25/10/07

Γλωσσικοί οδηγοί ή άτεγκτοι τροχονόμοι; [α΄]

Τα Νέα, 13 Οκτωβρίου 2007

Η αυξημένη ζήτηση γλωσσικών οδηγών μαρτυρεί έγνοια για τη γλώσσα, αλλά και ανασφάλεια –που οφείλεται κυρίως στην κινδυνολογία, η οποία κλονίζει την εμπιστοσύνη στη Νεοελληνική αφενός, στο γλωσσικό αίσθημα αφετέρου


Από τον οδηγό, αυτόν που σου δείχνει το δρόμο, ώς τον τροχονόμο υπάρχει απόσταση· κι ακόμα μεγαλύτερη είναι η απόσταση από τον άτεγκτο έστω τροχονόμο ώς τον αναχρονιστικό, που ρυθμίζει την κυκλοφορία με βάση κάποιον παλιό ΚΟΚ

το πλήρες κείμενο:

«Επειδή η ελληνική είναι μια δύσκολη γλώσσα, είναι φυσικό να κάνουμε ορισμένα λάθη, όταν μιλάμε ή γράφουμε. Τα λάθη αυτά αφορούν συνήθως την ορθογραφία, τη φωνολογική απόδοση των λέξεων και τη σύνταξη.»

Δεν ξέρω ποιος δε θα ’γραφε τα ίδια για τη γλώσσα του, ποιος δε θα προσυπέγραφε, εν πάση περιπτώσει, τη διαπίστωση αυτή, κι ας είναι τώρα περιορισμένη στα ελληνικά, όπου όντως υπάρχει το επιπλέον βάρος της μακράς ιστορίας τους και των ποικίλων φάσεών τους –και προπαντός της άκριτης πρόσμειξης των φάσεών τους, θα πρόσθετα εγώ.

Ας μείνουμε ωστόσο στην απλή διαπίστωση, με την οποία προλογίζεται το βιβλίο Το λέμε σωστά; Το γράφουμε σωστά; της Ίνας Αναγνωστοπούλου και της Λίας Μπουσούνη-Γκέσουρα, που εκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και εμφανιζόταν για εξαιρετικά μεγάλο διάστημα σε καταλόγους μπεστ σέλερ, π.χ. της Καθημερινής.

Άλλος ένας λοιπόν οδηγός «για καλά ελληνικά», από αυτούς που ανατριχιάζουν τους ιδεοληπτικά «αντιρυθμιστές» γλωσσολόγους; Ναι, και πολλά υποσχόμενος, όταν μάλιστα διαβάζουμε στη συνέχεια, στον πρόλογο: «Επίσης, κάνουμε λάθη και από άστοχη επιλογή λέξεων ή φράσεων των οποίων δε γνωρίζουμε την ακριβή σημασία, αλλά και στις περιπτώσεις χρήσης λέξεων που μοιάζουν φωνολογικά, μορφολογικά ή σημασιολογικά, π.χ. [...] πρότυπο / πρωτότυπο, τεχνητός / τεχνικός, [...] εξασθενίζω / εξασθενώ, ανακάλυψη / εφεύρεση…»

Γλωσσικοί οδηγοί υπάρχουν πολλοί, που σημαίνει δηλαδή ότι υπάρχει ανάλογη ζήτηση, ένδειξη αγάπης για τη γλώσσα, θα έλεγε κανείς καταρχήν, ανασφάλειας έπειτα –κι εδώ αρχίζει ίσως το ανησυχητικό, αφού η ανασφάλεια οφείλεται κυρίως στην κινδυνολογία που κλονίζει την εμπιστοσύνη του χρήστη στη νεοελληνική γλώσσα αφενός, στο γλωσσικό του αίσθημα απ’ την άλλη.

Από τους πολλούς οδηγούς σαφώς ξεχωρίζουν τα Πεντάλεπτα του σοφού δασκάλου Εμμ. Κριαρά, που πήραν τον τίτλο τους από σειρά πεντάλεπτων ακριβώς εκπομπών στην ΕΡΤ: Τα πεντάλεπτά μου στην ΕΡΤ και άλλα γλωσσικά, 2η έκδ. με προσθήκες, Θεσσαλονίκη 1988.

Από σειρά εκπομπών στο «Ράδιο Παρατηρητής» της Θεσσαλονίκης γεννήθηκαν και οι δύο πλούσιοι τόμοι του καθηγητή Δημήτρη Λυπουρλή, Γλωσσικές παρατηρήσεις, Θεσσαλονίκη 1994.

Πλάι στα δύο αυτά βασικά έργα, ευρύτατη απήχηση είχαν και τα Λάθη στη χρήση της γλώσσας μας της Ιωάννας Παπαζαφείρη, Αθήνα, α΄ τόμ., 1η έκδ. 1988, 17η έκδ. 1996, β΄ τόμ. 7η έκδ. 1997.

Δεν είναι απλώς ενδεικτική η μνεία των τριών έργων: τα δύο πρώτα προέρχονται από κατεξοχήν αρμόδιους πανεπιστημιακούς δασκάλους, με το κύρος της υπογραφής τους αλλά και με κατατεθειμένη στα συγκεκριμένα έργα την επιχειρηματολογία και την τεκμηρίωση. «Λαϊκής κατανάλωσης» –και δεν το λέω διόλου για κακό αυτό– είναι το τρίτο έργο, της φιλολόγου Ιω. Παπαζαφείρη, γραμμένο με τον απλό τρόπο της «παλιάς δασκάλας» –κι αυτό για καλό το λέω!– και εστιασμένο ειδικότερα στα «λάθη στη χρήση της γλώσσας μας», όπως είναι και ο τραβηχτικός τίτλος του, γεγονός που το έκανε εύλογα μπεστ σέλερ, με αλλεπάλληλες εκδόσεις.

Φοβούμαι, ότι το καινούριο τώρα μπεστ σέλερ, Το λέμε σωστά…, με όλον το μόχθο που είναι κατατεθειμένος σ’ αυτό και με την πλούσια ύλη του, ιδίως στο σημασιολογικό μέρος του, δεν μπορεί να σταθεί δίπλα στα άλλα έργα, καθώς πάσχει από τεκμηρίωση και προπάντων από μια ανεξήγητα σχολαστική κατάτμηση της ύλης του, που το κάνει ιδιαίτερα δύσχρηστο, και εντέλει το αδικεί.

Άφησα σκόπιμα να περάσει καιρός από την έκδοση του βιβλίου, θέλοντας να ασχοληθώ εκτενέστερα, σε μια προσπάθεια να μην το αδικήσω με σκέτους χαρακτηρισμούς, από τη μια, αλλά και επειδή, από την άλλη, τέτοια έργα, πέρα βεβαίως από τις προθέσεις τους, ενδέχεται να αποβούν επιζήμια, σ’ έναν τομέα τόσο ευαίσθητο όσο το γλωσσικό και σε εποχή εντέλει μεταβατική ακόμα, γλωσσικά, όπου το έδαφος είναι ιδιαίτερα πρόσφορο για θεμελιώδεις παρανοήσεις.

Ξαναπιάνω όμως το θέμα των οδηγών, γενικά: Αν αφήσουμε προς στιγμήν τις διογκωμένες ή και πλαστές ανάγκες που γεννιούνται, όπως είπα, από την κινδυνολογία, θετικό στοιχείο μπορεί να θεωρηθεί πάντοτε η αναζήτηση από τη μεριά του χρήστη εργαλείων που θα τον βοηθήσουν να καλλιεργήσει το εκφραστικό του όργανο. Και από την άποψη αυτή, η περίφημη «ρύθμιση» είναι αναπόφευκτη, ή αυτονόητη.

Εξίσου αυτονόητο όμως είναι ότι η ρύθμιση γίνεται με βάση τα εκάστοτε στάνταρ της γλώσσας κάθε εποχής, όπως κωδικοποιούνται στη γραμματική κάθε εποχής, από το ορθογραφικό ώς το μορφοφωνολογικό και παραπέρα το συντακτικό επίπεδο.

Ήδη εδώ εντοπίζεται η διαφωνία με τον καινούριο οδηγό, αφού αφίσταται από την τρέχουσα, «επίσημη» ορθογραφία λόγου χάρη, καθώς ακολουθεί ώς ένα σημείο το (ασυνεπές και ως προς τον εαυτό του, όπως έχουμε δει από τη σελίδα αυτή!) ορθογραφικό σύστημα του Γ. Μπαμπινιώτη. Κι όμως, σπεύδω να δηλώσω, δεν είναι διόλου αυτό το βασικό.

Είπα ότι «ακολουθεί ώς ένα σημείο», αλλά υπάρχει το χειρότερο, φοβούμαι: ότι ένα βιβλίο που τιτλοφορείται «… το γράφουμε σωστά;» απλούστατα δεν μας λέει πώς πρέπει να γράψουμε τα κρισιμότερα και πιο ακανθώδη, εντέλει –κάτι που πάντως το δηλώνει ευθαρσώς στον πρόλογό του κιόλας:

«Το βιβλίο αυτό, επειδή είναι καθαρά χρηστικό και δεν έχει ρυθμιστικό χαρακτήρα, δεν περιλαμβάνει λέξεις με προβλήματα ορθογραφίας, π.χ. κτίριο / κτήριο, αυγό / αβγό, ξενιτιά / ξενιτειά κ.ά.» (τα έντονα στοιχεία, των συγγραφέων).

Αυτό κι αν είναι πια παράδοξο, και άτοπο. Που ακυρώνει ακριβώς το χαρακτήρα του χρηστικού. Γιατί γι’ αυτά τα αμφιλεγόμενα θα καταφύγει σ’ έναν τέτοιο οδηγό ο αναγνώστης, για το κτίριο / κτήριο δηλαδή και τα άλλα παραδείγματα που δίνουν οι συγγραφείς, ή, σκέφτομαι πρόχειρα, για τα χλωμός / χλομός, χνώτο / χνότο, αυτί / αφτί, βρωμιά / βρομιά κτλ. Κι εδώ πια περιμένει μια άποψη έγκυρη, την άποψη έστω του Μπαμπινιώτη, έτσι όπως υιοθετείται αλλού μέσα στο βιβλίο, με τον «αίολο» αντί για έωλο, την «ορθοπαιδική», το «πόσω μάλλον» κ.ά.
Δεν είναι δηλαδή εντέλει χρηστικό, από τη μια, ενώ από την άλλη είναι εξόχως ρυθμιστικό.

Θα ξαναπώ όμως ότι μικρή σημασία θα είχε το ορθογραφικό, αν δεν εντασσόταν σε μια γενικότερη αντίληψη περί ρύθμισης, η οποία σχεδιάζεται ερήμην της σημερινής πραγματικότητας της γλώσσας, όπου και μόνο θα ήταν όχι απλώς ευκταία, με βάση όσα είδαμε παραπάνω, αλλά και αναγκαία.

Αλλά –προχωρώ παραπέρα– έστω και έτσι, ας πούμε προς στιγμήν ότι, ακόμα και μια ακραία και εκτός τόπου ρύθμιση, δεν είναι εδώ το βασικό. Ισχυρίζομαι ότι η συστατική σχεδόν αδυναμία του βιβλίου έχει να κάνει με την οργάνωση και την παρουσίαση της ύλης, άρα με τη χρηστικότητα. Και εδώ έρχεται να προστεθεί η ατεκμηρίωτη παράθεση του υλικού που αφορά ορθογραφικά και φωνολογικά θέματα: «ως διορθωτής, που πέντε ή και δέκα φορές τη μέρα πέφτω σε μπελά, για το ποιο είναι το σωστό ή το σημερινό “σωστό”, έχω την “απαίτηση” να εξηγούν γιατί προτείνουν κάτι όσοι το προτείνουν» γράφει ο Παντελής Μπουκάλας σε (αρνητική) κριτική του για το συγκεκριμένο βιβλίο (Καθημερινή 15.5.07).

Εδώ βέβαια θα επικαλεστεί κανείς το θέμα του όγκου του βιβλίου, που θα γινόταν τότε απαγορευτικός, με άμεσο αντίκτυπο στη χρηστικότητα του έργου. Όμως, έστω κι αν περιοριστούμε στο θέμα αυτό, αν παραβλέψουμε δηλαδή προς στιγμήν τις νόμιμες επιστημονικές-τεκμηριωτικές απαιτήσεις μας από ένα τέτοιο έργο, η χρηστικότητα εδώ συνθλίβεται και εξαφανίζεται μέσα στον θανάσιμο εναγκαλισμό της από μια σχολαστική, από την άλλη, άκρα επιστημοσύνη στην κατάτμηση του υλικού –που δεν τη σώζει, δυστυχώς, ο πολύ φροντισμένος τυπογραφικός σχεδιασμός του βιβλίου.

Μένει όμως να τα δούμε αυτά την επόμενη φορά, επιμένοντας, σε έκταση δυσανάλογη με τον μικρό όγκο του βιβλίου, όχι όμως με το εγχείρημα καθαυτό, ή γενικότερα με εγχειρήματα αυτού του είδους.

buzz it!