Μου αφορά - σου αφορά, ή Ποίοι οι αδαείς
(Εφημερίδα των συντακτών 9 Ιουν.
2018)
«Ένα φιλί τεράστιο στην Πόλυ μου, μπράβο Πόλυ!, από τις ελάχιστες ραδιοφωνικές παραγωγούς που ξέρουν ότι το ρήμα “αφορά” συντάσσεται με το “εις το”: “αφορά εις το”, και όχι “αφορά το” –σε λάτρεψα!» έβγαλε την κορόνα του τις προάλλες στο ραδιόφωνο ο πληθωρικός συνθέτης, παρουσιάζοντας σαν θέσφατο ιερό και άρα απαραβίαστο τη σύνταξη του ρ. αφορά με πρόθεση. Οπότε εξυπακούεται πως όσοι χρησιμοποιούν τη σύνταξη με σκέτη αιτιατική διαπράττουν λάθος μέγα, είναι –αν μπορώ να εικάσω τους ηπιότερους χαρακτηρισμούς του συνθέτη– αστοιχείωτοι, αδαείς.
Φιλίπ ντε Σαμπαίν (1602-1674), "Ο Μωυσής με τις Δέκα Εντολές" |
«Ένα φιλί τεράστιο στην Πόλυ μου, μπράβο Πόλυ!, από τις ελάχιστες ραδιοφωνικές παραγωγούς που ξέρουν ότι το ρήμα “αφορά” συντάσσεται με το “εις το”: “αφορά εις το”, και όχι “αφορά το” –σε λάτρεψα!» έβγαλε την κορόνα του τις προάλλες στο ραδιόφωνο ο πληθωρικός συνθέτης, παρουσιάζοντας σαν θέσφατο ιερό και άρα απαραβίαστο τη σύνταξη του ρ. αφορά με πρόθεση. Οπότε εξυπακούεται πως όσοι χρησιμοποιούν τη σύνταξη με σκέτη αιτιατική διαπράττουν λάθος μέγα, είναι –αν μπορώ να εικάσω τους ηπιότερους χαρακτηρισμούς του συνθέτη– αστοιχείωτοι, αδαείς.
Ας ανατρέξουμε όμως στη Νεοελληνική
Γραμματική του Αγαπητού Τσοπανάκη (β΄ έκδ. 1994, σ. 596), γραμματική που
έχει μάλιστα χαρακτηριστεί συντηρητική:
«Η σύνταξη του αφορά σε κάτι, σε
κάποιον εμφανίζεται στα
αρχαία ελληνικά ύστερα από την σύνταξη με αιτιατική [...] και αυτή είναι η
σύνταξη [=η σύνταξη χωρίς την πρόθεση] που διέσωσε η προφορική παράδοση της
γλώσσας μας, όπως φαίνεται από την πρόταξη του αντικειμένου: αυτό το πρόβλημα
δεν με, σε, τον αφορά· αυτόν αφορά, και
όχι εμένα· την κυβέρνηση αφορά και όχι τους
κατοίκους (κανένας δεν είπε ούτε έγραψε ποτέ, σε μένα κτλ. αφορά, που
το πιπιλίζουν τα τηλεοπτικά μέσα)».
Στην αρχή δηλαδή, όταν το αφορώ σήμαινε: βλέπω, διακρίνω
κάτι από μακριά, συντασσόταν με
απλή αιτιατική (Ηρόδοτος, οι
βάρβαροι [...] απώρων [=αφεώρων] το ιερόν· Δημοσθένης, και την πατρίδ’ εντεύθεν [...] αφορώ· Αριστοφάνης, ίνα τηλεφανείς σκοπιάς αφορώμεθα…). Όταν αργότερα σημαίνει: στρέφω τους οφθαλμούς σε κάτι, όταν ταυτίζεται με τα συνώνυμα: αποβλέπω, αποσκοπώ κτλ., παίρνει από αυτά ακριβώς την πρόθεση εις/σε: αφορώντες εις τον της
πίστεως αρχηγόν [...] Ιησούν, όπως διαβάζουμε στην Προς
Εβραίους. Όσο όμως παύουμε να
στρέφουμε τους οφθαλμούς κττ., όσο το αφορά σημαίνει πια κυρίως:
αναφέρεται…, ενδιαφέρει…, περιορίζεται έως εξαφανίζεται η εμπρόθετη
σύνταξη –ώς πρόσφατα ακόμα.
Ντιπ αστοιχείωτοι δηλαδή φαίνεται πως υπήρξαμε κάτι αιώνες τώρα, σίγουρα
τους τελευταίους, αν θεωρήσουμε ότι μάλλον πιστά αποτυπώνουν τη γλωσσική
πραγματικότητα τα νεότερα λεξικά, το Μείζον Τεγόπουλου-Φυτράκη, του Κριαρά και
του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, που καταγράφουν ακριβώς τη γενικευμένη απρόθετη σύνταξη του αφορά, σε όλες του τις σημασιολογικές διακρίσεις.
Τα νερά θόλωσαν με το Λεξικό του Μπαμπινιώτη, που κατά τα συνήθη επιχειρεί
το αντίστροφο, να γενικεύσει τη σποραδική χρήση του εμπρόθετου, που
εξακολουθούσε δηλαδή να υπάρχει σαν λόγιο κατάλοιπο, κωδικοποιώντας τάχα τις σημασιολογικές
διακρίσεις, στην ουσία όμως τις χρήσεις: λόγια και μη λόγια, που σημαίνει, στη
γλώσσα τη δική του και της αγοράς: γλώσσα προσεγμένη, ποιοτική, υψηλή, και γλώσσα
αφρόντιστη, παρακατιανή:
«Η χρήση αφορά σε είναι
λογιότερη και πιο προσεγμένη: [...] αφορά
στους χειρισμούς της κυβερνήσεως. Το αφορώ
στην περίπτωση αυτή διατηρεί την αρχική του σύνταξη, όταν σήμαινε ό,τι και το αποβλέπω σε ή αποσκοπώ σε.
Τώρα που έφτασε να σημαίνει αναφέρομαι σε,
μπορεί να χρησιμοποιείται και χωρίς το σε
(ιδίως με τις προσωπικές αντωνυμίες εμένα,
εσένα κλπ.): δεν αφορά εσένα, αφορά εμένα – αφορά τους χειρισμούς του κυπριακού.
Η β΄ χρήση (χωρίς το σε) εμφανίζεται
κυρίως στη λιγότερο επίσημη και περισσότερο καθημερινή χρήση της γλώσσας».
Οι γνώριμές μας παλινωδίες, αφού δύο κατά τα πάντα όμοια παραδείγματα: (α)
αφορά στους χειρισμούς της κυβερνήσεως και (β) αφορά τους χειρισμούς του κυπριακού, αποτυπώνουν το ένα τάχα «επίσημους» χειρισμούς, οπότε κερδίζουν το
τρόπαιο της λογιοσύνης, την πρόθεση σε, το άλλο όμως πιο «καθημερινούς», οπότε ας
μείνει το πτωχό με μια ολόσκετη αιτιατική.
Αλλά έστω κι έτσι, με απρόθυμα
μισόλογα δηλαδή ή με κλείσιμο του ματιού, πως η εμπρόθετη σύνταξη είναι πάντως
λογιότερη: δεύτε λάβετε λοιπόν, αυτό που τεκμαίρεται είναι πως η σύνταξη με
σκέτη αιτιατική είναι αν μη τι άλλο ισοδύναμη, και οπωσδήποτε όχι λάθος.
Πιο ξεκάθαρο είναι το νεότερο
λεξικό, το Χρηστικό της Ακαδημίας Αθηνών (επιμ. Χρ. Χαραλαμπάκης), που
προτάσσει την απρόθετη σύνταξη (αφορά
το…), καταγράφει όμως και την
εμπρόθετη (αφορά στο…), χαρακτηρίζοντάς την σε παρένθεση: «σπανιότερη-λόγια».
Αυτή είναι λοιπόν η μόνη
διάκριση, αν δηλαδή προτιμούμε σύνταξη σπανιότερη και λόγια ή όχι, σε όλες τις
χρήσεις τού αφορά, αν υποθέσουμε πως είναι πάντοτε απολύτως
διακριτές: (α) αποβλέπει, αποσκοπεί: η
συζήτηση αφορά στη/τη λήψη μέτρων…, (β) αναφέρεται: η συζήτηση αφορά στη/τη φοιτητική νεολαία… Ώς εδώ. Γιατί απρόθετη και
μόνο, αυστηρώς, είναι η σύνταξη όταν έχουμε (γ) την κοινότατη σημασία: ενδιαφέρει, με τον δυνατό και ιδίως με τον αδύνατο τύπο της προσωπικής
αντωνυμίας: αυτόν αφορά το
πρόβλημα, όχι εμένα· άρα, αυστηρώς
και: δεν με αφορά…, ποτέ: «δεν μου αφορά»!
Μας αρέσει δεν μας αρέσει, η
εμπρόθετη σύνταξη διεκδικεί σήμερα ικανό μερίδιο στη χρήση, μαζί με διάφορες
άλλες γραμματικοσυντακτικές υποχωρήσεις προς μια λογιότερη γλώσσα. Από αυτό
όμως το σημείο ώς τον στιγματισμό και έπειτα την απόρριψη της απρόθετης
σύνταξης (που μάλιστα υπερτερεί σε πεδία χρήσης, όπως είδαμε παραπάνω) η απόσταση
είναι τεράστια.
Όση ακριβώς η αδαημοσύνη.