το Μανιφέστο των Τριών
Επιτέλους, κάποιοι το κατάλαβαν ότι δεν βρέχει, αλλά μας φτύνουν!
Κι έσπευσαν έτσι ν’ αφήσουν το ομπρελίνο και να φορέσουν —επιδεικτικά πλέον, αλλά δε γινόταν κι αλλιώς— τα πιο βαριά τους ρούχα, όσα έκρυβαν —όχι και με μεγάλη επιμέλεια ή επιτυχία, οφείλω να πω— στα ιδεολογικά μπαούλα τους
διαβάστε τη συνέχεια...
Επιτέλους κατάλαβαν ότι σειρά μας πια: είμαστε η γενιά της εξουσίας, είμαστε οι γονείς, οι μεγάλοι. Έσπευσαν έτσι και εδώ να αποδείξουν ότι το χάσμα των γενεών είναι νομοτέλεια αδήριτη, ένας προαιώνιος κύκλος απ’ όπου δύσκολα βγαίνει κανείς —αν τάχα θέλει καν να βγει…
Αμνήμονες; Όχι· λυσσασμένοι που μας αμφισβητείται η εξουσία. Ή που μας πήρανε χαμπάρι
Ή, να το πω αλλιώς: Ανίκανοι να καταλάβουμε; Και τότε ηλίθιοι; Μπορεί. Ή μήπως καταλαβαίνουμε αλλά δε μας συμφέρει, δε μας παίρνει να το δείξουμε; Κι αυτό μπορεί. Μα τότε απατεώνες. Που όμως, είπαμε, μας πήρανε χαμπάρι
Και ιδού ο λόγος της γενιάς μου, της γενιάς της εξουσίας, μαζί κι ενός πρεσβύτερου, λόγος κατεξοχήν εξουσιαστικός, όταν δεν είναι αφόρητα κοινότοπος στην πιο αγοραία εκδοχή τής θεατρινίστικα ιερής οργής του
Όπου μίλησε ο κοινότοπος λοιπόν για κοινοτοπία των κούφιων συνθημάτων και της ξύλινης γλώσσας, για εκ του ασφαλούς αντιεξουσιαστές, το ’παν αυτό αυτοί που παίζουν τάχα πού και τι απ’ το κεφάλι τους; και κατακεραύνωσαν, οϊμέ, τους ενοχικούς μεσήλικους που προτρέπουν να «αφουγκραστούμε τα μηνύματα» της ανομίας [δικά τους τα —ειρωνικά— εισαγωγικά]
κι είπαν για την αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας, με την επίθεση στην καρδιά της, που είναι η ελευθερία της σκέψης, του λόγου και της έκφρασης, που αντιπροσωπεύει η τέχνη, γιατί ο λόγος είναι, ντε, η διακοπή των παραστάσεων σε ορισμένα θέατρα
από τους «επαναστατημένους» [πάλι δικά τους τα εισαγωγικά] νεαρούς που μαγάρισαν [ναι, μ’ αυτή τη λέξη το ’παν] ανενόχλητα την Ακρόπολη, οι απολίτιστοι, που μόνο ότι βρομάν τα πόδια τους δε μας είπαν οι Μαριαντουανέτες…
Κι όπως ξεμπρόστιασαν τους «ενοχικούς μεσήλικους», μας έδειξαν με το δάχτυλο, οι ιδεολογικοί κουκουλοφόροι, τους καλλιτέχνες που αποφάσισαν να υποκύψουν στη βία και να διακόψουν τις παραστάσεις τους, κι αυτό από τον φόβο του όχλου, οπότε, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούντες, υποκρίθηκαν ότι «συμπαρίστανται» [ξανά τα εισαγωγικά δικά τους]
Τέτοια φτηνά και ιταμά και άλλα διάφορα,
που τηρουμένων των αναλογιών ξεπερνούν σε βία τη βία του πιο έξαλλου κουκουλοφόρου!
Αυτά, και υπογράφω
Ένας όντως ενοχικός μεσήλικος, γεμάτος ενοχές και ντροπή, γιατί για τα παιδιά μας —αναπόφευκτα ώς έναν μεγάλο βαθμό— είμαστε όλοι ίδιοι, μία κοψιά με τους γυρολόγους εμποράκους της διανόησης...
ΥΓ 1. το κείμενο των τριών δημοσιεύτηκε και στα Νέα, 24/12, με υπέρτιτλο: «Κείμενο οργής για τις καταλήψεις (sic) στα θέατρα», τίτλο παρμένον από το κείμενο: «Πού μπαίνει το όριο στην κωμικοτραγική “πολιτιστική επανάσταση” των απολίτιστων;» και με σχετική αναγγελία στην πρώτη σελίδα.
ΥΓ 2. ψύλλοι στ' άχυρα, αλλά έχουμε κι εμείς τα γνωστά κολλήματά μας: αν το εν λόγω κείμενο δεν το 'γραψε, όπως συνηθίζεται, ένας και το υπέγραψαν έπειτα οι άλλοι, ο ένας πάντως από τους τρεις είναι δηλωμένος αρχαιολάγνος —αρχαιομαθής κατά δήλωσή του, εσχάτως και μεταφραστής από τα αρχαία· θα περίμενε λοιπόν κανείς να μην έχει ξεφύγει αυτό το "φιλοτιμίαν ποιούντες" αντί "ποιούμενοι": άτιμο πράμα όμως τ' αρχαία, κι ας τα έχουμε στο DNA μας. Δείτε και άλλη ελληνικούρα, που τη σχολίασε έγκαιρα και εύστοχα ο Νίκος Σαραντάκος.
βλ. και [με χρονολογική σειρά]:
όλντ μπόι
ροΐδη εμμονές
άνεμο
τιπούκειτο
φωτ. τσαλίκογλου
γιάννη καλαϊτζή
γ. βέλτσο
εύα κοταμανίδου
ν. ζαρταμόπουλος
κωστής παπαϊωάννου