27/6/21

Ο αποδιοπομπαίος Τσιτσιπάς και το Αφρόλουτρο ’21

 (Εφημερίδα των συντακτών 26 Ιουν. 2021)

(όταν εμείς παίζαμε τένις, οι άλλοι, πάνω στα δέντρα... κτλ.)

 

* Ο άνθρωπος που λατρεύουμε να τον μισούμε –για να χρησιμοποιήσω κι εγώ έναν ξενισμό που σχεδόν τον απεχθανόμουν, όμως ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωσή μας. Ο λόγος για τον Τσιτσιπά, που όταν διέψευσε τις προσδοκίες μας, εκεί που περιμέναμε (όχι όλοι!) να τον στέψουμε εθνικό ήρωα, έγινε ένας καταγέλαστος λούζερ. Και δεν μιλάω για τους πολλούς, πιστεύω, που με λαχτάρα περιμένανε τη νίκη, και θα ’θελαν να τον δουν να χαίρεται, παρά την ήττα, να χαμογελάει (φιναλίστ δα σε κορυφαία διοργάνωση και 4ος σε παγκόσμια κατάταξη)· αλλά γι’ αυτούς που του την είχανε στημένη, που ακόμα και «σίχαμα» τον γράφαν κάποιοι, και άλλοι του ζητούσαν πρώτα να μετανοήσει για την κάθε του αμαρτία, κι έπειτα να/ας νικήσει.

Και σκέφτομαι τον Γκάλη, με τον οποίο μάθαμε όλοι μπάσκετ, όπως τώρα με τον Τσιτσιπά τένις (που όμως δεν του το πιστώνουμε): άραγε τον θυμόμαστε συχνά χαμογελαστό τον μέγιστο Νίκο Γκάλη; Λέω, μάθαμε τένις, όσο κι αν το σνομπάραμε μαζί: σπορ των πλουσίων κτλ. Αλλά ό,τι μάθαμε, ήταν αναπόφευκτα από ένα σημείο κι έπειτα. Παρακολουθήσαμε οι περισσότεροι ένα άγνωστό μας άθλημα, άλλοι από εθνική υπερηφάνεια, άλλοι από απλή περιέργεια, αλλά και κάποια καχυποψία: γιά να τον δούμε λοιπόν κι αυτόν τι ψάρια πιάνει, που είπε και κάτι ανοησίες από το Ντουμπάι (όπου έκανε προπόνηση, αλλά τον μπέρδεψαν με τους επαγγελματίες γλεντοκόπους κοσμικούς).

Και τους «επιβεβαίωσε» ο Τσιτσιπάς: όλο νεύρα που νικήθηκε, δίχως μισό χαμόγελο! Κι αμέσως βρέθηκε κι άλλη τροφή, που ανακυκλώθηκε αστραπιαία στα κοινωνικά μέσα: οξύθυμος, βρίζει, ξεσπάει στη ρακέτα του κ.ά. Ενώ την ίδια στιγμή κυκλοφόρησε η αγιογραφία του νικητή Τζόκοβιτς, που μεγάλωσε μέσα στις βόμβες και έχει πλούσιο φιλανθρωπικό έργο. Αλήθεια είναι αυτά, και το έργο του Τζόκοβιτς και ο κακομαθημένος, ας πούμε, Τσιτσιπάς. Που σίγουρα όλοι θα τον θέλαμε να χαμογελάει, όλοι θέλαμε αυτό το πανέμορφο και ολόφωτο πρόσωπο χαμογελαστό, όπως τις άλλες στιγμές. Λες και δεν έχουμε δει τους χαμένους ενός τελικού στο ποδόσφαιρο, με τι μούτρα αφήνουν να τους περάσουν το μετάλλιο στον λαιμό, που το βγάζουν αμέσως με αποστροφή, σαν να τους είχαν κρεμάσει τα κουδούνια της ντροπής. Πάντως δεν έχουμε ξαναδεί τον αγιογραφούμενο τώρα νικητή στα δικά του ξεσπάσματα, όταν πετάει πέρα τη ρακέτα, όπως σε αμέσως προηγούμενο παιχνίδι του με τον Τσιτσιπά –ή όταν είχε πετάξει με δύναμη το μπαλάκι στην επόπτρια.

Έτσι είναι· με την ήττα του Τσιτσιπά χάσαμε το θέαμα του ηττημένου Τζόκοβιτς. Όμως το ξέσπασμα στη ρακέτα, ακόμα κι από τον κορυφαίο και γλυκύτατο Ράφα Ναδάλ, είναι καλώς ή κακώς κλασική αντίδραση. Το ρεκόρ ανήκει, νομίζω, στον Κύπριο Μάρκο Παγδατή, που κάποια φορά άρχισε να σπάει τις ρακέτες του τη μία μετά την άλλη –τέσσερις στην καθισιά. Ενώ ο ελληνικής καταγωγής Νικ Κύργιος έχει κατακτήσει αν όχι το χρυσό πάντως κάποιο μετάλλιο στην αντιαθλητική συμπεριφορά.

* Ας τ’ αφήσουμε όμως αυτά, κι ας σκεφτούμε άλλα και αλλιώς: αν είχαμε λ.χ. έναν σπουδαίο συνθέτη που μας έβγαινε εθνικιστής ακροδεξιός, ή έναν μεγάλο συνθέτη δραχμοφονιά, που μια ζωή έριχνε αγρίως στα οικονομικά τους συνεργάτες του, ή άλλον σπουδαίο συνθέτη μες στην ξινίλα και με υψωμένο φρύδι (και δάχτυλο μαζί), ή έναν μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή (όχι του γούστου μου, αλλά καμία σημασία) συνωμοσιολόγο αντιεβραϊστή, ή έναν ζωγράφο ή έναν πεζογράφο ή έναν φιλόσοφο ξενόφοβο ρατσιστή, θα καταργούσαμε άραγε αναδρομικά τη συγκίνηση που μας προξένησε το έργο τους, θα βάζαμε εν πάση περιπτώσει τον χαρακτήρα τους ή τις ιδέες τους πάνω από το έργο τους; Θα τους διαγράφαμε δηλαδή, θα τους σβήναμε από το παρελθόν ή κι από το παρόν μας;

Και πέρα από την επιβαλλόμενη κριτική (που σπάνια την ασκούμε, μόνο βαράμε προσοχές!) θα τους αντιμετωπίζαμε άραγε απολύτως απαξιωτικά, και μάλιστα χλευαστικά, για τον χαρακτήρα αλλά και για το έργο τους;

 

* Αφρόλουτρο ’21. «Επιθυμία ελευθερίας» πλημμύρισε τις προάλλες τα κανάλια μας, ένα πρόγραμμα της επιτροπής της Γιάννας Αγγελοπούλου, κατά το οποίο προβλήθηκε στην πρόσοψη κτιρίων 18 διαφορετικών πόλεων μια «οπτικοποιημένη αφήγηση του Αγώνα του 1821…» κτλ.

Αφήνω το θέαμα, καλό-κακό, αδιάφορο εδώ: τρία κρατάμε πάντα, τρεις ντροπές, την επικεφαλής Γιάννα, τον εντολέα της τον Κυριάκο Μητσοτάκη, και εκείνο, ναι, το περιβόητο εξώφυλλο του Βημαγκαζίνο, με τα κεφάλια των κεφαλών της Ευρώπης και της χώρας μας μοντάζ με τις μεγάλες μορφές του ’21. Τώρα πίσω πίσω, θα πείτε, κι ενώ αποσύρθηκε αμέσως; Ναι, γιατί αποτύπωσε το πρόσωπο του τρίτου παίκτη σ’ όλα αυτά, της κοινωνίας που ανέδειξε τους άλλους δύο.

Στο προκείμενο, ιδού, μία από τις ασύνειδες ενδεχομένως (κουκιά τρώνε, κουκιά μαρτυράνε) προσεγγίσεις, η αφυδάτωση, η αποβουτύρωση, η λαπαδοποίηση μιας κορυφαίας σελίδας της ιστορίας μας: η ονομασία και μόνο: «επιθυμία ελευθερίας». Προσέξτε, πέρα από το αμιγώς γλωσσικό (επιθυμία με γενική, όπως άραγε: επιθυμία φαγητού; νιώθω μια επιθυμία γλυκού;): «Επιθυμία»; Τόσο άνευρο, τόσο χυλός; Ο δεσμώτης, ο φυλακισμένος, ο υπόδουλος, ο σκλάβος, έχει «επιθυμία» ελευθερίας; / της ελευθερίας; / για ελευθερία; Όχι λαχτάρα; Πόθο; Δίψα;

Η δίψα για την ελευθερία λοιπόν. Όντως ψύλλοι στ’ άχυρα, την εποχή του λάιφστάιλ. Με τα μυαλά λαϊφστάιλ.

buzz it!