28/1/09

Παραλειπόμενα του πιο άβολου Δεκέμβρη

1. Το πένθος και το δέντρο

«Σε πένθος η χώρα: Χωρίς ψυχαγωγικό και καλλιτεχνικό μέρος η Τελετή Λήξης των Παραολυμπιακών, λόγω της σχολικής τραγωδίας»: κοινοί, πανομοιότυποι οι τίτλοι σ’ όλο τον τύπο, καμία διαφορετική φωνή δεν ακούστηκε, εθνική ομοφωνία δηλαδή ως προς τη συρρίκνωση της τελετής λήξης. Εφτά ζωές, εφτά μικροί μαθητές είχαν χαθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα στον Μαλιακό, καθώς κατευθύνονταν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τους Παραολυμπιακούς Αγώνες του 2004…

διαβάστε τη συνέχεια...

Κι όμως, μ’ όλο τον συγκλονισμό από τον άδικο χαμό εφτά παιδιών, είχα βρει τουλάχιστον άτοπη την κατάργηση ουσιαστικά της τελετής λήξης.

Το πένθος ήταν όντως μεγάλο. Όμως, στον λαϊκό μας πολιτισμό το πένθος ουσιαστικά αποκρύπτεται από τον φιλοξενούμενο, και οπωσδήποτε δεν αναιρεί την υποχρέωση της φιλοξενίας.

Εδώ οι ξένοι φιλοξενούμενοί μας, αθλητές των Παραολυμπιακών, άτομα με αναπηρία, σε μία από τις ελάχιστες στιγμές αναγνώρισης, με την πρόσκαιρη αίσθηση της εξομοίωσης και της ενσωμάτωσης, σε μια κορυφαία στιγμή όχι μόνο της αθλητικής σταδιοδρομίας τους αλλά πιθανότατα της ζωής τους ολόκληρης, στερήθηκαν τη γιορτή.

Ήμουν παρών στη μιζερεμένη τελετή. Θυμόμουν την τελετή λήξης των «κανονικών» Ολυμπιακών, τη λάμψη των αθλητών, νικητών και χαμένων, καθώς έμπαιναν πανηγυρίζοντας σαν μικρά παιδιά στο στάδιο, κι έβλεπα τώρα πώς κλέψαν απ’ τους άλλους τη χαρά. Και ελεεινή λεπτομέρεια: στην ήδη ακυρωμένη τελετή, όταν μπήκε τελευταία η ελληνική αποστολή, η διαδικασία, από κάκιστο προφανώς σχεδιασμό, είχε ήδη προχωρήσει: οι έλληνες αθλητές μπήκαν απαρατήρητοι, κι έμειναν στο βάθος, στα σκοτεινά: ούτε μισό χειροκρότημα δεν εισέπραξαν. Ένιωσα σχεδόν ντροπή. Μα ούτως ή άλλως ένιωθα μόνος. Καμία ένσταση δεν είχα δει να διατυπώνεται πουθενά για την ακύρωση της τελετής.

Τώρα περίσσεψε η χλεύη, η απαξίωση, η οργή για τα παιδιά που απαίτησαν τον ελάχιστο σεβασμό στον δικό τους νεκρό, την ελάχιστη συμμετοχή στο δικό τους, επίσης μεγάλο πένθος -–αν μη τι άλλο, την αναγνώριση επιτέλους του δικαιώματός τους να πενθήσουν, όταν η επίσημη πολιτεία επιδείκνυε προκλητικά την αναλγησία της, όταν δηλαδή δεν υπήρξε όχι η παραμικρή παραίτηση, αλλά επίπληξη έστω προς τον γλεντοκόπο αρμόδιο υπουργό ή τον υπεύθυνο αρχηγό της Αστυνομίας.

Ειρωνεία και πάλι ήταν η απάντηση στο κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου στο Σύνταγμα, ακόμα περισσότερο στις απόπειρες να ξανακαεί το εν μιά νυκτί ξαναστημένο δέντρο. «Παρανοϊκά φασιστοειδή» ήταν ένας από τους αμετροεπείς –και προβοκατόρικους στη λειτουργία τους– χαρακτηρισμούς που αποδόθηκαν στους επίδοξους πυρπολητές του νέου δέντρου.

Δεν έχει και τόση σημασία να σταθούμε εδώ και στα «συμφραζόμενα» της υπόθεσης, λόγου χάρη στην ακροδεξιά ταυτότητα του δημάρχου, του αποτυχημένου πρώτα υπουργού που εκλέχτηκε παραταύτα δήμαρχος χάρη ακριβώς στην πολιτική αλαλία του, που την πρόβαλε μάλιστα σαν αρετή ο ίδιος, του δημάρχου που μέγιστο επίτευγμά του μοιάζει να είναι το ότι θα μας κάνει εντέλει νοσταλγούς του Αβραμόπουλου.

Δεν έχει, λέω, και τόση σημασία αν το δέντρο είναι του άλφα ή βήτα δημάρχου, ούτε οι άκομψοι χειρισμοί. Ας μείνουμε στην ουσία. Που είναι η -–προκλητική–- άρνηση και απαξίωση του πένθους των άλλων.

Ωστόσο, θα μου πείτε, κραυγαλέα αντιφατικό: στη μια περίπτωση παραμερίζω το πένθος, στην άλλη το υπερασπίζομαι -–έως βανδαλισμού και πυρπολήσεων.

Όχι. Επιμένω πως ήταν ατόπημα μέγα η ακύρωση της τελετής λήξης των Παραολυμπιακών του 2004. Και επίσης επιμένω πως έπρεπε να γίνουν οι χριστουγεννιάτικες γιορτές τον φετινό, ταραγμένο Δεκέμβρη, με φωτεινό το δέντρο και με ό,τι άλλο, μοναδική νότα χαράς για μια μερίδα συμπολιτών μας, και προπαντός, όπως και στην περίπτωση των Παραολυμπιακών, των ξένων μας, μόνιμων και ημιμόνιμων –και εννοώ τους μετανάστες.

Όμως αυτό μόνο σαν αποτέλεσμα συγκεκριμένης πολιτικής και, ναι, ηθικής μπορεί να νομιμοποιηθεί, αφού δηλαδή πρώτα συμμεριστούμε τον πόνο και το πένθος των άλλων, αφού το αναγνωρίσουμε ακριβώς, το σεβαστούμε.

Για άλλη μια φορά ο λόγος μας έπρεπε να είναι πολιτικός και όχι αστυνομικός· μάλλον να είναι καταρχήν λόγος απέναντι στο δίκαιο πένθος των παιδιών, αυτό που υπαγόρευε και τη δίκαιη οργή τους. Αυτήν που εντέλει συδαυλίζουμε με την απουσία λόγου και την περίσσεια ίσα ίσα ειρωνείας, απαξίωσης και αμετροέπειας, που έφτασε ώς τον χαρακτηρισμό που ανάφερα και παραπάνω: «παρανοϊκά φασιστοειδή».

Το δέντρο, ούτε λόγος, το κάψαμε και διαρκώς το καίμε εμείς.


ΥΓ. Είτε καμένο είτε κομμένο το δέντρο, δοκίμασε και μέτρησε την πολιτική ηθική του Νικήτα Κακλαμάνη –ο οποίος προτιμάει βεβαίως το κΟμμένο, αφού εκεί μπορεί πιο εύκολα να αναγνωρίσει τον εαυτό του, έτσι που μοιάζει το όμικρον με το μηδέν.



2. Το μαγάρισμα των καθαριστών

«Πήγατε να πέσετε από την Ακρόπολη; [...] Και δεν ντρέπεστε που το λέτε; Σταματήστε να χρησιμοποιείτε πια την Ακρόπολη. Είναι ιερό μέρος. [...] πρέπει να τελειώνει πια η ιστορία με την Ακρόπολη. Όποιος έχει πρόβλημα πάει στην Ακρόπολη. Αυτό το ιερό μέρος. Πρέπει να σταματήσουν να εκμεταλλεύονται αυτό το μέρος…»

Έτσι ελάλησε ο εθνοπατέρας Θανάσης Πλεύρης του Κωνσταντίνου, βουλευτής του ΛΑΟΣ, προς την απολυμένη συμβασιούχο του Υπ. Πολιτισμού, που απειλούσε να πέσει από την Ακρόπολη.

Κάτι μας θυμίζει… κάτι μας θυμίζει… Οπωσδήποτε δεν είναι κατά κανέναν τρόπο συγγενείς οι πηγές, όμως η χρονική σύμπτωση μοιάζει σκανταλιά της Ιστορίας εκεί όπου η λογική και η ορθοφροσύνη δίνουν τη θέση τους σε αμετροεπή ηθοπλαστικό λόγο.

Αναφέρομαι πάλι στη γνωστή ρήση των τριών συγγραφέων, όπου ακριβώς το ρήμα που επιλέχτηκε να χαρακτηρίσει την ανάρτηση του πανό στην Ακρόπολη μαρτυρεί, πολύ πέρα από την απώλεια της ψυχραιμίας, τον ηθοπλαστικής τάξεως, άρα παραπολιτικό, που σημαίνει εντέλει αντιδραστικό λόγο: «μαγαρίζει»:

«Αν εμείς οι άνθρωποί της [= της τέχνης] ανεχόμαστε αγόγγυστα την κάθε ομάδα “επαναστατημένων” νεαρών να μαγαρίζει ανενόχλητη την Ακρόπολη…»

Μια αστοχία στην επιλογή μιας λέξης, ακόμα κι αν προέρχεται από ανθρώπους των γραμμάτων, θα μπορούσε να αποδοθεί απλώς στον ζήλο να υπάρξει πάραυτα κάποια δημόσια παρέμβαση.

Ωστόσο ο ένας απ’ τους τρεις, ο και πιθανότατα συντάκτης του πρώτου κειμένου, επανέρχεται, έπειτα από δέκα-δεκαπέντε μέρες (α, β, γ):

«Όταν λέμε ότι η Ακρόπολη ανήκει στον πολιτισμό μας, εννοούμε αυτό που λέμε. Δεν δικαιούνται να την καταχραστούν ούτε οι αρχαιοφύλακες που την κλειδώνουν ούτε οι μπαχαλάκηδες στους οποίους οι αρχαιοφύλακες, που υποτίθεται πως πληρώνονται για να την προστατεύσουν, δίνουν τη δυνατότητα να την μαγαρίσουν ανεβάζοντας εκείνα τα πανό που έγραφαν “Αντίσταση”».

Ώστε δεν ήταν αστοχία· είναι ιδεολογία.

Διαμετρικά αντίθετη από αυτήν που εκφράστηκε ενδεικτικά από τον Μανόλη Γλέζο, όταν ρωτήθηκε:

– «Πώς αισθανθήκατε που είδατε ένα πανό που γράφει “Αντίσταση” πριν από δυο μέρες πάνω στην Ακρόπολη –από νεολαίους, φοιτητές…»

– «Ένιωσα περήφανος, γιατί είδα ότι οι νέοι αξιοποιούνε ένα σύμβολο που αντιστάθηκε στην πορεία αιώνων, επειδή είναι η έκφραση των ανθρωπιστικών αξιών, γι’ αυτό μπόρεσε και στάθηκε, δεν είναι μονάχα το κάλλος το αισθητικό που αναδίνει – εκείνη η εποχή έχει αναδείξει ορισμένες ανθρωπιστικές αξίες, αυτές τις συμβολίζει η Ακρόπολη, και το ότι αντιστάθηκαν αυτές οι ανθρωπιστικές αξίες μέσα σ’ όλο τον χρόνο, η Ακρόπολη συμβολίζει και την αντίσταση.

»Συνεπώς αυτή την αντίσταση την αξιοποίησαν αυτοί οι νέοι και εγώ ένιωσα περήφανος που την αξιοποίησαν».

Σ’ αυτή λοιπόν την πολύ συγκεκριμένη ιδεολογία την οποία αντιπροσωπεύει η προσεχτικά, καταπώς φαίνεται, επιλεγμένη λέξη «μαγαρίζω» θα ήθελα να σταθώ.

Επειδή πιστεύω ότι ο λόγος που μιλάει για μαγάρισμα της Ακρόπολης, ένας τέτοιος μικρόψυχος, προπάντων απαξιωτικός και ιεροεξεταστικός λόγος, αυτός εντέλει μαγαρίζει αυτόματα τον δημόσιο, τον κοινωνικό βίο, μολύνει δηλαδή τον κοινωνικό ιστό και διαρρηγνύει βίαια και αυτάρεσκα την όποια συνοχή του. Με μαγαρισμένη λοιπόν την κοινωνική ζωή, εάν δηλαδή καλούμαστε να ζούμε μες στην αποφορά, το τελευταίο που θα μπορούσε να μας απασχολεί είναι το ενδεχόμενο «μαγάρισμα» της Ακρόπολης.

Αλλά ποιο μαγάρισμα εντέλει; Και δεν εννοώ αν το πανό ήταν ή δεν ήταν μαγάρισμα. Εννοώ ότι τα όποια και όσο μεγάλα και ιερά σύμβολα δεν παθαίνουν τίποτα, αν τάχα ή και όντως κάποιοι τα μαγαρίζουν. Όπως δεν παθαίνει λ.χ. ο Σταυρός των χριστιανών, το Κοράνι των Μωαμεθανών κ.ο.κ., με οποιαδήποτε παρέμβαση ή σχετικό «ανίερο» λόγο, που προκαλεί σπασμούς στους πάσης φύσεως φονταμενταλιστές.

Δεν παθαίνουν λοιπόν τίποτα τα σύμβολα, δεν μαγαρίζονται, επειδή ακριβώς δεν είναι τόσο μικρά όσο τα φαντάζονται οι διάφοροι Φρουροί τους, καθώς τα βλέπουν κομμένα και ραμμένα στα δικά τους, μεγάλα νομίζουν κι όμως μικρούτσικα, μέτρα. Η κοινωνία όμως παθαίνει με το μαγάρισμα, κι όταν παθαίνει, τότε καμιά φορά και πεθαίνει.



3. Μετεξεταστέος στα μαθηματικά

Στην κυριακάτικη Καθημερινή, 25/1, σ’ ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Νίκου Κ. Αλιβιζάτου, καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διαβάζουμε, μεταξύ άλλων:

«Όσοι [...] προσπαθήσαμε να βρούμε τα βαθύτερα αίτια της “εξέγερσης των δεκαεξάρηδων” στις αδράνειες μιας καθηλωμένης κοινωνίας και στην ατολμία ενός πολιτικού προσωπικού ανίκανου να προτείνει ρεαλιστικές διεξόδους από την κρίση, κατηγορηθήκαμε, αν όχι για υποκίνηση, τουλάχιστον για ανοχή της βίας. Κάποιοι μάλιστα, αφού μας χαρακτήρισαν “ενοχικούς μεσήλικες”, μίλησαν και για τις ευθύνες της γενιάς του Πολυτεχνείου, που “παραχάιδεψε” τάχα τα παιδιά της».

Για «ενοχικούς μεσήλικες» είχαν μιλήσει οι Τρεις, όπως είδαμε και εδώ, και όπως σχολιάστηκε έπειτα εκτενώς και ευτυχώς από πολλούς.

Για τις ευθύνες της γενιάς του Πολυτεχνείου μίλησε ειδικότερα ο ένας απ’ τους τρεις, σε επόμενο κείμενό του, ο Απόστολος Δοξιάδης (Τα Νέα 10.1.09, βλ. α, β, γ), και αφού είχε στο μεταξύ ξαναμιλήσει, όπως είδαμε παραπάνω, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος. Ο Απ. Δοξιάδης λοιπόν, σε ένα κείμενο που δεν θα ’θελα να το χαρακτηρίσω κατά τα άλλα, επιχειρεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα και τη στάση των «ενοχικών μεσηλίκων» με ένα πειστικό καταρχήν σχήμα:

τα αντιχουντικά σύνδρομα υπαγόρευσαν μια «ενοχική παιδαγωγική [...] όταν τα χτεσινά παιδιά απέκτησαν παιδιά δικά τους»· αυτή η «ενοχική παιδαγωγική» λοιπόν, ότι δηλαδή οι συνομήλικοι του Α.Δ. θεώρησαν πως «κάθε επιβολή πειθαρχίας [στα παιδιά τους] ή διδασκαλία του σεβασμού [...] είναι έκφανση φασισμού», οδήγησε τους γονείς «σε προβληματικές σχέσεις με τα παιδιά τους, και –ακόμη χειρότερα– εκείνα σε προβληματικές σχέσεις με τους εαυτούς τους αλλά και την κοινωνία…»

καλό το σχήμα αλλά καλύτερα τα μαθηματικά, τα οποία άλλωστε διακονεί, μεταξύ άλλων, ο εν λόγω συγγραφέας:

και δείχνουν τα μαθηματικά πως τα παιδιά του Α.Δ. και των συνομηλίκων του, εν ολίγοις τα παιδιά της γενιάς που ανδρώθηκε στα χρόνια της δικτατορίας, της γενιάς του Πολυτεχνείου κτλ., έχουν πια σήμερα τριανταρίσει: τα παιδιά που κατέβηκαν στους δρόμους τον Δεκέμβρη είναι της αμέσως επόμενης γενιάς

ποια μαθηματικά δηλαδή, ούτε απλή αριθμητική –ατίθαση εντέλει στη φτηνοπολιτική.

buzz it!