31/7/21

Απρέπειες, τις λέμε και ουρανομήκεις

 (Εφημερίδα των συντακτών 31 Ιουλ. 2021)

* Κουκουέδες, όχι, δεν λέμε! Δεν ξέρω πότε θ’ αξιωθώ να γράψω δυο λόγια για έναν καλαίσθητο τόμο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νήσος, με την επιμέλεια της μεταφράστριας και καθηγήτριας στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Αθηνών Μαρίας Παπαδήμα: Πολίτες της Βαβυλωνίας είναι ο τίτλος, με κείμενα 29 μεταφραστών, χωρισμένα σύμφωνα με την εμπνευσμένη αρχιτεκτονική της επιμελήτριας σε τέσσερις διακριτές ενότητες (κάποιοι μίλησαν για συλλογή ετερόκλητων κειμένων!) με τρία ιντερμέτζα ανάμεσά τους.

Απλή σημείωση για την ώρα, δημόσια ευχαριστία στην έξοχη μαστόρισσα Παπαδήμα, με κίνδυνο να φανεί κολακεία, αφού ανάμεσα στους 29 είναι κι η αφεντιά μου (ουσιαστικά αναθεωρημένες και εμπλουτισμένες δύο επιφυλλίδες μου εδώ, η μία για την τύχη των μεταφράσεων του Κούντερα, κι η άλλη για την αλλαγή του τίτλου της Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι σε Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης, όπως εναλλάσσεται εξάλλου μέσα στο ίδιο το βιβλίο, και προπαντός όπως το είχε δεχτεί ο συγγραφέας).

Χάρηκα έτσι μόλις είδα στο φέισμπουκ να αναπαράγεται ένα σχετικό κείμενο του Ανδρέα Παππά («Τη “Βαβυλωνία” μην την κλαις», Τα Νέα 17/7) και ετοιμάστηκα να το αναδημοσιεύσω. Ώσπου προχωρώντας στο διάβασμα, αλήθεια πάγωσα.

* Πρώτα να ξαναπώ ότι οφείλω χάριτες στην Ανδρέα Παππά για μια καίρια παρέμβασή του στην Κεντρωτιάδα στο Αντί παλιά (άρθρα επί άρθρων ανάμεσα σ’ εμένα και τον Κεντρωτή, για μια μετάφραση του Μούζιλ), όπου διέκοψε το παραλήρημα μεγαλείου του μεταφραστή με μερικές κωμικά, κατά τα γνωστά πλέον, ανελλήνιστες εκφράσεις του, αλλά προπάντων υποδεικνύοντας την άγνοιά του στα μουσικά, αφού «εξηγούσε», σε σημείωση κιόλας, ότι το μπάσο κοντίνουο (μουσική συνοδεία) είναι μουσικό όργανο! Και επίσης του οφείλουμε όλοι ένα πρόσφατο, εξαίρετο κείμενο για το διαβόητο Λεξικό Μπαμπινιώτη, μ’ ένα μοναδικό, σπαρταριστό εύρημά του (που θα το δούμε κι από δω, με κάτι Μπαμπινιώτικα που τάζω από καιρό, έχει όμως πια αηδιάσει ακόμα και το πληκτρολόγιό μου).

* Τώρα όμως η απρέπεια. Ο Α.Π. μιλά για τη βελτίωση του επιπέδου των μεταφράσεων από την περίοδο 1968-73: «Έχει παρέλθει οριστικά η εποχή όπου μεταφράσεις έκαναν κατά κανόνα κυρίες που είχαν πρόσφατα χωρίσει (“δώσ’ της κάτι, της καημένης, να περνάει η ώρα της”) και κουκουέδες που γύριζαν από τις εξορίες ή από τις χώρες του ανατολικού μπλοκ αργότερα».

Προσπερνώ το άκομψο σχόλιο για τις χωρισμένες κυρίες. Πάω στο άλλο σκέλος, και αναφωνώ, με όλη μου τη δύναμη, πως «κουκουέδες», με όσον αντικομμουνισμό κι αν διακατέχεται κανείς, απόλυτο δικαίωμά του, κουκουέδες, όχι, δεν λέμε, και πάντως δεν γράφουμε.

Το ουσιαστικότερο όμως είναι η ανιστόρητη και μαζί αμοραλιστική αναφορά στους ανθρώπους που γύριζαν καθημαγμένοι από φυλακές και εξορίες και αναζητούσαν ένα κομμάτι τίμιο ψωμί. Χώρια το πιο πολύ κι από ανιστόρητο, το εγκληματικά άδικο και άηθες εντέλει, η ταύτιση όλων αυτών των ανθρώπων με την κομματική ηγεσία, απ’ την οποία βρέθηκαν συχνά κυνηγημένοι οι ίδιοι, προπάντων η ταύτιση των πρώιμων αγωνιστών μ’ αυτό στο οποίο εξελίχτηκε το κομμουνιστικό ιδεώδες.

Τίποτ’ άλλο.

* Είπα απρέπειες, στον πληθυντικό. Είδα και ξαναείδα αφίσες διαφημιστικές: «Μιχαήλ Μαρμαρινός / Ιχνευταί Σοφοκλή…», μετάφραση πουθενά. Κι όμως, συνήθως πρώτα αναγράφεται ο συγγραφέας, έπειτα ο τίτλος του έργου, ακολουθεί ο μεταφραστής, αφού αυτός «εκπροσωπεί» τον συγγραφέα τώρα, και έπειτα πια ο σκηνοθέτης. Κάποια φορά διάβασα για «ελεύθερη απόδοση», και φαντάστηκα πως ο σκηνοθέτης, διόλου ασύνηθες, θα έκανε και τη μετάφραση του έργου.

Ώσπου είδα, σε συνέντευξη πια, συμπτωματικά δηλαδή, ότι ο σκηνοθέτης διάβασε μια «έμμετρη μετάφραση από κάποιον Εμμανουήλ Δαυίδ, μια κατά τη γνώμη [τ]ου συγκλονιστική μετάφραση αυτής της εποχής κιόλας [1933], την οποία διαβάζεις και δεν αλλάζεις λέξη»! Στη LifO αυτά (21/7), όπου στο τέλος η ταυτότητα της παράστασης, με όλους τους συντελεστές: «“Ιχνευταί” του Σοφοκλή / Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, 23-25 Ιουλίου / Ελεύθερη έμμετρη απόδοση (1933) / Σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινός…» κτλ. κτλ.

Ώστε ανώνυμος ο συγκλονιστικός!

* Κι αφήνω την αρχοντοχωριατιά, το «Ιχνευταί Σοφοκλή» στις αφίσες, όπως μερικά χρόνια πριν με «τις Βάκχας» του Ξενάκη, όπως έγραφαν, έφτασαν μάλιστα και στο «τις Βάκχαι» –ίσως από παραδρομή, ίσως όμως κι από την άλλη τάση: «οι υπεύθυνοι της Κτηματολόγιο» ή «το μενού του Βλάσσης» κ.ο.κ.

Καταρχήν, εάν «Ιχνευταί», τότε και «Σοφοκλέους», για να συνεννοούμαστε στα πιο απλά. Έπειτα όμως, το σοβαρότερο: σ’ αυτά τα «Βάκχαι», «Ιχνευταί», ακόμα και στα σκέτα ορθογραφικά, «Αχαρνής», «Ιππής» κτλ., επιμένουν, με φοβερό μάλιστα μένος, αυτοί που κόπτονται ίσα ίσα για τη συνέχεια της γλώσσας, την ίδια ακριβώς στιγμή που την αρνούνται! Γιατί «συνέχεια της γλώσσας» είναι οι Ιχνευταί που έγιναν Ιχνευτές, οι Αχαρνής Αχαρνείς, άνδρας/άντρας ο ανήρ, γυναίκα η γυνή.

Δεν μας έφτανε ο καύσωνας, δηλαδή…

Καλό καλοκαίρι εν πάση περιπτώσει· κι αν αργήσουμε, πάλι εδώ θα βρεθούμε.

buzz it!