«Ω Κλάρα!»: ούτε Ω, ούτε Κλάρα! - Οι κλέφτρες, οι μαφιόζοι… Και οι μικροί
(Εφημερίδα των συντακτών 17 Αυγούστου 2013)
«Ω Κλάρα!»: ούτε Ω, ούτε Κλάρα!
«Ω, Σμύρνη μου…» ήταν ο τίτλος μια παράστασης στο
φετινό φεστιβάλ. Αμάν αυτό το θαυμαστικό «ωμέγα», ενδημικό κάποτε στην
παραδοσιακή ποίηση κυρίως, ζει ακόμα; Ζει, φαίνεται, χωρίς ωστόσο και να
βασιλεύει…
Πάνε χρόνια, πάνω από είκοσι, περπατούσαμε στον
Εθνικό Κήπο με την Αμερικανίδα φίλη μου τη Λώρα και τη μικρούλα κόρη της,
δύο-τριών πρέπει να ήταν τότε, την Κλάρα. Είχαν έρθει επίσκεψη απ’ την Αμερική,
όπου είχε γυρίσει να γεννήσει και να ζήσει πια η Λώρα, έπειτα από καμιά
εικοσαριά χρόνια στην Ελλάδα. «Oh Clara, look at this!», «Ω Κλάρα,
κοίτα εδώ!», αναφωνούσε κάθε τόσο η Λώρα, δείχνοντας κάποιο ζωάκι, φυτό κτλ.
«Εεε…» έκανα αμήχανα εγώ, όταν ήθελα να της δείξω κάτι, «κοίτα εδώ!»,
αδυνατώντας παντελώς να επαναλάβω, να μιμηθώ, αυτό το «Ω Κλάρα!»
Όχι λοιπόν, στα ελληνικά ούτε «Ω!», κατέληξα
οριστικά τότε, αλλά ούτε και «Κλάρα»: σπάνια δηλαδή απευθυνόμαστε σε οικείο μας
πρόσωπο σκέτα με το μικρό του όνομα
–αλλά αυτό είναι πιο περίπλοκο, άλλη φορά,[1] ας μείνουμε τώρα στο προ πολλού
αφύσικο «ω!» Που άλλοτε είναι εντελώς περιττό, άλλοτε αποδίδεται με διάφορα
επιφωνήματα, ή και φράσεις ολόκληρες, σύμφωνα
με τις διαφορετικές εκφραστικές συνήθειές μας, ενδεχομένως και με την πολύ πιο
αναλυτική, ή πάντως «περιφραστική», δική μας γλώσσα –αλλά κι αυτό είναι άλλη, μεγάλη ιστορία.
Αποδελτιώνω από καινούριες, έχει σημασία αυτό, και
όχι κακές, κι αυτό έχει σημασία, μεταφράσεις:
«Ω, αργήσαμε! Μεσάνυχτα πια!»: Ωχ / Πόπο /
Αμάν, αργήσαμε… κ.ά.
«Γιατί τον πειράζεις συνέχεια; Ω, είναι τόσο
γλυκούλης όταν νευριάζει!»: Α… μα είναι τόσο γλυκούλης… Ή σκέτο: Μα…
«Ω!» είπε η Νικόλ, «τι ωραίο τραγούδι!»: Άαα /
Μα…
«Ω! ξαναπές μου αυτή την ιστορία!»: Αχ… / Έλα…
Αλλά και σε πρωτότυπο λόγο:
«Ω, αυτοί οι νέοι σκηνοθέτες!»: Αχ / Αμάν…
κτλ.
Ω, πότε θ’ απαλλαγούμε από το «Ω!»;
Οι κλέφτρες, οι μαφιόζοι… Και οι μικροί
[τα γεωργιανά μπαλέτα "που θαυμάζαμε", πριν γίνουν οι απόγονοί τους "μαϊμούδες" | ] |
Της Κικής Δημουλά τής κατέλαβαν οι ξένοι την
Κυψέλη, του Γιάννη Ξανθούλη τού καταλαμβάνουν κάθε Κυριακή την πλατεία
Κάνιγγος, όχι οι ξένοι γενικά αλλά «ΟΛΗ η πρώην Σοβιετική Ένωση». Ειδικότερα,
μεσόκοπες κυρίες που μιλούν τη γλώσσα, λέει, του Τσέχοφ και του Στάλιν, αλλά
και «τα σύγχρονα “πουτανίστικα” ρώσικα», κάτι «κυρίες που συμπτωματικά ΟΛΕΣ
γνωρίζουν από νοσηλεία, έχουν διπλώματα φιλοσοφίας και μηχανοδηγών τρένων,
άδεια οδήγησης πυραύλων, τελειόφοιτες ωδείων στο τμήμα κλασικού τραγουδιού και
πολλές με ειδικές σπουδές στο πιάνο και κυρίως στην ΑΡΠΑ… Έλεος!» Τα κεφαλαία,
του Γ.Ξ.: το «ΟΛΕΣ», ειρωνείας σημαντικό· το «ΑΡΠΑ», ξαφρίσματος δηλωτικό, για
όσους δεν κατάλαβαν το σκέτο «πιάνο». Επίσης και το «Έλεος!» είναι του Γ.Ξ.
Γιατί το δικό μου θα το γράψω εγώ τώρα με κεφαλαία: ΕΛΕΟΣ!
Έλεος, όταν ο
κύριος αυτός κάνει τάχα σάτιρα και χιούμορ και βγάζει το ψωμί του με το να
χλευάζει και να κατασυκοφαντεί αυτές τις γυναίκες που κουβαλούν· τον σταυρό του
εκπατρισμού και της εξαθλίωσης, παραστέκοντας και ξεσκατίζοντας τους ανήμπορους
γερόντους μας.
Στο ίδιο άρθρο, πάντα στην εφημερίδα μας (10/8),
έπειτα από τις πουτάνες και κλέφτρες, παρελαύνουν οι άλλοι, οι πλούσιοι Ρώσοι,
που μας έρχονται τουρίστες, και, για να είναι πλούσιοι, θα είναι μαφιόζοι κτλ.
Αλλά δεν έχει νόημα να επιμείνουμε στις εμμονές του Γ.Ξ.
Λέω «εμμονές», γιατί περσινό μόλις άρθρο του, στην
απεργιακή Ελευθεροτυπία (7.7.12), τον ίδιο στόχο είχε:
«Οι κοινωνιολόγοι μπορούν
να απαντήσουν ίσως γιατί τα αγόρια από την πρώην αλησμόνητη Σοβιετική Ένωση
διαθέτουν τόσο εκπαιδευμένη όσφρηση στο πολύτιμο μέταλλο, ακόμη κι αν διακοσμεί
ένα ασήμαντο κουταλάκι γλυκού… Βεβαίως, έχουν και την αμέριστη βοήθεια των
“πιστών οικονόμων” μαμάδων ή συζύγων τους, που βοηθούν στη μακροζωία των
Ελλήνων γερόντων και όχι μόνο. […] Τέλος πάντων, αηδιάζω για το πώς ξεπέσαμε
στην ανάγκη αυτών των μαϊμούδων απογόνων των ένδοξων (το πάλαι) “γεωργιανών
μπαλέτων”, που θαυμάζαμε».
Όχι, ούτε σκέτα χυδαιότητα
είναι πια αυτό, ούτε ρατσισμός· είναι μικρότητα ψυχής, αξιοδάκρυτη μιζέρια, και
ούτε καν μισανθρωπία ––απανθρωπία!
Και ντρέπομαι και πάλι που
χρειάστηκε να ξανασχοληθώ με τα γραπτά του κυρίου Ξανθούλη, έπειτα από τα
υπερασπιστικά της θανατικής ποινής, τη μια, τα λαϊκίστικα ισλαμοφοβικά, την
άλλη. Είναι όμως κάτι σαν ξόρκι, σαν να πετάς τη γλίτσα αποπάνω σου, αυτή που
σου κάθεται αμέσως και σε πνίγει, με το που πιάνεις μόνο και διαβάζεις…
Στοιχειώδης υγιεινή, εντέλει.