλα στο χαρτί τη μεμψιμοιρία μου, σαν για να την ξορκίσω. Κι ακόμα δεν κατάλαβα τι με κράτησε και με κρατάει ακόμα έξω απ’ τη χαρά. Λέω τότε, πιο πολύ για να ξεμπερδεύω νομίζω, πως μπορεί και να ’ναι απλώς η αίσθηση του αδύναμου να βρίσκεται εκεί, του απέξω. Αυτού που, όσα δε φτάνει, τα κάνει κρεμαστάρια.
Έτσι θυμάμαι, πάλι με ελαφρά ντροπή, 23 Ιουλίου του 1974, στην κατάμεστη αίθουσα του Μαροκινού Περιπτέρου στην Πανεπιστημιούπολη του Παρισιού, με τους εξαντλημένους Μαροκινούς απεργούς πείνας στο πάτωμα γύρω γύρω, να περιμένουμε τον Μίκη Θεοδωράκη, που θα ’δινε συναυλία συμπαράστασης. Η ώρα περνάει και ο Μίκης πουθενά, ζέστη, ιδρώτας, αποπνικτική ατμόσφαιρα, ανυπομονησία, έως σχετικός εκνευρισμός… Ώσπου νά τος ο Μίκης, «Με συγχωρείτε» λέει στα γαλλικά, «αλλά απόψε η Δημοκρατία γύρισε στη χώρα μου». Και σείστηκε η αίθουσα! «Τα παιδιά» συνέχισε με δυσκολία (ο Πανδής νομίζω και η Φαραντούρη) «θα παίξουν για σας, αλλά εγώ ψάχνω με τον Καραμανλή ένα αεροπλάνο να κατέβουμε στην Ελλάδα» –κάπως έτσι.
Και βγήκε απ’ τη σκηνή. Πετώντας στον αέρα βγήκαμε κι εμείς, μέσα στο πανδαιμόνιο από ζητωκραυγές και χειροκροτήματα των Μαροκινών. Στο χολ πέσαμε όλοι επάνω του, δεν ήξερε πολλά κι αυτός ακόμα, έλαμπε μόνο. Και έφυγε, ο ευτυχής.
Μείναμε εμείς, να τα λέμε ξαναμμένοι, οδεύοντας προς το Ελληνικό Περίπτερο, όπου έδιναν κι έπαιρναν οι συνελεύσεις, ήδη από το πραξικόπημα στην Κύπρο και την επιστράτευση. Κι εκεί, εμείς που δεν μπορούσαμε να βρούμε μαζί με τον Καραμανλή αεροπλάνο για να κατέβουμε στην Ελλάδα, πιάσαμε τον φαγωμό, και νά σου η νατοϊκή αλλαγή, και δώσ’ του τι Πλαστήρας τι Παπάγος…
Ντροπής πράγματα δηλαδή, κι ας ειπώθηκαν έπειτα από πολλούς στα σοβαρά, κι αποτελούν ακόμα και σήμερα ημιεπίσημη ερμηνεία συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων και κομμάτων.
Για μας ήταν κανονικά τα κρεμαστάρια που δε φτάνει η αλεπού… Ιδίως μετά, που βλέπαμε (σκέτες φωτογραφίες, τι άλλο!) τη μεγαλειώδη υποδοχή, πρώτα, εννοείται, του Καραμανλή, έπειτα της Μελίνας κ.ά.
Άλλη μια κορυφαία, ιστορική στιγμή, λοιπόν, κι εγώ πάλι απέξω. Αυτό θα φταίει μάλλον, και τι χρωστάτε οι αναγνώστες... Συμπαθάτε με τότε.