Από φωτιά!
(Εφημερίδα των συντακτών 28 Ιουλ. 2018)
Δεν ήταν θάλασσα, ποτάμι, νερό·
φωτιά ήταν: ό,τι πιο άγριο! Στο νερό συχνά μπορεί και να σωθείς, ώς την
τελευταία στιγμή πιστεύεις πως μπορεί να σωθείς· απ’ τη φωτιά, όταν φτάσει
μπροστά, το ξέρεις, δεν γλιτώνεις. Κι είναι ο αγριότερος θάνατος, έτσι όπως τον
βλέπεις να ’ρχεται, και μάλιστα όπως μαχαίρι από χέρι αγαπημένο: από το δέντρο
που ώς τώρα ήταν απόλαυση, χαρά ατόφια, ζωή. Ακόμα μεγαλύτερος λοιπόν ο τρόμος,
η απόγνωση, κι ο θάνατος μαρτυρικός.
Δηλαδή έχει ο θάνατος, το απόλυτο
τέλος, το απόλυτο κακό, διαβαθμίσεις κι αποχρώσεις; Ε ναι· δεν είναι ίδιος ο
γαλήνιος θάνατος με τον βίαιο, πρώτα πρώτα. Άλλο να μπεις π.χ. στη θάλασσα και
να μη βγεις (μακάριε Σάββα Χαρατσίδη! μακαρία Ρένα Χατζηδάκη!)· πολύ περισσότερο
να κοιμηθείς και να μην ξανανοίξεις το πρωί τα μάτια σου· κι άλλο να καρφωθείς
σε μια κολόνα, ή να δεις χέρι οπλισμένο καταπάνω σου· και πάλι άλλο να ’ναι ο
θάνατος ακαριαίος και άλλο αργός και βασανιστικός· ή να σβήνεις αργά και
βασανιστικά από αρρώστια –οπότε μπορεί να είναι και λυτρωτικός ο θάνατος, για σένα
αλλά, από μιαν άποψη, και για τους δικούς σου: γιατί για τους δικούς, σ’ όλες
τις άλλες περιπτώσεις, ο θάνατος αγαπημένου, ιδίως παιδιού, αυτός δεν έχει
διαβαθμίσεις κι αποχρώσεις, είναι μονάχα συμφορά.
Και νά τος τώρα ο θάνατος, ο
αγριότερος, που είπα, από φωτιά, αγριότερος και για τους νεκρούς και για τους
δικούς τους –αλλά και για τους πλέον μακρινούς, όταν συμβαίνει σε δημόσια
σφαίρα, σε δημόσια θέα, και σε μεγάλη κλίμακα εντέλει.
Ημέρα Δευτέρα ήθελα να γράψω,
νωρίτερα κι απ’ το νωρίς που γράφεται ένα σαββατιάτικο κομμάτι, είχα ετοιμάσει
ένα κοκτέιλ από διάφορα, κάποια ευτράπελα μάλιστα, πριν απ’ τις αυγουστιάτικες
διακοπές, μα τι να γράψω, ώρες καταστροφής και θανάτου: από τη μέρα εκείνη ζω μπροστά
στην τηλεόραση, με το μυαλό ανίκανο όχι να επεξεργαστεί αλλά να παρακολουθήσει
απλώς τη ζοφερή αλληλουχία εικόνων και ειδήσεων. Απ’ τις οποίες μία μου σφηνώθηκε
εξαρχής, και με στοιχειώνει εντέλει ώς τώρα, βράδυ Τετάρτης, που πρέπει ανυπερθέτως
κάτι να γράψω: οι 26 που κάηκαν όρθιοι, ζωντανοί, σ’ ένα οικόπεδο, ελάχιστα
μέτρα από τη θάλασσα, οικογένειες οικογένειες ή παρέες παρέες αγκαλιασμένες.
Η πρώτη εκδοχή που ακούστηκε ήταν
πως θα ’φυγαν από γιορτή, έτσι πολλοί μαζί όπως ήταν, και τους πρόλαβε η φωτιά.
Δεν ξανακούστηκε η εικασία αυτή. Είτε έτσι είτε αλλιώς, σε τίποτα δεν αλλάζει η
τραγικότητα του βίαιου θανάτου 26 ανθρώπων, που απ’ τους καπνούς δεν θα βρήκαν
το άνοιγμα στο συρματόπλεγμα γύρω απ’ το σπίτι (που προφανώς έκλεινε την πρόσβαση
στη θάλασσα), για να περάσουν από κει σ’ ένα σχεδόν κρυφό μονοπατάκι που
κατέβαινε στο νερό –κι άλλες, διάφορες λεπτομέρειες που μάθαμε, εκτός απ’ την
ταυτότητα των αγκαλιασμένων νεκρών.
Έτσι, κοιτάζω να τελειώσω άρον άρον
το κομμάτι αυτό και να το διώξω αποπάνω μου, πριν μας προλάβουν κι άλλα νέα,
καθώς ημέρα Τρίτη είδα ξαφνικά να γεμίζει η οθόνη της τηλεόρασης από
πρόσωπο αγαπημένο, παλιά φίλη –στους αγνοούμενους τώρα.
Δεν θέλω να κάνω άλλες σκέψεις,
μόνο να σταθώ στους 26 μου, συμπλέγματα του Ροντέν τους φαντάστηκα απ’ την
αρχή, μορφές του Τζιακομέττι, ή του δικού μας, του Γιώργου Λάππα, που δέθηκαν
αξεδιάλυτα μες στο μυαλό μου μ’ ένα δημοτικό τραγούδι, αναίτια και άσχετα εκ
πρώτης όψεως, που όμως λίγο λίγο δένει: ποτάμι εκεί, φωτιά εδώ· αλλά κι εδώ
είχαμε νερό εντέλει, θάλασσα αγριεμένη όπου αρκετοί, φαίνεται, πνιγήκαν.
Έπειτα, στο τραγούδι, αδέρφια ήταν τα πνιγμένα στο ποτάμι, εδώ δεν ξέρουμε
σχέσεις οικογενειακές ή άλλες, και ούτε έχει, εννοείται, σημασία: «Τους είδαμε
αγκαλιασμένους, έξι μαζί, πέντε, τρεις –μπορεί και να ’ταν άγνωστοι μεταξύ
τους» συμπλήρωσε το σπαραχτικότερο ένας διασώστης.
Το τραγούδι είναι η «Ρούσα
παπαδιά», όπου το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο, αγριεμένο δηλαδή, κι
έσερνε λιθάρια ριζιμιά, δέντρα ξεριζωμένα· κι έσερνε μαζί και μια γλυκομηλιά τα
μήλα φορτωμένη· κι ανάμεσα στους κλώνους της, δυο αδέρφια αγκαλιασμένα: Γιά
ιδέστε τα κακόμοιρα, γιά ιδέστε τα καημένα, αν δε φιλιώνταν ζωντανά, φιλιώντ’
απεθαμένα! καταλήγει το τραγούδι.
Κλείνω εδώ, και μακάρι να μην
ξανάκουγα ειδήσεις. Ή ν’ άκουγα μονάχα ότι βρέθηκαν οι αγνοούμενοι· όλοι· ή οι περισσότεροι·
έστω οι μισοί, ντρέπομαι που το λέω· κι αν λιγότεροι ακόμα, ελάχιστοι, τι να
ντραπώ πια, κάνα δυο, μόνο μία: Χρύσα, Χρύσα Σπηλιώτη, γύρνα και ξαναδώσε μας –τα
πάντα· αφού τα πάντα τα ’χες και τα χάριζες σ’ όλους, παντού, και δεν λέω
τώρα για το ταλέντο, το υποκριτικό και το συγγραφικό, λέω για τη λάμψη, για το
πιο λαμπερό πρόσωπο, τα πιο λαμπερά γαλάζια και πάντα γελαστά μάτια· μια λάμψη ολόκληρη,
σκέτο φως, χρυσάφι!