Αμοραλισμός και θεομπαιξία [Χριστόδουλος και κάθαρση, β΄]
Τα Νέα, 19 Μαρτίου 2005
«Δεν θα γίνουν ανεκτές εφεξής συμπεριφορές αμοραλισμού και θεομπαιξίας!» Άλλωστε, «αυτός που σας μιλά, παίρνει επάνω του την ευθύνη για τις απέναντί σας αμαρτίες όλης της γενιάς του, και σας ζητά συγγνώμη»!
διαβάστε τη συνέχεια...
Τώρα, αυτός που κατά την ενθρόνισή του ζητούσε συγνώμη για τις αμαρτίες όλης της γενιάς του, δεν ζητά συγνώμη ούτε καν για τους στενότερους συνεργάτες του. Και όχι απλώς δεν ζητά συγνώμη, αλλά πέρασε κιόλας στην αντεπίθεση, βάλλοντας κατά πάντων, αφού στο πρόσωπό του βάλλουν, λέει, κατά της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία είναι αυτός. Η Εκκλησία μόνο; Ο Νυμφίος ο ίδιος, όπως είχε παλαιότερα δεχτεί την ασεβέστατη «φιλοφρόνηση» από κάποιον υπουργό, που τον καλωσόρισε στην εκλογική του περιφέρεια με τα λόγια: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω του φωτός»!
Αυτό κι αν είναι αμοραλισμός και θεομπαιξία, η τωρινή αντίδραση, εννοώ, πλάι στα «προεκλογικά» του, για τον αίροντα τας αμαρτίας της γενιάς του! Γιατί, αν δεν είχαμε να κάνουμε με ιεράρχη, όλα τα μακρινά εκείνα, από την ενθρόνισή του, μοιάζουν τώρα προεκλογικός λόγος επαγγελματία πολιτευτή. Τι «μοιάζουν»; είναι –έτσι όπως πολιτεύτηκε, στην κυριολεξία, «επικοινωνιακός» και θεατρικός, ένα πρόσωπο μεταλλαγμένο πια σε οθόνη τηλεοπτική, ο κύκλος που τετραγωνίστηκε λοιπόν, μια τηλεόραση ο ίδιος αναμμένη υποχρεωτικά, μέσα στα σπίτια μας, χρόνους επτά, να εκπέμπει το είδωλό του, μια δακρυσμένο, μια οργίλο, μια και τα δυο μαζί, πάντα με υψωμένο το φρύδι της αλαζονείας και το δαχτυλάκι του φρονηματισμού –όρα: της απειλής.
Δεκαπέντε μέρες από την προηγούμενη επιφυλλίδα, όπου σχολίαζα την ιταμή στάση του μακαριοτάτου, που, μέσα στη δίνη των αποκαλύψεων, επέλεξε να κάνει χιούμορ πως θα ζητά εφεξής ποινικό μητρώο απ’ όποιον χαιρετάει, ο θόρυβος μοιάζει να κοπάζει –και ας σημειωθεί πως η σελίδα αυτή γράφεται πάντοτε μία εβδομάδα πριν τη δημοσίευσή της. Ένας λόγος παραπάνω, λοιπόν, όσο η κρίση πάει να ξεφουσκώσει, όσο η σκανδαλολογία οδηγεί στον κορεσμό, ένας λόγος παραπάνω να επανερχόμαστε, όσο το δυνατόν πιο τακτικά. Αν χάθηκε η μάχη, πρέπει να κερδηθεί ο πόλεμος.
Και αν η μάχη φάνηκε να αφορά πρωτίστως, ή πάντως ήταν μοιραίο να αφορά πρωτίστως, τον –εξ αντικειμένου υπεύθυνο– Προϊστάμενο του γραφείου παρακρατικών, διαπλοκής και πάσης φύσεως σκανδάλων, ο πόλεμος πρέπει να έχει σχέση με την κατάκτηση θεμελιωδών ελευθεριών, εν προκειμένω: με την κατάκτηση και την εμπέδωση της θρησκευτικής ισότητας και της θρησκευτικής ελευθερίας.
Είπα ότι η μάχη φάνηκε να αφορά πρωτίστως τον μακαριότατο, και ίσως βιαστούν ορισμένοι να πουν πως νά, τα βλέπετε, αυτόν έχουν στο μάτι, τον κήρυκα της αληθείας, όπως μας λένε λ.χ. κάτι όψιμοι, όχι όμως και απρόσμενοι, σύμμαχοι του μακαριοτάτου, τύπου Κουρής και Αυριανή. Όμως ο ίδιος ο μακαριότατος, μέσα στην έπαρσή του, αλίμονο, έσπευσε να αναδείξει μοναδικό στόχο τον εαυτό του, μέσω της ταύτισής του με την Εκκλησία, όπως είπα απ’ την αρχή, αυτός που γενικότερα έδωσε αγώνα να αναδειχτεί σύμβολο της Εκκλησίας, μιας Εκκλησίας την οποία φιλοδόξησε να εικονίσει με το δικό του αποκλειστικά πρόσωπο και ιδεολογικό υλικό –το ανιστόρητο και αθεολόγητο, το εθνικιστικό και μισαλλόδοξο, άρα ουδόλως χριστιανικό.
Με όλα αυτά, ή, ακόμα χειρότερα: παρ’ όλα αυτά, χάρη στις εθναρχικές πλέον φιλοδοξίες του και τον επί παντός παρεμβατισμό του, παράλληλα με τις εκκοσμικευτικές κινήσεις και τα λοιπά «επικοινωνιακά», πέτυχε αυτό ακριβώς που θα είναι κάποια στιγμή, που ίσως άρχισε να είναι, ο όλεθρος ο δικός του και της Εκκλησίας: έφερε την Εκκλησία στο προσκήνιο όχι απλώς της κοινωνικής αλλά της κοσμικής ζωής, έστρεψε όλα τα φώτα της δημοσιότητας επάνω του, τόσο που άρχισαν να φαίνονται και οι παραμικρές ρυτίδες. Σε εποχή παγκόσμιας ανόδου των θρησκευτικών κινημάτων και του φονταμενταλισμού, ο Χριστόδουλος, κατά τη γνωστή ρήση, κι αν δεν υπήρχε, θα ’πρεπε να εφευρεθεί. Ένας ολόκληρος κόσμος βγήκε από το περιθώριο και μπήκε στα σαλόνια λόγου χάρη της τιβί, απέκτησε τη δική του μεγάλη ομάδα, πλάι στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, με «προεδράρα» πρώτο τραπέζι πίστα στα δελτία ειδήσεων –μέχρι «άντρας της χρονιάς» ανακηρύχτηκε από λαϊφστάιλ περιοδικό. Μαζί εκφράστηκε και η χύμα «θρησκευτικότητα» και θρησκοληψία, έγινε μόδα, trendy, η νηστεία, γέμισαν τα κανάλια παπα-Τσάκαλους, αλλά και ιερωμένους έστω σοβαρούς, που από τα πρωινάδικα έως μεταμεσονύχτιες εκπομπές, σε παρακάναλα της trash TV, τελούν όρθρο, εσπερινό και αγρυπνία στο γυαλί.
Γιατί ποιαν άλλη εποχή θα είχε ανθίσει το είδος που ονομάστηκε «παπαροκάδες»; Ποιαν άλλη εποχή θα είχε υποψήφιους ένα κομμουνιστικό κόμμα τον νεοορθόδοξο Ζουράρι και τη Λιάνα Κανέλλη, αυτήν που την έχει και εκπρόσωπό του στη Βουλή –πρώτη μάλιστα, αν δεν κάνω λάθος, σε σταυρούς; Ή θα είχε ένα σωρό βουλευτές του ένα σοσιαλιστικό κόμμα σταυροδοτούμενους από οργανώσεις εκκλησιαστικές, και επιφανείς υπουργούς του να κρατούν την εικόνα σε λιτανείες; Ποιαν άλλη εποχή θα ξέραμε, σαν είδηση, έστω παραπολιτική, πόσο θρησκεύεται και νηστεύει ο εκπρόσωπος της ΝΔ Θεόδωρος Ρουσσόπουλος, ή πώς τηρεί ολόκληρη τη σαρακοστιανή νηστεία, των Χριστουγέννων παρακαλώ, το «καλό παιδί» Αρναούτογλου;
Και ο κόσμος των γραμμάτων και των τεχνών, που βρίσκεται τάχα μακριά από πολιτικές δουλείες και σκοπιμότητες; Του αρέσει, έλεγε, ο Χριστόδουλος του σημαντικού μας θεατρικού συγγραφέα Γιώργου Διαλεγμένου, επειδή είναι τουρκοφάγος. Του αρέσει και του σημαντικού μας συνθέτη Σταμάτη Κραουνάκη, επειδή είναι ο μόνος ιεράρχης που χαμογελάει. Κι ενώ ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος δήλωσε τις προάλλες ότι ψήφισε για τις ταυτότητες, «από αντίδραση στην εκσυγχρονιστική άνωθεν επιβολή»!
Το πρόβλημα λοιπόν, από μιαν άποψη, δεν είναι τα σκάνδαλα, ο Χριστόδουλος και κάποια άλλα ράσα. Ούτε όμως, γενικώς και αορίστως, η εποχή. Το πρόβλημα είμαστε πάλι, πάντα, εμείς, με τη σούπα που ανακατεύουμε, άλλοι ανύποπτοι, άλλοι υποψιασμένοι και επί τούτου: τη σούπα ενός ψευδεπίγραφου πλουραλισμού –πολιτικού, ιδεολογικού, πολιτιστικού, κοινωνικού. Όσο όμως επιμένουμε να ανακατεύουμε αυτήν τη σούπα, μοιάζει ανέφικτο και μαξιμαλιστικό σαν στόχος να ξεχωρίσουμε ακριβώς τα επιμέρους συστατικά της.
Όπως κάναμε μαξιμαλιστικό και το χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος, ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, και λόγω συντάγματος, παραπέμπεται πιθανότατα στις ελληνικές καλένδες. Πληθαίνουν άλλωστε οι φωνές, και από την προοδευτική παράταξη, που θεωρούν επιζήμιο το χωρισμό, αφού έτσι θα μείνει, λένε, ανεξέλεγκτη η Εκκλησία, και ενδεχομένως να προκύψει ένα γιγαντόμορφο χριστιανικό κόμμα. Ο θόρυβος λοιπόν κοπάζει, τα σκάνδαλα κουκουλώνονται, ο μακαριότατος μακάριος στη θέση του, και η υπεύθυνη Πολιτεία θα περιμένει πότε θα «ωριμάσουμε» σαν κοινωνία, ώστε να δεχτούμε το χωρισμό, σύμφωνα και με τον δεινότατο Ευάγγελο Βενιζέλο (Τα Νέα 8/3), ότι κατά την αναθεώρηση του άρθρου 3 δεν είχε διαμορφωθεί «η κοινωνικά αναγκαία συναίνεση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας».
Όμως, ο αναντίρρητα ειδικός εδώ κ. Βενιζέλος μάς λέει ότι, αν και δεν αναθεωρήθηκε το άρθρο 3, τα πάντα, ή σχεδόν, «η θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, η ίδρυση ευκτήριων οίκων από τους μη ορθοδόξους, το περιεχόμενο του αναλυτικού προγράμματος στην εκπαίδευση, η αντιμετώπιση του φαινομένου του προσηλυτισμού και άλλα πολλά» μπορεί να ρυθμιστούν με βάση το άρθρο 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας. Τότε όμως γιατί ένα σοσιαλιστικό κόμμα, που βρέθηκε στην εξουσία 20 σχεδόν συνεχόμενα χρόνια, δεν προχώρησε στη ρύθμιση κάποιων έστω από αυτά τα θέματα; Έλειπε η αναγκαία συναίνεση, δεν ήταν δηλαδή έτοιμη η κοινωνία; Και ήταν δηλαδή έτοιμη, όταν καταργήθηκε η θανατική ποινή; Ή ήταν έτοιμη η κοινωνία για την είσοδό μας στην τότε ΕΟΚ, ή είναι τάχα έτοιμη για τα θέματα των μεταναστών;
Άφεση έτσι στο ΠΑΣΟΚ, άφεση και στη Νέα Δημοκρατία, για τη δική της τώρα απαθή ενατένιση των τεκταινομένων, από στόματος Βενιζέλου, όταν τονίζει πως «η κάθαρση στην Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει πολιτειοκρατικά. Δεν μπορεί να είμαστε και υπέρ του χωρισμού και υπέρ της κρατικής, δηλαδή νομοθετικής επέμβασης στα εσωτερικά της Εκκλησίας». Σωστόν, μα για μετά το χωρισμό· όσο ισχύει ο συνταγματικός εναγκαλισμός, σαφώς και οφείλει η Πολιτεία να επέμβει.
Όσο οφείλουμε και εμείς, εμείς σαν κοινωνία, εμείς πάλι, έμμεσα, σαν Πολιτεία.
«Δεν θα γίνουν ανεκτές εφεξής συμπεριφορές αμοραλισμού και θεομπαιξίας!» Άλλωστε, «αυτός που σας μιλά, παίρνει επάνω του την ευθύνη για τις απέναντί σας αμαρτίες όλης της γενιάς του, και σας ζητά συγγνώμη»!
διαβάστε τη συνέχεια...
Τώρα, αυτός που κατά την ενθρόνισή του ζητούσε συγνώμη για τις αμαρτίες όλης της γενιάς του, δεν ζητά συγνώμη ούτε καν για τους στενότερους συνεργάτες του. Και όχι απλώς δεν ζητά συγνώμη, αλλά πέρασε κιόλας στην αντεπίθεση, βάλλοντας κατά πάντων, αφού στο πρόσωπό του βάλλουν, λέει, κατά της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία είναι αυτός. Η Εκκλησία μόνο; Ο Νυμφίος ο ίδιος, όπως είχε παλαιότερα δεχτεί την ασεβέστατη «φιλοφρόνηση» από κάποιον υπουργό, που τον καλωσόρισε στην εκλογική του περιφέρεια με τα λόγια: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω του φωτός»!
Αυτό κι αν είναι αμοραλισμός και θεομπαιξία, η τωρινή αντίδραση, εννοώ, πλάι στα «προεκλογικά» του, για τον αίροντα τας αμαρτίας της γενιάς του! Γιατί, αν δεν είχαμε να κάνουμε με ιεράρχη, όλα τα μακρινά εκείνα, από την ενθρόνισή του, μοιάζουν τώρα προεκλογικός λόγος επαγγελματία πολιτευτή. Τι «μοιάζουν»; είναι –έτσι όπως πολιτεύτηκε, στην κυριολεξία, «επικοινωνιακός» και θεατρικός, ένα πρόσωπο μεταλλαγμένο πια σε οθόνη τηλεοπτική, ο κύκλος που τετραγωνίστηκε λοιπόν, μια τηλεόραση ο ίδιος αναμμένη υποχρεωτικά, μέσα στα σπίτια μας, χρόνους επτά, να εκπέμπει το είδωλό του, μια δακρυσμένο, μια οργίλο, μια και τα δυο μαζί, πάντα με υψωμένο το φρύδι της αλαζονείας και το δαχτυλάκι του φρονηματισμού –όρα: της απειλής.
Δεκαπέντε μέρες από την προηγούμενη επιφυλλίδα, όπου σχολίαζα την ιταμή στάση του μακαριοτάτου, που, μέσα στη δίνη των αποκαλύψεων, επέλεξε να κάνει χιούμορ πως θα ζητά εφεξής ποινικό μητρώο απ’ όποιον χαιρετάει, ο θόρυβος μοιάζει να κοπάζει –και ας σημειωθεί πως η σελίδα αυτή γράφεται πάντοτε μία εβδομάδα πριν τη δημοσίευσή της. Ένας λόγος παραπάνω, λοιπόν, όσο η κρίση πάει να ξεφουσκώσει, όσο η σκανδαλολογία οδηγεί στον κορεσμό, ένας λόγος παραπάνω να επανερχόμαστε, όσο το δυνατόν πιο τακτικά. Αν χάθηκε η μάχη, πρέπει να κερδηθεί ο πόλεμος.
Και αν η μάχη φάνηκε να αφορά πρωτίστως, ή πάντως ήταν μοιραίο να αφορά πρωτίστως, τον –εξ αντικειμένου υπεύθυνο– Προϊστάμενο του γραφείου παρακρατικών, διαπλοκής και πάσης φύσεως σκανδάλων, ο πόλεμος πρέπει να έχει σχέση με την κατάκτηση θεμελιωδών ελευθεριών, εν προκειμένω: με την κατάκτηση και την εμπέδωση της θρησκευτικής ισότητας και της θρησκευτικής ελευθερίας.
Είπα ότι η μάχη φάνηκε να αφορά πρωτίστως τον μακαριότατο, και ίσως βιαστούν ορισμένοι να πουν πως νά, τα βλέπετε, αυτόν έχουν στο μάτι, τον κήρυκα της αληθείας, όπως μας λένε λ.χ. κάτι όψιμοι, όχι όμως και απρόσμενοι, σύμμαχοι του μακαριοτάτου, τύπου Κουρής και Αυριανή. Όμως ο ίδιος ο μακαριότατος, μέσα στην έπαρσή του, αλίμονο, έσπευσε να αναδείξει μοναδικό στόχο τον εαυτό του, μέσω της ταύτισής του με την Εκκλησία, όπως είπα απ’ την αρχή, αυτός που γενικότερα έδωσε αγώνα να αναδειχτεί σύμβολο της Εκκλησίας, μιας Εκκλησίας την οποία φιλοδόξησε να εικονίσει με το δικό του αποκλειστικά πρόσωπο και ιδεολογικό υλικό –το ανιστόρητο και αθεολόγητο, το εθνικιστικό και μισαλλόδοξο, άρα ουδόλως χριστιανικό.
Με όλα αυτά, ή, ακόμα χειρότερα: παρ’ όλα αυτά, χάρη στις εθναρχικές πλέον φιλοδοξίες του και τον επί παντός παρεμβατισμό του, παράλληλα με τις εκκοσμικευτικές κινήσεις και τα λοιπά «επικοινωνιακά», πέτυχε αυτό ακριβώς που θα είναι κάποια στιγμή, που ίσως άρχισε να είναι, ο όλεθρος ο δικός του και της Εκκλησίας: έφερε την Εκκλησία στο προσκήνιο όχι απλώς της κοινωνικής αλλά της κοσμικής ζωής, έστρεψε όλα τα φώτα της δημοσιότητας επάνω του, τόσο που άρχισαν να φαίνονται και οι παραμικρές ρυτίδες. Σε εποχή παγκόσμιας ανόδου των θρησκευτικών κινημάτων και του φονταμενταλισμού, ο Χριστόδουλος, κατά τη γνωστή ρήση, κι αν δεν υπήρχε, θα ’πρεπε να εφευρεθεί. Ένας ολόκληρος κόσμος βγήκε από το περιθώριο και μπήκε στα σαλόνια λόγου χάρη της τιβί, απέκτησε τη δική του μεγάλη ομάδα, πλάι στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό, με «προεδράρα» πρώτο τραπέζι πίστα στα δελτία ειδήσεων –μέχρι «άντρας της χρονιάς» ανακηρύχτηκε από λαϊφστάιλ περιοδικό. Μαζί εκφράστηκε και η χύμα «θρησκευτικότητα» και θρησκοληψία, έγινε μόδα, trendy, η νηστεία, γέμισαν τα κανάλια παπα-Τσάκαλους, αλλά και ιερωμένους έστω σοβαρούς, που από τα πρωινάδικα έως μεταμεσονύχτιες εκπομπές, σε παρακάναλα της trash TV, τελούν όρθρο, εσπερινό και αγρυπνία στο γυαλί.
Γιατί ποιαν άλλη εποχή θα είχε ανθίσει το είδος που ονομάστηκε «παπαροκάδες»; Ποιαν άλλη εποχή θα είχε υποψήφιους ένα κομμουνιστικό κόμμα τον νεοορθόδοξο Ζουράρι και τη Λιάνα Κανέλλη, αυτήν που την έχει και εκπρόσωπό του στη Βουλή –πρώτη μάλιστα, αν δεν κάνω λάθος, σε σταυρούς; Ή θα είχε ένα σωρό βουλευτές του ένα σοσιαλιστικό κόμμα σταυροδοτούμενους από οργανώσεις εκκλησιαστικές, και επιφανείς υπουργούς του να κρατούν την εικόνα σε λιτανείες; Ποιαν άλλη εποχή θα ξέραμε, σαν είδηση, έστω παραπολιτική, πόσο θρησκεύεται και νηστεύει ο εκπρόσωπος της ΝΔ Θεόδωρος Ρουσσόπουλος, ή πώς τηρεί ολόκληρη τη σαρακοστιανή νηστεία, των Χριστουγέννων παρακαλώ, το «καλό παιδί» Αρναούτογλου;
Και ο κόσμος των γραμμάτων και των τεχνών, που βρίσκεται τάχα μακριά από πολιτικές δουλείες και σκοπιμότητες; Του αρέσει, έλεγε, ο Χριστόδουλος του σημαντικού μας θεατρικού συγγραφέα Γιώργου Διαλεγμένου, επειδή είναι τουρκοφάγος. Του αρέσει και του σημαντικού μας συνθέτη Σταμάτη Κραουνάκη, επειδή είναι ο μόνος ιεράρχης που χαμογελάει. Κι ενώ ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος δήλωσε τις προάλλες ότι ψήφισε για τις ταυτότητες, «από αντίδραση στην εκσυγχρονιστική άνωθεν επιβολή»!
Το πρόβλημα λοιπόν, από μιαν άποψη, δεν είναι τα σκάνδαλα, ο Χριστόδουλος και κάποια άλλα ράσα. Ούτε όμως, γενικώς και αορίστως, η εποχή. Το πρόβλημα είμαστε πάλι, πάντα, εμείς, με τη σούπα που ανακατεύουμε, άλλοι ανύποπτοι, άλλοι υποψιασμένοι και επί τούτου: τη σούπα ενός ψευδεπίγραφου πλουραλισμού –πολιτικού, ιδεολογικού, πολιτιστικού, κοινωνικού. Όσο όμως επιμένουμε να ανακατεύουμε αυτήν τη σούπα, μοιάζει ανέφικτο και μαξιμαλιστικό σαν στόχος να ξεχωρίσουμε ακριβώς τα επιμέρους συστατικά της.
Όπως κάναμε μαξιμαλιστικό και το χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος, ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, και λόγω συντάγματος, παραπέμπεται πιθανότατα στις ελληνικές καλένδες. Πληθαίνουν άλλωστε οι φωνές, και από την προοδευτική παράταξη, που θεωρούν επιζήμιο το χωρισμό, αφού έτσι θα μείνει, λένε, ανεξέλεγκτη η Εκκλησία, και ενδεχομένως να προκύψει ένα γιγαντόμορφο χριστιανικό κόμμα. Ο θόρυβος λοιπόν κοπάζει, τα σκάνδαλα κουκουλώνονται, ο μακαριότατος μακάριος στη θέση του, και η υπεύθυνη Πολιτεία θα περιμένει πότε θα «ωριμάσουμε» σαν κοινωνία, ώστε να δεχτούμε το χωρισμό, σύμφωνα και με τον δεινότατο Ευάγγελο Βενιζέλο (Τα Νέα 8/3), ότι κατά την αναθεώρηση του άρθρου 3 δεν είχε διαμορφωθεί «η κοινωνικά αναγκαία συναίνεση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας».
Όμως, ο αναντίρρητα ειδικός εδώ κ. Βενιζέλος μάς λέει ότι, αν και δεν αναθεωρήθηκε το άρθρο 3, τα πάντα, ή σχεδόν, «η θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, η ίδρυση ευκτήριων οίκων από τους μη ορθοδόξους, το περιεχόμενο του αναλυτικού προγράμματος στην εκπαίδευση, η αντιμετώπιση του φαινομένου του προσηλυτισμού και άλλα πολλά» μπορεί να ρυθμιστούν με βάση το άρθρο 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας. Τότε όμως γιατί ένα σοσιαλιστικό κόμμα, που βρέθηκε στην εξουσία 20 σχεδόν συνεχόμενα χρόνια, δεν προχώρησε στη ρύθμιση κάποιων έστω από αυτά τα θέματα; Έλειπε η αναγκαία συναίνεση, δεν ήταν δηλαδή έτοιμη η κοινωνία; Και ήταν δηλαδή έτοιμη, όταν καταργήθηκε η θανατική ποινή; Ή ήταν έτοιμη η κοινωνία για την είσοδό μας στην τότε ΕΟΚ, ή είναι τάχα έτοιμη για τα θέματα των μεταναστών;
Άφεση έτσι στο ΠΑΣΟΚ, άφεση και στη Νέα Δημοκρατία, για τη δική της τώρα απαθή ενατένιση των τεκταινομένων, από στόματος Βενιζέλου, όταν τονίζει πως «η κάθαρση στην Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει πολιτειοκρατικά. Δεν μπορεί να είμαστε και υπέρ του χωρισμού και υπέρ της κρατικής, δηλαδή νομοθετικής επέμβασης στα εσωτερικά της Εκκλησίας». Σωστόν, μα για μετά το χωρισμό· όσο ισχύει ο συνταγματικός εναγκαλισμός, σαφώς και οφείλει η Πολιτεία να επέμβει.
Όσο οφείλουμε και εμείς, εμείς σαν κοινωνία, εμείς πάλι, έμμεσα, σαν Πολιτεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου