12/7/08

Η σάτιρα, η φάρσα, η πρόκληση (β΄) ή Ο αμοραλισμός της πρόκλησης

Τα Νέα, 12 Ιουλίου 2008 [εδώ με μικροαλλαγές]

Το αδέσποτο που αποτέλεσε έκθεμα του Γκιγέρμο Βάργκας, ώστε να φανεί, λέει, η υποκρισία του κόσμου που αδιαφορεί για τα χιλιάδες αδέσποτα που πεθαίνουν, σπεύδει όμως να δει ένα μεμονωμένο, απ’ τη στιγμή που εκτίθεται σαν «έργο τέχνης»

Μοιάζει αμοραλιστικό όταν η πρωτοπόρα τέχνη προκαλεί και εκμαιεύει τα χειρότερα ένστικτα και αντιδράσεις του ανθρώπου, για να τα καταγγείλει έπειτα και να τα στιγματίσει

το πλήρες κείμενο:

Όχι σπάνια, δυστυχώς, διαβάζουμε για κάποιο βίαιο επεισόδιο, από ξυλοδαρμό έως μαχαίρωμα, μπορεί και θανατηφόρο, σε δημόσιο χώρο, με αμέτοχους τους πολυπληθείς παρισταμένους.

Μήπως θα ’πρεπε να δημιουργηθούν
λόγου χάρη ομάδες δράσης, «Ομάδες Κοινωνικής Αφύπνισης» θα λέγονται, που θα προβαίνουν σε συστηματικούς --αλλά εικονικούς, έστω-- ξυλοδαρμούς και μαχαιρώματα, επιλέγοντας πάντως ένα ανύποπτο θύμα, ώστε να εξασφαλιστεί η επιτυχία της αναπαράστασης, μπας και αφυπνιστεί επιτέλους η συνείδηση του αδρανούς και εφησυχασμένου πολίτη;

Εξωφρενικό, ελπίζω να συμφωνούμε όλοι. Και αρρωστημένο ίσως. Τόσο που, σε συνάρτηση μάλιστα με το θέμα μου, την ώρα κιόλας που το ’γραφα κάκιζα τον εαυτό μου, καθώς σκεφτόμουν το ενδεχόμενο να το διαβάζει κάποιος με αποτροπιασμό, ώσπου να καταλάβει ότι δεν σοβαρολογώ.

Και το θέμα μου, όπως το ξεκίνησα με την προηγούμενη επιφυλλίδα, είναι μια ηθική εντέλει διάσταση ιδίως της φάρσας και της πρόκλησης, όπου προϋποτίθεται η φύσει ή θέσει «ανωτερότητα» του αυτουργού, ο οποίος διασκεδάζει, τον εαυτό του ή ένα ολόκληρο κοινό, τηλεοπτικό π.χ., εις βάρος κάποιου φύσει ή θέσει «κατώτερου», αφού είναι το θύμα· ακόμα περισσότερο, ακόμα χειρότερα δηλαδή, με την πρόκληση πλέον, έστω την καθαρά καλλιτεχνική, όπου ο αυτουργός έχει στόχο, χρησιμοποιώντας πάλι ανυποψίαστο θύμα ή θύματα, να αποκαλύψει, κοινώς να ξεμπροστιάσει, την κοινωνική π.χ. υποκρισία.

Από τις αθώες, οπωσδήποτε στις προθέσεις τους, φάρσες ώς την πιο δικαιωμένη καλλιτεχνικά πρόκληση, υπάρχει πάντοτε κάποιος ή κάποιοι στους οποίους ανατίθεται, ερήμην τους, για την ακρίβεια τους επιβάλλεται ο ρόλος του διασκεδαστή, του κλόουν, μειονεκτικού σε κάθε περίπτωση. Και στην πρόκληση πια το θύμα παγιδεύεται και ξεγυμνώνεται τελετουργικά, εκθέτει τον χειρότερό του εαυτό (που, προσοχή, δεν είναι σίγουρο ότι θα είχε εκδηλωθεί χωρίς τη συγκεκριμένη αφορμή --αλλά εδώ πάμε πολύ μακριά!), και προσφέρεται σε δημόσια διαπόμπευση, στιγματισμό, σε ηθικό λιντσάρισμα.

Πρώτα οι φάρσες. Οι αθώες, της εκπομπής Candid camera, τα πρώτα χρόνια της τηλεόρασής μας, ή ανάλογες, πολυάριθμες πια παραγωγές, όπου αιφνιδιάζεται ένας περαστικός, για να γελάσει το κοινό.
Κάποιος που πάει να ρίξει ένα γράμμα στο γραμματοκιβώτιο και βγαίνει από μέσα ένα χέρι και του το αρπάζει. Κάποιος που μπαίνει σ’ ένα γραφείο, κι ώσπου να βγει, έχουν αλλάξει όλο το σκηνικό απέξω, και βρίσκεται ξαφνικά μέσα σ' ένα σουπερμάρκετ. Αθώες φάρσες. Ή μια υπέροχη, στους νιπτήρες κάποιου μεγάλου καταστήματος, δυο δίδυμες, απ’ τις δυο πλευρές ενός τζαμιού, εκτελούν με απόλυτη ακρίβεια τις ίδιες κινήσεις, καθώς π.χ. φρεσκάρουν το μακιγιάζ τους, κι έτσι το τζάμι μοιάζει καθρέφτης. Και μπαίνουν άλλες γυναίκες, πλένουν τα χέρια τους, κοιτάζονται στον «καθρέφτη», αλλά δε βλέπουν το δικό τους είδωλο, ενώ (νομίζουν ότι) βλέπουν πολύ καλά της διπλανής της· κοιτάζουν και ξανακοιτάζουν παραξενεμένες, μετακινούνται, ζητούν από τη διπλανή τους ν’ αλλάξουν θέση, οι δίδυμες μετακινούνται με απόλυτο συγχρονισμό –και οι άλλες πια γυναίκες τρελαίνονται. Άλλο ευφάνταστο: στο τμήμα εσωρούχων ενός καταστήματος, όποιος μπαίνει στα δοκιμαστήρια, καθώς τραβάει μια κουρτίνα πίσω απ’ την οποία υποθέτει πως είναι καθρέφτης, βρίσκεται στην κορυφή μιας πασαρέλας, με κοινό καθισμένο δεξιά κι αριστερά, να χειροκροτεί γελώντας· μετά το πρώτο σοκ, το θύμα βάζει κι αυτό τα γέλια, και μπαίνει στο παιχνίδι, παρελαύνοντας με τις κάλτσες και με τα εσώρουχα. Κάποιος όμως πελάτης μπήκε και δοκίμασε γυναικεία εσώρουχα: το ευφάνταστο παιχνίδι γίνεται εφιάλτης, διαπόμπευση.

Η εικονική εκτέλεση έχει καταχωριστεί στα βασανιστήρια. Η εικονική σύλληψη τι τάχα είναι; Έγινε όμως και τέτοια φάρσα, όπως και πολλές ανάλογες, στην εκπομπή Άλλα κόλπα του Βλάση Μπονάτσου. Ωχριούσαν όμως μπροστά σε νεότερες, ξένες παραγωγές, όπως το Scare tactics, όπου συμβαίνει ό,τι πιο τρομαχτικό ή και μακάβριο μπορεί να φανταστεί κανείς, μανιακοί δολοφόνοι που κυνηγούν το θύμα με αλυσοπρίονο, εικονικοί ακρωτηριασμοί, ψυγεία γεμάτα με κομμένα μέλη κτλ.

Αθώα και ευφάνταστα, ή μακάβρια και νοσηρά εντέλει παιχνίδια, σε όλα κάποιος είναι ο εγκέφαλος και κάποιος το πειραματόζωο, το θύμα. Κάποιος οργανώνει την έκπληξη, στην καλύτερη περίπτωση, τον τρόμο συχνά του άλλου. Κι ο άλλος οφείλει "να έχει χιούμορ", για να μη χαρακτηριστεί ξενέρωτος, το χειρότερο όμως για να μη φανεί, ακόμα και στα ίδια του τα μάτια, ότι υπήρξε θύμα· για να δείξει δηλαδή πως αποδέχεται το παιχνίδι, ώστε να είναι και ο ίδιος παίκτης, τάχα ισότιμος, άρα όχι μπαίγνιο και μαριονέτα.

Η ηθική αυτή διάσταση, το ενδεχόμενο ηθικό έλλειμμα, φαίνεται καθαρότερα στην πρόκληση, και μάλιστα την καλλιτεχνική, μολονότι εδώ τα πράγματα είναι πολυσύνθετα, αφού αμέσως αμέσως έχουμε αποδεχτεί
την κατά κανόνα οξυμένη ευαισθησία του καλλιτέχνη, έχουμε αποδεχτεί τον εξ ορισμού πρωτοποριακό ρόλο του καλλιτέχνη, άρα, έμμεσα, την «ανωτερότητά» του, με τους όρους έστω με τους οποίους συζητούμε εδώ.

Δεν πάνε ούτε δυο μήνες που το διαδίκτυο και το ηλεταχυδρομείο κατακλύστηκαν από διαμαρτυρίες για την έκθεση ενός Κοσταρικανού καλλιτέχνη σε μια γκαλερί της Μανάγκουας, στη Νικαράγουα, με έκθεμα ένα υποσιτισμένο αδέσποτο σκυλί δεμένο, και λίγο πιο πέρα ένα πιάτο με τροφή, που να μην τη φτάνει. Ο κόσμος περνούσε κι έβλεπε το "έκθεμα", κανένας δεν έσπρωξε το πιάτο προς το μέρος του σκυλιού, το σκυλί κάποια στιγμή πέθανε, λένε, από ασιτία. Εκατομμύρια υπογραφές διαμαρτυρίας συγκεντρώθηκαν
εναντίον του καλλιτέχνη, της γκαλερί και της Μπιενάλε της Κεντρικής Αμερικής που επέλεξε το «έργο». Μπροστά στην κατακραυγή η γκαλερί "αποκάλυψε" πως το σκυλί σιτιζόταν το βράδυ, όταν έκλεινε η έκθεση, και στο τέλος το άφησαν πάλι ελεύθερο. Σκοπός, είπαν, του καλλιτέχνη ήταν να δείξει την υποκρισία του κόσμου που δε γυρίζει να κοιτάξει τα χιλιάδες αδέσποτα που πεθαίνουν δίπλα του στο δρόμο, σπεύδει όμως να δει ένα αδέσποτο που πεθαίνει σαν «έργο τέχνης» σε μια γκαλερί –και με την παθητικότητά του συμμετέχει στη θανάτωσή του. Δεν έχει σημασία αν πέθανε ή δεν πέθανε το αδέσποτο –το πιθανότερο είναι να αληθεύει η εκδοχή της γκαλερί, αν και ο καλλιτέχνης ούτε διαψεύδει ούτε επιβεβαιώνει, επιμένει μόνο να στηλιτεύει την κοινωνική υποκρισία.

Προσωπικά δε με ενδιαφέρει τόσο, αν και φανατικά ζωόφιλο, αν πέθανε ή δεν πέθανε το αδέσποτο. Αν πέθανε, λέω, ένα ακόμα κρούσμα αναλγησίας ή βαρβαρότητας. Προτιμότερα από αυτό που θα πω αμοραλισμό: ο καλλιτέχνης, υπεράνω, όχι απλώς να καταγγέλλει αλλά να υποκινεί την κοινωνική υποκρισία, και έμμεσα τη συμμετοχή.

Που κάποτε γίνεται ενεργή, όπως σε λίγο παλαιότερη έκθεση Χιλιανού καλλιτέχνη στη Δανία, με εκθέματα διάφορα μπλέντερ γεμάτα νερό, όπου κολυμπούσαν χρυσόψαρα· κάποια στιγμή κάποιος θεατής, αφού είχε το ελεύθερο, πάτησε το κουμπί ενός μπλέντερ!

Το θέμα ωστόσο δεν είναι μόνο η δημιουργία συνθηκών που προκαλούν τη συμμετοχή. Αρκεί η ανάληψη του ρόλου του υπέρτατου όντος που «καρφώνει την καρδιά» του κοινού θνητού.

Ο καλλιτέχνης μαριονετίστας

Το 1985, στην Αίθουσα Τέχνης Δεσμός, η Μαρία Καραβέλα επιζητεί μέσα από μια περφόρμανς «να καρφώσει την καρδιά του θεατή», για να το θυμάται σ’ όλη του τη ζωή, αλλιώς η ίδια θα έχει αποτύχει, λέει, οικτρά.
Και με ποιον τρόπο θα καρφώσει την καρδιά του θεατή; Λιώνοντας κάτω από μια πέτρα δυο ζωντανά πουλιά. Τα έλιωσε τελικά ή όχι; Λίγα χρόνια πιο πριν, δούλευα στον Δεσμό σαν κειμενογράφος, έφτιαχνα και πολλά από τα προγράμματα, παρακολουθούσα έτσι στενά όλες σχεδόν τις δραστηριότητές του. Το «έργο» της Καραβέλα δεν το είχα δει, θυμάμαι όμως πολύ ζωηρά τον σάλο που είχε ξεσπάσει. Προσπάθησα τώρα να φρεσκάρω τη μνήμη μου, ένα πουλί θυμόμουν εγώ, όχι δύο, άρχισα να ρωτάω φίλους, που παρακολουθούσαν κι αυτοί στενά τα πολιτιστικά της εποχής,απευθύνθηκα σε ειδικούς, τεχνοκρίτες, εικαστικούς, άλλος δε θυμόταν τίποτα, άλλος θυμόταν ένα πουλί, άλλος δύο, άλλος κοτόπουλα, άλλος ένα περιστέρι, όσοι πάντως θυμόνταν, θυμόνταν πως τα είχε λιώσει η καλλιτέχνις τα πουλιά.

Στον κατάλογο της έκθεσης
Τα χρόνια της αμφισβήτησης: Η τέχνη του ’70 στην Ελλάδα, που έγινε στο Μέγαρο, 15.12.2005-7.5.2006, οργανωμένη από το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο βιογραφικό της Μαρίας Καραβέλα διαβάζουμε για τη συγκεκριμένη περφόρμανς: «η υβριστική γλώσσα, η υποτιθέμενη χρήση κοπράνων, καθώς και η δήθεν πολτοποίηση δύο ζωντανών πουλιών προκάλεσαν αντιδράσεις και μηνύσεις». Δήθεν; Μπορεί. Ας το δεχτούμε. Κι ούτε και πήγα να ψάξω εφημερίδες της εποχής, δεν είχε σημασία.

Σημασία έχει από μιαν άποψη τι συγκρατεί η μνήμη, που συχνά παραμορφώνει γεγονότα και καταστάσεις, όχι τυχαία όμως. Και άλλωστε το θέμα είναι και εδώ πως κάποιος αίρεται πάνω από τα «ανθρώπινα», και υπεράνθρωπος ο ίδιος ξεσκεπάζει και στιγματίζει, όχι καταγγέλλοντας, ξαναλέω, αλλά υποκινώντας.

Αναγκαίο παρακολούθημα της πρωτοπορίας της τέχνης, εν προκειμένω; Το αποκρουστικό τότε, αμοραλιστικό της πρόσωπο.

buzz it!