Έθνος Τιμημένο - Η κορδωμένη ασχετοσύνη
(Εφημερίδα των συντακτών 13 Ιαν. 2018)
Έθνος Τιμημένο
Η ελληνική σημαία στον Κεράτιο Κόλπο -στην Τουρκία |
«Όυκ! Όυκ! Όυκ!», ακούγονταν οι
κραυγές –γραπτώς ΟΥΚ, όπως το ’χουμε συνηθίσει να το βλέπουμε, και μόνο το
γράμμα Γ να του λείπει: ακριβώς έτσι πάντως, σωστοί Ουγκ δηλαδή, κραύγαζαν οι Όυκ
που έπεσαν για τον σταυρό στο λιμάνι του Πειραιά. Τον έπιασαν λοιπόν τον
σταυρό, τον ασπάζονταν ένας ένας, κατά το έθιμο, από την εξέδρα επάνω συνεχιζόταν
η τελετή με τους ιερείς και τους ψάλτες, τον σταυρό όμως οι Όυκ δεν τον
ανέβαζαν, παρά έστησαν τη δική τους παράσταση μέσα στο νερό: «Όυκ! Όυκ! Όυκ!» Και
συνέχισαν με διάφορα που δεν μπόρεσα να τα ξεχωρίσω, μόνο το «Ελλάς! Ελλάς!»,
ίσως «Για το Χριστό!», όπου φώναζε ένας το σύνθημα και επαναλάμβαναν, πάντα
κραυγάζοντας, οι άλλοι εν χορώ. Πάντως, μονολεκτικά ήταν σχεδόν όλα τα
συνθήματα, τα άλλα, όπως: «Τους λένε Σκοπιανούς, τους λένε Αλβανούς, τα ρούχα
μου θα ράψω με δέρμα απ’ αυτούς!», τα φυλάνε για τις παρελάσεις της 25ης
Μαρτίου. Τώρα απλώς μαύρα σορτσάκια και μαύρα φανελάκια φορούσαν, σίγουρα όχι
από αλβανόδερμα, χρώμα πάντως που μαζί με την κοψιά και το όλο στιλ θύμιζαν τα
άλλα γνωστά μας «παιδιά».
Πίσω στο θέαμα όμως, που ήταν
εμφανέστατα πλέον διπλό: πάνω παπάδες και ψαλτάδες, κάτω Οϋκάδες, που
αγωνίζονταν θαρρείς να επισκιάσουν τους επάνω. Και μόνο όταν πια τέλειωνε η
τελετή, λίγο πριν από το «Δι’ ευχών…», τέλειωσαν και οι κάτω το σόου και
άρχισαν να ανεβαίνουν ένας ένας, να επιστρέψουν τον σταυρό και να πάρουν την
ευλογία και το κατιτίς τους, από τον αρχιεπίσκοπο αλλά και από τον δήμαρχο.
Νέα έθιμα, άλλη μία εθνικιστική
πινελιά στα θρησκευτικά δρώμενα; Άλλη μια ευκαιρία να εκφραστούν του κόσμου τα «παιδιά»;
Όπως τα άλλα, «στη ρίξη του σταυρού»,
όπως διάβασα, στον Κεράτιο, στην Κωνσταντινούπολη, με τον πατριάρχη. Εκεί η
παράλληλη τελετή ξεκίνησε ομαλά, τον έπιασαν τον σταυρό, τον ασπάστηκαν και τον
ανέβασαν αμέσως, κανονικά, και παρατάχτηκαν μπροστά από την εξέδρα, όσο
συνεχιζόταν ομαλά η ακολουθία, κανονικά και τα παιδιά στην όψη, όχι σαν τα
φόβια τ’ άλλα, ώσπου ξαφνικά, θείος οίστρος, άρχισαν να ψέλνουν δυνατά τον
εθνικό ύμνο: τα δικά τους οι ψάλτες και οι ιερείς, τον εθνικό ύμνο τα παιδιά
–όσα είχαν ανέβει επάνω, γιατί γυρίζει η κάμερα και μας δείχνει άλλους τόσους
να ’χουν μείνει μέσα στο νερό και να προσπαθούν ν’ ανοίξουν μια ελληνική
σημαία!
Και θυμήθηκα, πέρα από το άλλο
καινούριο έθιμο, να ψέλνουν τον εθνικό
ύμνο τα τιμητικά αγήματα, μαζί με την μπάντα, πάλι την ώρα που ψέλνουν οι
παπάδες, π.χ. στην Ανάσταση, θυμήθηκα τον έναν Αλβανό νεκρό και τους δεκάδες
τραυματίες στο ανά την Ελλάδα πογκρόμ, όταν βγήκαν οι Αλβανοί να πανηγυρίσουν
τη νίκη της Εθνικής τους επί της ελληνικής, παρότι τους είχε προειδοποιήσει
π.χ. ο λεπενιστής τότε Βορίδης πως είναι φιλοξενούμενοι εδώ και μόνο στα Τίρανα
να πανηγυρίσουν –όπου ωστόσο παρέα Ελλήνων έψαλαν ανενόχλητοι τον ελληνικό
εθνικό ύμνο.
Κι ήταν Σεπτέμβρης του 2004, δύο μόλις
μήνες αφότου χιλιάδες Έλληνες αλώνιζαν επίσης ανενόχλητοι την Πορτογαλία σηκώνοντας
το Τιμημένο, έπειτα από νίκη της Ελλάδας ακριβώς επί της Πορτογαλίας.
Έθνος Τιμημένο...
Η κορδωμένη ασχετοσύνη
«Η απόλυτη επικοινωνία με τον Άλλον
οδηγεί αργά ή γρήγορα στην καταστροφή της δικής του και της δικής μας
δημιουργικότητας», είπε σε μια ομιλία του ο Λεβί-Στρως (1971), μια φράση που
ουσιαστικά αρχίζει και τελειώνει με το επίθετο «απόλυτη». Μ’ αυτήν τη φράση σαλπίζει
τώρα τον χαμό μας ο έβδομος άγγελος της Αποκάλυψης, για τη «δημιουργικότητα [που]
θα χάσει η Ελλάδα αν έρθει σε απόλυτη επικοινωνία με τον άλλον, απεμπολώντας
τις ιδιαιτερότητές της» (Τάκης Θεοδωρόπουλος, «Η απάτη του αντιρατσισμού», Καθημερινή 30-31.12.17).
Υπό την αίρεση πάντα του
επιθέτου-οδοστρωτήρα «απόλυτη», ας κάνουμε εμείς κάποιες απλές σκέψεις:
Από την άπλα του χωριού στα
καμαράκια της φτωχογειτονιάς στη μεγαλούπολη, την εποχή της αστυφιλίας, και
κυρίως πιο μετά: από τη μονοκατοικία στο διαμέρισμα της πολυκατοικίας,
μεσοτοιχία πια με εντελώς αγνώστους, οι όροι της γειτνίασης αλλάζουν ριζικά.
Μικροί και μεγάλοι συμβιβασμοί βιώνονται πολύ πιο έντονα και δραματικά απ’ ό,τι
στον στοιχειωδέστερο κοινοτικό πυρήνα του χωριού και της γειτονιάς, όταν ακόμα
έμοιαζαν αναπόφευκτοι ή και αυτονόητοι –δεν θεωρούνταν δηλαδή συμβιβασμοί, αλλά
αναγκαίοι όροι κοινωνικής συνύπαρξης. Αυτό είναι ο εκκοινωνισμός, αυτή είναι η
κοινωνία, έτσι είναι η κοινωνία, που αλλάζει, αυτή και το καταστατικό της,
νομοτελειακά, όσο νομοτελειακά μεγαλώνει και η πολυκατοικία, η ίδια η πόλη.
Τόσο απλά και στοιχειώδη, που είναι
ν’ απορείς…
Είπα: από τη μονοκατοικία στην
πολυκατοικία. Οι Μαριαντουανέτες όμως, ως γνωστόν, ζούνε σε πύργους και
παλάτια.