Φοβάμαι πως δεν τα λέμε εντέλει σωστά! [β΄]
Tα Νέα, 26 Οκτωβρίου 2007
«Πρόσεχε, όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος!» Κοτζάμ επιστήμονας και δεν άνοιξε «Μ. Αποστόλιο Βυζάντιο, ΧΙΙ, 77, σ. 563, Leutsch, E., Scheudewin, F.G., Georg OLMS, Verlagsbuchhandlung, Hildesheim, 1965», να μάθει το "σωστό": "ον ου τύπτει λόγος πίπτει ράβδος"!
Αν φτάνουμε να διορθώνουμε τη λαϊκή πια περιουσία, το «είπα και ελάλησα», το «όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος» κ.ά., φεύγουμε πια κι από τον υπερκαθαρισμό, φεύγουμε κι από την πραγματικότητα
το πλήρες κείμενο:
Ένας σημερινός γλωσσικός οδηγός οφείλει να αντιμετωπίζει σημερινά προβλήματα, να υποδεικνύει λύσεις σε σημερινά προβλήματα. Να μου πει πώς θα γράψω το «κτίριο» και πώς θα συντάξω το «αφορώ».
Είχα αρχίσει να γράφω για το βιβλίο Το λέμε σωστά; Το γράφουμε σωστά; της Ίνας Αναγνωστοπούλου και της Λίας Μπουσούνη-Γκέσουρα, που προγραμματικά παραβιάζει αυτήν τη βασική προϋπόθεση, καθώς δηλώνει, υπενθυμίζω, ότι «επειδή είναι καθαρά χρηστικό και δεν έχει ρυθμιστικό χαρακτήρα, δεν περιλαμβάνει λέξεις με προβλήματα ορθογραφίας, π.χ. κτίριο / κτήριο, αυγό / αβγό, ξενιτιά / ξενιτειά κ.ά.»
Τα μαύρα γράμματα είναι των συγγραφέων και αποτυπώνουν μια στοιχειώδη αντίφαση: γιατί, για να μην είναι ρυθμιστικό ένα τέτοιο βοήθημα, θα όφειλε να επιχειρηματολογεί, να παραπέμπει σε πηγές και να τις σχολιάζει, κάτι ανέφικτο σ’ έναν ολιγοσέλιδο οδηγό (187 σ.), που τότε απλούστατα δεν θα ήταν χρηστικός. Άρα αναπόφευκτα θα είναι –και είναι– ρυθμιστικός, δηλαδή απλώς θα καταγράφει. Αλλά τότε, λέω εγώ, δεν πρέπει να είναι αυτοσχεδιαστικός, να σταχυολογεί από δω κι από κει, με κριτήρια μοιραίως άδηλα, και γι’ αυτό, θα έλεγε τότε κανείς, αυθαίρετα.
Ψιλά γράμματα όμως μοιάζουν αυτά, και χαλάλι η όποια δεοντολογία, προκειμένου να έχουμε ένα χρηστικό βοήθημα. Το έχουμε; Θα το δούμε. Πριν όμως από χρηστικό, προέχει να δούμε αν είναι χρήσιμο. Και πώς νοείται, έγραφα, να μη δίνει αυτό ακριβώς που καίει τον σημερινό χρήστη, αν κτίριο δηλαδή ή κτήριο, αν χνότο ή χνώτο, συμπλήρωνα· αν αφορώ κάτι ή αφορώ σε κάτι, συνεχίζω τώρα, αν της Σαπφούς ή της Σαπφώς κτλ.
Έχουμε δηλαδή ουσιαστική αναίρεση των εξαγγελιών των ίδιων των συγγραφέων. Αλλά και μια αντίφαση, όπως φάνηκε ήδη. Που γίνεται όμως παραπέρα ασυνέπεια:
Αν δηλαδή ένας οδηγός δεν λημματογραφεί το κτίριο / κτήριο, κι αν όχι προκρίνοντας μία από τις δύο γραφές, παρουσιάζοντάς τες έστω ισότιμα, πώς, απ’ την άλλη δίνει το έωλος / αίολος, και παίρνει μάλιστα θέση, την μπαμπινιωτική εν προκειμένω: αίολος; Ή θεωρεί δεδομένη την ορθογραφία "ορθοπαιδική", και ούτε καν σε λήμμα παρά σε υποσημείωση: «Τα επίθετα εποχικός, μετεξεταστέος, ορθοπαιδικός απαντούν και ως εποχιακός, μεταξεταστέος, ορθοπεδικός» (τώρα τα μαύρα είναι δικά μου· και ασχολίαστη –ειδικά σ’ έναν τόσο σχολαστικό οδηγό, όπως θα δούμε παρακάτω– η σύμφυρση ορθογραφικών και μορφοφωνολογικών προβλημάτων)! Ώστε η «ορθοπαιδική», ή αλλού το πρόσφατα νεκραναστημένο «πόσω μάλλον», αντί για το εξίσου παλαιότατο πόσο μάλλον, από τους ελληνιστικούς χρόνους κι αυτό, όπως το έωλος, δεν είναι «λέξεις με προβλήματα ορθογραφίας»;
Είπα όμως ότι, αν κατανάγκην ένα τέτοιο βοήθημα θα είναι ρυθμιστικό (παρ’ όσα λένε οι συγγραφείς του), θα χρειαστεί δηλαδή κάθε φορά να προκρίνει μία γραφή, δεν πρέπει να είναι αυτοσχεδιαστικό. Και αφού το συγκεκριμένο βοήθημα θέλησε να λύσει όσα αναγνώρισε σαν «προβλήματα ορθογραφίας» με βάση την ορθογραφία Μπαμπινιώτη, γιατί άραγε και αυτήν ακόμα την ακολουθεί επιλεκτικά;
Έχω διατυπώσει πάμπολλες φορές την ίδια απορία και από εδώ, λ.χ. προς συναδέλφους διορθωτές: δηλαδή (μπορεί και) ελέγχει ο καθένας την ορθογραφία την οποία εισηγείται ο Μπαμπινιώτης, ο Τριανταφυλλίδης, ο Χ, ο Ψ, και λέει: «σωστή αυτή, θα την κρατήσω· με την άλλη διαφωνώ, την απορρίπτω»; Ελέγχει, συγκεκριμένα τώρα, τη γραφή «αίολος» του Μπαμπινιώτη, επικροτεί και την υιοθετεί, ενώ από την άλλη βάζει κάτω το «αγώρι» και το «τσηρώτο», ελέγχει και πάλι την ετυμολογία, και αποφαίνεται πως «αχ, εδώ την πάτησε ο Μπαμπινιώτης, θα κρατήσω αγόρι και τσιρότο»;
Ας μη μείνουμε άλλο εδώ. Πέρα λοιπόν και από αυτήν τη δεοντολογική - επιστημονική ασυνέπεια, ας σταθούμε στη χρηστικότητα, που αν δε σημαίνει αυτομάτως, φτάνει πάντως πολλές φορές να σημαίνει και χρησιμότητα.
Το υλικό οργανώνεται σε 28 κατηγορίες, που πολλές από αυτές έχουν διάφορες υποκατηγορίες. Για χρηστικό βιβλίο ο αριθμός αυτός είναι εξ ορισμού, θα έλεγα, απαγορευτικός. Δεν είναι δυνατόν να προτείνω τώρα και από εδώ έναν ριζικό ανασχεδιασμό του έργου, δηλώνω όμως εν πάση ειλικρινεία τον πολύ μεγάλο κόπο με τον οποίο το διατρέχω κάθε φορά.
Παραταύτα, θα έλεγα πρόχειρα ότι σε έναν ολιγοσέλιδο οδηγό θα μπορούσαν να γίνουν παραχωρήσεις στην αυστηρά επιστημονική κατάτμηση της ύλης και (με δυο εισαγωγικές φράσεις, εννοείται, ή μια συντομογραφημένη ένδειξη, όπως π.χ. σε λεξικό) να ενωθούν διαφορετικές κατηγορίες, συγγενείς όμως αν όχι όμοιες για τον χρήστη. Π.χ. τα «συνηθισμένα ορθογραφικά λάθη»: αλαζονεία και όχι αλαζονία, ενεός και όχι ενεώς, θα μπορούσαν να συγχωνευτούν με τα «λάθη στη φωνολογική, κυρίως, απόδοση λέξεων»: αγορανομία και όχι αγορονομία, άρδευση και όχι άρδρευση. (Και είναι όντως συνηθισμένα λάθη τα «ενεώς» και «άρδρευση»;) Αντίστοιχα, θα έβλεπα να ενώνονται οι δύο κατηγορίες (5η και 8η), που έχουν να κάνουν με σημασιολογική διαφορά, και αποτελούν και την ουσιαστικότερη προσφορά του βιβλίου (αίσθημα / συναίσθημα, ατύχημα / δυστύχημα, και ανακάλυψη / εφεύρεση, επήρεια / επιρροή κτλ.).
Ας μη σκανδαλίσω όμως άλλο τους επιστήμονες και τις συγγραφείς, αφού έτσι το θέλησαν οργανωμένο το υλικό τους. Το θέμα είναι ότι κάθε κατηγορία, έστω μ’ αυτό τον τρόπο αυστηρά προσδιορισμένη, χωρίζεται παραπέρα, χωρίς κανέναν απολύτως πλέον λόγο, σε ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα, αντωνυμίες, άκλιτα! Όπου βρίσκεται έτσι αλλού η κοινοτοπία (στα ουσιαστικά) και αλλού ο κοινότοπος (στα επίθετα). Αυτός ο άνευ λόγου κατακερματισμός δεν μπορεί να θεραπευτεί με το ευρετήριο, που καλώς προτάσσεται στο βιβλίο.
Γιατί, όταν κάθε φορά ανατρέχει κανείς (βοήθημα είναι αυτό, και όχι μυθιστόρημα που διαβάζεται άπαξ και με κάθε κεφάλαιο στη σειρά), δεν μπορεί να έχει κατά νου αυτή την κατάτμηση. Έτσι, όταν πάει να δει το ανδριάντας και όχι αδριάντας, ή την αποστρατιωτικοποίηση και όχι αποστρατικοποίηση (όντως, τυπικά λανθασμένη η «αποστρατικοποίηση», αλλά τίποτα διαφορετικό από τον αμφιφορέα που έγινε αμφορέας, στα αρχαία κιόλας χρόνια), και σκεφτεί με την ευκαιρία: παλιρροϊκός ή «παλιρροιακός», δεν θα το βρει, γιατί αυτό είναι «φυσικά» στα επίθετα! Και ίσως κοιτάξει και το απαθανατίζω· και ούτε αυτό θα το βρει. Γιατί είναι στα ρήματα, θα πει τώρα ο ειδοποιημένος αναγνώστης –όχι όμως ο χρήστης! Ε, δεν είναι ούτε στα ρήματα! Αν σκεφτεί (αλλά γιατί να το σκεφτεί;) ο χρήστης να ξεφυλλίσει παρακάτω, θα το ξετρυπώσει σε μια «Παρατήρηση», με ψιλά γράμματα: «Τα ρήματα απαθανατίζω, αποτίνω (φόρο τιμής), εκτίνω (ποινή φυλάκισης) απαντούν και ως αποθανατίζω, αποτίω, εκτίω»!
Αν παρ’ όλα αυτά δεχτούμε το ευρετήριο σαν πανάκεια, παραμένει ο –παρά τις εξαγγελίες των συγγραφέων– εξόχως και επιλεκτικά ρυθμιστικός χαρακτήρας του οδηγού. Ο οποίος δεν ξεφεύγει από τον τρέχοντα νεοκαθαρισμό, που πραγματοποιεί ένα τεράστιο άλμα προς τα πίσω, ίσαμε είκοσι αιώνες πολλές φορές, πετάει δηλαδή στον κάλαθο των αχρήστων υπερχιλιετή εξέλιξη της γλώσσας, και επανέρχεται, διαιωνίζει ή και νεκρανασταίνει τον θεόθεν δοσμένο και θεωρούμενο αειπάρθενο τύπο.
Εδώ οι φετιχοποιημένοι πια «Ιππής», εδώ, ακόμα χειρότερα, η «αποκατάσταση» της λαϊκότατης πια έκφρασης είπα και ελάλησα (συντομευμένη μορφή τού κοινόχρηστου είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω), που ακόμα ακούω τη μάνα μου να μου το λέει, χωρίς ν’ ανοίγει η αφιλότιμη, παρότι θρήσκα, το Κατά Ιωάννην, για να με προειδοποιήσει με το «σωστό», σύμφωνα με τον οδηγό: ει μη ήλθον και ελάλησα αυτοίς, αμαρτίαν ουκ είχον!
Αλλά αυτό δεν είναι αμαρτία πια. Είναι ύβρις.
Ωστόσο ο καθένας έχει την ιδεολογία του, και την αποτυπώνει ακόμα και σ’ έναν ολιγοσέλιδο οδηγό. Θα παραμείνω τότε στην ασυνέπεια, στη μη χρηστικότητα, που γίνεται, όπως ξανάπα, μη χρησιμότητα. Και γυρίζω εκεί απ’ όπου ξεκίνησα, στο ελάχιστο που περιμένω από έναν σημερινό οδηγό, να σταθεί σε σημερινά προβλήματα, και να μου πει πώς γράφεται το κτίριο· πώς συντάσσεται το αφορώ· να μη μείνει στους παλιούς, άχρηστους πια κανόνες για το ως/σαν· να μην ξεπετάξει με τρία παραδείγματα το θέμα της γενικής, του πληθυντικού ιδίως (των λακκουβών κτλ.)· ή, στο θέμα αίφνης του ενωτικού, την εποχή τού «πολυ-μιλάω» και του «αντι-φασιστικός», να μη μένει, με μια αραιοτυπωμένη σελιδούλα, στην κυρα-Μάρω και τον μπαρμπα-Γιώργο.
Έπειτα από τους «Ιππής» λ.χ., αλλού μας πάει πια ο μπαρμπα-Γιώργος, πολύ μακριά από την περιλάλητη συνέχεια της γλώσσας. Και με όλα τα «σκουπίδια» σκουπισμένα έξω απ’ την πόρτα τη δικιά μας.