Η σάτιρα, η φάρσα, η πρόκληση (α΄)
Τα Νέα, 28 Ιουνίου 2008
Η φίλη μου η Εύη, ένα καλόκαρδο, χυμώδες πλάσμα, από χρόνια τώρα σε αιώνιες μονές, μακάρι βουδιστικές, όπως θα τις ήθελε, περπάταγε κάπως αστεία, σεινάμενη κουνάμενη πάνω στα τακούνια της, σαν πάπια, όπως αυτοσαρκαζόταν, και κάθε τόσο έτρωγε κι από μια τούμπα. Ανακάθιζε τότε στο έδαφος και δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ τα γέλια. Το ίδιο άλλωστε γελούσε, άμα έβλεπε άλλον να πέφτει.
διαβάστε τη συνέχεια...
Εγώ πάλι κοκκίνιζα, ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί, κι έτσι αισθάνομαι πάντοτε, απέραντη αμηχανία ανάμεικτη μ’ ένα είδος ντροπής, μόλις δω κάποιον να πέφτει χάμω –κι αλίμονο πια αν πέσω ο ίδιος!
Υπερβολή, θα πείτε, η δική μου η ντροπή, υπερβολή και το γέλιο της παλιάς μου φίλης. Δεν έχει σημασία τίνος η αντίδραση είναι πιο δικαιολογημένη από του άλλου. Σημασία έχει πόσο διαφορετικά συναισθήματα μπορεί να γεννήσει η ίδια πράξη, το ίδιο περιστατικό, σε διαφορετικούς ανθρώπους.
Κι αν ένα πέσιμο στο δρόμο δεν μπορεί να θεωρηθεί εξ ορισμού αστείο, τότε συμπίπτουν καταρχήν οι αντιδράσεις απέναντι σε κάτι αναντίλεκτα αστείο, σ’ ένα ανέκδοτο, σε μια φάρσα;
Ούτε, και πάλι. Σκεφτείτε αίφνης να πείτε σε Πόντιο ένα ανέκδοτο με αφελείς Ποντίους, σε εβραίο ένα ανέκδοτο με τσιγκούνηδες εβραίους, ένα σεξιστικό ανέκδοτο σε γυναίκα κ.ο.κ. Ή να σκαρώσετε σε κάποιον μια φάρσα που αγγίζει κάποιο ευαίσθητο σημείο του, που μπορεί άμεσα ή έμμεσα να τον εκθέτει, να τον γελοιοποιεί, να τον ταπεινώνει. Ή απλούστατα να τον κοψοχολιάζει.
Ποικίλλουν, εννοείται, οι αντιδράσεις, ανάλογα με το πόσο πετυχημένο βρίσκει κανείς καταρχήν το ανέκδοτο, κι έπειτα αν και πόσο μπορεί να αποστασιοποιηθεί, κάτι που έχει να κάνει και με τον ίδιο αλλά και με το χαρακτήρα του ανεκδότου ή της φάρσας, πόσο δηλαδή «καλοπροαίρετα» μπορεί να είναι, να γίνουν, να ειπωθούν.
Έγραφα πρόσφατα για το δηκτικό χιούμορ με το οποίο σχολιάστηκε η υπερπροβολή του μικρού τραγουδιστή Χρήστου Σαντικάι από την τηλεόραση, χιούμορ κατεδαφιστικό, όταν έχει στόχο ένα μικρό παιδί, που δύσκολα μπορεί να διακρίνει το χιούμορ από τον εμπαιγμό, τη σάτιρα από τη διαπόμπευση. Ξαναγυρίζω τώρα στο παράδειγμα αυτό, μέσα από μια τεράστια εισαγωγή, για μεγαλύτερη ασφάλεια, καθώς γυροφέρνω ένα θέμα που θα επιχειρήσω να το επιγράψω, καίγοντάς το ίσως προκαταβολικά:
Σκέφτομαι δηλαδή κατά πόσο η σάτιρα πρώτα, η φάρσα έπειτα, η πρόκληση πιο πέρα, η μικροπροβοκάτσια στην καθημερινή ζωή, με την εξωτερική εμφάνιση π.χ., η πρόκληση στον δημόσιο βίο, στον καλλιτεχνικό κατά κανόνα χώρο, ενδέχεται συχνά να χαρακτηρίζεται από ένα κάποιο ηθικό έλλειμμα –με προϋποτιθέμενη μάλιστα τη φύσει ή θέσει ανωτερότητα του φαρσέρ, του προβοκάτορα, του πρωτοπόρου καλλιτέχνη ακόμα ακόμα.
Ζόρικο το θέμα, και θα χρειαστεί να φλυαρήσω, πλαγιοκοπώντας το, αλλιώς κινδυνεύουμε να βουλιάξουμε στην αυθαιρεσία και το δογματισμό.
Και νά, σκέφτομαι, μια πολυτέλεια που δεν μπορεί να την έχει η σάτιρα: η σάτιρα δηλαδή, ακόμα και από τον οξυδερκέστερο κωμικό, τον Λαζόπουλο λόγου χάρη, δεν μπορεί από τη φύση της να αναλύσει, έστω και με τον κίνδυνο να πλατειάσει. Το ίδιο κι ένα τραγούδι, από έναν ιδιαίτερα στοχαστικό και πολιτικοποιημένο συνθέτη, τον Σαββόπουλο φερειπείν. Σ’ αυτές τις δύο, ενδεικτικά, περιπτώσεις όλα πρέπει να γίνουν αστραπιαία, μέσα από μια ατάκα, μια μούτα, ένα κλείσιμο του ματιού, ένα στίχο στο τραγούδι, άντε ολόκληρο ένα τραγούδι. Που έτσι καταδικάζεται να συνθηματολογεί, πράγμα από τη φύση του επικίνδυνο, έως –συχνά– και αντιδραστικό! Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το έχω ξαναγράψει, ο περίφημος «πολιτευτάκιας» του Σαββόπουλου, που τόσο εύκολα συναντιέται με τον ισοπεδωτικό αντιδραστικό λόγο για τη σαπίλα των πολιτικών, που «όλοι ίδιοι είναι» κ.τ.τ.
Ενώ αυτή η πολυτέλεια που είπα, μπορεί να λειτουργεί ανακουφιστικά, σαν δικλίδα ασφαλείας, στον ανάλογα εξουσιαστικό ρόλο κάποιου που γράφει σε εφημερίδα –λέω για να υπογραμμίσω μια συστατική διαφορά του μέσου, κι όχι για να εξασφαλίσω τάχα αυτομάτως απαλλακτικό για την αφεντιά μου.
Συνθηματολογικά λοιπόν μπορεί –ή πρέπει!– να λειτουργεί η σάτιρα, ένα τραγούδι, ή ένα ανέκδοτο. Και η φάρσα; Προφανώς και υπάρχουν λογής λογής φάρσες. Πόσες φορές δεν έχουμε γελάσει με καλόκαρδες φάρσες, φάρσες που κάνουμε οι ίδιοι μεταξύ μας, φάρσες που βλέπουμε στην τηλεόραση, σε ειδικές μάλιστα εκπομπές. Αντιδρά όμως πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, δέχεται πάντοτε το ίδιο ανώδυνα τη φάρσα το εκάστοτε θύμα, εντός ή εκτός εισαγωγικών;
Σκόπιμα θα ξεκινήσω με δύο σημαδιακές για μένα φάρσες. Η πρώτη, αν είναι φάρσα ακριβώς:
«Κυρίες και κύριοι, μετά λύπης μου σας αναγγέλλω ότι απρόοπτοι τεχνικοί λόγοι μας υποχρέωσαν να ματαιώσουμε την παρουσίαση του τελευταίου μέρους αυτού του προγράμματος» βγαίνει και ανακοινώνει κάποιος στο εμβρόντητο κοινό, 2η εβδομάδα σύγχρονης μουσικής, στο Χίλτον, 1967: ώστε δε θα παιχτεί η πολυαναμενόμενη Κυρία με τη στρυχνίνη του Γιάννη Χρήστου! «Όπως καταλαβαίνω, πολλοί από σας θα αισθανθήκατε μια κάποια απογοήτευση, και δικαιολογημένα» συνεχίζει ο άνθρωπος αυτός, ελαφρό σούσουρο στην αίθουσα, κυριαρχεί αυτό που τόσο ωραία το λένε οι αγγλόφωνοι και οι γαλλόφωνοι, η frustration, λέξη ψωμοτύρι γι’ αυτούς, αμετάφραστη για μας, «ματαίωση» τη λέει, σαν ειδικό πια όρο, η ψυχολογία -λίγο βαρύγδουπος ακούγεται, εύγλωττος όμως. «Έτσι λοιπόν, παρά τις δυσκολίες μας, δε θα σας αφήσουμε απογοητευμένους. Αποφασίσαμε να σας παρουσιάσουμε ένα άλλο έργο, του ιδίου συνθέτη. Και τώρα δυο λόγια γι’ αυτό το αναπληρωματικό έργο. –Διαμαρτύρομαι!» πετάγεται μια γυναίκα, και μόνο τότε καταλάβαμε πως όλη η σκηνή ανήκε στο έργο. Ελάχιστα θυμάμαι από εκείνη τη βραδιά, θαμπωμένος πιτσιρικάς τότε, μόνο το κατακόκκινο φόρεμα στη σκηνή, τη σολίστ της βιόλας, Ρόντα Λη Ρήα, το όνομά της με συνόδευε πάντοτε σαν μαγικό ξόρκι, να το γράψω κι αλλιώς: Rhoda Lee Rhea, συναρπαστικό, όσο και το έργο, η εμπειρία, μια θολή ανάμνηση έμεινε (τα λόγια, μη φανταστείτε, τα ακούω τώρα από το σιντί!), μια ανάμνηση οργανωμένη γύρω από τη «ματαίωση» κυρίως –υποκειμενικό οπωσδήποτε, θα έχει να κάνει και με την ηλικία.
Η άλλη φάρσα, επώδυνη αυτή, σφραγίζει την ενήλικη ζωή μου. Πάνε κάπου δεκαπέντε χρόνια, ο πατέρας μου έχει χειρουργηθεί από καρδιά, τηλεφωνάω στη μάνα μου, να συνεννοηθούμε για τις βάρδιες, εκείνη δεν αναγνωρίζει τη φωνή μου, πιάνω κι εγώ και αυτοσχεδιάζω: με γεροντίστικη φωνή, το φόρτε μου, πετάω ένα περίεργο, αναληθοφανές επώνυμο, χαμπάρι η μάνα μου, παίρνω φόρα εγώ, παριστάνω μια παλιά συνάδελφο τάχα του πατέρα μου, της λέω πόσο ερωτευμένη ήμουν κάποτε, όπως και όλες σχεδόν οι συναδέλφισσες, με τον σύζυγό της, αλλά εκείνος βράχος, πιστός σ’ αυτήν και μόνο. Η μάνα μου κολακευμένη το κρυφοδιασκεδάζει με τις εξομολογήσεις της γηραιάς και ίσως ψιλοσαλεμένης κυρίας. Κάνα μισάωρο κράτησε το τηλεφώνημα, δεν έχουν σημασία οι λεπτομέρειες, το ίδιο απόγεμα στο νοσοκομείο αρχίζει η μάνα μου να διηγείται ξεκαρδισμένη το τηλεφώνημα. Ο πατέρας μας προσπαθεί να θυμηθεί, δεν τα καταφέρνει, κολακεύεται πάντως κι αυτός, και το διασκεδάζει, εγώ με τ’ αδέρφια μου, που ξέρουν ήδη την ιστορία, κλαίμε κυριολεκτικά από τα γέλια. Ώς τη στιγμή που αποφάσισα να αποκαλύψω τη φάρσα. Η μάνα μου ούτε να το ακούσει, υπερασπιζόταν έναν τόσο δα, μικρό θησαυρό της. Πεισμωμένος θαρρείς, βάλθηκα να της αποδείξω τη φάρσα, αναφέροντας λεπτομέρειες που τις είχε παραλείψει. Μαράθηκε, δεν έχω λόγια να περιγράψω πώς και πόσο.
Όταν το συνειδητοποίησα, ήταν αργά να τα μπαλώσω. Προτίμησα να μην ξαναναφερθώ ποτέ. Τώρα, και να ’θελα, δε γίνεται.
Και νά τι έλεγα. Αυτός που κάνει μια φάρσα, ακόμα και μια καλοπροαίρετη, χαριτωμένη ίσως, «ανώτερος» αφού στήνει και ορίζει όλο το παιχνίδι, μπορεί να προκαλέσει μια μικρή καταστροφή. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για φάρσες που βασίζονται στον αιφνιδιασμό ή τον τρόμο του άλλου. Και πού να φτάσουμε στην πρόκληση.
Έχουμε μπόλικη συνέχεια.